Language of document : ECLI:EU:F:2009:149

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

Της 10ης Νοεμβρίου 2009 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση F‑14/08 DEP,

X, πρώην υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάτοικος Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

αιτούσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπουμένου από τις K. Zejdová και Ι. Αναγνωστοπούλου,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, H. Kreppel και S. Van Raepenbusch, δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με προσφυγή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 5 Φεβρουαρίου 2008, η X ζήτησε, αφενός, την ακύρωση της από 22 Ιουνίου 2007 γνωμοδότησης της επιτροπής αναπηρίας που την αφορά και της απόφασης της 27ης Ιουνίου 2007, με την οποία ο Διευθυντής Προσωπικού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έκρινε ότι η αιτούσα δεν έχει υποστεί μόνιμη, θεωρούμενη ως ολική, αναπηρία λόγω της οποίας αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά της, και, αφετέρου, την αναπομπή του φακέλου ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας προκειμένου αυτή να αποφανθεί εκ νέου για την περίπτωσή της.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Με διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 2008, το Δικαστήριο ΔΔ, αφενός, διέγραψε την υπόθεση F-14/08 από το πρωτόκολλό του λαμβάνοντας υπόψη την παραίτηση της αιτούσας και, αφετέρου, καταδίκασε το Κοινοβούλιο να φέρει, πέραν των δικών του εξόδων, και τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της αιτούσας.

3        Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 9ης Ιανουαρίου 2009, η αιτούσα ζήτησε από το Κοινοβούλιο να της αποδώσει το συνολικό ποσό των 12 939,87 ευρώ που αντιστοιχεί, κατ’ αυτήν, στα τρία τέταρτα της δικηγορικής αμοιβής και των εξόδων στην υπόθεση F-14/08.

4        Με έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2009, το Κοινοβούλιο έκρινε υπερβολική τη δικηγορική αμοιβή που ζητήθηκε.

5        Με επιστολή της 9ης Φεβρουαρίου 2009, η αιτούσα πρότεινε τότε τη μείωση του ποσού της οφειλόμενης δικηγορικής αμοιβής και των εξόδων σε 10 872,33 ευρώ.

6        Με έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2009, το Κοινοβούλιο εκτίμησε ότι το νέο ποσό των δικαστικών εξόδων που του εζητείτο να αποδώσει εξακολουθούσε να είναι υπερβολικό και δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένο να εξοφλήσει την υποβληθείσα κατάσταση εξόδων και δικαστικής αμοιβής μόνο μέχρι του ποσού των 6 000 ευρώ.

7        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 24 Απριλίου 2009, η αιτούσα υπέβαλε αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 92 του Κανονισμού Διαδικασίας.

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 4 Ιουνίου 2009, το Κοινοβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του σχετικά με την αίτηση αυτή.

 Αιτήματα των διαδίκων

9        Η αιτούσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να καθορίσει σε 12 939,87 ευρώ τα δικαστικά έξοδα που οφείλει το Κοινοβούλιο στην υπόθεση F‑14/08·

–        να καθορίσει σε 1 000 ευρώ τα δικαστικά έξοδα που οφείλει το Κοινοβούλιο στην υπόθεση F‑14/08 DEP·

–        να ορίσει ότι επί των ποσών αυτών οφείλονται τόκοι υπερημερίας, με επιτόκιο 6 %, και τούτο από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας διάταξης του Δικαστηρίου ΔΔ μέχρι την πληρωμή τους.

10      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει τα αιτήματα της αιτούσας·

–        να καθορίσει τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας κατά την κρίση του.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

11      Η αιτούσα υπενθυμίζει, προκαταρκτικώς, ότι ο κοινοτικός δικαστής, προς καθορισμό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, οφείλει, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων σχετικών με τις αμοιβές, να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της, καθώς και τις δυσκολίες της υπόθεσης, την απαιτηθείσα εργασία και το οικονομικό συμφέρον που διακυβεύεται για τους διαδίκους στο πλαίσιο της διαφοράς.

