Language of document : ECLI:EU:T:2023:252

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 17ης Μαΐου 2023 (*)

«Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Γερμανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Απόφαση με την οποία συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Παραδεκτό – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έννοια της “ενιαίας πράξης συγκέντρωσης” – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Δικαίωμα ακροάσεως – Οριοθέτηση της αγοράς – Περίοδος ανάλυσης – Ανάλυση της ισχύος στην αγορά – Καθοριστικός επηρεασμός – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Υποχρέωση επιμέλειας»

Στην υπόθεση T‑312/20,

EVH GmbH, με έδρα το Halle (Saale) (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους I. Zenke και T. Heymann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους G. Meessen και I. Zaloguin, επικουρούμενους από τους T. Funke και A. Dlouhy, δικηγόρους,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την S. Costanzo,

την

E.ON SE, με έδρα το Essen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους C. Grave, C. Barth και D.-J. dos Santos Goncalves, δικηγόρους,

και την

RWE AG, με έδρα το Essen, εκπροσωπούμενη από τους U. Scholz, J. Siegmund και J. Ziebarth, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise, P. Nihoul, R. Frendo και J. Martín y Pérez de Nanclares (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης και 16ης Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, EVH GmbH, ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2019) 1711 final της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2019, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση M.8871 – RWE/E.ON Assets) (ΕΕ 2020, C 111, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

2        Η RWE AG είναι εταιρία γερμανικού δικαίου η οποία, κατά τον χρόνο κοινοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης, δραστηριοποιούνταν σε όλη την αλυσίδα προμήθειας ενέργειας, περιλαμβανομένων των τομέων της παραγωγής, της χονδρικής προμήθειας, της μεταφοράς, της διανομής, του λιανικού εμπορίου ενέργειας, καθώς και των ενεργειακών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (όπως η μέτρηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, η ηλεκτροκίνηση κ.λπ.) (στο εξής: αγορά ηλεκτρικής ενέργειας). Η RWE και οι θυγατρικές της, περιλαμβανομένης της innogy SE, δραστηριοποιούνται σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, και συγκεκριμένα στο Βέλγιο, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στο Λουξεμβούργο, στην Ουγγαρία, στις Κάτω Χώρες, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Σλοβακία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

3        Η E.ON SE είναι εταιρία γερμανικού δικαίου η οποία, κατά τον χρόνο κοινοποίησης της σχεδιαζόμενης πράξης συγκέντρωσης, δραστηριοποιούνταν σε όλη την αλυσίδα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι επί της παραγωγής, της χονδρικής πώλησης, της διανομής και του λιανικού εμπορίου ηλεκτρικής ενέργειας. Η E.ON κατέχει και εκμεταλλεύεται εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

4        Η προσφεύγουσα είναι επιχείρηση γερμανικού δικαίου η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια τόσο από συμβατικές πηγές ενέργειας (στο εξής: ηλεκτρική ενέργεια από συμβατικές πηγές), μέσω πάρκου σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (στο εξής: ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές), μέσω των αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων της. Οι εγκαταστάσεις παραγωγής της προσφεύγουσας ευρίσκονται στη Γερμανία.

Β.      Το πλαίσιο της συγκέντρωσης

5        Η επίμαχη εν προκειμένω συγκέντρωση εντάσσεται στο πλαίσιο μιας σύνθετης ανταλλαγής στοιχείων ενεργητικού μεταξύ της RWE και της E.ON, την οποία οι δύο εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ανήγγειλαν στις 11 και 12 Μαρτίου 2018 (στο εξής: συνολική πράξη συγκέντρωσης). Συγκεκριμένα, μέσω της πρώτης πράξης, ήτοι της επίμαχης εν προκειμένω συγκέντρωσης, η RWE επιθυμεί να αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο ή τον από κοινού έλεγχο ορισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής της E.ON. Η δεύτερη πράξη συνίσταται στην απόκτηση από την E.ON αποκλειστικού ελέγχου των δραστηριοτήτων διανομής και λιανικού εμπορίου, καθώς και ορισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής της innogy, την οποία ελέγχει η RWE. Η τρίτη πράξη προβλέπει ότι η RWE αποκτά συμμετοχή ύψους 16,67 % στην E.ON.

6        Με έγγραφο της 17ης Απριλίου 2018 η προσφεύγουσα γνωστοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι επιθυμούσε να μετάσχει στη διαδικασία σχετικά με την πρώτη και τη δεύτερη πράξη συγκέντρωσης και, κατά συνέπεια, να λάβει τα σχετικά με αυτές έγγραφα.

7        Στις 26 Ιουνίου 2018 διεξήχθη σύσκεψη του εκπροσώπου της προσφεύγουσας και της Επιτροπής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας εξέθεσε στην Επιτροπή τις ανησυχίες της εντολέως του όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη πράξη συγκέντρωσης και την επιθυμία της να μετάσχει στις σχετικές διαδικασίες.

8        Στις 28 Αυγούστου 2018 διεξήχθη κατ’ ιδίαν συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας, κατά τη διάρκεια της οποίας η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις σχετικά με την πρώτη και τη δεύτερη πράξη συγκέντρωσης.

9        Η δεύτερη πράξη συγκέντρωσης κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή την 31η Ιανουαρίου 2019. Η Επιτροπή εξέδωσε, ως προς τη δεύτερη πράξη, την απόφαση C(2019) 6530 final, της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση M.8870 – E.ON/Innogy) (ΕΕ 2020, C 379, σ. 16, στο εξής: συγκέντρωση M.8870).

10      Η τρίτη πράξη συγκέντρωσης κοινοποιήθηκε στην Bundeskartellamt (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συμπράξεων, Γερμανία, στο εξής: ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων), η οποία την ενέκρινε με απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019 (υπόθεση B8-28/19, στο εξής: συγκέντρωση B8-28/19).

Γ.      Η διοικητική διαδικασία

11      Στις 22 Ιανουαρίου 2019 κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), πρόταση συγκέντρωσης μέσω της οποίας η RWE επιθυμούσε να αποκτήσει, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, τον αποκλειστικό ή τον από κοινού έλεγχο ορισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής της E.ON.

12      Την 31η Ιανουαρίου 2019 η Επιτροπή προέβη στη δημοσίευση εκ των προτέρων κοινοποίησης της παρούσας συγκέντρωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπόθεση M.8871 – RWE/E.ON Assets) (ΕΕ 2019, C 38, σ. 22, στο εξής: συγκέντρωση M.8871), σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004.

13      Οι εγκαταστάσεις παραγωγής της E.ON που αφορούν τη συγκέντρωση M.8871 περιλαμβάνουν, αφενός, τις οντότητες και τις συμμετοχές στις ακόλουθες οντότητες, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές:

–        E.ON Climate & Renewables GmbH (Γερμανία)·

–        Amrum Offshore West GmbH (Γερμανία)·

–        E.ON Climate & Renewables UK Limited (Ηνωμένο Βασίλειο)·

–        E.ON Climate & Renewables North America, LLC (Ηνωμένες Πολιτείες)·

–        E.ON Wind Sweden AB (Σουηδία)·

–        E.ON Climate & Renewables Italia Srl (Ιταλία)·

–        Arkona (Γερμανία), η οποία τέθηκε σε λειτουργία στις αρχές του 2019 και η παραγωγή της οποίας δεν λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό των αριθμητικών στοιχείων της παραγωγής της E.ON το 2017·

–        Delta Nordsee (Γερμανία), υπό κατασκευή κατά τον χρόνο εξέτασης της συγκέντρωσης.

14      Επιπλέον, η RWE απέκτησε συμμετοχή ύψους 60,08 % στη Rampion NewCo (Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία κατέχει το 50 % της Rampion Offshore Wind Limited (Ηνωμένο Βασίλειο), αποκτώντας με τον τρόπο αυτό έμμεση συμμετοχή ύψους 30,1 % στη Rampion Offshore Wind.

15      Οι εγκαταστάσεις παραγωγής της E.ON που αφορούν τη συγκέντρωση M.8871 περιλαμβάνουν, αφετέρου, τις συμμετοχές και τα σχετικά δικαιώματα ανάληψης σε εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας, ήτοι:

–        μειοψηφική συμμετοχή ύψους 12,5 % στην Kernkraftwerke Lippe-Ems GmbH (Γερμανία)·

–        μειοψηφική συμμετοχή ύψους 25 % στην Kernkraftwerk Gundremmingen GmbH (Γερμανία), καθώς και ποσοστό 25 % επί του καυσίμου, των πυρηνικών αποβλήτων και των ακινήτων που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής.

16      Στο πλαίσιο της εξέτασης της συγκέντρωσης M.8871, η Επιτροπή διενήργησε έρευνα αγοράς και, βάσει αυτού, διαβίβασε σε ορισμένες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας, ερωτηματολόγιο στο οποίο η προσφεύγουσα απάντησε στις 30 Ιανουαρίου 2019.

17      Με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 2019 η προσφεύγουσα επανέλαβε την επιθυμία της να μετάσχει στη διαδικασία που διεξήγαγε η Επιτροπή και, με την ευκαιρία αυτή, να τύχει ακρόασης από την Επιτροπή σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει το στάδιο εμπεριστατωμένης εξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 139/2004.

Δ.      Η προσβαλλόμενη απόφαση

18      Στις 26 Φεβρουαρίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Η συγκέντρωση M.8871 κηρύχθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά κατά το στάδιο εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004 και στο άρθρο 57 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).

19      Η Επιτροπή ανέλυσε κατ’ ουσίαν τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης M.8871 κυρίως στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία. Στο πλαίσιο της ανάλυσής της, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης M.8870 και τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης B8-28/19. Έλαβε επίσης υπόψη τον κίνδυνο που σχετίζεται με τις στρατηγικές παρακράτησης ισχύος και τις αναλύσεις «Residual Supply Index» (δείκτης εναπομένουσας προμήθειας, στο εξής: «RSI» ή «δείκτης RSI») που προσκόμισαν οι RWE και τρίτοι. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οφειλόμενη στις εγκαταστάσεις της E.ON αύξηση του μεριδίου αγοράς της RWE ήταν περιορισμένη και προσωρινή και ότι, επομένως, η συγκέντρωση M.8871 δεν δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή θεώρησε ότι το συμπέρασμά της δεν αναιρείται από τα λοιπά στοιχεία που προέβαλαν οι τρίτοι. Τέλος, η Επιτροπή ανέλυσε επίσης τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης M.8871 στην αγορά μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση της RWE με την Amprion GmbH, μίας εκ των τεσσάρων γερμανικών εταιριών διαχείρισης δικτύου μεταφοράς.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των δικηγορικών εξόδων και των εξόδων ταξιδίου στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

21      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την E.ON και τη RWE, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

22      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος, από εσφαλμένη κατάτμηση της ανάλυσης της συνολικής πράξης συγχώνευσης, ο δεύτερος, από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, ο τρίτος, από προσβολή του δικαιώματός της ακρόασης, ο τέταρτος, από προσβολή του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ο πέμπτος, από πρόδηλη πλάνη εκτίμησης και, ο έκτος, από παράβαση της υποχρέωσης επιμέλειας.

23      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η RWE.

Α.      Επί του παραδεκτού

24      Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η RWE προβάλλει το απαράδεκτο της προσφυγής λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας. Συναφώς, η RWE υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα δεν έχει ατομικό συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

25      Αφενός, η RWE υποστηρίζει ότι, πέραν του γενικού συμφέροντός της ως παράγοντα της αγοράς, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει τα στοιχεία που την εξατομικεύουν ειδικώς και τη χαρακτηρίζουν σε σχέση με τους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης και ανταγωνιστές. Αφετέρου, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι η γερμανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνει περιορισμένο αριθμό παραγωγών.

26      Η προσφεύγουσα αντιτάσσει ότι, από τυπικής απόψεως, η RWE δεν μπορεί, ως παρεμβαίνουσα, να προβάλει ένσταση απαραδέκτου, δεδομένου ότι οφείλει να περιοριστεί στα μέσα επίθεσης και άμυνας της Επιτροπής, προς στήριξη των οποίων παρεμβαίνει. Από ουσιαστικής απόψεως, η προσφεύγουσα αντικρούει τα επιχειρήματα της RWE.

27      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με τα αιτήματά της, η Επιτροπή ζήτησε μόνον να απορριφθεί η προσφυγή επί της ουσίας και δεν αμφισβήτησε την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας.

28      Πάντως, κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53 του ίδιου Οργανισμού, η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο τη στήριξη των αιτημάτων ενός εκ των διαδίκων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 142, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο στο οποίο αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρέμβασής του. Ως εκ τούτου, η RWE δεν νομιμοποιείται να προβάλει ένσταση απαραδέκτου και, επομένως, ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να εξετάσει τους λόγους απαραδέκτου που προέβαλε η RWE. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το κριτήριο, που εξαρτά το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά απόφασης της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης από την πλήρωση των προϋποθέσεων του παραδεκτού κατ’ άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μπορούν να εξετάζουν ανά πάσα στιγμή, ακόμη και αυτεπαγγέλτως (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonlinie κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑133/12 P, EU:C:2014:105, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει αυτεπαγγέλτως αν η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

29      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο μόνον εφόσον το αφορούν άμεσα και ατομικά.

30      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά.

31      Πρώτον, όσον αφορά τον άμεσο επηρεασμό της προσφεύγουσας, επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καθιστούσε δυνατή την άμεση υλοποίηση της συγκέντρωσης M.8871, ήταν ικανή να επιφέρει άμεση μεταβολή της κατάστασης των οικείων αγορών. Στο μέτρο κατά το οποίο η βούληση των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση M.8871 επιχειρήσεων να υλοποιήσουν την εν λόγω συγκέντρωση ήταν αδιαμφισβήτητη, οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην ή στις σχετικές αγορές μπορούσαν, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να θεωρήσουν βέβαιη μια άμεση ή ταχεία μεταβολή της κατάστασης της αγοράς (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, easyJet κατά Επιτροπής, T‑177/04, EU:T:2006:187, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντεύθεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, η οποία δραστηριοποιείται στην εν λόγω αγορά.

32      Δεύτερον, όσον αφορά τον ατομικό επηρεασμό της προσφεύγουσας, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, πρόσωπα διαφορετικά από τους αποδέκτες μιας απόφασης μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά μόνο εφόσον τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής κατάστασης που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της εν λόγω απόφασης (βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, easyJet κατά Επιτροπής, T‑177/04, EU:T:2006:187, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Στην περίπτωση απόφασης που διαπιστώνει ότι μια συγκέντρωση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, και όσον αφορά μια τρίτη επιχείρηση, πρέπει να καθοριστεί αν η εν λόγω απόφαση αφορά ατομικά την επιχείρηση αυτή με βάση, αφενός, τη συμμετοχή της στη διοικητική διαδικασία και, αφετέρου, τον επηρεασμό της θέσης της στην αγορά. Μολονότι η απλή συμμετοχή στη διαδικασία δεν αρκεί βεβαίως, αφ’ εαυτής, για να αποδειχθεί ότι η απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, ιδίως στον τομέα των συγκεντρώσεων των οποίων η ενδελεχής εξέταση απαιτεί τακτική επαφή με πολλές επιχειρήσεις, ωστόσο η ενεργός συμμετοχή της στη διοικητική διαδικασία αποτελεί στοιχείο που λαμβάνεται κατά κανόνα υπόψη από τη νομολογία στον τομέα του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένου του ειδικότερου τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, για να θεμελιωθεί, σε συνδυασμό με άλλες ειδικές περιστάσεις, το παραδεκτό της προσφυγής της (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, easyJet κατά Επιτροπής, T‑177/04, EU:T:2006:187, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας και κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τον λόγο απαραδέκτου που επροτίθετο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως.

35      Πρώτον, όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διοικητική διαδικασία σχετικά με τη συγκέντρωση M.8871, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή, με έγγραφο της 17ης Απριλίου 2018 και, εν συνεχεία, έτυχε ακρόασης κατά τη διάρκεια κατ’ ιδίαν συνάντησης στις 28 Αυγούστου 2018. Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η προσφεύγουσα απέστειλε, στις 18 Οκτωβρίου 2018, έγγραφο με σκοπό τη συμπλήρωση των παρατηρήσεων που είχε υποβάλει κατά τη σύσκεψη της 28ης Αυγούστου 2018.

36      Με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή μελέτη που εκπόνησε, κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας, η Oxera Consulting LLP, επιχείρηση οικονομικών συμβούλων, με τίτλο «Transaktion zwischen E.ON und RWE: Auswirkungen auf Erstabsatz- und Regelenergiemarkt» (Πράξη μεταξύ της E.ON και της RWE: συνέπειες στις αγορές της πρώτης πώλησης και εξισορρόπησης), της 29ης Νοεμβρίου 2018 (στο εξής: μελέτη Oxera), στην οποία προσάρτησε, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 25ης Ιανουαρίου 2019, τη βάση δεδομένων που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση της εν λόγω μελέτης.

37      Τέλος, η προσφεύγουσα έλαβε, στις 24 Ιανουαρίου 2019, το ερωτηματολόγιο σχετικά με την έρευνα αγοράς της Επιτροπής, στο οποίο απάντησε στις 30 Ιανουαρίου 2019.

38      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα, κατόπιν υποβολής στην Επιτροπή παρατηρήσεων σχετικά με τη συγκέντρωση M.8871 μέσω εγγράφων, στο πλαίσιο κατ’ ιδίαν συνάντησης, προσκομίζοντας μελέτη αντικτύπου της συγκέντρωσης στην αγορά, ήτοι τη μελέτη Oxera, καθώς και απαντώντας στην έρευνα αγοράς, μετέσχε ενεργά στη διαδικασία, στοιχείο το οποίο δεν αμφισβητείται, άλλωστε, από τους λοιπούς διαδίκους.

39      Δεύτερον, όσον αφορά τον ατομικό επηρεασμό της θέσης της προσφεύγουσας στην αγορά, από τα υπομνήματα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι παρεμβαίνει, ως δημοτική επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας, σε όλα τα επίπεδα της αξιακής αλυσίδας, περιλαμβανομένης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και είναι, ως εκ τούτου, ανταγωνιστής των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων. Οι λοιποί διάδικοι δεν αμφισβήτησαν τη συγκεκριμένη περιγραφή της δραστηριότητας της προσφεύγουσας.

40      Αντιθέτως, η RWE εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι η ιδιότητα του ανταγωνιστή της προσφεύγουσας είναι μια απλή αντικειμενική ιδιότητα, η οποία δεν τη διακρίνει σε σχέση με τους λοιπούς ανταγωνιστές που βρίσκονται, πραγματικά ή δυνητικά, στην ίδια κατάσταση. Υπ’ αυτήν την έννοια, η RWE υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της ιδίας και των λοιπών ανταγωνιστών όταν εκθέτει τις συνέπειες της συγκέντρωσης στην ανταγωνιστική κατάστασή της.

41      Εξάλλου, απαντώντας στις ερωτήσεις που το Γενικό Δικαστήριο έθεσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι αναγνώρισαν ότι σημασία δεν είχε να εξακριβωθεί αν η προσφεύγουσα ήταν βασικός ανταγωνιστής της RWE και της E.ON, αλλά αν είχε αποδείξει ότι επηρεάστηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω ειδικών συνθηκών.

42      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η ανταγωνιστική θέση της θα επηρεαστεί από τη συγκέντρωση M.8871 στο μέτρο που, μεταβάλλοντας τη διάρθρωση της γερμανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η συγκέντρωση θα μειώσει την αξία των σημαντικών επενδύσεων που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα και που υπολογίστηκαν μακροπρόθεσμα λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη μιας αποκεντρωμένης και ολοένα και πιο ελαστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

43      Είναι αληθές ότι το επιχείρημα αυτό μπορούν να προβάλουν και άλλοι ανταγωνιστές πέραν της προσφεύγουσας οι οποίοι βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση.

44      Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι το εν λόγω επιχείρημα αφορά την κατάσταση της προσφεύγουσας και ότι, επιπλέον, η προσφεύγουσα διατύπωσε, κατά τη διάρκεια τόσο της διοικητικής διαδικασίας όσο και της ένδικης διαδικασίας, τον έντονο προβληματισμό που της δημιουργεί η επίμαχη συγκέντρωση επισημαίνοντας, επανειλημμένως, ότι θα επηρεαστεί η ανταγωνιστική θέση της.

45      Συναφώς, η προσφεύγουσα επισήμανε στο Γενικό Δικαστήριο τα διάφορα έργα που σχετίζονται με τον εκσυγχρονισμό και την κατασκευή σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας τα οποία θα επηρεαστούν από τη συγκέντρωση M.8871. Τα σχέδια αυτά, τα οποία εκτίθενται λεπτομερώς στο δικόγραφο της προσφυγής, εκτείνονται έως το 2035 και βασίζονται στην παραδοχή της ανυπαρξίας της συγκέντρωσης M.8871. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι ορισμένες επενδύσεις σε νέα δυναμικότητα χάνουν αξία λόγω της αυξανόμενης συγκέντρωσης της αγοράς και του αυξημένου περιθωρίου ελιγμών της RWE μετά τη συγκέντρωση M.8871.

46      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών της υπό κρίση υπόθεσης, και ειδικότερα της σημαντικής συμμετοχής της προσφεύγουσας στη διοικητική διαδικασία, της ιδιότητάς της ως ανταγωνιστή των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων και του δυνητικού αντικτύπου στην αξία ορισμένων επενδύσεων που προσδιορίζει ειδικώς η προσφεύγουσα μετά τη συγκέντρωση, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα.

47      Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

Β.      Επί της ουσίας

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

48      Υπενθυμίζεται ότι, όταν η Επιτροπή προβαίνει στον έλεγχο συγκέντρωσης υπό την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 139/2004, πραγματοποιεί έναν αρχικό έλεγχο για να διαπιστώσει αν η συγκέντρωση εγείρει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπό εξέταση συγκέντρωση εγείρει τέτοιες αμφιβολίες, τότε κινεί δεύτερο στάδιο ελέγχου, κατά το πέρας του οποίου πρέπει να αποφασίσει αν η συγκέντρωση παρακωλύει σοβαρά τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, υπό την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού 139/2004 (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013, Cisco Systems και Messagenet κατά Επιτροπής, T‑79/12, EU:T:2013:635, σκέψη 45).

49      Μολονότι, πράγματι, το άρθρο 6 του κανονισμού 139/2004, σε αντίθεση με το άρθρο 8, αναφέρεται στη ύπαρξη ή την απουσία σοβαρών αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα της κοινοποιηθείσας συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά, εντούτοις η Επιτροπή και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να στηριχθεί στα ίδια κριτήρια εκτίμησης που προβλέπονται στο άρθρο 2 του προμνησθέντος κανονισμού. Ομοίως, οι υποχρεώσεις απόδειξης δεν είναι αυξημένες για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 139/2004 σε σχέση με όσες λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 8 του ίδιου κανονισμού. Συγκεκριμένα, είτε η Επιτροπή επιτρέπει μια συγκέντρωση μετά το πρώτο στάδιο ελέγχου, όπως συνέβη εν προκειμένω, είτε μετά το δεύτερο στάδιο, οι υποχρεώσεις απόδειξης είναι οι ίδιες. Η απάντηση στο ερώτημα αν η Επιτροπή μπορεί να λάβει απόφαση δυνάμει του άρθρου 6 ή του άρθρου 8 του κανονισμού 139/2004 εξαρτάται, επομένως, από τη διαθεσιμότητα των αποδείξεων κατά το οικείο χρονικό διάστημα αλλά όχι από το επίπεδό τους (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013, Cisco Systems και Messagenet κατά Επιτροπής, T‑79/12, EU:T:2013:635, σκέψη 46).

50      Όσον αφορά τις υποχρεώσεις απόδειξης, από την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψεις 50 έως 53) συνάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να λάβει θέση είτε επιτρέποντας την υπό εξέταση πράξη συγκέντρωσης είτε απαγορεύοντάς την, ανάλογα με την εκτίμησή της σχετικά με την οικονομική εξέλιξη που είναι πιθανότερο να προκαλέσει η επίμαχη πράξη συγκέντρωσης. Συνεπώς, πρόκειται για εκτίμηση πιθανοτήτων και όχι για υποχρέωση της Επιτροπής να αποδείξει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι η συγκέντρωση δεν θέτει προβλήματα στον ανταγωνισμό (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013, Cisco Systems και Messagenet κατά Επιτροπής, T‑79/12, EU:T:2013:635, σκέψη 47).

51      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 139/2004 δεν στηρίζεται σε τεκμήριο ασυμβατότητας των συγκεντρώσεων με την εσωτερική αγορά (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013, Cisco Systems και Messagenet κατά Επιτροπής, T‑79/12, EU:T:2013:635, σκέψη 48). Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 139/2004 προβλέπει απαίτηση συμμετρικής απόδειξης είτε για την έγκριση είτε για την απαγόρευση συγκέντρωσης και, ως εκ τούτου, δεν δημιουργεί κανένα τεκμήριο νομιμότητας ή μη νομιμότητας των συγκεντρώσεων.

52      Βεβαίως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 139/2004 δεν καταλείπει ουδεμία διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή σχετικά με την κίνηση ενός σταδίου συμπληρωματικού ελέγχου, σε περίπτωση που ανακύπτουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά. Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή έχει σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά, οφείλει να κινήσει δεύτερο στάδιο ελέγχου. Εντούτοις, μολονότι η έννοια των «σοβαρών αμφιβολιών» έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, πριν εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή πρέπει να προβεί σε περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις και διαθέτει για τον σκοπό αυτό ορισμένο περιθώριο εκτίμησης, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο (αποφάσεις της 3ης Απριλίου 2003, Royal Philips Electronics κατά Επιτροπής, T‑119/02, EU:T:2003:101, σκέψη 77, και της 11ης Δεκεμβρίου 2013, Cisco Systems και Messagenet κατά Επιτροπής, T‑79/12, EU:T:2013:635, σκέψη 49).

53      Συνεπώς, η νομολογία προβλέπει τον ίδιο βαθμό δικαστικού ελέγχου, είτε πρόκειται για αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 6 είτε για αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού 139/2004. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ασκούμενος από τον δικαστή της Ένωσης έλεγχος των περίπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τήρησης των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης εκτίμησης και της κατάχρησης εξουσίας. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάσει όχι μόνο την ουσιαστική ακρίβεια των προβαλλομένων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013, Cisco Systems και Messagenet κατά Επιτροπής, T‑79/12, EU:T:2013:635, σκέψη 50).

54      Οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων.

2.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη κατάτμηση της ανάλυσης της συνολικής πράξης

55      Η προσφεύγουσα εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι η κατάτμηση της ανάλυσης της συγκέντρωσης M.8870 και της συγκέντρωσης M.8871 έχει αμιγώς τυπικό χαρακτήρα. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έπρεπε να εκτιμήσει από κοινού τις δύο συγκεντρώσεις, δεδομένου ότι ήταν αλληλεξαρτώμενες από οικονομικής απόψεως, ότι είχαν συμφωνηθεί συγχρόνως και ότι συνδέονταν επίσης από νομικής απόψεως.

56      Η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συνολική πράξη συνιστά μία και την αυτή συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 139/2004, καθότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 20 αυτού, περιέχει πράξεις οι οποίες είναι στενά συναφείς υπό την έννοια ότι συνδέονται υπό όρους.

57      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την E.ON και τη RWE, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

α)      Επί του περιεχομένου του πρώτου λόγου ακυρώσεως

58      Από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της προσφυγής, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε από κοινού τις συγκεντρώσεις M.8870 και M.8871. Εντούτοις, στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, των παρατηρήσεών της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της RWE, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η συνολική πράξη έχει ενιαίο χαρακτήρα και ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια ακόμη και όταν σε μια επιχείρηση (εν προκειμένω, τη RWE) χορηγείται ως αντάλλαγμα για την εισφορά θυγατρικών σε άλλη εταιρία (ήτοι της innogy στην E.ON) μειοψηφική συμμετοχή η οποία δεν συνεπάγεται οποιοδήποτε δικαίωμα ελέγχου στην αποκτώσα επιχείρηση (ήτοι η συμμετοχή ύψους 16,67 % στην E.ON).

59      Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι θεωρεί ότι οι συγκεντρώσεις M.8870, M.8871 και B8-28/19 συνιστούν ενιαία συγκέντρωση. Μολονότι αναγνωρίζει ότι οι τρεις προμνησθείσες συγκεντρώσεις ελέγχθηκαν στο πλαίσιο διαφορετικών διαδικασιών, ήτοι μιας διαδικασίας διεπόμενης από το γερμανικό δίκαιο, όσον αφορά τη συγκέντρωση B8-28/19, και δύο χωριστών διαδικασιών που διέπονταν από το δίκαιο της Ένωσης, όσον αφορά τις συγκεντρώσεις M.8870 και M.8871, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την προκριθείσα επιλογή. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η συμμετοχή ύψους 16,67 % που η RWE απέκτησε στην E.ON δεν είναι μειοψηφική συμμετοχή ούτε συνιστά άνευ σημασίας οικονομική συμμετοχή. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι παρέχει στη RWE τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της E.ON. Κατ’ αυτήν, το αν η συνολική πράξη συνιστά ενιαία συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 139/2004 θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του στοιχείου αυτού.

