Language of document : ECLI:EU:T:2015:639

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση ορισμένου χρόνου – Απόφαση περί μη ανανεώσεως – Άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ – Αναχαρακτηρισμός μιας συμβάσεως ορισμένου χρόνου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑231/14 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Drakeford κατά EMA (F-29/13, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2014:10),

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), εκπροσωπούμενος από τους T. Jabłoński και N. Rampal Olmedo, επικουρούμενους από τους D. Waelbroeck και A. Duron, δικηγόρους,

αναιρεσείων,

υποστηριζόμενος από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Currall και G. Gattinara,

από

τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA), εκπροσωπούμενο από τους M. Heikkilä και E. Maurage,

από

τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex), εκπροσωπούμενο από τους H. Caniard και V. Peres de Almeida,

από

την Ευρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων (EFSA), εκπροσωπούμενη από τους D. Detken, S. Gabbi και C. Pintado,

και από

το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), εκπροσωπούμενο από τους J. Mannheim και A. Daume,

παρεμβαίνοντες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι ο

David Drakeford, κάτοικος Δουβλίνου (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενος από τους S. Orlandi και T. Martin, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων πρωτοδίκως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger (εισηγητή), Πρόεδρο, Σ. Παπασάββα και G. Berardis, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Drakeford κατά EMA (F‑29/13, Συλλογή Υπ.Υπ., στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:F:2014:10), με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακύρωσε την απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως εργασίας του David Drakeford.

 Ιστορικό της διαφοράς, διαδικασία πρωτοδίκως και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

2        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 4 έως 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«4      Στις 30 Οκτωβρίου 1996, ο προσφεύγων-ενάγων προσελήφθη από τον ΕΜΑ, με ισχύ από 16ης Νοεμβρίου 1996, ως επικουρικός υπάλληλος, για χρονική περίοδο ενός έτους, προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντα του συντονιστή στο πεδίο των τεχνολογιών της πληροφορίας εντός του τομέα με την ίδια ονομασία (στο εξής: τομέας ΤΠ), στο τμήμα “τεχνικός συντονισμός”.

5      Επιτυχών μιας διαδικασίας επιλογής έκτακτων υπαλλήλων, στη συνέχεια, σύναψε σύμβαση με τον ΕΜΑ η οποία του ανέθετε, με ισχύ από 1ης Φεβρουαρίου 1997 και με την ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου βαθμού A 5 δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ [Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού], την άσκηση των καθηκόντων του κύριου υπαλλήλου διοικήσεως, για περίοδο πέντε ετών, με δυνατότητα ανανεώσεως. Συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του στον τομέα ΤΠ.

6      Στις 15 Νοεμβρίου 1998, ο προσφεύγων-ενάγων διορίστηκε αναπληρωτής προϊστάμενος του τομέα ΤΠ. Επίσης, κατά την περίοδο 2001/2003 του ανατέθηκαν καθήκοντα προσωρινού προϊσταμένου του τομέα ΤΠ.

7      Η σύμβαση εργασίας έκτακτου υπαλλήλου του προσφεύγοντος-ενάγοντος ανανεώθηκε κατά τη λήξη της, την 1η Φεβρουαρίου 2002, για νέα περίοδο πέντε ετών.

8      Με την από 6 Αυγούστου 2002 συμπληρωματική συμφωνία της αρχικής του συμβάσεως, ο προσφεύγων-ενάγων προήχθη στο βαθμό Α 4.

9      Επιτυχών σε διαδικασία εξωτερικής επιλογής για τη θέση του προϊσταμένου του τομέα ΤΠ, ο προσφεύγων-ενάγων σύναψε με τον ΕΜΑ, στις 15 Απριλίου 2003, σύμβαση έκτακτου υπαλλήλου, με βαθμό Α 4, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ. Η σύμβαση αυτή, διάρκειας πέντε ετών και με δυνατότητα ανανεώσεως, τέθηκε σε ισχύ από 1ης Μαΐου 2003.

10      Την 1η Μαΐου 2004, κατόπιν της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ, ο βαθμός του προσφεύγοντος-ενάγοντος έλαβε τη νέα ονομασία Α*12.

11      Με την υπογραφείσα από την ΑΣΣΠΑ [αρμόδια αρχή για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως] και τον προσφεύγοντα-ενάγοντα συμπληρωματική συμφωνία στις 14 και 15 Αυγούστου 2007 αντίστοιχα, η σύμβαση του προσφεύγοντος-ενάγοντος ανανεώθηκε για πέντε έτη με ισχύ από 1ης Μαΐου 2008.

