Language of document : ECLI:EU:C:2019:283

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 3ης Απριλίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρο 82 ΕΚ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού – Απόφαση της εθνικής αρχής ανταγωνισμού με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο βάσει του εθνικού δικαίου και πρόστιμο βάσει του δικαίου της Ένωσης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 50 – Αρχή ne bis in idem – Δυνατότητα εφαρμογής»

Στην υπόθεση C-617/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Οκτωβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie S.A.

κατά

Prezes Urzędu Ochrony Konkurencji i Konsumentów,

παρισταμένων των:

Edward Dętka,

Mirosław Krzyszczak,

Zakład Projektowania i Programowania Systemów Sterowania Atempol Sp. z o.o. w Piekarach Śląskich,

Ommer Polska Sp. z o.o. w Krapkowicach,

Glimat Marcinek i S-ka spółka jawna w Gliwicach,

Jastrzębskie Zakłady Remontowe Dźwigi Sp. z o.o. w Jastrzębiu Zdroju,

Petrofer-Polska Sp. z o.o. w Nowinach,

Pietrzak B.B. Beata Pietrzak, Bogdan Pietrzak Spółka jawna w Katowicach,

Ewelina Baranowska,

Przemysław Nikiel,

Tomasz Woźniak,

Spółdzielnia Kółek Rolniczych w Bielinach,

Lech Marchlewski,

Zakład Przetwórstwa Drobiu Marica spółka jawna J.M.E.K. Wróbel sp. jawna w Bielsku Białej,

HTS Polska Sp. z o.o.,

Paco Cases Andrzej Paczkowski, Piotr Paczkowski spółka jawna w Puszczykowie,

Bożena Kubalańca,

Zbigniew Arczykowski,

Przedsiębiorstwo Produkcji Handlu i Usług Unipasz Sp. z o.o. w Radzikowicach,

Janusz Walocha,

Marek Grzegolec,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe (εισηγήτρια), D. Šváby, S. Rodin και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie S.A. w Warszawie, εκπροσωπούμενη από τους W. Boruń και J. Wójcik, radcy prawni,

–        ο Prezes Urzędu Ochrony Konkurencji i Konsumentów, εκπροσωπούμενος από την B. Cebula, radca prawny,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Θ. Χριστοφόρου, M. Farley και J. Szczodrowski καθώς και από την F. van Schaik,

–        η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τους C. Zatschler και M. Sánchez Rydelski καθώς και από την C. Simpson,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου η διακήρυξη έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Powszechny Zakład Ubezpieczeń na Życie S.A. (στο εξής: PZU Życie) και του Prezes Urzędu Ochrony Konkurencji i Konsumentów (προϊσταμένου της υπηρεσίας προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών, στο εξής: προϊστάμενος της UOKiK) σχετικά με απόφαση του τελευταίου με την οποία της επιβλήθηκε, λόγω καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, πρόστιμο για παραβίαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και πρόστιμο για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 1/2003 έχει ως εξής:

«Για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας ανταγωνισμού [της Ένωσης], είναι σκόπιμο όπως οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού αποκτήσουν πιο στενή σχέση με την εφαρμογή της. Προς τούτο, οι εν λόγω αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να εφαρμόζουν τη νομοθεσία [της Ένωσης].»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ], οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρθρο 81 [ΕΚ] στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές. Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε τυχόν καταχρηστική πρακτική που απαγορεύεται από το άρθρο 82 [ΕΚ], εφαρμόζουν επίσης το άρθρο 82 [ΕΚ].»

5        Το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Αρμοδιότητες των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών», ορίζει τα εξής:

«Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών είναι αρμόδιες να εφαρμόζουν τα άρθρα 81 και 82 [ΕΚ] σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Προς τον σκοπό αυτό, δύνανται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, να εκδίδουν τις ακόλουθες αποφάσεις:

[…]

–        για την επιβολή προστίμου, χρηματικής ποινής ή κάθε άλλης κύρωσης προβλεπόμενης από την εθνική τους νομοθεσία.

Εάν με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις μιας απαγόρευσης, δύνανται επίσης να αποφαίνονται ότι δεν συντρέχει λόγος δράσης από μέρους τους.»

6        Το άρθρο 11 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εφαρμογή της νομοθεσίας ανταγωνισμού [της Ένωσης].

