Language of document : ECLI:EU:F:2009:39

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Απριλίου 2009 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Εσωτερική έρευνα της OLAF – Απόφαση της OLAF να διαβιβάσει πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές – Βλαπτική πράξη – Παραδεκτό – Δικαιώματα άμυνας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις F‑5/05 και F‑7/05,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Antonello Violetti, κάτοικος Cittiglio (Ιταλία), και οι δώδεκα άλλοι υπάλληλοι της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων των οποίων τα ονόματα περιέχονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης, εκπροσωπούμενοι από τον É. Boigelot, δικηγόρο,

προσφεύγοντες-ενάγοντες στην υπόθεση F‑5/05,

Nadine Schmit, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Ispra (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους É. Boigelot, P.-P. Van Gehuchten και P. Reyniers, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα στην υπόθεση F‑7/05,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους J. Currall και C. Ladenburger,

καθής-εναγομένης,

υποστηριζομένης από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπουμένου από τους M. Bauer και A. Vitro,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel (εισηγητή), πρόεδρο, Χ. Ταγαρά και S. Gervasoni, δικαστές,

γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 11 Ιανουαρίου και στις 17 Φεβρουαρίου 2005, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ζητούν κατ’ ουσίαν, πρώτον, την ακύρωση της απόφασης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διενεργήσει εσωτερική έρευνα, των ενεργειών έρευνας στο πλαίσιο της εσωτερικής αυτής έρευνας, της απόφασης της OLAF να διαβιβάσει στις ιταλικές δικαστικές αρχές πληροφορίες που τους αφορούσαν και της έκθεσης που καταρτίστηκε κατά το πέρας της έρευνας και, δεύτερον, την καταδίκη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην καταβολή αποζημίωσης.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Η OLAF, που ιδρύθηκε με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1999 (ΕΕ L 136, σ. 20), είναι επιφορτισμένη, μεταξύ άλλων, με τη διεξαγωγή εσωτερικών διοικητικών ερευνών που αποσκοπούν στον εντοπισμό σοβαρών πράξεων που συνδέονται με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων και οι οποίες συνιστούν ενδεχομένως παράβαση των υποχρεώσεων των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων, δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο πειθαρχικής και, ενδεχομένως, ποινικής δίωξης.

3        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF (ΕΕ L 136, σ. 1), διέπει τους ελέγχους, τις εξακριβώσεις και τις ενέργειες που πραγματοποιούν οι υπάλληλοι της OLAF κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι έρευνες τις οποίες πραγματοποιεί η OLAF συνίστανται σε «εξωτερικές» έρευνες, που διενεργούνται εκτός των θεσμικών οργάνων άλλων οργάνων και οργανισμών της Κοινότητας, και σε «εσωτερικές» έρευνες, που διενεργούνται στο εσωτερικό αυτών των θεσμικών οργάνων, άλλων οργάνων και οργανισμών.

4        Κατά το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1073/1999, η έναρξη των εσωτερικών ερευνών γίνεται με απόφαση του διευθυντή της OLAF, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση του θεσμικού οργάνου, άλλου οργάνου ή οργανισμού εντός του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί η έρευνα.

5        Το άρθρο 9 του κανονισμού 1073/1999 προβλέπει ότι, μετά το πέρας της έρευνάς της, η OLAF καταρτίζει, υπό την εποπτεία του διευθυντή, έκθεση που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα συμπεράσματα της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων του διευθυντή για τη συνέχεια που θα πρέπει να δοθεί. Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, η έκθεση που καταρτίζεται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στο οικείο θεσμικό όργανο, άλλο όργανο ή οργανισμό, που δίνουν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την πειθαρχική και δικαστική συνέχεια την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών.

6        Η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του κανονισμού 1073/1999, το οποίο επιγράφεται «Διαβίβαση πληροφοριών από την [OLAF]», έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 8, 9 και 11 του παρόντος κανονισμού, ο διευθυντής της [OLAF] διαβιβάζει στις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους τις πληροφορίες που συνέλεξε η [OLAF] κατά τη διάρκεια των εσωτερικών ερευνών σχετικά με πράξεις που μπορούν να επισύρουν ποινική δίωξη. Υπό την επιφύλαξη των απαιτήσεων της έρευνας, ενημερώνει ταυτόχρονα το οικείο κράτος μέλος.»

7        Δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 1073/1999, κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορεί να υποβάλει στον διευθυντή της OLAF ένσταση κατά πράξης που θίγει τα συμφέροντά του, η οποία πραγματοποιήθηκε από την OLAF στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ).

8        Με τον κανονισμό (ΕΚ Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 124, σ. 1), προστέθηκε στον ΚΥΚ το εξής άρθρο 90α:

«Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης δύναται να υποβάλει στον διευθυντή της OLAF αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, με την οποία να τον καλεί να λάβει απόφαση περί αυτού σχετική με έρευνα της OLAF. Δύναται επίσης να υποβάλει στον διευθυντή της OLAF αίτημα, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, κατά πράξεως σχετικής με έρευνα της OLAF, η οποία επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντά του.»

9        Το άρθρο 4 της απόφασης 1999/396/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 1999, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων (ΕΕ L 149, σ. 57), που επιγράφεται «Ενημέρωση του ενδιαφερομένου», ορίζει τα ακόλουθα:

«Στην περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής μέλους, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν.

Στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας η αυστηρή τήρηση του απορρήτου και απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η υποχρέωση να δοθεί στο μέλος, τον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής η δυνατότητα να εκφρασθεί, μπορεί να αναβληθεί σε συμφωνία με τον Πρόεδρο ή τον Γενικό Γραμματέα, της Επιτροπής, αντιστοίχως.»

 Τα πραγματικά περιστατικά

10      Κατά τη διάρκεια του 2002, η μονάδα που ήταν επιφορτισμένη με τον εσωτερικό έλεγχο στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Κοινό Κέντρο Ερευνών» (στο εξής: ΚΚΕρ) κατάρτισε έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 73 του ΚΥΚ όσον αφορά το προσωπικό αυτής της Γενικής Διεύθυνσης που υπηρετεί στην Ispra (Ιταλία) (στο εξής: έκθεση εσωτερικού ελέγχου του ΚΚΕρ). Στην έκθεση αυτή περιγράφονταν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

«–      230 μέλη του προσωπικού του ΚΚΕρ στην Ispra (20 % του συνολικού προσωπικού στην Ispra) πάσχουν από μόνιμη μερική αναπηρία.

–        Παροχές ύψους 5,7 εκατομμυρίων ευρώ για μόνιμη μερική αναπηρία καταβλήθηκαν στα μέλη του προσωπικού του ΚΚΕρ της Ispra κατά το χρονικό διάστημα 1996-2002.

–        Κάθε δικαιούχος εισέπραξε κατά μέσον όρο 25 000 ευρώ.

–        46 μέλη του προσωπικού εισέπραξαν συλλογικά περί τα 3 εκατομμύρια ευρώ, καθένα δε από αυτά έλαβε ποσό άνω των 35 000 ευρώ.

–        23 μέλη του προσωπικού εισέπραξαν συλλογικά λίγο περισσότερα από 2 εκατομμύρια ευρώ, καθένα δε από αυτά έλαβε ποσό άνω των 50 000 ευρώ.

–        8 μέλη του προσωπικού εισέπραξαν συλλογικά άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, καθένα δε από αυτά έλαβε ποσό άνω των 80 000 ευρώ.

–        1 άτομο, ή ενδεχομένως 2, εισέπραξε περί τις 300 000 ευρώ.

–        76 μέλη του προσωπικού, που ήδη έπασχαν από μόνιμη μερική αναπηρία, υπέστησαν και δεύτερο ατύχημα, συνεπαγόμενο πρόσθετη μόνιμη μερική αναπηρία.

–        30 % των δικαιούχων εισέπρατταν περισσότερα από ένα ποσά λόγω μόνιμης μερικής αναπηρίας.

–        10 % των δικαιούχων εισέπρατταν 3 ή περισσότερα ποσά (έως και 11) λόγω μόνιμης μερικής αναπηρίας.»

11      Υπογραμμίζοντας ότι οι συνθήκες εργασίας στον χώρο εργασίας της Ispra δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν έναν τέτοιο αριθμό ατυχημάτων και ότι υπήρχαν υπόνοιες όσον αφορά την ειλικρίνεια των δηλώσεων ατυχήματος, η έκθεση εσωτερικού ελέγχου του ΚΚΕρ κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαίο να ενημερωθεί η OLAF για τα πραγματικά αυτά περιστατικά και πρότεινε να γίνει σύγκριση μεταξύ της συχνότητας των δηλώσεων ατυχήματος που προέρχονταν από το προσωπικό του ΚΚΕρ που υπηρετούσε στην Ispra και της συχνότητας των δηλώσεων που προέρχονταν από το υπόλοιπο προσωπικό της Επιτροπής.

12      Στις 14 Οκτωβρίου 2002, βάσει της έκθεσης εσωτερικού ελέγχου του ΚΚΕρ, ο διευθυντής της OLAF αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1073/1999, τη διενέργεια εσωτερικής έρευνας λόγω «υπονοιών απάτης σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού κατά τη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Υγείας στο ΚΚΕρ της Ispra» (στο εξής: απόφαση διενέργειας της εσωτερικής έρευνας).

13      Στις 13 Ιανουαρίου 2003, ο πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου για το Περιβάλλον και τη Βιωσιμότητα (στο εξής: ΙΠΒ), που υπάγεται στο ΚΚΕρ, εξετάστηκε από τους υπαλλήλους της OLAF που ήταν επιφορτισμένοι με την εσωτερική έρευνα. Κατά την ακρόασή του, ανέφερε ότι, έχοντας λάβει ο ίδιος αποζημιώσεις μετά από πλείονα ατυχήματα που υπέστη στην ιδιωτική του ζωή από το 1997 έως το 2001, «είχε εκπλαγεί από την ευκολία με την οποία η Επιτροπή χορηγούσε αποζημιώσεις σε περίπτωση ατυχήματος», διευκρινίζοντας μάλιστα ότι, στο πλαίσιο ενός από τα ατυχήματα που είχε υποστεί, του έγινε πρόταση αποζημίωσης ενώ ο ίδιος δεν είχε κοινοποιήσει την έκθεση του ιατροδικαστή, οι δε «πόνοι που είχαν απομείνει μετά το ατύχημα αυτό δεν ήταν τόσο ισχυροί ώστε να δικαιολογούν αποζημίωση». Ο πρώην διευθυντής του ΙΠΒ διατύπωσε επίσης την ακόλουθη παρατήρηση:

«Μου φάνηκε ότι ο μηχανισμός [διαπίστωσης της ύπαρξης και του ποσοστού της μόνιμης μερικής αναπηρίας λόγω ατυχήματος] είναι πολύ επιπόλαιος σε σχέση με τα ατυχήματα που συμβαίνουν εντός ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τελικά υπάρχει ένας ιατροδικαστής που υπηρετεί επί πολλά έτη […], ο οποίος προτείνει το ποσοστό αναπηρίας. Κατά τη γνώμη μου, η εκτίμηση του ιατροδικαστή δεν εξεταζόταν σε βάθος από τον σύμβουλο-ιατρό. Θα ήταν εύκολο να διορθωθεί το πρόβλημα αυτό αντικαθιστώντας τον σύμβουλο-ιατρό από ιατρό μη τοπικής καταγωγής. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος διότι οι δύο αυτοί ιατροί είναι ουσιαστικά συνομήλικοι (περίπου εξήντα ετών), κατοικούν στην ίδια περιοχή και πρέπει προφανώς να γνωρίζονται μεταξύ τους.»