12      Με υπόμνημα της 5ης Ιουνίου 2009, ο προσφεύγων-ενάγων ενημερώθηκε για τον διορισμό του ως προϊσταμένου του τομέα τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας του τμήματος με την ίδια ονομασία (στο εξής: τμήμα ΤΠΕ) στο πλαίσιο εσωτερικής αναδιαρθρώσεως του Οργανισμού.

13      Στις 15 Σεπτεμβρίου 2011, ο προϊστάμενος του τομέα “Ανθρώπινοι πόροι” του τμήματος “Διοίκηση” ενημέρωσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι είχε ενταχθεί στον κατάλογο επιτυχόντων της διαδικασίας επιλογής σχετικά με τη θέση του προϊσταμένου του τμήματος ΤΠΕ, ο οποίος θα ίσχυε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012.

14      Στις 30 Ιουλίου 2012, ήτοι εννέα μήνες πριν τη λήξη της συμβάσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος, οι υπηρεσίες του τομέα “Ανθρώπινοι πόροι” του ΕΜΑ έστειλαν στον προϊστάμενο του τμήματος του προσφεύγοντος‑ενάγοντος έντυπο σχετικά με ενδεχόμενη ανανέωση της συμβάσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Στις 17 Αυγούστου 2012, ο προϊστάμενος του τμήματος του προσφεύγοντος-ενάγοντος διατύπωσε γνώμη κατά την οποία “καμία ενέργεια δεν ήταν αναγκαία για την ανανέωση της συμβάσεως” του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

15      Ο εκτελεστικός διευθυντής υπό την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ, κατόπιν της γνώμης αυτής, επιβεβαίωσε, με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2012, στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι η σύμβασή του έληγε στις 30 Απριλίου 2013 (στο εξής: απόφαση της 30ής Αυγούστου 2012) και ότι “προς το συμφέρον του οργανισμού [θα] τοποθετείτο σε μη ενεργό θέση από 1ης Σεπτεμβρίου 2012 έως τη λήξη της συμβάσεώς του”.

16      Με έγγραφο της 31ης Αυγούστου 2012, ο προσφεύγων-ενάγων αμφισβήτησε την αυτεπαγγέλτως θέση του σε άδεια άμεσης ισχύος, προβάλλοντας, βάσει της ισχύουσας ρυθμίσεως, ότι μετά από περίπου δεκαέξι έτη εργασιακών σχέσεων εντός του ΕΜΑ, έπρεπε να θεωρείται ως “μόνιμος υπάλληλος”. Την ίδια ημέρα, η ΑΣΣΠΑ απάντησε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι η σύμβασή του, συναφθείσα για πέντε έτη στις 15 Απριλίου 2003 με ισχύ από 1ης Μαΐου 2003, είχε ανανεωθεί την 1η Μαΐου 2008 για πενταετή περίοδο. Με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2012, ο προσφεύγων-ενάγων ενημερώθηκε για τις διοικητικές λεπτομέρειες της αποχωρήσεώς του από τον ΕΜΑ.

17      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2012, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε στον ΕΜΑ διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), κατά της αποφάσεως της 30ής Αυγούστου 2012 επικαλούμενος τις πέντε συμβάσεις ή ανανεώσεις συμβάσεων έκτακτου υπαλλήλου συναφθείσες αδιαλείπτως από το 1997, οι οποίες τον είχαν θέσει εφεξής σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Προς στήριξη αυτού του αναχαρακτηρισμού, ο προσφεύγων-ενάγων προέβαλε το άψογο και αξιοσημείωτο έργο που είχε επιτελέσει στην υπηρεσία του Οργανισμού. Στις 15 Οκτωβρίου 2012, κατέθεσε συμπληρωματική διοικητική ένσταση, περιλαμβάνουσα, πρώτον, αίτηση αναχαρακτηρισμού αυτοδικαίως της τελευταίας συμβάσεώς του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του ΚΛΠ, ως συμβάσεως αορίστου χρόνου από της ημερομηνίας κατά την οποία η δεύτερη πενταετούς διάρκειας σύμβασή του έκτακτου υπαλλήλου αντικαταστάθηκε από τη νέα του σύμβαση συναφθείσα την 15η Απριλίου 2003, δεύτερον, αίτηση αναχαρακτηρισμού της πρώτης συμβάσεως επικουρικού υπαλλήλου, τεθείσας σε ισχύ από 16ης Νοεμβρίου 1996, ως συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου, οπότε η δεύτερη ανανέωση έχει συναφθεί στην πραγματικότητα στις “9 Μαΐου 2001”, και τρίτον, αίτημα καταβολής 10 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της θέσεώς του αυτεπαγγέλτως σε άδεια, η οποία δεν είναι νόμιμη.

