Language of document : ECLI:EU:C:2019:678

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 5ης Σεπτεμβρίου 2019(1)

Υπόθεση C228/18

Gazdasági Versenyhivatal

κατά

Budapest Bank Nyrt.,

ING Bank NV Magyarországi Fióktelepe,

OTP Bank Nyrt.,

Kereskedelmi és Hitelbank Zrt.,

Magyar Külkereskedelmi Bank Zrt.,

Erste Bank Hungary Zrt.,

Visa Europe Ltd,

MasterCard Europe SA

[αίτηση του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ανταγωνισμός – Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές – Περιορισμός του ανταγωνισμού “εξ αντικειμένου” ή “εκ του αποτελέσματος” – Σύστημα καρτών πληρωμών στην Ουγγαρία – Συμφωνία περί διατραπεζικής προμήθειας – Συμμετοχή»






I.      Εισαγωγή

1.        Από τις απαρχές της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, έχει χυθεί πολύ μελάνι για τη διάκριση μεταξύ περιορισμού του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου και περιορισμού εκ του αποτελέσματος (2). Συνεπώς, προκαλεί ενδεχομένως εντύπωση το γεγονός ότι η εν λόγω διάκριση, η οποία απορρέει από το ίδιο το γράμμα της απαγορεύσεως που προβλέπεται στον (νυν) άρθρο 101 ΣΛΕΕ, εξακολουθεί να χρήζει ερμηνείας από το Δικαστήριο.

2.        Σε επίπεδο θεωρίας η διάκριση πραγματοποιείται σχετικά εύκολα. Πιο πολύπλοκη, ωστόσο, είναι η εφαρμογή της στην πράξη. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωσης επί του εν λόγω ζητήματος δεν χαρακτηρίζεται από απόλυτη σαφήνεια. Πράγματι, αρκετές από τις αποφάσεις που έχουν εκδώσει τα Δικαστήρια της Ένωσης έχουν δεχθεί επικρίσεις από τη θεωρία, επειδή καταργούν τη διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών (3).

3.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο, Ουγγαρία) καλεί το Δικαστήριο να διευκρινίσει περαιτέρω τη διχοτόμηση που βρίσκεται στον πυρήνα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δίνοντας με τον τρόπο αυτόν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αναπτύξει περαιτέρω την πλέον πρόσφατη νομολογία του επί του ζητήματος, ήτοι τις αποφάσεις CB (4) και Maxima Latvija (5).

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Η εθνική νομοθεσία

4.        Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του tisztességtelen piaci magatartás és a versenykorlátozás tilalmáról szóló 1996. évi LVII. törvény (νόμου LVII του 1996 περί απαγορεύσεως των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και των περιορισμών του ανταγωνισμού, στο εξής: νόμος περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών):

«Συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων ή αποφάσεις (στο εξής από κοινού: συμφωνίες) συμπράξεων επιχειρήσεων που έχουν συσταθεί βάσει της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, δημόσιων επιχειρήσεων, ενώσεων ή συμπράξεων επιχειρήσεων (στο εξής από κοινού: ενώσεις επιχειρήσεων), οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα ή όντως έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, απαγορεύονται. Συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ επιχειρήσεων που δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοιες συμφωνίες.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

5.        Όταν λαμβάνουν χώρα συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπλέκονται συνήθως τέσσερα βασικά μέρη: ο κάτοχος της κάρτας, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που εξέδωσε την πιστωτική κάρτα (στο εξής: εκδότρια τράπεζα), ο έμπορος και το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που παρέχει στον έμπορο τις υπηρεσίες που του δίνουν τη δυνατότητα να αποδεχθεί την κάρτα ως μέσο πληρωμής της οικείας συναλλαγής (στο εξής: αποδέκτρια τράπεζα).

6.        Κατά το αιτούν δικαστήριο, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το σύστημα των πληρωμών μέσω πιστωτικής κάρτας στην Ουγγαρία βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, οι εταιρίες Visa Europe Ltd (στο εξής: Visa) και MasterCard Europe SA (στο εξής: MasterCard) (στο εξής από κοινού: εταιρίες πιστωτικών καρτών) προέβλεψαν στους εσωτερικούς τους κανονισμούς τη δυνατότητα καθορισμού του ύψους της διατραπεζικής προμήθειας με κοινή συμφωνία μεταξύ αποδέκτριας και εκδότριας τράπεζας. Η διατραπεζική προμήθεια είναι το ποσό που καταβάλλει η πρώτη τράπεζα στη δεύτερη όταν πραγματοποιείται συναλλαγή με πιστωτική κάρτα.

7.        Μεταξύ των ετών 1991 και 1994, όταν λίγες μόνον τράπεζες συμμετείχαν στα συστήματα πιστωτικών καρτών στην Ουγγαρία, οι τράπεζες καθόριζαν το ποσό της διατραπεζικής προμήθειας με διμερή συμφωνία. Ωστόσο, το 1994, η Visa κάλεσε τις τράπεζες που συμμετείχαν στο σύστημά της στην Ουγγαρία να δημιουργήσουν ένα εθνικό φόρουμ με σκοπό, μεταξύ άλλων, να συμφωνήσουν σε μια τοπική πολιτική τιμών όσον αφορά τη διατραπεζική προμήθεια. Μεταξύ των ετών 1995 και 1996, οι τράπεζες που δραστηριοποιούνταν στον κλάδο των πιστωτικών καρτών ξεκίνησαν πολυμερή συνεργασία (στο εξής: φόρουμ), στο πλαίσιο της οποίας τέθηκαν ειδικώς τα ζητήματα που αφορούσαν τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες ως προς τα οποία ήταν αναγκαία η συνεργασία.

8.        Στο πλαίσιο του φόρουμ, στις 24 Απριλίου 1996, επτά τράπεζες –που στην πλειοψηφία τους είχαν προσχωρήσει στο σύστημα των δύο ως άνω εταιριών πιστωτικών καρτών– συνήψαν συμφωνία για τον καθορισμό ενός ελάχιστου ποσού αναφορικά με την επιβάρυνση εμπόρου για την παρεχόμενη υπηρεσία («merchant service charge», στο εξής: MSC) (στο εξής: συμφωνία MSC). Η MSC είναι η προμήθεια την οποία χρεώνει η αποδέκτρια τράπεζα στους εμπόρους που αποδέχονται πληρωμές με πιστωτικές κάρτες. Εντούτοις, τελικά η συμφωνία MSC δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ.

9.        Στις 28 Αυγούστου 1996, η ίδια ομάδα τραπεζών συνήψε συμφωνία με την οποία καθορίστηκε ενιαία πολυμερής διατραπεζική προμήθεια (στο εξής: ΠΔΠ) που θα ίσχυε για αμφότερες τις εταιρίες πιστωτικών καρτών (στο εξής: συμφωνία ΠΔΠ), με έναρξη ισχύος από την 1η Οκτωβρίου 1996. Οι εταιρίες πιστωτικών καρτών δεν ήταν παρούσες στη συνάντηση κατά την οποία συνήφθη η συμφωνία, αλλά τους διαβίβασε αντίγραφο της συμφωνίας η Kereskedelmi és Hitelbank Zrt., ενεργώντας ως συνομιλητής των εταιριών αυτών. Εν συνεχεία, προσχώρησαν στη συμφωνία ΠΔΠ και στον μηχανισμό του φόρουμ και άλλες τράπεζες.

10.      Στις 31 Ιανουαρίου 2008, η Gazdasági Versenyhivatal (ουγγρική αρχή ανταγωνισμού, στο εξής: GVH) κίνησε διαδικασία ελέγχου της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού που είχε ως αντικείμενο τη συμφωνία ΠΔΠ. Η συμφωνία αυτή παρέμεινε σε ισχύ μέχρι τις 30 Ιουλίου 2008.

11.      Στην απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η GVH κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι 22 τράπεζες που μετείχαν στη συμφωνία ΠΔΠ και οι εταιρίες πιστωτικών καρτών, θεσπίζοντας ΠΔΠ, με ενιαία διάρθρωση, και διαμορφώνοντας και προωθώντας ρυθμιστικό πλαίσιο για την εφαρμογή της συμφωνίας ΠΔΠ, είχαν συνάψει συμφωνία αντίθετη στον ανταγωνισμό η οποία παραβίαζε το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νόμου περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και, από την 1η Μαΐου 2004, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ). Η GVH επέβαλε πρόστιμα διαφορετικού ύψους στις επτά τράπεζες που είχαν αρχικά συνάψει τη συμφωνία ΠΔΠ και στις δύο εταιρίες πιστωτικών καρτών, το συνολικό ύψος των οποίων ανήλθε στα 1 922 000 000 ουγγρικά φιορίνια (HUF).

12.      Στην απόφασή της η GVH κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία ΠΔΠ συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου. Επιπροσθέτως, η GVH έκρινε ότι η συμφωνία αυτή συνιστούσε συγχρόνως και περιορισμό του ανταγωνισμού εκ του αποτελέσματος.

13.      Οι εταιρίες πιστωτικών καρτών μαζί με έξι εκ των τραπεζών στις οποίες επιβλήθηκαν πρόστιμα (στο εξής: προσφεύγουσες της κύριας δίκης) προσέφυγαν κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ενώπιον του Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης, Ουγγαρία). Το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή.

14.      Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, πλην της MasterCard, άσκησαν έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Fővárosi Törvényszék (περιφερειακού δικαστηρίου Βουδαπέστης, Ουγγαρία), το οποίο ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση και διέταξε την GVH να διενεργήσει νέα διαδικασία ελέγχου. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν η ίδια συμπεριφορά να συνιστά ταυτόχρονα περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου και περιορισμό του ανταγωνισμού εκ του αποτελέσματος. Έκρινε, επίσης, ότι η επίμαχη συμφωνία δεν συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου.

15.      Η GVH άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία). Το εν λόγω δικαστήριο, επειδή διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το [άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ] την έννοια ότι μπορεί να παραβιαστεί από μία μόνο συμπεριφορά που αντίκειται στους κανόνες του ανταγωνισμού τόσο εκ του αντικειμένου της όσο και εκ του αποτελέσματός της, λαμβανομένων αμφοτέρων ως αυτοτελών νομικών βάσεων για τη θεμελίωση της παράβασης;

2)      Έχει το [άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ] την έννοια ότι συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού εκ του αντικειμένου της η εξεταζόμενη στην κύρια δίκη συμφωνία, η οποία έλαβε χώρα μεταξύ ουγγρικών τραπεζών και καθορίζει, αναφορικά με τις εταιρίες τραπεζικών καρτών MasterCard και Visa, ένα ενιαίο ποσό διατραπεζικής προμήθειας που θα πρέπει να ικανοποιεί τις εκδότριες τράπεζες αναφορικά με τη χρήση των άνω πιστωτικών καρτών;

3)      Έχει το [άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ] την έννοια ότι ομοίως θεωρούνται ως συμμετέχουσες σε μία διατραπεζική συμφωνία οι εταιρίες τραπεζικών καρτών που δεν συμμετείχαν απευθείας στον καθορισμό του περιεχομένου της, πλην όμως κατέστησαν δυνατή τη σύναψή της, την αποδέχθηκαν και την εφάρμοσαν, άλλως πρέπει να αξιολογηθεί το γεγονός ότι οι εταιρίες αυτές εναρμόνισαν την συμπεριφορά τους με τις τράπεζες που συνήψαν τη συμφωνία;

4)      Έχει το [άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ] την έννοια ότι, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της δίκης και προκειμένου να διαπιστωθεί μία παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού, είναι αδιάφορο να διευκρινιστεί το εάν πρόκειται περί απευθείας συμμετοχής στη συμφωνία ή περί εναρμονίσεως με την πρακτική των συμμετεχουσών στη συμφωνία τραπεζών;»

16.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οκτώ εκ των προσφευγουσών της κύριας δίκης (οι Budapest Bank Nyrt., ING Bank NV Magyarországi Fióktelepe, OTP Bank Nyrt., Kereskedelmi és Hitelbank Zrt., Magyar Külkereskedelmi Bank Zrt., Erste Bank Hungary Zrt., Visa και MasterCard), η GVH, η Ουγγρική Κυβέρνηση, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (στο εξής: ΕΑΕ), και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα ως άνω μέρη, πλην της Kereskedelmi és Hitelbank Zrt., ανέπτυξαν επίσης προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 27 Ιουνίου 2019.