60      Από τις διευκρινίσεις που η προσφεύγουσα παρέσχε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο συνάγει ότι με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, αφενός, ότι δεν έλεγξε τη συγκέντρωση B8-28/19 και, αφετέρου, ότι δεν θεώρησε ότι οι συγκεντρώσεις M.8870, M.8871 και B8-28/19 αποτελούν συνιστώσες ενιαίας συγκέντρωσης.

β)      Επί του ελέγχου της συγκέντρωσης B8-28/19

61      Επισημαίνεται ότι, στο σημείο 74 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων στον ανταγωνισμό κάθε απόκτησης ελέγχουσας συμμετοχής, οφείλει να λαμβάνει επίσης υπόψη τις μειοψηφικές συμμετοχές που ο αγοραστής κατέχει σε ενδεχόμενες συνδεδεμένες εταιρίες. Δυνάμει του συγκεκριμένου κανόνα, η Επιτροπή έλεγξε αν η διαρθρωτική σχέση που προκύπτει από την απόκτηση της μειοψηφικής συμμετοχής της RWE στην E.ON, αντικείμενο της συγκέντρωσης B8-28/19, θα μπορούσε, αφενός, να μειώσει το κίνητρο της RWE και E.ON να ανταγωνισθούν στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία και, αφετέρου, να παράσχει στη RWE ή στην E.ON την ικανότητα και το κίνητρο να αποκλείσουν ανταγωνιστές, είτε στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας, κατά την παραγωγή ή τη χονδρική πώληση ηλεκτρικής ενέργειας, είτε στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας, κατά τη λιανική πώληση ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία, είτε, ακόμη, σε αμφότερες τις αγορές (σημείο 75 της προσβαλλόμενης απόφασης).

62      Με άλλα λόγια, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη μειοψηφική συμμετοχή που η RWE απέκτησε στην E.ON στο πλαίσιο της εκτίμησης των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης M.8871, δεν εξέτασε όμως τη συμβατότητα της συγκέντρωσης B8‑28/19 με την εσωτερική αγορά, ως προς τον κανονισμό 139/2004.

63      Τη συμβατότητα της συγκέντρωσης B8-28/19, ως προς του κανόνες του εθνικού γερμανικού δικαίου, έλεγξε η ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων.

64      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει τη συγκέντρωση B8-28/19, δεδομένου ότι η μειοψηφική συμμετοχή που η RWE απέκτησε στην E.ON παρείχε στη RWE τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της E.ON.

65      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 139/2004 ορίζει τα εξής:

«1.      Συγκέντρωση θεωρείται ότι υπάρχει όταν προκύπτει μόνιμη μεταβολή του ελέγχου από:

α)      τη συγχώνευση δύο ή περισσότερων προηγουμένως ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων· ή

β)      την απόκτηση, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη μία τουλάχιστον επιχείρηση ή από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα, με την αγορά τίτλων ή στοιχείων του ενεργητικού, με σύμβαση ή με άλλο τρόπο, ελέγχου στο σύνολο ή σε τμήματα μίας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων.

2.      Ο έλεγχος απορρέει από δικαιώματα, συμβάσεις ή άλλα μέσα τα οποία, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με άλλα, και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών πραγματικών ή νομικών συνθηκών, παρέχουν τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας μιας επιχείρησης, και ιδίως από:

α)      δικαιώματα κυριότητας ή χρήσης επί του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης·

β)      δικαιώματα ή συμβάσεις που παρέχουν δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της σύνθεσης, των συσκέψεων ή των αποφάσεων των οργάνων μιας επιχείρησης.»

66      Επομένως, στο μέτρο που το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004 αφορά τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού ο οποίος αποκτάται επί της δραστηριότητας επιχείρησης για τον χαρακτηρισμό της ύπαρξης ελέγχου ικανού να προσδιορίσει μια συγκέντρωση, από την αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η συγκέντρωση B8-28/19 συνιστά συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 139/2004 και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει την εν λόγω πράξη.

67      Το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αφορά, όμως, τυπικώς, την απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2019, με την οποία η συγκέντρωση M.8871 κηρύχθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά. Συναφώς, ακόμη και αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει στοιχεία σχετικά με τη μειοψηφική συμμετοχή που η RWE απέκτησε στην E.ON από τα οποία μπορούν να γίνουν αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι η συγκέντρωση B8-28/19 ήταν συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 139/2004, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποφαίνεται ρητώς επί του ζητήματος αυτού και, επομένως, επί της αρμοδιότητας της Επιτροπής να εξετάσει τη συμβατότητα της εν λόγω συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη κατάτμηση της συνολικής πράξης προκειμένου να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί ζητήματος αρμοδιότητας το οποίο η Επιτροπή δεν εξέτασε στην προσβαλλόμενη ενώπιόν του απόφαση.

68      Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι, εάν εκτιμούσε ότι η συγκέντρωση B8-28/19 μπορούσε να έχει ενωσιακή διάσταση, η προσφεύγουσα έπρεπε να υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή και να ζητήσει από την Επιτροπή να την εξετάσει. Συγκεκριμένα, σε τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή θα υποχρεούνταν να αποφανθεί επί της ίδιας της αρχής της αρμοδιότητάς της ως ελεγκτικής αρχής (πρβλ. απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, Schlüsselverlag J. S. Moser κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑170/02 P, EU:C:2003:501, σκέψεις 27 έως 30). Η απόφαση που ενδεχομένως θα εξέδιδε η Επιτροπή θα μπορούσε τότε να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο μέσω της άσκησης προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Εναλλακτικώς, σε περίπτωση μη απάντησης της Επιτροπής, θα ήταν δυνατή η άσκηση προσφυγής κατά παραλείψεως, δυνάμει του άρθρου 265, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

69      Εν πάση περιπτώσει, η απόκτηση μειοψηφικής συμμετοχής δεν μπορεί να καταλήξει σε απόκτηση ελέγχου, όπως προκύπτει από τα σημεία 57 και 59 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης της Επιτροπής για θέματα δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 (ΕΕ 2008, C 95, σ. 1, στο εξής: κωδικοποιημένη ανακοίνωση για θέματα δικαιοδοσίας), παρά μόνον εάν η μειοψηφική συμμετοχή συνδέεται με ειδικά δικαιώματα, τα οποία συνεπάγονται αποκλειστικό έλεγχο de jure, ή εάν ο μειοψηφών μέτοχος αποκτά, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, αποκλειστικό έλεγχο de facto.

70      Εν προκειμένω, όμως, αφενός, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι η μειοψηφική συμμετοχή που απέκτησε η RWE συνδεόταν με ειδικά δικαιώματα. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι οι αποκτηθείσες μετοχές είναι μετοχές που συνοδεύονται από ειδικά δικαιώματα προτίμησης τα οποία παρέχουν στη RWE τη δυνατότητα να καθορίζει τη στρατηγική εμπορική συμπεριφορά της E.ON, όπως εξουσία να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του εποπτικού συμβουλίου ή του διοικητικού συμβουλίου, ούτε ότι η RWE έχει δικαίωμα να διαχειρίζεται τις δραστηριότητες της E.ON και να καθορίζει την επιχειρησιακή πολιτική της βάσει της οργανωτικής δομής.

71      Αφετέρου, όπως διαπιστώνεται στις σκέψεις 374, 375 και 383 κατωτέρω, η συμφωνία για τις σχέσεις μεταξύ επενδυτών που συνήφθη μεταξύ της RWE και της E.ON περιορίζει τα δικαιώματα ψήφου που η RWE μπορεί να ασκήσει κατά τις συνελεύσεις των μετοχών σε 16,67 %, ανεξαρτήτως του ποσοστού παρόντων μετόχων. Επομένως, η RWE δεν μπορεί να αποκτήσει την πλειοψηφία στη γενική συνέλευση της E.ON, ακόμη και σε περίπτωση παρουσίας μικρού αριθμού μετόχων. Επιπλέον, όπως κατ’ ουσίαν επισημαίνεται στη σκέψη 388 κατωτέρω, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία προς στήριξη της ευλογοφάνειας τυχόν συντονισμού μεταξύ της [εμπιστευτικό] και της RWE στις γενικές συνελεύσεις της E.ON ο οποίος θα μπορούσε να συνεπάγεται σταθερή πλειοψηφία στη RWE στις εν λόγω συνελεύσεις. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η RWE απέκτησε αποκλειστικό έλεγχο de facto επί της E.ON.

72      Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι η συγκέντρωση B8-28/19 συνιστά συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 139/2004.

γ)      Επί της ύπαρξης ενιαίας πράξης συγκέντρωσης

73      Δεδομένου ότι, τόσο με τα υπομνήματά τους όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι διαφώνησαν επί της ίδιας της έννοιας της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης», η συγκεκριμένη έννοια πρέπει να οριστεί προτού εξακριβωθεί αν έχει εφαρμογή στη συνολική πράξη.

1)      Έννοια της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης»

74      Επισημαίνεται ότι, πράγματι, η έννοια της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης» απαντά μόνο στην αιτιολογική σκέψη 20 και όχι στα άρθρα του κανονισμού 139/2004 (πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Marine Harvest κατά Επιτροπής, T‑704/14, EU:T:2017:753, σκέψη 91).

75      Η αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004 διαλαμβάνει τα εξής:

«Είναι σκόπιμο να ορισθεί η έννοια της συγκέντρωσης κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται οι πράξεις που επιφέρουν μόνιμη μεταβολή στον έλεγχο των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και, συνεπώς, στη διάρθρωση της αγοράς. Ενδείκνυται, επομένως, να υπαχθούν, στο πεδίο του παρόντος κανονισμού, όλες οι κοινές επιχειρήσεις που εκπληρώνουν μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής οντότητας. Ενδείκνυται επιπλέον να αντιμετωπίζονται ως ενιαία συγκέντρωση οι πράξεις οι οποίες είναι στενά συναφείς υπό την έννοια ότι συνδέονται υπό όρους ή λαμβάνουν τη μορφή μιας σειράς πράξεων σε τίτλους, που πραγματοποιούνται εντός ευλόγως βραχείας προθεσμίας.»

76      Εντούτοις, αφενός, η ως άνω αιτιολογική σκέψη δεν περιέχει εξαντλητικό ορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες δύο ή πλείονες πράξεις συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι μια αιτιολογική σκέψη ενός κανονισμού, μολονότι είναι δυνατόν να φωτίσει την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί σε έναν κανόνα δικαίου, δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνη της τέτοιον κανόνα. Το προοίμιο πράξης της Ένωσης δεν είναι νομικά δεσμευτικό (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Marine Harvest κατά Επιτροπής, T‑704/14, EU:T:2017:753, σκέψη 150 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, το προοίμιο πράξης της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για παρέκκλιση από τις διατάξεις της οικείας πράξης ούτε για την ερμηνεία των διατάξεων αυτών κατά τρόπο προδήλως αντίθετο προς το γράμμα τους (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Deutsches Milch-Kontor, C‑136/04, EU:C:2005:716, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, μολονότι η αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004 μπορεί να χρησιμεύσει ως ερμηνευτικό στοιχείο των διατάξεων του κανονισμού αυτού, δεν μπορεί να συναχθεί βασίμως από το γράμμα και μόνον της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης αντίθετη προς τις διατάξεις αυτές ερμηνεία της έννοιας της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης» (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, Marine Harvest κατά Επιτροπής, C‑10/18 P, EU:C:2020:149, σκέψη 44).

78      Κατά συνέπεια, η έννοια της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης» στην αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο συμβατό με την έννοια της συγκέντρωσης, η οποία ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004. Υπ’ αυτήν την έννοια, η αιτιολογική σκέψη 20 δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του περιεχομένου του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004.

79      Λαμβανομένου υπόψη, όμως, του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 που υπομνήσθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι ως ενιαία πράξη συγκέντρωσης νοείται συγκέντρωση αποτελούμενη από τουλάχιστον δύο πράξεις στενά συναφείς υπό την έννοια ότι συνδέονται υπό όρους ή λαμβάνουν τη μορφή μιας σειράς πράξεων επί τίτλων, οι οποίες πραγματοποιούνται εντός ευλόγως βραχείας προθεσμίας και οι οποίες καταλήγουν σε μόνιμη μεταβολή του ελέγχου προκύπτουσα από τη συγχώνευση δύο ή περισσοτέρων προηγουμένως ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων, ή από την απόκτηση, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη μία τουλάχιστον επιχείρηση ή από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα, του ελέγχου του συνόλου ή τμημάτων μίας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων.

80      Με άλλα λόγια, προκειμένου να θεωρηθεί ότι δύο ή περισσότερες πράξεις συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 20 και του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Αφενός, οι πράξεις πρέπει να είναι αλληλεξαρτώμενες και καθεμία από αυτές δεν θα επραγματοποιείτο χωρίς τις άλλες. Αφετέρου, το αποτέλεσμα των εν λόγω πράξεων πρέπει να συνίσταται στην παροχή σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις του άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ελέγχου της δραστηριότητας μίας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων (πρβλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, T‑282/02, EU:T:2006:64, σκέψη 109).

81      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι με την αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004 εξειδικεύεται η βούληση της Επιτροπής, η οποία διατυπώθηκε στο Πράσινο Βιβλίο της σχετικά με την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων [COM(2001) 745 final, στο εξής: Πράσινο Βιβλίο], να θεωρείται, γενικότερα, ότι οι ανταλλαγές περιουσιακών στοιχείων συνιστούν μία και μόνη πράξη συγκέντρωσης προκειμένου να εξασφαλίζεται συνέπεια στην εκτίμηση του συνόλου της πράξης.

82      Εντούτοις, αφενός, υπογραμμίζεται ότι σκοπός ενός πράσινου βιβλίου είναι απλώς και μόνον η δρομολόγηση διαδικασίας διαβούλευσης σε ενωσιακό επίπεδο και, επομένως, δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε υποχρέωση για την Επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Marine Harvest κατά Επιτροπής, T‑704/14, EU:T:2017:753, σκέψη 178).

83      Αφετέρου, μολονότι είναι αληθές, ότι στο σημείο 133 του Πράσινου Βιβλίου, η Επιτροπή επισήμανε ότι θα έπρεπε να θεσπιστούν διατάξεις οι οποίες να αντιμετωπίζουν τις πράξεις που συνίστανται σε ανταλλαγές περιουσιακών στοιχείων μεταξύ δύο εταιριών ωσάν να επρόκειτο για μία και μόνη συγκέντρωση, εντούτοις η συγκεκριμένη πρόταση δεν προκρίθηκε στον κανονισμό 139/2004. Ειδικότερα, η τροποποίηση του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 1), η οποία αφορούσε τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας της Επιτροπής για τον σκοπό της εξέτασης πράξης συγκέντρωσης, η οποία προβλεπόταν στο Πράσινο Βιβλίο, δεν πραγματοποιήθηκε.

84      Επομένως, από το ιστορικό θέσπισης του κανονισμού 139/2004 προκύπτει ότι η μη συμπερίληψη διατάξεων οι οποίες θα ανάγονταν στο σημείο 133 του Πράσινου Βιβλίου αποτελεί ηθελημένη επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης. Το σημείο 133 δεν ενσωματώθηκε στο τελικό κείμενο του κανονισμού 139/2004, όπως εκδόθηκε, και η μόνη διάταξη στην οποία γίνεται μνεία της έννοιας της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης» είναι η αιτιολογική σκέψη 20 του εν λόγω κανονισμού.

85      Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η Επιτροπή ήταν της γνώμης, κατά τον χρόνο δημοσίευσης του Πράσινου Βιβλίου της, ότι θα έπρεπε να θεωρείται ότι ανταλλαγές περιουσιακών στοιχείων όπως οι επίμαχες εν προκειμένω συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, τούτο είναι αλυσιτελές προκειμένου να απαντηθεί το ζήτημα του αν οι συγκεντρώσεις M.8870, M.8871 και B8-28/19 συνιστούν ενιαία πράξη συγκέντρωσης, καθότι, συναφώς, κρίσιμα έγγραφα είναι μόνον ο κανονισμός 139/2004 και η κωδικοποιημένη ανακοίνωση για θέματα δικαιοδοσίας.

86      Πάντως, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 80 ανωτέρω, η έννοια της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης» δεν έχει εφαρμογή όταν ανεξάρτητες επιχειρήσεις αποκτούν τον έλεγχο διαφορετικών εταιριών-στόχων, όπως σε περίπτωση ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων.

2)      Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

i)      Επί της προϋπόθεσης που αφορά την αλληλεξάρτηση των επίμαχων πράξεων

87      Η προϋπόθεση που αφορά την αλληλεξάρτηση των επίμαχων πράξεων διευκρινίστηκε στο σημείο 43 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης για θέματα δικαιοδοσίας.

88      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από τα σημεία 1 και 4 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης για θέματα δικαιοδοσίας προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε με σκοπό την εξασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου κατά τη δράση της Επιτροπής (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2020, HeidelbergCement και Schwenk Zement κατά Επιτροπής, T‑380/17, EU:T:2020:471, σκέψη 132).

89      Το σημείο 43 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης για θέματα δικαιοδοσίας έχει ως εξής:

«Η απαιτούμενη αλληλεξάρτηση σημαίνει ότι καμία από τις πράξεις δεν θα λάμβανε χώρα δίχως τις άλλες και ότι, κατά συνέπεια, αποτελούν μια ενιαία πράξη […]. Αυτή η αλληλεξάρτηση αποδεικνύεται συνήθως εάν οι σχετικές πράξεις συνδέονται de jure, δηλαδή οι ίδιες οι συμφωνίες συνδέονται με αμοιβαίους όρους. Εάν μπορεί να αποδειχθεί επαρκώς η ύπαρξη αλληλεξάρτησης de facto, μπορεί επίσης να αρκεί για την αντιμετώπιση των σχετικών πράξεων ως μιας ενιαίας συγκέντρωσης. Γι’ αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί από οικονομική άποψη κατά πόσον καθεμία από τις πράξεις εξαρτάται κατ’ ανάγκη από τη σύναψη των άλλων […]. Περαιτέρω ενδείξεις της αλληλεξάρτησης περισσότερων πράξεων, μπορεί να είναι οι δηλώσεις των ίδιων των μερών ή η ταυτόχρονη σύναψη των σχετικών συμφωνιών. Θα είναι δύσκολο να συναχθεί ότι υπάρχει αλληλεξάρτηση περισσότερων πράξεων de facto, εφόσον δεν υπάρχει αυτός ο συγχρονισμός. Η προφανής έλλειψη συγχρονισμού νομικά αλληλένδετων πράξεων μπορεί επίσης να θέσει εν αμφιβόλω την πραγματική τους αλληλεξάρτηση.»

90      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι συγκεντρώσεις M.8870, M.8871 και B8‑28/19 αποτελούν μέρος περίπλοκης ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων μεταξύ της RWE και της E.ON και ότι συνδέονται νομικώς μεταξύ τους. Τούτο προκύπτει, άλλωστε, από το σημείο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης.

91      Επιπλέον, στην υποσημείωση 34 της προσβαλλόμενης απόφασης επισημαίνεται ότι «[ο]ι συμβάσεις σχετικά με τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της E.ON στη RWE εξαρτώνται από την ολοκλήρωση της εξαγοράς της innogy από την E.ON η οποία θα αποκτήσει, τοιουτοτρόπως, σε προσωρινή […] ή μόνιμη βάση, τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο του αντίστροφου διαχωρισμού». Ομοίως, στο σημείο 74 της προσβαλλόμενης απόφασης επισημαίνεται κατ’ ουσίαν ότι η μειοψηφική συμμετοχή ύψους 16,67 % που η RWE απέκτησε στην E.ON συνιστά το αντάλλαγμα που αποκτά η RWE για τη μεταβίβαση στην E.ON των δραστηριοτήτων της διανομής και λιανικού εμπορίου, καθώς και ορισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής τις οποίες εκμεταλλεύεται επί του παρόντος η innogy. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι επίμαχες πράξεις συνδέονται βάσει έννομης σχέσης, ήτοι ότι, μέσω συμφωνίας συμβατικής φύσεως, οι διάφορες συναλλαγές της ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων συνδέονται με αμοιβαία σχέση εξάρτησης.

92      Εν πάση περιπτώσει, οι συγκεντρώσεις M.8870, M.8871 και B8-28/19 συνδέονται μεταξύ τους de facto με σχέση αλληλεξάρτησης.

93      Υπ’ αυτήν την έννοια, τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση της ύπαρξης de facto αλληλεξάρτησης, όπως προβλέπονται στο σημείο 43 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης για θέματα δικαιοδοσίας, ήτοι οι δηλώσεις των ίδιων των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων καθώς και η ταυτόχρονη σύναψη των σχετικών συμφωνιών, συντρέχουν εν προκειμένω.

94      Επομένως, η συνολική πράξη πληροί την προϋπόθεση της αλληλεξάρτησης των επίμαχων πράξεων.

ii)    Επί της προϋπόθεσης που αφορά το αποτέλεσμα

95      Η προϋπόθεση που αφορά το αποτέλεσμα διευκρινίστηκε στα σημεία 41 και 44 της κωδικοποιημένης ανακοίνωσης για θέματα δικαιοδοσίας. Το σημείο 41 διαλαμβάνει τα εξής:

«Πάντως, περισσότερες της μίας πράξεις, ακόμη και αν συνδέονται μεταξύ τους με όρους, δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ως ενιαία συγκέντρωση, παρά μόνο αν ο έλεγχος αποκτάται εντέλει από την ίδια επιχείρηση ή επιχειρήσεις. Μόνο στην περίπτωση αυτή δύο ή περισσότερες πράξεις μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν ενιαίο χαρακτήρα, και, επομένως, ότι συνιστούν μία μόνη συγκέντρωση για τους σκοπούς του άρθρου 3 [του κανονισμού 139/2004] […]. Αυτό αποκλείει την “απο-συγκέντρωση” κοινών επιχειρήσεων, όπου διάφορα τμήματα μιας επιχείρησης κατανέμονται μεταξύ των ιδρυτικών της επιχειρήσεων. Η Επιτροπή θα θεωρεί τις πράξεις αυτές ως χωριστές συγκεντρώσεις […]. Το ίδιο ισχύει για τις πράξεις όπου δύο (ή περισσότερες) επιχειρήσεις ανταλλάσσουν στοιχεία ενεργητικού μέσω πράξεων που συνεπάγονται από-συγκεντρώσεις κοινών επιχειρήσεων ή ανταλλαγές στοιχείων ενεργητικού (swap). Παρόλο που τα μέρη κατά κανόνα θεωρούν τις πράξεις αυτές ως αλληλένδετες, σκοπός του κανονισμού συγκεντρώσεων είναι να αξιολογούνται χωριστά τα αποτελέσματα των πράξεων. Περισσότερες της μίας επιχειρήσεις αποκτούν έλεγχο διαφορετικών στοιχείων ενεργητικού· για καθεμία από τις αποκτώσες επιχειρήσεις πραγματοποιείται χωριστός συνδυασμός πόρων και ο επηρεασμός της αγοράς με καθεμία από τις εν λόγω αποκτήσεις ελέγχου πρέπει να αναλύεται χωριστά βάσει του κανονισμού συγκεντρώσεων.»

96      Το δε σημείο 44 έχει ως εξής:

«Η αρχή σύμφωνα με την οποία περισσότερες της μίας πράξεις μπορούν να αντιμετωπισθούν ως μία ενιαία πράξη συγκέντρωσης σύμφωνα με τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, ισχύει μόνο αν προκύπτει απόκτηση ελέγχου μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων από το(τα) ίδιο(α) πρόσωπο(α) ή επιχείρηση(εις). Πρώτον, αυτό μπορεί να ισχύει αν μία επιχειρηματική δραστηριότητα ή επιχείρηση αποκτάται μέσω περισσοτέρων νομικών πράξεων. Δεύτερον, η απόκτηση του ελέγχου περισσότερων επιχειρήσεων –που θα μπορούσε να συνιστά χωριστές συγκεντρώσεις– μπορεί να θεωρηθεί, λόγω των μεταξύ τους δεσμών, ότι αποτελεί μία και μόνη συγκέντρωση. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν βάσει του κανονισμού συγκεντρώσεων να συνδεθούν διάφορες νομικές πράξεις οι οποίες αφορούν εν μέρει μόνο την απόκτηση ελέγχου επιχειρήσεων και εν μέρει την απόκτηση άλλων στοιχείων ενεργητικού, όπως μη ελέγχουσες μειοψηφικές συμμετοχές σε άλλες εταιρίες. Δεν θα ήταν σύμφωνο με το γενικό πλαίσιο και τον σκοπό του κανονισμού συγκεντρώσεων να θεωρούνται ως σύνολο, βάσει του κανονισμού, διαφορετικές πράξεις που συνδέονται με όρους, ενώ ορισμένες μόνο από αυτές οδηγούν σε μεταβολή του ελέγχου μιας συγκεκριμένης επιχείρησης-στόχου.»

97      Εν προκειμένω, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 5 ανωτέρω, σκοπός της συγκέντρωσης M.8871 είναι η απόκτηση εκ μέρους της RWE περιουσιακών στοιχείων της E.ON, ενώ η συγκέντρωση M.8870 αφορά την απόκτηση της innogy, θυγατρικής της RWE, εκ μέρους της E.ON. Η δε συγκέντρωση B8-28/19 παρέχει στη RWE τη δυνατότητα να αποκτήσει μειοψηφική συμμετοχή ύψους 16,67 % στην E.ON.

98      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τη συγκέντρωση M.8870, αφενός, και τις συγκεντρώσεις M.8871 και B8-28/19, αφετέρου, οι αποκτώσες επιχειρήσεις είναι διαφορετικές. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την E.ON και τη RWE, αντιστοίχως. Ομοίως, οι αποκτηθείσες επιχειρήσεις δεν είναι οι ίδιες, δεδομένου ότι, όσον αφορά τη συγκέντρωση M.8870, πρόκειται για την innogy, θυγατρική της RWE, στο δε πλαίσιο των συγκεντρώσεων M.8871 και B8-28/19, οι επιχειρήσεις-στόχοι είναι τα περιουσιακά στοιχεία της E.ON και η E.ON, αντιστοίχως.

99      Δεύτερον, όσον αφορά τις συγκεντρώσεις M.8871 και B8-28/19, μολονότι η αποκτώσα επιχείρηση είναι η ίδια, ήτοι η RWE, οι αποκτηθείσες επιχειρήσεις είναι διαφορετικές. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της συγκέντρωσης M.8871, η RWE αποκτά περιουσιακά στοιχεία της E.ON, ενώ, στο πλαίσιο της συγκέντρωσης B8-28/19, η RWE αποκτά μειοψηφική συμμετοχή στην E.ON. Ο συνδυασμός της απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων της E.ON και της μειοψηφικής συμμετοχής στην E.ON δεν έχει, όμως, ως αποτέλεσμα την απόκτηση από τη RWE ελέγχου επί της E.ON. Υπ’ αυτήν την έννοια, μεταβιβάζοντας τα περιουσιακά στοιχεία της στη RWE, η E.ON δεν έχει πλέον δεσμό με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και, επομένως, η RWE δεν έχει, μέσω αυτών, δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της E.ON.

100    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι πράξεις συγκέντρωσης έχουν ως αποτέλεσμα την απόκτηση του ελέγχου μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων από την/τις ίδια/-ες επιχείρηση/-εις. Εν κατακλείδι, πέραν της αλληλεξάρτησης που δημιουργείται οικειοθελώς από τη RWE και την E.ON, δεν υφίσταται λειτουργικός δεσμός μεταξύ των συγκεντρώσεων M.8870, M.8871 και B8-28/19, δεδομένου ότι εν προκειμένω η συνολική πράξη δεν είναι πράξη με την οποία πραγματοποιούνται περισσότερες ενδιάμεσες συναλλαγές με σκοπό τον έλεγχο μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων από την/τις ίδια/-ες επιχείρηση/-εις.

101    Ως εκ τούτου, η συνολική πράξη δεν πληροί τη σχετική με το αποτέλεσμα προϋπόθεση.

3)      Έννοια της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης» και απαίτηση συνολικής εκτίμησης

102    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι αντιφατικό η Επιτροπή να αναλύει χωριστά τη συγκέντρωση M.8871 και τη συγκέντρωση M.8870, ενώ λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της συγκέντρωσης M.8871, τη μεταβίβαση της innogy στην E.ON.