12      Εν προκειμένω, η αιτούσα υποστηρίζει ότι η διαφορά έθετε δυσεπίλυτα ζητήματα, ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής.

13      Η αιτούσα υποστηρίζει ότι το κατ’ αποκοπήν ποσό των 6 000 ευρώ που προτείνει το Κοινοβούλιο δεν επαρκεί προς κάλυψη των εξόδων στα οποία πράγματι υποβλήθηκε, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που αφιέρωσε ο εκπρόσωπός της ασχολούμενος με την υπόθεση. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο ουδόλως εξήγησε τον τρόπο υπολογισμού που επέλεξε για να καταλήξει στο ποσό αυτό. Απλώς αναφέρθηκε, γενικώς, στο κατ’ αποκοπήν ποσό των 3 000/3 500 ευρώ ανά διαδικαστική πράξη, το οποίο χρησιμοποιεί το Δικαστήριο ΔΔ προς εκτίμηση των εξόδων στο πλαίσιο των διαδικασιών φιλικού διακανονισμού.

14      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η αιτούσα εκτιμά ότι τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα των οποίων ζητεί την απόδοση είναι απολύτως δικαιολογημένα. Αφενός, ο αριθμός των 51,5 υπολογιζομένων ωρών απασχόλησης δεν είναι υπερβολικός, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων πράξεων που ήταν αντικειμενικώς απαραίτητες για τη δίκη (σύνταξη της προσφυγής, των παρατηρήσεων επί της αίτησης αναστολής της διαδικασίας και των παρατηρήσεων επί της ένστασης απαραδέκτου που εξέτασε αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο ΔΔ, παραίτηση από την προσφυγή). Αφετέρου, η ωριαία αμοιβή των 330 ευρώ που εφαρμόζει ο εκπρόσωπος της αιτούσας δεν είναι υπερεκτιμημένη, λαμβανομένης υπόψη της επαγγελματικής πείρας του τελευταίου, ο οποίος είναι καθηγητής ευρωπαϊκού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ελλάδα).

15      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, πρώτον, ότι το ύψος των ζητουμένων εξόδων είναι υπερεκτιμημένο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της σημασίας της διαφοράς. Συγκεκριμένα, η προσφυγή δεν παρουσίαζε καμία δυσκολία ως προς το παραδεκτό της ή επί της ουσίας.

16      Δεύτερον, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι οι 51,5 ώρες απασχόλησης του δικηγόρου της αιτούσας τις οποίες η ίδια επικαλείται δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικά απαραίτητες για τους σκοπούς της δίκης, δεδομένου ότι υπήρξε μία μόνο ανταλλαγή υπομνημάτων και δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Εκτιμά ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη της πείρας του δικηγόρου, των διακυβευμάτων και του βαθμού δυσκολίας της υπόθεσης, οι αντικειμενικά απαραίτητες ώρες απασχόλησης για τους σκοπούς της δίκης, που συνίσταται στη σύνταξη δικογράφου προσφυγής, στη σύνταξη παρατηρήσεων επί της αίτησης αναστολής και επί του παραδεκτού, στη σύνταξη πράξης παραίτησης και διαφόρων επιστολών, θα μπορούσαν να εκτιμηθούν το πολύ στις 34 ώρες. Εξάλλου, οι ωριαίες αμοιβές που εφάρμοσε ο δικηγόρος και ο συνεργάτης του στον επίδικο λογαριασμό δικηγορικής αμοιβής είναι υπερεκτιμημένες. Βάσει της συναφούς νομολογίας του κοινοτικού δικαστή, η ωριαία αμοιβή του δικηγόρου πρέπει να εκτιμάται στο ποσό των 215 έως 225 ευρώ και όχι των 330 ευρώ.

17      Τρίτον, το Κοινοβούλιο δεν αμφισβητεί το οικονομικό συμφέρον που αντιπροσώπευε η διαφορά για την αιτούσα.