IV.    Ανάλυση

17.      Κατά την άποψή μου, οι απαντήσεις στο πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι σχετικά απλές. Θα ξεκινήσω δίνοντας μια συνοπτική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, υπενθυμίζοντας ότι η ίδια συμπεριφορά δύναται όντως να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού τόσο εξ αντικειμένου όσο και εκ του αποτελέσματος, εφόσον αυτό προκύπτει από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία (υπό A). Στη συνέχεια θα εξετάσω αυτό που κατά τη γνώμη μου αποτελεί το κρίσιμο ζήτημα της παρούσας υποθέσεως: υπό ποίες προϋποθέσεις μπορεί συμφωνία, όπως η συμφωνία ΠΔΠ, να θεωρηθεί ως περιορισμός εξ αντικειμένου; (υπό Β) Τέλος, θα εξετάσω το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία είναι αλληλένδετα, αναλύοντας πρώτα την έκταση της υποχρεώσεως που υπέχει η αρχή ανταγωνισμού να αναφέρει αν η επίμαχη συμπεριφορά συνιστά συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική (υπό Γ), και, κλείνοντας με το ζήτημα αν οι εταιρίες πιστωτικών καρτών συμμετείχαν σε συμφωνία ή σε εναρμονισμένη πρακτική στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως (υπό Δ).

1.      Το πρώτο ερώτημα

18.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν η ίδια συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως μπορεί να περιορίσει τον ανταγωνισμό βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τόσο εξ αντικειμένου όσο και εκ του αποτελέσματος.

19.      Κατά την άποψή μου, η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι σαφώς καταφατική. Η εν λόγω απάντηση δεν προκύπτει μόνον από το πνεύμα και το περιεχόμενο της εν λόγω διατάξεως, αλλά και από την πάγια πλέον νομολογία του Δικαστηρίου.

20.      Το αιτούν δικαστήριο δεν είναι βέβαιο ως προς την ακριβή έννοια της εκφράσεως «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα». Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν ο διαζευκτικός χαρακτήρας των εν λόγω προϋποθέσεων έχει την έννοια ότι μια συμφωνία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζει τον ανταγωνισμό εξ αντικειμένου και εκ του αποτελέσματος ταυτόχρονα. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η GVH έκρινε πράγματι ότι η συμφωνία ΠΔΠ συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού τόσο εξ αντικειμένου όσο και εκ του αποτελέσματος.

21.      Σε επίπεδο (τυπικής) λογικής, ο σύνδεσμος «ή», νοείται συνήθως ως (εγκλειστική) διάζευξη. Πρόταση που περιέχει δύο επιμέρους προτάσεις οι οποίες συνδέονται με το «ή» θα είναι αληθής αν και μόνο αν είναι αληθής είτε η μία είτε αμφότερες οι επιμέρους προτάσεις της. Ως εκ τούτου, μπορεί να υπάρχει περιορισμός του ανταγωνισμού μόνον εξ αντικειμένου ή μόνον εκ του αποτελέσματος ή εξ αντικειμένου και εκ του αποτελέσματος.

22.      Το κατά πόσον η λογική αποτελεί (ή πρέπει να αποτελεί) γενικό εργαλείο για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης μπορεί σίγουρα να αποτελέσει το αντικείμενο μιας ιδιαιτέρως ζωηρής συζητήσεως, αλλά στη συγκεκριμένη υπόθεση το να θεωρηθεί το «ή», στη φράση «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα», ως εγκλειστική διάζευξη συνάδει πλήρως με το αντικείμενο και τον σκοπό του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

23.      Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει πολύ ευρεία διατύπωση. Σκοπεί να συμπεριλάβει όλες τις μορφές συμπαιγνίας μεταξύ επιχειρήσεων («όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική»), ανεξαρτήτως επιδιωκόμενου σκοπού και αντικειμένου («που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα»), που δύνανται να επηρεάσουν αρνητικά τον ανταγωνισμό εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης («την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς»). Επομένως, στην εν λόγω διάταξη εμπίπτει καθεμιά και όλες οι αναφερόμενες μορφές συμπεριφοράς, ανεξαρτήτως του αν αυτές σημειώνονται χωριστά ή, κατά μείζονα λόγο, συγχρόνως.

24.      Επιπλέον, δεν υπάρχει κάποια οντολογικής φύσεως διαφορά μεταξύ των συμφωνιών που αντιβαίνουν στους κανόνες του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου και αυτών που αντιβαίνουν στους κανόνες του ανταγωνισμού εκ του αποτελέσματος. Από ουσιαστικής απόψεως, δεν διαφέρουν μεταξύ τους: αμφότερες περιορίζουν τον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς και για τον λόγο αυτό, κατ’ αρχήν απαγορεύονται. Η διάκριση που γίνεται μεταξύ των δύο εννοιών στηρίζεται περισσότερο σε λόγους διαδικαστικής φύσεως. Η διάκριση αυτή καθορίζει το είδος της αναλύσεως που πρέπει να διενεργούν οι αρχές ανταγωνισμού όταν εξετάζουν συμφωνίες βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

25.      Η ως άνω ερμηνεία είχε επισημανθεί από το Δικαστήριο ήδη από το 1966 στην απόφαση LTM, στην οποία σημείωσε ότι η χρήση του διαζευκτικού συνδέσμου «ή» στο τότε άρθρο 85, παράγραφος 1, ΕΟΚ έχει την έννοια ότι η αρχή ανταγωνισμού πρέπει να εξετάζει πρώτα το αντικείμενο της συμφωνίας. Στην περίπτωση, ωστόσο, που η εξέταση του αντικειμένου της συμφωνίας «δεν αποκαλύπτει επαρκή βαθμό δυσμενούς επιδράσεως επί του ανταγωνισμού, θα πρέπει τότε να εξετάζονται τα αποτελέσματα της συμφωνίας» (6).

26.      Η πτυχή αυτή προκύπτει σαφώς και από πιο πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Στην απόφαση CB, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ορισμένες μορφές συντονισμένων συμπεριφορών μπορούν να θεωρούνται, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού. Στις περιπτώσεις αυτές «για τους σκοπούς εφαρμογής του [άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ], […] παρέλκει να αποδειχθεί ότι έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα στην αγορά». Πράγματι, «η πείρα δείχνει ότι τέτοιες πρακτικές επιφέρουν μειώσεις της παραγωγής και αυξήσεις τιμών, με τελικό αποτέλεσμα την κακή κατανομή των πόρων σε βάρος, ειδικότερα, των καταναλωτών» (7). Παρόμοιες διαπιστώσεις περιέχει και η απόφαση Maxima Latvija (8).

27.      Επομένως, η διάκριση μεταξύ αντικειμένου και αποτελέσματος αποτελεί εν τέλει εργαλείο διαδικαστικής φύσεως που σκοπεί να παράσχει καθοδήγηση στην αρχής ανταγωνισμού σε σχέση με την ανάλυση που θα διενεργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αναλόγως των περιστάσεων της υποθέσεως (9). Η αρχή δεν οφείλει να πραγματοποιεί πλήρη ανάλυση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας –ανάλυση η οποία έχει συνήθως μεγαλύτερη έκταση και απαιτεί τη χρήση περισσότερων μέσων (10)– όταν προβάλλει και αποδεικνύει ότι η συμφωνία είναι αντίθετη στους κανόνες του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου.

28.      Εντούτοις, στον βαθμό που τα δύο είδη συμφωνίας δεν διαφέρουν εκ φύσεως, η αρχή δύναται σε συγκεκριμένη υπόθεση να αποφασίσει να εξετάσει μια συμφωνία και από τις δύο αυτές απόψεις ταυτόχρονα, στην ίδια απόφαση, και με τον τρόπο αυτό να ελέγξει αν πληρούνται αμφότερες οι εν λόγω προϋποθέσεις. Η πρακτική αυτή μπορεί να δικαιολογείται, όπως υποστήριξαν η Επιτροπή και η ΕΑΕ, από λόγους οικονομίας της διαδικασίας: αν η αντίθεση του αντικειμένου μιας συμφωνίας προς τους κανόνες του ανταγωνισμού είναι αμφιλεγόμενη, μπορεί να είναι «ασφαλέστερο» για την αρχή να αποδεικνύει, για την περίπτωση μεταγενέστερης αντιδικίας, ότι η συμφωνία είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και εκ του αποτελέσματος (11). Πράγματι, το Δικαστήριο έχει ρητώς δεχθεί ότι οι επιχειρήσεις δύνανται να μετέχουν «σε μια συνεννόηση που έχει ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ» (12).

29.      Τούτου δοθέντος, επιθυμώ να τονίσω ένα σημαντικό σημείο: το ότι γίνεται δεκτό, ως θεωρητική πιθανότητα, μια συμφωνία να είναι δυνατόν να συνιστά περιορισμό που εμπίπτει και στα δύο είδη σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει την αρμόδια αρχή ανταγωνισμού από την υποχρέωση, πρώτον, να προσκομίζει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για αμφότερα τα είδη περιορισμού και, δεύτερον, να αξιολογεί τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και να τα κατατάσσει με τρόπο σαφή στη νομική κατηγορία την οποία αφορούν.

30.      Θεωρώ σημαντικό να διευκρινίσω το ως άνω ζήτημα, όχι επειδή αυτό ζητείται ρητώς από την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αλλά περισσότερο λόγω του βαθύτερου νοήματός της. Δεν αρκεί, ακόμη και στο πλαίσιο επακολουθούντος δικαστικού ελέγχου μιας αποφάσεως, η αρχή ανταγωνισμού να συγκεντρώνει απλώς στην απόφασή της πραγματικά στοιχεία και, χωρίς να παραθέτει τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε από απόψεως νομικής εκτιμήσεως των εν λόγω στοιχείων, να περιορίζεται στην αναφορά ότι ορισμένη συμπεριφορά μπορεί να χαρακτηρίζεται με τον αʹ ή τον βʹ τρόπο, αφήνοντας στο επιλαμβανόμενο δικαστήριο τη σύνθεση των πραγματικών στοιχείων και τη συναγωγή συμπεράσματος. Εν ολίγοις, το γεγονός ότι υπάρχει η δυνατότητα διαφορετικών νομικών χαρακτηρισμών δεν νομιμοποιεί την ασάφεια, ιδίως όταν επιβάλλονται σημαντικές διοικητικές κυρώσεις.

31.      Τέλος, προχωρώ στην εξέταση των τριών πρόσθετων επιχειρημάτων που προέβαλε το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, τα οποία δημιούργησαν στο εν λόγω δικαστήριο αμφιβολίες ως προς το αν μια αρχή δύναται να εκτιμήσει ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά αντιβαίνει στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ για αμφότερους τους λόγους.

32.      Πρώτον, εφόσον δεν υπάρχει εννοιολογική διαφορά μεταξύ τους, το γεγονός ότι μια αρχή ανταγωνισμού μπορεί να αναφέρεται στο ίδιο σύνολο πραγματικών περιστατικών και οικονομικών εκτιμήσεων προκειμένου να διαπιστώσει ότι μια συμφωνία είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού τόσο εξ αντικειμένου όσο και εκ του αποτελέσματος δεν προκαλεί έκπληξη. Με την επιφύλαξη που μόλις αναφέρθηκε, ότι πρέπει να πραγματοποιείται σαφής νομικός χαρακτηρισμός, η διαφορά στην ανάλυση που απαιτείται να πραγματοποιήσει η αρχή σε αμφότερες τις περιπτώσεις αφορά περισσότερο τον βαθμό και το βάθος της αναλύσεως παρά το είδος της. Τα δύο είδη αναλύσεως αποτελούν απλώς διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει η αρχή, για την απάντηση ενός και του αυτού ερωτήματος: αν η επίμαχη συμφωνία δύναται να παρεμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς.