103    Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται τον κανόνα της προτεραιότητας.

104    Κατ’ ουσίαν, βάσει του συγκεκριμένου κανόνα, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων πράξης συγκέντρωσης, τα αποτελέσματα πράξης συγκέντρωσης η οποία κοινοποιήθηκε πριν από την υποβαλλόμενη σε έλεγχο πράξη.

105    Δυνάμει του κανόνα αυτού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της ανάλυσης της συγκέντρωσης M.8871, τη συγκέντρωση M.8870 καθότι είχε κοινοποιηθεί πριν από τη συγκέντρωση M.8871.

106    Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι, αφενός, ο κανόνας της προτεραιότητας δεν μνημονευόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, δεν ήταν αναγκαία η επίκλησή του προκειμένου να δικαιολογηθεί η συνεκτίμηση της συγκέντρωσης M.8870 στην ανάλυση της συγκέντρωσης M.8871. Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι οι δύο αυτές συγκεντρώσεις συνδέονται μεταξύ τους επαρκεί για να δικαιολογηθεί η συνεκτίμηση από την Επιτροπή της συγκέντρωσης M.8870 στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης.

107    Επισημαίνεται ότι ο κανόνας της προτεραιότητας προκύπτει αποκλειστικά και μόνον από την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή με τις αποφάσεις της και δεν προβλέπεται από οποιαδήποτε διάταξη του κανονισμού 139/2004 ή του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού 139/2004 (ΕΕ 2004, L 133, σ. 1).

108    Εν προκειμένω, από τυπικής απόψεως, η συγκέντρωση M.8871 κοινοποιήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019, ήτοι πριν από τη συγκέντρωση M.8870, η οποία κοινοποιήθηκε την 31η Ιανουαρίου 2019.

109    Επομένως, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο δεχόταν την ύπαρξη του κανόνα της προτεραιότητας, όπως ορίζεται από την Επιτροπή, ο εν λόγω κανόνας δεν θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, κρίσιμος προκειμένου να δικαιολογηθεί η συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης M.8870 για τους σκοπούς της ανάλυσης των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης M.8871.

110    Τούτου λεχθέντος, η νομιμότητα απόφασης περί της συμβατότητας συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της όταν έλαβε την απόφαση. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της συμβατότητας ορισμένης συγκέντρωσης προς την εσωτερική αγορά πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις οι οποίες υφίσταντο κατά τον χρόνο κοινοποίησης της συγκέντρωσης και των οποίων η οικονομική σημασία μπορεί να αξιολογηθεί κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδίδεται η σχετική απόφαση (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Polskie Linie Lotnicze «LOT» κατά Επιτροπής, T‑296/18, EU:T:2021:724, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Στο πλαίσιο, όμως, ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή, όπως και οι κοινοποιούντες στις διάφορες πράξεις συγκέντρωσης, μπορεί να προβλέψει τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει στην εσωτερική αγορά η πιθανή υλοποίηση κάθε πράξης συγκέντρωσης, χωριστά και από κοινού. Συγκεκριμένα, η αλληλεξάρτηση de jure και de facto των πράξεων συγκέντρωσης εν προκειμένω παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αντιληφθεί την κατάσταση της διάρθρωσης της αγοράς μετά την υλοποίησή τους.

112    Επομένως, εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της αλληλεξάρτησης των επίμαχων πράξεων συγκέντρωσης, η αυτόματη εφαρμογή του κανόνα της προτεραιότητας θα μπορούσε να έχει αυθαίρετα αποτελέσματα στο περιεχόμενο της ανάλυσης της Επιτροπής.

113    Επισημαίνεται επιπλέον ότι σκοπός της έννοιας της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης» είναι να καθίσταται δυνατή η από κοινού εξέταση συναλλαγών που αποσκοπούν, τελικώς, στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι την απόκτηση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις του άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ελέγχου της δραστηριότητας μίας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων. Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι, σε τέτοια περίπτωση, οι προβλεπόμενες συναλλαγές δημιουργούν τα ίδια προβλήματα και συνεπάγονται συνέπειες της ίδιας φύσεως στην εσωτερική αγορά.

114    Η συγκεκριμένη ερμηνεία συνάδει με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην αιτιολογική σκέψη 20 και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, βάσει του σκοπού και της γενικής οικονομίας του (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Austria Asphalt, C‑248/16, EU:C:2017:643, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Αντιθέτως, όταν, όπως εν προκειμένω, δεν παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα, οι πράξεις συγκέντρωσης δεν συνιστούν μία μόνη συγκέντρωση και δεν πρέπει να εξετάζονται από κοινού, ως συναλλαγές που αποτελούν μέρος ενιαίας πράξης συγκέντρωσης, καθότι δεν δημιουργούν κατ’ ανάγκην τα ίδια προβλήματα και δεν συνεπάγονται αποτελέσματα της ίδιας φύσεως στην αγορά. Συγκεκριμένα, σε τέτοια περίπτωση, περισσότερες της μίας επιχειρήσεις αποκτούν έλεγχο διαφορετικών στοιχείων ενεργητικού με αποτέλεσμα να πραγματοποιείται χωριστός συνδυασμός πόρων για καθεμία από τις αποκτώσες επιχειρήσεις, ο δε επηρεασμός της αγοράς με καθεμία από τις εν λόγω αποκτήσεις ελέγχου είναι διαφορετικός.

116    Ωστόσο, εάν συνδέονται κατά τρόπο που παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβλέψει τα πιθανά αποτελέσματα κάθε συγκέντρωσης στην αγορά, εναπόκειται στην Επιτροπή να τα λάβει υπόψη κατά τη συνολική εκτίμηση όλων των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων που διενεργεί για καθεμία από τις εν λόγω πράξεις. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, καθεμία από τις επίμαχες πράξεις συνιστά, ως προς τις άλλες πράξεις, στοιχείο το οποίο η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη κατά τη συνολική εκτίμηση των αποτελεσμάτων της πράξης στην εσωτερική αγορά.

117    Κατά συνέπεια, δεν είναι αντιφατικό η Επιτροπή να αναλύσει χωριστά τις επίμαχες συγκεντρώσεις M.8870 και M.8871 λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τον αντίκτυπο που έχουν αντιστοίχως η μία στην άλλη.

118    Για τους ίδιους λόγους, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκέντρωση M.8870, η Επιτροπή προκατέλαβε το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της συγκεκριμένης συγκέντρωσης και, επομένως, έπρεπε να εξετάσει τις δύο πράξεις συγκέντρωσης από κοινού.

119    Συγκεκριμένα, προκειμένου να εξετάσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον αντίκτυπο που η συγκέντρωση M.8871 μπορούσε να έχει στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη μια αγορά η οποία μπορούσε να μεταβληθεί λόγω της δυνητικής υλοποίησης της συγκέντρωσης M.8870. Τούτο δεν συνεπάγεται, όμως, ότι οι δύο πράξεις συγκέντρωσης έπρεπε να αναλυθούν στο πλαίσιο μίας και μόνης διαδικασίας, δεδομένου ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις προκειμένου να θεωρηθεί ότι αποτελούν μέρος ενιαίας πράξης συγκέντρωσης, ή ότι η Επιτροπή προδίκασε το αποτέλεσμα της ανάλυσης της συγκέντρωσης M.8870.

δ)      Συμπέρασμα

120    Δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν πληρούται μία εκ των δύο προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη διαπίστωση της ύπαρξης ενιαίας πράξης συγκέντρωσης, ήτοι η σχετική με το αποτέλεσμα προϋπόθεση, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι συγκεντρώσεις M.8870, M.8871 και B8-28/19 δεν ήταν συνιστώσες ενιαίας πράξης συγκέντρωσης.

121    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.      Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

122    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι υπερβολικά συνοπτική και δεν ανταποκρίνεται στην πολυπλοκότητα και στα αποτελέσματα της συνολικής πράξης. Υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της Επιτροπής εδράζεται σε γενικές παρατηρήσεις και συνοψίζεται, επί της ουσίας, σχεδόν αποκλειστικά στο μη τεκμηριωμένο επιχείρημα ότι η ανάπτυξη της RWE ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης είναι πολύ μικρή και, εν πάση περιπτώσει, προσωρινή, λόγω της κατάργησης της πυρηνικής ενέργειας.

123    Κατά την προσφεύγουσα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αναδεικνύει, το πολύ, αόριστα, τον τρόπο με τον οποίο πλείονες αντιρρήσεις τις οποίες προέβαλε έναντι της συγκέντρωσης λήφθηκαν υπόψη, εκτιμήθηκαν και σταθμίστηκαν. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα αδυνατεί να εξακριβώσει το βάσιμο της χορηγηθείσας έγκρισης. Ομοίως, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ουδόλως εξέτασε άλλες ανταγωνιστικές πτυχές της συγκέντρωσης.

124    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON και τη RWE, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

125    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξης πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου 296 πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 166 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

126    Ωστόσο, ο εκδίδων την πράξη δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί σαφώς δευτερευόντων στοιχείων ή να απαντά εκ των προτέρων σε δυνητικές αντιρρήσεις. Επιπλέον, ο βαθμός ακρίβειας της αιτιολογίας της απόφασης πρέπει να είναι ανάλογος των υλικών δυνατοτήτων και των τεχνικών συνθηκών ή της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να εκδοθεί. Επομένως, η Επιτροπή δεν παραβαίνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει αν, κατά την άσκηση της εξουσίας ελέγχου των συγκεντρώσεων, δεν συμπεριλάβει στην απόφασή της ακριβή αιτιολογία όσον αφορά την εκτίμηση ορισμένων πτυχών της συγκέντρωσης που θεωρεί ότι είναι προδήλως αλυσιτελείς, στερούμενες σημασίας ή σαφώς δευτερεύουσες για την εκτίμηση της συγκέντρωσης. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση δύσκολα θα συμβιβαζόταν με την επιτακτική ανάγκη ταχύτητας και με τις σύντομες διαδικαστικές προθεσμίες τις οποίες οφείλει να τηρεί η Επιτροπή οσάκις ασκεί την εξουσία της ελέγχου των πράξεων συγκέντρωσης, και οι οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ των ειδικών συνθηκών μιας διαδικασίας ελέγχου των πράξεων αυτών (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 167).

127    Εντεύθεν συνάγεται ότι, οσάκις η Επιτροπή κηρύσσει μια πράξη συγκέντρωσης συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004, η υποχρέωση αιτιολογήσεως τηρείται εφόσον η απόφαση αυτή εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω συγκέντρωση, ενδεχομένως κατόπιν τροποποιήσεων που επιφέρουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, δεν προκαλεί αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 193 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, με την αιτιολογία των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας περί ελέγχου των πράξεων συγκέντρωσης, να λαμβάνει θέση επί όλων των στοιχείων και των επιχειρημάτων των οποίων γίνεται επίκληση ενώπιόν της, περιλαμβανομένων αυτών που είναι σαφώς δευτερεύοντα για την εκτίμηση την οποία πρέπει να πραγματοποιήσει, γεγονός παραμένει ότι αυτή πρέπει να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές σκέψεις που έχουν ουσιώδη σπουδαιότητα στην οικονομία της αποφάσεως. Επιπλέον, η αιτιολογία πρέπει να είναι λογική, ιδίως χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169).

129    Περαιτέρω, από τη νομολογία προκύπτει ότι η έλλειψη ή η ανεπάρκεια της αιτιολογίας συνιστά λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση ουσιώδους τύπου και ο οποίος διαφέρει, αυτός καθεαυτόν, από τον λόγο ο οποίος στηρίζεται σε ανακρίβεια της αιτιολογίας της απόφασης, ο έλεγχος της οποίας εμπίπτει στην εξέταση του βασίμου της απόφασης αυτής (βλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2009, Qualcomm κατά Επιτροπής, T‑48/04, EU:T:2009:212, σκέψη 175 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

130    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων.

131    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή όρισε τη σχετική αγορά εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους προέκρινε τον συγκεκριμένο ορισμό (σημεία 11 έως 24 της προσβαλλόμενης απόφασης).

132    Δεύτερον, η Επιτροπή εξήγησε τη διάρθρωση της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία και εξέθεσε την κατανομή των μεριδίων αγοράς μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην εν λόγω αγορά (σημεία 25 έως 29 της προσβαλλόμενης απόφασης) και, εν συνεχεία, ανέλυσε την αύξηση του μεριδίου της RWE μετά τη συγκέντρωση. Συναφώς, η Επιτροπή έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη τον αντίκτυπο της μεταβίβασης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της innogy στην E.ON (σημεία 30 έως 35 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθύμισε τη λειτουργία των δύο καθεστώτων επιδότησης των εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπως προβλέπονται στον Gesetz für den Ausbau erneuerbarer Energien (Erneuerbare-Energien-Gesetz – EEG 2017) (γερμανικό νόμο περί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές), της 21ης Ιουλίου 2014 (BGBl. 2014 I, σ. 1066, στο εξής: νόμος EEG) (σημεία 36 έως 39 της προσβαλλόμενης απόφασης). Έχοντας υπενθυμίσει τα διάφορα ως άνω στοιχεία και την άποψη της RWE (σημεία 40 έως 42 της προσβαλλόμενης απόφασης), η Επιτροπή εκτίμησε τον αντίκτυπο της συγκέντρωσης στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εκ πρώτης όψεως, δεν είναι πιθανό ότι η καθαρή αύξηση που προκύπτει από την περιορισμένη και, εν πάση περιπτώσει, προσωρινού χαρακτήρα συγκέντρωση θα ενισχύσει σημαντικά την ισχύ της RWE στην εν λόγω αγορά (σημεία 43 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης). Ανεξαρτήτως της διαπίστωσης αυτής, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο, λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, να εξετάσει τον κίνδυνο που σχετίζεται με τις στρατηγικές παρακράτησης ισχύος. Συναφώς, η Επιτροπή έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη τις απαντήσεις στην έρευνα αγοράς που είχε διεξαγάγει (σημεία 48 έως 58 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εξέτασε επίσης τις αναλύσεις RSI που προσκόμισαν η RWE και τρίτοι και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση δεν δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά (σημεία 59 έως 66 της προσβαλλόμενης απόφασης). Τέλος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις πρόσθετες ανησυχίες που εξέφρασαν τρίτοι και, βάσει αυτού, τις ανέλυσε (σημεία 67 έως 73 της προσβαλλόμενης απόφασης).

133    Τρίτον, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα του αντικτύπου της απόκτησης από τη RWE συμμετοχής ύψους 16,67 % στην E.ON (σημεία 74 έως 78 της προσβαλλόμενης απόφασης). Συγκεκριμένα, αφενός, ανέλυσε αν η εν λόγω απόκτηση μπορούσε να εντείνει τα οριζόντια αποτελέσματα της συγκέντρωσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόκτηση από τη RWE συμμετοχής ύψους 16,67 % στην E.ON δεν θα αναιρέσει το συμπέρασμα ότι δεν είναι πιθανό η συγκέντρωση να ενισχύσει σημαντικά την ικανότητα και το κίνητρο της RWE να προβεί σε παρεμβάσεις παρακράτησης ισχύος (σημεία 79 έως 81 της προσβαλλόμενης απόφασης). Αφετέρου, η Επιτροπή εκτίμησε τα κάθετα αποτελέσματα της συγκέντρωσης και, στο πλαίσιο αυτό, τον αποκλεισμό ανταγωνιστών από την πρόσβαση σε εισροές και από την πρόσβαση σε πελάτες (σημεία 82 έως 88 της προσβαλλόμενης απόφασης). Διαπιστώνοντας ότι ορισμένοι μετέχοντες στην έρευνα αγοράς εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις της συγκέντρωσης στη ρευστότητα της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και σχετικά με την πρόσβαση της RWE σε πληροφορίες σχετικά με τις στρατηγικές και τις δραστηριότητες της E.ON, η Επιτροπή ανέλυσε επίσης τα ζητήματα αυτά (σημεία 89 έως 95 της προσβαλλόμενης απόφασης).

134    Τέταρτον, η Επιτροπή εξέτασε και ανέλυσε το ζήτημα της σχέσης της RWE με την Amprion (σκέψεις 96 έως 100 της προσβαλλόμενης απόφασης).

135    Επομένως, συνάγεται ότι η Επιτροπή τεκμηρίωσε τους λόγους που την οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

136    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

137    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι στηρίχθηκε κυρίως, ακόμη και αποκλειστικώς, στη διαπίστωση ότι η αύξηση των μεριδίων αγοράς της RWE ήταν οριακή και προσωρινή. Η προσφεύγουσα θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον λόγο αυτό και μόνο για να απορρίψει τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι τρίτοι με σκοπό την αμφισβήτηση της συμβατότητας της συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά.

138    Μολονότι ο ίδιος λόγος προβάλλεται, ρητώς, για την απόρριψη επιχειρημάτων που αφορούν διαφορετικά ζητήματα, πρέπει να εξεταστεί η ποιότητα της επίμαχης αιτιολογίας της απόφασης. Συγκεκριμένα, μολονότι πρόκειται περί ιδιαιτέρως πειστικής αιτιολογίας, πρέπει εντούτοις να προσαρμοστεί ή να συνοδεύεται από στοιχεία που καθιστούν αντιληπτούς τους λόγους για τους οποίους είναι λυσιτελής για την απόρριψη επιχειρημάτων που αφορούν διαφορετικά ζητήματα.

139    Τούτου λεχθέντος, εν προκειμένω, υπογραμμίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απόφαση εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004, ανήκει δε στο είδος αποφάσεων για τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έχει δεχθεί, όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 126 και 127 ανωτέρω, ότι επιτρέπεται αιτιολογία η οποία δεν καλύπτει, με εξαντλητικό τρόπο, όλα τα στοιχεία που προβλήθηκαν ενώπιον της Επιτροπής.

140    Πρέπει, επομένως, να επιτευχθεί κατάλληλη ισορροπία μεταξύ, αφενός, αιτιολογίας που θα είναι, στην πραγματικότητα, τεχνητή, καθότι θα βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε τυποποιημένο δικαιολογητικό λόγο και, αφετέρου, αιτιολογίας που θα απαιτούσε υπέρμετρη προσπάθεια εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου σε σχέση με τη φύση της εκδιδόμενης απόφασης.

141    Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι η Επιτροπή επισήμανε επανειλημμένως ότι, κατά τη γνώμη της, η συγκέντρωση δεν δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, καθότι η αύξηση της παραγωγής της RWE που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση θα ήταν, αφενός, περιορισμένη και, αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, προσωρινή. Η αιτιολογία αυτή περιλαμβάνεται στην εξέταση της αύξησης της παραγωγής που προκύπτει από τη συγκέντρωση (σκέψεις 31 και 35 της προσβαλλόμενης απόφασης) και στη γενική εκτίμηση της Επιτροπής (σκέψεις 44 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης).

142    Επομένως, τα ως άνω σημεία αποτελούν τον σκληρό πυρήνα της εκτίμησης της Επιτροπής.

143    Εντούτοις, στο πλαίσιο της ανάλυσής της, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε στη διαπίστωση αυτή προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση δεν δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη, στο πλαίσιο της εξέτασης του κινδύνου που σχετίζεται με τις στρατηγικές παρακράτησης ισχύος, τις ιδιαιτερότητες που συνδέονται με την παραγωγή αιολικής ενέργειας και εξέτασε το όφελος που θα μπορούσε να έχει η RWE από την εφαρμογή στρατηγικών παρακράτησης ισχύος λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργία του καθεστώτος επιδότησης στο οποίο υπάγονταν οι εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και του κέρδους που θα μπορούσε να αποκομίσει από την κατοχή εγκαταστάσεων πυρηνικής ενέργειας (σημεία 52, 53, 57 και 58 της προσβαλλόμενης απόφασης). Ομοίως, κατά την εξέταση των πρόσθετων ανησυχιών που εξέφρασαν τρίτοι, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χορήγησης επιδοτήσεων για την ανάπτυξη και την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, το οποίο θα μπορούσε να αποκτήσει η RWE, δεν ήταν πιθανό να υλοποιηθεί, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της κατακερματισμένης δομής της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη Γερμανία (σημείο 69 της προσβαλλόμενης απόφασης). Παράλληλα, όσον αφορά το κίνητρο κατάρτισης σκοπίμως εσφαλμένων προβλέψεων σχετικά με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η Επιτροπή στηρίχθηκε στις απαντήσεις στην έρευνα αγοράς, κατά τις οποίες οι προμηθευτές δεν έχουν γενικά συμφέρον για την κατάρτιση τέτοιων προβλέψεων (σημείο 71 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η ίδια διαπίστωση προκύπτει σε σχέση με την ανάλυση του αντικτύπου, επί των οριζόντιων και κάθετων αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης, της απόκτησης από τη RWE συμμετοχής ύψους 16,67 % στην E.ON. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέτασε την επιρροή που η RWE θα μπορούσε να ασκήσει στην E.ON και το κίνητρο που θα συνιστούσε για τις δύο αυτές οντότητες (βλ., ειδικότερα, σημεία 81, 85, 87, 88, 91 και 94 της προσβαλλόμενης απόφασης). Τέλος, όσον αφορά την κάθετη σχέση με την Amprion, η Επιτροπή μνημόνευσε τον επιμερισμό του ελέγχου επί της Amprion μεταξύ της RWE και της Commerz Real AG, καθώς και τη γερμανική και ενωσιακή νομοθεσία, επιπλέον της οριακής και προσωρινής αύξησης της παραγωγής της RWE, κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν πιθανό η συγκέντρωση να έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της πρόσβασης της Amprion στο δίκτυο μεταφοράς (σημεία 98 και 100 της προσβαλλόμενης απόφασης).

144    Ως εκ τούτου, το κύριο επιχείρημα της προσφεύγουσας, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω, είναι απορριπτέο.

145    Κατά δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που βασίζεται στον μικρό αριθμό σελίδων της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, η εκπλήρωση από το θεσμικό όργανο της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά και μόνον ως προς το περιεχόμενο της απόφασής του. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο αριθμός των σελίδων ουδεμία ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι η αιτιολογία, ακόμη και σύντομη, μπορεί να τηρεί τους κανόνες που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 125 ανωτέρω και να παρέχει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Syriatel Mobile Telecom κατά Συμβουλίου, T‑411/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:902, σκέψη 79). Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η νομιμότητα απόφασης δεν μπορεί να εξαρτάται από τον αριθμό των αιτιολογικών σκέψεων που περιλαμβάνει (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2020, HeidelbergCement και Schwenk Zement κατά Επιτροπής, T‑380/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:471, σκέψη 363) και ότι συνοπτική αιτιολογία δεν αντιβαίνει, κατ’ ανάγκην, προς τις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013, Cisco Systems και Messagenet κατά Επιτροπής, T‑79/12, EU:T:2013:635, σκέψη 111).

146    Κατά τρίτον, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 129 ανωτέρω, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, κατά την εξέταση του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την υποχρέωση αιτιολογήσεως, τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας ότι η ανάπτυξη της RWE ήταν αμελητέα και μόνον προσωρινή, λόγω της κατάργησης της πυρηνικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, μολονότι διατυπώνει τα εν λόγω επιχειρήματα για να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, η προσφεύγουσα θέτει, στην πραγματικότητα, υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της εν λόγω διαπίστωσης. Τούτο ισχύει όσον αφορά τα επιχειρήματα ότι η Επιτροπή αντιστάθμισε παρανόμως την αύξηση της παραγωγής της RWE που προκύπτει από τη συγκέντρωση λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της innogy στην E.ON, αρνήθηκε δε περαιτέρω ότι η RWE ασκεί επιρροή στην E.ON, λόγω της απόκτησης από τη RWE συμμετοχής ύψους 16,67 % στην E.ON, καθώς και το γεγονός ότι η αύξηση των μεριδίων αγοράς της RWE δεν είναι άνευ σημασίας ή ότι ο κεντρικός ρόλος της RWE αυξήθηκε σημαντικά. Συγκεκριμένα, τα προεκτεθέντα επιχειρήματα τείνουν να καταδείξουν πρόδηλη πλάνη της Επιτροπής κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης M.8871 και όχι πλημμελή αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης.

147    Κατά τέταρτον, όσον αφορά τις ανταγωνιστικές πτυχές που, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εξέτασε, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 128 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να λάβει ρητώς θέση επί των πτυχών που ήταν σαφώς δευτερεύουσες. Επιπλέον, όσον αφορά τη θέση της RWE στον τομέα των υπηρεσιών εξισορρόπησης και των παρεπόμενων υπηρεσιών, μολονότι εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν θεωρούσε αναγκαία τη διενέργεια χωριστής ανάλυσης του αντικτύπου της συγκέντρωσης στη συγκεκριμένη αγορά, η Επιτροπή διενήργησε εντούτοις τέτοια ανάλυση (βλ. σημείο 46 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επιπροσθέτως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέτασε τις αναλύσεις RSI που προσκόμισαν τρίτοι και ανέλυσε τις συνέπειες, για την αγορά, της έγκρισης της εν λόγω συγκέντρωσης (βλ. σημεία 59 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης).

148    Κατά πέμπτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αναδεικνύει, το πολύ, αόριστα, τον τρόπο με τον οποίο πλείονες αντιρρήσεις τις οποίες προέβαλε έναντι της συγκέντρωσης λήφθηκαν υπόψη, εκτιμήθηκαν και σταθμίστηκαν. Συγκεκριμένα, από την προσβαλλόμενη απόφαση, και ιδίως τα σημεία 63, 64, 67 έως 73 και 89 έως 94 αυτής, προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τρίτοι, ορισμένες εκ των οποίων αλληλεπικαλύπτονταν, και απάντησε στις εν λόγω παρατηρήσεις.

149    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι η Επιτροπή παρέσχε επαρκή απάντηση ώστε, αφενός, η προσφεύγουσα να μπορεί να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εκτίμησε ότι η συγκέντρωση δεν δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά και, αφετέρου, ο δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του.

4.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας

150    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διεξαγωγή της διαδικασίας προσέβαλε το δικαίωμά της συμμετοχής. Συγκεκριμένα, πρώτον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την άποψή της. Δεύτερον, η Επιτροπή έπρεπε, μεταξύ άλλων παρέχοντας στην προσφεύγουσα δικαίωμα ακρόασης και διασφαλίζοντας την ευρύτερη συμμετοχή της στη διαδικασία, να αποσαφηνίσει αν ορισμένες ειδικές προσεγγίσεις της μελέτης Oxera ήταν ανακριβείς και, ενδεχομένως, ποιες ήταν αυτές. Τρίτον, δεν υπήρξε, κατά την προσφεύγουσα, πραγματικός διάλογος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής.

151    Κατά την προσφεύγουσα, η προσβολή του δικαιώματός της συμμετοχής προκύπτει επίσης, αφενός, από την αντίθεση της Επιτροπής στην πρόσβαση της προσφεύγουσας στον κλειστό φάκελο της ομοσπονδιακής υπηρεσίας συμπράξεων και, αφετέρου, από την απλή παραπομπή της Επιτροπής σε αναλύσεις τρίτων σχετικά με τη θέση της RWE στην αγορά, οι οποίες βασίζονται σε διαφορετικά δεδομένα εισόδου και κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα, χωρίς η Επιτροπή να θεωρήσει αναγκαία την αποσαφήνιση των αντιφάσεων που διαπίστωσε.

152    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

153    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, υποστηρίζοντας ότι δεν μετέσχε επαρκώς στη διοικητική διαδικασία και ότι εθίγη το «δικαίωμά της συμμετοχής», η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως.

154    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 11, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 802/2004, δικαίωμα ακρόασης βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 139/2004 παρέχεται σε τρίτους, ήτοι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, όπως πελάτες, προμηθευτές και ανταγωνιστές, εφόσον αποδεικνύουν εύλογο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 139/2004.

155    Επιπλέον, το άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004 ορίζει τα εξής:

«Εφόσον η Επιτροπή ή οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών το κρίνουν αναγκαίο, μπορούν επίσης να παρέχουν ακρόαση και σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αποδεικνύουν την ύπαρξη ευλόγου συμφέροντος, και ιδίως τα μέλη των οργάνων διοίκησης ή διεύθυνσης των συμμετεχουσών επιχειρήσεων ή οι αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργαζομένων των επιχειρήσεων αυτών, γίνονται δεκτοί σε ακρόαση, κατόπιν αιτήσεώς τους.»

156    Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 802/2004 ορίζει τα εξής:

«Εάν τρίτοι ζητήσουν εγγράφως ακρόαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004, η Επιτροπή τους ενημερώνει εγγράφως για τη φύση και το αντικείμενο της διαδικασίας και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους.»

157    Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας του ενωσιακού ελέγχου των συγκεντρώσεων, οι τρίτοι που έχουν εύλογο συμφέρον και υπέβαλαν αίτηση ακροάσεως, όπως η προσφεύγουσα, διαθέτουν δικαίωμα ακροάσεως σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 139/2004, καθώς και το άρθρο 11, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 802/2004.

