Language of document : ECLI:EU:F:2007:175

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 17ης Οκτωβρίου 2007

Υπόθεση F-63/06

Luigi Mascheroni

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Καθήκον αρωγής το οποίο υπέχει η διοίκηση – Άρθρο 24 του ΚΥΚ – Ηθική παρενόχληση εκ μέρους του ιεραρχικώς προϊσταμένου – Έρευνα της IDOC – Άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο L. Mascheroni ζητεί κυρίως την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, της 14ης Ιουλίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η περί αρωγής αίτησή του, της 26ης Μαρτίου 2004, η οποία στηριζόταν σε προσβλητική και δυσφημιστική συμπεριφορά του ιεραρχικώς προϊσταμένου του, V. H.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως εν μέρει προδήλως αβάσιμη και εν μέρει προδήλως απαράδεκτη. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αντικείμενο – Διαταγή απευθυνόμενη προς τη διοίκηση – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

2.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που υπέχει η διοίκηση – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

3.      Διαδικασία – Δικόγραφο της προσφυγής – Εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

1.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας βάσει του άρθρου 91 του ΚΥΚ, να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα ή να προβαίνει σε επί της αρχής δηλώσεις.

(βλ. σκέψη 23)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Ιουνίου 1994, T‑94/92, X κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑149 και II‑481, σκέψη 33· 2 Ιουλίου 1997, T‑28/96, Chew κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑165 και II‑497, σκέψη 17· 11 Ιουλίου 2000, T‑134/99, Skrzypek κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑139 και II‑633, σκέψη 16· 2 Μαρτίου 2004, T‑14/03, Di Marzio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑43 και II‑167, σκέψη 63

2.      Δυνάμει της καθήκοντος υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η διοίκηση οφείλει, σε περίπτωση συμβάντος που δεν συνάδει με την τάξη και την ηρεμία της υπηρεσίας , να παρεμβαίνει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να απαντά με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούν οι συγκεκριμένες περιστάσεις, προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και να συναγάγει, εν γνώσει του θέματος, τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί ο υπάλληλος που αξιώνει την προστασία του θεσμικού του οργάνου να προσκομίσει αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Εν όψει τέτοιων στοιχείων, εναπόκειται στο οικείο θεσμικό όργανο να λάβει τα πρόσφορα μέτρα, διενεργώντας, μεταξύ άλλων, έρευνα, προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στην καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγείλαντα.

Συναφώς, μια τελική έκθεση της υπηρεσίας διοικητικής έρευνας και πειθαρχικών μέτρων, που είναι επιφορτισμένη, στο πλαίσιο της Επιτροπής, να διεξάγει διοικητικές έρευνες προς εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφανθεί, εν γνώσει του θέματος, όσον αφορά την αίτηση αρωγής, ουδόλως αποτελεί λήψη αποφάσεως επί της αιτήσεως αρωγής, αλλά την απάντηση στο αίτημα περί διεξαγωγής έρευνας σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, που της υπέβαλε η αρχή αυτή.

(βλ. σκέψεις 36, 40 και 41)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψεις 15 και 16

ΠΕΚ: 21 Απριλίου 1993, T‑5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑477, σκέψη 31· 5 Δεκεμβρίου 2000, T‑136/98, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑267 και II‑1225, σκέψη 42

3.      Δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του εν λόγω Οργανισμού, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να εκδικάσει την προσφυγή, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί συμπληρωματικές πληροφορίες. Για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επιβάλλεται, για το παραδεκτό μιας προσφυγής, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου.

Έτσι, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβαίνει απλώς σε αφηρημένη αναφορά των λόγων ακυρώσεως, περιοριζόμενος, ιδίως, στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβαίνει μια συγκεκριμένη διάταξη του ΚΥΚ, χωρίς να στηρίξει περαιτέρω τον ισχυρισμό αυτό διευκρινίζοντας σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή.

Συναφώς, μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, από αναφορές σε αποσπάσματα συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων, μια γενική αναφορά σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Το Δικαστήριο ΔΔ δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εξακριβώνει, στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 52, 53, 56 και 57)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 18 Νοεμβρίου 1992, T‑16/91, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2417, σκέψη 130· 16 Μαρτίου 1993, T‑33/89 και T‑74/89, Blackman κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑249, σκέψεις 64 και 65· 28 Απριλίου 1993, T‑85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑523, σκέψη 20· 17 Μαρτίου 1994, T‑43/91, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑91 και II‑297, σκέψεις 22· 21 Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motor Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49· 15 Ιουνίου 1999, T‑277/97, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1999, σ. II‑1825, σκέψη 29· 8 Δεκεμβρίου 2005, T‑91/04, Just κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑395 και II‑1801, σκέψη 35· 8 Δεκεμβρίου 2005, T‑92/04, Moren Abat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑399 και II‑1817, σκέψη 31· 5 Δεκεμβρίου 2006, T‑424/04, Αγγελίδης κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-323 και ΙΙ-Α-2-1649, σκέψεις 39 έως 42