33.      Δεύτερον, δεν υπάρχει αυτόματη σύνδεση μεταξύ του χαρακτηρισμού μιας συμφωνίας ως περιοριστικής εξ αντικειμένου ή εκ του αποτελέσματος και του καθορισμού των κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν στις εταιρίες που φέρουν την ευθύνη. Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, «[ο] καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης» (13). Οπωσδήποτε είναι πιθανότερο να εκτιμηθεί ότι οι συμφωνίες που διαπιστώνεται ότι περιορίζουν τον ανταγωνισμό εξ αντικειμένου προκαλούν σοβαρές παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού. Ωστόσο, τούτο αποτελεί απλώς την αναπόφευκτη συνέπεια του γεγονότος ότι η έννοια των περιορισμών «εξ αντικειμένου» περιορίζεται σε μορφές συντονισμένης δράσεως οι οποίες «είναι αρκούντως [επιζήμιες] για τον ανταγωνισμό» (14). Ιδίως, ουδόλως αποκλείεται, αφενός, ορισμένοι περιορισμοί εξ αντικειμένου να εκτιμηθούν, υπό το πρίσμα του συνόλου των σχετικών περιστάσεων, ως παραβάσεις χαμηλότερου βαθμού σοβαρότητας, και, αφετέρου, περιορισμοί εκ του αποτελέσματος να θεωρηθούν ως ιδιαιτέρως σοβαρές παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού.

34.      Τρίτον, ο χαρακτηρισμός μιας συμφωνίας ως περιοριστικής εξ αντικειμένου ή εκ του αποτελέσματος δεν επηρεάζει ούτε τη δυνατότητα να τύχει εφαρμογής κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Τίποτα στο γράμμα της εν λόγω διατάξεως δεν οδηγεί στο συμπέρασμα οι εξαιρέσεις ισχύουν μόνον για τις συμφωνίες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό εκ του αποτελέσματος. Μια τέτοια διαπίστωση θα ήταν επιπλέον ασυμβίβαστη με το γεγονός ότι, όπως διευκρινίστηκε στο σημείο 24 ανωτέρω, δεν υφίσταται εννοιολογική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ειδών συμφωνίας.

35.      Πράγματι, στην απόφαση Matra Hachette, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι όλες οι μορφές αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής που εμπίπτουν στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μπορούν, εφόσον πληρούνται οι οικείες προϋποθέσεις, να τύχουν εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (15). Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αναιρείται από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Beef Industry Development Society και Barry Brothers (16). Η σκέψη 21 της τελευταίας αυτής αποφάσεως δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διάκριση μεταξύ περιορισμών εξ αντικειμένου και περιορισμών εκ του αποτελέσματος ασκεί επιρροή σύμφωνα με το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Στην εν λόγω σκέψη, το Δικαστήριο θέλησε απλώς να επισημάνει ότι η απουσία υποκειμενικής προθέσεως περιορισμού του ανταγωνισμού από την πλευρά των επιχειρήσεων που μετέχουν σε συμφωνία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να είναι η εν λόγω συμφωνία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, αν διαπιστωθεί ότι μια συμφωνία περιορίζει τον ανταγωνισμό, το ζήτημα αν με αυτή επιδιώκεται και άλλος (προβαλλόμενος ως θεμιτός) σκοπός μπορεί να ληφθεί υπόψη, κατά περίπτωση, μόνον προκειμένου να χορηγηθεί κάποια από τις απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

36.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι μία και η αυτή συμπεριφορά επιχειρήσεως μπορεί να κριθεί ως παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επειδή έχει τόσο ως αντικείμενο όσο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

2.      Το δεύτερο ερώτημα

37.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συμφωνία όπως η συμφωνία ΠΔΠ συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου.

38.      Φρονώ ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να δώσει απάντηση στο εν λόγω ερώτημα όπως αυτό έχει τεθεί. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η όποια εξέταση επί της ουσίας βασίζεται κατ’ ανάγκη στις (περιορισμένες σχετικώς) πληροφορίες σχετικά με τη συμφωνία ΠΔΠ και τις οικείες αγορές που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ή σε αυτές που μπορούν να συναχθούν από τις παρατηρήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάλυση της αντιθέσεως (εξ αντικειμένου ή εκ του αποτελέσματος) μιας συμφωνίας προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν είναι κάτι απλό. Απαιτεί καλή κατανόηση της συμβατικής σχέσεως μεταξύ των μερών της συμφωνίας, καθώς και εις βάθος γνώση της αγοράς στην οποία εφαρμόστηκε η εν λόγω συμφωνία.

39.      Στις υποθέσεις που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής, αναπόφευκτα μόνο το αιτούν δικαστήριο διαθέτει τις εν λόγω πληροφορίες και τη σχετική ικανότητα. Επομένως, αντί να επιχειρήσω να πραγματοποιήσω έμμεσο έλεγχο μιας (εθνικής) διοικητικής αποφάσεως, πράγμα το οποίο εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (17), θα περιοριστώ στην παροχή ορισμένων διευκρινίσεων και στην πρόταση κριτηρίων όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να διενεργήσει τον έλεγχο αυτό, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει.

1.      Επί της έννοιας των περιορισμών «εξ αντικειμένου»

40.      Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο στην πρόσφατη νομολογία του, η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού «εξ αντικειμένου» πρέπει να ερμηνεύεται στενά, και μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο σε ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων τα οποία είναι αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό, και ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων τους (18). Η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να λογίζονται, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, καθώς κατά κανόνα παράγουν αναποτελεσματικά οικονομικά αποτελέσματα και αποβαίνουν εις βάρος των καταναλωτών (19).

41.      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι μια συμφωνία είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου, η αρχή ανταγωνισμού πρέπει να πραγματοποιήσει ανάλυση αποτελούμενη από δύο στάδια.

42.      Κατά το πρώτο στάδιο, η αρχή επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στο περιεχόμενο των διατάξεων της συμφωνίας και στους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει (20). Βασικός στόχος του σταδίου αυτού είναι να διαπιστωθεί αν η επίμαχη συμφωνία εμπίπτει σε μια κατηγορία συμφωνιών των οποίων ο επιβλαβής χαρακτήρας, με βάση τη σχετική πείρα, είναι κοινώς αποδεκτός και μπορεί εύκολα να εντοπιστεί (21). Στο πλαίσιο αυτό, ως πείρα νοείται ό,τι προκύπτει «κατά παράδοση από την οικονομική ανάλυση, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε από τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές, ενισχυόμενη, όπου απαιτείται, από τη νομολογία» (22).

43.      Ως δεύτερο στάδιο, απαιτείται από την αρχή να επιβεβαιώσει ότι η προβαλλόμενη ως αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού φύση της συμφωνίας, βάσει μιας αποκλειστικά και μόνο τυπικής εκτιμήσεώς της, δεν αίρεται από παραμέτρους που αφορούν το νομικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίο εφαρμόσθηκε η συμφωνία. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το είδος των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως των εν λόγω αγορών (23). Επιπλέον, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά αναγκαίο για να κριθεί αν μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων περιορίζει τον ανταγωνισμό, το εν λόγω στοιχείο μπορεί ενδεχομένως να λαμβάνεται υπόψη (24).

44.      Εκείνο που δεν είναι απολύτως σαφές για το αιτούν δικαστήριο είναι η έκταση και το βάθος του δεύτερου αυτού διαδικαστικού σταδίου. Αντιλαμβάνομαι τον προβληματισμό του: δεν αποτελεί άραγε η ανάλυση αυτή μια εν τοις πράγμασι επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων της επίμαχης συμφωνίας; Σε ποιο σημείο τελειώνει το δεύτερο στάδιο της αναλύσεως εξ αντικειμένου και ξεκινά η ανάλυση εκ του αποτελέσματος; Ειδικότερα δε, μπορεί πράγματι να γίνει μια τέτοια διάκριση στο πλαίσιο υποθέσεως στην οποία προκύπτει ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού πραγματοποίησε αμφότερα τα είδη αναλύσεως στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως;

45.      Πρώτον, όταν προκύπτει ότι μια συμφωνία αποτελεί περιορισμό εξ αντικειμένου, για ποιο λόγο απαιτείται να πραγματοποιηθεί και (κάποια) ανάλυση του νομικού και του οικονομικού πλαισίου; Ο λόγος είναι ότι μια αμιγώς τυπική εκτίμηση μιας συμφωνίας, εντελώς αποκομμένη από την πραγματικότητα, θα μπορούσε να οδηγήσει στο να αποδοκιμαστούν συμφωνίες που είναι δεν βλαπτικές για τον ανταγωνισμό ή ακόμη και συμφωνίες που προάγουν τον ανταγωνισμό. Δεν μπορεί να υπάρξει νομική ή οικονομική αιτιολογία για την απαγόρευση μιας συμφωνίας η οποία, παρά το ότι ανήκει σε μια κατηγορία συμφωνιών που συνήθως θεωρούνται αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, εντούτοις, λόγω κάποιων συγκεκριμένων περιστάσεων, δεν είναι σε καμία περίπτωση ικανές να έχουν επιζήμια για την αγορά αποτελέσματα, ή ακόμη και προάγουν τον ανταγωνισμό (25).

46.      Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στη νομολογία του Δικαστηρίου γίνεται παγίως δεκτό ότι η αξιολόγηση μιας πρακτικής με βάση τους κανόνες του ανταγωνισμού της Ένωσης δεν μπορεί να γίνεται αφηρημένα, αλλά απαιτεί την εξέταση της εν λόγω πρακτικής υπό το πρίσμα των νομικών και των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στις οικείες αγορές. Η σημασία της ανωτέρω αρχής επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι έχει κριθεί ότι είναι ισχύει τόσο σε σχέση με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (26) όσο και σε σχέση με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ (27). Το οικονομικό και το νομικό πλαίσιο δεν μπορεί να αγνοείται πλήρως ούτε καν όταν πρόκειται για μορφές συμπεριφοράς όπως ο καθορισμός τιμών, η κατανομή των αγορών ή η απαγόρευση εξαγωγών, οι οποίες αναγνωρίζονται γενικώς ως ιδιαιτέρως βλαπτικές για τον ανταγωνισμό (28).

47.      Σε παρόμοιο πνεύμα, στην απόφαση Toshiba, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, ως προς τις συμφωνίες που θεωρούνται αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου «η ανάλυση του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η εν λόγω πρακτική μπορεί […] να περιορίζεται στα όσα είναι απολύτως απαραίτητα προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου» (29). Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;

48.      Κατά την άποψή μου, αυτό σημαίνει ότι η αρχή ανταγωνισμού που εφαρμόζει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει, υπό το πρίσμα των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως, να ελέγχει αν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν αμφιβολίες ως προς τον προβαλλόμενο βλαπτικό χαρακτήρα της επίμαχης συμφωνίας. Αν από τη σχετική πείρα προκύπτει ότι η υπό κρίση συμφωνία ανήκει σε μια κατηγορία συμφωνιών οι οποίες, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, η λεπτομερής ανάλυση του αντίκτυπου που έχει η εν λόγω συμφωνία στις οικείες αγορές φαίνεται να παρέλκει. Αρκεί η αρχής ανταγωνισμού να διαπιστώσει ότι η οικεία αγορά ή αγορές και η επίμαχη συμφωνία δεν έχουν κάποια ειδικά χαρακτηριστικά από τα οποία να προκύπτει ότι η συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση από τον κανόνα που έχει διαμορφωθεί βάσει της πείρας. Αν και είναι σπάνια, η πιθανότητα μια συμφωνία να εμφανίζει τέτοια χαρακτηριστικά δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αν δεν ληφθεί υπόψη το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η εν λόγω συμφωνία. Επί παραδείγματι, αν σε δεδομένη αγορά δεν είναι δυνατόν να υπάρξει –και δεν υπάρχει– ανταγωνισμός, τότε δεν υφίσταται ανταγωνισμός που θα μπορούσε να περιοριστεί.