158    Οι εν λόγω τρίτοι έχουν το δικαίωμα να ακουστούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, από την Επιτροπή, προκειμένου να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους επί των επιζήμιων γι’ αυτούς συνεπειών της κοινοποιηθείσας συγκεντρώσεως, δικαίωμα το οποίο πρέπει όμως να εναρμονίζεται με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και με τον κύριο σκοπό του κανονισμού που είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου και η παροχή νομικής ασφάλειας στις υποκείμενες στην εφαρμογή του επιχειρήσεις (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 202 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συστήματος προστασίας των αντίστοιχων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων και των τρίτων, αν, εν προκειμένω, εθίγη το δικαίωμα της προσφεύγουσας.

159    Πάντως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε πλήρως τη δυνατότητα που παρέχεται στους τρίτους να μετέχουν στη διοικητική διαδικασία και να εκφράζουν την άποψή τους επί της συγκεντρώσεως.

160    Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, και όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 35 έως 38, η προσφεύγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της σχετικά με την επίμαχη συγκέντρωση, κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο του εγγράφου της 17ης Απριλίου 2018 και, εν συνεχεία, κατά την κατ’ ιδίαν συνάντηση που διεξήχθη στις 28 Αυγούστου 2018.

161    Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η προσφεύγουσα απέστειλε, στις 18 Οκτωβρίου 2018, έγγραφο με σκοπό τη συμπλήρωση των παρατηρήσεων που είχε υποβάλει κατά τη σύσκεψη της 28ης Αυγούστου 2018.

162    Με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή τη μελέτη Oxera, στην οποία προσάρτησε, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 25ης Ιανουαρίου 2019, τη βάση δεδομένων που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση της εν λόγω μελέτης.

163    Τέλος, η προσφεύγουσα έλαβε, στις 24 Ιανουαρίου 2019, το ερωτηματολόγιο σχετικά με την έρευνα αγοράς της Επιτροπής, στο οποίο απάντησε στις 30 Ιανουαρίου 2019. Η προσφεύγουσα δεν διέθετε άλλα δικαιώματα συμμετοχής.

164    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν της επέτρεψε να εκθέσει επαρκώς την άποψή της κατά τη διοικητική διαδικασία.

165    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα της πρόσβασης στον φάκελο της ομοσπονδιακής υπηρεσίας συμπράξεων, αρκεί η διαπίστωση ότι η αίτηση της προσφεύγουσας, η οποία αφορούσε τον σχετικό με τη συγκέντρωση B8-28/19 φάκελο, υποβλήθηκε στην ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων στις 18 Μαρτίου 2019, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, η απόφαση απόρριψης της εν λόγω αίτησης, την οποία η ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων εξέδωσε στις 15 Απριλίου 2019, δεν μπορεί να διαδραμάτισε οποιονδήποτε ρόλο όσον αφορά τον σεβασμό, από την Επιτροπή, του δικαιώματος ακρόασης της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

166    Επιπλέον, παρατηρείται ότι, μολονότι η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι αντιτάχθηκε στην αίτησή της, η προσφεύγουσα είχε υποβάλει την εν λόγω αίτηση προβάλλοντας το συμφέρον της να αποκτήσει πρόσβαση στον φάκελο για τη συμμετοχή της στη σχετική με τη συγκέντρωση M.8870 διαδικασία και δεν υποστηρίζει ότι, λόγω μη κοινοποίησης του εν λόγω φακέλου, δεν μπόρεσε να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τη συγκέντρωση M.8871 που εξέτασε η Επιτροπή.

167    Κατά τρίτον, με την αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την άποψή της, καθώς και τα επιχειρήματα που προέβαλε και τα στοιχεία που προσκόμισε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εκτίμησε τις περιστάσεις της υπόθεσης με τον τρόπο που τις εκτίμησε η ίδια.

168    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αποσαφήνισε ορισμένα ζητήματα, όπως ορισμένες ειδικές προσεγγίσεις της μελέτης Oxera ή τις αντιφάσεις που διαπίστωσε στις αναλύσεις τρίτων σχετικά με τη θέση της RWE στην αγορά, παραλείπει όμως να διευκρινίσει συγχρόνως ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναγνώρισε την ύπαρξη αποκλίσεων μεταξύ των αναλύσεων που υπέβαλαν οι τρίτοι, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι όλες οι αναλύσεις συμφωνούσαν σε ορισμένα ζητήματα (βλ. σημείο 62 της προσβαλλόμενης απόφασης). Πάντως, για τη διατύπωση των συμπερασμάτων της, η Επιτροπή στηρίχθηκε στα συγκεκριμένα ζητήματα στα οποία οι απόψεις συνέκλιναν. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει τις διευκρινίσεις τις οποίες θα είχε παράσχει, όσον αφορά τη μελέτη Oxera ή τις διαπιστωθείσες αντιφάσεις, εάν η Επιτροπή της είχε θέσει ερωτήσεις επί των ζητημάτων αυτών.

169    Επομένως, με το επιχείρημά της, η προσφεύγουσα δεν προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν της παρέσχε δικαίωμα ακρόασης, αλλά διαφωνεί με τα συμπεράσματα στα οποία η Επιτροπή κατέληξε βάσει των διαφόρων παρατηρήσεων που της υποβλήθηκαν. Κατά συνέπεια, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι, στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αλυσιτελές.

170    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τα συμπεράσματα της ομοσπονδιακής υπηρεσίας συμπράξεων τα οποία, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή απλώς επανέλαβε.

171    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

5.      Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

172    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε με σημαντική καθυστέρηση. Η καθυστερημένη αυτή δημοσίευση είχε ως αποτέλεσμα, κατά την προσφεύγουσα, την προσβολή του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι η δίμηνη προθεσμία άσκησης προσφυγής άρχισε να τρέχει μόνον από την ημερομηνία δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, τούτο δεν δικαιολογεί να καταστεί άνευ περιεχομένου το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

173    Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το γεγονός ότι το άρθρο 20 του κανονισμού 139/2004 δεν επιτάσσει τη δημοσίευση, στην Επίσημη Εφημερίδα, των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού δεν δικαιολογεί την καθυστερημένη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Συναφώς, κατά τη διοικητική πρακτική της και δυνάμει του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δημοσιεύει τις αποφάσεις που εκδίδει δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004.

174    Τέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί προς όφελός της το πλαίσιο της υπόθεσης, ήτοι το ότι έπρεπε να εξετάσει κατά προτεραιότητα τη συγκέντρωση M.8870, ούτε μπορεί να επικαλεστεί τις αιτήσεις συγκεκριμένων διορθώσεων που υπέβαλαν η RWE και η E.ON ως δικαιολογία για την καθυστερημένη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης.

175    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON και τη RWE, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

176    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, «[κ]άθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο».

177    Το ως άνω δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει ο ενδιαφερόμενος να είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση που τον αφορά ή που τον θίγει είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή του έχει γνωστοποιηθεί το αιτιολογικό αυτό κατόπιν αιτήσεώς του, προκειμένου να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο αυτόν η δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι πρόσφορο να προσφύγει στον αρμόδιο δικαστή, καθώς και να παρασχεθεί στον δικαστή πλήρως η δυνατότητα άσκησης του ελέγχου νομιμότητας της οικείας απόφασης (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 1987, Heylens κ.λπ., 222/86, EU:C:1987:442, σκέψεις 15 και 17, της 17ης Νοεμβρίου 2011, Gaydarov, C‑430/10, EU:C:2011:749, σκέψη 41, και της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

178    Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 177 ανωτέρω, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έπρεπε να κοινοποιηθεί στις συμμετέχουσες στην πράξη συγκέντρωσης επιχειρήσεις δυνάμει του άρθρου 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ήταν επιπλέον ικανή να επηρεάσει άμεσα και ατομικά τρίτους προς την πράξη συγκέντρωσης, η Επιτροπή υποχρεούνταν, προκειμένου να διασφαλίσει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των εν λόγω τρίτων, να λάβει κατάλληλα μέτρα δημοσιότητας ώστε οι εν λόγω τρίτοι να μπορούν να γνωρίζουν τους λόγους στους οποίους βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

179    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα μπόρεσε να λάβει γνώση των λόγων έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και, ως εκ τούτου, να προβάλει ισχυρισμούς και να υποβάλει στοιχεία με σκοπό να ζητήσει την ακύρωσή της. Ομοίως, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η προσφεύγουσα μπόρεσε να ασκήσει προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

180    Εντούτοις, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι εθίγη το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας λόγω της καθυστερημένης δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

181    Συναφώς, πρώτον, επισημαίνεται βεβαίως, όπως έπραξε και η Επιτροπή, ότι, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα μόνον τις αποφάσεις που λαμβάνει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφοι 1 έως 6, και των άρθρων 14 και 15, εξαιρουμένων των προσωρινών αποφάσεων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, μαζί με τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής.

182    Επομένως, εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004, ήτοι διάταξης που δεν μνημονεύεται ρητώς στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν, δυνάμει του κανονισμού 139/2004, να προβεί στη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα.

183    Εντούτοις, παρατηρείται ότι, στην πράξη, κατά την έκδοση αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004, η Επιτροπή προβαίνει στη δημοσίευση, στην Επίσημη Εφημερίδα, ανακοίνωσης με την οποία επισημαίνει ότι το πλήρες κείμενο της απόφασης θα δημοσιοποιηθεί μετά την απαλοιφή των επιχειρηματικών απορρήτων που ενδεχομένως περιέχει και θα καταστεί διαθέσιμο είτε στον διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής είτε στον διαδικτυακό τόπο EUR-Lex.

184    Επιπλέον, στο σημείο 5 του εγγράφου με τίτλο «Guidance on the preparation of public versions of Commission Decisions adopted under the Merger Regulation» (έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με την επεξεργασία των μη εμπιστευτικών κειμένων των αποφάσεων της Επιτροπής που εκδίδονται δυνάμει του κανονισμού συγκεντρώσεων), της 26ης Μαΐου 2015 (στο εξής: έγγραφο καθοδήγησης), η Επιτροπή επισημαίνει ότι, βάσει της αρχής της διαφάνειας που απορρέει από το άρθρο 15 ΣΛΕΕ και καθιερωμένης πρακτικής, δημοσιεύει επίσης, στον διαδικτυακό τόπο της, τα μη εμπιστευτικά κείμενα των αποφάσεων που εκδίδει δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004 και του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, στο σημείο 2 του ίδιου εγγράφου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι θέτει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες στη διάθεση του κοινού και ότι δεν δημοσιοποιεί πληροφορίες μόνον όταν αυτές καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που υπέχει ή εμπίπτουν σε άλλες εξαιρέσεις δημοσίας τάξεως.

185    Κατά τη νομολογία, όμως, η Επιτροπή δεσμεύεται από τις ανακοινώσεις που εκδίδει στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων εφόσον δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης και του κανονισμού 139/2004 (απόφαση της 3ης Απριλίου 2003, BaByliss κατά Επιτροπής, T‑114/02, EU:T:2003:100, σκέψη 143· βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2007, Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑282/06, EU:T:2007:203, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, οι ενδεικτικοί αυτοί κανόνες, οι οποίοι ορίζουν τις κατευθυντήριες γραμμές που προτίθεται να εφαρμόζει η Επιτροπή, συμβάλλουν στη διασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, όσον αφορά τη δράση της Επιτροπής (πρβλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑310/99, EU:C:2002:143, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

186    Μολονότι είναι αληθές ότι η μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία αφορούσε τη διαπίστωση του δεσμευτικού, για την Επιτροπή, χαρακτήρα της ανακοίνωσής της σχετικά με διορθωτικά μέτρα που γίνονται αποδεκτά στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 και του κανονισμού (ΕΚ) 447/98 (ΕΕ 2001, C 68, σ. 3) και των κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση των οριζόντιων συγκεντρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 31, σ. 5, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), εντούτοις, η εν λόγω νομολογία είναι κρίσιμη είτε πρόκειται για κατευθυντήρια γραμμή σχετικά με την εκτίμηση καταστάσεων που εξετάζει η Επιτροπή είτε για κατευθυντήρια γραμμή σχετικά με διαδικαστικό κανόνα. Συγκεκριμένα, σε αντίθετη περίπτωση, θα αναγνωριζόταν στην Επιτροπή διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη δημοσίευση αποφάσεων ικανών, ωστόσο, να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση τρίτων, κάτι το οποίο δεν συνάδει προς το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

187    Εξάλλου, αφενός, όσον αφορά τη συμμόρφωση του εγγράφου καθοδήγησης προς τους κανόνες της Συνθήκης και του κανονισμού 139/2004, μολονότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 δεν μνημονεύει τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να τις δημοσιεύει με άλλον τρόπο, όπως και πράττει.

188    Αφετέρου, κατά το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, εντός της Ένωσης, οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά. Επιπλέον, η Επιτροπή δεσμεύεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω αρχή εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και, παράλληλα, εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 45).

189    Επομένως, το έγγραφο καθοδήγησης δεν αντιβαίνει ούτε στον κανονισμό 139/2004 ούτε στη Συνθήκη. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό, αντίθετα προς όσα υποστήριξαν η Επιτροπή, η E.ON και η RWE, ότι η Επιτροπή έχει επιβάλει στον εαυτό της την υποχρέωση να δημοσιεύει τις αποφάσεις που εκδίδει, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004, τηρουμένης της εμπιστευτικότητας που πρέπει να εξασφαλίζεται για τις πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο ή εμπίπτουν σε άλλες εξαιρέσεις δημοσίας τάξεως. Τέτοια δημοσίευση των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004 είναι συνεπής με την υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 178 ανωτέρω, να διασφαλίζει, με κατάλληλα μέσα δημοσιότητας, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των τρίτων που επηρεάζονται άμεσα και ατομικά από τις εν λόγω αποφάσεις.

190    Δεύτερον, όμως, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2019 και ότι ανακοίνωση σχετικά με αυτήν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 3 Απριλίου 2020, ήτοι 402 ημέρες αργότερα. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι αντικειμενικά μεγάλο, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

191    Εντούτοις, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το βάσιμο των λόγων που προέβαλε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, επισημαίνεται ότι η καθυστερημένη δημοσίευση πράξης της Ένωσης στην Επίσημη Εφημερίδα δεν επηρεάζει το κύρος της εν λόγω πράξης (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, C‑149/96, EU:C:1999:574, σκέψη 54).

192    Τρίτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσφυγή της δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματική καθότι, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μπόρεσε να ασκήσει προσφυγή 402 και πλέον ημέρες μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, με αποτέλεσμα η αγορά να εκτεθεί στην ανεμπόδιστη ανάπτυξη των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συνεπειών της συγκέντρωσης, επίσης δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης.

193    Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή θα όφειλε, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης έναντι αυτής και, επιπλέον, να επαναφέρει τους διαδίκους στην προ της προσβαλλομένης απόφασης κατάσταση (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 22/70, EU:C:1971:32, σκέψη 60, και της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Crédit mutuel Arkéa κατά ΕΚΤ, T‑712/15, EU:T:2017:900, σκέψη 43).

194    Επιπλέον, εάν θεωρεί ότι υπέστη ζημία λόγω της καθυστερημένης δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως κατά της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.

195    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον αντλείται από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας λόγω της καθυστερημένης δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

6.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτίμησης

α)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

196    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε ουσιαστική και πρόδηλη πλάνη εκτιμώντας ότι η συγκέντρωση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, μολονότι έπρεπε να κινήσει το στάδιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 139/2004 και, εν συνεχεία, να κηρύξει τη συγκέντρωση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004.

197    Όσον αφορά τον βαθμό έντασης του δικαστικού ελέγχου και τις απαιτούμενες υποχρεώσεις απόδειξης, γίνεται παραπομπή στη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 48 έως 53 ανωτέρω.

198    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, οι πράξεις συγκέντρωσης που ενδέχεται να παρακωλύουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης, πρέπει να κηρύσσονται ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.

199    Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει συνολικώς το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τη δέσμη ενδείξεων που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της κατάστασης του ανταγωνισμού. Συναφώς, ενδέχεται ορισμένα στοιχεία να θεωρηθούν σημαντικότερα και ορισμένα να μη ληφθούν υπόψη. Η εξέταση αυτή και η παρατιθέμενη αιτιολόγησή της αποτελούν αντικείμενο του ασκούμενου από το Γενικό Δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των συγκεντρώσεων (απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑342/07, EU:T:2010:280, σκέψη 136).

200    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, οι ουσιαστικοί κανόνες του κανονισμού 139/2004, ειδικότερα δε το άρθρο 2, παρέχουν στην Επιτροπή ορισμένη διακριτική εξουσία, ιδίως όσον αφορά τις εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως. Κατά συνέπεια, ο εκ μέρους του δικαστή έλεγχος της άσκησης μιας τέτοιας εξουσίας, που είναι ουσιώδης για τον καθορισμό των κανόνων στον τομέα των συγκεντρώσεων, πρέπει να ασκείται λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτίμησης, το οποίο στηρίζεται στους οικονομικής φύσεως κανόνες που απαρτίζουν το καθεστώς των συγκεντρώσεων (βλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑342/07, EU:T:2010:280, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

201    Το γεγονός ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτίμησης σε οικονομικά ζητήματα στους τομείς που συνεπάγονται περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά (αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Tetra Laval, C‑12/03 P, EU:C:2005:87, σκέψη 39, και της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 54).

202    Υπενθυμίζεται επίσης ότι το ζήτημα του αν η ουσιαστική εκτίμηση ότι η επίμαχη συγκέντρωση δεν δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004, εμπίπτει στην εξέταση της ύπαρξης πρόδηλης πλάνης εκτίμησης. Συγκεκριμένα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν ορθώς η Επιτροπή βασίστηκε στην προμνησθείσα διάταξη για την έκδοση της απόφασής της, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του σχεδίου συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 48).

203    Το αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ως άνω παρατηρήσεων.

204    Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν τέσσερις αιτιάσεις με τις οποίες υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη κατά την εκτίμηση. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, με την πρώτη αιτίαση, ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς, με τη δεύτερη αιτίαση, ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την οριοθέτηση της περιόδου της ανάλυσης, με την τρίτη αιτίαση, ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της ισχύος της RWE στην αγορά και, με την τέταρτη αιτίαση, ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της σχέσης μεταξύ της RWE και της E.ON.

β)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένο ορισμό της σχετικής αγοράς

205    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, αδικαιολογήτως, δεν έλαβε υπόψη την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς που πραγματοποίησε η ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων δυνάμει πάγιας πρακτικής όσον αφορά το περιεχόμενο των αποφάσεών της. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Επιτροπή έκανε λόγο για «αγορά ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από συμβατικές πηγές» η οποία, κατά την προσφεύγουσα, δεν υφίσταται στην πραγματικότητα και περιλαμβάνει την ηλεκτρική ενέργεια που προορίζεται για τους σιδηροδρόμους και για την ίδια τη βιομηχανική κατανάλωση.

206    Κατά την προσφεύγουσα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές και της αγοράς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η δεύτερη αυτή αγορά είναι αυτοτελής, δεδομένου ότι υπάγεται στο καθεστώς ενισχύσεων που προβλέπεται από τον νόμο EEG και ότι, αντίθετα προς την αγορά χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές, οι τιμές της δεν καθορίζονται, ως επί το πλείστον, σε συνάρτηση με την προσφορά και τη ζήτηση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, στο παρελθόν, η πρακτική όσον αφορά το περιεχόμενο των αποφάσεων στον τομέα του δικαίου των συμπράξεων συνίστατο, ιδίως, στην αντιμετώπιση των υπηρεσιών εξισορρόπησης και των παρεπόμενων υπηρεσιών ως τμήματος της αυτοτελούς αγοράς.

207    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

208    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο προσήκων ορισμός της σχετικής αγοράς αποτελεί αναγκαία και προκαταρκτική συνθήκη για κάθε εκτίμηση σχετικά με την επίπτωση που μια πράξη συγκέντρωσης έχει επί του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, KPN κατά Επιτροπής, T‑691/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:43, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

209    Η αγορά των προϊόντων στα οποία αναφέρεται η συγκέντρωση πρέπει να ορίζεται λαμβανομένου υπόψη του όλου οικονομικού πλαισίου, κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατό να εκτιμηθεί η πραγματική οικονομική δύναμη της οικείας ή των οικείων επιχειρήσεων, και πρέπει, προς τον σκοπό αυτό, να οριστούν εκ των προτέρων τα προϊόντα τα οποία, χωρίς να μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαίως με άλλα προϊόντα, μπορούν σε ικανοποιητικό βαθμό να εναλλαγούν με τα προϊόντα τα οποία προτείνουν οι επιχειρήσεις αυτές, όχι μόνο βάσει των αντικειμενικών χαρακτηριστικών των προϊόντων αυτών, αλλά και βάσει των συνθηκών ανταγωνισμού καθώς και της διάρθρωσης της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουνίου 2002, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99, EU:T:2002:146, σκέψη 20).

210    Εν συνεχεία, κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός της σχετικής αγοράς, στον βαθμό που περιλαμβάνει περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις εκ μέρους της Επιτροπής, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμένου μόνον ελέγχου από τον δικαστή της Ένωσης (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 482, και της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 53). Κατά πάγια νομολογία, αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου των εκτιμήσεων της Επιτροπής ως προς τον καθορισμό των αγορών αναφοράς είναι το αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑346/02 και T‑347/02, EU:T:2003:256, σκέψη 119· πρβλ. επίσης απόφαση της 6ης Ιουνίου 2002, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99, EU:T:2002:146, σκέψεις 26 και 32).

211    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει δεχθεί ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να αφήσει ανοικτό το ζήτημα του ορισμού της επίμαχης αγοράς προϊόντος σε περίπτωση που κανένας εκ των ορισμών της αγοράς δεν επέτρεπε τη διαπίστωση της ύπαρξης σημαντικού εμποδίου για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό μετά τη συγκέντρωση, όπως προέκυπτε κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο από τους λόγους που εξέθεσε η Επιτροπή στην επίμαχη απόφαση (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, KPN κατά Επιτροπής, T‑394/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:756, σκέψη 60).

212    Τέλος, ο δικαστής της Ένωσης έχει αναγνωρίσει ότι, μολονότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις για τις σχετικές αγορές τις οποίες πραγματοποίησε με τις προγενέστερες αποφάσεις της, τούτο δεν συνεπάγεται, εντούτοις, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να λάβει υπόψη τέτοιες παλαιότερες εκτιμήσεις κατά την ανάλυσή της ως ένα από τα κρίσιμα στοιχεία, εάν κανένα στοιχείο δεν υποδηλώνει ότι οι συνθήκες ανταγωνισμού στη σχετική αγορά έχουν μεταβληθεί ουσιωδώς σε σχέση με τις επικρατούσες κατά την έκδοση των προγενέστερων αποφάσεων (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Topps Europe κατά Επιτροπής, T‑699/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:2, σκέψη 93).

213    Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 13 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εφάρμοσε την πρακτική που είχε ακολουθήσει στο παρελθόν με τις αποφάσεις της, η οποία συνίσταται στον ορισμό της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ως αγοράς που περιλαμβάνει το εμπόριο στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας παραχθείσας εντός ορισμένης γεωγραφικής αγοράς και την ηλεκτρική ενέργεια που εισάγεται στην εν λόγω γεωγραφική αγορά μέσω διασυνδετήριων αγωγών, ανεξαρτήτως της πηγής της παραχθείσας ηλεκτρικής ενέργειας.

214    Πάντως, όπως προκύπτει από το σημείο 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την πρακτική της ομοσπονδιακής υπηρεσίας συμπράξεων η οποία, αντίθετα προς την Επιτροπή, διακρίνει κατ’ ουσίαν, την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που τυγχάνουν δημόσιων επιδοτήσεων δυνάμει του νόμου EEG.

215    Εντούτοις, η Επιτροπή εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, στο σημείο 15 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η διάκριση αυτή δεν ήταν αναγκαία για την ανάλυση του αντικτύπου της συγκέντρωσης δεδομένου ότι δεν θα ανέκυπτε κανένα πρόβλημα ανταγωνισμού, ανεξαρτήτως του αν οι δύο αγορές εξετάζονταν από κοινού ή χωριστά.

216    Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε, στο σημείο 16 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, στο παρελθόν, είχε προβεί σε κατάτμηση της αγοράς μεταξύ, αφενός, της παραγωγής και της χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και, αφετέρου, των υπηρεσιών εξισορρόπησης και των παρεπόμενων υπηρεσιών, πλην όμως τούτο δεν ήταν αναγκαίο εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν θα ανέκυπτε κανένα πρόβλημα ανταγωνισμού ακόμη και σε περίπτωση ορισμού χωριστής αγοράς υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών.

217    Δεύτερον, η Επιτροπή προσδιόρισε, στα σημεία 21 και 22 της προσβαλλόμενης απόφασης, την αγορά μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ως αγορά διακριτή εκείνης της παραγωγής και της χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

218    Τέλος, τρίτον, η Επιτροπή εκτίμησε, στα σημεία 23 και 24 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το ζήτημα του ορισμού της αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας μπορούσε να μείνει ανοικτό, σε σχέση τόσο με τα προϊόντα όσο και με τη γεωγραφική έκταση, εφόσον, ανεξαρτήτως του προκριθέντος ορισμού, η συγκέντρωση δεν δημιουργούσε προβλήματα ανταγωνισμού.

219    Με την επιχειρηματολογία της, αφενός, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, χωρίς να παράσχει εξηγήσεις συναφώς, την παλαιότερη πρακτική της κατά την έκδοση αποφάσεων, καθόσον δεν διέκρινε μεταξύ της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και της αγοράς υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών και καθόσον δεν διέκρινε επίσης, στο πλαίσιο της οριοθέτησης της αγοράς λιανικής προμήθειας, μεταξύ αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που προορίζεται για τους σιδηροδρόμους και αγοράς για την ίδια τη βιομηχανική κατανάλωση. Αφετέρου, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι κακώς, κατά τον ορισμό της αγοράς των σχετικών προϊόντων, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, χωρίς να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις, την πρακτική κατά την έκδοση αποφάσεων της ομοσπονδιακής υπηρεσίας συμπράξεων βάσει της οποίας γίνεται διάκριση μεταξύ της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές, η οποία περιλαμβάνει την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από συμβατικές πηγές και από ανανεώσιμες πηγές που δεν υπάγεται στον νόμο EEG, και της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η οποία περιλαμβάνει την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές που υπάγεται στον νόμο EEG.

220    Κατά πρώτον, διαπιστώνεται εντούτοις ότι από τις σκέψεις 213 έως 218 ανωτέρω προκύπτει ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους, αρχικώς, αποφάσισε να μην εφαρμόσει τον ίδιο ορισμό της αγοράς με την ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων, εν συνεχεία, δεν προέβη σε διάκριση μεταξύ της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και της αγοράς υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών και, τέλος, στο πλαίσιο της οριοθέτησης της αγοράς λιανικής προμήθειας, δεν προέβη σε διαφοροποίηση ανάλογα με τον τύπο των πελατών. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατ’ αυτήν, ανεξαρτήτως των ορισμών της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και της αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που θα προκρίνονταν τελικώς, η συγκέντρωση δεν δημιουργούσε προβλήματα ανταγωνισμού.

221    Η προσφεύγουσα δεν προέβαλε, όμως, κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προκειμένου να αντικρούσει την εκτίμηση της Επιτροπής. Υπ’ αυτήν την έννοια, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει συγκεκριμένα τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έπρεπε να προκρίνει διαφορετικό ορισμό των δύο επίμαχων αγορών. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν προβάλει κανένα στοιχείο σχετικό με τα χαρακτηριστικά των διαφορετικών πηγών ενέργειας, την έλλειψη εναλλαξιμότητας, τις συνθήκες ανταγωνισμού και τη διάρθρωση της ζήτησης και της προσφοράς στις εν λόγω αγορές, το οποίο θα δικαιολογούσε την περαιτέρω κατάτμησή τους. Είναι αληθές ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα μνημονεύει το γεγονός ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και υπάγεται στον νόμο EEG είναι αυτοτελής αγορά στο μέτρο που, αντίθετα προς την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από παραδοσιακές πηγές, οι τιμές της δεν καθορίζονται, ως επί το πλείστον, σε συνάρτηση με την προσφορά και τη ζήτηση, πλην όμως η προσφεύγουσα δεν ανέπτυξε περαιτέρω τον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος δεν μπορεί, επομένως, να θέσει υπό αμφισβήτηση τον ορισμό που προέκρινε η Επιτροπή.