14      Μετά από αίτηση των επιφορτισμένων με την έρευνα υπαλλήλων της OLAF, η Διεύθυνση C της OLAF προέβη σε ανάλυση των ηλεκτρονικά καταχωρισμένων στοιχείων της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» σχετικά με τον αριθμό και το ποσό των επιστροφών εξόδων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ και διασταύρωσε αυτά τα στοιχεία με εκείνα που περιλαμβάνονταν στη βάση δεδομένων του λογιστικού συστήματος της Επιτροπής που ίσχυε πριν από το 1998. Βάσει αυτής της ανάλυσης, η OLAF διαπίστωσε ότι 42 υπάλληλοι του ΚΚΕρ της Ispra είχαν ο καθένας δηλώσει τουλάχιστον εννέα ατυχήματα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1986 έως τον Ιούλιο του 2003 και ότι οι περιπτώσεις αυτές, οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν, εκ πρώτης όψεως, ύποπτες, έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο περισσότερο εμπεριστατωμένης εξέτασης.

15      Με σημείωμα της 5ης Αυγούστου 2003 (στο εξής: σημείωμα της 5ης Αυγούστου 2003), ο γενικός διευθυντής της OLAF διαβίβασε, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του Varese (Ιταλία) πληροφορίες που είχαν συλλεγεί κατά τη διάρκεια της εσωτερικής έρευνας όσον αφορά πράξεις οι οποίες, κατά την OLAF, ήταν δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο ποινικής δίωξης (στο εξής: απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές). Στο σημείωμα αυτό επισυναπτόταν «ενημερωτικό σημείωμα» που είχαν συντάξει στις 23 Ιουλίου 2003 οι επιφορτισμένοι με την εσωτερική έρευνα υπάλληλοι (στο εξής: ενημερωτικό σημείωμα της 23ης Ιουλίου 2003) και στο οποίο διατυπώνονταν κατηγορίες κατά των 42 υπαλλήλων του ΚΚΕρ που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη. Στο σημείωμα της 5ης Αυγούστου 2003 επισυνάπτονταν επίσης τα πρακτικά της ακρόασης του πρώην διευθυντή του ΙΠΒ.

16      Μετά την παραλαβή των πληροφοριών που του διαβίβασε η OLAF με το σημείωμα της 5ης Αυγούστου 2003, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του Varese άρχισε έρευνα σχετικά με την ύπαρξη τυχόν ποινικών παραβάσεων.

17      Στις 7 Απριλίου 2004, η OLAF απηύθυνε στους προσφεύγοντες-ενάγοντες, οι οποίοι περιλαμβάνονταν μεταξύ των 42 υπαλλήλων που αφορούσε το ενημερωτικό σημείωμα της 23ης Ιουλίου 2003, την ακόλουθη επιστολή:

«Στις 14 Οκτωβρίου 2002, η OLAF κίνησε διαδικασία εσωτερικής έρευνας σχετικά με την εφαρμογή, στην Ispra, του καθεστώτος ασφάλισης κατά των κινδύνων ατυχήματος που προβλέπεται στο άρθρο 73 του ΚΥΚ. Η έρευνα επικεντρώθηκε στους υπαλλήλους που δήλωσαν περισσότερα από [εννέα] ατυχήματα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1986 έως τον Ιούλιο του 2003. Διαπιστώθηκε ότι περιλαμβάνεστε μεταξύ αυτών. Στις 5 Αυγούστου 2003, η OLAF διαβίβασε στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του Varese (Ιταλία) έκθεση με σκοπό την ενημέρωση της αρχής αυτής σχετικά με την πιθανή ύπαρξη παραβάσεων, οι οποίες, σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν, διώκονται ποινικώς. […]»

18      Κατά το χρονικό διάστημα από τις 11 έως τις 30 Ιουνίου 2004, κάθε προσφεύγων-ενάγων στην υπόθεση F‑5/05 υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90α του ΚΥΚ, στον διευθυντή της OLAF ένσταση κατά της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές. Επίσης κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 11ης και 30ής Ιουνίου 2004, υπέβαλαν έκαστος, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), διοικητική ένσταση κατά της προμνησθείσας απόφασης, παραπονούμενοι ότι η απόφαση αυτή δεν ήταν τυπικώς αιτιολογημένη ούτε βάσιμη και ότι έθιγε την υπόληψή τους, καθώς επίσης και αίτημα με το οποίο ζήτησαν από την Επιτροπή να τους παράσχει αρωγή δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

19      Με επιστολή της 9ης Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στην Επιτροπή στις 16 Ιουλίου 2004, η προσφεύγουσα-ενάγουσα στην υπόθεση F‑7/05 επίσης υπέβαλε ένσταση κατά της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές και ζήτησε από την Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση ύψους 500 000 ευρώ.

20      Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 16ης Ιουλίου 2004, ένας από τους προσφεύγοντες-ενάγοντες στην υπόθεση F‑5/05, ο Α. Violetti, ζήτησε από το ΚΚΕρ της Ispra να του επιτραπεί η πρόσβαση στον ιατρικό του φάκελο και, ειδικότερα, στα έγγραφα που είχαν σχέση με την εφαρμογή, στην περίπτωσή του, του άρθρου 73 του ΚΥΚ. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από την ιατρική υπηρεσία, με την αιτιολογία ότι τα έγγραφα αυτά είχαν σφραγιστεί από την OLAF και η πρόσβαση σ’ αυτά δεν ήταν δυνατή. Ανάλογες αιτήσεις υποβληθείσες από άλλους προσφεύγοντες-ενάγοντες στις υποθέσεις F‑5/05 και F‑7/05 επίσης απορρίφθηκαν.

21      Στις 20 Αυγούστου 2004, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του Varese ζήτησε από την Επιτροπή την άρση της υποχρέωσης τήρησης απορρήτου καθώς και την άρση της ασυλίας για ορισμένους από τους υπαλλήλους που αναφέρονταν στο ενημερωτικό σημείωμα της 23ης Ιουλίου 2003. Η Επιτροπή έκανε δεκτό το αίτημα αυτό στις 28 Σεπτεμβρίου 2004.

22      Δεδομένου ότι η OLAF δεν απάντησε εντός της τετράμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ στις ενστάσεις που της είχαν υποβάλει οι προσφεύγοντες-ενάγοντες, οι ενστάσεις αυτές απορρίφθηκαν σιωπηρώς.

23      Με αποφάσεις που εξέδωσε στις 15, 21 και 28 Οκτωβρίου 2004, η ΑΔΑ απέρριψε τις διοικητικές ενστάσεις που είχαν υποβάλει οι προσφεύγοντες-ενάγοντες στην υπόθεση F‑5/05, με την αιτιολογία ότι «δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να σχολιάζει τις δραστηριότητες τις οποίες αναπτύσσει η OLAF κατά την άσκηση των καθηκόντων της». Ομοίως, οι αιτήσεις περί παροχής, εκ μέρους της Επιτροπής, της αρωγής που προβλέπει το άρθρο 24 του ΚΥΚ απορρίφθηκαν, καθόσον η ΑΔΑ έκρινε ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν υποστεί απειλή, εξύβριση, προσβολή ή απόπειρα λόγω της ιδιότητάς τους ή των καθηκόντων τους και ότι η έρευνα της OLAF διεξαγόταν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

24      Στις 25 Νοεμβρίου 2004, η OLAF, κατά το πέρας της εσωτερικής έρευνας, κατάρτισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1073/1999, έκθεση αναφέρουσα τα διαπιστωθέντα περιστατικά, την οικονομική ζημία που υπέστησαν οι Κοινότητες και τα συμπεράσματα της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων του διευθυντή της OLAF για τη συνέχεια που θα έπρεπε να δοθεί στην έρευνα αυτή (στο εξής: τελική έκθεση της έρευνας). Η εν λόγω έκθεση απεστάλη στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής, στους γενικούς διευθυντές της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση» και του ΚΚΕρ, καθώς και στον διευθυντή της υπηρεσίας «Διαχείριση και εκκαθάριση των ατομικών δικαιωμάτων».

25      Στην τελική έκθεση της έρευνας αναφέρεται ότι το προσωπικό του ΚΚΕρ της Ispra είχε δηλώσει τριπλάσια ή τετραπλάσια ατυχήματα από το λοιπό προσωπικό της Επιτροπής που υπηρετούσε σε άλλους τόπους εργασίας και ότι η πιθανότητα να οδηγήσουν οι δηλώσεις αυτές στην αναγνώριση μόνιμης μερικής αναπηρίας ήταν διπλάσια έως τριπλάσια στο ΚΕΕρ της Ispra απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Επιτροπή. Τονιζόταν επίσης ότι ορισμένοι από τους 42 υπαλλήλους στους οποίους αναφερόταν το ενημερωτικό σημείωμα της 23ης Ιουλίου 2003 είχαν επιτύχει την καταβολή σημαντικών ποσών αφού είχαν δηλώσει διάφορα ατυχήματα ήσσονος, ωστόσο, σημασίας. Η τελική έκθεση της έρευνας παρατηρούσε, ωστόσο, ότι οι διερευνήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της εσωτερικής έρευνας, καίτοι είχαν αποκαλύψει την ύπαρξη αδυναμιών όσον αφορά την παρέμβαση του ιατρού που είχε ορίσει η Επιτροπή για να γνωμοδοτεί σχετικά με το ποσοστό μόνιμης αναπηρίας, δεν είχαν επιτρέψει να διαπιστωθεί, λόγω της καθαρά διοικητικής φύσης της έρευνας, η ύπαρξη δολίων δηλώσεων ατυχήματος, και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, στις ιταλικές δικαστικές αρχές εναπέκειτο να απαντήσουν στο ερώτημα κατά πόσον οι εν λόγω 42 υπάλληλοι είχαν όντως διαπράξει ποινικά αδικήματα. Εξάλλου, η τελική έκθεση της έρευνας δεν πρότεινε την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας κατά των εν λόγω υπαλλήλων.

26      Στις 21 Φεβρουαρίου 2005, η OLAF απέρριψε ρητώς τις ενστάσεις που είχαν υποβάλει οι προσφεύγοντες-ενάγοντες στην υπόθεση F‑5/05.

27      Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του Varese διέταξε ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη για το σύνολο των ατυχημάτων που είχαν δηλώσει οι 42 υπάλληλοι τους οποίους αφορούσε το ενημερωτικό σημείωμα της 23ης Ιουλίου 2003 (στο εξής: ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη). Κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα, η OLAF τού διαβίβασε, στις 15 Απριλίου 2005, τα αντίγραφα των αναγκαίων για την εν λόγω πραγματογνωμοσύνη εγγράφων.

