Language of document : ECLI:EU:T:2005:90

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-228/00, T-229/00, T-242/00, T-243/00, T‑245/00 έως T-248/00, T-250/00, T-252/00, T-256/00 έως T-259/00, T‑265/00, T-267/00, T-268/00, T‑271/00, T‑274/00 έως T-276/00, T-281/00, T-287/00 και T‑296/00

Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia Soc. coop. rl κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο ορισμένων καθεστώτων παρανόμων ενισχύσεων με την κοινή αγορά και διατάσσεται η αναζήτηση των ενισχύσεων αυτών — Εξαίρεση από την εθνική διαδικασία αναζητήσεως — Προσφυγή ακυρώσεως — Έλλειψη εννόμου συμφέροντος — Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Έννομο συμφέρον — Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή

(Άρθρο 230 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 113)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Απαιτείται έννομο συμφέρον γεγενημένο και ενεστώς — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο ορισμένης ενισχύσεως με την κοινή αγορά και διατάσσεται η αναζήτησή της — Δικαιούχοι της ενισχύσεως τους οποίους δεν αφορούν τα εθνικά μέτρα αναζητήσεως της ενισχύσεως — Συμφέρον στηριζόμενο σε μελλοντική και αβέβαιη απόφαση της Επιτροπής — Δεν υφίσταται έννομο συμφέρον γεγενημένο και ενεστώς

(Άρθρο 230 ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο ορισμένων καθεστώτων ενισχύσεων με την κοινή αγορά και διατάσσεται η αναζήτηση των χορηγηθεισών ενισχύσεων — Απόφαση μη προσβληθείσα βάσει του άρθρου 230 ΕΚ από τους δικαιούχους αυτών των καθεστώτων ενισχύσεων — Προϋπόθεση αμφισβητήσεως του κύρους της αποφάσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο προσφυγών κατά των εθνικών εκτελεστικών μέτρων — Έλλειψη προδήλου εννόμου συμφέροντος προς προσβολή της αποφάσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή

(Άρθρα 88 § 2, ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ)

4.      Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας — Δικαιούχοι καθεστώτος ενισχύσεων που κηρύχθηκε παράνομο, έναντι των οποίων δεν έχουν ληφθεί εθνικές αποφάσεις περί αναζητήσεως των ενισχύσεων και οι οποίοι δεν μπορούν, κατά συνέπεια, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, να ζητήσουν από τον κοινοτικό δικαστή την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής — Ίδιο δικαίωμα των δικαιούχων αυτών προς αμφισβήτηση του κύρους της αποφάσεως της Επιτροπής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σε περίπτωση λήψεως μέτρων αναζητήσεως που τους αφορούν, παρά την εξέταση εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή προσφυγών ακυρώσεως ασκηθεισών από άλλους δικαιούχους έχοντες έννομο συμφέρον

(Άρθρο 234 ΕΚ)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο ορισμένου καθεστώτως ενισχύσεων με την κοινή αγορά — Προσφυγή ασκουμένη από επιχειρήσεις ενεργούσες υπό τη μόνη ιδιότητα των εν δυνάμει δικαιούχων στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος ενισχύσεων — Απαράδεκτο

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

1.      Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής, ιδίως δε το ζήτημα της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, άπτονται των λόγων δημοσίας τάξεως, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσον ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 22)

2.      Το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξαρτάται από το κατά πόσον το πρόσωπο αυτό δικαιολογεί έννομο συμφέρον γεγενημένο και ενεστώς για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Το συμφέρον αυτό εκτιμάται κατά την ημέρα ασκήσεως της προσφυγής. Το συμφέρον αυτό δεν μπορεί να εκτιμηθεί βάσει μελλοντικού και υποθετικού γεγονότος. Ειδικότερα, αν το συμφέρον που επικαλείται αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, ο προσφεύγων οφείλει να αποδείξει ότι είναι ήδη από τούδε βέβαιη η προσβολή της καταστάσεως αυτής.

Δεν δικαιολογούν έννομο συμφέρον γεγενημένο και ενεστώς στην ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο ορισμένων καθεστώτων παρανόμων ενισχύσεων με την κοινή αγορά και διατάσσεται η αναζήτηση των ενισχύσεων αυτών επιχειρήσεις έναντι των οποίων το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αποφάσισε, βάσει των ουσιαστικών διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως και των υποδείξεων της Επιτροπής σχετικά με την εκτέλεσή της, να μην προβεί στην ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων. Πράγματι, μόνον το ενδεχόμενο της –μελλοντικής και αβέβαιης– εκδόσεως αποφάσεως της Επιτροπής αμφισβητούσας την εκτελεστική απόφαση του εν λόγω κράτους μέλους θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στη νομική τους κατάσταση.