222    Κατά δεύτερον, πρώτον, όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ο οποίος περιλαμβάνει τις υπηρεσίες εξισορρόπησης και τις παρεπόμενες υπηρεσίες, αφενός, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 212 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις σχετικά με τις σχετικές αγορές τις οποίες πραγματοποίησε σε παλαιότερες αποφάσεις της. Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε να αποφασίσει, εν προκειμένω, να μην διακρίνει μεταξύ της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και της αγοράς υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών.

223    Αφετέρου, από τα σημεία 46 και 47 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή ανέλυσε, παρά ταύτα, τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης, για την περίπτωση που θα έπρεπε να προβλεφθεί χωριστή αγορά για τις υπηρεσίες εξισορρόπησης και τις παρεπόμενες υπηρεσίες.

224    Δεύτερον, καθόσον η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τον ορισμό που προέκρινε η ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων για την αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, αφενός, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ακριβούς κατανομής αρμοδιοτήτων στην οποία βασίζεται ο κανονισμός 139/2004, οι αποφάσεις των εθνικών αρχών δεν μπορούν να δεσμεύουν την Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, C‑202/06 P, EU:C:2007:814, σκέψη 56). Επομένως, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να προκρίνει τον ίδιο ορισμό της σχετικής αγοράς με εκείνον που προέκρινε η ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων.

225    Αφετέρου, μολονότι η Επιτροπή αποφάσισε να αφήσει το ζήτημα του ορισμού της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ανοικτό και να μην προκρίνει τον ίδιο ορισμό της αγοράς με εκείνον που προέκρινε η ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων, εντούτοις η Επιτροπή ανέλυσε, στα σημεία 31, 34, 45, 47 και 99 της προσβαλλόμενης απόφασης, τον αντίκτυπο της αύξησης των μεριδίων αγοράς της RWE που συνδέεται με τη συγκέντρωση, για την περίπτωση που η αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που υπάγεται στον νόμο EEG και η αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που δεν υπάγεται στον εν λόγω νόμο ήταν χωριστές αγορές. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας όπως ορίστηκε από την ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων.

226    Τρίτον, όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς λιανικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή επισήμανε, στις υποσημειώσεις 27 και 29 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το αριθμητικό στοιχείο που αφορά τη συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία, συνεκτιμώμενων όλων των πηγών ενέργειας, το οποίο αναγράφεται στον πίνακα 1, και το αριθμητικό στοιχείο που αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές, το οποίο αναγράφεται στον πίνακα 2, περιλαμβάνουν επίσης την παρούσα κατανάλωση στο πλαίσιο των σιδηροδρομικών μεταφορών. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, ακόμη και αν εξαιρούνταν ο όγκος που συνδέεται με τα εν λόγω στοιχεία, τα μερίδια αγοράς των διαφόρων Γερμανών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας θα παρέμεναν ουσιαστικά αμετάβλητα.

227    Πάντως, μολονότι η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη πραγματικό όγκο της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας 396,6 τεραβατωρών (TWh), για το έτος 2017, αντί όγκου 363,5 TWh, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι τούτο είχε αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην κατανομή των μεριδίων αγοράς την οποία η Επιτροπή εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση.

228    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς. Ως εκ τούτου, η αιτίαση που αντλείται από εσφαλμένο ορισμό της σχετικής αγοράς πρέπει να απορριφθεί.

γ)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη οριοθέτηση της περιόδου της ανάλυσης

229    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι περιορίστηκε σε υπέρμετρα βραχεία περίοδο ανάλυσης σταματώντας στην προ του 2022 περίοδο. Επιπλέον, αφενός, η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνον την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας και, αφετέρου, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο τομέας της ενέργειας χαρακτηρίζεται από κύκλους μακροπρόθεσμων επενδύσεων, διάρκειας 15 έως 20 ετών. Η γερμανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκεται, όμως, αντιμέτωπη με την ενεργειακή και κλιματική μετάβαση, η οποία ανατρέπει όλα τα παλαιότερα δεδομένα. Τέλος, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, με την παλαιότερη πρακτική της, η Επιτροπή έλαβε συχνά υπόψη, στις προβλέψεις της, μακρές περιόδους απόσβεσης.

230    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

231    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει πρόγνωση σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη της αγοράς. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμά αν η συγκέντρωση είναι ικανή να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 139/2004.

232    Η εν λόγω ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης μιας αγοράς πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, καθόσον το ζήτημα δεν είναι να εξετασθούν πράξεις του παρελθόντος, για τις οποίες συχνά υπάρχουν πολλά στοιχεία που καθιστούν δυνατό να κατανοηθούν οι αιτίες τους, ούτε καν πράξεις του παρόντος, αλλά να προβλεφθούν με λίγο-πολύ ισχυρή πιθανολόγηση πράξεις που θα λάβουν χώρα αν δεν ληφθεί καμία απόφαση που να απαγορεύει τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση ή να της θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης που συνίσταται στο να εξεταστεί κατά ποιον τρόπο η συγκέντρωση θα μπορέσει να μεταβάλει τους παράγοντες που καθορίζουν την κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή προκειμένου να εξακριβωθεί αν το αποτέλεσμα θα είναι να δημιουργηθεί σημαντικό εμπόδιο για τον πραγματικό ανταγωνισμό απαιτεί να φανταστεί κανείς διάφορες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος, προκειμένου να επιλέξει εκείνες που είναι οι πιο πιθανές (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2005, General Electric κατά Επιτροπής, T‑210/01, EU:T:2005:456, σκέψη 64).

233    Τέλος, όπως υπομνήσθηκε κατ’ ουσίαν στη σκέψη 110 ανωτέρω, η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της συμβατότητας πράξης συγκέντρωσης μεταξύ επιχειρήσεων προς την εσωτερική αγορά πρέπει να πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνον βάσει των πραγματικών και νομικών περιστάσεων οι οποίες υφίσταντο κατά τον χρόνο κοινοποίησης της εν λόγω πράξης και όχι βάσει υποθετικών στοιχείων των οποίων η οικονομική σημασία δεν μπορεί να αξιολογηθεί κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης έγκρισης (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, T‑279/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:384, σκέψη 327 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

234    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι από την Επιτροπή αναμένεται να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης σε περίοδο η μέγιστη διάρκεια της οποίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τον ορίζοντα επέλευσης, σε επαρκή βαθμό βεβαιότητας, ορισμένων γεγονότων. Όσο πιο απομακρυσμένο χρονικά είναι το γεγονός που πρέπει να προβλεφθεί τόσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα όσον αφορά την επέλευσή του. Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να προβαίνει σε ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης βάσει στοιχείων τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των οποίων δεν είναι σε θέση να προβλέψει με εύλογο περιθώριο σφάλματος.

235    Εν προκειμένω, κατά πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή διενήργησε ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης της αγοράς λαμβάνοντας υπόψη την ενεργειακή μετάβαση και την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, γεγονότα των οποίων η επέλευση είναι αρκούντως πιθανή, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον είχαν αποφασιστεί από τη Γερμανική Κυβέρνηση.

236    Συναφώς, η Επιτροπή εξέτασε τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στα μερίδια αγοράς που κατείχε η RWE διακρίνοντας δύο περιόδους, ήτοι την περίοδο από την υλοποίηση της εν λόγω συγκέντρωσης έως την 31η Δεκεμβρίου 2022 και την περίοδο μετά την ημερομηνία αυτή, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τα σημεία 30 και 35 της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Επιτροπή έπραξε το ίδιο όσον αφορά την ανάλυση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης στον κίνδυνο που σχετίζεται με τις στρατηγικές παρακράτησης ισχύος (σημεία 56, 80 και 81 της προσβαλλόμενης απόφασης), στον κεντρικό ρόλο της RWE (σημεία 62 και 65 της προσβαλλόμενης απόφασης) και στην αγορά μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας (σημεία 99 και 100 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 2022 λήφθηκε υπόψη διότι, βάσει του Gesetz zur geordneten Beendigung der Kernenergienutzung zur gewerblichen Erzeugung von Energie (νόμου περί της εύτακτης παύσης χρήσης της πυρηνικής ενέργειας για τη βιομηχανική παραγωγή ενέργειας), της 22ας Απριλίου 2002 (BGBl. 2002 I, σ. 1351), οι πυρηνικές εγκαταστάσεις που αφορούσε η συγκέντρωση επρόκειτο να κλείσουν το αργότερο έως την ημερομηνία αυτή.

237    Παρατηρείται ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσης του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος κατά τη χορήγηση των επιδοτήσεων για την ανάπτυξη και την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, το οποίο η RWE θα μπορούσε να αποκτήσει χάρη στη συγκέντρωση, από τα σημεία 68 και 69 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έθεσε χρονικούς περιορισμούς. Τούτο είναι επίσης αληθές όσον αφορά την ανάλυση που η Επιτροπή διενήργησε σχετικά με το αν η απόκτηση από τη RWE της μειοψηφικής συμμετοχής στην E.ON θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό ανταγωνιστών από την πρόσβαση σε εισροές ή σε πελάτες στα σημεία 82 έως 88 της προσβαλλόμενης απόφασης, την ανάλυση του κινδύνου αρνητικών συνεπειών στη ρευστότητα της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στα σημεία 89 έως 91 της προσβαλλόμενης απόφασης και την ανάλυση του κινδύνου πρόσβασης της RWE σε πληροφορίες σχετικά με τις στρατηγικές και τις δραστηριότητες της E.ON στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας στα σημεία 92 έως 94 της προσβαλλόμενης απόφασης.

238    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανάλυση της Επιτροπής δεν σταμάτησε στην προ του 2022 περίοδο.

239    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα με το οποίο η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι περιορίστηκε στην προ του 2022 περίοδο πρέπει να απορριφθεί.

240    Κατά δεύτερον, δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέτασε τη μετά το 2022 περίοδο, χωρίς εντούτοις να διευκρινίσει τον μέγιστο χρονικό ορίζοντα τον οποίο χρησιμοποίησε για την ανάλυση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι βασίστηκε σε περίοδο 3 έως 5 ετών από την κοινοποίηση της συγκέντρωσης, το 2019, για τη διενέργεια της ανάλυσής της.

241    Η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται από τα υπομνήματα της Επιτροπής και της E.ON.

242    Συναφώς, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει περίοδο διάρκειας 15 έως 20 ετών. Μια τέτοια περίοδος θα λάμβανε υπόψη, αφενός, τους κύκλους επενδύσεων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και, αφετέρου, τις αναταράξεις στην εν λόγω αγορά λόγω της ενεργειακής μετάβασης και της κατάργησης της πυρηνικής ενέργειας. Η προσφεύγουσα προσάπτει, εξάλλου, στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη μόνον την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας και δεν ακολούθησε την προγενέστερη πρακτική της κατά την έκδοση αποφάσεων.

243    Όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής που η προσφεύγουσα μνημονεύει προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, επισημαίνεται, όπως τόνισε και η Επιτροπή, ότι οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν σε οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο διαφορετικό από αυτό της υπό κρίση υπόθεσης.

244    Συγκεκριμένα, η απόφαση C(2005) 5593 final της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2005, που κηρύσσει μια συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά και τη συμφωνία ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.3696 – E.ON/MOL), αφορούσε την ουγγρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας το 2005, η οποία επρόκειτο να υποστεί πολλές αλλαγές, όπως μαρτυρούσαν, μεταξύ άλλων, τα ήδη αποφασισθέντα σχέδια κατασκευής σταθμών ηλεκτροπαραγωγής (βλ., ειδικότερα, σημεία 150, 594, 601 και 602). Η απόφαση C(2009) 9059 final της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2009, που κηρύσσει μια συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά (υπόθεση COMP/M.5549 – EDF/Segebel), όχι μόνον αφορούσε τη γαλλική, τη βελγική και την ολλανδική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας το 2009, αλλά επιπλέον η ίδια η συναλλαγή προέβλεπε ορισμένα χρονικά διαστήματα για την υλοποίηση ορισμένων σταδίων (βλ., ειδικότερα, σημεία 66 και 75 της εν λόγω απόφασης). Τέλος, η απόφαση της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2002, που κηρύσσει μια συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά (υπόθεση COMP/M.2745 – Shell/Enterprise Oil), αφορούσε την αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου το 2002, τα δε στοιχεία που είχαν προσκομίσει τα κοινοποιούντα μέρη και οι τρίτοι είχαν παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να στηριχθεί σε περίοδο 10 ετών.

245    Επομένως, όχι μόνον η Επιτροπή δεν αποφάσισε, με αφηρημένο τρόπο, να λάβει υπόψη περίοδο μεγαλύτερη των 10 ετών για την ανάλυση των αποτελεσμάτων των συγκεντρώσεων που της κοινοποιήθηκαν απλώς και μόνον διότι ενέπιπταν στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά το έπραξε διότι είχε στη διάθεσή της στοιχεία τα οποία της παρείχαν τη δυνατότητα να προβλέψει, με εύλογη βεβαιότητα, την εξέλιξη της αγοράς κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και, κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα των συγκεντρώσεων.

246    Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της στοιχεία τα οποία θα της παρείχαν τη δυνατότητα να διενεργήσει ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης της αγοράς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

247    Συναφώς, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 235, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ενεργειακή μετάβαση και την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας. Τούτο αποτυπώνεται στο γεγονός ότι, αφενός, η Επιτροπή μνημόνευσε επανειλημμένως στην προσβαλλόμενη απόφαση την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας και, αφετέρου, εξέτασε τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο του νόμου EEG.

248    Η διαπίστωση αυτή επαρκεί για να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνον την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας.

249    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, οι κύκλοι επενδύσεων εκτείνονται σε περιόδους διάρκειας 15 έως 20 ετών, η προσφεύγουσα μνημονεύει μόνον τις δικές της επενδύσεις. Συγκεκριμένα, δεν μνημονεύει επενδύσεις τις οποίες θα μπορούσε να πραγματοποιήσει η RWE, μετά τη συγκέντρωση, και οι οποίες θα μπορούσαν να μεταβάλουν την αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Αντιθέτως, μάλιστα, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατά τη γνώμη της, η RWE και η E.ON θα μπορούσαν να αποθαρρυνθούν από την πραγματοποίηση μαζικών επενδύσεων μετά τη συγκέντρωση. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν βέβαιο ότι η RWE και η E.ON θα πραγματοποιούσαν, μετά τη συγκέντρωση, επενδύσεις ικανές να μεταβάλουν τη διάρθρωση της αγοράς. Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι κύκλοι επενδύσεων εκτείνονται όντως σε περιόδους διάρκειας 15 έως 20 ετών, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να βασίσει την ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης της αγοράς σε τέτοια περίοδο για τον λόγο αυτόν και μόνο.

250    Όσον αφορά τον δυνητικό αντίκτυπο της κατάργησης του άνθρακα, ο οποίος μνημονεύεται τόσο από την προσφεύγουσα όσο και από τη RWE, επισημαίνεται ότι η εν λόγω κατάργηση προβλέπεται από τον Gesetz zur Reduzierung und zur Beendigung der Kohleverstromung (νόμος περί μειώσεως και παύσεως της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τον άνθρακα), της 8ης Αυγούστου 2020 (BGBl. 2020 I, σ. 1818, στο εξής: νόμος περί της κατάργησης του άνθρακα). Με άλλα λόγια, ο εν λόγω νόμος είναι μεταγενέστερος της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και, επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι, για τον λόγο αυτόν και μόνο, η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου νόμου προκειμένου να καθορίσει την περίοδο της ανάλυσής της.

251    Εντούτοις, παρατηρείται ότι ο προμνησθείς νόμος εγκρίθηκε μετά την υποβολή της έκθεσης της 31ης Ιανουαρίου 2019 την οποία εκπόνησε η Kommission für Wachstum, Strukturwandel und Beschäftigung (επιτροπή για την ανάπτυξη, τις διαρθρωτικές αλλαγές και την απασχόληση, Γερμανία), η οποία ορίστηκε από την ομοσπονδιακή Γερμανική Κυβέρνηση στις 6 Ιουνίου 2018. Η εν λόγω έκθεση περιείχε συστάσεις για την κατάρτιση σχεδίου με στόχο τη σταδιακή μείωση και εξάλειψη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα, καθώς και τα αναγκαία νομικά και οικονομικά μέτρα, μέτρα κοινωνικής στήριξης, αποκατάστασης και διαρθρωτικής πολιτικής για την υλοποίηση του εν λόγω σχεδίου. Η ημερομηνία κατάργησης του άνθρακα είχε προβλεφθεί για το 2038.

252    Συναφώς, η προσφεύγουσα μνημονεύει την εξαφάνιση της Uniper SE προκειμένου να υποστηρίξει ότι η διάρθρωση της αγοράς θα μεταβληθεί υπέρ της RWE. Η Uniper είναι πρώην εταιρία ενέργειας και θυγατρική της E.ON, την οποία η Fortum Oyj εξαγόρασε μετά την απόφαση C(2018) 3921 final της Επιτροπής, της 15ης Ιουνίου 2018, με την οποία συγκέντρωση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και τη συμφωνία για τον ΕΟΧ (υπόθεση M.8660 – Fortum/Uniper).

253    Όσον αφορά, όμως, την Uniper, επισημαίνεται ότι στην προμνησθείσα στη σκέψη 251 έκθεση δεν διατυπωνόταν άποψη όσον αφορά συγκεκριμένη ημερομηνία κλεισίματος των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα, αλλά επισημαινόταν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης του ανθρακωρυχείου που προμήθευε τη Uniper προέβλεπε τη συνέχιση της εκμετάλλευσης έως τα μέσα της δεκαετίας του 2030.

254    Επιπλέον, από το ανακοινωθέν Τύπου της ομοσπονδιακής Γερμανικής Κυβέρνησης, της 15ης Ιανουαρίου 2020, που η Επιτροπή μνημόνευσε με το υπόμνημα ανταπάντησης, προκύπτει ότι συνήφθη συμφωνία μεταξύ της ομοσπονδιακής Γερμανικής Κυβέρνησης και των Länder σχετικά με την κατάργηση του άνθρακα. Σκοπός της εν λόγω συμφωνίας ήταν η υλοποίηση των συστάσεων της επιτροπής για την ανάπτυξη, τις διαρθρωτικές αλλαγές και την απασχόληση. Επιπλέον, με ανακοινωθέν Τύπου της 30ής Ιανουαρίου 2020, η Uniper γνωστοποίησε τη βούλησή της για σταδιακή κατάργηση του άνθρακα και το γεγονός ότι, με την έκθεσή της, η επιτροπή για την ανάπτυξη, τις διαρθρωτικές αλλαγές και την απασχόληση πρότεινε την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της ομοσπονδιακής Γερμανικής Κυβέρνησης και της επιχείρησης, ώστε η μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα Datteln 4 να μην τεθεί σε λειτουργία, με αντάλλαγμα οικονομική αντιστάθμιση. Στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκε ο νόμος περί της κατάργησης του άνθρακα. Παρατηρείται επίσης ότι, μολονότι το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου προβλέπει χρονοδιάγραμμα μείωσης και παύσης των εκπομπών των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα, εντούτοις, αντίθετα προς τον νόμο περί της κατάργησης της πυρηνικής ενέργειας, δεν μνημονεύει ονομαστικά τις σχετικές μονάδες.

255    Επομένως, ακόμη και αν γνώριζε ότι τελούσε υπό κατάρτιση νόμος σχετικά με την κατάργηση του άνθρακα και ότι η Uniper επρόκειτο να παύσει την εκμετάλλευση των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα, εντούτοις η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τους ακριβείς όρους εφαρμογής του συγκεκριμένου νόμου, ούτε να τους προβλέψει, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω όροι προσδιορίστηκαν μόλις τον Ιανουάριο του 2020. Επιπλέον, η προσφεύγουσα μνημονεύει μόνον τη Uniper χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα πιθανά αποτελέσματα του εν λόγω νόμου στην κατάσταση της RWE η οποία διαθέτει επίσης μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα. Τέλος, δεδομένου ότι οι εγκαταστάσεις της E.ON παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές τις οποίες αφορά η συγκέντρωση είναι πυρηνικές εγκαταστάσεις και όχι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να λάβει υπόψη τις μεταβολές που επέφερε ο εν λόγω νόμος στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να προβλέψει ευλόγως τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης σε μια επαναπροσδιοριθείσα ως εκ τούτου αγορά. Τούτο δικαιολογούνταν κατά μείζονα λόγο καθότι, δεδομένου ότι η σταδιακή κατάργηση του άνθρακα επρόκειτο να διαρκέσει έως το 2038, μια τέτοια πρόβλεψη θα απαιτούσε από την Επιτροπή μια προβολή σε πολύ μακρινό ορίζοντα η οποία θα μπορούσε να επηρεαστεί από την επέλευση άλλων μεταβολών μη προβλέψιμων ακόμη, πλην όμως ικανών να μεταβάλουν περαιτέρω τη διάρθρωση της αγοράς.

256    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το σχετικό επιχείρημα της προσφεύγουσας, καθώς και το επιχείρημα που προέβαλε σχετικά με τη μεταβολή της διάρθρωσης της αγοράς λόγω της επιδείνωσης της θέσης της Uniper ως αποτέλεσμα του κλεισίματος των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα της εν λόγω επιχείρησης.

257    Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο νόμος περί κατάργησης του άνθρακα προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού στο μέτρο που η Γερμανική Κυβέρνηση χορηγεί στη RWE σημαντικά οικονομικά μέσα. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ίδια δεν χαρακτήρισε τον μηχανισμό πρόσκλησης υποβολής προσφορών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως στρέβλωση του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενισχύσεις με τη μορφή των εν λόγω οικονομικών μέσων είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά [απόφαση C(2020) 8065 final της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.58181 (2020/N) – Μηχανισμός πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την κατάργηση του άνθρακα στη Γερμανία].

258    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν διέθετε στοιχεία που θα της παρείχαν τη δυνατότητα να διενεργήσει ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης της αγοράς βασισμένη σε μεγαλύτερη χρονική περίοδο από αυτήν που έλαβε υπόψη, ήτοι 3 έως 5 έτη από την κοινοποίηση της συγκέντρωσης. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την οριοθέτηση της περιόδου της ανάλυσης.

259    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από εσφαλμένη οριοθέτηση της περιόδου της ανάλυσης.

δ)      Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της ισχύος της RWE στην αγορά

260    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την αξιολόγηση της θέσης της RWE στην αγορά, καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αύξηση της ισχύος της RWE στην αγορά δεν συνιστούσε εμπόδιο. Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη, κατά την ανάλυση της ισχύος της RWE στην αγορά, μόνον τα μερίδια αγορά της συγκεκριμένης επιχείρησης. Κατά δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την ανάλυση των μεριδίων αγοράς και άλλων κρίσιμων παραγόντων, ήτοι του κεντρικού ρόλου της RWE στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, των κινήτρων της RWE για εφαρμογή στρατηγικών παρακράτησης ισχύος και άλλων στρατηγικών χρήσεων του χαρτοφυλακίου παραγωγής της και του κεντρικού ρόλου της RWE στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών.

261    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON και τη RWE, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

262    Οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας πρέπει να εξεταστούν χωριστά αρχής γενομένης από αυτήν που αφορά τους παράγοντες που η Επιτροπή έλαβε υπόψη.

1)      Επί των στοιχείων που η Επιτροπή έλαβε υπόψη για τους σκοπούς της ανάλυσης της ισχύος της RWE στην αγορά

263    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι ανέλυσε την αυξανόμενη ισχύ της RWE στην αγορά βασιζόμενη αποκλειστικά και μόνον στα μερίδια αγοράς, χωρίς να λάβει υπόψη συμπληρωματικούς παράγοντες. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή περιόρισε την ανάλυση της ισχύος στην αγορά στα μερίδια αγοράς των παραγωγών, υπολογισμένα βάσει των παραγόμενων ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας και της δυναμικότητας, χωρίς να συνεκτιμήσει άλλους κρίσιμους παράγοντες, κατά τα πρότυπα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν σε παλαιότερες αναλύσεις της γερμανικής αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα παραπέμπει στο επίπεδο συγκέντρωσης που υπολογίστηκε βάσει του δείκτη Herfindahl-Hirschman (στο εξής: δείκτης IHH), στον κεντρικό ρόλο της RWE, ο οποίος καταδεικνύεται από τον δείκτη RSI, στις αναλύσεις που προσκόμισαν τρίτοι και στη μελέτη Oxera, καθώς και στην έρευνα αγοράς. Επομένως, η Επιτροπή δεν εξέτασε το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων ανταγωνισμού που προκύπτουν από τη συγκέντρωση. Τοιουτοτρόπως, η Επιτροπή υπέπεσε, κατά την προσφεύγουσα, σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

264    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσής της, η Επιτροπή εξέτασε τα μερίδια αγοράς κυρίως στην ενότητα 5.1.1 της προσβαλλόμενης απόφασης, με τίτλο «Διάρθρωση της αγοράς» (σημεία 25 έως 29), και στην ενότητα 5.1.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, με τίτλο «Η αύξηση που προκύπτει από τη συγκέντρωση» (σημεία 30 έως 35).

265    Επιπλέον, η Επιτροπή ανέλυσε το «καθεστώς επιδότησης των εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές» (ενότητα 5.1.3 της προσβαλλόμενης απόφασης, σημεία 36 έως 39), καθώς και την «άποψη του κοινοποιούντος μέρους» (ενότητα 5.1.4 της προσβαλλόμενης απόφασης, σημεία 40 έως 42), η οποία βασίζεται κυρίως, πρώτον, στο μικρό ύψος των συνολικών μεριδίων αγοράς, δεύτερον, στην πολύ μικρή αύξηση των εν λόγω μεριδίων, τρίτον, στην ύπαρξη άλλων ανταγωνιστών και, τέταρτον, στη μη αύξηση του κεντρικού ρόλου της RWE.

266    Λαμβανομένων υπόψη των μεριδίων αγοράς και των στοιχείων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, η Επιτροπή ανέπτυξε την ανάλυσή της στην ενότητα 5.1.5 με τίτλο «Η εκτίμηση της Επιτροπής» (σημεία 43 έως 65). Στην εν λόγω ενότητα η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης αύξησης και του προσωρινού χαρακτήρα των μεριδίων αγοράς στο σύνολο της αγοράς ή σε όλα τα εξεταζόμενα τμήματα αγοράς, δεν είναι εκ πρώτης όψεως πιθανό η εν λόγω αύξηση να ενισχύσει σημαντικά την ισχύ της RWE στην αγορά (σημείο 47 της προσβαλλόμενης απόφασης).

267    Εντούτοις, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε στη διαπίστωση αυτή. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δέχθηκε ότι, λόγω της φύσης της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, μια επιχείρηση που κατέχει περιορισμένα μερίδια αγοράς μπορεί, εντούτοις, να είναι σε θέση να ασκήσει επιρροή στις τιμές. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ανέλυσε την ικανότητα και το κίνητρο της RWE να ασκήσει επιρροή στις τιμές (σημείο 48 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή ξεκίνησε την ανάλυσή της αξιολογώντας τον κίνδυνο που σχετίζεται με τις στρατηγικές παρακράτησης ισχύος (σημεία 49 έως 58 της προσβαλλόμενης απόφασης) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένου υπόψη του χαρτοφυλακίου παραγωγής της RWE και των απαντήσεων στην έρευνα αγοράς, η συγκέντρωση δεν επρόκειτο να αυξήσει την ικανότητα της RWE να παρακρατήσει μέρος της παραγωγής της σε καθοριστικής σημασίας βαθμό (σημείο 54 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέτασε τις αναλύσεις RSI τις οποίες προσκόμισαν η RWE και τρίτοι (ενότητα 5.1.5.1 της προσβαλλόμενης απόφασης, σημεία 59 έως 65) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αναιρούσαν το συμπέρασμά της, ήτοι ότι η συγκέντρωση δεν επρόκειτο να μεταβάλει σημαντικά την ικανότητα ή το κίνητρο της RWE να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (σημείο 65 της προσβαλλόμενης απόφασης).

268    Λαμβανομένων υπόψη των μεριδίων αγοράς και, ειδικότερα, της μικρής και προσωρινής αύξησής τους, της ανάλυσής της σχετικά με την ικανότητα παρακράτησης ισχύος εκ μέρους της RWE και των αναλύσεων του κεντρικού ρόλου της RWE, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η συγκέντρωση δεν δημιουργούσε ουδεμία σοβαρή αμφιβολία σχετικά με τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά. Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω διαπίστωση ισχύει ανεξαρτήτως του αν θεωρηθεί ότι η αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία περιλαμβάνει το σύνολο της παραγωγής ή περιλαμβάνει το τμήμα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές και το τμήμα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ενότητα 5.1.6 της προσβαλλόμενης απόφασης, σημείο 66).