28      Στις 15 Ιουνίου 2005, η ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ιατρικής φύσεως στοιχεία δεν ήταν επαρκή προς διαπίστωση της ύπαρξης δολίων δηλώσεων ατυχήματος. Κατά συνέπεια, κατόπιν εισηγήσεως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του Varese, o αρμόδιος για την προκαταρκτική εξέταση δικαστής του πλημμελειοδικείου του Varese αποφάσισε, στις 12 Ιουλίου 2005, να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.

29      Με σημειώματα της 9ης Οκτωβρίου 2006, η OLAF ενημέρωσε τους προσφεύγοντες σχετικά με τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30      Η προσφυγή-αγωγή F‑5/05 πρωτοκολλήθηκε αρχικά στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Ιανουαρίου 2005 με αριθμό υπόθεσης T‑22/05.

31      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες (στο εξής: προσφεύγοντες και, προκειμένου για το αίτημα αποζημίωσης, ενάγοντες) ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να διατάξει την προσκόμιση όλων των φακέλων που αφορούν τους προσφεύγοντες και οι οποίοι σφραγίστηκαν από την OLAF·

–        να διατάξει την προσκόμιση της τελικής έκθεσης της έρευνας·

–        να ακυρώσει την έρευνα που διεξήχθη σε βάρος των προσφευγόντων·

–        να ακυρώσει το σημείωμα της OLAF που περιέχει «κοινοποίηση της έρευνας και ενημέρωση των ιταλικών δικαστικών αρχών»·

–        να ακυρώσει την έκθεση περί της έρευνας η οποία διαβιβάστηκε στις ιταλικές δικαστικές αρχές·

–        να ακυρώσει «κάθε πράξη συνακόλουθη και/ή σχετική των αποφάσεων αυτών που θα εκδοθεί μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής»·

–        να υποχρεώσει την OLAF και την Επιτροπή να καταβάλουν αποζημίωση, εκτιμώμενη, κατά δίκαιη κρίση, σε 30 000 ευρώ για κάθε έναν από τους ενάγοντες, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος αύξησης και/ή μείωσης του ποσού αυτού κατά τη διάρκεια της δίκης·

–        να καταδικάσει, εν πάση περιπτώσει, την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων και της αμοιβής του δικηγόρου τον οποίο συμβουλεύθηκαν οι προσφεύγοντες προς τον σκοπό της άσκησης της παρούσας προσφυγής.

32      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Απριλίου 2005, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής-αγωγής T‑22/05, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 1, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, που ίσχυε κατ’ αναλογία για το Δικαστήριο ΔΔ δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της απόφασης 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), έως την έναρξη της ισχύος του κανονισμού Διαδικασίας του τελευταίου.

33      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη·

–        να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.

34      Η προσφυγή-αγωγή F‑7/05 πρωτοκολλήθηκε αρχικά στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Φεβρουαρίου 2005 με αριθμό υπόθεσης T‑84/05.

35      Η προφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα και, προκειμένου για το αίτημα αποζημίωσης, ενάγουσα) ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να διατάξει την προσκόμιση όλων των φακέλων που αφορούν την προσφεύγουσα και οι οποίοι σφραγίστηκαν από την OLAF·

–        να διατάξει την προσκόμιση της τελικής έκθεσης της έρευνας·

–        να ακυρώσει την έρευνα που διεξήχθη σε βάρος της προσφεύγουσας·

–        να ακυρώσει το σημείωμα της OLAF που περιέχει «κοινοποίηση της έρευνας και ενημέρωση των ιταλικών δικαστικών αρχών»·

–        να ακυρώσει την έκθεση περί της έρευνας η οποία διαβιβάστηκε στις ιταλικές δικαστικές αρχές·

–        να ακυρώσει κάθε πράξη συνακόλουθη και/ή σχετική των αποφάσεων αυτών που θα εκδοθεί μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής·

–        να υποχρεώσει την OLAF και την Επιτροπή να καταβάλουν αποζημίωση, εκτιμώμενη, κατά δίκαιη κρίση, σε 30 000 ευρώ, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος αύξησης και/ή μείωσης του ποσού αυτού κατά τη διάρκεια της δίκης·

–        να καταδικάσει, εν πάση περιπτώσει, την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων και της αμοιβής του δικηγόρου τον οποίο συμβουλεύθηκε η προσφεύγουσα προς τον σκοπό της άσκησης της παρούσας προσφυγής.

36      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Απριλίου 2005, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής-αγωγής T-84/05, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 1, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.

37      Με διάταξη της 3ης Μαΐου 2005 του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου, οι υποθέσεις T‑22/05 και T‑84/05 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 50 του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

38      Με επιστολές της 31ης Μαΐου 2005 που περιήλθαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αυθημερόν με τηλεομοιοτυπία (τα πρωτότυπα κατατέθηκαν στις 2 Ιουνίου 2005), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε να παρέμβει στις υποθέσεις T‑22/05 και T‑84/05 υπέρ της Επιτροπής.

39      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Ιουνίου 2005, οι προσφεύγοντες διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

40      Με διάταξη της 13ης Ιουλίου 2005 του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου, επιτράπηκε στο Συμβούλιο να παρέμβει στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑22/05 και T‑84/05 υπέρ της Επιτροπής.

41      Με υπόμνημα παρεμβάσεως που αφορούσε αποκλειστικά το ζήτημα του παραδεκτού των συνεκδικαζομένων προσφυγών T-22/05 και T-84/05 και περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Σεπτεμβρίου 2005 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2005), το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές ως απαράδεκτες·

–        να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.

42      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, της απόφασης 2004/752, παρέπεμψε τις υποθέσεις T‑22/05 και T‑84/05 ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Οι προσφυγές πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με αριθμό υπόθεσης, αντιστοίχως, F‑5/05 και F‑7/05.

43      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 20 Δεκεμβρίου 2005, οι προσφεύγοντες διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως που κατέθεσε το Συμβούλιο στις υποθέσεις F‑5/05 και F‑7/05.

44      Με διάταξη του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ της 21ης Μαρτίου 2006, ορίστηκε ότι οι ενστάσεις απαραδέκτου που προβλήθηκαν στις υποθέσεις F‑5/05 και F‑7/05 θα εξεταστούν μαζί με την ουσία των υποθέσεων.

45      Με το υπόμνημα αντικρούσεως που περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Ιουνίου 2006 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε αυθημερόν), η Επιτροπή, εμμένοντας στα αιτήματά της περί απαραδέκτου των προσφυγών-αγωγών στο σύνολό τους, ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να κρίνει τις προσφυγές-αγωγές αβάσιμες·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

46      Με το υπόμνημα παρεμβάσεως επί της ουσίας, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 20 Ιουνίου 2006 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 22 Ιουνίου 2006), το Συμβούλιο, εμμένοντας στα αιτήματά του περί απαραδέκτου των προσφυγών-αγωγών στο σύνολό τους, ζητεί επικουρικώς από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να κρίνει τις προσφυγές-αγωγές αβάσιμες·

–        να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.

47      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 30 Ιουνίου 2006, ο L. Verheyden, πρώην υπάλληλος, άσκησε προσφυγή, πρωτοκολληθείσα με αριθμό υπόθεσης F‑72/06, με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της απόφασης για τη διενέργεια εσωτερικής έρευνας καθώς και την ακύρωση της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές.

48      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 10 Ιουλίου 2006, οι προσφεύγοντες διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως που υπέβαλε το Συμβούλιο ως προς την ουσία της υπόθεσης.

49      Δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και δ΄, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο ΔΔ έθεσε ερωτήσεις στους κύριους διαδίκους και ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ιατρικούς και διοικητικούς φακέλους που αφορούσαν τα ατυχήματα που είχαν υποστεί οι προσφεύγοντες κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1986 έως τον Ιούλιο του 2003, την τελική έκθεση της έρευνας και κάθε άλλο έγγραφο της Επιτροπής, και ειδικότερα της OLAF, σχετικό με την έρευνα. Οι διάδικοι και η Επιτροπή ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα του Δικαστηρίου ΔΔ.

50      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ της 13ης Ιουνίου 2007, οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις F‑5/05 και F‑7/05 ενώθηκαν με την υπόθεση F‑72/06 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

51      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 3 Ιουλίου 2007, οι προσφεύγοντες δήλωσαν ότι τα αιτήματά τους σχετικά με την προσκόμιση της τελικής έκθεσης της έρευνας καθώς και των ιατρικών τους φακέλων είχαν καταστεί άνευ αντικειμένου.

52      Με διατάξεις του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ της 2ας Αυγούστου 2007, η προφορική διαδικασία στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις F‑5/05 και F‑7/05 καθώς και η προφορική διαδικασία στην υπόθεση F‑72/06 επαναλήφθηκαν.

53      Δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχεία γ΄ και δ΄, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε την Επιτροπή και το Συμβούλιο να προσκομίσουν τις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 90α του ΚΥΚ και να προσδιορίσουν ποιες πράξεις της OLAF συνιστούσαν, κατά τη γνώμη τους, βλαπτικές πράξεις και μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διοικητικής ένστασης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90α του ΚΥΚ. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο ανταποκρίθηκαν στο αίτημα του Δικαστηρίου ΔΔ.

54      Οι προσφεύγοντες διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους επί των απαντήσεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου στα μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη.

 Σκεπτικό

 Επί του περιεχομένου της διαφοράς

55      Πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες ζητούν κατ’ ουσίαν:

–        την ακύρωση της απόφασης για διενέργεια εσωτερικής έρευνας·

–        την ακύρωση των ενεργειών έρευνας που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της εσωτερικής έρευνας (στο εξής: ενέργειες έρευνας της OLAF)·

–        την ακύρωση της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές·

–        την ακύρωση της τελικής έκθεσης της έρευνας·

–        την ακύρωση «κάθε πράξη[ς] συνακόλουθη[ς] και/ή σχετική[ς] των αποφάσεων αυτών που θα εκδοθεί μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής»·

–        να υποχρεωθεί η Επιτροπή να τους καταβάλει αποζημίωση.

 Επί των αιτημάτων με τα οποία ζητείται η ακύρωση της απόφασης για τη διενέργεια εσωτερικής έρευνας, των ενεργειών έρευνας της OLAF και της τελικής έκθεσης της έρευνας

56      Από το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προκύπτει ότι μια προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον αν έχει προηγουμένως υποβληθεί στη διοίκηση ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, εντός της προβλεπομένης στη διάταξη αυτή προθεσμίας, και αν η ένσταση αυτή έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής απόφασης.

57      Εν προκειμένω, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η μόνη πράξη την οποία αμφισβήτησαν οι προσφεύγοντες με τις ενστάσεις που υπέβαλαν στον διευθυντή της OLAF είναι η απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές. Συνεπώς, τα αιτήματα με τα οποία ζητείται η ακύρωση της απόφασης για τη διενέργεια εσωτερικής έρευνας, των ενεργειών έρευνας της OLAF και της τελικής έκθεσης της έρευνας, σχετικά με τα οποία δεν υποβλήθηκε προηγουμένως καμία ένσταση, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα έστω και αν οι πράξεις αυτές συνιστούν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, βλαπτικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 90α του ΚΥΚ.

 Επί του αιτήματος ακύρωσης «κάθε πράξη[ς] συνακόλουθη[ς] και/ή σχετική[ς] των αποφάσεων αυτών που θα εκδοθεί μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής»

58      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση, καθώς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι επαρκώς σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία.

