Language of document : ECLI:EU:C:2021:898

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 9ης Νοεμβρίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα της χορηγήσεως ασύλου και της επικουρικής προστασίας – Κανόνες περί των προϋποθέσεων τις οποίες πρέπει να πληρούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών ή οι απάτριδες για να δικαιούνται διεθνή προστασία – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρα 3 και 23 – Ευνοϊκότεροι κανόνες που μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ τα κράτη μέλη για να επεκτείνουν το δικαίωμα χορηγήσεως ασύλου ή επικουρικής προστασίας στα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας – Χορήγηση παράγωγου καθεστώτος πρόσφυγα στο ανήλικο τέκνο γονέα ο οποίος έχει την ιδιότητα του πρόσφυγα – Διατήρηση της οικογενειακής ενότητας – Μείζον συμφέρον του τέκνου»

Στην υπόθεση C‑91/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Φεβρουαρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

LW

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, E. Regan, N. Jääskinen και J. Passer, προέδρους τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή), J.‑C. Bonichot, A. Kumin και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Φεβρουαρίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η LW, εκπροσωπούμενη από τον F. Schleicher, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και M. Van Regemorter,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Wils και την A. Azema,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

2        H αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της LW και της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), σχετικά με μια απόφαση της Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, Γερμανία) (στο εξής: Υπηρεσία) με την οποία η καθής αρνήθηκε να χορηγήσει στην προσφεύγουσα δικαίωμα ασύλου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Το άρθρο 1, τμήμα A, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για το καθεστώς των προσφύγων, που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)] (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει τα εξής:

«Εν τη εννοία της παρούσης συμβάσεως, ο όρος “πρόσφυξ” εφαρμόζεται επί:

[…]

2.      Παντός προσώπου όπερ συνεπεία […] δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, ή εάν μη έχον υπηκοότητα τινά και ευρισκόμενον συνεπεία τοιούτων γεγονότων εκτός της χώρας της προηγουμένης συνήθους αυτού διαμονής, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην.

Εν ή περιπτώσει πρόσωπόν τι είναι υπήκοος πλειόνων χωρών, ο όρος “ης έχει την υπηκοότητα” αναφέρεται εις μίαν εκάστην των χωρών ων το πρόσωπον τούτο είναι υπήκοος. Δεν θεωρείται στερούμενον της υπό της χώρας ης έχει την υπηκοότητα παρεχομένης προστασίας πρόσωπον όπερ άνευ αιτίας βασιζομένης επί δεδικαιολογημένου φόβου δεν έκαμε χρήσιν της υφ’ ετέρας των χωρών ων κέκτηται την υπηκοότητα παρεχομένης προστασίας.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

4        Η οδηγία 2011/95 αναδιατύπωσε την οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12).

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 12, 14, 16, 18, 19, 36 και 38 της οδηγίας 2011/95 έχουν ως εξής:

«(4)      Η σύμβαση της Γενεύης και το σχετικό πρωτόκολλο αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων.

[…]

(12)      Κύριος στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διασφάλιση, αφενός, ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, ότι τα εν λόγω πρόσωπα έχουν πρόσβαση σε ελάχιστο επίπεδο παροχών σε όλα τα κράτη [μέλη].

[…]

(14)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ περισσότερο ευνοϊκές διατάξεις σε σχέση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία για τους υπηκόους τρίτων χωρών ή τους ανιθαγενείς που αιτούνται διεθνή προστασία από κράτος μέλος, οσάκις το εν λόγω αίτημα νοείται ως στηριζόμενο στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε είναι πρόσφυγας κατά την έννοια του άρθρου 1(Α) της σύμβασης της Γενεύης είτε πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία.

[…]

(16)      Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία σκοπεί να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του δικαιώματος ασύλου των αιτούντων άσυλο και των μελών της οικογένειάς τους που τους συνοδεύουν και να προωθήσει την εφαρμογή των άρθρων 1, 7, 11, 14, 15, 16, 18, 21, 24, 34 και 35 του Χάρτη και θα πρέπει επομένως να εφαρμοστεί αναλόγως.

[…]

(18)      Το “μείζον συμφέρον του παιδιού” θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών […] για τα δικαιώματα του παιδιού[, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 20 Νοεμβρίου 1989 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1577, σ. 3)]. Κατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη τους την αρχή της οικογενειακής ενότητας […]

(19)      Είναι ανάγκη να διευρυνθεί η έννοια των μελών οικογένειας, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων ειδικών περιστάσεων εξάρτησης και της ιδιαίτερης προσοχής που πρέπει να δίδεται στο μείζον συμφέρον του παιδιού.

[…]

(36)      Τα μέλη της οικογένειας, λόγω της σχέσης τους με τον πρόσφυγα και μόνο, εκτίθενται συνήθως σε διώξεις κατά τρόπον που να μπορεί να αποτελέσει βάση για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα.

[…]

(38)      Όταν αποφασίζονται τα δικαιώματα στα ευεργετήματα που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν δεόντως υπόψη το μείζον συμφέρον του παιδιού καθώς και τις ειδικές περιστάσεις της εξάρτησης από τον δικαιούχο διεθνούς προστασίας στενών συγγενών που ευρίσκονται ήδη στο κράτος μέλος και που δεν είναι μέλη της οικογένειας του εν λόγω δικαιούχου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ο στενός συγγενής του δικαιούχου διεθνούς προστασίας είναι ύπανδρος ανήλικος που όμως δεν συνοδεύεται από την (τον) σύζυγό του (της), το μείζον συμφέρον του ανηλίκου μπορεί να θεωρηθεί ότι ευρίσκεται με την αρχική οικογένειά του.»