18      Στις 19 Δεκεμβρίου 2012, η ΑΣΣΠΑ, απέρριψε την ένσταση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την από 15 Οκτωβρίου του ίδιου έτους επιστολή, με την αιτιολογία ότι η σύμβαση ορισμένου χρόνου που είχε τεθεί σε ισχύ την 1η Μαΐου 2003 είχε ανανεωθεί μόνο μία φορά και ότι, ελλείψει δεύτερης ανανεώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ΚΛΠ, δεν μπορούσε να θεωρηθεί σύμβαση αορίστου χρόνου.

19      Στις 24 Δεκεμβρίου 2012, ο προσφεύγων-ενάγων άσκησε νέα διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά, αυτήν τη φορά, της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2012, καθόσον η απόφαση αυτή απέρριψε τις αιτήσεις του αναχαρακτηρισμού της αρχικής του συμβάσεως επικουρικού υπαλλήλου ως συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου και της τρέχουσας συμβάσεώς του έκτακτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου ως συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, και κάλεσε τον Οργανισμό να εξετάσει συγκεκριμένα τις δυνατότητες ανανεώσεως της τελευταίας αυτής συμβάσεώς του. Η νέα αυτή διοικητική ένσταση, συνοδευόμενη από αίτημα ανανεώσεως συμβάσεως, απορρίφθηκε από την ΑΣΣΠΑ με έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2013 (στο εξής: απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013).»

3        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 28 Μαρτίου 2013, ο D. Drakeford άσκησε προσφυγή-αγωγή με αίτημα να ακυρωθούν οι αποφάσεις της 30ής Αυγούστου 2012 και της 26ης Φεβρουαρίου 2013 και να υποχρεωθεί ο ΕΜΑ να του καταβάλει 25 000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Ο δε ΕΜΑ ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής‑αγωγής ως μερικώς απαράδεκτης και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμης, επικουρικώς δε, την απόρριψη των αιτημάτων να καταδικαστεί ο ΕΜΑ στα δικαστικά έξοδα του D. Drakeford και να του καταβάλει 25 000 ευρώ, καθώς και κάθε άλλο αίτημα αποζημιώσεως σχετικά με επικαλούμενη υλική ζημία που δεν έχει ακόμη αποδειχθεί, και να καταδικαστεί ο D. Drakeford στα δικαστικά έξοδα.

4        Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε απαράδεκτα τα αιτήματα ακυρώσεως της αποφάσεως της 26ης Φεβρουαρίου 2013, καθόσον αυτή απέρριπτε τις αιτήσεις ανανεώσεως της συμβάσεως του D. Drakeford, αναχαρακτηρισμού της συμβάσεώς του επικουρικού υπαλλήλου ως συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου και αναχαρακτηρισμού της συμβάσεώς του έκτακτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου.

5        Στη συνέχεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκανε δεκτό, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το αίτημα του D. Drakeford περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 30ής Αυγούστου 2012, ερμηνεύοντας τη φράση «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση», του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ) ως έχουσα την έννοια ότι καλύπτει κάθε διαδικασία μέσω της οποίας συνεχίζεται, κατά τη λήξη της ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου έκτακτου υπαλλήλου, υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, η σχέση εργασίας του υπαλλήλου αυτού με τον εργοδότη του, υπό την ίδια ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου, έστω και αν η ανανέωση αυτή συνοδεύεται από προαγωγή κατά βαθμό ή από αναβάθμιση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προσέθεσε ότι αυτό δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η νέα σύμβαση διέπεται από άλλο νομικό καθεστώς ή αποτελεί τομή στη σταδιοδρομία του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, για παράδειγμα αν μεταβάλλεται ουσιωδώς η φύση των καθηκόντων του.

6        Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στήριξε τη συλλογιστική του στον σκοπό του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση ορισμένης σταθερότητας απασχολήσεως, και στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της 30ής Αυγούστου 2012, ληφθείσα στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, αντέβαινε στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ.