49.      Επομένως, το δεύτερο στάδιο συνιστά έναν στοιχειώδη έλεγχο της πραγματικότητας. Απαιτεί απλώς από την αρχή ανταγωνισμού να ελέγξει, σε ένα γενικό μάλλον επίπεδο, αν υφίστανται νομικές ή πραγματικές περιστάσεις που να μην επιτρέπουν στην επίμαχη συμφωνία ή πρακτική να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Δεν υπάρχει τυποποιημένη ανάλυση ή καθορισμένο επίπεδο σχετικά με τη διεξοδικότητα της αναλύσεως και τη σχολαστικότητα που πρέπει να εφαρμόζει η αρχή για την πραγματοποίηση της εν λόγω διαπιστώσεως. Η πολυπλοκότητα της αναλύσεως που απαιτείται να πραγματοποιήσει η αρχή προκειμένου να διαπιστώσει ότι μια συμφωνία είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού «εξ αντικειμένου» εξαρτάται από το σύνολο των σχετικών περιστάσεων της υποθέσεως. Δεν είναι δυνατόν (ή τουλάχιστον προσωπικά αδυνατώ να το κάνω) να τεθεί, αορίστως, σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ (του δεύτερου σταδίου) της αναλύσεως βάσει του αντικειμένου και της αναλύσεως βάσει των αποτελεσμάτων.

50.      Επομένως, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πρόκειται για διαφορά που αφορά περισσότερο την έκταση παρά τη μορφή. Εντούτοις, είναι σαφές ότι αν τα στοιχεία που εξετάζει η αρχή κατά την εκτίμηση του νομικού και του οικονομικού πλαισίου μιας συμφωνίας που προβάλλεται ότι συνιστά περιορισμό «εξ αντικειμένου» δεν συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα, τότε καθίσταται αναγκαία η πραγματοποίηση αναλύσεως των αποτελεσμάτων της. Στην περίπτωση αυτή –όπως και σε κάθε περίπτωση που μια συμφωνία δεν θεωρείται αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου– πρέπει να πραγματοποιείται πλήρης ανάλυση των αποτελεσμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Σκοπός της εν λόγω αναλύσεως είναι να διαπιστωθεί ο αντίκτυπος που μπορεί να έχει η συμφωνία στον ανταγωνισμό εντός της οικείας αγοράς. Κατ’ ουσίαν, η αρχή πρέπει να πραγματοποιήσει σύγκριση μεταξύ της δομής του ανταγωνισμού που προκύπτει στην αγορά από την υπό εξέταση συμφωνία, και της δομής που θα υφίστατο ελλείψει αυτής (30). Κατά συνέπεια, η ανάλυση δεν μπορεί να σταματά στην απλή ικανότητα της συμφωνίας να επηρεάσει αρνητικά τον ανταγωνισμό εντός της οικείας αγοράς (31), αλλά πρέπει να προσδιορίζει αν το καθαρό αποτέλεσμα της συμφωνίας στην αγορά είναι θετικό ή αρνητικό.

51.      Για να χρησιμοποιήσω μια ακραία μεταφορά, αν κάτι έχει την όψη ψαριού και την οσμή ψαριού, τότε μπορεί να υποτεθεί ότι είναι ψάρι. Αν, εκ πρώτης όψεως, δεν παρατηρείται κάτι αρκετά περίεργο σχετικά με αυτό το συγκεκριμένο ψάρι, όπως ότι δεν έχει πτερύγια ή ότι πετάει στον αέρα ή ότι μυρίζει σαν κρίνος, τότε δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθεί ενδελεχής ανατομή του ψαριού αυτού προκειμένου να χαρακτηριστεί ως ψάρι. Αν, πάντως, υπάρχει κάτι ασυνήθιστο σχετικά με αυτό το ψάρι, μπορεί και πάλι να χαρακτηριστεί ως ψάρι, αλλά μόνον αφού προηγηθεί λεπτομερής εξέταση του εν λόγω πλάσματος.

2.      Συνιστά η συμφωνία ΠΔΠ περιορισμό εξ αντικειμένου;

52.      Η GVH, υποστηριζόμενη από την Ουγγρική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, φρονεί ότι η συμφωνία ΠΔΠ είναι εκ φύσεως αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ενώ οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης αμφισβητούν τη θέση αυτή.

53.      Όπως αναφέρθηκε στο σημείο 9 των παρουσών προτάσεων, η συμφωνία ΠΔΠ κατ’ ουσίαν καθόρισε ενιαίο ποσό για τη διατραπεζική προμήθεια, δηλαδή για την προμήθεια την οποία καταβάλλουν οι αποδέκτριες τράπεζες στις τράπεζες εκδόσεως πιστωτικών καρτών όταν πραγματοποιείται συναλλαγή με πιστωτική κάρτα. Επομένως, η εν λόγω συμφωνία, όπως ορθά επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, δεν αποτελεί μια κλασική οριζόντια συμφωνία για τον καθορισμό των τιμών ούτε –θα προσέθετα εγώ– θα μπορούσε ευχερώς να χαρακτηρισθεί ως κάθετη συμφωνία για την εφαρμογή προκαθορισμένων τιμών μεταπώλησης. Η συμφωνία ΠΔΠ δεν καθορίζει τιμές πωλήσεως και αγοράς για τους τελικούς καταναλωτές, αλλά απλώς «τυποποιεί» μια πτυχή της διαρθρώσεως του κόστους ορισμένων υπηρεσιών που προκαλείται από τη χρήση πιστωτικών καρτών ως μέσων πληρωμής.

54.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, θα ανέμενε κανείς οι μετέχοντες στη διαδικασία που υποστηρίζουν ότι πρόκειται για περιορισμό «εξ αντικειμένου» να ασχοληθούν ιδίως με τα ακόλουθα σημεία. Προκαταρκτικώς, η συμπεριφορά που προβάλλεται ότι συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου πρέπει να έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια και να έχουν διευκρινιστεί τα βασικά της στοιχεία (τα υπεύθυνα μέρη, οι αγορές που θίγονται, η φύση της επίμαχης συμπεριφοράς, καθώς και το σχετικό χρονικό πλαίσιο (υπό αʹ). Εν συνεχεία, η συμφωνία ΠΔΠ πρέπει να έχει εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του ακόλουθου πλαισίου αναλύσεως: πρώτον, προβολή αξιόπιστης και αξιόλογης σχετικής πείρας από την οποία προκύπτει ότι η εν λόγω συμπεριφορά είναι εκ φύσεως αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (υπό βʹ) και, δεύτερον, διευκρίνιση του λόγου για τον οποίο το νομικό και το οικονομικό πλαίσιο της συμφωνίας δεν αναιρεί την προβαλλόμενη αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού φύση της (υπό γʹ).

55.      Στη συνέχεια θα εξετάσω εν συντομία καθένα από τα εν λόγω σημεία, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας, τονίζοντας, ωστόσο, για ακόμη μία φορά ότι η διενέργεια έμμεσου δικαστικού ελέγχου εθνικής διοικητικής αποφάσεως δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Επομένως, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει αν η GVH ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που φέρει στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

1)      Προσδιορίστηκε και αιτιολογήθηκε με σαφήνεια η προβαλλόμενη παράβαση;

56.      Το συμπέρασμα ότι δεδομένη πρακτική συνιστά περιορισμό εξ αντικειμένου δικαιολογείται μόνον όταν η προβαλλόμενη πρόδηλη παράβαση προσδιορίζεται με σαφήνεια. Ωστόσο, η έλλειψη ακρίβειας ως προς το σημείο αυτό στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η οποία κατέστη εμφανής ήδη από τις γραπτές παρατηρήσεις, επιτάθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας έκαστος των μετεχόντων στη διαδικασία που τάχθηκαν υπέρ της υπάρξεως περιορισμού «εξ αντικειμένου» φαινόταν να υποστηρίζει κάτι λίγο διαφορετικό. Ειδικότερα, όταν τους ζητήθηκε να εξηγήσουν με σαφήνεια τη μορφή της βλάβης που ενδέχεται να προκληθεί στον ανταγωνισμό από συμφωνίες όπως η συμφωνία ΠΔΠ, τα επιχειρήματα που προέβαλαν αφορούσαν πότε τη μία αγορά και πότε την άλλη και περνούσαν από τη μία μορφή βλάβης στην άλλη, χωρίς να υπάρχει η αναγκαία σαφήνεια και ακρίβεια.

57.      Αναφέρθηκαν τουλάχιστον τρεις αγορές που ενδέχεται να επηρεάστηκαν από την προβαλλόμενη παράβαση: η αγορά διατραπεζικών υπηρεσιών που αφορά τις συναλλαγές μέσω πιστωτικών καρτών (τις οποίες αφορούσε άμεσα η συμφωνία ΠΔΠ), η (εν μέρει επόμενου σταδίου) αγορά υπηρεσιών που παρέχονται στους εμπόρους σε σχέση με τις συναλλαγές μέσω πιστωτικών καρτών (η οποία φαινόταν να ενδιαφέρει περισσότερο την GVH) και η (κατ’ ουσίαν προηγούμενου σταδίου) αγορά των παρόχων πιστωτικών καρτών (στην οποία επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο η Επιτροπή). Οι τρεις αυτές αγορές είναι σαφώς αλληλένδετες και η αλληλεπίδρασή τους δεν μπορεί να αγνοείται (32).

58.      Όσον αφορά την πρώτη αγορά, η συμφωνία ΠΔΠ πράγματι περιείχε ένα στοιχείο καθορισμού τιμών. Ωστόσο, τα βλαπτικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα που διαπιστώνονται από την GVH και την Επιτροπή δεν εντοπίζονται στην εν λόγω αγορά. Αντιθέτως, η GVH και η Επιτροπή επισημαίνουν την πρόκληση βλαπτικών αποτελεσμάτων στις υπόλοιπες δύο αγορές.

59.      Ξεκινώντας από την αγορά των υπηρεσιών που παρέχονται σε εμπόρους σε σχέση με τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με πιστωτικές κάρτες, η GVH και η Επιτροπή φρονούν ότι, στην πράξη, η διατραπεζική προμήθεια λειτούργησε ως συνιστώμενη ελάχιστη τιμή. Πράγματι, δεν ήταν ιδιαιτέρως πιθανό να χρεώσουν οι αποδέκτριες τράπεζες τους εμπόρους με MSC ποσού χαμηλότερου της καταβληθείσας στην εκδότρια τράπεζα διατραπεζικής προμήθειας, καθώς αυτό θα ήταν από οικονομικής απόψεως ασύμφορο. Με αυτή την έννοια, είναι πράγματι πιθανόν να υπάρχει περιορισμός του ανταγωνισμού σε κάποιον βαθμό: με τη συμφωνηθείσα ΠΔΠ ενδέχεται, στην πράξη, να περιορίζεται το κίνητρο των τραπεζών να ανταγωνίζονται για την προσέλκυση εμπόρων. Ομοίως, όσον αφορά την αγορά των παρόχων πιστωτικών καρτών, στο μέτρο που η συμφωνία ΠΔΠ αφορούσε τόσο τη MasterCard όσο και τη Visa, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η εν λόγω συμφωνία να ήταν ικανή να εκμηδενίσει το στοιχείο του ανταγωνισμού τιμών μεταξύ των εν λόγω εταιριών.