6        Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

δ)      “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12·

[…]

ι)      “μέλη της οικογένειας”, εφόσον η οικογένεια υπήρχε ήδη στη χώρα καταγωγής, τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας τα οποία ευρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος σε σχέση με την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας:

–        ο (η) σύζυγος του δικαιούχου διεθνούς προστασίας ή ο (η) σύντροφος που διατηρεί σταθερή σχέση με το εν λόγω πρόσωπο σε ελεύθερη ένωση […]·

–        τα ανήλικα τέκνα των ζευγών της πρώτης περίπτωσης ή του δικαιούχου διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι άγαμα, ανεξαρτήτως αν γεννήθηκαν εντός ή εκτός γάμου ή αν είναι υιοθετημένα, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία·

–        ο πατέρας, η μητέρα ή άλλος ενήλικος υπεύθυνος για τον δικαιούχο διεθνούς προστασίας βάσει νόμου ή της πρακτικής του οικείου κράτους μέλους […]·

ια)      “ανήλικος”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών·

[…]

Ιδ)      “χώρα καταγωγής”, η χώρα ή οι χώρες της ιθαγένειας ή, για τους ανιθαγενείς, της προηγούμενης συνήθους διαμονής.»

7        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευνοϊκότερες διατάξεις», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για να καθορίζουν το ποιος δικαιούται να θεωρηθεί πρόσφυγας ή πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία και το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία.»

8        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων», προβλέπει στην παράγραφο 3, στοιχείο εʹ, τα ακόλουθα:

«3.      Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

[…]

ε)      εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτών θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει.»

9        Το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα», έχει ως εξής:

«1.      Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα εφόσον:

α)      εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 1 σημείου Δ, της σύμβασης της Γενεύης, το οποίο αφορά την παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες [(UNHCR)]. Σε περίπτωση που η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση των προσώπων αυτών σύμφωνα με τα οικεία ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τα εν λόγω πρόσωπα θα δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα της παρούσας οδηγίας·

β)      αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας όπου έχει μετοικήσει ως έχων τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κατοχή της ιθαγένειας της εν λόγω χώρας, ή δικαιώματα και υποχρεώσεις αντίστοιχα προς αυτά.

2.      Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι:

α)      έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί με σκοπό τη θέσπιση διατάξεων σχετικών με τα εγκλήματα αυτά·

β)      έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα εκτός της χώρας ασύλου πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας, ήτοι πριν από τον χρόνο έκδοσης άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα· οι ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και αν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό στόχο, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα·

γ)      είναι ένοχος πράξεων που αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών όπως ορίζονται στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 2 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

3.      Η παράγραφος 2 έχει εφαρμογή στα πρόσωπα που είναι ηθικοί αυτουργοί ή συμμετέχουν άλλως στη διάπραξη των εγκλημάτων ή πράξεων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο.»

10      Το άρθρο 23 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατήρηση της οικογενειακής ενότητας», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας που δεν πληρούν ατομικά τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της προστασίας αυτής να δικαιούνται να αιτηθούν τα ευεργετήματα των άρθρων 24 έως 35, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες και εφόσον αυτό συμβιβάζεται με το προσωπικό νομικό καθεστώς του μέλους της οικογένειας.

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή όταν το μέλος της οικογένειας αποκλείεται ή θα αποκλειόταν από τη διεθνή προστασία κατ’ εφαρμογή των κεφαλαίων ΙΙΙ και V.

4.      Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, τα κράτη μέλη δύνανται να αρνούνται, να περιορίζουν ή να ανακαλούν τα προαναφερόμενα ευεργετήματα για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.

5.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι το παρόν άρθρο έχει εφαρμογή και σε άλλους στενούς συγγενείς οι οποίοι συγκατοικούσαν με την οικογένεια ως τμήμα της κατά τον χρόνο αναχώρησης από τη χώρα καταγωγής, ήταν δε τότε εξαρτημένοι, εν όλω ή κατά κύριο λόγο, από τον δικαιούχο διεθνούς προστασίας.»

 Το γερμανικό δίκαιο

11      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Asylgesetz (νόμου περί του δικαιώματος ασύλου), της 26ης Ιουνίου 1992 (BGBl. 1992 I, σ. 1126), όπως δημοσιεύθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 1798), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: AsylG), ορίζει τα ακόλουθα:

«Ένας αλλοδαπός είναι πρόσφυγας κατά την έννοια της [Συμβάσεως της Γενεύης] όταν

1.      συνεπεία βάσιμου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα

2.      ευρίσκεται εκτός της χώρας (χώρας καταγωγής)

a)      της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας,

[…]».

12      Το άρθρο 26, παράγραφος 2, του AsylG προβλέπει τα ακόλουθα:

«Στο άγαμο τέκνο δικαιούχου του δικαιώματος ασύλου, το οποίο είναι ανήλικο κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση ασύλου, αναγνωρίζεται δικαίωμα ασύλου, κατόπιν αιτήσεώς του, εφόσον η αναγνώριση του αλλοδαπού ως δικαιούχου του δικαιώματος ασύλου έχει καταστεί απρόσβλητη και δεν μπορεί πλέον να ανακληθεί ή να ακυρωθεί.»