[…]

3.      Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ενεργούν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 [ΕΚ], ενημερώνουν εγγράφως την Επιτροπή πριν ή αμέσως μετά την έναρξη του πρώτου τυπικού μέτρου έρευνας. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να διαβιβασθούν και στις αρχές ανταγωνισμού των λοιπών κρατών μελών.

[…]»

7        Κατά το άρθρο 16 του κανονισμού 1/2003:

«1.      Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 [ΕΚ], οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Πρέπει επίσης να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει. Προς τον σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει μήπως πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία του. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 234 [ΕΚ].

2.      Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών αποφαίνονται για συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 [ΕΚ], οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν δύνανται να λαμβάνουν αποφάσεις που να συγκρούονται με την απόφαση που έχει λάβει η Επιτροπή.»

 Το πολωνικό δίκαιο

8        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ustawa o ochronie konkurencji i konsumentów (νόμου περί προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών), της 15ης Δεκεμβρίου 2000 (Dz. U. 2000, αριθ. 122, σημείο 1319, στο εξής: LPCC), έχει ως εξής:

«Απαγορεύεται η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στη σχετική αγορά εκ μέρους μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων.»

9        Το άρθρο 101, παράγραφος 1, του LPCC ορίζει τα εξής:

«Ο [προϊστάμενος της UOKiK] μπορεί με απόφασή του να επιβάλει σε μια επιχείρηση χρηματικό πρόστιμο, το ύψος του οποίου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10 % των εσόδων που πραγματοποίησε η επιχείρηση κατά το οικονομικό έτος που προηγήθηκε του έτους της επιβολής του προστίμου σε περίπτωση που η επιχείρηση, έστω και από αμέλεια παρέβη:

1)      την απαγόρευση του άρθρου 5, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εξαιρέσεως κατά τα άρθρα 6 και 7, ή την απαγόρευση του άρθρου 8·

2)      τα άρθρα 81 ή 82 [ΕΚ]·

[…]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, ο προϊστάμενος της UOKiK διαπίστωσε ότι, κατά την περίοδο από την 1η Απριλίου 2001 έως την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, η PZU Życie είχε καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά της ομαδικής ασφαλίσεως ζωής για εργαζομένους στην Πολωνία και, κατά συνέπεια, είχε παραβεί το άρθρο 8 του LPCC.

11      Ο προϊστάμενος της UOKiK εκτίμησε επίσης ότι η πρακτική που συνίστατο στην εν λόγω κατάχρηση μπορούσε να επιδράσει αρνητικά στη δυνατότητα αλλοδαπών ασφαλιστών να εισέλθουν στην πολωνική αγορά και, ως εκ τούτου, να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Για τους λόγους αυτούς, εκτίμησε ότι η PZU Życie, πέραν του ότι είχε παραβιάσει το εθνικό δίκαιο, είχε παραβεί και το άρθρο 82 ΕΚ.

12      Ο προϊστάμενος της UOKiK επέβαλε στην PZU Życie χρηματική κύρωση συνολικού ύψους 50 381 080 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 11 697 000 ευρώ), αποτελούμενη, αφενός, από πρόστιμο 33 022 892,77 PLN (περίπου 7 664 000 ευρώ) για την παράβαση των διατάξεων του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού κατά την περίοδο από την 1η Μαΐου 2001 έως τις 25 Οκτωβρίου 2007, και, αφετέρου, από πρόστιμο 17 358 187,23 PLN (περίπου 4 033 000 ευρώ) για την παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ κατά την περίοδο από την 1η Μαΐου 2004, ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ένωση, έως τις 25 Οκτωβρίου 2007.

13      Με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2014, το Sąd Okręgowy w Warszawie – Sąd Ochrony Konkurencji i Konsumentów (περιφερειακό πρωτοδικείο Βαρσοβίας – τμήμα προστασίας του ανταγωνισμού και των καταναλωτών, Πολωνία) απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η PZU Życie κατά της αποφάσεως της 25ης Οκτωβρίου 2007. Η ως άνω απόφαση επικυρώθηκε με απόφαση του Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείου Βαρσοβίας, Πολωνία) της 17ης Σεπτεμβρίου 2015.