7        Τέλος, όσον αφορά την υλική ζημία, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, για το χρονικό διάστημα από τη λήξη της συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου του D. Drakeford έως την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υποχρέωσε τον ΕΜΑ να καταβάλει στον D. Drakeford τη διαφορά μεταξύ του ποσού των αποδοχών που θα δικαιούταν αν παρέμενε στη θέση του και του ποσού των αποδοχών, αμοιβών, επιδομάτων ανεργίας ή τυχόν άλλων επιδομάτων ή αποδοχών της ίδιας φύσεως που όντως έλαβε από την 1η Μαΐου 2013. Για το χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κάλεσε τον ΕΜΑ είτε να επανεντάξει τον D. Drakeford στο προσωπικό του είτε να αναζητήσει συμφωνία που θα καθορίζει την ενδεδειγμένη αποζημίωση, και διέταξε τους διαδίκους να ενημερώσουν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης για τη λύση επί της οποίας θα έχουν συμφωνήσει ή, εφόσον δεν καταλήξουν σε συμφωνία, να υποβάλουν τα αιτήματά τους συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 2014, ο ΕΜΑ άσκησε την υπό κρίση αναίρεση, βάσει του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Στις 25 Ιουλίου 2014, ο D. Drakeford κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

9        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14, 25 και 28 Ιουλίου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων (EFSA), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex) και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του ΕΜΑ. Με διατάξεις του προέδρου του αναιρετικού τμήματος της 2ας και της 24ης Σεπτεμβρίου 2014, οι πέντε αυτές αιτήσεις παρεμβάσεως προς στήριξη των αιτημάτων του ΕΜΑ έγιναν δεκτές.

10      Η Επιτροπή, ο ECHA, ο Frontex, η EFSA και το ECDC κατέθεσαν υπόμνημα παρεμβάσεως εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας.

11      Ο ΕΜΑ και ο D. Drakeford, κατόπιν σχετικής προσκλήσεως, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

12      Ο ΕΜΑ, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, τον ECHA, τον Frontex, την EFSA και το ECDC, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        κατά συνέπεια, να απορρίψει την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει τον D. Drakeford στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

13      Ο D. Drakeford ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει τον ΕΜΑ στα δικαστικά έξοδα.

14      Με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2015, ο ΕΜΑ υπέβαλε αιτιολογημένη αίτηση, βάσει του άρθρου 146 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, να ακουστεί στο πλαίσιο του προφορικού σταδίου της διαδικασίας.

15      Το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση του αναιρεσείοντος και αποφάσισε τη διεξαγωγή του προφορικού σταδίου της διαδικασίας.

16      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Απριλίου 2014.

 Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

 Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της φράσεως «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση», του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ

[παραλειπόμενα]

22      Επιβάλλεται να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, σύμφωνα με γενική αρχή, όταν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, η διάταξη αυτή πρέπει να τοποθετείται στο πλαίσιό της και να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του συνόλου των διατάξεων του δικαίου αυτού, των σκοπών του, καθώς και του σταδίου της εξελίξεώς του κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να εφαρμοσθεί η οικεία διάταξη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Kirin Amgen, C‑66/09, EU:C:2010:484, σκέψη 41).

23      Επιβάλλεται, επίσης, η υπόμνηση ότι το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν έχει ως σκοπό τη διασφάλιση ορισμένης σταθερότητας απασχολήσεως ούτε τη διασφάλιση ορισμένης μονιμότητας των σχέσεων εργασίας των έκτακτων υπαλλήλων με σύμβαση ορισμένου χρόνου, αλλά την πρόληψη της καταχρηστικής συνάψεως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Macchia, T‑368/12 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2014:266, σκέψη 60). Η έλλειψη σταθερότητας στη σχέση εργασίας επιβεβαιώνεται εξάλλου από το γεγονός ότι η ανανέωση της συμβάσεως ορισμένου χρόνου έκτακτου υπαλλήλου αποτελεί απλώς ενδεχόμενο, εκτός της οριζόμενης στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, του ΚΛΠ περιπτώσεως, η οποία έχει ακριβώς ως σκοπό να αποφεύγεται η καταχρηστική σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου προβλέποντας τον αναχαρακτηρισμό αυτοδικαίως της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση, η σχέση εργασίας έκτακτου υπαλλήλου ο οποίος, μέσω του προβλεπόμενου στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, του ΚΛΠ, αυτοδικαίως επερχόμενου αναχαρακτηρισμού, γίνεται συμβασιούχος αορίστου χρόνου δεν είναι σταθερή εκ φύσεως. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση μπορεί οποτεδήποτε να θέσει τέλος στην εν λόγω σύμβαση νομίμως, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 47, στοιχείο γ΄, σημείο i, του ΚΛΠ.