60.      Εντούτοις, δεν είμαι σίγουρος ότι διευκρινίστηκε επαρκώς ποια είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των εν λόγω αγορών. Η πραγματοποίηση αναλύσεως βάσει του αντικειμένου μπορεί να διευκολύνει το καθήκον που υπέχει η αρχή ανταγωνισμού να αποδεικνύει την αντίθεση ορισμένης συμπεριφοράς προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αλλά δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να προσδιορίζει με σαφήνεια τη φύση της προβαλλόμενης βλάβης. Ιδίως, οι απόψεις που εκφράσθηκαν σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ των εν λόγω αγορών φαίνεται ότι βασίσθηκαν σε μια σειρά υποθέσεων, ορισμένες εκ των οποίων αμφισβητήθηκαν έντονα από τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης. Αναμφισβήτητα, η συμφωνία ΠΔΠ μπορεί να προκαλέσει βλαπτικά αποτελέσματα, αλλά είναι όντως τόσο εύκολο να προσδιοριστούν τα εν λόγω αποτελέσματα και τόσο πιθανή η επέλευσή τους, ώστε η εν λόγω συμφωνία να μπορεί να θεωρηθεί περιοριστική «εξ αντικειμένου»;

61.      Περισσότεροι οικονομικοί φορείς διαφόρων ειδών δραστηριοποιούνταν σε περισσότερες αλληλοσυνδεόμενες αγορές, αλλά η διάδραση και η αλληλεπίδραση μεταξύ των αγορών αυτών δεν προκύπτουν ευχερώς. Σε αυτή την εξαιρετικά πολύπλοκη κατάσταση, από την άποψη του ποιος, τι και πού, έρχεται να προστεθεί η χρονική διάσταση του ζητήματος. Η συμφωνία ΠΔΠ ίσχυσε για διάστημα άνω των 12 ετών. Θεωρώ δύσκολο να παρέμειναν ουσιωδώς αμετάβλητες οι συνθήκες στις οικείες αγορές στην Ουγγαρία κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Αν μη τι άλλο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μεταξύ των ετών 1996 και 2008 η αγορά των υπηρεσιών πιστωτικών καρτών στην Ουγγαρία, όπως και σε άλλες χώρες εντός της Ευρώπης, μεταβλήθηκε σε σημαντικό βαθμό (ως έμμεση ένδειξη της εν λόγω εξελίξεως μπορεί να θεωρηθεί και ο αριθμός των συμμετεχουσών τραπεζών). Κατά συνέπεια, αυτό που θα μπορούσε να είναι χρήσιμο ή και αναγκαίο σε δεδομένη χρονική στιγμή για την επίτευξη του ευνοϊκού για τον ανταγωνισμό σκοπού της εγκαθιδρύσεως μιας αγοράς ενδεχομένως να έπαυσε να είναι χρήσιμο ή αναγκαίο όταν οι συνθήκες του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά μεταβλήθηκαν ουσιωδώς. Αν η εν λόγω υπόθεση ευσταθεί, τότε δεν είναι δυνατόν να εξετάζεται το σύνολο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος υπό το ίδιο ακριβώς πρίσμα και με τον ίδιο βαθμό σαφήνειας προκειμένου να αξιολογηθεί αν υπήρξε περιορισμός του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου.

62.      Εν ολίγοις, η ιδιαιτέρως πολύπλοκη αυτή κατάσταση από απόψεως αριθμού των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται σε διάφορες αγορές για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλεί αυξημένη ανάγκη για σαφήνεια και ακρίβεια των σχετικών διαπιστώσεων, ιδίως αν προβάλλεται ότι υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου: ποιος υποτίθεται ότι έχει κάνει ακριβώς τι, εντός ποιας αγοράς/ποιων αγορών και με ποιες συνέπειες; Επιπλέον, όσο περισσότερες μεταβλητές περιλαμβάνονται στην εξίσωση από απόψεως δομικής πολυπλοκότητας, τόσο μειώνεται γενικώς η δυνατότητα να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπήρξε σαφής περιορισμός εξ αντικειμένου.

2)      Υπάρχει αξιόπιστη και σταθερή πείρα όσον αφορά συμφωνίες όπως η επίμαχη;

63.      Εν συνεχεία, δεδομένης ιδίως της πολυπλοκότητας των επίμαχων πραγματικών περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, θα ανέμενα από τους μετέχοντες στη διαδικασία που υποστηρίζουν ότι υφίσταται περιορισμός εξ αντικειμένου να επικαλεστούν αξιόπιστη και σταθερή σχετική πείρα η οποία να αποδεικνύει ότι συμφωνίες όπως η συμφωνία ΠΔΠ θεωρούνται συνήθως ως εκ φύσεως αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Υπάρχει μια αρκετά διαδεδομένη και πάγια πρακτική των ευρωπαϊκών αρχών ανταγωνισμού και/ή των δικαστηρίων των κρατών μελών που να στηρίζει την άποψη ότι συμφωνίες όπως οι επίμαχη είναι κατά κανόνα βλαπτικές για τον ανταγωνισμό;

64.      Η GVH, όταν ερωτήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απάντησε ότι κατ’ ουσίαν στηρίχθηκε (αποκλειστικά) στην πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή. Αντιστοίχως, η Επιτροπή απάντησε ότι η εκ φύσεως αντίθεση συμφωνιών όπως η συμφωνία ΠΔΠ προς τους κανόνες του ανταγωνισμού προκύπτει από τις αποφάσεις των Δικαστηρίων της Ένωσης στην υπόθεση MasterCard (33).

65.      Διατηρώ αμφιβολίες ως προς το αν αυτό συνιστά τη σταθερή και αξιόπιστη πείρα που απαιτείται για τη θεμελίωση της διαπιστώσεως ότι ορισμένη μορφή συμπεριφοράς είναι προδήλως και γενικώς αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

66.      Όσον αφορά την πρακτική της Επιτροπής, επισημαίνω ότι το 2002 η Επιτροπή χορήγησε απαλλαγές βάσει του (νυν) άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ σε ορισμένες συμφωνίες που καθόριζαν πολυμερή διατραπεζική προμήθεια (34). Η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω συμφωνίες ήταν περιοριστικές εκ του αποτελέσματος (και όχι εξ αντικειμένου), αλλά συνέβαλλαν στην τεχνική και οικονομική πρόοδο, καθώς προωθούσαν ένα διεθνές σύστημα πληρωμών μεγάλης κλίμακας με θετικές δικτυακές εξωτερικότητες. Στην απόφαση που εξέδωσε στις 19 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένες αποφάσεις με τις οποίες καθορίζονταν πολυμερείς «εναλλακτικές διατραπεζικές προμήθειες» συνιστούσαν περιορισμό εκ του αποτελέσματος, χωρίς να λαμβάνει θέση όσον αφορά το αν η σχετική συμφωνία ήταν και εξ αντικειμένου αντίθετη στους κανόνες του ανταγωνισμού (35). Στη συνέχεια, στις 22 Ιανουαρίου 2019, η Επιτροπή δέχθηκε ότι ορισμένοι κανόνες για τη διασυνοριακή αποδοχή τους οποίους εφάρμοζε η MasterCard, ιδίως όσον αφορά την διαπεριφερειακή διατραπεζική προμήθεια, συνιστούσαν περιορισμό εξ αντικειμένου (36). Για να μην αναφέρω τις αποφάσεις του 2010, 2014 και 2019, στις οποίες η Επιτροπή δέχθηκε δεσμεύσεις που προσφέρθηκαν να αναλάβουν οι εταιρίες πιστωτικών καρτών σχετικά με την πρόβλεψη ανώτατου ορίου ή τη μείωση του ποσού ορισμένων ειδών διατραπεζικής προμήθειας (37). Βεβαίως, οι αποφάσεις περί δεσμεύσεων δεν περιλαμβάνουν κάποια επίσημη διαπίστωση περί παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού.

67.      Επομένως, φρονώ ότι η πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ομοιόμορφη. Τούτο δεν αποτελεί μομφή, αλλά αντιθέτως αναγνώριση του ότι η ίδια η αντίληψη της Επιτροπής περί της εν λόγω κατηγορίας συμφωνιών φαίνεται να εξελίσσεται σταδιακά, χάρη στην πείρα που αποκτάται από αυτές ακριβώς τις υποθέσεις. Είναι, εξάλλου, σαφές ότι η έννοια της «πείρας» εξελίσσεται κατ’ ανάγκη με την πάροδο του χρόνου, σε συνάρτηση με την ενίσχυση της γνώσης και της πείρας που αποκτάται από τις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές, τη δημιουργία πιο εξελιγμένων εργαλείων αναλύσεως καθώς και τις εξελίξεις στην οικονομική σκέψη.

68.      Μολαταύτα, ακόμη και χωρίς να λάβω υπόψη το πολυσυζητημένο στοιχείο του χρόνου (38), θα δίσταζα να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι αρκούν μερικές μόνο διοικητικές αποφάσεις (ιδίως όταν αυτές έχουν εκδοθεί από μία και μόνον αρχή και εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου) που αφορούν παρεμφερείς μορφές συντονισμού, για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι κάθε παρόμοια συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί παράνομη.

69.      Επιπλέον, η πρακτική άλλων εθνικών αρχών ανταγωνισμού που ενδέχεται να έχουν εξετάσει συμφωνίες παρεμφερείς με αυτή που εξέτασε η GVH θα ήταν οπωσδήποτε χρήσιμη, αν υπήρχε.

70.      Όσον αφορά τη νομολογία, είναι ομοίως σημαντικό να εξετασθεί αν τα Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών (39) που έχουν ασχοληθεί με αυτή την κατηγορία συμφωνιών ακολουθούν πάγια προσέγγιση στον εν λόγω τομέα (40).

71.      Συναφώς, το κύρος της ανωτέρω αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή το 2007 όντως επικυρώθηκε κατ’ αρχάς από το Γενικό Δικαστήριο και εν συνεχεία από το Δικαστήριο (41). Το βασικό ερώτημα εν προκειμένω είναι, ωστόσο, αν κατά τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις η παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ που διαπιστώθηκε από την Επιτροπή ήταν πρόδηλη σε βαθμό που θα μπορούσε να αποδειχθεί χωρίς να πραγματοποιηθεί συνολική ανάλυση των αποτελεσμάτων. Έχω την εντύπωση ότι, δεδομένης της εκτάσεως και της λεπτομέρειας της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξαν τα Δικαστήρια της Ένωσης για να απορρίψουν τα αιτήματα των προσφευγόντων, δύσκολα θα μπορούσε να συναχθεί ότι οι εν λόγω αποφάσεις υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη άποψη.

72.      Τέλος, με εκπλήσσει κάπως το γεγονός ότι, στις παρατηρήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία οι οποίοι υποστηρίζουν ότι υφίσταται περιορισμός «εξ αντικειμένου», δεν γίνεται καμία παραπομπή σε μελέτες ή εκθέσεις ανεξάρτητων επιστημόνων, οι οποίες να βασίζονται σε αναγνωρισμένες από τη διεθνή οικονομική κοινότητα μεθόδους, αρχές ή πρότυπα και να ενισχύουν την άποψή τους. Πράγματι, φρονώ ότι η ύπαρξη σαφούς συναινέσεως των οικονομολόγων ότι συμφωνίες όπως οι επίμαχη είναι εκ φύσεως αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού θα ήταν καθοριστικής σημασίας. Η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού είναι, άλλωστε, κατά κύριο λόγο μια οικονομική έννοια.

73.      Συμπερασματικά, τα αποθέματα πείρας των οποίων έγινε επίκληση ενώπιον του Δικαστηρίου προς στήριξη της απόψεως ότι συμφωνίες όπως οι επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης είναι, ως εκ της φύσεώς τους, βλαπτικές για τον ανταγωνισμό είναι μάλλον πενιχρά. Ωστόσο, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει το σημείο αυτό λεπτομερώς, λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα και την τεκμηρίωση στα οποία στηρίχθηκε η επίμαχη διοικητική απόφαση.

