Language of document : ECLI:EU:T:2009:523

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 17ης Δεκεμβρίου 2009

Υπόθεση T-567/08 P

Bart Nijs

κατά

Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Απόφαση περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος κατά την περίοδο προαγωγών 2005 – Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 2008, F-49/06, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή)

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Bart Nijs φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι και νομικά επιχειρήματα που εκτίθενται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως – Συγκεχυμένη και ακατάστατη έκθεση επιχειρημάτων – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 138 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος αντλούμενος από τη συνεκτίμηση κρίσεων προγενέστερης αποφάσεως που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αιτήσεως αναθεωρήσεως – Δεδικασμένο – Απόρριψη

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 44· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 126)

1.      Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιέχει τους λόγους και τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος. Η αναφορά αυτών των στοιχείων πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο αναιρεσίβλητος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο (νυν Γενικό Δικαστήριο) να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί πρόσθετες πληροφορίες. Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι απαραίτητο, για να είναι παραδεκτός ένας λόγος αναιρέσεως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνακόλουθο και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Διαφορετικά, το νυν Γενικό Δικαστήριο θα περιορισθεί να εξετάσει μόνο τα κατανοητά επιχειρήματα.

(βλ. σκέψη 17)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 28 Απριλίου 1993, T‑85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑523, σκέψη 20· ΠΕΚ, 25 Ιουλίου 2000, T‑110/98, RJB Mining κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2971, σκέψη 23· ΠΕΚ, 11 Ιουλίου 2007, T‑167/04, Asklepios Kliniken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2379, σκέψεις 39 και 40

2.      Ο αναιρεσείων δεν μπορεί να προσάψει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι δεν προέβη σε επανεξέταση των διαπιστώσεων προγενέστερης αποφάσεώς του που τον αφορούν ή ότι παρέλειψε να ζητήσει την εκ μέρους του αντιδίκου του προσκόμιση νέων αποδείξεων, εάν η απόφαση αυτή έχει ισχύ δεδικασμένου, πλην της περιπτώσεως αιτήσεως αναθεωρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 44, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

Ειδικότερα, η ισχύς του δεδικασμένου, η οποία ανάγεται αποκλειστικώς στα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αποφάνθηκε όντως ή κατ’ ανάγκη το δικαστήριο με την απόφασή του, μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αναθεωρήσεως. Η αναθεώρηση προϋποθέτει την αποκάλυψη πραγματικών στοιχείων προϋπαρξάντων μεν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, αλλ’ αγνώστων μέχρι τότε στο εκδόν την απόφαση αυτή δικαστήριο καθώς και στον αιτούντα την αναθεώρηση διάδικο, και τα οποία θα μπορούσαν, αν το δικαστήριο τα είχε λάβει υπόψη, να το οδηγήσουν σε διαφορετική επίλυση της διαφοράς. Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 44, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου σε συνδυασμό με το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η διαδικασία αναθεωρήσεως αποφάσεως του νυν Γενικού Δικαστηρίου κινείται με απόφασή του που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξη νέου γεγονότος και αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την έναρξη της διαδικασίας αναθεωρήσεως, κατόπιν αιτήσεως αναθεωρήσεως υποβληθείσας συναφώς εξ ενός εκ των διαδίκων.

(βλ. σκέψεις 32 έως 34 και 39)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 19 Φεβρουαρίου 1991, C‑281/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑347, σκέψη 14· ΔΕΚ, 16 Ιανουαρίου 1996, C‑130/91 REV II, ISAE/VP και Interdata κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑65, σκέψη 6· ΔΕΚ, 15 Μαΐου 2008, C‑442/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑3517, σκέψη 25· ΠΕΚ, 12 Νοεμβρίου 1998, T‑91/96 REV, Συμβούλιο κατά Hankart, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑597 και II‑1809, σκέψη 13