269    Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της φύσης του σχετικού κλάδου, η Επιτροπή αποφάσισε να αναλύσει άλλα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να καταδεικνύουν τον αντίκτυπο στις αγορές από απόψεως ανταγωνισμού, όπως τις βασισμένες στον δείκτη RSI αναλύσεις σε σχέση με τον κεντρικό ρόλο ή τον δείκτη «Return on Withholding Capacity Index» (δείκτη απόδοσης της παρακρατηθείσας ισχύος, στο εξής: δείκτης RWC) για την ανάλυση της ικανότητας παρακράτησης ισχύος. Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τις απαντήσεις στην έρευνα αγοράς, στις οποίες παρέπεμψε επανειλημμένως (σημεία 53, 59, 67, 71, 92, 94 και υποσημείωση 9 της προσβαλλόμενης απόφασης). Τέλος, η Επιτροπή ανέλυσε τις ανησυχίες που διατύπωσαν τρίτοι που απάντησαν στην έρευνα αγοράς σχετικά με τη μειοψηφική συμμετοχή της RWE στην E.ON και σχετικά με τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης σε αγορές εκτός της αγοράς παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία.

270    Είναι αληθές ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν ανέλυσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον δείκτη IHH.

271    Κατά το σημείο 14 των κατευθυντήριων γραμμών, το επίπεδο συγκέντρωσης αποτελεί χρήσιμη πρώτη ένδειξη για τη διάρθρωση της αγοράς και τη σπουδαιότητα των συμμετεχόντων μερών. Από το σημείο 16 των κατευθυντήριων γραμμών προκύπτει επίσης ότι το συνολικό επίπεδο συγκέντρωσης σε μια αγορά μπορεί να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του ανταγωνισμού. Σύμφωνα, όμως, με το τελευταίο ως άνω σημείο, για τη μέτρηση των επιπέδων συγκέντρωσης, η Επιτροπή χρησιμοποιεί συχνά τον δείκτη ΗΗΙ, ο οποίος ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των μεριδίων αγοράς εκάστης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Ενώ το επίπεδο του ΗΗΙ σε απόλυτους όρους μπορεί να αποτελέσει μία αρχική ένδειξη της ανταγωνιστικής πίεσης στην αγορά μετά τη συγκέντρωση, η μεταβολή του (γνωστή ως «δέλτα») είναι ένα χρήσιμο στοιχείο για τη μεταβολή του επιπέδου συγκέντρωσης που προκύπτει απευθείας από τη συγκέντρωση. Εντούτοις, ούτε το σημείο 14 ούτε το σημείο 16 των κατευθυντήριων γραμμών υποχρεώνει την Επιτροπή να εξετάζει τον δείκτη IHH σε όλες τις αποφάσεις της (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψεις 65 και 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

272    Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι τα σημεία 19 έως 21 των κατευθυντηρίων γραμμών καθορίζουν κατ’ ουσίαν τα όρια ΗΗΙ κάτω από τα οποία μια συγκέντρωση δεν θέτει κατά πάσα πιθανότητα προβλήματα ανταγωνισμού. Επομένως, με τις κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι δεν είναι πιθανόν μια συγκέντρωση να δημιουργήσει οριζόντια προβλήματα ανταγωνισμού σε μια αγορά όταν ο δείκτης ΗΗΙ, μετά τη συγκέντρωση, κυμαίνεται μεταξύ 1 000 και 2 000 και το δέλτα βρίσκεται κάτω του 250, ή οσάκις ο δείκτης ΗΗΙ μετά τη συγκέντρωση υπερβαίνει το 2 000 και το δέλτα είναι κάτω από 150, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις.

273    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει τους δικούς της υπολογισμούς του δείκτη IHH. Εντούτοις, θα όφειλε να τους είχε προσκομίσει προκειμένου να καταδείξει ότι, εάν η Επιτροπή τους είχε λάβει υπόψη, θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στην αγορά.

274    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει όχι μόνον ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη άλλους κρίσιμους παράγοντες εκτός των μεριδίων αγοράς προκειμένου να εκτιμήσει την ισχύ της RWE στην αγορά, αλλά επιπλέον ότι η προσφεύγουσα δεν κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο η συνεκτίμηση του δείκτη IHH, η οποία δεν απαιτούνταν κατά την προμνησθείσα στη σκέψη 271 νομολογία, ή ενδεχόμενων άλλων παραγόντων θα μπορούσε να αναιρέσει τα συμπεράσματα της Επιτροπής.

275    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί η ανάλυση από την Επιτροπή, πρώτον, των μεριδίων αγοράς που κατείχε η RWE και δεύτερον, των λοιπών παραγόντων.

2)      Επί της αναλύσεως των μεριδίων αγοράς

276    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την αξιολόγηση των μεριδίων αγοράς.

277    Συναφώς, κατά πρώτον, η προσφεύγουσα κάνει χρήση στοιχείων διαφορετικών από εκείνα τα οποία διαβίβασαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις και στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να αναλύσει τα μερίδια αγοράς της RWE. Διαπιστώνεται, όμως, ότι η προσφεύγουσα δεν επισημαίνει την ύπαρξη νομικού κανόνα ο οποίος απαγορεύει στην Επιτροπή να στηριχθεί στα στοιχεία που προσκόμισαν οι ίδιες οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή, αντιθέτως, ο οποίος υποχρεώνει την Επιτροπή να διεξαγάγει τη δική της έρευνα αγοράς, ανεξαρτήτως των στοιχείων που προσκόμισαν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 126).

278    Επιπλέον, η προσφεύγουσα περιορίζεται στη χρήση των δικών της στοιχείων χωρίς να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή δεν είναι ορθά.

279    Δεν αρκεί, όμως, η προσφεύγουσα να χρησιμοποιεί στοιχεία διαφορετικά από εκείνα που η Επιτροπή χρησιμοποίησε στην προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να αποδείξει την πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, χωρίς να προσκομίσει οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να καταδείξει ότι η συνεκτίμηση των στοιχείων στην προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτίμησης εκ μέρους της Επιτροπής (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 156).

280    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα στοιχεία που η Επιτροπή χρησιμοποίησε ήταν εσφαλμένα.

281    Κατά δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την ανάλυση των στοιχείων που έλαβε υπόψη.

282    Υπενθυμίζεται ότι, κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή συγκρίνει τις συνθήκες ανταγωνισμού που θα προκύψουν από την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση με εκείνες που θα επικρατούσαν χωρίς αυτήν (απόφαση της 23ης Μαΐου 2019, KPN κατά Επιτροπής, T‑370/17, EU:T:2019:354, σκέψη 115).

283    Επισημαίνεται ότι η ύπαρξη μεριδίων αγοράς μεγάλου μεγέθους είναι πολύ σημαντική, η δε σχέση μεταξύ των μεριδίων αγοράς τα οποία κατέχουν η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις που μετέχουν στη συγκέντρωση και οι ανταγωνιστές τους, ειδικότερα εκείνοι που τις ακολουθούν άμεσα, συνιστά έγκυρη ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης. Επιπλέον, ένα ιδιαίτερα υψηλό μερίδιο αγοράς μπορεί, αυτό καθεαυτό, να αποτελεί την απόδειξη της ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, ιδίως όταν οι λοιποί επιχειρηματίες στην αγορά κατέχουν μόνον πολύ λιγότερο σημαντικά μερίδια (απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, T‑282/02, EU:T:2006:64, σκέψη 201). A contrario, οι συγκεντρώσεις, οι οποίες λόγω του περιορισμένου μεριδίου αγοράς των συμμετεχουσών επιχειρήσεων δεν μπορούν να παρακωλύσουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, μπορούν να θεωρούνται ότι είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά (αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού 139/2004).

284    Από το σημείο 17 των κατευθυντήριων γραμμών προκύπτει, αφενός, ότι μόνον ένα ιδιαίτερα μεγάλο μερίδιο αγοράς 50 % και άνω μπορεί, αυτό καθεαυτό, να αποτελέσει απόδειξη της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης στην αγορά και, αφετέρου, ότι, καίτοι ακόμη και με μερίδιο αγοράς κάτω του 50 % μπορεί η πράξη συγκέντρωσης να δημιουργεί προβλήματα ανταγωνισμού, τούτο οφείλεται σε άλλους παράγοντες, μεταξύ άλλων στην ισχύ και τον αριθμό των ανταγωνιστών (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 59).

285    Επομένως, στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης αξιολογώντας εσφαλμένα τη θέση της RWE στην αγορά και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αύξηση της ισχύος της RWE στην αγορά δεν συνιστούσε εμπόδιο.

286    Εν προκειμένω, πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε, στα σημεία 26 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, η RWE κατείχε, πριν από τη συγκέντρωση, στην αγορά της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, μερίδιο αγοράς κυμαινόμενο μεταξύ 20 % και 30 %, ήτοι [εμπιστευτικό] (1) %, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, και μεταξύ 20 % και 30 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, για την εγκατεστημένη δυναμικότητα παραγωγής. Μέσω της συγκέντρωσης, η RWE θα αποκτούσε πρόσθετο μερίδιο αγοράς κυμαινόμενο μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, (δηλ. [εμπιστευτικό] TWh) της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, (δηλ. [εμπιστευτικό] MW) της εγκατεστημένης δυναμικότητας παραγωγής (σημείο 27, πίνακας 1 και υποσημείωση 26 της προσβαλλόμενης απόφασης). Εντούτοις, λόγω της συγκέντρωσης M.8870, η αύξηση θα κυμαινόταν πλέον μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (δηλ. [εμπιστευτικό] TWh) και μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, (δηλ. [εμπιστευτικό] MW), για την εγκατεστημένη δυναμικότητα παραγωγής (σημείο 34 και υποσημείωση 36 της προσβαλλόμενης απόφασης). Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι, μέσω της συγκέντρωσης M.8870, ορισμένες εγκαταστάσεις παραγωγής της innogy, πρώην θυγατρικής της RWE, επρόκειτο να μεταβιβαστούν στην E.ON.

287    Δεύτερον, όσον αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές, η Επιτροπή επισήμανε ότι, πριν από τη συγκέντρωση, η RWE κατείχε μερίδιο αγοράς κυμαινόμενο μεταξύ 30 % και 40 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, και μεταξύ 20 % και 30 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, για την εγκατεστημένη δυναμικότητα παραγωγής, και ότι η συγκέντρωση θα παρείχε στη RWE πρόσθετο μερίδιο αγοράς κυμαινόμενο μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, (δηλ. [εμπιστευτικό] TWh) για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ή μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] % (δηλ. περίπου [εμπιστευτικό] MW) για την εγκατεστημένη δυναμικότητα παραγωγής (σημείο 28, πίνακας 2 και υποσημείωση 28 της προσβαλλόμενης απόφασης). Λόγω της συγκέντρωσης M.8870, η αύξηση θα κυμαινόταν πλέον μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (σημείο 34 της προσβαλλόμενης απόφασης).

288    Τρίτον, όσον αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η Επιτροπή επισήμανε ότι, πριν από τη συγκέντρωση, η RWE κατείχε μερίδιο αγοράς κυμαινόμενο μεταξύ 0 % και 5 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, και μεταξύ 0 % και 5 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, για την εγκατεστημένη δυναμικότητα παραγωγής, και ότι η συγκέντρωση θα παρείχε στη RWE πρόσθετο μερίδιο αγοράς κυμαινόμενο μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, (δηλ. [εμπιστευτικό] TWh) για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] % (δηλ. περίπου [εμπιστευτικό] MW) για την εγκατεστημένη δυναμικότητα παραγωγής (σημείο 29, πίνακας 3 και υποσημείωση 31 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, λόγω της συγκέντρωσης M.8870, η αύξηση θα κυμαινόταν πλέον μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (σημείο 34 της προσβαλλόμενης απόφασης).

289    Ως εκ τούτου, η συγκέντρωση θα παρείχε στη RWE πρόσθετο μερίδιο αγοράς, κυμαινόμενο κατά μέγιστο μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %. Μια τόσο περιορισμένη αύξηση δεν μπορεί να θεωρηθεί, αφ’ εαυτής, σημαντική.

290    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης θεωρώντας ότι η συγκέντρωση δεν θα συνεπαγόταν σημαντική αύξηση των μεριδίων αγοράς που κατέχει η RWE και τούτο ανεξαρτήτως της προκριθείσας οριοθέτησης της αγοράς.

291    Επιπλέον, με τον παροπλισμό της μονάδας Gundremmingen C, που είχε προβλεφθεί για την 31η Δεκεμβρίου 2021, και τον παροπλισμό της μονάδας Emsland, που είχε προβλεφθεί για την 31η Δεκεμβρίου 2022 το αργότερο, θα εξαλειφθεί επίσης μέρος της αύξησης των μεριδίων αγοράς, ήτοι [εμπιστευτικό] των [εμπιστευτικό] TWh παραγωγής και [εμπιστευτικό] των [εμπιστευτικό] MW της εγκατεστημένης δυναμικότητας παραγωγής. Επομένως, η αύξηση που θα διατηρηθεί θα είναι εκείνη που σχετίζεται με τη δυναμικότητα των αιολικών πάρκων, η οποία ανέρχεται σε [εμπιστευτικό] MW. Στο μέτρο που η αύξηση των μεριδίων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές είναι αποκλειστικά και μόνον απόρροια της απόκτησης των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, η εν λόγω αύξηση επρόκειτο να απαλειφθεί πλήρως μετά την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας η οποία έχει προβλεφθεί για την 31η Δεκεμβρίου 2022 το αργότερο. Επομένως, η καθαρή αύξηση των μεριδίων αγοράς μετά την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης M.8871 θα κυμαίνεται πλέον μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, (δηλ. [εμπιστευτικό] TWh) για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, με την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, η οποία προβλέφθηκε για την 31η Δεκεμβρίου 2022 το αργότερο, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας επρόκειτο να μειωθεί κατά [εμπιστευτικό] TWh. Κατά συνέπεια, η αύξηση των μεριδίων αγοράς μετά τη συγκέντρωση επρόκειτο να είναι προσωρινή, ακόμη και αρνητική, από το 2023.

292    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η πραγματική αύξηση που προκύπτει από τη συγκέντρωση είχε αποκλειστικά και μόνον προσωρινό χαρακτήρα, δεδομένου ότι επρόκειτο να εξαλειφθεί σε σημαντικό βαθμό με το οριστικό κλείσιμο των πυρηνικών εγκαταστάσεων έως το τέλος του 2022 (σημείο 35 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, η μικρή αύξηση, από [εμπιστευτικό] % σε [εμπιστευτικό] % στην αγορά παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές στη Γερμανία, θα εξαλειφθεί μετά την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας.

293    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

294    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η RWE κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας πριν από τη συγκέντρωση, είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν μνημονεύει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την ύπαρξη προϋφιστάμενης δεσπόζουσας θέσης της RWE. Εντούτοις, δεδομένου ότι η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώσει βάσει των στοιχείων του φακέλου ότι μια συγκέντρωση δεν είναι ικανή να δημιουργήσει ή να ενισχύσει δεσπόζουσα θέση, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξακριβώσει, προηγουμένως, αν η οικεία επιχείρηση κατείχε ήδη δεσπόζουσα θέση.

295    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης παραλείποντας να εξετάσει αν η RWE ήταν επιχείρηση που κατείχε δεσπόζουσα θέση πριν από τη συγκέντρωση.

296    Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 310 κατωτέρω, το κύριο ποσοτικό στοιχείο στο οποίο βασίζεται η προσφεύγουσα προς τεκμηρίωση της ύπαρξης προϋφιστάμενης δεσπόζουσας θέσης της RWE, ήτοι ο κεντρικός ρόλος τον οποίο διαδραμάτιζε η RWE και ο οποίος μετρήθηκε με τον δείκτη RSI της μελέτης Oxera, δεν συνιστά ένδειξη κατοχής τέτοιας θέσης.

297    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η σχεδόν πλήρης απόκτηση του συνόλου της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές της E.ON θα παρείχε στη RWE τη δυνατότητα να ξεχωρίσει ακόμη περισσότερο ως πρώτος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές και να γίνει ο πρώτος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ο συνδυασμός αυτός θα παρείχε στη RWE σημαντικές δυνατότητες ελιγμών στην αγορά και τούτο θα επιδείνωνε τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των υψηλών διαρθρωτικών εμποδίων στην είσοδο στην αγορά και της αναγκαιότητας πολύ σημαντικών κεφαλαιακών επενδύσεων και μακροπρόθεσμου προγραμματισμού.

298    Συναφώς, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 290 και 292 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης εκτιμώντας ότι η αύξηση των μεριδίων αγοράς ήταν περιορισμένη και προσωρινή. Επιπλέον, ορθώς η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, όσον αφορά την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η E.ON και RWE κατέχουν από κοινού πολύ μικρό μερίδιο αγοράς, το οποίο κυμαίνεται μόνον μεταξύ 0 % και 5 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %. Όσον αφορά την παραγωγή ενέργειας από συμβατικές πηγές, μολονότι η RWE είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής στη Γερμανία ([εμπιστευτικό] %), η καθαρή αύξηση είναι περιορισμένη ([εμπιστευτικό] %) και, εν πάση περιπτώσει, οφείλεται αποκλειστικά και μόνον σε εγκαταστάσεις που λειτουργούν με πυρηνική ενέργεια οι οποίες επρόκειτο να παύσουν να λειτουργούν οριστικά έως το τέλος του 2022 (σημείο 45 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, ότι, εκ πρώτης όψεως, δεν ήταν πιθανό η εν λόγω αύξηση να ενισχύσει σημαντικά την ισχύ της RWE στη γερμανική αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας (σημείο 47 της προσβαλλόμενης απόφασης).

299    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά την ανάλυση των μεριδίων αγοράς που κατέχει η RWE, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

3)      Επί του κεντρικού ρόλου της RWE στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας

300    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε διεξοδικά την ενίσχυση του κεντρικού ρόλου της RWE στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ενίσχυση την οποία καταδεικνύει, μεταξύ άλλων, ο δείκτης RSI.

301    Κατά την προσφεύγουσα, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της μελέτης Oxera, η RWE διαδραμάτιζε ήδη, πριν από τη συγκέντρωση, κεντρικό ρόλο στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, στοιχείο το οποίο αντικατόπτριζε δεσπόζουσα θέση. Με τη συγκέντρωση, ο κεντρικός ρόλος της RWE ενισχύθηκε.

302    Όπως προκύπτει από το σημείο 60 της προσβαλλόμενης απόφασης, σκοπός της ανάλυσης RSI είναι να εξακριβωθεί αν μια εταιρία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, ήτοι αν είναι απαραίτητη για την κάλυψη της ζήτησης. Στην πράξη, με τον δείκτη RSI διαπιστώνεται, για το σύνολο των ωρών συγκεκριμένου έτους, αν η δυναμικότητα των ανταγωνιστών επαρκεί για την κάλυψη της ζήτησης μετά την απόσυρση από την αγορά της οντότητας που προκύπτει από την πράξη συγκέντρωσης.

303    Συναφώς, η Επιτροπή εξέθεσε, στο σημείο 60 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων και η Monopolkommission (επιτροπή μονοπωλίων, Γερμανία, στο εξής: επιτροπή μονοπωλίων) εκτίμησαν ότι το γεγονός ότι ένας προμηθευτής διαδραματίζει κεντρικό ρόλο για άνω του 5 % των ωρών συγκεκριμένου έτους είναι ενδεικτικό ισχύος στην αγορά.

304    Εντούτοις, καίτοι αναγνώρισε τη χρησιμότητά του, η Επιτροπή εκτίμησε, στο σημείο 61 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο δείκτης RSI ενέχει ορισμένους περιορισμούς οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση των αποτελεσμάτων των συγκεντρώσεων. Συγκεκριμένα, εταιρία η οποία δεν διαδραματίζει κεντρικό ρόλο μπορεί, παρά ταύτα, να ασκεί επιρροή στις τιμές χονδρικής, για παράδειγμα μέσω της παρακράτησης ισχύος. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι εταιρία η οποία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο μπορεί να έχει περιορισμένο μόνον κίνητρο να ενεργήσει βάσει του ρόλου αυτού όταν η εναπομένουσα ζήτηση την οποία οι ανταγωνιστές αδυνατούν να καλύψουν είναι μικρή.

305    Εντούτοις, μολονότι εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι η χρησιμότητα των αναλύσεων RSI ήταν περιορισμένη όσον αφορά τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή έλαβε υπόψη και εξέτασε τις εν λόγω αναλύσεις. Συναφώς, η Επιτροπή μπορεί, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει στον συγκεκριμένο τομέα, να επιστήσει την προσοχή στους περιορισμούς του μοντέλου οικονομικών αναλύσεων που βασίζονται στον δείκτη RSI οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη συνολική αξιολόγηση της συγκέντρωσης (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑342/07, EU:T:2010:280, σκέψεις 116 έως 118). Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη τους περιορισμούς των αναλύσεων που βασίζονται στον δείκτη RSI στο πλαίσιο της ανάλυσης του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζει η RWE.

306    Επιπλέον, στην υποσημείωση 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε, χωρίς να αντικρουστεί από την προσφεύγουσα, ότι, ανάλογα με τους τρίτους, η αύξηση του κεντρικού ρόλου, ήτοι η απόλυτη αύξηση του ποσοστού του συνόλου των ωρών του έτους κατά τις οποίες η RWE είναι απαραίτητη για την κάλυψη της ζήτησης, κυμαινόταν μεταξύ 0,4 % και 1,1 % το 2017 και μεταξύ 0,7 % και 1,1 % το 2019.

307    Επιπλέον, από το σημείο 62 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι οι διάφορες αναλύσεις RSI που προσκομίστηκαν στην Επιτροπή συμφωνούν ως προς το ότι, αφενός, η RWE θα ήταν βραχυπρόθεσμα, ήτοι έως το 2022, απαραίτητος προμηθευτής για την κάλυψη της ζήτησης επί αισθητά λιγότερο από το 10 % του συνόλου των ωρών του έτους και, αφετέρου, κάθε αύξηση των περιόδων κατά τις οποίες η RWE παρέμενε απαραίτητη θα εξαλειφόταν το αργότερο μετά την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας η οποία είχε προβλεφθεί για το τέλος του 2022.

308    Εξάλλου, στο σημείο 64 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι μόνον στη μελέτη Oxera προβλέπεται σενάριο βασισμένο σε παρακράτηση ισχύος από αιολική ενέργεια και στον έλεγχο των εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας από συμβατικές πηγές της E.ON, του οποίου τα αποτελέσματα ήταν σχετικά πιο σημαντικά. Εντούτοις, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι παραδοχές στις οποίες βασιζόταν το εν λόγω σενάριο δεν τεκμηριώνονταν από τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης: αφενός, η RWE δεν θα ήταν σε θέση να παρακρατήσει ισχύ από την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ανά ώρα, στο μέτρο που οι εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν είναι κατάλληλες για παρεμβάσεις παρακράτησης· αφετέρου, η μειοψηφική συμμετοχή της στην E.ON δεν παρείχε στη RWE τον πλήρη έλεγχο της καθημερινής διαχείρισης των εγκαταστάσεων που διατήρησε η E.ON.

309    Συναφώς, όπως διαπιστώνεται στις σκέψεις 322 και 391 κατωτέρω, οι ισχυρισμοί της Επιτροπής ότι, αφενός, οι εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν είναι κατάλληλες για παρακράτηση και, αφετέρου, η RWE δεν θα αποκτήσει τον έλεγχο των καθημερινών δραστηριοτήτων της E.ON είναι τεκμηριωμένοι. Επομένως, η Επιτροπή μπόρεσε να εκτιμήσει, με ευλογοφανή τρόπο, ότι οι παραδοχές στις οποίες στηριζόταν το μοντέλο της μελέτης Oxera δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

310    Επιπλέον, η μελέτη Oxera δεν μπορεί να αποδείξει, μέσω του κεντρικού ρόλου της RWE, την ύπαρξη σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Κατ’ αρχάς, από την εν λόγω μελέτη συνάγεται ότι, το 2019, χωρίς τη συγκέντρωση, η RWE διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο κατά το 4 % των ωρών του έτους, ευρισκόμενη επομένως κάτω του ορίου του 5 %, το οποίο είναι ενδεικτικό ισχύος στην αγορά κατά την ομοσπονδιακή υπηρεσία συμπράξεων και την επιτροπή μονοπωλίων, και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί συναφώς δεσπόζουσα θέση της RWE πριν από τη συγκέντρωση. Εν συνεχεία, η αύξηση του δείκτη RSI μετά τη συγκέντρωση είναι περιορισμένη. Συγκεκριμένα, για το 2019, το συγκεκριμένο μοντέλο προβλέπει ότι το ποσοστό των ωρών του έτους κατά τις οποίες η RWE διαδραματίζει κεντρικό ρόλο αυξάνεται από 4 % χωρίς τη συγκέντρωση σε 5,5 % μετά τη συγκέντρωση και, για το 2022, από 8,6 % χωρίς τη συγκέντρωση σε 9,9 % μετά τη συγκέντρωση. Επομένως, τούτο σημαίνει ότι η αύξηση των ωρών κατά τις οποίες η RWE διαδραματίζει κεντρικό ρόλο αυξάνεται κατά 1,5 εκατοστιαία μονάδα για το 2019 και κατά 1,3 εκατοστιαία μονάδα για το 2022. Συνεπώς, η αύξηση του κεντρικού ρόλου της RWE που διαπιστώνεται στη μελέτη Oxera δεν διαφέρει ριζικά από την αύξηση που διαπίστωσαν οι τρίτοι, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 306 ανωτέρω. Επιπλέον, οι τιμές του δείκτη RSI για το 2024 είναι πανομοιότυπες τόσο στην κατάσταση χωρίς τη συγκέντρωση όσο και στην κατάσταση μετά τη συγκέντρωση και τούτο καταδεικνύει ότι ο κεντρικός ρόλος της RWE ουδόλως αυξάνεται λόγω της συγκέντρωσης μετά την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας.

311    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτίμησης κατά την ανάλυση από την Επιτροπή του κεντρικού ρόλου της RWE.

4)      Επί των κινήτρων της RWE για εφαρμογή στρατηγικών παρακράτησης ισχύος και άλλων στρατηγικών χρήσεων του χαρτοφυλακίου παραγωγής της

312    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή αρνήθηκε τη δυνατότητα παρακράτησης ισχύος εκ μέρους της RWE, αφενός, παραπέμποντας στον αμελητέο χαρακτήρα της ανάπτυξης της RWE και, αφετέρου, βασιζόμενη στην έρευνα αγοράς, αντί να εκτιμήσει τα πρόσθετα περιθώρια ελιγμών. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο δείκτης RWC που αφορά την απόδοση της παρακρατηθείσας ισχύος δείχνει ότι η RWE θα ήταν σε θέση να επηρεάσει τις τιμές και να βελτιστοποιήσει τα έσοδα του χαρτοφυλακίου της παρακρατώντας ισχύ ήδη πριν από τη συγκέντρωση λόγω της ισχύος της στην αγορά. Με τη συγκέντρωση, η RWE θα μπορούσε να παρακρατήσει επιπλέον ισχύ και να επωφεληθεί περαιτέρω των αυξήσεων των τιμών. Συγκεκριμένα, ο δείκτης RWC που αφορά την απόδοση της παρακρατηθείσας ισχύος δείχνει ότι η παρακράτηση ήταν αποδοτική για τη RWE για αρκετές χιλιάδες ώρες ετησίως.

313    Οι στρατηγικές παρακράτησης ισχύος από τους προμηθευτές συνίσταται στην υλική ή οικονομική παρακράτηση μέρους της παραγωγής τους με σκοπό να προκαλέσουν αύξηση των τιμών, στοιχείο η αξιοποίηση του οποίου απαιτεί τον συνδυασμό μιας ευέλικτης παραγωγής (άνθρακας και φυσικό αέριο) δεκτικής παρακράτησης και μιας βασικής παραγωγής (πυρηνική ενέργεια, λιγνίτης και ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές) που παραμένει λειτουργική και επωφελείται από την επακόλουθη αύξηση των τιμών.

314    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει συνολικώς το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τη δέσμη ενδείξεων που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της κατάστασης του ανταγωνισμού. Κατά τη συνολική αυτή εκτίμηση, η Επιτροπή μπορεί να δώσει έμφαση σε ορισμένα στοιχεία και να μην λάβει υπόψη άλλα. Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ελέγξει τη νομιμότητα της εν λόγω εξέτασης και την αιτιολογία της (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑342/07, EU:T:2010:280, σκέψη 136).

315    Διαπιστώνεται ότι, στο σημείο 51 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η επιπλέον δυναμικότητα που η RWE απέκτησε δεν ενίσχυε σημαντικά την ικανότητα ή το κίνητρό της να προβεί σε παρακρατήσεις ισχύος.