24      Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι οι διαφορετικές γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν παρέχουν τη δυνατότητα μονοσήμαντης ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως. Προς στήριξη της κρίσεως αυτής, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραπέμπει, αφενός, στις αποδόσεις στην ολλανδική και την ιταλική γλώσσα, που ευνοούν την προβαλλόμενη από τον ΕΜΑ θέση, και, αφετέρου, στις αποδόσεις στη γαλλική, στη γερμανική, στην αγγλική και στην ισπανική γλώσσα. Όσον αφορά τις αποδόσεις στις γλώσσες αυτές, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, εν αντιθέσει προς τις αποδόσεις στην ιταλική και στην ολλανδική γλώσσα, η γραμματική διατύπωση των αποδόσεων στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, η οποία αφορούσε γενικότερα την ανανέωση της προσλήψεως και τη σχέση εργασίας, καθώς και η γραμματική διατύπωση των αποδόσεων στην αγγλική και στην ισπανική γλώσσα, η οποία αφορούσε κάθε μεταγενέστερη ανανέωση χωρίς καμία διευκρίνιση, δεν καθιστούσαν δυνατό το συμπέρασμα ότι η φράση «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση» αφορούσε την ίδια σύμβαση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε την ύπαρξη δύο κατηγοριών γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ: η μία, από την οποία προκύπτει σαφώς ότι η φράση «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση» αφορά τη σύμβαση, και η άλλη, η οποία δεν επέτρεπε να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα. Ενόψει αυτής της διαφοράς μεταξύ των κειμένων, τα οποία δεν παρέχουν καμία σαφή ένδειξη σχετικά με το αντικείμενο της ανανεώσεως που επιφέρει τον αναχαρακτηρισμό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου, το Δικαστήριο της Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι έπρεπε να καθιερωθεί μια ομοιόμορφη ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως.

25      Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι, όπως προβάλλει ο ΕΜΑ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέβλεψε το γεγονός ότι, στις αποδόσεις στην αγγλική και στην ισπανική γλώσσα, εν αντιθέσει προς τις αποδόσεις στη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, η φράση «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση» μπορεί να αφορά μόνον τον όρο «σύμβαση». Εντούτοις, η πλάνη αυτή δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, στο μέτρο που διαπίστωσε, ορθώς, ότι, αντιθέτως, οι αποδόσεις στη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα δεν επέτρεπαν να συναχθεί μονοσήμαντο συμπέρασμα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ. Συγκεκριμένα, στις εν λόγω γλωσσικές αποδόσεις, η εναλλακτική χρήση των όρων «πρόσληψη», «σύμβαση», και «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση» καθιστά τη διάταξη αμφίσημη. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι ο όρος «πρόσληψη» αφορά κατά τρόπο γενικότερο τη σχέση εργασίας μεταξύ ενός υπαλλήλου, αφενός, και ενός θεσμικού οργάνου ή ενός οργανισμού, αφετέρου, ο όρος «σύμβαση» αντιστοιχεί στο νομική πράξη μέσω της οποίας συγκεκριμενοποιείται η σχέση αυτή. Δεδομένου ότι η γραμματική διατύπωση των αποδόσεων στη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η πρόσληψη υπαλλήλου μπορεί να πραγματοποιείται μέσω της συνάψεως διαφορετικών συμβάσεων στο πλαίσιο της ίδιας εργασιακής σχέσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, ορθώς, ότι από τις εν λόγω γλωσσικές αποδόσεις δεν προέκυπτε αν η φράση «κάθε μεταγενέστερη ανανέωση» αφορούσε κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση την πρόσληψη ή τη σύμβαση. Κατά συνέπεια, ούτε το μεταγενέστερο επιχείρημα του ΕΜΑ κατά το οποίο οι όροι «πρόσληψη» και «σύμβαση» είναι εναλλάξιμοι μπορεί να γίνει δεκτό.