59      Εν προκειμένω, τα ανωτέρω αιτήματα δεν επιτρέπουν τον σαφή προσδιορισμό της πράξης ή των πράξεων των οποίων ζητείται η ακύρωση και πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

 Επί του αιτήματος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές

 Επί του παραδεκτού

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο ζητούν από το Δικαστήριο ΔΔ να απορρίψει ως απαράδεκτο το ως άνω αίτημα, για τον λόγο ότι μια απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις εθνικές δικαστικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 (στο εξής: απόφαση λαμβανόμενη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999) δεν συνιστά, όπως έχουν κρίνει στο παρελθόν τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα, βλαπτική πράξη. Υπογραμμίζουν ότι απόφαση αυτής της φύσης δεν αποτελεί παρά προπαρασκευαστικό μέτρο μιας τελικής απόφασης την οποία οι εθνικές δικαστικές ή διοικητικές αρχές ενδέχεται να λάβουν, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές είναι ελεύθερες να αποφασίσουν για τη συνέχεια που θα δοθεί στην πράξη αυτή καθόσον είναι οι μόνες αρχές που μπορούν να εκδώσουν αποφάσεις ικανές να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση του προσώπου το οποίο αφορά η πράξη [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 2005, C‑521/04 P(R), Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑3103· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2003, T‑215/02, Gómez Reino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑345 και II‑1685, και της 13ης Ιουλίου 2004, T‑29/03, Comunidad Autónoma de Andalucía κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2923· διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 2004, T‑193/04 R, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3575· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1173, και της 4ης Οκτωβρίου 2006, T‑193/04, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3995].

61      Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν την άποψη της Επιτροπής και του Συμβουλίου. Αφού υπενθυμίζουν ότι το άρθρο 90α του ΚΥΚ θεσπίστηκε με σκοπό να δοθεί στον κοινοτικό δικαστή η δυνατότητα να ελέγχει τις πράξεις τις οποίες διενεργεί η OLAF στο πλαίσιο των ερευνών της, υποστηρίζουν ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, η απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές προσέβαλε, σε δυσανάλογο βαθμό, ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματά τους, όπως το δικαίωμα άμυνας, το δικαίωμα σε κατ’ αντιμωλία εξέταση των ενοχοποιητικών και απαλλακτικών στοιχείων, τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, και, ως εκ τούτου, μετέβαλε κατά τρόπο σαφή τη νομική τους κατάσταση. Επίσης, υποστηρίζουν ότι η απόφαση αυτή συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 90α του ΚΥΚ.

62      Οι προσφεύγοντες προσθέτουν, όσον αφορά τη νομολογία την οποία επικαλούνται η Επιτροπή και το Συμβούλιο, ότι η νομολογία αυτή δεν είναι κρίσιμη εν προκειμένω, καθόσον αφορά υποθέσεις προγενέστερες της προσθήκης του άρθρου 90α στον ΚΥΚ. Εν πάση περιπτώσει, η νομολογία αυτή, αν επιβεβαιωθεί στην προκειμένη περίπτωση, θα οδηγήσει σε παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, την οποία καθιερώνουν τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

63      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο απορρίπτουν το επιχείρημα ότι η νομολογία που παραθέτουν δεν είναι κρίσιμη. Υπογραμμίζουν ότι, ακόμα και πριν από τη θέσπιση του άρθρου 90α του ΚΥΚ, υπήρχε διάταξη σχεδόν πανομοιότυπη με το άρθρο αυτό, ήτοι το άρθρο 14 του κανονισμού 1073/1999, που επέτρεπε στους υπαλλήλους να αμφισβητήσουν, μέσω προσφυγής ακυρώσεως, τις πράξεις της OLAF που έθιγαν τα συμφέροντά τους. Όμως, παρά την ύπαρξη της διάταξης αυτής, η κοινοτική νομολογία παγίως αρνούνταν να θεωρήσει ως βλαπτικές πράξεις τις αποφάσεις που λαμβάνονταν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999.

64      Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα περί παραβίασης, στην περίπτωση μη χαρακτηρισμού ως βλαπτικής πράξης της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές, της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα τα οποία αφορά απόφαση λαμβανόμενη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 διαθέτουν πάντοτε τη δυνατότητα να ζητήσουν από το εθνικό δικαστήριο να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με το κύρος της απόφασης αυτής. Ομοίως, τα πρόσωπα αυτά έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να ασκήσουν ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων αγωγή αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας που τυχόν προξένησε η πράξη διαβίβασης.

65      Οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν ότι το άρθρο 90α του ΚΥΚ επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το άρθρο 14 του κανονισμού 1073/1999, δεν δέχονται, ωστόσο, τη συλλογιστική της Επιτροπής και του Συμβουλίου σύμφωνα με την οποία ικανή να θίξει τα συμφέροντά τους πράξη είναι μόνον η τελική απόφαση την οποία η ΑΔΑ ή το εθνικό ποινικό δικαστήριο ενδέχεται να εκδώσουν βάσει των αποτελεσμάτων της εσωτερικής έρευνας.

66      Απαντώντας, στο πλαίσιο μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, στο ερώτημα ποιες πράξεις της OLAF είναι, κατά τη γνώμη τους, ικανές να αποτελέσουν αντικείμενο ένστασης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90α του ΚΥΚ και συνακόλουθης προσφυγής, η Επιτροπή και το Συμβούλιο αναφέρουν ότι πρόκειται για πράξεις τις οποίες διενεργεί η OLAF στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας και παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού που δεν αφορούν οι αιτιάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας. Αυτό ισχύει ειδικότερα όσον αφορά την έρευνα των προσωπικών αντικειμένων με την πρόσβαση στο γραφείο ξένου προς την έρευνα υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, την κατάσχεση τέτοιων προσωπικών αντικειμένων, την ανάκριση ξένου προς την έρευνα υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού κατά τη διάρκεια της οποίας η OLAF έκανε χρήση παρανόμων μεθόδων, ή ακόμα την κρυφή ακρόαση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ξένου προς την έρευνα υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού. Πράγματι, τέτοιες ενέργειες έρευνας δεν μπορούν να θεωρηθούν, όσον αφορά τους τρίτους, ως πράξεις προπαρασκευαστικές μιας τελικής απόφασης της διοίκησης κατά της οποίας είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, δεδομένου ότι η έκθεση έρευνας που πρόκειται να καταρτιστεί δεν θα μπορεί να διατυπώσει κατηγορίες κατά του ξένου προς την έρευνα υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού. Συνεπώς, ο τελευταίος δεν διαθέτει καμία περαιτέρω δυνατότητα να προσβάλει παρεμπιπτόντως στις πράξεις που διενέργησε η OLAF έναντι αυτού και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να μπορεί να τις αμφισβητήσει απευθείας ώστε να του παρέχεται δικαστική προστασία των δικαιωμάτων του.

67      Όσον αφορά, αντιθέτως, το κατά πόσον πράξεις της φύσης που περιγράφεται ανωτέρω, αλλά ληφθείσες έναντι του υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού που αφορούν οι αιτιάσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας, θα μπορούσαν να θεωρηθούν βλαπτικές πράξεις, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι ο χαρακτηρισμός αυτός θα μπορούσε, κατ’ εξαίρεση, να δοθεί στις εν λόγω πράξεις, υπό τον όρο ότι διακρίνονται αυστηρώς από κάθε άλλη πράξη της έρευνας που απλώς προετοιμάζει τα πορίσματα της OLAF και κατά της οποίας ο προσήκων τρόπος προσφυγής θα συνίστατο στο να προσβληθεί η πράξη αυτή παρεμπιπτόντως. Κατά την Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν συντρέχει καμία από τις δύο εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, καθόσον οι προσφεύγοντες δεν διατείνονται ότι υπήρξαν αντικείμενο πράξης της φύσης αυτών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βλαπτικές πράξεις.

68      Οι προσφεύγοντες δηλώνουν ότι δεν μπορούν να συμμεριστούν την άποψη της Επιτροπής και του Συμβουλίου ότι πρέπει να επιφυλάσσεται ευνοϊκότερη μεταχείριση, σε σχέση προς τους υπαλλήλους ή τα μέλη του λοιπού προσωπικού έναντι των οποίων διεξάγεται εσωτερική έρευνα, στους ξένους προς την έρευνα υπαλλήλους ή μέλη του λοιπού προσωπικού. Η άποψη αυτή, πέραν του ότι εισάγει διακρίσεις, είναι και εσφαλμένη, λαμβανομένου υπόψη του ίδιου του σκοπού του άρθρου 90α του ΚΥΚ, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της δέκατης αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού 1073/1999, που προβλέπει ρητώς ότι οι έρευνες πρέπει να διεξάγονται τηρουμένων των διατάξεων του ΚΥΚ καθώς και με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και ιδίως του δικαιώματος του εμπλεκομένου να εκφραστεί για τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν και του δικαιώματος να βασίζονται τα συμπεράσματα μιας έρευνας μόνο σε στοιχεία έχοντα αποδεικτική αξία.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

69      Πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι, κατόπιν της ιδρύσεως της OLAF με την απόφαση 1999/352, ο κοινοτικός νομοθέτης, προς τον σκοπό της υπαγωγής των δραστηριοτήτων της υπηρεσίας αυτής σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, προέβλεψε, στο άρθρο 14 του κανονισμού 1073/1999, ότι, «[μ]έχρι να τροποποιηθεί ο [ΚΥΚ], κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [θα] μπορεί να υποβάλει στον διευθυντή της Υπηρεσίας ένσταση κατά πράξης που θίγει τα συμφέροντά του, η οποία πραγματοποιήθηκε από την Υπηρεσία στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του [ΚΥΚ]» και ότι «[τ]ο άρθρο 91 του [ΚΥΚ] [θα] εφαρμόζεται στις αποφάσεις που λαμβάνονται για τις εν λόγω ενστάσεις». Στη συνέχεια, ο κανονισμός 723/2004 καθιέρωσε τη δυνατότητα των υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού να ζητούν την ακύρωση ορισμένων πράξεων της OLAF ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων, προσθέτοντας στον ΚΥΚ το άρθρο 90α, η δεύτερη περίοδος του οποίου προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον ΚΥΚ μπορεί «να υποβάλει στον διευθυντή της OLAF αίτημα, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, κατά πράξεως σχετικής με έρευνα της OLAF, η οποία επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντά του».

70      Τίθεται, συνεπώς, το ζήτημα, που δεν έχει αντιμετωπιστεί μέχρι σήμερα από την κοινοτική νομολογία, κατά πόσον η απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 συνιστά βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 90α του ΚΥΚ.

71      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 90α του ΚΥΚ θεσπίστηκαν από τον κοινοτικό νομοθέτη το 2004 με σκοπό τη διασφάλιση της δικαστικής προστασίας των προσώπων που υπόκεινται στον ΚΥΚ. Λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης τόσο ρητής και πρόσφατης εξουσιοδότησης στον ΚΥΚ, το Δικαστήριο ΔΔ, στον ειδικό τομέα αρμοδιότητάς του, δεν μπορεί να μην ανταποκριθεί στην ευθύνη που του αναγνωρίζει κατά τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης.