316    Αφενός, οι εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχουν, μεταξύ των τεχνολογιών ευέλικτης παραγωγής, το χαμηλότερο οριακό κόστος και, επομένως, η παρακράτησή τους είναι η πιο δαπανηρή (σημείο 52 της προσβαλλόμενης απόφασης). Οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας επιβεβαίωσαν, κατά την έρευνα αγοράς, ότι η εκμετάλλευση των εν λόγω εγκαταστάσεων γίνεται συνήθως με πλήρη χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού και ότι η παρακράτηση, μολονότι δυνατή από τεχνικής απόψεως, είναι εύλογη, από οικονομικής απόψεως, μόνον στις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες οι τιμές χονδρικής είναι αρνητικές (σημείο 53 της προσβαλλόμενης απόφασης). Στο σημείο 54 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η απόκτηση των αιολικών πάρκων λόγω της συγκέντρωσης δεν αύξανε την ικανότητα παρακράτησης της RWE σε οποιονδήποτε καθοριστικής σημασίας βαθμό. Από το σημείο 57 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η εν λόγω απόκτηση δεν αύξανε επίσης το κίνητρο της RWE να προβεί σε παρακρατήσεις ισχύος, δεδομένου ότι η προσωρινή καθαρή αύξηση, κατά [εμπιστευτικό] TWh, της ισχύος από ανανεώσιμη αιολική ενέργεια αμειβόταν βάσει του καθεστώτος της «απευθείας πώλησης» και, επομένως, η αύξηση των τιμών στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας έτεινε να μειώσει σημαντικά τον βαθμό στον οποίο μια εγκατάσταση υπαγόμενη στον νόμο EEG επωφελούνταν από την αύξηση των τιμών στην εν λόγω αγορά.

317    Αφετέρου, η Επιτροπή επισήμανε, στα σημεία 55, 56 και 58 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η αύξηση της ικανότητας παρακράτησης της RWE μέσω της απόκτησης πυρηνικής δυναμικότητας ήταν προσωρινή και περιοριζόταν σε [εμπιστευτικό] TWh, ή κυμαινόταν μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, της συνολικής παραγωγής και δεν ήταν πιθανό να έχει αισθητό αντίκτυπο στο κίνητρο της RWE να εφαρμόσει στρατηγική παρακράτησης ισχύος.

318    Στο σημείο 63 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι μόνον στη μελέτη Oxera παρουσιάστηκε μοντέλο προσομοίωσης με στόχο την εκτίμηση του κινήτρου που μπορούσε να έχει η RWE ώστε να εξετάσει το ενδεχόμενο παρακράτησης ισχύος. Από το εν λόγω μοντέλο η Επιτροπή συνήγαγε ότι, σε περίπτωση παρακράτησης παραγωγικού δυναμικού βασισμένου σε συμβατικές πηγές ενέργειας, όπως οι μονάδες που λειτουργούν με φυσικό αέριο ή με καύση άνθρακα, τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης ήταν πολύ περιορισμένα.

319    Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα το σημείο 65 αυτής, προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τη μελέτη Oxera, μέσω της οποίας η προσφεύγουσα επιχειρεί να στηρίξει τους ισχυρισμούς της περί της δυνατότητας και του κινήτρου της RWE να προβεί σε παρακράτηση ισχύος, και ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διάφορες αναλύσεις που προσκομίστηκαν, περιλαμβανομένης της μελέτης Oxera, δεν μετέβαλαν τα συμπεράσματά της.

320    Κατά δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την ανάλυση του κινδύνου παρακράτησης παραγωγικού δυναμικού.

321    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 290 και 292 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης θεωρώντας ότι η αύξηση των μεριδίων αγοράς δεν ήταν σημαντική και ότι, εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω αύξηση επρόκειτο να είναι προσωρινή. Εξ αυτού συνάγεται ότι καμία επιπλέον ικανότητα παρακράτησης δεν μπορεί επίσης να προκύψει από τη συγκέντρωση μετά την προβλεπόμενη κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας στο τέλος του 2022. Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από τη μελέτη Oxera, το μοντέλο της οποίας δείχνει ότι, το 2024, δεν θα υπάρχει οποιοδήποτε επιπλέον κίνητρο παρακράτησης σε σχέση με την προ της συγκέντρωσης κατάσταση.

322    Όσον αφορά την περαιτέρω ικανότητα ή τα περαιτέρω κίνητρα παρακράτησης που αποκτώνται βραχυπρόθεσμα, ήτοι έως την προβλεπόμενη για το τέλος του 2022 κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, αφενός, όσον αφορά τις εγκαταστάσεις ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι συμμετέχοντες στην έρευνα αγοράς επισήμαναν ότι οι εγκαταστάσεις που λειτουργούν με ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές δεν ήταν πιθανό να μετάσχουν σε στρατηγικές παρακράτησης. Διαπιστώνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι εγκαταστάσεις ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχουν το χαμηλότερο οριακό κόστος μεταξύ των εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας και, επομένως, είναι οι πλέον αποδοτικές και οι λιγότερο δεκτικές παρακράτησης. Η Επιτροπή έλεγξε επίσης αν η προσωρινή απόκτηση επιπλέον δυναμικότητας παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μπορούσε να παράσχει στη RWE κίνητρο ώστε να εφαρμόσει στρατηγική παρακράτησης σε εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας εκτός των εγκαταστάσεων ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Συναφώς, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ενδεχόμενη αύξηση των τιμών λόγω εφαρμογής παρακράτησης σε άλλες εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας θα σήμαινε τη μείωση της ανταμοιβής που λαμβάνουν βάσει του νόμου EEG οι εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Επομένως, στον προσωρινό χαρακτήρα των ενδεχόμενων αυξήσεων της ικανότητας παρακράτησης, θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι κάθε πρόσθετο κίνητρο βραχυπρόθεσμης παρακράτησης που θα απέρρεε από την ικανότητα παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα ήταν περιορισμένο.

323    Αφετέρου, όσον αφορά την απόκτηση μειοψηφικής συμμετοχής στο κεφάλαιο των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής Emsland και Gundremmingen C, η πρόσθετη ικανότητα ή το πρόσθετο κίνητρο παρακράτησης επρόκειτο να έχουν προσωρινό και περιορισμένο χαρακτήρα, λόγω του παροπλισμού των εν λόγω σταθμών έως το τέλος του 2022. Διαπιστώνεται επίσης ότι η μελέτη Oxera δεν κατέδειξε την ύπαρξη σημαντικής αύξησης των κινήτρων παρακράτησης. Όσον αφορά την ενέργεια από συμβατικές πηγές, η μελέτη Oxera δεν δείχνει, συναφώς, καμία αξιοσημείωτη διαφοροποίηση των τιμών και του αριθμού αποδοτικών ωρών που να σχετίζεται με την απόσυρση μονάδας που λειτουργεί με φυσικό αέριο μετά τη συγκέντρωση. Σε περίπτωση απόσυρσης μονάδας που λειτουργεί με καύση άνθρακα, ο αριθμός των αποδοτικών ωρών είναι ελαφρώς υψηλότερος για τα έτη 2019 και 2022 και ουσιαστικά ίδιος το 2024.

324    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης εξετάζοντας τη δυνατότητα και τα κίνητρα παρακράτησης ισχύος εκ μέρους της RWE μετά τη συγκέντρωση.

325    Κατά τρίτον, πρέπει να εξεταστούν οι πρόσθετες ανησυχίες που εξέφρασε η προσφεύγουσα σε σχέση με τη δυνητική στρατηγική χρήση του χαρτοφυλακίου παραγωγής της RWE, ήτοι, πρώτον, την κατάρτιση σκοπίμως εσφαλμένων προβλέψεων στον τομέα της ανανεώσιμης αιολικής ενέργειας, δεύτερον, τη στρατηγική χρήση του χρονικού διαστήματος μεταξύ της αγοράς της προηγούμενης ημέρας και της πιο ελαστικής αγοράς της ίδιας ημέρας και, τρίτον, τη χειραγώγηση των τιμών.

326    Συναφώς, η Επιτροπή παρατήρησε, στο σημείο 71 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η απόδειξη της αποδοτικότητας μιας στρατηγικής βασισμένης σε σκοπίμως εσφαλμένες προβλέψεις με σκοπό την πρόκληση μεγαλύτερης ζήτησης υπηρεσιών εξισορρόπησης που χαρακτηρίζονται από υψηλότερες τιμές ήταν δυσχερής και ότι, επιπλέον, η πλειονότητα των ανταγωνιστών που έλαβαν μέρος στην έρευνα αγοράς επισήμαναν ότι οι προμηθευτές δεν έχουν συνήθως κανένα κίνητρο να παράσχουν εσφαλμένες προβλέψεις όσον αφορά την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Στο σημείο 72 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση μπορούσε να παραγάγει αποτελέσματα μόνον σε δύο εναλλακτικές περιπτώσεις, ήτοι σε περίπτωση σημαντικής αύξησης της δυναμικότητας παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές εκ μέρους της RWE ή σε περίπτωση ενίσχυσης της θέσης της RWE στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε την κρισιμότητα των δύο αυτών ενδεχομένων ούτε πρότεινε άλλες περιπτώσεις στις οποίες η συγκέντρωση μπορούσε ενδεχομένως να παραγάγει αποτελέσματα, πρέπει να εξακριβωθεί μόνον αν εν προκειμένω συντρέχουν οι δύο ως άνω περιπτώσεις.

327    Πάντως, όσον αφορά την αιολική δυναμικότητα και τη δυναμικότητα στον τομέα των υπηρεσιών εξισορρόπησης και των παρεπόμενων υπηρεσιών, διαπιστώθηκε, στη σκέψη 290 ανωτέρω και διαπιστώνεται στη σκέψη 331 κατωτέρω, αντιστοίχως, ότι η Επιτροπή εκτίμησε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη, ότι οι αυξήσεις που οφείλονταν στη συγκέντρωση ήταν περιορισμένες και προσωρινές. Επιπλέον, η ικανότητα ή τα κίνητρα της RWE να προβεί σε διαιτησία τιμών με οποιονδήποτε τρόπο δεν συνδέονται με την ικανότητα ή τα κίνητρα παρακράτησης ισχύος ή με την αγορά εξισορρόπησης στο μέτρο που η πώληση στην αγορά επόμενης ημέρας και η πώληση στην αγορά προηγούμενης ημέρας πραγματοποιούνται στην ίδια αγορά, ήτοι στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Ο περιορισμένος και προσωρινός χαρακτήρας κάθε αύξησης της δυναμικότητας της RWE καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: η ικανότητα και τα κίνητρα της RWE να χειραγωγήσει τις τιμές, λόγω της συγκέντρωσης, μπορούν να αυξηθούν μόνον σε περιορισμένο βαθμό και προσωρινά. Ως εκ τούτου, δεν συνέτρεξε καμία από τις δύο περιπτώσεις που εξετάστηκαν στη σκέψη 326 ανωτέρω.

328    Εν πάση περιπτώσει, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα που οι αυξήσεις της δυναμικότητας θα μπορούσαν να έχουν βραχυπρόθεσμα, οι εν λόγω αυξήσεις είναι αβέβαιες και η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, κατά το απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης, την ύπαρξη σοβαρής ένδειξης σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σχετικώς.

329    Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την εξέταση των πρόσθετων ανησυχιών που απορρέουν από στρατηγική χρήση του χαρτοφυλακίου παραγωγής της RWE.

5)      Επί του κεντρικού ρόλου της RWE στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών

330    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η RWE ήταν ήδη καίριος προμηθευτής στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών πριν από τη συγκέντρωση και ότι, με τη συγκέντρωση, ο αριθμός ωρών κατά τις οποίες η RWE θα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο θα παραμείνει αμετάβλητος, πλην όμως η E.ON θα παύσει να υφίσταται ως ανταγωνιστής. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν εξέτασε ειδικώς το γεγονός ότι η RWE διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στον τομέα των υπηρεσιών εξισορρόπησης και των παρεπόμενων υπηρεσιών.

331    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι στο σημείο 46 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών, η αύξηση που προέκυπτε από τη συγκέντρωση θα είναι πολύ περιορισμένη και προσωρινή. Η Επιτροπή παρατήρησε ότι η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν χρησιμοποιείται συνήθως για σκοπούς εξισορρόπησης και ότι η δυναμικότητα της πυρηνικής ενέργειας έπρεπε να εγκριθεί εκ των προτέρων για τέτοια χρήση. Η εν λόγω προέγκριση είναι αποτέλεσμα διαδικασίας την οποία κινεί προμηθευτής ο οποίος επιθυμεί να μετάσχει στην αγορά εξισορρόπησης μέσω μονάδας παραγωγής και ο οποίος αναγγέλλεται στον αρμόδιο διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς για την πρόσκληση υποβολής προσφορών για ενέργεια εξισορρόπησης. Όσον αφορά, όμως, την αποκτηθείσα δυναμικότητα πυρηνικής ενέργειας, αφενός, είναι αληθές ότι ο πυρηνικός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής Emsland είχε εγκριθεί εκ των προτέρων, πλην όμως η RWE κατείχε ήδη το σύνολο των δικαιωμάτων εμπορίας του ενεργειακού αποθέματος. Αφετέρου, ο πυρηνικός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής Gundremmingen C έχει εγκριθεί εκ των προτέρων για τη σύσταση πρωτογενών αποθεμάτων, ήτοι των πρώτων αποθεμάτων ηλεκτρικής ενέργειας που ενεργοποιούνται αυτομάτως σε περίπτωση έλλειψης ισορροπίας στο δίκτυο, και τριτογενών αποθεμάτων, ήτοι των τρίτων αποθεμάτων ηλεκτρικής ενέργειας που ενεργοποιούνται από τον διαχειριστή δικτύου μεταφοράς βάσει μηχανισμού προσαρμογής, αλλά δεν έλαβε ποτέ μέρος στον εκπλειστηριασμό των πρωτογενών αποθεμάτων.

332    Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι ο αριθμός ωρών κατά τις οποίες η RWE διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών δεν θα μεταβληθεί λόγω της συγκέντρωσης. Επιπλέον, στη μελέτη Oxera επισημαίνεται ότι, στην πράξη, οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής δεν χρησιμοποιούνται για σκοπούς εξισορρόπησης και διαπιστώνεται ότι δεν είναι πιθανό η συγκέντρωση να έχει άμεσο αποτέλεσμα στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών.

333    Ως εκ τούτου, η συγκέντρωση δεν επηρεάζει τον βαθμό στον οποίο η RWE είναι απαραίτητη για την κάλυψη της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών. Επομένως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη, ότι ο βαθμός του κεντρικού ρόλου που η RWE διαδραματίζει στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών δεν επρόκειτο να αυξηθεί.

334    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον αντίκτυπο της εξαφάνισης της E.ON ως ανταγωνιστή, παρατηρείται ότι, κατά τη μελέτη Oxera, η ενίσχυση της θέσης της RWE στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών ήταν απόρροια της εν λόγω εξαφάνισης. Η σχέση μεταξύ της RWE και της E.ON εξετάζεται στις σκέψεις 339 έως 391 κατωτέρω, αλλά διαπιστώνεται ήδη ότι, με τη μικρή δυναμικότητα παραγωγής που διατήρησε μετά την πώληση της Uniper στην Fortum, η E.ON δεν μπορούσε πλέον, πριν από την υλοποίηση της συγκέντρωσης, να έχει κρίσιμη σημασία στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών. Επιπλέον, οι εγκαταστάσεις που μεταβιβάστηκαν στη RWE μέσω της συγκέντρωσης δεν είχαν, πριν από τη συγκέντρωση, δυναμικότητα για σκοπούς εξισορρόπησης, για τους λόγους που προεκτέθηκαν στη σκέψη 331.

335    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν κατορθώνει να θέσει υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των διαπιστώσεων της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τον κεντρικό ρόλο που η RWE διαδραμάτιζε στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών.

6)      Συμπέρασμα

336    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη της εξέτασης του βασίμου των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας σχετικά με εγγύτητα των μετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων (βλ. σκέψεις 339 έως 346 κατωτέρω) και τη μόνιμη εξάλειψη της E.ON (βλ. σκέψεις 347 έως 365 κατωτέρω), η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά την ανάλυση του αντίκτυπου της συγκέντρωσης επί της ισχύος της RWE στην αγορά. Συναφώς, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι η εξέταση των μεριδίων αγοράς που αποκτήθηκαν λόγω της συγκέντρωσης, καθώς και άλλων παραγόντων, δεν καταδείκνυε ότι η συγκέντρωση μπορούσε να μεταβάλει με σημαντικό τρόπο την ισχύ της RWE στην αγορά. Ως εκ τούτου, η αιτίαση της προσφεύγουσας που αντλείται από πλάνη κατά την εκτίμηση της ισχύος της RWE στην αγορά πρέπει να απορριφθεί.

ε)      Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της σχέσης μεταξύ RWE και E.ON

337    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε προσηκόντως τη σχέση μεταξύ της RWE και της E.ON και, ειδικότερα, τους δεσμούς αλληλεξάρτησης και εγγύτητας μεταξύ της RWE και της E.ON, τη μόνιμη εξάλειψη της E.ON, την αποφασιστικής σημασίας επιρροή της RWE επί της E.ON και την κατανομή των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας που αποφάσισαν η RWE και η E.ON. Συναφώς, κατά την προσφεύγουσα, εάν η Επιτροπή είχε εξετάσει ορθώς και πλήρως τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στη σχέση μεταξύ της RWE και της E.ON και είχε διενεργήσει επιμελή οικονομική εκτίμηση, δεν θα είχε κηρύξει τη συγκέντρωση συμβατή με την εσωτερική αγορά.

338    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την E.ON και τη RWE, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

1)      Επί των δεσμών αλληλεξάρτησης και της εγγύτητας μεταξύ RWE και E.ON

339    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, παραλείποντας να λάβει υπόψη τους δεσμούς αλληλεξάρτησης και την εγγύτητα μεταξύ της RWE και της E.ON, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά τον καθορισμό της ισχύος της RWE στην αγορά.

340    Πρώτον, όσον αφορά τις άμεσες ή έμμεσες συμμετοχές της RWE και της E.ON σε επιχειρήσεις του τομέα της ενέργειας στη Γερμανία, η προσφεύγουσα εκτιμά κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης δεδομένου ότι δεν έλαβε υπόψη τις συμμετοχές που η RWE και η E.ON κατείχαν στο σύνολο του τομέα της ενέργειας.

341    Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν επεξηγεί την επιρροή που οι εν λόγω συμμετοχές μπορούσαν να ασκήσουν στην ανάλυση των σχετικών με τη συγκέντρωση εμποδίων για τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα μνημονεύει απλώς και μόνον τον αριθμό συμμετοχών της RWE και της E.ON σε άλλες επιχειρήσεις χωρίς να διευκρινίζει αν οι εν λόγω επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στις σχετικές αγορές ούτε τις θέσεις που κατέχουν στην αγορά ούτε τον τρόπο με τον οποίο η σχέση τους με τη RWE και την E.ON θα μπορούσε να παρακωλύσει τον ανταγωνισμό ή αν τα εν λόγω υποθετικά εμπόδια συνιστούν συνέπειες που σχετίζονται με τη συγκέντρωση.

342    Επιπλέον, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η Επιτροπή έλαβε όντως υπόψη, κατά την εκτίμηση της συγκέντρωσης, τη δυναμικότητα παραγωγής που διαθέτουν θυγατρικές και επιχειρήσεις στο κεφάλαιο των οποίων η RWE και η E.ON κατέχουν συμμετοχές. Συγκεκριμένα, στα μερίδια αγοράς που αποδίδονται στη RWE και στην E.ON στον πίνακα 1 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή απέδωσε στη RWE και στην E.ON το σύνολο του δυναμικού παραγωγής που αυτές ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα μέσω θυγατρικών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έλαβε όντως υπόψη τις άμεσες ή έμμεσες συμμετοχές της RWE και της E.ON.

343    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η E.ON και η RWE έχουν ιδιαιτέρως παρεμφερή διάρθρωση και θέση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η εν λόγω εγγύτητα συνιστά πρόσθετη ένδειξη της ισχύος της RWE στην αγορά.

344    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί εντούτοις τον τρόπο με τον οποίο η παράλληλη εξέλιξη της χρηματιστηριακής τιμής των κινητών αξιών των δύο εταιριών, καθώς και του προσδιορισθέντος αποτελέσματος εκμετάλλευσης, ή το γεγονός ότι η E.ON και η RWE έχουν την έδρα τους στην ίδια πόλη επηρεάζουν την εφαρμογή της νομοθεσίας περί συγκεντρώσεων και, ειδικότερα, τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω στοιχεία μπορεί να ασκούν επιρροή στη δημιουργία ή στην ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης της RWE. Τα εν λόγω στοιχεία έχουν, αντιθέτως, απλώς και μόνον παρεμπίπτοντα χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι αμφότερες οι επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους στο Essen (Γερμανία) δεν είναι κρίσιμο για να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Η δε παράλληλη εξέλιξη των εσόδων και της χρηματιστηριακής αξίας τους μπορεί να αποδοθεί στη φυσιολογική εξέλιξη δύο επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα.

345    Τρίτον, ομοίως, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο η γεωγραφική και μόνον εγγύτητα του προσωπικού της RWE και της E.ON μπορούσε να καταλήξει σε αντίθετο προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ ή τη νομοθεσία περί συγκεντρώσεων συντονισμό μεταξύ των δύο επιχειρήσεων.

346    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όσον αφορά τους δεσμούς αλληλεξάρτησης και την εγγύτητα μεταξύ της RWE και της E.ON.

2)      Επί της μόνιμης εξάλειψης της E.ON

347    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει την εξαφάνιση της E.ON και τις αρνητικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό που προκύπτουν από την εν λόγω εξαφάνιση, στοιχείο το οποίο συνιστά το κεντρικό πρόβλημα ανταγωνισμού που προκαλείται από τη συγκέντρωση.

348    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η E.ON ασκούσε υγιείς ανταγωνιστικές πιέσεις στη RWE και ότι το σημαντικότερο αποτέλεσμα της συγκέντρωσης είναι η μόνιμη εξαφάνιση της E.ON ως δυνητικού ανταγωνιστή στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το σημείο 27 των κατευθυντήριων γραμμών υπό το πρίσμα, πρώτον, της εγγύτητας των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων από απόψεως ανταγωνισμού, δεύτερον, της ικανότητας των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων να ανακόψουν την επέκταση μικρότερων ανταγωνιστών και, τρίτον, της εξάλειψης, μέσω της συγκέντρωσης, σημαντικού κινήτρου του ανταγωνισμού.

349    Υπενθυμίζεται ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 185, η Επιτροπή δεσμεύεται από τις ανακοινώσεις που εκδίδει στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων εφόσον δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης και του κανονισμού περί συγκεντρώσεων (αποφάσεις της 3ης Απριλίου 2003, T‑114/02, BaByliss κατά Επιτροπής, T‑114/02, EU:T:2003:100, σκέψη 143, και της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 58).

350    Οι κατευθυντήριες γραμμές δεν επιβάλλουν, όμως, εξέταση σε όλες τις περιπτώσεις όλων των στοιχείων που μνημονεύουν, δεδομένου ότι η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτίμησης που της επιτρέπει να λαμβάνει ή να μην λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Spar Österreichische Warenhandels κατά Επιτροπής, T‑405/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:306, σκέψη 274).

351    Τέλος, ο δικαστικός έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου επί της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην εξέταση του ζητήματος αν η Επιτροπή έλαβε υπόψη ή αγνόησε στοιχεία που στις κατευθυντήριες γραμμές αναφέρονται ως κρίσιμα για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας συγκέντρωσης επί του ανταγωνισμού. Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει επίσης να εξετάσει στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού αν οι ενδεχόμενες παραλείψεις της Επιτροπής μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω το συμπέρασμά της ότι η υπό κρίση συγκέντρωση δεν δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά το συμβατό της με την εσωτερική αγορά (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2007, Sun Chemical Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑282/06, EU:T:2007:203, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

352    Διαπιστώνεται ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι τα μερίδια αγοράς που κατείχε η RWE πριν από τη συγκέντρωση (το 2017) ήταν περιορισμένα, ήτοι κυμαίνονταν μεταξύ 20 % και 30 % (ειδικότερα [εμπιστευτικό] %) στην αγορά συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία, μεταξύ 30 % και 40 % (ειδικότερα [εμπιστευτικό] %) στην αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές στη Γερμανία και μεταξύ 0 % και 5 % (ειδικότερα [εμπιστευτικό] %) στην αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη Γερμανία, και ότι οι αντίστοιχες αυξήσεις μετά τη συγκέντρωση, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 0 % και 1 % (ήτοι [εμπιστευτικό] %), μεταξύ 0 % και 1 % (ήτοι [εμπιστευτικό] %) και μεταξύ 0 % και 1 % (ήτοι [εμπιστευτικό] %) στις εν λόγω αγορές, είναι περιορισμένες (σημεία 27 έως 29 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η αύξηση θα είναι ακόμη μικρότερη δεδομένου ότι ορισμένες από τις εγκαταστάσεις παραγωγής της innogy θα μεταβιβαστούν σε μόνιμη βάση στην E.ON στο πέρας της συγκέντρωσης M.8870 και, επομένως, η αύξηση των μεριδίων αγοράς της RWE μετά τη συγκέντρωση θα ανέρχεται σε [εμπιστευτικό] %, σε [εμπιστευτικό] % και σε [εμπιστευτικό] % στις αντίστοιχες αυτές αγορές (σημεία 33 και 34 της προσβαλλόμενης απόφασης).

353    Σε σχέση με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε, λαμβανομένων υπόψη των μεριδίων αγοράς, ότι η εν λόγω παραγωγή είναι κατακερματισμένη, κατανεμημένη μεταξύ πλειόνων προμηθευτών, και ότι με παραγωγή [εμπιστευτικό] TWh το 2017, η RWE κατείχε μερίδιο το οποίο κυμαινόταν μεταξύ 0 % και 5 %, ήτοι κατώτερο του [εμπιστευτικό] %, και ότι οι εγκαταστάσεις της E.ON ήταν ακόμη λιγότερο σημαντικές, με παραγωγή [εμπιστευτικό] TWh, δηλ. κυμαινόμενη μεταξύ 0 % και 1 %, ήτοι [εμπιστευτικό] % (σημείο 29 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης, σε σχέση με τη συνολική εγκατεστημένη δυναμικότητα, ότι η RWE κατείχε μερίδιο που κυμαινόταν μεταξύ 0 % και 5 %, ήτοι [εμπιστευτικό] %, και ότι η δυναμικότητα παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές των εγκαταστάσεων της E.ON ανερχόταν σε περίπου [εμπιστευτικό] MW, στοιχείο που αντιπροσωπεύει μεταξύ 0 % και 1 %, περίπου [εμπιστευτικό] %, της γερμανικής εγκατεστημένης δυναμικότητας παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (υποσημείωση 31 της προσβαλλόμενης απόφασης).

354    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 290, 292 και 321 ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, ότι η αύξηση των μεριδίων αγοράς της RWE λόγω της συγκέντρωσης είχε περιορισμένο και προσωρινό χαρακτήρα.

355    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ακόμη και αν η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει ορισμένα στοιχεία τα οποία απαιτούνται βάσει του σημείου 27 των κατευθυντήριων γραμμών, τέτοιες παραλείψεις δεν είναι ικανές να αναιρέσουν το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η συγκέντρωση δεν δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά.

356    Επιπλέον, η προσφεύγουσα σφάλλει όσον αφορά το περιεχόμενο του σημείου 27 των κατευθυντήριων γραμμών. Στις κατευθυντήριες γραμμές μνημονεύονται ως ανταγωνιστικά στοιχεία τα οποία πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο των επιπτώσεων μη συντονισμένης συμπεριφοράς, πρώτον, αν συμμετέχουσες επιχειρήσεις είναι άμεσοι ανταγωνιστές (σημεία 28 έως 30), δεύτερον, αν η οντότητα που προκύπτει από τη συγκέντρωση είναι σε θέση να εμποδίσει την επέκταση των δραστηριοτήτων των ανταγωνιστών (σημείο 36) ή, τρίτον, αν η συγκέντρωση καταργεί έναν σημαντικό παράγοντα ανταγωνισμού (σημεία 37 και 38).

357    Επ’ αυτού όμως, πρώτον, αρκεί η υπόμνηση ότι η συγκέντρωση αφορά τη RWE και τις εγκαταστάσεις της E.ON, και όχι τη RWE και την E.ON, και, επομένως, η E.ON δεν θα εξαφανιστεί λόγω της συγκέντρωσης. Δεύτερον, η προσφεύγουσα φαίνεται να ισχυρίζεται ότι η RWE και η E.ON είναι άμεσοι ανταγωνιστές και ότι θα μπορούσαν να εμποδίσουν την επέκταση των δραστηριοτήτων άλλων ανταγωνιστών. Εντούτοις, το ζήτημα είναι, αφενός, αν οι εγκαταστάσεις της E.ON που απέκτησε η RWE και η RWE είναι άμεσοι ανταγωνιστές και, αφετέρου, αν οι εγκαταστάσεις της E.ON που απέκτησε η RWE και η RWE είναι σε θέση να εμποδίσουν την επέκταση των δραστηριοτήτων των ανταγωνιστών. Η προσφεύγουσα εκκινεί, όμως, από την εσφαλμένη παραδοχή ότι η RWE απέκτησε το σύνολο της E.ON μέσω της μειοψηφικής συμμετοχής της, στοιχείο το οποίο δεν είναι ορθό, όπως διαπιστώνεται στις σκέψεις 366 έως 391 κατωτέρω.