14      Η PZU Życie άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Sąd Najwyższy (Ανώτατου Δικαστηρίου, Πολωνία), προβάλλοντας παραβίαση της αρχής ne bis in idem η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι της επιβλήθηκε δύο φορές κύρωση για την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ήτοι, την πρώτη φορά, ευθέως, βάσει του άρθρου 82 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του κανονισμού 1/2003, και, τη δεύτερη φορά, εμμέσως, βάσει του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού.

15      Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αρχή ne bis in idem έχει θεμελιώδη σημασία στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου και απαγορεύει να διωχθεί και να τιμωρηθεί το ίδιο πρόσωπο δύο φορές για την ίδια πράξη. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα σε ποια περίπτωση υφίσταται, για την ίδια υπόθεση, δεύτερη απόφαση ή δεύτερη κύρωση για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού σε σχέση με την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem.

16      Πρώτον, το εν λόγω δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Sergueï Zolotoukhine κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2009:0210JUD001493903, § 78 έως 82), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται στην περίπτωση ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών και όχι στην περίπτωση του ίδιου αδικήματος. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο τιμωρείται, όπως εν προκειμένω, δύο φορές για την ίδια αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά συνιστά παραβίαση της εν λόγω αρχής. Το Δικαστήριο ακολούθησε την ίδια προσέγγιση σε τομείς άλλους από το δίκαιο ανταγωνισμού, ιδίως με τις αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1966, Gutmann κατά Επιτροπής (18/65 και 35/65, EU:C:1966:24), και της 9ης Μαρτίου 2006, Van Esbroeck (C-436/04, EU:C:2006:165).

17      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με τη νομολογία του σχετικά με τον ανταγωνισμό, το Δικαστήριο έχει, αντιθέτως, κρίνει ότι η αρχή ne bis in idem υπόκειται στην τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Όσον αφορά, ειδικότερα, την ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, με την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 99), ότι αυτή πρέπει να εκτιμάται όχι μόνον υπό το πρίσμα της συμπεριφοράς της επιχειρήσεως, αλλά και βάσει των αποτελεσμάτων της σε χρονικό και σε εδαφικό επίπεδο.

18      Ως εκ τούτου, κατά το αιτούν δικαστήριο, υπάρχει διαφορά μεταξύ της προσεγγίσεως που υιοθετεί το Δικαστήριο σε υποθέσεις ανταγωνισμού και της προσεγγίσεως που υιοθετεί σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, στον τομέα του ανταγωνισμού, το Δικαστήριο απαιτεί, πέραν της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών και της ταυτότητας του παραβάτη, να υπάρχει και ταυτότητα του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Κατά το ως άνω δικαστήριο, η εν λόγω πρόσθετη προϋπόθεση περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem. Εν προκειμένω, η προϋπόθεση αυτή θα οδηγούσε στη διαπίστωση ότι δεν υπήρξε παραβίαση της ως άνω αρχής.

19      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, συνεπώς, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, δεδομένου ότι είναι υποχρεωμένο να εφαρμόζει τόσο τις διατάξεις της ΕΣΔΑ όσο και εκείνες του Χάρτη. Επιπλέον, θέτει το ζήτημα κατά πόσον η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω αρχής στον τομέα του ανταγωνισμού συνάδει με το άρθρο 52, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη, καθόσον η εν λόγω νομολογία παρέχει πιο περιορισμένη προστασία από εκείνη που κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ.

20      Τρίτον, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο επιβεβαιώσει ότι η ταυτότητα του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος αποτελεί πρόσθετο στοιχείο από το οποίο εξαρτάται η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1969, Wilhelm κ.λπ. (14/68, EU:C:1969:4), η οποία εκδόθηκε σε υπόθεση η οποία δεν αφορούσε την αρχή ne bis in idem, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το δίκαιο της Ένωσης και το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού προστατεύουν το ίδιο έννομο συμφέρον. Κατά το ως άνω δικαστήριο, η εν λόγω αμφισημία προκύπτει επίσης από την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ. (C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψεις 81 και 98), η οποία θα μπορούσε, ωστόσο, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τόσον το δίκαιο της Ένωσης όσο και το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού προστατεύουν το ίδιο έννομο συμφέρον. Το ζήτημα αυτό, το οποίο δεν έχει ακόμη επιλυθεί, είναι καθοριστικό για την επίλυση της υποθέσεως της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχει ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών και στην οποία έχουν τύχει παράλληλης εφαρμογής, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, αντίστοιχες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορεί το άρθρο 50 του [Χάρτη] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem δεν προϋποθέτει μόνο την ταυτότητα του παραβάτη και των πραγματικών περιστατικών αλλά και του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος;