26      Επιπλέον, ακόμη και με τη γραμματική ερμηνεία που προτείνει ο ΕΜΑ, κατά την οποία η ανανέωση πρέπει να αφορά την ίδια σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την εφαρμογή της τελευταίας περιόδου του άρθρου 8 του ΚΛΠ, δεν αίρεται η αμφισημία, στο μέτρο που οι γλωσσικές αποδόσεις που χρησιμοποιούν αποκλειστικά τον όρο «σύμβαση» επιδέχονται διαφορετική γραμματική ερμηνεία από την προτεινόμενη από τον ΕΜΑ. Συγκεκριμένα, μπορεί να συμβεί έκτακτος υπάλληλος με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου να συνάψει στη συνέχεια νέα σύμβαση ορισμένου χρόνου η οποία, καίτοι είναι τυπικώς χωριστή, παρέχει μια ουσιαστική συνέχεια με την αρχική σύμβαση. Ως εκ τούτου, τίποτε δεν εμποδίζει να θεωρηθεί ότι, όσον αφορά το αντικείμενο της ανανεώσεως που επιφέρει τη μετατροπή συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου, το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, του ΚΛΠ μπορεί να έχει την έννοια ότι παραπέμπει μάλλον στον ίδιο τύπο συμβάσεως, ήτοι σύμβαση ορισμένου χρόνου, και όχι σε πανομοιότυπη σύμβαση με την αρχική σύμβαση. Η περίπτωση αυτή αποδεικνύει συνεπώς ότι, κατ’ αρχήν, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ υπαλλήλου και της Διοικήσεως μπορούν, στο μέτρο που εμφανίζουν μια συνέχεια με την πρώτη σύμβαση ορισμένου χρόνου, να λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, του ΚΛΠ.

27      Κατόπιν των σκέψεων αυτών, έχοντας διαπιστώσει διαφορές μεταξύ των κειμένων δυνάμενες να στηρίξουν διαφορετικές ερμηνείες, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, αφενός, έκρινε ότι δεν μπορούσε να περιοριστεί σε απλή γραμματική προσέγγιση και, αφετέρου, για τους σκοπούς ομοιόμορφης ερμηνείας του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, εφάρμοσε, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη γενική αρχή κατά την οποία μια διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του συνόλου των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, των σκοπών του, καθώς και του σταδίου της εξελίξεως του δικαίου αυτού.

28      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

29      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στήριξε την ερμηνεία του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ στη βάση, αφενός, του σκοπού του και, αφετέρου, του πλαισίου του. Όσον αφορά τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως, στις σκέψεις 43, 44 και 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η διάταξη αυτή είχε ως σκοπό τη διασφάλιση ορισμένης σταθερότητας απασχολήσεως στις εργασιακές σχέσεις. Όσον αφορά το πλαίσιό του, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η ερμηνεία του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ κατά τρόπο που αποκλείει τον αναχαρακτηρισμό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου έκτακτου υπαλλήλου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου λόγω του απλού γεγονότος ότι ο υπάλληλος αυτός εξελίχθηκε στην επαγγελματική του σταδιοδρομία συνάπτοντας διαφορετικές συμβάσεις με τη Διοίκηση αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και στη βούληση του νομοθέτη, εκφρασθείσα ρητώς στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του ΚΛΠ, να μεριμνήσει ώστε οι έκτακτοι υπάλληλοι να εξασφαλίζουν στα θεσμικά όργανα την παροχή υπηρεσιών από πρόσωπα που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας.

30      Ωστόσο, σχετικά με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κρίνοντας ότι ο σκοπός του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ ήταν η διασφάλιση ορισμένης σταθερότητας απασχολήσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς την κρίση στην οποία κατέληξε, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 23 ανωτέρω, το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ έχει ως σκοπό την πρόληψη της καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 19 ανωτέρω, ο περιορισμένος σκοπός του εν λόγω άρθρου επιβεβαιώνεται από την αναγνωρισμένη εξουσία της Διοικήσεως να θέτει τέλος οποτεδήποτε στη σχέση εργασίας με υπάλληλο με σύμβαση αορίστου χρόνου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 47 του ΚΛΠ.

31      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να απορρίψει λόγο ή αιτίαση ως αλυσιτελή, όταν διαπιστώνει ότι δεν μπορεί, σε περίπτωση που είναι βάσιμος ή βάσιμη, να επιφέρει την επιδιωκόμενη ακύρωση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, T‑50/08 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2009:457, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Ωστόσο, αφενός, μολονότι είναι αληθές ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ σκοπούσε στη διασφάλιση ορισμένης σταθερότητας απασχολήσεως, αφετέρου, ορθώς έκρινε ότι το εν λόγω άρθρο αντιτίθετο στο να θεωρηθεί ότι ο αναχαρακτηρισμός της συμβάσεως ορισμένου χρόνου έκτακτου υπαλλήλου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου μπορούσε να επέλθει αυτοδικαίως μόνον όταν οι διαδοχικές ανανεώσεις αφορούσαν την ίδια σύμβαση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς επισήμανε, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η στέρηση από έκτακτο υπάλληλο με σύμβαση ορισμένου χρόνου, ο οποίος έχει εξελιχθεί στη σταδιοδρομία του λόγω της καλής επαγγελματικής του αποδόσεως μέσω της συνάψεως διαφορετικών συμβάσεων, της προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, του ΚΛΠ, σε σύγκριση με έκτακτο υπάλληλο με σύμβαση ορισμένου χρόνου του οποίου ανανεώθηκε η ίδια σύμβαση, χωρίς επαγγελματική εξέλιξη λόγω ιδιαίτερων προσόντων, θα είχε ως αποτέλεσμα τη δυσμενή μεταχείριση του υπαλλήλου που εξελίσσεται. Συνεπώς, το επιχείρημα του ΕΜΑ πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