13      Το άρθρο 26, παράγραφος 4, του AsylG ορίζει ότι δεν καλύπτονται από το άρθρο αυτό μεταξύ άλλων τα άτομα που ανήκουν σε μια αποκλειόμενη κατηγορία η οποία προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95.

14      Το άρθρο 26, παράγραφος 5, του AsylG ορίζει τα εξής:

«Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και στα μέλη της οικογένειας, κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3, των δικαιούχων διεθνούς προστασίας. Οι έννοιες του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της επικουρικής προστασίας αντικαθιστούν εκείνες του έχοντος δικαίωμα ασύλου. […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης γεννήθηκε το 2017 στη Γερμανία από Τυνήσια μητέρα και Σύρο πατέρα.

16      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης έχει την τυνησιακή ιθαγένεια. Δεν έχει διαπιστωθεί αν διαθέτει επίσης και τη συριακή ιθαγένεια.

17      Τον Οκτώβριο του 2015 η Υπηρεσία χορήγησε στον πατέρα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης το καθεστώς πρόσφυγα. Η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η μητέρα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, η οποία γεννήθηκε στη Λιβύη και είχε δηλώσει ότι είχε εκεί τη συνήθη διαμονή της μέχρι την αναχώρησή της από το εν λόγω κράτος, δεν ευδοκίμησε.

18      Με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2017, η Υπηρεσία απέρριψε ως «προδήλως αβάσιμη» την αίτηση ασύλου η οποία είχε υποβληθεί στο όνομα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης μετά τη γέννησή της.

19      Με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019, το Verwaltungsgericht Cottbus (διοικητικό πρωτοδικείο του Cottbus, Γερμανία) ακύρωσε μεν την απόφαση αυτή με την αιτιολογία ότι η αίτηση ασύλου έπρεπε να απορριφθεί όχι ως «προδήλως αβάσιμη» αλλά ως «αβάσιμη», αλλά απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά. Το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κανένας φόβος διώξεων στην Τυνησία, χώρα ή μία από τις χώρες των οποίων είχε την ιθαγένεια. Εξάλλου, το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω προσφεύγουσα επίσης δεν μπορούσε να αντλήσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 26, παράγραφοι 2 και 5, του AsylG, δικαίωμα στο πλαίσιο της προστασίας της οικογένειας βάσει του καθεστώτος πρόσφυγα που είχε χορηγηθεί στον πατέρα της στη Γερμανία. Το ίδιο δικαστήριο έκρινε, ειδικότερα, ότι θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της επικουρικότητας της διεθνούς προστασίας να επεκταθεί η διεθνής προστασία στα άτομα τα οποία, ως υπήκοοι κράτους που είναι σε θέση να τους παράσχει προστασία, αποκλείονται από την κατηγορία των προσώπων που έχουν ανάγκη προστασίας.

20      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε αναίρεση («Revision») κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία).

21      Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, η προσφεύγουσα και νυν αναιρεσείουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι το καθεστώς πρόσφυγα πρέπει να χορηγείται στα ανήλικα τέκνα γονέων οι οποίοι έχουν διαφορετικές ιθαγένειες στο πλαίσιο της προστασίας της οικογένειας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26, παράγραφος 2, και του άρθρου 26, παράγραφος 5, πρώτη περίοδος, του AsylG, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία το εν λόγω καθεστώς αναγνωρίζεται σε έναν μόνον εκ των γονέων. Όπως υποστηρίζει, τούτο δεν αντιβαίνει στην αρχή της επικουρικότητας της διεθνούς προστασίας προσφύγων. Το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95 παρέχει τη δυνατότητα σε ένα κράτος μέλος, στις περιπτώσεις που έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία σε μέλος μιας οικογένειας, να προβλέπει την επέκταση της προστασίας αυτής σε άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας, με την προϋπόθεση ότι στο πρόσωπό τους δεν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 12 της οδηγίας αυτής και εφόσον η κατάστασή τους, λόγω της ανάγκης διατηρήσεως της οικογενειακής ενότητας, συνδέεται με τον σκοπό της διεθνούς προστασίας. Στο πλαίσιο της νομοθεσίας αυτής, πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των ανηλίκων και στο συμφέρον του τέκνου.

22      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης δεν μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα βάσει ιδίου δικαιώματος. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 1, τμήμα A, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως της Γενεύης, που εκφράζει την αρχή της επικουρικότητας της διεθνούς προστασίας των προσφύγων, προκύπτει ότι τα άτομα που έχουν δύο ή περισσότερες ιθαγένειες δεν μπορούν να ζητούν το καθεστώς πρόσφυγα όταν μπορούν να τεθούν υπό την προστασία ενός των χωρών των οποίων έχουν την ιθαγένεια. Με αυτόν τον τρόπο πρέπει να ερμηνευτεί επίσης το άρθρο 2, στοιχεία δʹ και ιδʹ, της οδηγίας 2011/95. Μόνον το άτομο που στερείται προστασίας διότι δεν μπορεί να τύχει αποτελεσματικής προστασίας εκ μέρους της χώρας καταγωγής του, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιδʹ, της οδηγίας αυτής, θεωρείται πρόσφυγας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας. Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, óμως, μπορεί να τύχει αποτελεσματικής προστασίας στην Τυνησία, χώρα της οποίας έχει την ιθαγένεια.