72      Περαιτέρω, οι διατάξεις αυτές αποτελούν συνακόλουθο των νέων αρμοδιοτήτων που απένειμε ο νομοθέτης στην OLAF εκδίδοντας τον κανονισμό 723/2004, είτε στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, με το άρθρο 22α του ΚΥΚ, είτε στον πειθαρχικό τομέα, με τις διατάξεις του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Το άρθρο 90α αντικατοπτρίζει, συνεπώς, τη μέριμνα του νομοθέτη να συνοδεύσει την ενίσχυση του ρόλου της OLAF με τις προσήκουσες εγγυήσεις δικαστικής προστασίας.

73      Εξάλλου, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. Ι-6351, σκέψη 335). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες επικαλούνταν τα δικαιώματα άμυνας και, ειδικότερα, το δικαίωμα ακροάσεως, ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος πρέπει ιδίως να αφορά τη νομιμότητα της αιτιολογίας της βλαπτικής πράξης, συνεπάγεται ότι η οικεία κοινοτική αρχή οφείλει να γνωστοποιήσει την αιτιολογία αυτή στα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης αυτής είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατό μετά την έκδοση της απόφασης, ώστε να παρασχεθεί στα πρόσωπα αυτά η δυνατότητα να ασκήσουν εμπροθέσμως το δικαίωμά τους για προσφυγή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 336).

74      Εφόσον ακριβώς τον σεβασμό του δικαιώματος ακροάσεως επικαλούνται οι προσφεύγοντες στην υπό κρίση διαφορά προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους σχετικά με την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να τονιστεί ότι ένας υπάλληλος δεν δικαιούται τέτοια εξασφάλιση αν, προτού η περίπτωσή του υποβληθεί στην κρίση του εθνικού ποινικού δικαστηρίου με την απόφαση που ελήφθη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, ο κοινοτικός δικαστής δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει ότι έχει ακουσθεί προηγουμένως ο ενδιαφερόμενος ή αν η OLAF τήρησε όντως τις διατάξεις του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396, που προβλέπουν ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναβληθεί. Ο έλεγχος αυτός, εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή, της απόφασης που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 είναι ιδιαίτερα σημαντικός σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας, ιδίως καθόσον η OLAF έχει τη δυνατότητα, αν ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής τής το επιτρέψει, να αναβάλει την υποχρέωσή της να ακούσει τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων, ενδεχομένως, επί μακρό χρονικό διάστημα.

75      Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι απόφαση λαμβανόμενη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των ενδιαφερομένων προσώπων. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 43 του ΚΥΚ, «η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία». Όμως, όταν η OLAF εκτιμά ότι οι πράξεις που διαπράχθηκαν από υπάλληλο μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ποινικής δίωξης και, για τον λόγο αυτόν, διαβιβάζει πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές, το γεγονός αυτό, το οποίο ανακοινώνεται συνήθως στην ΑΔΑ από την ίδια την OLAF ή από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όταν, παραδείγματος χάριν, αυτός εξετάζεται ως μάρτυρας από το εθνικό δικαστήριο, είναι ικανό να επηρεάσει την αξιολόγηση του υπαλλήλου αυτού εκ μέρους της διοίκησης στο πλαίσιο της διαδικασίας βαθμολόγησης, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά του υπαλλήλου στην υπηρεσία.

76      Επιπλέον, η φύση της δικαστικής προστασίας που εξασφαλίζεται στα πρόσωπα που εμπλέκονται σε έρευνα της OLAF μεταβάλλεται όταν ο διευθυντής της OLAF λαμβάνει απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999. Πράγματι, αν, πριν ληφθεί μια τέτοια απόφαση, τα πρόσωπα αυτά απολαύουν, ενδεχομένως, δικαστικής προστασίας εκ μέρους των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων έναντι τυχόν προσβολών των δικαιωμάτων τους, η προστασία αυτή, μετά τη λήψη της απόφασης, εξασφαλίζεται από τις εθνικές δικαστικές αρχές που έχουν λάβει από την OLAF τις πληροφορίες που συνελέγησαν στο πλαίσιο της εσωτερικής έρευνας.

77      Λαμβανομένων υπόψη των ενδεχομένων συνεπειών τους, δύσκολα μπορεί να μην αναγνωριστεί στις αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 η ιδιότητα της βλαπτικής πράξης κατά την έννοια του άρθρου 90α του ΚΥΚ, ενώ ο ίδιος ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε τη ανάγκη πλαισίωσης των εσωτερικών ερευνών της OLAF από αυστηρές διαδικαστικές εγγυήσεις και, ειδικότερα, την ανάγκη υπαγωγής των σημαντικότερων πράξεων τις οποίες εκδίδει η OLAF στο πλαίσιο αυτών των ερευνών –μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται αναγκαστικά, δεδομένου του περιεχομένου τους, οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999– στην υποχρέωση τήρησης της θεμελιώδους αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Πράγματι, ο κανονισμός 1073/1999, αφού αναφέρει, στη δέκατη αιτιολογική σκέψη του, ότι οι έρευνες της OLAF πρέπει να διεξάγονται «με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και ιδίως της αρχής της ισότητας, του δικαιώματος του ενδιαφερομένου ατόμου να εκφραστεί για τα γεγονότα που το αφορούν και του δικαιώματος σύμφωνα με το οποίο τα συμπεράσματα μιας έρευνας πρέπει να βασίζονται μόνο σε στοιχεία με αποδεικτική αξία», προβλέπει, στο άρθρο 4, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, ότι κάθε θεσμικό όργανο, άλλο όργανο ή οργανισμός που έχει συσταθεί από τις Συνθήκες ή βάσει αυτών θεσπίζει κανόνες σχετικούς με την «εγγύηση των δικαιωμάτων των ατόμων που αφορά η εσωτερική έρευνα».

78      Αν το Δικαστήριο ΔΔ δεν ασκούσε αυτόν τον έλεγχο όσον αφορά τη νομιμότητα της απόφασης που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, ενώ μόνον αυτό έχει τη δυνατότητα να το πράξει εγκαίρως προκειμένου για απόφαση αφορώσα πρόσωπο υπαγόμενο στον ΚΥΚ, δεν θα διαπιστωνόταν η τυχόν παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 1073/1999 που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Πράγματι, το εθνικό δικαστήριο θα εξακολουθούσε να έχει στη διάθεσή του τις πληροφορίες που του διαβίβασε η OLAF ενώ η διαπίστωση αυτής της έλλειψης νομιμότητας εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή λόγω μη σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε τέτοιες πληροφορίες. Το Δικαστήριο έχει, εξάλλου, κρίνει ότι ο μη σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας εκ μέρους της OLAF συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου εφαρμοστέου στη διαδικασία έρευνας [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 2003, C-471/02 P(R), Gómez-Reino κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑3207, σκέψη 64].

79      Εξάλλου, αν, όπως καταδεικνύουν τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, η OLAF δεν έχει λάβει ούτε ζητήσει καμία άδεια εκ μέρους του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396, χωρίς ο κοινοτικός δικαστής να μπορεί να διαπιστώσει αυτή την παρατυπία, ο υπάλληλος θα αποτελεί, εν αγνοία του, αντικείμενο διαδικασιών που τον αφορούσαν άμεσα επί χρονικό διάστημα πολλών μηνών. Το ότι η υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου μπορεί να αναβληθεί και ότι ο ενδιαφερόμενος ενδέχεται έτσι να μην μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματά του ενώπιον δικαστηρίου, είτε κοινοτικού είτε εθνικού, δικαιολογεί κατά μείζονα λόγο το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως βάλλουσας άμεσα κατά της απόφασης που έχει ληφθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999. Στο πλαίσιο αυτό, οι διαδικαστικές εγγυήσεις που ισχύουν ενώπιον του εθνικού δικαστή δεν μπορούν στην πραγματικότητα να εφαρμοστούν επί όσο χρονικό διάστημα ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δεν έχει ενημερωθεί για τη σε βάρος του ποινική έρευνα. Επιπλέον, μόνον ο δικαστικός έλεγχος που ασκείται κατά το στάδιο της έκδοσης της απόφασης που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 είναι ικανός να εξασφαλίσει εγκαίρως τον σεβασμό των προνομιών του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής, μόνης αρχής ανεξάρτητης της OLAF που έχει την εξουσία να ασκήσει κάποιο δικαίωμα εποπτείας στη διεξαγόμενη έρευνα, προκειμένου να αποφασιστεί αν θα διατηρηθεί το απόρρητο της έρευνας πριν από την υποβολή της υπόθεσης στις εθνικές δικαστικές αρχές.

80      Εξάλλου, για να είναι αποτελεσματικός, ο δικαστικός έλεγχος πράξης όπως η απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 δεν μπορεί να ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως. Ασφαλώς, η αγωγή αποζημιώσεως παρέχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να επιτύχει την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη εξ αιτίας έρευνας της OLAF (βλ. προμνησθείσα απόφαση Camós Grau κατά Επιτροπής). Εντούτοις, μια τέτοια αγωγή, αφενός, συνεπάγεται για τον κοινοτικό υπάλληλο μια προδικαστική διαδικασία σε δύο στάδια, η οποία μπορεί να καταλήξει σε σχετικά μακρά ένδικη διαδικασία, και, αφετέρου, δεν επιτρέπει την εξασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας κατά τον χρόνο που αυτά ενδέχεται να προσβληθούν.

81      Το Δικαστήριο ΔΔ υπογραμμίζει συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, η αποτελεσματική δικαστική προστασία προϋποθέτει ότι ο διοικούμενος του οποίου τα συμφέροντα εθίγησαν από βλαπτική πράξη μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη λήψη προσωρινών μέτρων προστασίας, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Όμως, αίτηση αποσκοπούσα στην αναστολή της εκτέλεσης μιας τέτοιας πράξης είναι παραδεκτή, δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 1, του κανονισμού Διαδικασίας, μόνον αν ο αιτών έχει προσβάλει την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Συνεπώς, η αναγνώριση του δικαιώματος άσκησης προσφυγής απευθείας κατά της απόφασης που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, αν έχει λάβει γνώση των συμπερασμάτων της έρευνας, να επιτύχει, ενδεχομένως, αν πληροί τις προς τούτο απαιτούμενες προϋποθέσεις της ύπαρξης επείγοντος και της ύπαρξης ζημίας, την αναστολή της εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης.

82      Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο έλεγχος της ουσιαστικής νομιμότητας μιας πράξης όπως η απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 είναι ικανός να συμβάλει στην πλήρη τήρηση, εκ μέρους της OLAF, της νομιμότητας των ερευνών και στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων τα οποία αφορούν οι έρευνες αυτές, σύμφωνα με την επιθυμία του νομοθέτη. Το Δικαστήριο ΔΔ παρατηρεί ότι, στην υπό κρίση διαφορά, η OLAF απάντησε στις ενστάσεις τις οποίες οι προσφεύγοντες στην υπόθεση F‑5/05 της είχαν υποβάλει βάσει του άρθρου 90α του ΚΥΚ μόλις στις 21 Φεβρουαρίου 2005, ήτοι μετά την άσκηση των προσφυγών, και ότι μόνον η Επιτροπή, που δεν ήταν το όργανο που εξέδωσε την αμφισβητούμενη πράξη, απάντησε ρητώς στις ενστάσεις που της υποβλήθηκαν. Μια τέτοια κατάσταση, στην οποία ο εκδώσας την προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει θέση επί των επικρίσεων που διατυπώνονται κατά της απόφασης αυτής, δεν συμβιβάζεται απολύτως με την αρχή της χρηστής διοίκησης και αποκαλύπτει τα μειονεκτήματα που μπορεί να συνεπάγεται η έλλειψη σαφώς προβλεπομένου και αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου. Στην υπό κρίση διαφορά, η ανάλυση της προσφυγής επί της ουσίας δεν είναι ικανή να ανατρέψει τη διαπίστωση αυτή.