18      Το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, το ποσό των εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν ανέρχεται στα 6 000 ευρώ, και τούτο ανεξαρτήτως της μεθόδου που επελέγη προς καθορισμό του ύψους των εξόδων που οφείλονται πραγματικά.

19      Το Κοινοβούλιο δεν αμφισβητεί, αντιθέτως, το ποσό των γενικών εξόδων που επικαλείται η αιτούσα. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι, αν το Δικαστήριο ΔΔ καταλήξει σε δικηγορική αμοιβή χαμηλότερη από το προτεινόμενο ποσό των 6 000 ευρώ, θα πρέπει να μειωθεί το ποσό των αποδιδομένων γενικών εξόδων, δεδομένου ότι αντιστοιχούν σε κλάσμα της δικηγορικής αμοιβής.

20      Όσον αφορά το αίτημα να καταδικαστεί το Κοινοβούλιο στην καταβολή των εξόδων της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων και των τόκων υπερημερίας, το καθού υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί καθόσον η κινηθείσα διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων οφείλεται αποκλειστικά στη στάση της αιτούσας, η οποία υπέβαλε κατάσταση με προδήλως υπερβολική δικηγορική αμοιβή και υπερβολικά έξοδα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

 Επί των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν

21      Καταρχάς, κατά το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν θεωρούνται «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή του εκπροσώπου, στον βαθμό που είναι απαραίτητα». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν περιορίζονται, αφενός, στα έξοδα τα οποία προέκυψαν στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ δίκης και, αφετέρου, στα απαραίτητα προς τούτο γενικά έξοδα (βλ., όσον αφορά τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα σύμφωνα με τον Κανονισμό Διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διάταξη του Πρωτοδικείου της 20ής Νοεμβρίου 2002, T‑171/00 DEP, Spruyt κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑225 και II‑1127, σκέψη 22· βλ., επίσης, διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 16ης Μαΐου 2007, F‑100/05 DEP, Χατζηιωαννίδου κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17). Εξάλλου, στον αιτούντα εναπόκειται να προσκομίσει δικαιολογητικά ικανά να αποδείξουν το υποστατό των εξόδων των οποίων ζητεί την απόδοση (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑7/98 DEP, T‑208/98 DEP και T‑109/99 DEP, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑219 και II‑973, σκέψη 42).

22      Δεύτερον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν είναι αρμόδιος να καθορίζει τις αμοιβές που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά το ποσό μέχρι του οποίου μπορούν να αναζητηθούν οι αμοιβές αυτές από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο. Αποφαινόμενος επί της αίτησης καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ο κοινοτικός δικαστής δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη τυχόν εθνική ρύθμιση σχετική με τις δικηγορικές αμοιβές, ούτε τυχόν συμφωνία συναφθείσα συναφώς μεταξύ του ενδιαφερομένου διαδίκου και των εκπροσώπων ή των συμβούλων του (βλ., π.χ. προμνησθείσα διάταξη Spruyt κατά Επιτροπής, σκέψη 25).

23      Τρίτον, επίσης κατά πάγια νομολογία, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων σχετικών με τις αμοιβές, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς του κοινοτικού δικαίου, καθώς και τις δυσκολίες της υπόθεσης, την έκταση της εργασίας που χρειάστηκε να επιτελέσουν οι εκπρόσωποι ή οι δικηγόροι στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας και τα οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται για τους διαδίκους στο πλαίσιο της διαφοράς (βλ., π.χ., προμνησθείσες διατάξεις Spruyt κατά Επιτροπής, σκέψη 26, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 32, και Χατζηιωαννίδου κατά Επιτροπής, σκέψη 20). Η ελευθερία εκτίμησης του κοινοτικού δικαστή μπορεί να τον οδηγήσει στον καθορισμό των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν σε ποσό χαμηλότερο από εκείνο το οποίο ο διάδικος που φέρει τα έξοδα θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει στον αντίδικο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Πρωτοδικείου της 2ας Ιουνίου 2009, T‑47/03 DEP, Sison κατά Συμβουλίου, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 48· βλ. κατ’ αναλογία, σχετικά με τη δυνατότητα του κοινοτικού δικαστή να αυξήσει το ποσό προστίμου που αμφισβητήθηκε ενώπιόν του, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψεις 61 και 62).