23      Εντούτοις, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης πληροί τις προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο γερμανικό δίκαιο, για να της αναγνωριστεί το καθεστώς πρόσφυγα ως άγαμο ανήλικο τέκνο γονέα στον οποίο έχει χορηγηθεί το εν λόγω καθεστώς. Συγκεκριμένα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26, παράγραφος 2, και του άρθρου 26, παράγραφος 5, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του AsylG, πρέπει να αναγνωρίζεται, προς προστασία της οικογένειας στο πλαίσιο του ασύλου, παράγωγο καθεστώς πρόσφυγα και σε τέκνο που έχει γεννηθεί στη Γερμανία και έχει, από τον έτερο γονέα του, ιθαγένεια τρίτου κράτους, στο έδαφος του οποίου δεν υφίσταται διώξεις.

24      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ωστόσο αν μια τέτοια ερμηνεία του γερμανικού δικαίου είναι σύμφωνη προς την οδηγία 2011/95.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 3 της οδηγίας [2011/95] την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη της νομοθεσίας κράτους μέλους δυνάμει της οποίας επιβάλλεται η χορήγηση παράγωγου καθεστώτος πρόσφυγα σε ανήλικο και άγαμο τέκνο προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα (δυνάμει της προστασίας της οικογενείας στο πλαίσιο παροχής ασύλου) ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω τέκνο –μέσω του έτερου γονέα του– έχει εν πάση περιπτώσει την ιθαγένεια και άλλης χώρας, διαφορετικής από τη χώρα καταγωγής του πρόσφυγα, υπό την προστασία της οποίας δύναται να θέσει εαυτό;

2)      Έχει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας [2011/95] την έννοια ότι ο περιορισμός, κατά τον οποίον τα μέλη της οικογένειας δικαιούνται να αιτηθούν τα ευεργετήματα των άρθρων 24 έως 35 της οδηγίας αυτής μόνον εφόσον τούτο συνάδει με το προσωπικό νομικό καθεστώς του μέλους της οικογένειας, απαγορεύει, υπό τις περιγραφόμενες στο πρώτο ερώτημα περιστάσεις, τη χορήγηση στο ανήλικο τέκνο παράγωγου καθεστώτος πρόσφυγα;

3)      Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα το κατά πόσον είναι εφικτό και εύλογα αποδεκτό για το τέκνο και τους γονείς του να εγκατασταθούν στη χώρα της οποίας την ιθαγένεια έχουν το τέκνο και η μητέρα του, υπό την προστασία της οποίας δύνανται να θέσουν εαυτούς και η οποία δεν ταυτίζεται με τη χώρα καταγωγής του πρόσφυγα (πατέρα), ή αρκεί ότι η οικογενειακή ενότητα μπορεί να διαφυλαχθεί εντός της εθνικής επικράτειας βάσει των κείμενων διατάξεων περί δικαιώματος διαμονής;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

26      Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να χορηγεί, δυνάμει ευνοϊκότερων εθνικών διατάξεων για σκοπούς διατήρησης της οικογενειακής ενότητας, παράγωγο καθεστώς πρόσφυγα στο άγαμο ανήλικο τέκνο υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο το εν λόγω καθεστώς έχει αναγνωριστεί κατ’ εφαρμογήν του συστήματος που θεσπίζεται από την οδηγία αυτή, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία το τέκνο έχει γεννηθεί στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού και έχει, από τον έτερο γονέα του, την ιθαγένεια άλλης τρίτης χώρας στο έδαφος της οποίας δεν διατρέχει κίνδυνο διώξεως. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν είναι κρίσιμο, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, το ζήτημα αν είναι δυνατό και ευλόγως αποδεκτό, για το τέκνο και τους γονείς του, να εγκατασταθούν στο έδαφος της τελευταίας αυτής τρίτης χώρας.

27      Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας και του σκοπού της και κατά τρόπο σύμφωνο με τη Σύμβαση της Γενεύης και τις λοιπές συναφείς συμβάσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η ερμηνεία αυτή, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 της εν λόγω οδηγίας, πρέπει επίσης να είναι σύμφωνη προς τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Καθεστώς πρόσφυγα ενός ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής), C‑507/19, EU:C:2021:3, σκέψη 39].

28      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα υποβαλλόμενα ερωτήματα, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα τέκνο ευρισκόμενο σε κατάσταση όπως η περιγραφόμενη στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση, ατομικά, του καθεστώτος πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν του συστήματος που θεσπίζεται με την οδηγία 2011/95.

29      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρόσφυγας είναι μεταξύ άλλων ο «υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας».

30      Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι για την ιδιότητα του πρόσφυγα πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις, οι οποίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και αφορούν, αφενός, τον φόβο διώξεως και, αφετέρου, την έλλειψη προστασίας από πράξεις διώξεως εκ μέρους της τρίτης χώρας της οποίας ο ενδιαφερόμενος έχει την ιθαγένεια (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Secretary of State for the Home Department, C‑255/19, EU:C:2021:36, σκέψη 56).

31      Ο εν λόγω ορισμός επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τον ορισμό που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης. Η τελευταία αυτή διάταξη διευκρινίζει óμως ότι, «[ε]ν ή περιπτώσει πρόσωπόν τι είναι υπήκοος πλειόνων χωρών, ο όρος “ης έχει την υπηκοότητα” αναφέρεται εις μίαν εκάστην των χωρών ων το πρόσωπον τούτο είναι υπήκοος» και ότι «[δ]εν θεωρείται στερούμενον της υπό της χώρας ης έχει την υπηκοότητα παρεχομένης προστασίας πρόσωπον όπερ άνευ αιτίας βασιζομένης επί δεδικαιολογημένου φόβου δεν έκαμε χρήσιν της υφ’ ετέρας των χωρών ων κέκτηται την υπηκοότητα παρεχομένης προστασίας».