83      Το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων δικαιολογεί, συνεπώς, την αναγνώριση, στις αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, του χαρακτήρα βλαπτικής πράξης κατά την έννοια του άρθρου 90α του ΚΥΚ.

84      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί από κανένα από τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

85      Πρώτον, η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι η απόφαση που λαμβάνει ο διευθυντής της OLAF κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 δεν αποτελεί παρά προπαρασκευαστικό μέτρο μιας τελικής απόφασης την οποία ενδέχεται να λάβουν οι εθνικές δικαστικές ή διοικητικές αρχές.

86      Συναφώς, είναι αληθές ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας περιλαμβάνουσας πλείονα στάδια, ιδίως όταν αποτελούν κατάληξη μιας εσωτερικής διαδικασίας, καταρχήν πράξεις δεκτικές προσφυγής συνιστούν μόνον τα μέτρα που καθορίζουν οριστικά τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, αποκλειομένων των ενδιάμεσων μέτρων σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής απόφασης. Οι προπαρασκευαστικές της απόφασης πράξεις δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις, μόνον δε επ’ ευκαιρία προσφυγής κατά της απόφασης που λήφθηκε κατά το πέρας της διαδικασίας μπορεί ο προσφεύγων να προβάλει τον πλημμελή χαρακτήρα των πράξεων που προηγήθηκαν της απόφασης και συνδέονται στενά με αυτή (διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Φεβρουαρίου 2003, T‑83/02, Pflugradt κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑47 και II‑281, σκέψη 34).

87      Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι ο διευθυντής της OLAF, όταν λαμβάνει απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, λαμβάνει θέση, βάσει των προσωρινών ή οριστικών αποτελεσμάτων της έρευνας που διενέργησαν οι υπηρεσίες του, επί του υποστατού πράξεων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ποινικής δίωξης και εκτιμά ότι το ή τα πρόσωπα που αφορά η έρευνα θα μπορούσαν να διωχθούν ποινικώς. Την απόφαση αυτή λαμβάνει ανεξάρτητο κοινοτικό όργανο, με αποκλειστική ευθύνη του, στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας διακρινόμενης της εθνικής ένδικης διαδικασίας. Δεν προηγείται καμίας άλλης βλαπτικής πράξης εμπίπτουσας στην αρμοδιότητα του διευθυντή της OLAF και καθορίζει, συνεπώς, τη θέση της αρχής που την εξέδωσε. Δεν μπορεί από την άποψη αυτή να συγκριθεί προς πράξη με την οποία η ΑΔΑ κινεί διοικητική διαδικασία σε βάρος υπαλλήλου και η οποία έχει ως αντικείμενο την προετοιμασία της έκδοσης μεταγενέστερης και τελικής απόφασης από την ίδια αρχή.

88      Αν η απόφαση που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 θεωρούνταν ως μέτρο προπαρασκευαστικό της εθνικής δικαστικής έρευνας και των ενδεχομένων μεταγενέστερων αποφάσεων της ΑΔΑ, θα έπρεπε να γίνει κατά μείζονα λόγο δεκτό ότι όλες οι πράξεις της OLAF που έχουν σχέση με διαδικασία έρευνας που έχει η ίδια κινήσει, και οι οποίες προηγούνται συνήθως της απόφασης διαβίβασης, συνιστούν επίσης απλώς προπαρασκευαστικές πράξεις. Ωστόσο, μια τέτοια ανάλυση, αφενός, θα ήταν αντίθετη προς το σαφές γράμμα του άρθρου 90α του ΚΥΚ και προς την πρόθεση των συντακτών του, οι οποίοι, αναγνωρίζοντας σε κάθε πρόσωπο υπαγόμενο στον ΚΥΚ το δικαίωμα να υποβάλει ένσταση κατά «κατά πράξεως σχετικής με έρευνα της OLAF, η οποία επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντά του», προεξοφλούν την ύπαρξη τέτοιων πράξεων, και, αφετέρου, θα καθιστούσε κενό περιεχομένου και παντελώς άχρηστο το άρθρο 90α του ΚΥΚ, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες.

89      Επιπλέον, τα παραδείγματα βλαπτικών πράξεων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ένστασης βάσει του άρθρου 90α του ΚΥΚ, τα οποία αναφέρουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου ΔΔ, όπως η έρευνα ή η κατάσχεση προσωπικών αντικειμένων με την πρόσβαση στο γραφείο υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού ξένου προς την έρευνα, ή ακόμα η ανάκριση με παράνομες μεθόδους ή η κρυφή ακρόαση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού ξένου προς την έρευνα, δεν συνιστούν κατά κυριολεξία, σε αντίθεση προς την απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, γνήσιες διοικητικές αποφάσεις. Είναι μεν αληθές ότι οι πράξεις αυτές δεν συνεπάγονται αναγκαστικά τη λήψη άλλων μεταγενέστερων αποφάσεων, δεν επηρεάζουν όμως τα συμφέροντα ή τη νομική κατάσταση αυτού του ξένου προς την έρευνα υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι η επίδικη απόφαση διαβίβασης πληροφοριών που λήφθηκε έναντι των προσώπων τα οποία αφορά η έρευνα της OLAF. Ειδικότερα, οι πράξεις αυτές δεν έχουν εκ πρώτης όψεως, από μόνες τους, επίπτωση στη διοικητική κατάσταση και στη σταδιοδρομία αυτών των ξένων προς την έρευνα υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού, ενώ μια απόφαση διαβίβασης πληροφοριών, όπως η επίδικη απόφαση, έχει άμεσα αρνητικές συνέπειες για τα συμφέροντα, τη σταδιοδρομία και την υπόληψη των προσώπων τα οποία αφορά.

90      Συνεπώς, η απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 δεν μπορεί να αναλυθεί ως απλώς ενδιάμεση ή προπαρασκευαστική απόφαση, άλλως το άρθρο 90α του ΚΥΚ στερείται αντικειμένου. Η απόφαση αυτή όντως συνιστά την πράξη με την οποία ο διευθυντής της OLAF, ο οποίος είναι ειδικώς και αποκλειστικώς επιφορτισμένος προς τούτο στο πλαίσιο των Κοινοτήτων, αποφαίνεται επί της ύπαρξης πράξεων δυναμένων να θεωρηθούν ποινικά αδικήματα και αποφασίζει να απευθυνθεί στις εθνικές δικαστικές αρχές, ώστε οι πράξεις αυτές να αποτελέσουν το αντικείμενο της προσήκουσας ποινικής διαδικασίας.

91      Κατά τα λοιπά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στον τομέα του πειθαρχικού καθεστώτος που διέπει τους υπαλλήλους, το Δικαστήριο, σε υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας προσβαλλόταν η γνώμη που είχε εκδώσει το πειθαρχικό συμβούλιο, έκρινε ότι η γνώμη αυτή αποτελεί βλαπτική πράξη δυνάμενη να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής, εφόσον η γνώμη αυτή, καίτοι προέρχεται από συμβουλευτικό όργανο, εκδίδεται κατά το πέρας έρευνας την οποία το πειθαρχικό συμβούλιο οφείλει να διεξάγει με πλήρη ανεξαρτησία και σύμφωνα με ειδική και συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία διεξάγεται κατ’ αντιμωλία και τηρουμένων των θεμελιωδών αρχών των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιανουαρίου 1985, 228/83, F κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 275, σκέψη 16). Η συλλογιστική αυτή πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύσει, κατ’ αναλογία, στην περίπτωση των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, καθόσον οι αποφάσεις αυτές, πέραν του ότι έχουν ως αντικείμενο την προετοιμασία της μεταγενέστερης έκδοσης της τελικής απόφασης του διευθυντή της OLAF, προέρχονται από κοινοτικό όργανο και λαμβάνονται επίσης στο πλαίσιο ή κατά το πέρας έρευνας η οποία πρέπει να διεξάγεται «με πλήρη σεβασμό […] του δικαιώματος του εμπλεκομένου να εκφραστεί για τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν».

92      Δεύτερον, η Επιτροπή και το Συμβούλιο, επικαλούνται νομολογιακά προηγούμενα για να αμφισβητήσουν τη φύση των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 ως βλαπτικών πράξεων.

93      Συναφώς, είναι αληθές ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η προμνησθείσα διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Tillack κατά Επιτροπής (σκέψη 34), η προμνησθείσα διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου Tillack κατά Επιτροπής (σκέψη 46) και η προμνησθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Tillack κατά Επιτροπής (σκέψεις 68 έως 70), τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα έκριναν ότι απόφαση ληφθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 δεν είχε μεταβάλει κατά τρόπο σαφή τη νομική κατάσταση του προσώπου το οποίο αφορούσαν οι εν λόγω πληροφορίες.

94      Ωστόσο, η νομολογία αυτή αφορούσε πρόσωπο που δεν είχε την ιδιότητα του κοινοτικού υπαλλήλου, σε υποθέσεις αχθείσες ενώπιον του κοινοτικού δικαστή βάσει του άρθρου 230 ΕΚ και όχι βάσει του άρθρου 236 ΕΚ. Το Δικαστήριο, όπως και το Πρωτοδικείο, ενώπιον των οποίων δεν τέθηκε το ζήτημα του περιεχομένου του άρθρου 90α του ΚΥΚ, παρατήρησαν ότι ο προσφεύγων διέθετε επαρκείς δικονομικές εγγυήσεις ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και ότι η πράξη διαβίβασης, εκ μέρους της OLAF, πληροφοριών που τον αφορούσαν αποτελούσε απλώς προπαρασκευαστική πράξη. Όμως, η περίπτωση αυτή είναι ξένη προς την υπό κρίση περίπτωση. Πράγματι, προκειμένου για τρίτον σε σχέση προς τις Κοινότητες, του οποίου η σταδιοδρομία και η πραγματική κατάσταση δεν εξαρτώνται άμεσα από τα μέτρα που λαμβάνουν οι κοινοτικές αρχές, ο κοινοτικός δικαστής δεν διαθέτει ειδικό τίτλο που να του επιτρέπει να εγγυηθεί, υποκαθιστώντας το εθνικό δικαστήριο, τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την τήρηση των επιταγών της δίκαιης δίκης.

95      Όσον αφορά τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η προμνησθείσα διάταξη Comunidad Autónoma de Andalucía κατά Επιτροπής και η προμνησθείσα απόφαση Camós Grau κατά Επιτροπής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με τις αποφάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε σχετικά με τη νομική φύση της έκθεσης με την οποία η OLAF περατώνει την έρευνά της και όχι σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας απόφασης όπως η επίδικη εν προκειμένω ως βλαπτικής πράξης.