24      Βάσει αυτών των κριτηρίων πρέπει να εκτιμηθεί το ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν στην υπό κρίση περίπτωση.

 Όσον αφορά τη δικηγορική αμοιβή

25      Όσον αφορά τη σχετική με τις δυσκολίες της υπόθεσης προϋπόθεση, η προσφυγή που άσκησε η αιτούσα στο πλαίσιο υπαλληλικής υπόθεσης δεν φαίνεται να παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες. Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, από πλευράς κοινοτικού δικαίου, η υπόθεση παρουσίαζε περιορισμένο μόνον ενδιαφέρον.

26      Όσον αφορά την έκταση της εργασίας που συνδέεται με τη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, στον δικαστή εναπόκειται να λάβει υπόψη του τον συνολικό αριθμό ωρών απασχόλησης που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντικειμενικώς απαραίτητες για τη διεκπεραίωση της δίκης αυτής (βλ., π.χ., προμνησθείσα διάταξη Spruyt κατά Επιτροπής, σκέψη 29).

27      Εν προκειμένω, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι για τις ανάγκες της δίκης απαιτήθηκε η σύνταξη διαφόρων πράξεων (του δικογράφου της προσφυγής, των παρατηρήσεων επί της αίτησης αναστολής της διαδικασίας την οποία υπέβαλε το Κοινοβούλιο, των παρατηρήσεων επί της ένστασης απαραδέκτου που εξέτασε αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο ΔΔ, της αίτησης παραίτησης). Ωστόσο, σημειώνεται ότι ο απαιτηθείς χρόνος εργασίας για τη σύνταξη των εγγράφων αυτών δεν ήταν πάντοτε ο ίδιος, δεδομένου του άνισου βαθμού δυσκολίας των εν λόγω εγγράφων καθώς και του ότι δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

28      Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι ο αριθμός των 51,5 ωρών εργασίας που επικαλείται η αιτούσα είναι προδήλως υπερβολικός και ότι ο χρόνος αυτός, κατ’ ορθή εκτίμηση της έκτασης εργασίας που ήταν αντικειμενικώς απαραίτητη για τη διεκπεραίωση της δίκης, πρέπει να καθοριστεί στις 40 συνολικώς ώρες.

29      Όσον αφορά το οικονομικό συμφέρον που αντιπροσώπευε η διαφορά για την αιτούσα, παρατηρείται ότι η προσβληθείσα απόφαση η οποία την υποχρέωνε να επανέλθει στην εργασία της μπορούσε να έχει οικονομικές συνέπειες μιας κάποιας σημασίας. Άλλωστε, το Κοινοβούλιο δεν αμφισβητεί το οικονομικό αυτό συμφέρον.

30      Από την ανωτέρω ανάλυση απορρέει ότι η φύση και το ενδιαφέρον της παρούσας διαφοράς δεν δικαιολογούσαν ιδιαίτερα υψηλή δικηγορική αμοιβή. Κατά συνέπεια, η ωριαία αμοιβή των 330 ευρώ που διεκδικεί η αιτούσα κρίνεται υπερβολική. Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υπόθεσης, ωριαία αμοιβή 180 ευρώ μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπεύουσα την εύλογη αμοιβή των υπηρεσιών που απαιτεί μια υπαλληλική υπόθεση μέσης δυσκολίας (βλ. μεταξύ άλλων, σχετικά με υψηλότερη δικηγορική αμοιβή δικαιολογούμενη από τη δυσκολία της υπόθεσης, διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 1ης Ιουλίου 2009, F‑6/07 DEP, Suvikas κατά Συμβουλίου, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 31 και 32).

31      Κατά συνέπεια, η απαραίτητη δικηγορική αμοιβή με την οποία επιβαρύνθηκε η αιτούσα στο πλαίσιο της υπόθεσης F‑14/08 πρέπει να εκτιμηθεί στο ποσό των 7 200 ευρώ (ήτοι ωριαία αμοιβή 180 ευρώ επί 40 ώρες).