2)      Πρέπει το άρθρο 3 του κανονισμού [1/2003] σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του [Χάρτη], να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού και οι εθνικοί κανόνες περί ανταγωνισμού, οι οποίοι εφαρμόζονται παραλλήλως από την αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους, προστατεύουν το ίδιο έννομο συμφέρον;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

22      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού επιβολή σε μια επιχείρηση, στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως, προστίμου για παραβίαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και προστίμου για παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.

23      Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 1/2003, ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπεί, προς διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της νομοθεσίας ανταγωνισμού της Ένωσης, στο να αποκτήσουν οι εθνικές αρχές πιο στενή σχέση με την εφαρμογή της, διά της παροχής σ’ αυτές της εξουσίας να εφαρμόζουν τη νομοθεσία της Ένωσης.

24      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού, όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού σε τυχόν καταχρηστική πρακτική που απαγορεύεται από το άρθρο 82 ΕΚ, εφαρμόζουν επίσης το εν λόγω άρθρο.

25      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, στον τομέα του ανταγωνισμού, το δίκαιο της Ένωσης και το εθνικό δίκαιο εφαρμόζονται εκ παραλλήλου. Οι κανόνες του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο εξετάζουν υπό διαφορετικό πρίσμα τις περιοριστικές πρακτικές, τα δε πεδία εφαρμογής τους δεν συμπίπτουν (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ., C-17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 81 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή δεν έχει κινήσει διαδικασία για την έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού 1/2003, και συγκεκριμένα όταν εθνική αρχή ανταγωνισμού εφαρμόζει τις εθνικές διατάξεις περί απαγορεύσεως της μονομερούς συμπεριφοράς μιας επιχειρήσεως που είναι δυνατόν να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο του άρθρου 82 ΕΚ, η οικεία αρχή υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ως άνω κανονισμού την υποχρέωση να εφαρμόσει παράλληλα και το εν λόγω άρθρο 82 ΕΚ (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το άρθρο 81 ΕΚ, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ., C-17/10, EU:C:2012:72, σκέψεις 77 και 78).

27      Στο άρθρο 5 του κανονισμού 1/2003 διευκρινίζεται ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού που είναι αρμόδια να εφαρμόζει το άρθρο 82 ΕΚ δύναται να επιβάλλει πρόστιμα, χρηματικές ποινές ή κάθε άλλη κύρωση προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία της.

28      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή ne bis in idem πρέπει να τηρείται στις διαδικασίες επιβολής προστίμου στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. Η εν λόγω αρχή απαγορεύει, στον τομέα του ανταγωνισμού, την καταδίκη επιχειρήσεως ή την εκ νέου άσκηση διώξεως κατά αυτής για αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά της, σε σχέση με την οποία είτε της είχε επιβληθεί κύρωση είτε κρίθηκε ότι δεν έχει ευθύνη με προγενέστερη απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ., C-17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Ως εκ τούτου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι η αρχή ne bis in idem αποσκοπεί στο να αποτραπεί το ενδεχόμενο μια επιχείρηση να «καταδικαστεί εκ νέου ή να ασκηθεί εκ νέου δίωξη κατά αυτής», όπερ προϋποθέτει ότι η εν λόγω επιχείρηση είχε καταδικαστεί ή κρίθηκε ότι δεν είχε ευθύνη με προγενέστερη απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή.

30      Η ως άνω ερμηνεία της αρχής ne bis in idem επιρρωννύεται από το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη, καθώς και από τον σκοπό της εν λόγω αρχής.

31      Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη, η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι «[κ]ανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».

32      Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 21 των προτάσεών του, το εν λόγω άρθρο αναφέρεται συγκεκριμένα στην επανάληψη διαδικασίας η οποία καταλήγει στην έκδοση αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου για την ίδια υλική πράξη. Σε περίπτωση, όμως, στο πλαίσιο της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, η εθνική αρχή ανταγωνισμού εφαρμόζει παραλλήλως το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού και το άρθρο 82 ΕΚ, ουδόλως υφίσταται μια τέτοια επανάληψη.