33      Τέλος, όσον αφορά το τρίτο σκέλος, αρκεί η διαπίστωση ότι, εν αντιθέσει προς όσα προβάλλει ο ΕΜΑ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν εξομοίωσε τους έκτακτους με τους μόνιμους υπαλλήλους. Βεβαίως, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέβλεψε τον σκοπό του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η Διοίκηση μπορούσε οποτεδήποτε να θέσει τέλος στη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλου, τηρουμένης της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 47, στοιχείο γ΄, σημείο i, του ΚΛΠ. Τούτο καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ουδόλως αμφισβήτησε τη διαφορά μεταξύ μονίμων και μη υπαλλήλων και την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως στις σχέσεις εργασίας με τους μη μονίμους υπαλλήλους (απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Schuerings, T‑107/11 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2013:624, σκέψη 76).

34      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του ΕΜΑ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη διατύπωση της εξαιρέσεως από την ερμηνεία του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ

[παραλειπόμενα]

37      Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο η παραπομπή σε άλλο νομικό καθεστώς είναι αόριστη, ή ακόμη και ακατάλληλη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υποστήριξε ο ΕΜΑ, στηριζόμενος από την Επιτροπή, τον ECHA, τον Frontex, την EFSA και το ECDC, το ΚΛΠ είναι το μόνο νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται σε όλους τους έκτακτους υπαλλήλους. Συνεπώς, η παραπομπή σε άλλο νομικό καθεστώς στην οποία προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι εσφαλμένη.

38      Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να απορρίψει λόγο ή αιτίαση ως αλυσιτελή, όταν διαπιστώνει ότι δεν μπορεί, σε περίπτωση που είναι βάσιμος ή βάσιμη, να επιφέρει την επιδιωκόμενη ακύρωση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Μιχαήλ κατά Επιτροπής,σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2009:457, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καίτοι η παραπομπή σε οποιοδήποτε άλλο καθεστώς είναι εσφαλμένη, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στήριξε τη συλλογιστική του στην περίπτωση της επελεύσεως τομής στη σταδιοδρομία. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα που αντλείται από αόριστη, ή ακόμη και ακατάλληλη, φύση της παραπομπής σε άλλο νομικό καθεστώς πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

39      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η νέα σύμβαση επιφέρει τομή στη σταδιοδρομία του έκτακτου υπαλλήλου, κατ’ αρχάς, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η καθιερωθείσα από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξαίρεση από την εφαρμογή του αναχαρακτηρισμού που προβλέπεται στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ σε περίπτωση τομής στη σταδιοδρομία αποτελεί λογική συνέπεια της ερμηνείας του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα, ο σκοπός του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ είναι να αποφεύγεται, σε περίπτωση εξελίξεως της σταδιοδρομίας ή αναβαθμίσεως των καθηκόντων έκτακτου υπαλλήλου με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η καταχρηστική σύναψη από τη Διοίκηση συμβάσεων, τυπικώς διαφορετικών, προκειμένου να παρακάμψει τον προβλεπόμενο από το εν λόγω άρθρο αναχαρακτηρισμό.

40      Εντούτοις, ο αναχαρακτηρισμός αυτός προϋποθέτει ότι ο έκτακτος υπάλληλος, του οποίου η σταδιοδρομία εξελίσσεται ή αναβαθμίζονται τα καθήκοντά του, διατηρεί σχέση εργασίας που χαρακτηρίζεται από συνέχεια με τον εργοδότη του. Αν συμβεί ο υπάλληλος να συνάψει σύμβαση ενέχουσα ουσιώδη, και μη τυπική, μεταβολή της φύσεως των καθηκόντων του, η προϋπόθεση της εφαρμογής του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ δεν συντρέχει πλέον. Συγκεκριμένα, είναι αντίθετο προς το πνεύμα του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ να γίνει δεκτό ότι κάθε ανανέωση μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανόνα που προβλέπει. Επομένως, αντιθέτως προς όσα προβάλλει ο ΕΜΑ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, στις σκέψεις 48 και 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποσαφήνισε, επαρκώς κατά νόμο, την έννοια της τομής κρίνοντας ότι συνεπαγόταν ουσιώδη μεταβολή των καθηκόντων του υπαλλήλου ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη λειτουργική συνέχεια της εργασιακής του σχέσεως με τη Διοίκηση. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα του ΕΜΑ πρέπει να απορριφθεί.