32      Καίτοι η εν λόγω διευκρίνιση, η οποία συνιστά έκφραση της αρχής της επικουρικότητας της διεθνούς προστασίας, δεν περιλήφθηκε ρητώς στην οδηγία 2011/95, προκύπτει ωστόσο από το άρθρο 2, στοιχείο ιδʹ, αυτής ότι καθεμία από τις χώρες των οποίων ο εκάστοτε αιτών έχει ενδεχομένως την ιθαγένεια πρέπει να λογίζεται ως «χώρα καταγωγής» για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

33      Ως εκ τούτου, από την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 2, στοιχείο ιδʹ, της οδηγίας 2011/95 απορρέει ότι ο αιτών που έχει την ιθαγένεια περισσότερων της μίας τρίτων χωρών δεν λογίζεται ως στερούμενος προστασίας παρά μόνον αν δεν μπορεί ή, λόγω φόβου διώξεων, δεν επιθυμεί να τεθεί υπό την προστασία καμιάς από τις χώρες αυτές. Η εν λόγω ερμηνεία επιβεβαιώνεται εξάλλου από το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής, δυνάμει του οποίου, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ατομική αξιολόγηση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβάνεται το αν μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι ο αιτών θα μπορεί να τύχει προστασίας εκ μέρους άλλης χώρας της οποίας ενδέχεται να έχει την ιθαγένεια.

34      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης θα μπορούσε να τύχει αποτελεσματικής προστασίας στην Τυνησία, τρίτη χώρα της οποίας έχει την ιθαγένεια, λόγω της μητέρας της. Το δικαστήριο αυτό υπογραμμίζει, συναφώς, ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Τυνησίας δεν θα ήταν διατεθειμένη ή σε θέση να παράσχει στην αναιρεσείουσα της κύριας δίκης την αναγκαία προστασία από διώξεις και από τυχόν απέλαση στη Συρία, χώρα καταγωγής του πατέρα της, στον οποίο οι γερμανικές αρχές χορήγησαν το καθεστώς πρόσφυγα, ή προς άλλη τρίτη χώρα.

35      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του συστήματος που θεσπίζεται με την οδηγία 2011/95, μια αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ατομικά, απλώς και μόνον επειδή ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος έχει βάσιμο φόβο διώξεως ή αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης όταν αποδεικνύεται ότι, παρά τη σχέση με το εν λόγω μέλος της οικογένειας και την κατά κανόνα απορρέουσα εξ αυτού ιδιαιτέρως ευάλωτη θέση, όπως υπογραμμίζει η αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας αυτής, ο αιτών δεν αντιμετωπίζει ο ίδιος απειλές διώξεως ή σοβαρής βλάβης (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova, C‑652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 50).

36      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2011/95 δεν προβλέπει την επέκταση, με παράγωγο τρόπο, του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας στα μέλη της οικογένειας του προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς αυτό τα οποία δεν πληρούν ατομικά τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος. Πράγματι, από το άρθρο 23 της ως άνω οδηγίας απορρέει ότι αυτό επιβάλλει απλώς στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διαμορφώσουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπον ώστε τέτοια μέλη της οικογένειας να μπορούν να έχουν, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες και εφόσον τούτο είναι σύμφωνο προς την προσωπική νομική κατάσταση των ως άνω μελών της οικογένειας, ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως, μεταξύ άλλων, η άδεια διαμονής και η πρόσβαση στην απασχόληση ή στην εκπαίδευση, τα οποία αποσκοπούν στη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova, C‑652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 68).

37      Εξάλλου, από την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2011/95, που ορίζει την έννοια των «μελών της οικογένειας» για τις ανάγκες της εν λόγω οδηγίας, και του άρθρου 23, παράγραφος 2, αυτής προκύπτει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν πρόσβαση στα ως άνω πλεονεκτήματα δεν επεκτείνεται στα τέκνα του δικαιούχου διεθνούς προστασίας τα οποία έχουν γεννηθεί εντός του κράτους μέλους υποδοχής στο πλαίσιο μιας οικογένειας που δημιουργήθηκε εντός του κράτους αυτού.

38      Τρίτον, προκειμένου να προσδιοριστεί αν ένα κράτος μέλος μπορεί ωστόσο να χορηγεί για σκοπούς διατήρησης της οικογενειακής ενότητας παράγωγο καθεστώς πρόσφυγα σε τέκνο ευρισκόμενο σε κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95 παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ «ευνοϊκότερες διατάξεις για να καθορίζουν το ποιος δικαιούται να θεωρηθεί πρόσφυγας ή πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία και το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την [εν λόγω] οδηγία».

39      Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι από το γράμμα της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2011/95, προκύπτει ότι οι ευνοϊκότερες διατάξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 3 της οδηγίας μπορούν να συνίστανται στον καθορισμό λιγότερο αυστηρών προϋποθέσεων χορήγησης σε υπήκοο τρίτης χώρας ή σε απάτριδα (ανιθαγενή) του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova, C‑652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 70).