 Όσον αφορά τα γενικά έξοδα της δίκης

32      Όσον αφορά τα γενικά έξοδα της δίκης, η αιτούσα ζητεί ποσό 26,46 ευρώ για φωτοαντίγραφα, ποσό 189 ευρώ για αλληλογραφία ταχείας επίδοσης, ποσό 70 ευρώ για τηλεομοιοτυπίες, και κατ’ αποκοπήν ποσό 332,70 ευρώ για άλλα γενικά έξοδα αντιστοιχούντα στο 2 % της ζητουμένης δικηγορικής αμοιβής.

33      Εφόσον η αιτούσα δεν προσκόμισε κανένα δικαιολογητικό σχετικά με τις τρεις πρώτες προμνησθείσες κατηγορίες εξόδων που να καθιστά δυνατό να εκτιμηθεί το υποστατό και το ύψος τους, τα ζητούμενα ποσά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά ως έξοδα προκληθέντα λόγω της δίκης.

34      Ωστόσο, ο κοινοτικός δικαστής δέχθηκε ότι, ελλείψει ακριβών στοιχείων ως προς το ποσό των γενικών εξόδων και τη χρησιμοποίησή τους, το υποστατό αυτών των εξόδων δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί και ότι ήταν δυνατόν να καθοριστούν κατ’ αποκοπήν στο 5 % της δικηγορικής αμοιβής (διάταξη του Πρωτοδικείου της 26ης Ιανουαρίου 2006, T‑79/96 DEP και T‑260/97 DEP, Camar κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 71· προμνησθείσα διάταξη Χατζηιωαννίδου κατά Επιτροπής, σκέψη 31). Εν προκειμένω, τα γενικά έξοδα της δίκης μπορούν να εκτιμηθούν στο ποσό των 360 ευρώ.

 Επί των τόκων υπερημερίας

35      Πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 92 του Κανονισμού Διαδικασίας, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ΔΔ εμπίπτουν τόσον η αναγνώριση της υποχρέωσης καταβολής τόκων υπερημερίας επί καταδίκης στα δικαστικά έξοδα αποφασισθείσας από το Δικαστήριο ΔΔ όσο και ο καθορισμός του εφαρμοστέου επιτοκίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1995, C‑2/94 SA, ENU κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑2767, σκέψη 10).

36      Τίθεται, δεύτερον, το ζήτημα του παραδεκτού του αιτήματος περί καταβολής τόκων υπερημερίας. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι στα δίκαια των κρατών μελών γίνεται γενικώς δεκτό ότι η καθυστέρηση πληρωμής συνεπάγεται ζημία για την οποία πρέπει να αποζημιωθεί ο δανειστής. Το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει αυτή την υποχρέωση αποζημίωσης ως γενική αρχή του δικαίου (βλ., στον τομέα της εξωσυμβατικής ευθύνης, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1990, C‑152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑2477, σκέψη 32· βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1998, T‑202/96 και T‑204/96, von Löwis και Alvarez-Cotera κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2829, σκέψη 59, όσον αφορά την παράνομη είσπραξη του κοινοτικού φόρου, και της 9ης Οκτωβρίου 2002, T‑134/01, Hans Fuchs κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3909, σκέψη 56, στον τομέα της συμβατικής ευθύνης). Κατά πάγια, ωστόσο, νομολογία, το δικαίωμα διαδίκου προς απόδοση των δικαστικών εξόδων έχει ως νομικό τίτλο τη διάταξη που καθορίζει το ποσό των εν λόγω εξόδων. Συνεπώς, αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας επί των δυναμένων να αναζητηθούν εξόδων για περίοδο προγενέστερη της εν λόγω διάταξης πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουνίου 1993, T‑78/89 DEP, PPG Industries Glass κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑573, σκέψεις 28 και 29, καθώς και προμνησθείσα διάταξη De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 45).