3)      Αναιρείται από το νομικό και το οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συμφωνία ΠΔΠ η προβαλλόμενη αντίθεσή της προς τους κανόνες του ανταγωνισμού;

74.      Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο πειστεί από την ανάλυση της GVH ότι η συμφωνία ΠΔΠ πράγματι ανήκει σε μια κατηγορία συμφωνιών οι οποίες γενικώς θεωρούνται αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, δεύτερο στάδιο της αναλύσεώς του θα πρέπει να αποτελέσει η επιβεβαίωση της εγκυρότητας της προκαταρκτικής αυτής διαπιστώσεως με την εξέταση του νομικού και του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εφαρμόστηκε η συμφωνία. Υπάρχει κάποιο ειδικό χαρακτηριστικό της συμφωνίας ΠΔΠ ή των αγορών που επηρεάζονται από αυτήν, βάσει του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το βλαπτικό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμά της; Μπορεί επομένως, εκ πρώτης όψεως, η θέση που αφορά τον γενικώς βλαπτικό χαρακτήρα μιας τέτοιας συμφωνίας να αμφισβητηθεί ευλόγως στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως;

75.      Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η συμφωνία ΠΔΠ δεν είχε αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ή ότι, εν πάση περιπτώσει, είχε επίσης ορισμένα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα.

76.      Πρώτον, οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία προβάλλουν μια διαφορετική εξήγηση της οικονομικής λογικής στην οποία στηρίζεται η συμφωνία ΠΔΠ: υποστηρίζουν ότι η τυποποίηση της διατραπεζικής προμήθειας ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της ορθής και ομαλής λειτουργίας του συστήματος, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας ΠΔΠ το σύστημα πιστωτικών καρτών στην Ουγγαρία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί αρκετά. Επομένως, κατά την άποψή τους, η συμφωνία συνέβαλε στην εγκαθίδρυση και την ανάπτυξη της αγοράς των πιστωτικών καρτών στην Ουγγαρία. Δεύτερον, διατείνονται ότι η συμφωνία ΠΔΠ σκοπούσε επίσης στον περιορισμό της τάσης της αγοράς προς αύξηση της διατραπεζικής προμήθειας. Το γεγονός αυτό προκύπτει, κατά την άποψή τους, από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Mastercard (42), καθώς και από το ότι σε πολλές έννομες τάξεις (συμπεριλαμβανομένης της έννομης τάξεις της Ουγγαρίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (43)) ο νομοθέτης παρενέβη για να θέσει ανώτατο όριο στο επίπεδο της διατραπεζικής προμήθειας.

77.      Φρονώ ότι, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί κανείς με βεβαιότητα σχετικά με το αν τα ανωτέρω επιχειρήματα εκ πρώτης όψεως δεν είναι πειστικά. Οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία απλούστατα δεν αρκούν για τον σκοπό αυτό.

78.      Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει τις εν λόγω αιτιάσεις, προκειμένου να ελέγξει αν είναι αρκετά πειστικές ώστε να δικαιολογούν περισσότερο ενδελεχή διερεύνηση. Αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία ΠΔΠ μπορούσε ευλόγως να έχει προκαλέσει ορισμένα θετικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα και ότι τα θετικά αυτά αποτελέσματα δεν υπερακοντίζονται σαφώς από άλλα, πιο σημαντικά, αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, η εν λόγω συμφωνία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως περιοριστική του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θεμελιωθεί παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνον κατόπιν αναλύσεως των αποτελεσμάτων της συμφωνίας.

79.      Επομένως, κριτήριο πρέπει να αποτελεί η ύπαρξη μιας αντίθετης εξήγησης, η οποία να μην φαίνεται εκ πρώτης όψεως αδύνατη και να θέτει υπό αμφισβήτηση, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης περιπτώσεως, τη γενική κοινή αντίληψη. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία στο πλαίσιο αυτό: πρώτον, η αντίθετη εξήγηση πρέπει να φαίνεται εκ πρώτης όψεως αρκετά πειστική ώστε να δικαιολογεί την περαιτέρω εξέταση. Δεύτερον, αυτό που αρκεί είναι, πάντως, μια εύλογη αντίθετη εξήγηση. Δεν απαιτείται η πλήρης τεκμηρίωση, προβολή και απόδειξή της: αυτό θα γίνει στο πλαίσιο της πλήρους αναλύσεως των αποτελεσμάτων.

80.      Επισημαίνεται, επ’ αυτού, ότι το Δικαστήριο έχει από καιρό αναγνωρίσει ότι συμφωνίες που επιδιώκουν «θεμιτό σκοπό» δεν εμπίπτουν κατ’ ανάγκη στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (44). Αυτό σημαίνει ότι συμφωνίες που έχουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα καταλαμβάνονται από την απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνον όταν υπερισχύουν τα αρνητικά αποτελέσματα (45). Επί παραδείγματι, ο περιορισμός του ανταγωνισμού τιμών μπορεί να είναι αποδεκτός όταν αποτελεί μέσο για την ενίσχυση του ανταγωνισμού βάσει άλλων στοιχείων, πλην των τιμών (46). Γενικότερα, συμφωνίες οι οποίες, μολονότι περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των μερών, επιδιώκουν, επί παραδείγματι, τον σκοπό του ανοίγματος μιας αγοράς ή της δημιουργίας νέας αγοράς ή της παροχής, σε νέους ανταγωνιστές, της δυνατότητας να εισέλθουν στην αγορά, μπορεί να είναι θετικές για τον ανταγωνισμό (47). Κατά πάγια επίσης νομολογία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι περιορισμοί που συνδέονται άμεσα και είναι αναγκαίοι για την υλοποίηση της κύριας πράξεως η οποία δεν είναι αυτή καθ’ αυτή αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, δεν συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (48).

81.      Κατά συνέπεια, κάθε φορά που φαίνεται ότι τα αποτελέσματα που έχει μια συμφωνία στην αγορά είναι διφορούμενα, απαιτείται η πραγματοποίηση αναλύσεως των αποτελεσμάτων (49). Με άλλα λόγια, όταν δεν είναι δυνατόν χωρίς να εξετασθούν τα πραγματικά αποτελέσματα μιας συμφωνίας επί της αγοράς να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η συμφωνία αυτή να στηρίζεται σε οικονομική λογική θετική για τον ανταγωνισμό, τότε η εν λόγω συμφωνία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιοριστική «εξ αντικειμένου» (50). Επομένως δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση της Επιτροπής ότι κάθε θεμιτό και θετικό για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα της συμφωνίας ΠΔΠ μπορεί να εξετασθεί μόνον βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ για τη δυνατότητα χορηγήσεως απαλλαγής. Γενικότερα, χωρίς να αναφέρομαι ειδικώς στη συμφωνία ΠΔΠ, ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σύμφωνα με την οποία μια συμφωνία η οποία συνολικά προάγει τον ανταγωνισμό απαγορεύεται κατ’ αρχήν από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά στη συνέχεια μπορεί αμέσως να απαλλαγεί βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δεν είναι εντελώς πειστική.

82.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει αν η συμφωνία ΠΔΠ συνιστά περιορισμό εξ αντικειμένου. Προς τον σκοπό αυτό, το αιτούν δικαστήριο πρέπει πρώτα να εξετάσει το περιεχόμενο και τον σκοπό της εν λόγω συμφωνίας, προκειμένου να καθορίσει αν υπάγεται σε κατηγορία συμφωνιών οι οποίες εκ πείρας αναγνωρίζονται γενικώς ως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό. Αν στην εν λόγω ερώτηση δοθεί καταφατική απάντηση, το αιτούν δικαστήριο πρέπει στη συνέχεια να επιβεβαιώσει ότι η εν λόγω διαπίστωση δεν αναιρείται για λόγους που αφορούν το νομικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου εφαρμόστηκε η συγκεκριμένη αυτή συμφωνία. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να ελέγξει αν είναι εκ πρώτης όψεως πιθανή κάποια άλλη εναλλακτική εξήγηση όσον αφορά την προβαλλόμενη θετική για τον ανταγωνισμό λογική της συμφωνίας ΠΔΠ, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον χρόνο κατά τον οποίο η συμφωνία ήταν ενεργή.

3.      Το τέταρτο ερώτημα

83.      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να διευκρινιστεί αν απαιτείται από μια αρχή ανταγωνισμού, όταν διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να αναφέρει ρητώς αν η συμπεριφορά των επιχειρήσεων συνιστά συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική.

84.      Συμφωνώ με την GVH, την Ουγγρική Κυβέρνηση, την Επιτροπή και την ΕΑΕ, ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

85.      Στην απόφαση Anic Partecipazioni, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι έννοιες της «συμφωνίας» και της «εναρμονισμένης πρακτικής» στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ «καταλαμβάνουν μορφές συμπαιγνίας που μετέχουν της ίδιας φύσεως και διακρίνονται μόνον κατά την έντασή τους και τις μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται». Επομένως, οι εν λόγω έννοιες περιέχουν μεν εν μέρει διαφορετικά συστατικά στοιχεία, «χωρίς όμως να είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους». Το Δικαστήριο αναγνώρισε ρητώς ότι οι παραβάσεις του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μπορεί συχνά «[να περιέχουν] διαφορετικές μορφές διαγωγής [οι οποίες] μπορούν ν’ αντιστοιχούν σε ορισμούς διαφορετικούς μεν, αλλά εμπίπτοντες όλους στην ίδια διάταξη αλλά και στην ίδια απαγόρευση». Επί αυτής της βάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή ανταγωνισμού δεν είναι υποχρεωμένη να χαρακτηρίζει δεδομένη μορφή συμπεριφοράς ως συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική (51). Η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται σταθερά στη μεταγενέστερη νομολογία (52).

86.      Πράγματι, στις περισσότερες περιπτώσεις θα ήταν παράλογο και περιττό να προσπαθεί η αρχή ανταγωνισμού να χαρακτηρίσει ορισμένη μορφή συμπεριφοράς ως συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική. Στην πραγματικότητα οι δύο αυτές έννοιες αλληλεπικαλύπτονται σε κάποιο βαθμό, με αποτέλεσμα να καθίσταται συχνά δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το ακριβές όριο μεταξύ συμφωνίας και εναρμονισμένης πρακτικής. Επιπλέον, από την κτηθείσα πείρα προκύπτει ότι οι παραβιάσεις μπορούν να εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου. Μπορεί αρχικά να λαμβάνουν μία συγκεκριμένη μορφή και βαθμιαία να αποκτούν τα χαρακτηριστικά άλλης (53).

87.      Για τον λόγο αυτό το Δικαστήριο έχει επίσης τονίσει ότι, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτηρισμό μιας μορφής συμπεριφοράς ως «εναρμονισμένης πρακτικής», «συμφωνίας» ή «αποφάσεως ενώσεων επιχειρήσεων», δεν διαφέρει η νομική εξέταση που επιβάλλει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (54). Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι μπορεί να κριθεί εξ αντικειμένου αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού όχι μόνον μια συμφωνία αλλά και μια εναρμονισμένη πρακτική (55).

88.      Η ανωτέρω επισήμανση προφανώς δεν έχει την έννοια ότι η αρχή ανταγωνισμού απαλλάσσεται από την υποχρέωση να αποδείξει, στον απαιτούμενο βαθμό αποδείξεως, ότι η συμπεριφορά που προβάλλεται ως αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού «συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική» πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί με τον τρόπο αυτό (56).

89.      Φυσικά, οι επιχειρήσεις στις οποίες προσάπτεται συμμετοχή στην παράβαση έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν, για καθεμιά από αυτές τις μορφές συμπεριφοράς, τον χαρακτηρισμό ή τους χαρακτηρισμούς στους οποίους έχει καταλήξει η αρχή ανταγωνισμού, ισχυριζόμενες ότι η αρχή αυτή δεν απέδειξε επαρκώς τα συστατικά στοιχεία των διαφόρων μορφών των προβαλλόμενων παραβάσεων (57).