40      Όσον αφορά τη διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο 3, κατά την οποία τυχόν ευνοϊκότερη διάταξη πρέπει να είναι σύμφωνη προς την οδηγία 2011/95, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ευνοϊκότερη διάταξη δεν πρέπει να θίγει την όλη οικονομία ή τους σκοπούς της οδηγίας αυτής. Απαγορεύονται, ειδικότερα, διατάξεις βάσει των οποίων μπορεί να χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς ευρισκόμενους σε καταστάσεις που ουδόλως σχετίζονται με τη λογική της διεθνούς προστασίας (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova, C‑652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Πάντως, η αυτόματη, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα για μέλη της οικογένειας προσώπου στο οποίο έχει αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή στο πλαίσιο του συστήματος της οδηγίας 2011/95 δεν είναι εξ ορισμού ασύμβατη με τη λογική της διεθνούς προστασίας (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova, C‑652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 72).

42      Πράγματι, αφενός, υπογραμμίζοντας στην τελική πράξη της συνδιασκέψεως των πληρεξουσίων των Ηνωμένων Εθνών για το καθεστώς των προσφύγων και των ανιθαγενών, της 25ης Ιουλίου 1951, η οποία κατάρτισε το κείμενο της Συμβάσεως της Γενεύης, ότι «η οικογενειακή ενότητα […] είναι ένα ουσιώδες δικαίωμα του πρόσφυγα» και συστήνοντας στα συμβαλλόμενα κράτη «να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της οικογένειας του πρόσφυγα και ειδικότερα για […] τη διατήρηση της ενότητας της οικογένειας του πρόσφυγα», οι συντάκτες της ως άνω συμβάσεως δημιούργησαν μια στενή σχέση μεταξύ τέτοιων μέτρων και της λογικής της διεθνούς προστασίας. Η ύπαρξη της σχέσεως αυτής επιβεβαιώθηκε, εξάλλου, επανειλημμένως από τα όργανα της UNHCR.

43      Αφετέρου, η ίδια η οδηγία 2011/95 αναγνωρίζει την ύπαρξη της εν λόγω σχέσεως επιβάλλοντας, με γενικούς όρους, στο άρθρο 23, παράγραφος 1, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

44      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αυτόματη επέκταση, με παράγωγο τρόπο, του καθεστώτος πρόσφυγα στο ανήλικο τέκνο ατόμου στο οποίο έχει χορηγηθεί το εν λόγω καθεστώς, ανεξαρτήτως του αν το τέκνο αυτό πληροί ή όχι ατομικά τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση του ως άνω καθεστώτος, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία το τέκνο αυτό έχει γεννηθεί εντός του κράτους μέλους υποδοχής, όπως προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη η οποία, όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, επιδιώκει την προστασία της οικογένειας και τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, έχει σχέση με τη λογική της διεθνούς προστασίας.

45      Εντούτοις, σημειώνεται ότι ενδέχεται να υπάρχουν καταστάσεις όπου μια τέτοια αυτόματη επέκταση, με παράγωγο τρόπο και για σκοπούς διατήρησης της οικογενειακής ενότητας, του καθεστώτος πρόσφυγα στο ανήλικο τέκνο ατόμου στο οποίο έχει χορηγηθεί το εν λόγω καθεστώς θα είναι, παρά την ύπαρξη τέτοιας σχέσεως, ασυμβίβαστη προς την οδηγία 2011/95.

46      Πράγματι, αφενός, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού των περιλαμβανόμενων στην οδηγία 2011/95 λόγων αποκλεισμού, ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη της αξιοπιστίας του συστήματος διεθνούς προστασίας που αυτή προβλέπει, τηρουμένης της Συμβάσεως της Γενεύης, η επιφύλαξη του άρθρου 3 της ως άνω οδηγίας απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις που χορηγούν το προβλεπόμενο από την οδηγία αυτή καθεστώς του πρόσφυγα σε πρόσωπο που έχει αποκλειστεί από αυτό δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψη 115).

47      Όπως όμως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 26, παράγραφος 4, του AsylG αποκλείει την επέκταση σε τέτοια πρόσωπα του καθεστώτος πρόσφυγα το οποίο προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω άρθρου 26, παράγραφοι 2 και 5.

48      Αφετέρου, από το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποκλείσει το ενδεχόμενο τα πλεονεκτήματα που παρέχονται στον δικαιούχο διεθνούς προστασίας να επεκτείνονται σε μέλος της οικογένειας του δικαιούχου αυτού όταν τούτο δεν συμβιβάζεται με την προσωπική νομική κατάσταση του εν λόγω μέλους της οικογένειας.

49      Από το ιστορικό θεσπίσεως της ως άνω διατάξεως και από το περιεχόμενο της προβλεπόμενης σε αυτήν επιφυλάξεως προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή και στην περίπτωση στην οποία ένα κράτος μέλος αποφασίζει ότι δεν πρέπει να περιοριστεί στην επέκταση των πλεονεκτημάτων, αλλά επιθυμεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής, να θεσπίσει ευνοϊκότερους κανόνες βάσει των οποίων το καθεστώς που χορηγείται σε δικαιούχο διεθνούς προστασίας επεκτείνεται αυτομάτως στα μέλη της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως του αν αυτά πληρούν ατομικά τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του ως άνω καθεστώτος.