(βλ. σκέψεις 23, 25-26, 29)

3.      Το εθνικό δικαστήριο τότε μόνον μπορεί να αντιτάξει, δυνάμει της αρχής της ασφάλειας δικαίου, τον οριστικό χαρακτήρα μιας αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο ενός καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά και διατάσσεται η ανάκτηση των ενισχύσεων, στους δικαιούχους των ενισχύσεων αυτών οι οποίοι επικαλούνται κατ’ ένσταση την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως αυτής όταν, αδιαμφισβήτητα, οι δικαιούχοι αυτοί δικαιούνταν, και είχαν ενημερωθεί ότι δικαιούνται, να προσβάλουν την απόφαση της Επιτροπής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, παρέλειψαν δε να κάνουν χρήση του δικαιώματος αυτού εντός της τασσομένης από το εν λόγω άρθρο προθεσμίας. Συναφώς, σύμφωνα με την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, οι δικαιούχοι ενός καθεστώτος ενισχύσεων οι οποίοι δεν προσέβαλαν απευθείας την απόφαση της Επιτροπής εντός της τασσομένης προθεσμίας δεν μπορούν να θεωρηθούν εκπρόθεσμοι αν επικαλεσθούν κατ’ ένσταση την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως αυτής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όταν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως ή της πολυπλοκότητας των κριτηρίων από τα οποία η απόφαση της Επιτροπής εξαρτούσε την υποχρέωση αναζητήσεως, το ζήτημα αν οι δικαιούχοι αυτοί ήταν ή όχι υποχρεωμένοι να επιστρέψουν τις εξεταζόμενες ενισχύσεις, σε εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής, μπορούσε ευλόγως να δημιουργήσει ορισμένες αμφιβολίες και, επομένως, δεν ήταν πρόδηλο το έννομο συμφέρον τους να προσβάλουν την εν λόγω απόφαση.

(βλ. σκέψη 31)

4.      Το γεγονός ότι μια απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο ενός καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά και διατάσσεται η υπό ορισμένες προϋποθέσεις ανάκτηση των ενισχύσεων αποτέλεσε αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως ή πλειόνων συναφών προσφυγών ακυρώσεως ασκηθεισών από δικαιούχους οι οποίοι έχουν έννομο συμφέρον να την προσβάλουν δεν μπορεί να θίξει την αποτελεσματική ένδικη προστασία άλλων δικαιούχων του καθεστώτος αυτού, οι οποίοι δεν δικαιολογούν έννομο συμφέρον λόγω της αποφάσεως των εθνικών αρχών να τους εξαιρέσουν από τη διαδικασία αναζητήσεως, βάσει των ουσιαστικών διατάξεων της προσβαλλομένης αποφάσεως και των υποδείξεων της Επιτροπής σχετικά με την εκτέλεσή της. Πράγματι, αν έναντι των δικαιούχων αυτών ληφθεί απόφαση των εθνικών αρχών επιτάσσουσα την επιστροφή της εισπραχθείσας ενισχύσεως, ιδίως κατόπιν ελέγχου της Επιτροπής, οι δικαιούχοι αυτοί μπορούν ενδεχομένως να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια και να ζητήσουν την ακύρωση αυτής της εθνικής αποφάσεως επικαλούμενοι κατ’ ένσταση την έλλειψη νομιμότητας της προμνησθείσας αποφάσεως της Επιτροπής.

Στην περίπτωση αυτή, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία είτε για να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ ως προς το κύρος της προμνησθείσας αποφάσεως της Επιτροπής είτε, στο πλαίσιο της μέριμνας για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, για να αναμείνει τη διευθέτηση, ως προς την ουσία, της εκκρεμούσας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή υποθέσεως. Αν το εθνικό δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορισμένοι σοβαροί ισχυρισμοί τους οποίους προέβαλαν οι προσφεύγοντες προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας δεν προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου προς στήριξη της ή των ως άνω προσφυγών ακυρώσεως, έχει οποτεδήποτε τη δυνατότητα να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα προς εκτίμηση του κύρους σε σχέση προς τους ισχυρισμούς αυτούς, οπότε στους προσφεύγοντες εξασφαλίζεται κατά πάσα περίπτωση πλήρης ένδικη προστασία.

(βλ. σκέψεις 32-33)

5.      Η απόφαση της Επιτροπής που διαπιστώνει το ασυμβίβαστο ενός καθεστώτος ενισχύσεων με την κοινή αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά, υπό την ιδιότητά τους αυτή και μόνον, τους εν δυνάμει δικαιούχους στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος ενισχύσεων.

(βλ. σκέψη 34)