96      Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τόσο το Δικαστήριο όσο και το Πρωτοδικείο έχουν δεχθεί τη δυνατότητα να ασκήσει ο κοινοτικός δικαστής έλεγχο νομιμότητας των βλαπτικών πράξεων της OLAF, μέσω της άσκησης προσφυγής ακυρώσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 2004, C‑167/02 P, Rothley κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑3149, σκέψη 50· διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Μαΐου 2000, T‑17/00 R, Rothley κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑2085, σκέψη 107· απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, T‑17/00, Rothley κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑579, σκέψη 73).

97      Επομένως, οι προσφεύγοντες παραδεκτώς ζητούν την ακύρωση της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές.

 Επί της ουσίας

98      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, πέντε λόγους ακύρωσης, αντλούμενους, πρώτον, από το ότι η απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές ελήφθη χωρίς νόμιμο έρεισμα, δεύτερον, από την παραβίαση της θεμελιώδους αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, τρίτον, από την παράβαση του άρθρου 26, έβδομο εδάφιο, του ΚΥΚ, τέταρτον, από την παράβαση του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, που αφορά την υποχρέωση αιτιολόγησης των βλαπτικών πράξεων, και, πέμπτον, από την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 1073/1999 και της απόφασης 1999/396.

99      Πρέπει να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, που αντλείται από την παραβίαση της θεμελιώδους αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

100    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η OLAF δεν τήρησε τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, την οποία εγγυάται στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 4 της απόφασης 1999/396, καθόσον δεν τους παρασχέθηκε η δυνατότητα, πριν η OLAF αποφασίσει να διαβιβάσει πληροφορίες που τους αφορούσαν στις ιταλικές δικαστικές αρχές, να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των πραγματικών περιστατικών που υπαγόρευσαν τη διαβίβαση πληροφοριών. Οι ενδιαφερόμενοι διευκρινίζουν ότι καμία ιδιαίτερη περίσταση της έρευνας δεν δικαιολογούσε την απαλλαγή της OLAF από την υποχρέωση τήρησης της αρχής αυτής και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής ουδόλως παρέσχε τη συναίνεσή του.

101    Η Επιτροπή, αμυνόμενη, παρατηρεί προκαταρκτικώς ότι οι κανόνες που οφείλει να τηρεί η OLAF κατά τη διεξαγωγή των εσωτερικών ερευνών της είναι, όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας, εκείνοι –και μόνον εκείνοι– που περιλαμβάνονται, αφενός, στην πρώτη περίοδο και, αφετέρου, στη δεύτερη περίοδο του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396 (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα διάταξη του Πρωτοδικείου Gómez-Reino κατά Επιτροπής, σκέψη 65).

102    Όσον αφορά την πρώτη περίοδο του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396, που προβλέπει ότι ο υπάλληλος που ενδέχεται να εμπλακεί σε έρευνα της OLAF πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν σημειώθηκε παράβαση των διατάξεων αυτών εν προκειμένω, καθόσον, αν είχε υπάρξει ενημέρωση των προσφευγόντων, θα είχε επηρεαστεί η αποτελεσματικότητα των ερευνών των ιταλικών δικαστικών αρχών, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου καταστροφής ορισμένων εγγράφων. Όσον αφορά τη δεύτερη περίοδο του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στην απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999 όταν η διαβίβαση πληροφοριών στις εθνικές δικαστικές αρχές γίνεται κατά τη διάρκεια εσωτερικής έρευνας και όχι μετά την περάτωσή της.

103    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες ενημερώθηκαν σε εύθετο χρόνο για το σύνολο των στοιχείων που τους αφορούσαν, καθόσον, στο πλαίσιο της ιταλικής ποινικής διαδικασίας, τους κοινοποιήθηκαν τα παραρτήματα του σημειώματος της 5ης Αυγούστου 2003, και συγκεκριμένα το ενημερωτικό σημείωμα της 23ης Ιουλίου 2003 καθώς και τα πρακτικά της ακρόασης του πρώην διευθυντή του ΙΠΒ.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

104    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της απόφασης 1999/396 προβλέπει ότι, «[σ]την περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής μέλους, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα». Εξάλλου, το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω απόφασης ορίζει ότι «[δ]εν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν».

105    Όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008 στην υπόθεση T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. ΙΙ-1586, σκέψεις 133 και 145), από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 1999/396 προκύπτει ότι, όταν ο διευθυντής της OLAF προτίθεται να λάβει απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, υποχρεούται, στην περίπτωση που οι πληροφορίες περιέχουν συμπεράσματα που αφορούν ονομαστικώς έναν Επίτροπο, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Επιτροπής, να του παράσχει, πριν προβεί στη διαβίβαση των πληροφοριών στις εθνικές δικαστικές αρχές, τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του επί όλων των πραγματικών περιστατικών που τον αφορούν.

106    Εν προκειμένω, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, στο ενημερωτικό σημείωμα της 23ης Ιουλίου 2003 που επισυνάφθηκε στο σημείωμα της 5ης Αυγούστου 2003, η OLAF κατονόμασε τους προσφεύγοντες ως ενδεχομένως ευθυνόμενους για ποινικές παραβάσεις. Συνεπώς, το σημείωμα της 5ης Αυγούστου 2003 περιείχε «συμπεράσματα που αφορού[σαν] ονομαστικά» τους προσφεύγοντες.

107    Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες έπρεπε, καταρχήν, να ενημερωθούν και να ακουστούν σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που τους αφορούσαν πριν από τη διαβίβαση του σημειώματος της 5ης Αυγούστου 2003 στις ιταλικές δικαστικές αρχές.

108    Ασφαλώς, το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, της απόφασης 1999/396 προβλέπει εξαίρεση στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας η αυστηρή τήρηση του απορρήτου και απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής. Στις περιπτώσεις αυτές, η υποχρέωση παροχής στον υπάλληλο της δυνατότητας να εκφραστεί μπορεί να αναβληθεί σε συμφωνία με τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής.

109    Εντούτοις, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, χωρίς να αντικρούονται από την Επιτροπή, ότι ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής δεν συμφώνησε στην αναβολή της εκπλήρωσης της υποχρέωσης πρόσκλησης των ενδιαφερομένων να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, ούτε μάλιστα του ζητήθηκε να παράσχει τη συναίνεσή του.

110    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η υποχρέωση να ζητηθεί και να ληφθεί η συναίνεση του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής δεν είναι απλή τυπική προϋπόθεση η οποία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να πληρωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Πράγματι, όπως κρίθηκε με την προμνησθείσα απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής (σκέψη 151), η υποχρέωση αυτή δεν θα είχε πλέον λόγο ύπαρξης, δηλαδή δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, την αναβολή της ενημέρωσής τους μόνο σε πραγματικά εξαιρετικές περιπτώσεις και την εκτίμηση του εν λόγω εξαιρετικού χαρακτήρα όχι μόνον από την OLAF, αλλά απαραιτήτως και από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής.

111    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η OLAF δεν τήρησε τις διατάξεις του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396 και δεν σεβάστηκε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγόντων.

112    Ως εκ περισσού, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία κινούμενη κατά προσώπου και ικανή να καταλήξει σε βλαπτική για το πρόσωπο αυτό πράξη αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας η τήρηση πρέπει να διασφαλίζεται ακόμα και όταν δεν υπάρχει ρύθμιση αφορώσα τη συγκεκριμένη διαδικασία (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑49 και II‑223, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή, η οποία συνήθως επιβάλλει την ακρόαση του ενδιαφερομένου από την αρμόδια αρχή πριν από την έκδοση της βλαπτικής πράξης, έχει εφαρμογή τόσο σε πειθαρχικά όσο και σε άλλα θέματα συναφή της κοινοτικής δημόσιας διοίκησης (βλ. προμνησθείσα απόφαση Campolargo κατά Επιτροπής, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

113    Συνεπώς, ακόμα και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της απόφασης 1999/396 δεν έχει εφαρμογή σε απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1073/1999, όταν η διαβίβαση πληροφοριών σε εθνικές δικαστικές αρχές γίνεται στο πλαίσιο έρευνας, η OLAF είχε παρά ταύτα υποχρέωση, καταρχήν, δυνάμει της θεμελιώδους αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, να καλέσει τους προσφεύγοντες, πριν τη διαβίβαση των πληροφοριών, να διατυπώσουν κάθε χρήσιμη παρατήρηση σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που τους αφορούσαν. Όμως, δεν αμφισβητείται ότι αυτό δεν συνέβη, χωρίς η κατάσταση αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί από κάποια ιδιαίτερη περίσταση.

114    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει μεν ότι οι προσφεύγοντες ενημερώθηκαν σε εύθετο χρόνο για το σύνολο των στοιχείων που τους αφορούσαν, καθόσον, στο πλαίσιο της ιταλικής ποινικής διαδικασίας, τους κοινοποιήθηκε το σημείωμα της 5ης Αυγούστου 2003 και τα παραρτήματά του, δεν μπορεί, όμως, να θεωρηθεί ότι το γεγονός αυτό, μεταγενέστερο της διαβίβασης των πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές, θεράπευσε τη μη τήρηση, εκ μέρους της OLAF, των διατάξεων του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396.

115    Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακύρωσης, η απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί του αιτήματος αποζημίωσης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

116    Οι ενάγοντες ζητούν, κατ’ ουσίαν, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που οφείλεται, πρώτον, στην απόφαση διενέργειας της εσωτερικής έρευνας και τις ενέργειες έρευνας της OLAF, δεύτερον, στο γεγονός ότι η OLAF, χωρίς βάσιμο λόγο και κατά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, διαβίβασε πληροφορίες που τους αφορούσαν στις ιταλικές δικαστικές αρχές, τρίτον, στο ότι η τελική έκθεση της έρευνας περιείχε συμπεράσματα που δεν στηρίζονταν σε στοιχεία έχοντα επαρκή αποδεικτική αξία, τέταρτον, στο ότι η OLAF δεν έδωσε καμία συνέχεια στις ενστάσεις που της υπέβαλαν οι ενάγοντες προκειμένου να ενημερωθούν για τα στοιχεία της έρευνας. Οι ενάγοντες διευκρινίζουν, ειδικότερα, ότι η απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές οδήγησε στην κίνηση διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του Varese και ότι η προκαταρκτική αυτή εξέταση, πέραν του ότι τους δημιούργησε ανησυχία ως προς την πιθανή άσκηση ποινικών διώξεων, έθιξε επίσης την τιμή τους και την επαγγελματική τους υπόληψη.

117    Η Επιτροπή, αμυνόμενη, ζητεί την απόρριψη του ως άνω αιτήματος ως απαραδέκτου, για τον λόγο ότι το αίτημα αυτό, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να προσδιοριστεί η συμπεριφορά που της προσάπτουν οι ενάγοντες. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το αίτημα αυτό ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι είναι παρά ταύτα απαράδεκτο, καθόσον «συνδέεται απολύτως» με τα ακυρωτικά αιτήματα, τα οποία πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

118    Επί της ουσίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ηθική βλάβη την οποία επικαλούνται οι ενάγοντες οφείλεται αποκλειστικά στην αυτοτελή απόφαση των ιταλικών δικαστικών αρχών να κινήσουν ποινική διαδικασία, οπότε δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των καταγγελλομένων πταισμάτων και της προβαλλομένης ηθικής βλάβης.