50      Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι η επιφύλαξη που περιλαμβάνεται πλέον στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 είχε προταθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της οδηγίας 2004/83, της οποίας η οδηγία 2011/95 συνιστά αναδιατύπωση και της οποίας το άρθρο 23 αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στο ίδιο άρθρο της τελευταίας αυτής οδηγίας. Η ως άνω πρόταση αφορούσε την πρόταση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία προέβλεπε την υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν «ώστε τα μέλη της οικογένειάς τους που συνοδεύουν τους αιτούντες διεθνή προστασία να έχουν το ίδιο καθεστώς με αυτούς». Το Κοινοβούλιο πρότεινε μεν την επέκταση της ως άνω υποχρεώσεως ώστε να περιλάβει τα μέλη της οικογένειας που έρχονται αργότερα να συναντήσουν τους αιτούντες, θεώρησε ωστόσο ότι έπρεπε να προστεθεί η εν λόγω επιφύλαξη προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα μέλη της οικογένειας «μπορούν να έχουν ίδια νομική κατάσταση διαφορετική από [εκείνη του αιτούντος], που μπορεί να μην είναι συμβατή με τη διεθνή προστασία» [βλ. την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2002, επί της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών και των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους COM(2001) 510, A 5-0333/2002 τελικό, τροποποίηση 22 (ΕΕ 2002, C 51 E, σ. 325)].

51      Τελικά, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέσπισε την εν λόγω υποχρέωση. Διατήρησε ωστόσο την επιφύλαξη συμβατότητας και περιορίστηκε να επιβάλει στα κράτη μέλη, με το άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 2, των οδηγιών 2004/83 και 2011/95, την υποχρέωση να μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας και να φροντίζουν ώστε τα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας τα οποία, ατομικά, δεν πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την παροχή της προστασίας αυτής να μπορούν να διεκδικήσουν ορισμένα πλεονεκτήματα, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες.

52      Επομένως, από το ιστορικό θεσπίσεως του εν λόγω άρθρου 23 προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος το οποίο, κατά την άσκηση της ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 3 των οδηγιών αυτών, επιθυμεί να θεσπίσει ή να διατηρήσει σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις δυνάμει των οποίων το καθεστώς που χορηγείται σε έναν τέτοιο δικαιούχο επεκτείνεται αυτομάτως στα μέλη της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως του αν αυτά πληρούν ή όχι ατομικά τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του εν λόγω καθεστώτος, οφείλει κατά την εφαρμογή των ως άνω κανόνων να μεριμνά για την τήρηση της επιφυλάξεως του άρθρου 23, παράγραφος 2.

53      Το δε περιεχόμενο της ως άνω επιφυλάξεως πρέπει να προσδιοριστεί υπό το πρίσμα του σκοπού του άρθρου 23 της οδηγίας 2011/95, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της διατήρησης της οικογενειακής ενότητας των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, και του ειδικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η επιφύλαξη αυτή.

54      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι θα ήταν, μεταξύ άλλων, ασύμβατο με την προσωπική νομική κατάσταση του τέκνου του δικαιούχου διεθνούς προστασίας το οποίο δεν πληροί ατομικά τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την παροχή της ως άνω προστασίας να επεκτείνονται σε αυτό τα πλεονεκτήματα που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 ή το καθεστώς που αναγνωρίζεται στον εν λόγω δικαιούχο όταν το τέκνο έχει την ιθαγένεια του κράτους μέλους υποδοχής ή άλλη ιθαγένεια η οποία, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την προσωπική του νομική κατάσταση, του παρέχει το δικαίωμα να τύχει καλύτερης μεταχειρίσεως εντός του κράτους μέλους αυτού έναντι εκείνης που προκύπτει από μια τέτοια επέκταση.

55      Η ερμηνεία αυτή της επιφυλάξεως που περιλαμβάνεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 λαμβάνει πλήρως υπόψη το μείζον συμφέρον του τέκνου, με γνώμονα το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη. Η αιτιολογική σκέψη 16 της εν λόγω οδηγίας υπογραμμίζει ρητώς ότι αυτή σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα που καθιερώνονται στον Χάρτη και ότι αποσκοπεί στην πραγμάτωση του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής, που διασφαλίζεται στο άρθρο 7 αυτής, και των δικαιωμάτων του τέκνου, που αναγνωρίζονται στο άρθρο 24 του Χάρτη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, στην παράγραφο 2 της τελευταίας αυτής διατάξεως, η υποχρέωση συνεκτιμήσεως του μείζονος συμφέροντός του [πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Μέλος της οικογένειας), C‑768/19, EU:C:2021:709, σκέψεις 36 έως 38].

56      Η ως άνω ερμηνεία συνάδει, εξάλλου, με εκείνη που προτείνει η UNHCR, καθόσον τα έγγραφα που αυτή εκδίδει έχουν ιδιαίτερη σημασία, λαμβανομένης υπόψη της αποστολής την οποία της αναθέτει η Σύμβαση της Γενεύης (απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, Bilali, C‑720/17, EU:C:2019:448, σκέψη 57).

57      Συναφώς, στα σχόλιά της επί της οδηγίας 2004/83 σχετικά με το άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 2 αυτής, «[η UNHCR] εκτιμά ότι στα μέλη της ίδιας οικογένειας πρέπει να χορηγείται το ίδιο καθεστώς με τον κύριο αιτούντα (παράγωγο καθεστώς)» και σημειώνει τα ακόλουθα: «[Η] αρχή της οικογενειακής ενότητας απορρέει από την τελική πράξη της συνδιασκέψεως του 1951 των πληρεξουσίων των Ηνωμένων Εθνών για το καθεστώς των προσφύγων και των ανιθαγενών καθώς και από το δίκαιο στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα περισσότερα κράτη μέλη της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] προβλέπουν ένα παράγωγο καθεστώς για τα μέλη της οικογένειας των προσφύγων. Από την πείρα [της UNHCR] απορρέει επίσης ότι αυτός είναι γενικά ο πλέον πρακτικός τρόπος ενέργειας. Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις στις οποίες δεν πρέπει να ακολουθηθεί η εν λόγω αρχή του παραγώγου καθεστώτος, ήτοι όταν τα μέλη της οικογένειας επιθυμούν να ζητήσουν άσυλο ατομικά ή όταν η χορήγηση του παράγωγου καθεστώτος είναι ασυμβίβαστη με την προσωπική τους κατάσταση, για παράδειγμα διότι είναι υπήκοοι της χώρας υποδοχής ή η ιθαγένειά τους τους παρέχει δικαίωμα καλύτερης μεταχειρίσεως».