33      Όσον αφορά, δεύτερον, τον σκοπό της αρχής ne bis in idem, υπενθυμίζεται ότι, όπως τόνισε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 18 των προτάσεών του, η εν λόγω αρχή, ως απόρροια της αρχής του δεδικασμένου, έχει ως αντικείμενο την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της επιείκειας, διασφαλίζοντας ότι ο ενδιαφερόμενος, εφόσον έχει διωχθεί και, ενδεχομένως, τιμωρηθεί, δεν θα διωχθεί εκ νέου για την ίδια παράβαση.

34      Ως εκ τούτου, η σκοπούμενη από την αρχή ne bis in idem προστασία από την επανάληψη της ασκήσεως διώξεως που ενδέχεται να καταλήξει στην επιβολή ποινικής καταδίκης είναι άνευ αντικειμένου σε περίπτωση κατά την οποία, με την ίδια απόφαση, χωρεί παράλληλη εφαρμογή του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού.

35      Επομένως, όπως υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ο προϊστάμενος της UOKiK, η Πολωνική Κυβέρνηση, η Επιτροπή και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ με τις παρατηρήσεις τους, η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας η εθνική αρχή ανταγωνισμού εφαρμόζει παραλλήλως, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού και τους κανόνες της Ένωσης περί ανταγωνισμού και επιβάλλει κυρώσεις, βάσει του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού, σε μια επιχείρηση, επιβάλλοντάς της, στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως, πρόστιμο για παραβίαση του ως άνω δικαίου και πρόστιμο για παράβαση των ως άνω κανόνων.

36      Ωστόσο, διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία, κατ’ εφαρμογήν της τελευταίας διατάξεως, η εθνική αρχή ανταγωνισμού αποφασίσει να επιβάλει πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, η εν λόγω αρχή οφείλει να ασκήσει την αρμοδιότητά της τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης.

37      Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, όταν ένας κανονισμός της Ένωσης δεν περιέχει ειδική διάταξη προβλέπουσα κύρωση σε περίπτωση παραβάσεώς του ή παραπέμπει, συναφώς, στις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, το άρθρο 10 ΕΚ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο που να διασφαλίζει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Προς τούτο, τα κράτη μέλη, διατηρώντας πάντως το δικαίωμα επιλογής των κυρώσεων, υποχρεούνται ιδίως να μεριμνούν ώστε για τις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης να επιβάλλονται κυρώσεις υπό προϋποθέσεις, ουσιαστικές και διαδικαστικές, ανάλογες με τις ισχύουσες για τις παραβιάσεις του εθνικού δικαίου παρόμοιας φύσης και σημασίας και, εν πάση περιπτώσει, εξασφαλίζοντας τον εύλογο χαρακτήρα των κυρώσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Ιουλίου 1990, Hansen, C‑326/88, EU:C:1990:291, σκέψη 17).

38      Επομένως, όπως υποστήριξε η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ με τις παρατηρήσεις της, όταν, στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως, η εθνική αρχή ανταγωνισμού επιβάλλει δύο πρόστιμα, προκειμένου να τιμωρήσει, αντιστοίχως, μια παραβίαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και μια παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, η εν λόγω αρχή οφείλει να βεβαιωθεί ότι τα πρόστιμα, εξεταζόμενα από κοινού, είναι αναλογικά προς τη φύση της παραβάσεως, πράγμα το οποίο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

39      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού επιβολή σε μια επιχείρηση, στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως, προστίμου για παραβίαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και προστίμου για παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εθνική αρχή ανταγωνισμού οφείλει, ωστόσο, να βεβαιωθεί ότι τα πρόστιμα, εξεταζόμενα από κοινού, είναι αναλογικά προς τη φύση της παραβάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου η διακήρυξη έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού επιβολή σε μια επιχείρηση, στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως, προστίμου για παραβίαση του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού και προστίμου για παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εθνική αρχή ανταγωνισμού οφείλει, ωστόσο, να βεβαιωθεί ότι τα πρόστιμα, εξεταζόμενα από κοινού, είναι αναλογικά προς τη φύση της παραβάσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.