119    Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι ενάγοντες, αφού υποστηρίζουν ότι το αίτημα αποζημίωσης είναι παραδεκτό, αμφισβητούν ειδικότερα τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η ηθική βλάβη της οποίας ζητούν την ικανοποίηση αποτελεί άμεση απόρροια της αυτοτελούς απόφασης των ιταλικών δικαστικών αρχών να κινήσουν ποινική διαδικασία. Υπογραμμίζουν συναφώς ότι θα ήταν αδιανόητο ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του Varese, έχοντας λάβει το σημείωμα της OLAF που ανέφερε πράξεις χαρακτηριζόμενες ως υπεξαίρεση, συνεργία σε υπεξαίρεση και πλαστογραφία, να αρνηθεί να διατάξει προκαταρκτική εξέταση.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

–       Επί του παραδεκτού

120    Στο πλαίσιο του συστήματος έννομης προστασίας που καθιερώνει το άρθρο 90α του ΚΥΚ, η αγωγή αποζημίωσης με αίτημα την αποκατάσταση ζημιών προξενηθεισών από την OLAF είναι παραδεκτή μόνον αν έχει προηγηθεί η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του ΚΥΚ προδικασία. Η προδικασία αυτή διαφέρει αναλόγως του αν η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση είναι απόρροια βλαπτικής πράξης, κατά την έννοια του άρθρου 90α του ΚΥΚ, ή αν είναι απόρροια συμπεριφοράς της OLAF που δεν έχει τον χαρακτήρα απόφασης. Στην πρώτη περίπτωση, στον ενδιαφερόμενο εναπόκειται να υποβάλει, εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, στον διευθυντή της OLAF διοικητική ένσταση βάλλουσα κατά της εν λόγω πράξης. Στη δεύτερη περίπτωση, αντιθέτως, η διοικητική διαδικασία τίθεται σε κίνηση με την υποβολή αίτησης κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, έχουσας ως αντικείμενο την αποζημίωση, και συνεχίζεται, ενδεχομένως, με διοικητική ένσταση κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 1996, T‑500/93, Υ κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑335 και II‑977, σκέψη 64). Ωστόσο, όταν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ προσφυγής ακυρώσεως και αγωγής αποζημιώσεως, η τελευταία είναι παραδεκτή ως παρεπομένη της προσφυγής ακυρώσεως, χωρίς να πρέπει κατ’ ανάγκην να έχει προηγηθεί αυτής αίτηση καλούσα τη διοίκηση να αποκαταστήσει την προβαλλόμενη ζημία και διοικητική ένσταση αμφισβητούσα το βάσιμο της σιωπηρής ή ρητής απόρριψης της αίτησης (βλ., κατ’ αναλογία, προμνησθείσα απόφαση Υ κατά Δικαστηρίου, σκέψη 66).

121    Εν προκειμένω, προκειμένου για το αίτημα αποκατάστασης των βλαβών που υποστηρίζεται ότι προξενήθηκαν από την απόφαση κίνησης διαδικασίας εσωτερικής έρευνας, από τις ενέργειες έρευνας της OLAF, από το περιεχόμενο της τελικής έκθεσης της έρευνας και από την άρνηση της OLAF να δώσει συνέχεια στις διοικητικές ενστάσεις που υπέβαλαν οι ενάγοντες, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθόσον οι ενδιαφερόμενοι δεν τήρησαν τις απαιτήσεις της προδικασίας. Πράγματι, σε περίπτωση που οι συμπεριφορές που καταγγέλλουν οι ενάγοντες συνιστούν βλαπτικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 90α του ΚΥΚ, έπρεπε να αποτελέσουν το αντικείμενο διοικητικής ένστασης, πράγμα το οποίο δεν συνέβη. Ομοίως, σε περίπτωση που οι συμπεριφορές αυτές θεωρηθούν ως μη έχουσες χαρακτήρα απόφασης, οι ενάγοντες όφειλαν να υποβάλουν διαδοχικά αίτηση καταβολής αποζημίωσης κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και, στη συνέχεια, διοικητική ένσταση, πράγμα το οποίο δεν έπραξαν.

122    Αντιθέτως, προκειμένου για το αίτημα αποκατάστασης της βλάβης που υποστηρίζεται ότι προξένησε η απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές διοικητικές αρχές, το αίτημα αυτό, το οποίο, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, ήταν επαρκώς αιτιολογημένο ήδη από την άσκηση της αγωγής, παρουσιάζει άμεση συνάφεια με το αίτημα ακύρωσης της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών και πρέπει, συνεπώς, να κριθεί παραδεκτό ως παρεπόμενο του εν λόγω αιτήματος.

123    Συνεπώς, θα εξεταστεί μόνον το βάσιμο του αιτήματος αποκατάστασης της βλάβης που προξενήθηκε από την απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές.

–       Επί της ουσίας

124    Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η απόφαση διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές λήφθηκε κατά παράβαση των περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας διατάξεων του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396 και, προξένησε, ακριβώς λόγω της μη τήρησης αυτών των ουσιωδών διατυπώσεων, ηθική βλάβη στους ενάγοντες. Η βλάβη αυτή είναι, στην υπό κρίση περίπτωση, ακόμα περισσότερο κατάφωρη καθόσον, μετά την απόφαση αυτή, κινήθηκε από τις ιταλικές δικαστικές αρχές ποινική διαδικασία.

125    Αντιθέτως, όσον αφορά τη βλάβη των προσφευγόντων εξ αιτίας της κατάστασης αβεβαιότητας και της προσβολής της τιμής τους και της επαγγελματικής τους υπόληψης τις οποίες προξένησε η ιταλική ποινική έρευνα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ευθύνη της Κοινότητας προϋποθέτει τη σύμπτωση ενός συνόλου προϋποθέσεων όσον αφορά το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1987, 111/86, Delauche κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 5345, σκέψη 30· απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2002, T‑330/00 και T‑114/01, Cocchi και Hainz κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑193 και II‑987, σκέψη 97). Εξάλλου, για να γίνει δεκτό ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, πρέπει καταρχήν να αποδειχθεί ότι υφίσταται άμεση και βέβαιη σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα μεταξύ του πταίσματος του οικείου κοινοτικού οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3315, σκέψη 149· της 5ης Οκτωβρίου 2004, T‑144/02, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3381, σκέψη 148, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑250/04, Combescot κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 95).

126    Εν προκειμένω, οι ιταλικές δικαστικές αρχές ήταν μεν υποχρεωμένες, δυνάμει της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας, να εξετάσουν προσεκτικά τις πληροφορίες που διαβίβασε η OLAF και να αντλήσουν της προσήκουσες συνέπειες προς διασφάλιση της τήρησης του κοινοτικού δικαίου, οι εν λόγω όμως αρχές παρέμεναν ελεύθερες, στο πλαίσιο των δικών τους εξουσιών, να εκτιμήσουν το περιεχόμενο και τη σημασία των εν λόγω πληροφοριών και, ως εκ τούτου, τις συνέχειες που έπρεπε, ενδεχομένως, να δώσουν στις πληροφορίες αυτές. Κατά συνέπεια, η προβαλλόμενη ηθική βλάβη αποτελεί άμεση απόρροια μόνον της συμπεριφοράς των ιταλικών δικαστικών αρχών, οι οποίες αποφάσισαν να κινήσουν ποινική διαδικασία και να διενεργήσουν στη συνέχεια έρευνα (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση Tillack κατά Επιτροπής, σκέψη 122). Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ενάγοντες δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη άμεσης σχέσης αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ, αφενός, της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές και, αφετέρου, της ηθικής βλάβης που οφείλεται στην κατάσταση αβεβαιότητας στην οποία περιήλθαν και στην προσβολή της τιμής και της επαγγελματικής τους υπόληψης.

127    Επομένως, το αίτημα αποζημίωσης πρέπει να γίνει δεκτό μόνο στο μέτρο που με αυτό ζητείται η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που οφείλεται στην παράβαση των περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας διατάξεων του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396.

128    Όσον αφορά την ικανοποίηση της βλάβης αυτής, ναι μεν, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης μπορεί να συνιστά, αφεαυτής, πρόσφορη, καταρχήν δε –εφόσον δηλαδή δεν περιέχει καμία ρητώς αρνητική κρίση για τις ικανότητες του προσφεύγοντος δυνάμενη να τον θίξει προσωπικώς– και επαρκή αποκατάσταση της όποιας ηθικής βλάβης ενδεχομένως αυτός υπέστη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑136/03, Schochaert κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. Ι-Α-215 και ΙΙ-957, σκέψη 34), η νομολογία όμως αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.

129    Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της σημασίας της βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες, και η οποία οφείλεται στην παράβαση των περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας διατάξεων του άρθρου 4 της απόφασης 1999/396, η ακύρωση της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών στις ιταλικές δικαστικές αρχές δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσφορη και επαρκή αποκατάσταση της βλάβης που προξενήθηκε από το παράνομο της απόφασης αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η δίκαιη αποκατάσταση της βλάβης αυτής επιβάλλει να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 3 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

130    Δυνάμει του άρθρου 122 του κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες, εφαρμόζονται μόνον επί των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, ήτοι από την 1η Νοεμβρίου 2007 και μετά. Επί των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ανωτέρω ημερομηνία υποθέσεων εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι συναφείς διατάξεις του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

131    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε κατά το ουσιώδες των ισχυρισμών της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

132    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Συμβούλιο, που παρενέβη στη δίκη, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της 5ης Αυγούστου 2003 με την οποία η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης διαβίβασε στις ιταλικές δικαστικές αρχές πληροφορίες αφορώσες τον A Violetti, την Ν. Schmit, καθώς και δώδεκα άλλους υπαλλήλους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει στον Α. Violetti, στην Ν. Schmit, καθώς και σε κάθε έναν από τους δώδεκα άλλους υπαλλήλους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης, το ποσό των 3 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις δύο προσφυγές-αγωγές.

4)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα των προσφευγόντων-εναγόντων.

5)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Kreppel

Ταγαράς

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Απριλίου 2009.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Gervasoni

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Anna Bassi Perucchini, κάτοικος Reno di Leggiuno (Ιταλία),

Marco Basso, κάτοικος Varano Borghi (Ιταλία),

Ernesto Brognieri, κάτοικος Barasso (Ιταλία),

Sergio Brusorio, κάτοικος Sesto Calende (Ιταλία),

Natale Cao, κάτοικος Ispra (Ιταλία),

Renato Cazzaniga, κάτοικος Ispra (Ιταλία),

Elvidio Flammini, κάτοικος Varese (Ιταλία),

Luigi Magistri, κάτοικος Ispra (Ιταλία),

Reginella Molinari Canale, κάτοικος Ispra (Ιταλία),

Giuseppe Morelli, κάτοικος Besozzo (Ιταλία),

Nadia Valentini, κάτοικος Varese (Ιταλία),

Giuseppe Zara, κάτοικος Ispra (Ιταλία).


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.