58      Πάντως, με την επιφύλαξη επαληθεύσεως στην οποία απόκειται να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης είχε, λόγω της τυνησιακής ιθαγενείας της ή λόγω άλλου στοιχείου που χαρακτηρίζει την προσωπική νομική κατάστασή της, δικαίωμα για καλύτερη μεταχείριση στη Γερμανία έναντι εκείνου που απορρέει από την επέκταση, με παράγωγο τρόπο, του καθεστώτος πρόσφυγα που είχε χορηγηθεί στον πατέρα της, όπως προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη.

59      Τέλος, διαπιστώνεται ότι η συμβατότητα προς την οδηγία 2011/95, ιδίως προς την επιφύλαξη του άρθρου 23, παράγραφος 2, αυτής, μιας ευνοϊκότερης εθνικής διατάξεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ή της εφαρμογής της σε κατάσταση όπως αυτή της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης δεν εξαρτάται από το αν είναι δυνατόν και ευλόγως αποδεκτό, για την ίδια και τους γονείς της, να εγκατασταθούν στην Τυνησία.

60      Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 93 των προτάσεών του, ο δικαιολογητικός λόγος του άρθρου 23 της οδηγίας αυτής είναι η παροχή στον δικαιούχο διεθνούς προστασίας της δυνατότητας να απολαύει των δικαιωμάτων που του παρέχει η εν λόγω προστασία, διατηρώντας συγχρόνως την οικογενειακή του ενότητα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Επομένως, η ύπαρξη δυνατότητας της οικογένειας της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης να εγκατασταθεί στην Τυνησία δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ερμηνεία της επιφυλάξεως που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής υπό την έννοια ότι αποκλείει τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στην ίδια, δεδομένου ότι μια τέτοια ερμηνεία θα συνεπαγόταν ότι ο πατέρας της παραιτείται του δικαιώματος ασύλου που του έχει χορηγηθεί στη Γερμανία.

61      Επιπλέον, υπό τις συνθήκες αυτές, η εφαρμογή νομοθεσίας η οποία επιτρέπει την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα σε μέλη της οικογένειας προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί το εν λόγω καθεστώς, ενώ υφίσταται τέτοια δυνατότητα εγκαταστάσεως της οικογένειας αυτής σε τρίτη χώρα, δεν είναι ικανή να κλονίσει τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία η νομοθεσία αυτή δεν στερείται συνδέσμου με τη λογική της διεθνούς προστασίας.

62      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβαλλόμενα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να χορηγεί, δυνάμει ευνοϊκότερων εθνικών διατάξεων για σκοπούς διατήρησης της οικογενειακής ενότητας, παράγωγο καθεστώς πρόσφυγα στο ανήλικο τέκνο υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο έχει αναγνωριστεί το εν λόγω καθεστώς κατ’ εφαρμογήν του συστήματος που θεσπίζει η ως άνω οδηγία, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία το τέκνο έχει γεννηθεί στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού και έχει, από τον έτερο γονέα του, την ιθαγένεια άλλης τρίτης χώρας εντός της οποίας δεν διατρέχει κίνδυνο διώξεως, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται για το τέκνο κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας και ότι αυτό δεν έχει, λόγω της ιθαγένειάς του ή λόγω άλλου στοιχείου που χαρακτηρίζει την προσωπική νομική κατάστασή του, δικαίωμα σε καλύτερη μεταχείριση εντός του ως άνω κράτους μέλους έναντι εκείνης που απορρέει από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα. Δεν ασκεί επιρροή συναφώς το αν είναι δυνατό και ευλόγως αποδεκτό, για το τέκνο και τους γονείς του, να εγκατασταθούν σε αυτήν την άλλη τρίτη χώρα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να χορηγεί, δυνάμει ευνοϊκότερων εθνικών διατάξεων για σκοπούς διατήρησης της οικογενειακής ενότητας, παράγωγο καθεστώς πρόσφυγα στο ανήλικο τέκνο υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο έχει αναγνωριστεί το εν λόγω καθεστώς κατ’ εφαρμογήν του συστήματος που θεσπίζει η ως άνω οδηγία, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία το τέκνο έχει γεννηθεί στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού και έχει, από τον έτερο γονέα του, την ιθαγένεια άλλης τρίτης χώρας εντός της οποίας δεν διατρέχει κίνδυνο διώξεως, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται για το τέκνο κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας και ότι αυτό δεν έχει, λόγω της ιθαγένειάς του ή λόγω άλλου στοιχείου που χαρακτηρίζει την προσωπική νομική κατάστασή του, δικαίωμα σε καλύτερη μεταχείριση εντός του ως άνω κράτους μέλους έναντι εκείνης που απορρέει από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα. Δεν ασκεί επιρροή συναφώς το αν είναι δυνατό και ευλόγως αποδεκτό, για το τέκνο και τους γονείς του, να εγκατασταθούν σε αυτήν την άλλη τρίτη χώρα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.