41       Η κρίση αυτή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το επιχείρημα του ΕΜΑ κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, εφαρμόζοντας την αόριστη έννοια της τομής, έκρινε εσφαλμένως ότι δεν υπήρξε τομή στη σταδιοδρομία του D. Drakeford, παρά την αύξηση του επιπέδου της ευθύνης του και την τυπική μεταβολή των καθηκόντων του, ούτε από το επιχείρημα κατά το οποίο η πρόσληψη του D. Drakeford πραγματοποιήθηκε κατόπιν εξωτερικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, καθόσον η τομή στη σχέση εργασίας δεν είναι αόριστη έννοια, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 39 ανωτέρω, το επιχείρημα κατά το οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη, εν προκειμένω, εφαρμόζοντας την έννοια αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς εξέτασε τις πολύ ιδιαίτερες περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, υπό το πρίσμα της έννοιας της τομής που καθορίστηκε στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ασφαλώς, στο πλαίσιο ενδεχόμενης συγκρίσεως των προς εκπλήρωση καθηκόντων, η ιδιότητα του προϊσταμένου τομέα, την οποία απέκτησε ο D. Drakeford κατόπιν διαδικασίας εξωτερικής επιλογής, παρουσιάζει ουσιώδη μεταβολή σε σχέση με την ιδιότητα του αναπληρωτή προϊσταμένου, η οποία επιφέρει τομή υπό την καθορισθείσα από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έννοια. Πράγματι, καίτοι η διατήρηση στον ίδιο τομέα δραστηριότητας δεν δημιουργεί αυτομάτως μια συνέχεια στα ασκούμενα καθήκοντα, η συνέχεια αυτή πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποκλείεται σε περίπτωση που η πρόσβαση στη θέση του προϊσταμένου τομέα υπόκειται σε διαδικασία εξωτερικής επιλογής. Εντούτοις, εν προκειμένω, προκύπτει ότι, πριν τον διορισμό του ως προϊσταμένου τομέα το 2003, ο D. Drakeford είχε ασκήσει καθήκοντα προσωρινού προϊσταμένου τομέα κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου 2001-2003. Συνεπώς, δεν μπορεί βασίμως να κριθεί ότι ο διορισμός του ως προϊσταμένου τομέα, παρότι πραγματοποιήθηκε κατόπιν εξωτερικής διαδικασίας, αποτέλεσε πράγματι τομή σε σχέση με τα καθήκοντα που ασκούσε προηγουμένως. Περαιτέρω, προκύπτει επίσης από τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης ότι ο D. Drakeford, τον Απρίλιο του 2003, είχε καταταχθεί στον βαθμό Α 4, κλιμάκιο 3, με δέκα μήνες αρχαιότητας, και ότι, από 1ης Μαΐου 2003, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμβάσεώς του ως προϊσταμένου τομέα του τμήματος ΤΠ, κατατάχθηκε στον βαθμό Α 4, κλιμάκιο 3, με έντεκα μήνες αρχαιότητας. Το δεδομένο αυτό επιβεβαιώνει, εκ νέου, τη συνέχεια στη σχέση εργασίας μεταξύ του D. Drakeford και του ΕΜΑ. Συνεπώς, έχοντας διαπιστώσει ότι ο D. Drakeford είχε ασκήσει τα καθήκοντά του κατά τρόπο συνεχή στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και, ιδίως, ως αναπληρωτής προϊστάμενος του τομέα, προσωρινός προϊστάμενος του τομέα και προϊστάμενος του τομέα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέκλεισε, ορθώς, ότι υπήρξε τομή στη λειτουργική συνέχεια των σχέσεων εργασίας μεταξύ του ΕΜΑ και του D. Drakeford.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Drakeford κατά EMA (F-29/13, EU:F:2014:10), καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης άσκησε με την απόφασή του αυτή την πλήρη δικαιοδοσία του ως προς τα χρηματικά ζητήματα για τη μετά την έκδοση της αποφάσεώς του περίοδο.

2)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

3)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

4)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα όσον αφορά τον David Drakeford και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA).

5)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex), η Ευρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων (EFSA) και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα που αφορούν την παρούσα διαδικασία.

Jaeger

Παπασάββας

Berardis

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Σεπτεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1 –      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.