90.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, φρονώ ότι κατά τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η αρχή ανταγωνισμού δεν οφείλει να χαρακτηρίσει ορισμένη μορφή συμπεριφοράς ως συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική, εφόσον αποδεικνύει επαρκώς τα συστατικά στοιχεία των διαφόρων μορφών της προβαλλόμενης παραβάσεως.

4.      Το τρίτο ερώτημα

91.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο θα εξετάσω τελευταίο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία οι εταιρίες πιστωτικών καρτών δεν συμμετείχαν απευθείας στον καθορισμό του περιεχομένου της συμφωνίας, πλην όμως κατέστησαν δυνατή τη σύναψή της, την αποδέχθηκαν και την εφάρμοσαν, πρέπει, για τους σκοπούς του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να θεωρείται ότι έχουν συμμετάσχει στην εν λόγω συμφωνία, ή ότι έχουν εμπλακεί σε εναρμονισμένη πρακτική.

92.      Όπως διευκρινίστηκε στην προηγούμενη ενότητα των παρουσών προτάσεων, κατά τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η αρχή ανταγωνισμού γενικώς δεν οφείλει να χαρακτηρίσει μια συμπεριφορά ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική.

93.      Ως εκ τούτου, στην υπό κρίση υπόθεση, για να θεωρηθούν οι εταιρίες πιστωτικών κρατών υπεύθυνες για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η αρχή ανταγωνισμού, θα αρκούσε η μορφή συμπαιγνίας ή συντονισμού μεταξύ των εταιριών πιστωτικών καρτών και των τραπεζών που συμμετείχαν στη συμφωνία ΠΔΠ να υπερβαίνει το όριο πάνω από το οποίο αυτή χαρακτηρίζεται ως «εναρμονισμένη πρακτική».

94.      Ενώπιον του Δικαστηρίου οι μετέχοντες στη διαδικασία έθιξαν δύο επιπλέον ζητήματα, τα οποία χρήζουν περαιτέρω αναλύσεως.

95.      Πρώτον, έχει το γεγονός ότι οι εταιρίες πιστωτικών καρτών λειτουργούν εντός αγοράς διαφορετικής από εκείνη στην οποία εφαρμόστηκε η επίμαχη συμφωνία την έννοια ότι οι εν λόγω εταιρίες δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;

96.      Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι σαφώς αρνητική. Η αρχή στην οποία στηρίζεται το άρθρο 101 ΣΛΕΕ είναι ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να καθορίζουν κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που ακολουθούν στην αγορά, δίχως να συμμετέχουν σε οποιασδήποτε μορφής άμεση ή έμμεση συνεννόηση η οποία μπορεί να θίγει αδικαιολόγητα την ελευθερία δράσεώς τους (58). Προς τον σκοπό αυτό, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως αναφέρθηκε στο σημείο 23 ανωτέρω, είναι αρκετά ευρύ, ώστε να καταλαμβάνει όλες τις μορφές συμπαιγνίας και συντονισμού που μπορούν να οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα.

97.      Η έννοια της «συμφωνίας» κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν περιορίζεται στις καλούμενες «οριζόντιες συμφωνίες» μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά (και μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται, συνεπώς, πραγματικός ή δυνητικός ανταγωνισμός). Στη νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωσης μπορούν να εντοπισθούν πολλά παραδείγματα συμφωνιών μεταξύ εταιριών δραστηριοποιούμενων σε διαφορετικά στάδια της αλυσίδας παραγωγής ή σε παρακείμενες αγορές που κρίθηκε ότι παραβιάζουν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (59). Η ίδια λογική πρέπει επίσης να ισχύει και όσον αφορά τις εναρμονισμένες πρακτικές (60).

98.      Οι εν λόγω αρχές επιβεβαιώθηκαν με μεγάλη σαφήνεια, και σε κάποιον βαθμό αναπτύχθηκαν περαιτέρω, στην πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου AC-Treuhand (61), στην οποία οι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία αναφέρθηκαν επανειλημμένα με τις παρατηρήσεις τους. Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι δεν συνάγεται ούτε από το γράμμα ούτε από τον σκοπό του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ότι το πεδίο εφαρμογής του περιορίζεται σε μορφές συμπαιγνίας που προκαλούν «αμοιβαίο περιορισμό της ελευθερίας δράσεως στην ίδια αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται το σύνολο όλων των εμπλεκομένων» (62). Το Δικαστήριο τόνισε περαιτέρω ότι η νομολογία του ουδέποτε περιόρισε την εμβέλεια της εν λόγω διατάξεως σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην επηρεαζόμενη αγορά ή στις αγορές της προηγούμενης ή της επόμενης οικονομικής βαθμίδας, ή σε αγορές παρακείμενες της εν λόγω αγοράς (63). Η συμμετοχή επιχειρήσεως σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να αποτελεί παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ανεξαρτήτως του είδους των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εν λόγω επιχειρήσεως και/ή των αγορών στις οποίες αυτή δραστηριοποιείται, εφόσον συμβάλλει στον περιορισμό του ανταγωνισμού σε δεδομένη αγορά (64).

99.      Η απόφαση AC-Treuhand αφορούσε επιχείρηση παροχής συμβουλών η οποία παρείχε συνδρομή σε σύμπραξη μέσω παροχής υπηρεσιών διοικητικής φύσεως (65). Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι σκοπός των υπηρεσιών που παρείχε η εν λόγω επιχείρηση, βάσει συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνήψε με τα μέλη της συμπράξεως, ήταν ακριβώς η επίτευξη των επίμαχων αντίθετων με τους κανόνες του ανταγωνισμού στόχων. Ως εκ τούτου, η εν λόγω επιχείρηση είχε ενεργό συμβολή στην εφαρμογή και στη λειτουργία της συμπράξεως, καθώς και πλήρη επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της εν λόγω δραστηριότητας (66).

100. Το ζήτημα αν η περίπτωση των εταιριών πιστωτικών καρτών μπορεί να πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην απόφαση AC-Treuhand όσον αφορά την ευθύνη του «παράγοντος διευκολύνσεως» βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο αναλύθηκε επί μακρόν από τους μετέχοντες στη διαδικασία, είναι κάπως παραπλανητικό στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως. Ο λόγος είναι απλός. Στο πραγματικό και νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, οι εταιρίες πιστωτικών καρτών δεν βρίσκονταν σε κατάσταση συγκρίσιμη με αυτή της εταιρίας AC-Treuhand, ήτοι ενός απλού «παράγοντος διευκολύνσεως». Βάσει των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως όπως εκτέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, ο ρόλος των εν λόγω εταιριών φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο σημαντικός.

101. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, οι εταιρίες πιστωτικών καρτών έκαναν πολλά περισσότερα από το να «διευκολύνουν» απλώς τη συμφωνία. Ενθάρρυναν τις τράπεζες να καταλήξουν σε συμφωνία και, μολονότι δεν ενεπλάκησαν επισήμως στις διαπραγματεύσεις, τα συμφέροντά τους εκπροσωπήθηκαν στις εν λόγω διαπραγματεύσεις από μία τράπεζα (την Kereskedelmi és Hitelbank Zrt.). Επιπλέον, οι εταιρίες πιστωτικών καρτών προέβλεψαν τη συμφωνία στους εσωτερικούς τους κανονισμούς, ενημερώθηκαν για τη σύναψη της συμφωνίας και την εφάρμοσαν, ακόμη και έναντι των τραπεζών που προσχώρησαν στο δίκτυο σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

102. Περαιτέρω, σε αντίθεση με την περίπτωση της εταιρίας AC-Treuhand, οι εταιρίες πιστωτικών καρτών είχαν περισσότερο ευθύ και άμεσο συμφέρον για την επιτυχή εκτέλεση της συμφωνίας. Πράγματι, οι εν λόγω εταιρίες δεν ήταν απλώς πάροχοι υπηρεσιών στους οποίους οι τράπεζες ανέθεσαν τη διεκπεραίωση ορισμένων ειδικών καθηκόντων. Η εταιρίες MasterCard και Visa ήταν πάροχοι των πιστωτικών καρτών, η χρήση των οποίων αποτελούσε το αντικείμενο της συμφωνίας ΠΔΠ. Επομένως, οι εταιρίες πιστωτικών καρτών δεν δραστηριοποιούνταν σε αγορά που δεν συνδεόταν με εκείνη την οποία επηρέαζε η συμφωνία ΠΔΠ, αλλά σε άμεσα σχετική αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας. Το γεγονός ότι δεν φαίνεται να έλαβαν κάποιο ποσοστό της ΠΔΠ άμεσα δεν αναιρεί το συμφέρον τους για την επιτυχή εκτέλεση της συμφωνίας ΠΔΠ.

103. Επομένως, κατά την άποψή μου, η περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως εντάσσεται σαφώς σε ένα πιο «παραδοσιακό» κάθετο σενάριο: γίνεται παγίως δεκτό ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ εταιριών που εμπλέκονται στα διάφορα στάδια της αλυσίδας παραγωγής δύνανται να συνιστούν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (67).

104. Ένα δεύτερο και τελευταίο ζήτημα που προκύπτει από το παρόν προδικαστικό ερώτημα αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες, στην επίμαχη στην κύρια δίκη υπόθεση, οι εταιρίες πιστωτικών καρτών μπορεί να κριθούν υπεύθυνες για το σύνολο της παραβάσεως, από κοινού με τις τράπεζες που ήταν συμβαλλόμενες στη συμφωνία ΠΔΠ.

105. Η απάντηση στο εν λόγω ζήτημα μπορεί επίσης να αναζητηθεί στην πάγια νομολογία. Για να μπορεί μια αρχή να διαπιστώσει ότι επιχείρηση συμμετείχε σε παράβαση και ότι φέρει την ευθύνη για το σύνολο των επιμέρους στοιχείων που συναπαρτίζουν την παράβαση αυτή, πρέπει να αποδείξει ότι η εν λόγω επιχείρηση θέλησε να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νουν ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (68).

106. Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι οι εταιρίες πιστωτικών καρτών δεν μετείχαν ούτε στη σύνταξη της συμφωνίας ΠΔΠ ούτε στον καθορισμό του ποσού της διατραπεζικής προμήθειας. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο σημείο 101 ανωτέρω, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι εν λόγω εταιρίες ενθάρρυναν την κατάρτιση της εν λόγω συμφωνίας, κατέστησαν δυνατή τη σύναψή της, την αποδέχθηκαν και την εφάρμοσαν.

107. Αν τούτο πράγματι ισχύει βάσει των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως –κάτι που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει– θα κατέληγα χωρίς δισταγμό στο συμπέρασμα ότι οι εταιρίες πιστωτικών καρτών, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου που διαδραμάτισαν και της θέσεως που είχαν έναντι των τραπεζών που συνήψαν τη συμφωνία ΠΔΠ, όντως συμμετείχαν στην προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Κατά πάγια νομολογία, το ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο δεν ασκεί επιρροή κατά την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής (69).

108. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία οι εταιρίες πιστωτικών καρτών δεν συμμετείχαν ευθέως στον καθορισμό του περιεχομένου συμφωνίας η οποία προβάλλεται ότι συνιστά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά κατέστησαν δυνατή τη σύναψή της, την αποδέχθηκαν και την εφάρμοσαν, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, οι εν λόγω εταιρίες μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για την εν λόγω παράβαση.