37      Εν προκειμένω, η αιτούσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να καταδικάσει το Κοινοβούλιο να της καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του ποσού των αποδοτέων δικαστικών εξόδων, και τούτο από τον χρόνο δημοσίευσης της παρούσας διάταξης.

38      Από τις διατάξεις των άρθρων 81, 82 και 83 του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι οι διατάξεις του Δικαστηρίου ΔΔ δεν αποτελούν, ως τοιαύτες, αντικείμενο δημοσίευσης. Φέρουν απλώς την ημερομηνία της έκδοσής τους και αποκτούν υποχρεωτική ισχύ από την ημέρα της επίδοσής τους. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτούσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να ορίσει ότι τα δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα φέρουν τόκους υπερημερίας μόνον από την επίδοση της παρούσας διάταξης στους διαδίκους και μέχρι την πραγματική πληρωμή των εν λόγω εξόδων από το Κοινοβούλιο. Βάσει των ανωτέρω, το αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας είναι παραδεκτό και βάσιμο.

39      Το εφαρμοστέο επιτόκιο υπολογίζεται βάσει των επιτοκίων που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης που ισχύουν κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες, εφόσον δεν υπερβαίνει εκείνο του 6 % που ζήτησε η αιτούσα (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2004, T‑55/03, Brendel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑311 και II‑1437, σκέψη 154, και της 11ης Ιουλίου 2007, T‑351/03, Schneider Electric κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2237, σκέψη 346).

 Επί των εξόδων που προκλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων

40      Σε αντίθεση προς το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο προβλέπει ότι απόφαση για τα έξοδα λαμβάνεται με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη, το άρθρο 92 του εν λόγω κανονισμού δεν περιέχει ανάλογη διάταξη. Ο λόγος είναι ότι το Δικαστήριο ΔΔ, καθορίζοντας τα δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, λαμβάνει υπόψη του όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης μέχρι το χρονικό σημείο της έκδοσης της διάταξης περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων. Συνεπώς, δεν απαιτείται χωριστή απόφαση για τα έξοδα και τη δικηγορική αμοιβή που αφορούν την παρούσα διαδικασία (βλ., όσον αφορά τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου, διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Απριλίου 1975, 6/72, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, Rec. 1975, σ. 495, σκέψη 5· βλ., όσον αφορά τον Κανονισμό Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, προμνησθείσα διάταξη De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 46).

41      Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του αποτελέσματος της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων, από το οποίο προκύπτει ότι η διαδικασία αυτή οφείλεται αποκλειστικά στον δυσανάλογο χαρακτήρα των εξόδων που ζητεί η αιτούσα, το ζητηθέν ποσό των 1 000 ευρώ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαραίτητα έξοδα κατά την έννοια του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 6ης Ιανουαρίου 2004, C‑104/89 DEP, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑1, σκέψη 88· προμνησθείσα διάταξη Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 56).

42      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορεί να αναζητήσει η αιτούσα από το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της υπόθεσης F‑14/08 ανέρχεται, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής των εξόδων σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 18ης Δεκεμβρίου 2008, στο ποσό των 5 670 ευρώ (που αντιστοιχεί στα τρία τέταρτα του ποσού των 7 560 ευρώ), προσαυξημένο με τόκους βάσει του επιτοκίου που ορίζεται στη σκέψη 39 της παρούσας διάταξης.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

Το ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορεί να αναζητήσει η X στην υπόθεση F‑14/08 καθορίζεται σε 5 670 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία επίδοσης της παρούσας διάταξης έως την ημερομηνία πληρωμής. Το εφαρμοστέο επιτόκιο υπολογίζεται βάσει του επιτοκίου που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης και το οποίο θα ισχύει κατά τη διάρκεια της ως άνω περιόδου, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες, εφόσον δεν υπερβαίνει εκείνο του 6 % που ζήτησε η αιτούσα.

Λουξεμβούργο, 10 Νοεμβρίου 2009.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       S. Gervasoni

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.