V.      Πρόταση

109. Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο, Ουγγαρία) ως εξής:

–        μία και η αυτή συμπεριφορά επιχειρήσεως μπορεί να κριθεί ως παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επειδή έχει τόσο ως αντικείμενο όσο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς·

–        απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει αν η συμφωνία ΠΔΠ συνιστά περιορισμό εξ αντικειμένου. Προς τον σκοπό αυτό, το αιτούν δικαστήριο πρέπει πρώτα να εξετάσει το περιεχόμενο και τον σκοπό της εν λόγω συμφωνίας, προκειμένου να καθορίσει αν υπάγεται σε κατηγορία συμφωνιών οι οποίες, βάσει της κτηθείσας πείρας, αναγνωρίζονται γενικώς ως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό. Αν στην εν λόγω ερώτηση δοθεί καταφατική απάντηση, το αιτούν δικαστήριο πρέπει στη συνέχεια να επιβεβαιώσει ότι η εν λόγω διαπίστωση δεν αναιρείται για λόγους που αφορούν το νομικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου εφαρμόστηκε η συγκεκριμένη αυτή συμφωνία. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να ελέγξει αν είναι εκ πρώτης όψεως πιθανή κάποια άλλη εναλλακτική εξήγηση όσον αφορά την προβαλλόμενη θετική για τον ανταγωνισμό λογική της συμφωνίας ΠΔΠ, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον χρόνο κατά τον οποίο η συμφωνία ήταν ενεργή·

–        κατά τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η αρχή ανταγωνισμού δεν οφείλει να χαρακτηρίσει ορισμένη μορφή συμπεριφοράς ως συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική, εφόσον αποδεικνύει επαρκώς τα συστατικά στοιχεία των διαφόρων μορφών των προβαλλόμενων παραβάσεων·

–        σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία οι εταιρίες πιστωτικών καρτών δεν συμμετείχαν ευθέως στον καθορισμό του περιεχομένου συμφωνίας η οποία προβάλλεται ότι συνιστά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά κατέστησαν δυνατή τη σύναψή της, την αποδέχθηκαν και την εφάρμοσαν –πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει– οι εν λόγω εταιρίες μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για την εν λόγω παράβαση.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Βλ., επί παραδείγματι, Baumbach, A., και Hefermehl, W., Wettbewerbs- und Warenzeichenrecht, 8. Aufl., C. H. Beck’sche Verlagsbuchhandlung, Μόναχο-Βερολίνο, 1960, σ. 1500· Focsaneanu, L., «Pour objet ou pour effet», Revue du Marché Commun, 1966, σ. 862 έως 870· και Van Gerven, W., Principes du Droit des Ententes de la Communauté Économique Européenne, Bruylant, Βρυξέλλες, 1966, σ. 67 έως 70.


3      Βλ., επί παραδείγματι, Whish, R., Competition Law, 5η έκδ., LexisNexis, Λονδίνο, 2003, σ. 110 και 111.


4      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, στο εξής: απόφαση CB).


5      Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija (C‑345/14, EU:C:2015:784, στο εξής: απόφαση Maxima Latvija).


6      Απόφαση της 30ής Ιουνίου 1966, LTM (56/65, EU:C:1966:38, σ. 249). Η υπογράμμιση δική μου.


7      Απόφαση CB (σκέψεις 50 και 51).


8      Απόφαση Maxima Latvija (σκέψη 19).


9      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 30).


10      Βλ., στο ίδιο πνεύμα, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:110, σημείο 43).


11      Εξάλλου, ενίοτε η αρχή ανταγωνισμού δεν εξετάζει το ζήτημα αν το αντικείμενο συμφωνίας είναι περιοριστικού χαρακτήρα επειδή έχει διαπιστώσει ότι το αποτέλεσμά της είναι αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού: βλ., με περαιτέρω παραπομπές, Bailey, D., και John, L.E. (επιμ.), Bellamy & Child – European Union Law of Competition, 8η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, σ. 164.


12      Βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, InnoLux κατά Επιτροπής (C‑231/14 P, EU:C:2015:451, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου.


13      Κανονισμός του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). Η υπογράμμιση δική μου.


14      Βλ. απόφαση Maxima Latvija (σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου.


15      Απόφαση της 15ης Ιουλίου 1994, Matra Hachette κατά Επιτροπής (T‑17/93, EU:T:1994:89, σκέψη 85).


16      Απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008 (C‑209/07, EU:C:2008:643).


17      Πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ. (C‑32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 29).


18      Πρβλ. αποφάσεις CB (σκέψη 58) καθώς και Maxima Latvija (σκέψη 18).


19      Απόφαση CB (σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


20      Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής  (C‑67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 56) καθώς και απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ της 22ας Δεκεμβρίου 2016 E‑3/16, Ski Taxi SA κ.λπ. (EFTA Court Report 2016, σ. 1002, σκέψη 61).


22      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 79).


23      Βλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 156 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ. (C‑32/11, EU:C:2013:160, σκέψεις 36 και 37), καθώς και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψεις 117 και 118).


25      Για μια διεξοδική ανάλυση, βλ. Ibáñez Colomo, P., και Lamadrid, A., «On the Notion of Restriction of Competition: What We Know and What We Don’t Know We Know», σε Gerard, D., Merola, M., και Meyring, B., (επιμ.), The Notion of Restriction of Competition: Revisiting the Foundations of Antitrust Enforcement in Europe, Bruylant, Βρυξέλλες, 2017, σ. 336 έως 339.


26      Βλ., αντί πολλών, αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM (56/65, EU:C:1966:38, σ. 250), καθώς και της 15ης Δεκεμβρίου 1994, DLG (C‑250/92, EU:C:1994:413, σκέψη 32).


27      Πρβλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 57), της 6ης Οκτωβρίου 2015, Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 29), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017,  Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψεις 138 έως 147).


28      Πρβλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 1988, Erauw-Jacquery (27/87, EU:C:1988:183, σκέψεις 8 έως 20), της 22ας Ιουνίου 1994, IHT Internationale Heiztechnik και Danzinger (C‑9/93, EU:C:1994:261, σκέψη 59), και της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ. (C‑403/08 και C‑429/08, EU:C:2011:631, σκέψεις 136 και 143).


29      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C‑373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψη 29). Η υπογράμμιση δική μου.


30      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Mengozzi στην υπόθεση MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:42, σημείο 52).


31      Βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 31).


32      Βλ., ομοίως, απόφαση CB (σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


33      Αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201), καθώς και της 24ης Μαΐου 2012, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑111/08, EU:T:2012:260).


34      Απόφαση της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 2002 (Υπόθεση COMP/29.373 – Visa International –Πολυμερής διατραπεζική προμήθεια).


35      Απόφαση της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2007 (Υποθέσεις COMP/34.579 –MasterCard, COMP/36.518 – EuroCommerce, COMP/38.580 – Commercial Cards). Διευκρινίζεται ότι «εναλλακτική διατραπεζική προμήθεια» είναι η διατραπεζική προμήθεια που ισχύει αυτομάτως, εφόσον δεν υφίστανται διμερείς συμφωνίες μεταξύ της αποδέκτριας και της εκδότριας τράπεζας, ή η διατραπεζική προμήθεια που καθορίζεται συλλογικά σε εθνικό επίπεδο.


36      Απόφαση της Επιτροπής της 22ας Ιανουαρίου 2019 (Υπόθεση COMP/AT.40049 – MasterCard II).


37      Βλ. αποφάσεις της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2010 (Υπόθεση COMP/39.398 –ΠΔΠ Visa), της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (Υπόθεση COMP/39398 –Visa MIF), καθώς και της 29ης Απριλίου 2019 (Υπόθεση COMP/AT.39398 –Visa MIF).


38      Συνεπώς, χωρίς να λάβω υπόψη το επιχείρημα των προσφευγουσών της κύριας δίκης σχετικά με την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου για τον λόγο ότι η αντίθεση προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μιας συμφωνίας όπως η συμφωνία ΠΔΠ σε καμία περίπτωση δεν ήταν εμφανής το έτος 2008.


39      Ή ενδεχομένως και αρχές ή δικαστήρια εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που εφαρμόζουν παρόμοια αντιμονοπωλιακή νομοθεσία.


40      Χάριν σαφήνειας, θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτό που εννοείται ως ανταλλαγή γνώσεων σε «οριζόντιο» επίπεδο (στην οποία περιλαμβάνεται η συνεκτίμηση από εθνική αρχή ανταγωνισμού των αποφάσεων άλλων εθνικών αρχών ανταγωνισμού ή δικαστηρίων άλλων κρατών μελών) σε καμία περίπτωση δεν είναι κάποια υποχρέωση τύπου νομολογίας CILFIT, η οποία, τουλάχιστον θεωρητικά, δεσμεύει τα δικαστήρια του τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας στο πλαίσιο της τρίτης παραγράφου του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, Cilfit κ.λπ., 283/81, EU:C:1982:335, σκέψη 16). Αντιθέτως αυτό που εννοείται εν προκειμένω είναι οι ενδεχόμενες πηγές γνώσεως οι οποίες μπορούν να στηρίξουν τη θέση ότι ορισμένο είδος συμφωνίας συνιστά σαφώς περιορισμό εξ αντικειμένου.


41      Βλ. υποσημείωση 33 των παρουσών προτάσεων.


42      Βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑111/08, EU:T:2012:260, σκέψη 137).


43      Βλ., επίσης, άρθρο 141 του νόμου CXLIII του 2013, για την τροποποίηση ορισμένων νόμων στο πλαίσιο του νόμου περί Εθνικής Τράπεζας της Ουγγαρίας και για άλλες τροποποιήσεις, καθώς και κανονισμό (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες (ΕΕ 2015, L 123, σ. 1).


44      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Pierre Fabre Dermo-Cosmétique (C‑439/09, EU:C:2011:649, σκέψη 40), και απόφαση CB (σκέψη 75).


45      Πρβλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, Asnef-Equifax και Administración del Estado (C‑238/05, EU:C:2006:734, σκέψεις 46 έως 63).


46      Βλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Pierre Fabre Dermo-Cosmétique (C‑439/09, EU:C:2011:649, σκέψη 40).


47      Πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Beef Industry Development Society και Barry Brothers (C‑209/07, EU:C:2008:467, σημείο 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


48      Πρβλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής (2/84, EU:C:1985:327, σκέψεις 19 και 20), της 28ης Ιανουαρίου 1986, Pronuptia de Paris (161/84, EU:C:1986:41, σκέψεις 15 έως 17), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 89).


49      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 56).


50      Πρβλ., αποφάσεις CB (σκέψεις 80 έως 87) και Maxima Latvija (σκέψεις 22 έως 24).


51      Απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψεις 131 έως 133).


52      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2014, SP κατά Επιτροπής  (T‑472/09 και T‑55/10, EU:T:2014:1040, σκέψη 159), καθώς και της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψη 419).


53      Βλ., επί παραδείγματι, Faull, J. και Nikpay, A. (επιμ.), The EU Law of Competition, 3η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2014, σ. 225 και 226.


54      Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, Asnef-Equifax και Administración del Estado (C‑238/05, EU:C:2006:734, σκέψη 32).


55      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:343, ιδίως σκέψεις 24 και 28 έως 30).


56      Πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψεις 134 και 135).


57      Όπ.π. (σκέψη 136).


58      Πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Hüls κατά Επιτροπής (C‑199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψη 159 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


59      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41). Βλ. επίσης την πιο πρόσφατη απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Pierre Fabre Dermo-Cosmétique (C‑439/09, EU:C:2011:649).


60      Βλ. σημείο 85 των παρουσών προτάσεων.


61      Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, AC-Treuhand κατά Επιτροπής (C‑194/14 P, EU:C:2015:717).


62      Όπ.π. (σκέψη 33).


63      Όπ.π. (σκέψη 34).


64      Όπ.π. (σκέψη 35).


65      Η περίπτωση αυτή συχνά αναφέρεται ως περίπτωση «cartel facilitator» (παράγων διευκολύνσεως συμπράξεως).


66      Όπ.π. (σκέψεις 37 έως 39).


67      Βλ. σημείο 97 των παρουσών προτάσεων.


68      Πρβλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψεις 86 και 87), καθώς και της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κλπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 83).


69      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 86).