358    Τρίτον, όσον αφορά την εξαφάνιση, λόγω της συγκέντρωσης, των ανταγωνιστικών πιέσεων που η E.ON ασκούσε στη RWE, επισημαίνεται ότι η μείωση και μόνον των ανταγωνιστικών πιέσεων που θα προέκυπτε, μεταξύ άλλων, από την εξαφάνιση επιχείρησης η οποία διαδραματίζει ρόλο σημαντικότερο από εκείνον που υποδηλώνουν τα μερίδια αγοράς της δεν επαρκεί, αφ’ εαυτής, προς απόδειξη σημαντικής παρακώλυσης αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

359    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η μείωση της δυναμικότητας παραγωγής της E.ON δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στη συγκέντρωση.

360    Συγκεκριμένα, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση, την οποία η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί, ότι η E.ON είχε ήδη αποφασίσει, αυτοτελώς, να μεταβιβάσει ουσιώδη μέρη της δραστηριότητάς της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές, εξαιρουμένης κατ’ ουσίαν της δυναμικότητας των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, στην πρώην θυγατρική της, Uniper, και να πωλήσει στην Fortum το μερίδιο που κατείχε στο κεφάλαιο της Uniper.

361    Αφετέρου, το κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής της E.ON έως το τέλος του 2022 το αργότερο, αποφασίστηκε από τον Γερμανό νομοθέτη και, επομένως, ακόμη και αν η E.ON είχε διατηρήσει τις εν λόγω εγκαταστάσεις, θα έπρεπε να παύσει την εκμετάλλευσή τους μετά την ημερομηνία αυτή. Επομένως, η δραστηριότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της E.ON είχε ήδη μειωθεί σημαντικά πριν από τη συγκέντρωση και επρόκειτο να μειωθεί έτι περαιτέρω.

362    Επιπλέον, από τον πίνακα 1 της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι η RWE θα αποκτήσει μόνον περίπου [εμπιστευτικό] της συνολικής παραγωγής της E.ON το 2017. Σε σχέση με την ενέργεια από συμβατικές πηγές, το τμήμα της συνολικής παραγωγής της E.ON το 2017 που αποκτά η RWE θα είναι μόνον περίπου [εμπιστευτικό] (πίνακας 2 της προσβαλλόμενης απόφασης). Όσον αφορά την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, η RWE θα αποκτήσει τα τέσσερα έβδομα της παραγωγής της E.ON (πίνακας 3 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, η E.ON δεν εξαφανίζεται ως ανταγωνιστής μετά τη συγκέντρωση.

363    Κατά συνέπεια, μολονότι η σημασία της E.ON στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας βαίνει φθίνουσα, τούτο δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στη συγκέντρωση, αλλά είναι επίσης αποτέλεσμα άλλων πράξεων της συγκεκριμένης επιχείρησης.

364    Εξάλλου, επισημαίνεται επίσης ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη κριτήρια πέραν των μεριδίων αγοράς (σημεία 48 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης). Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή αξιολόγησε την ανταγωνιστική σχέση μεταξύ της E.ON και της RWE βάσει, κυρίως, ανάλυσης των μεριδίων αγοράς, εντούτοις, η Επιτροπή εξέτασε και άλλα στοιχεία, όπως τον κεντρικό ρόλο ή την ικανότητα παρακράτησης της RWE (βλ. σκέψη 267 ανωτέρω), καθώς και τη μειοψηφική συμμετοχή της RWE στην E.ON (βλ. σκέψη 372 κατωτέρω).

365    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη το σημείο 27 των κατευθυντήριων γραμμών.

3)      Επί της αποφασιστικής σημασίας επιρροής της RWE επί της E.ON

366    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι όχι μόνον η συμμετοχή στην E.ON παρέχει στη RWE τη δυνατότητα άσκησης αποφασιστικής σημασίας επιρροής σε σημαντικές αποφάσεις της επιχείρησης, αλλά επιπλέον το αποτέλεσμα και ο πραγματικός σκοπός της συνολικής πράξης είναι μάλλον να μπορέσει η RWE να ελέγχει την επιχειρησιακή δραστηριότητα της E.ON και να αποκλείσει συγκεκριμένα και μόνιμα την E.ON από τον ανταγωνισμό όσον αφορά την παραγωγή, αποκλείοντας το ενδεχόμενο η E.ON να καταστεί εκ νέου παραγωγός και ανταγωνιστής της RWE. Επομένως, η RWE θα μπορούσε να περιορίσει τον ανταγωνισμό και να ενισχύσει τη θέση της στην παραγωγή μέσω της επιρροής της ως μετόχου της E.ON.

367    Προκαταρκτικώς, διευκρινίζεται ότι, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου επί της ουσίας της προσβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο δεν πρέπει να εξετάσει αν η επιρροή που η RWE ασκούσε επί της E.ON ήταν καθοριστικής σημασίας, κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 139/2004, αλλά μόνον εάν η RWE ήταν σε θέση να ασκήσει αποφασιστικής σημασίας επιρροής επί της E.ON (βλ. σημείο 76 της προσβαλλόμενης απόφασης) με αποτέλεσμα η συγκέντρωση να μπορεί να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004.

368    Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 114 ανωτέρω, σε περίπτωση που η γραμματική ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν επιτρέπει να εκτιμηθεί το ακριβές περιεχόμενό της, η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τον σκοπό της και τη γενική οικονομία της.

369    Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο κανονισμός 139/2004, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 5, 6 και 8, σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι η διαδικασία αναδιάρθρωσης δεν θα αποδειχθεί στη διάρκεια του χρόνου επιβλαβής για τον ανταγωνισμό. Συνεπώς, κατά τις ως άνω αιτιολογικές σκέψεις, το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να συμπεριλαμβάνει διατάξεις οι οποίες να ρυθμίζουν τις συγκεντρώσεις που μπορεί να παρακωλύσουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, ή σε μεγάλο τμήμα της, και οι οποίες θα εξασφαλίζουν τον αποτελεσματικό έλεγχο όλων των συγκεντρώσεων ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην Ένωση. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στις σημαντικές διαρθρωτικές μεταβολές των οποίων τα αποτελέσματα στην αγορά υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα ενός κράτους μέλους (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Austria Asphalt, C‑248/16, EU:C:2017:643, σκέψεις 20 και 21).

370    Από την άποψη του ανταγωνισμού, η κατοχή μειοψηφικών συμμετοχών μεταξύ ανταγωνιστών μπορεί επίσης να παραγάγει συντονισμένα, επιζήμια για τον ανταγωνισμό, αποτελέσματα επηρεάζοντας την ικανότητα και τα κίνητρα των παραγόντων της αγοράς να συνεννοηθούν σιωπηρώς ή ρητώς με σκοπό την πραγματοποίηση κερδών που υπερβαίνουν αυτά που επιτυγχάνονται υπό συνθήκες ανταγωνισμού.

371    Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να ελέγξει, στο πλαίσιο της ανάλυσης της συγκέντρωσης, αν η μειοψηφική συμμετοχή που η RWE απέκτησε στην E.ON είναι ικανή να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της.

372    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ανέλυσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, τα οριζόντια αποτελέσματα, ήτοι τη μείωση του κινήτρου της RWE και της E.ON να δραστηριοποιούνται υπό συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και, αφετέρου, τα κάθετα αποτελέσματα, τα οποία ορίζονται ως η ικανότητα ή το κίνητρο της RWE και της E.ON να αποκλείσουν ανταγωνιστές στην αγορά προηγούμενης οικονομικής βαθμίδας και στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας (σημεία 75 και 79 έως 95 της προσβαλλόμενης απόφασης).

373    Η Επιτροπή, η RWE και η E.ON μνημονεύουν τη συμφωνία για τις σχέσεις μεταξύ επενδυτών που συνήψαν η RWE και η E.ON για την ελαχιστοποίηση της επιρροής που η RWE μπορούσε να ασκήσει επί της E.ON μετά την απόκτηση μειοψηφικής συμμετοχής ύψους 16,67 %.

374    Πρώτον, από την εν λόγω συμφωνία προκύπτει ότι τα δικαιώματα ψήφου που η RWE μπορεί να ασκήσει κατά τις συνελεύσεις των μετόχων περιορίζονται σε 16,67 %, ανεξαρτήτως του ποσοστού παρόντων μετόχων (σημείο 76 της προσβαλλόμενης απόφασης).

375    Ο περιορισμός αυτός οδήγησε την Επιτροπή στην εκτίμηση, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη συναφώς, ότι η RWE δεν ασκεί οποιαδήποτε σημαντική επιρροή στην καθημερινή εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων παραγωγής της E.ON (σημείο 81 της προσβαλλόμενης απόφασης). Συναφώς, μολονότι η RWE καθίσταται, με τη συμμετοχή αυτή, ο μεγαλύτερος μέτοχος της E.ON και η μετοχική δομή της E.ON είναι κατακερματισμένη, τα δικαιώματα ψήφου της RWE θα παραμείνουν εντούτοις περιορισμένα στο ύψος της συμμετοχής της, ανεξαρτήτως του αριθμού των μετοχών που εκπροσωπούνται κατά την ψηφοφορία στη συνέλευση των μετόχων, και τούτο εμποδίζει, εν τοις πράγμασι, τη RWE να λάβει στρατηγικές αποφάσεις και να αποκτήσει ακόμη και αρνητικό έλεγχο επί της E.ON μέσω μειοψηφίας αρνησικυρίας εντός της συνέλευσης των μετόχων.

376    Η διασπορά των μετόχων της E.ON δεν είναι ικανή να αναιρέσει την ως άνω εκτίμηση. Συγκεκριμένα, μολονότι το ποσοστό παρόντων μετόχων στις γενικές συνελεύσεις μπορεί να είναι μικρότερο όταν η μετοχική δομή της επιχείρησης είναι κατακερματισμένη, τα δικαιώματα ψήφου της RWE θα παραμείνουν σε ποσοστό 16,67 %.

377    Επιπλέον, μέσω της προμνησθείσας συμφωνίας, η RWE δεσμεύεται να μην ασκεί τα δικαιώματά της ψήφου από κοινού με άλλους μειοψηφικούς μετόχους, να μην αποκτήσει επιπλέον μερίδια, να μη μεταβάλει τη νομική ή οικονομική διάρθρωση ή τη διαχείριση της E.ON και να μην χρησιμοποιήσει τα εν λόγω δικαιώματα ψήφου κατά του διοικητικού συμβουλίου ή του εποπτικού συμβουλίου.

378    Όλοι οι προμνησθέντες περιορισμοί στην άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων της RWE περιορίζουν την επιρροή που η RWE θα ήταν σε θέση να ασκήσει επί της E.ON.

379    Εσφαλμένως η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η συμφωνία για τις σχέσεις μεταξύ επενδυτών δεν ασκεί επιρροή λόγω του συμβατικού χαρακτήρα της.

380    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 139/2004, ο έλεγχος απορρέει από δικαιώματα, συμβάσεις ή άλλα μέσα τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού. A contrario, η αδυναμία άσκησης καθοριστικού επηρεασμού μπορεί να προέρχεται από συμβατικές διατάξεις. Κατ’ αναλογίαν, η ύπαρξη ή μη αποφασιστικής σημασίας επιρροής ικανής να συμβάλει στη σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 πρέπει να μπορεί να απορρέει από συμβατική διάταξη.

381    Εν πάση περιπτώσει, και ανεξαρτήτως της μεταχείρισης της προμνησθείσας συμφωνίας από το γερμανικό δίκαιο, η παράβαση της συμφωνίας για τις σχέσεις μεταξύ επενδυτών ή η τροποποίηση της εν λόγω συμφωνίας, στο μέτρο που η εν λόγω παράβαση θα παρείχε στη RWE τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της E.ON, de facto ή de jure, θα πρέπει να εξεταστεί ως νέα συγκέντρωση υποκείμενη στην υποχρέωση κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004.

382    Επομένως, το επιχείρημα ότι η RWE θα αποκτήσει αποφασιστικής σημασίας επιρροή επί της E.ON μετά την απόκτηση της μειοψηφικής συμμετοχής, δεδομένου ότι η RWE θα καταστεί ο μεγαλύτερος μεμονωμένος μέτοχος της E.ON και η μετοχική δομή της E.ON είναι κατακερματισμένη, δεν εδράζεται στα πραγματικά περιστατικά. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε συναφώς σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

383    Δεύτερον, όσον αφορά τον αντίκτυπο της μικρής συμμετοχής στις γενικές συνελεύσεις επί της ικανότητας της RWE να επηρεάζει την E.ON, αρκεί να επισημανθεί ότι ο περιορισμός που η συμφωνία για τις σχέσεις μεταξύ επενδυτών επιβάλλει στα δικαιώματα ψήφου της RWE εμποδίζει τη RWE να ασκήσει αποφασιστικής σημασίας επιρροή στη γενική συνέλευση της E.ON. Ακόμη και αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ποσοστό παρόντων μετόχων σε γενική συνέλευση της E.ON ήταν μόνο 38,35 % κατά μέσο όρο κατά τη διάρκεια των επτά ετών προ της συγκέντρωσης, η RWE δεν θα μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματά της ψήφου σε ποσοστό άνω του 6,39 % του μετοχικού κεφαλαίου της E.ON. Το επιχείρημα ότι η κοινή ιστορία και νοοτροπία και η αλληλεπικάλυψη των δραστηριοτήτων τους στην αγορά αποτελούν ισάριθμες ενδείξεις ότι η RWE επιδιώκει στρατηγικά συμφέροντα, και όχι μόνον οικονομικά συμφέροντα, εντός της E.ON είναι αλυσιτελές υπό το πρίσμα των όρων της συμφωνίας για τις σχέσεις μεταξύ των επενδυτών.

384    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε προσηκόντως τη συνδυασμένη επιρροή που ασκούν από κοινού η RWE και η [εμπιστευτικό]. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η [εμπιστευτικό] κατείχε, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, περίπου το 6,5 % των μετοχών της E.ON και περίπου το 6,18 % των μετοχών της RWE.

385    Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή έλαβε πρόσφατα υπόψη τις «κοινές μετοχικές δομές», ήτοι την κατοχή, από τους ίδιους θεσμικούς επενδυτές, μετοχών σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και τα μη συντονισμένα αποτελέσματά της στον ανταγωνισμό.

386    Με την πρακτική της κατά την έκδοση αποφάσεων, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, σε περίπτωση κοινής μετοχικής δομής, η οποία αποτελεί πραγματικότητα σε ορισμένους τομείς, οι ενδείξεις συγκέντρωσης, όπως τα μερίδια αγοράς ή ο δείκτης IHH, είναι δυνατό να υποτιμούν το επίπεδο συγκέντρωσης της διάρθρωσης της αγοράς και, επομένως, την ισχύ των μερών στην αγορά. Ως εκ τούτου, η κοινή μετοχική δομή στους συγκεκριμένους κλάδους πρέπει να θεωρείται στοιχείο του όλου πλαισίου κατά την εκτίμηση κάθε σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού [βλ., για παράδειγμα, απόφαση C(2017) 1946 final της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2017, με την οποία μια πράξη συγκέντρωσης κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση M.7932 – Dow/DuPont), σημεία 4 και 81, και απόφαση C(2018) 1709 final της Επιτροπής, της 21ης Μαρτίου 2018, με την οποία μια πράξη συγκέντρωσης κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά και με τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση M.8084 – Bayer/Monsanto), σημεία 224 και 3303].

387    Πάντως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η μείωση των ανταγωνιστικών πιέσεων στους άλλους ανταγωνιστές μπορεί να είναι απόρροια κοινής μετοχικής δομής, το αποτέλεσμα και μόνο της μείωσης αυτής δεν επαρκεί κατ’ αρχήν αφ’ εαυτού για να καταδείξει σημαντική παρακώλυση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο θεωρίας περί ζημίας βασισμένης σε μη συντονισμένα αποτελέσματα.

388    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία προς στήριξη της ευλογοφάνειας της ύπαρξης οποιουδήποτε συντονισμού μεταξύ της [εμπιστευτικό] και της RWE στις γενικές συνελεύσεις της E.ON. Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει τον βαθμό στον οποίο η [εμπιστευτικό] παρεμβαίνει στη διαχείριση της E.ON ή της RWE. Ακόμη και αν υποτεθεί ως αποδειχθείσα η ικανότητα επίδρασης στη διαχείριση της E.ON ή της RWE, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει ενδείξεις οι οποίες μπορούν να καταδείξουν ότι η παρουσία της [εμπιστευτικό] στο κεφάλαιο της RWE και της E.ON συνιστά στοιχείο που δείχνει ότι υπάρχει ήδη μια τάση συλλογικής δεσπόζουσας θέσης (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2002, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99, EU:T:2002:146, σκέψη 91).

389    Επομένως, η παράλειψη οποιασδήποτε μνείας, από την Επιτροπή, μιας τέτοιας σχέσης δεν μπορεί να συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτίμησης εκ μέρους της.

390    Τέταρτον, όσον αφορά τη δυνατότητα επηρεασμού της σύνθεσης του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, του καταστατικού της E.ON, οι αποφάσεις του εποπτικού συμβουλίου της E.ON λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των ψηφισάντων και ότι δεν απαιτείται ειδική πλειοψηφία για τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης του εποπτικού συμβουλίου της E.ON. Ορίζοντας ένα μόνον από τα δεκατέσσερα μέλη, η RWE έχει πολύ περιορισμένη βαρύτητα στους κόλπους του εποπτικού συμβουλίου της E.ON και, ως εκ τούτου, δεν είναι σε θέση να αντιταχθεί στη λήψη των αποφάσεων του εποπτικού συμβουλίου της E.ON. Όσον αφορά το διοικητικό συμβούλιο, τα μέλη του οποίου ορίζονται από το εποπτικό συμβούλιο, αρκεί η επισήμανση ότι, δεδομένου ότι δεν ελέγχει το εποπτικό συμβούλιο, η RWE δεν ελέγχει ούτε το διοικητικό συμβούλιο.

391    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όσον αφορά την επιρροή που η RWE ασκεί επί της E.ON λόγω της απόκτησης μειοψηφικής συμμετοχής.

4)      Επί της κατανομής των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας που αποφάσισαν η RWE και η E.ON

392    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, με τη συνολική πράξη, η RWE και η E.ON κατένειμαν μεταξύ τους τα στάδια της αξιακής αλυσίδας στη γερμανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, κάτι το οποίο συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

393    Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 139/2004, αυτός είναι ο μόνος που εφαρμόζεται στις συγκεντρώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 3 αυτού, για τις οποίες ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), δεν τυγχάνει κατ’ αρχήν εφαρμογής. Αντιθέτως, ο κανονισμός 1/2003 έχει εφαρμογή στη συμπεριφορά επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να αποτελεί συγκέντρωση κατά την έννοια του κανονισμού 139/2004, μπορεί όμως να καταλήξει σε μεταξύ τους συντονισμό αντίθετο προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και η οποία, εξ αυτού του λόγου, υπόκειται στον έλεγχο της Επιτροπής ή των εθνικών αρχών ανταγωνισμού (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Austria Asphalt, C‑248/16, EU:C:2017:643, σκέψεις 32 και 33).

394    Το γεγονός ότι το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αφορά πράξη συγκέντρωσης δεν αμφισβητείται. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το επιχείρημα που αντλείται από παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ είναι αλυσιτελές.

5)      Συμπέρασμα

395    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση της σχέσης μεταξύ της RWE και της E.ON και του τρόπου με τον οποίο η εν λόγω σχέση θα μπορούσε να μεταβληθεί λόγω της συγκέντρωσης και, κατά συνέπεια, να έχει αντίκτυπο στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας η οποία αφορά εσφαλμένη εκτίμηση της σχέσης μεταξύ της RWE και της E.ON.

στ)    Συμπέρασμα επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως

396    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά τον ορισμό της σχετικής αγοράς, την οριοθέτηση της περιόδου της ανάλυσης, την εκτίμηση της ισχύος της RWE στην αγορά και την εκτίμηση της σχέσης μεταξύ της RWE και της E.ON. Ως εκ τούτου, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατέληξε η Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση δεν δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 139/2004.

397    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

7.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρέωσης επιμέλειας

398    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή διερεύνησε ανεπαρκώς τα πραγματικά περιστατικά κατά παράβαση της υποχρέωσης επιμέλειας που υπέχει. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε, με προσοχή και επιμέλεια, τις περιστάσεις που μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στο αποτέλεσμα της διαδικασίας λήψης απόφασης. Επίσης, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα πραγματικά στοιχεία και τις πληροφορίες που υπέβαλαν τα μέρη και οι τρίτοι που μετείχαν στη διαδικασία ούτε άλλες κρίσιμες παραμέτρους.

399    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας

400    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν διακριτική ευχέρεια, όπως συμβαίνει στον έλεγχο των συγκεντρώσεων, η τήρηση των εγγυήσεων που απορρέουν από την ενωσιακή έννομη τάξη αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται ιδίως η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα σχετικά με την κρινόμενη περίπτωση στοιχεία, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προβάλει την άποψή του, καθώς και το δικαίωμά του να εκδοθεί επί της υποθέσεώς του απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 6ης Ιουλίου 2010, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑342/07, EU:T:2010:280, σκέψη 31).

401    Κατά πάγια νομολογία, στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτίμησης, ιδίως όσον αφορά οικονομικής φύσεως εκτιμήσεις. Επομένως, στον τομέα αυτόν, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η εκ μέρους της τήρηση των σχετικών με τις διοικητικές διαδικασίες εγγυήσεων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης, στις οποίες καταλέγεται η υποχρέωση επίδειξης επιμέλειας, ήτοι η υποχρέωση του κοινοτικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα σχετικά με την υπόθεση στοιχεία (απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 164).

402    Δεδομένου ότι, στον εν λόγω τομέα, η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργεί με επιμέλεια, οφείλει να προβαίνει, με την απαιτούμενη επιμέλεια, στις πραγματικές και νομικές διαπιστώσεις από τις οποίες εξαρτάται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της, συγκεντρώνοντας όλα τα απαραίτητα προς τούτο πραγματικά στοιχεία που μπορεί να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό το αποτέλεσμα της διαδικασίας έκδοσης απόφασης. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά και πληροφοριακά στοιχεία που της προσκομίζουν οι κοινοποιούντες τη συγκέντρωση και οι τρίτοι που μετέχουν ενεργά στη διαδικασία και, δεύτερον, ότι υποχρεούται, ενδεχομένως, να ερευνά τα στοιχεία αυτά, διενεργώντας έρευνες αγοράς ή ζητώντας πληροφορίες από τους παράγοντες της αγοράς (απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 165).

403    Σημειωτέον, πάντως, ότι, στον εν λόγω τομέα, η υποχρέωση της Επιτροπής να τηρεί τις σχετικές με τη διοικητική διαδικασία εγγυήσεις που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης και, συνεπώς, και την υποχρέωση επίδειξης επιμέλειας, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο παρόμοιο με την υποχρέωση αιτιολογήσεως και συμβατό με την επιτακτική ανάγκη ταχύτητας που χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού 139/2004, η οποία επιβάλλει στην Επιτροπή να τηρεί αυστηρές προθεσμίες εφόσον ασκεί τη διακριτική ευχέρειά της (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, NVV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑151/05, EU:T:2009:144, σκέψη 166 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

404    Υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων που έγιναν, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Επιτροπή εξέτασε με την αναγκαία επιμέλεια όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι έλαβε υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία και τις πληροφορίες που προσκόμισαν τόσο το κοινοποιούν μέρος όσο και οι τρίτοι που μετείχαν στη διαδικασία. Η Επιτροπή διενήργησε επίσης ίδιες έρευνες μέσω έρευνας αγοράς και αιτήσεων παροχής πληροφοριών προς τους παράγοντες της αγοράς. Εξάλλου, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα των εν λόγω ερευνών.

405    Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Γ.      Επί της αιτήσεως αυτοπρόσωπης παράστασης ή, επικουρικώς, εξέτασης μαρτύρων

406    Στις 30 Μαΐου 2022 η προσφεύγουσα υπέβαλε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αίτηση αυτοπρόσωπης παράστασης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, του A, πρώην προέδρου της E.ON, του B, πρώην προέδρου της RWE, και του C, διευθυντή του όγδοου τμήματος λήψης αποφάσεων της ομοσπονδιακής υπηρεσίας συμπράξεων. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζήτησε την εξέταση των εν λόγω προσώπων ως μαρτύρων.

407    Η Επιτροπή, η E.ON και η RWE αντιτάσσονται, κατ’ ουσίαν, στην αυτοπρόσωπη παράσταση και, επικουρικώς, στην εξέταση των προσώπων που μνημονεύθηκαν στην προηγουμένη σκέψη.

408    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπλήρωσης των πληροφοριακών στοιχείων επί των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

409    Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τη χρησιμότητα αίτησης αυτοπρόσωπης παράστασης ή εξέτασης μαρτύρων σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα αυτοπρόσωπης παράστασης ή εξέτασης των προταθέντων μαρτύρων (πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

410    Εν προκειμένω, πέραν της μη έκθεσης από την προσφεύγουσα, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, των λόγων για τους οποίους οι εν λόγω αιτήσεις μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων υποβλήθηκαν μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και μόλις δύο εβδομάδες πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και του αόριστου χαρακτήρα τους, καθόσον η προσφεύγουσα δεν εξέθεσε τα συγκεκριμένα ζητήματα επί των οποίων θα έπρεπε να εξεταστούν τα τρία ως άνω πρόσωπα, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία της δικογραφίας και οι εξηγήσεις που δόθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση αρκούν προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της διαφοράς, βασιζόμενο στα αιτήματα, στους ισχυρισμούς και στα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που υπέβαλαν οι διάδικοι.

411    Επομένως, οι αιτήσεις διεξαγωγής αποδείξεων δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.

412    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

413    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή, η E.ON και η RWE, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων.

414    Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η EVH GmbH φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η E.ON SE και η RWE AG.

3)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Gervasoni

Madise

Nihoul

Frendo

 

      Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαΐου 2023.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

Β. Το πλαίσιο της συγκέντρωσης

Γ. Η διοικητική διαδικασία

Δ. Η προσβαλλόμενη απόφαση

II. Αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί του παραδεκτού

Β. Επί της ουσίας

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη κατάτμηση της ανάλυσης της συνολικής πράξης

α) Επί του περιεχομένου του πρώτου λόγου ακυρώσεως

β) Επί του ελέγχου της συγκέντρωσης B8-28/19

γ) Επί της ύπαρξης ενιαίας πράξης συγκέντρωσης

1) Έννοια της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης»

2) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

i) Επί της προϋπόθεσης που αφορά την αλληλεξάρτηση των επίμαχων πράξεων

ii) Επί της προϋπόθεσης που αφορά το αποτέλεσμα

3) Έννοια της «ενιαίας πράξης συγκέντρωσης» και απαίτηση συνολικής εκτίμησης

δ) Συμπέρασμα

3. Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

4. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας

5. Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

6. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτίμησης

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

β) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένο ορισμό της σχετικής αγοράς

γ) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη οριοθέτηση της περιόδου της ανάλυσης

δ) Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της ισχύος της RWE στην αγορά

1) Επί των στοιχείων που η Επιτροπή έλαβε υπόψη για τους σκοπούς της ανάλυσης της ισχύος της RWE στην αγορά

2) Επί της αναλύσεως των μεριδίων αγοράς

3) Επί του κεντρικού ρόλου της RWE στην αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας

4) Επί των κινήτρων της RWE για εφαρμογή στρατηγικών παρακράτησης ισχύος και άλλων στρατηγικών χρήσεων του χαρτοφυλακίου παραγωγής της

5) Επί του κεντρικού ρόλου της RWE στην αγορά υπηρεσιών εξισορρόπησης και παρεπόμενων υπηρεσιών

6) Συμπέρασμα

ε) Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της σχέσης μεταξύ RWE και E.ON

1) Επί των δεσμών αλληλεξάρτησης και της εγγύτητας μεταξύ RWE και E.ON

2) Επί της μόνιμης εξάλειψης της E.ON

3) Επί της αποφασιστικής σημασίας επιρροής της RWE επί της E.ON

4) Επί της κατανομής των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας που αποφάσισαν η RWE και η E.ON

5) Συμπέρασμα

στ) Συμπέρασμα επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως

7. Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρέωσης επιμέλειας

Γ. Επί της αιτήσεως αυτοπρόσωπης παράστασης ή, επικουρικώς, εξέτασης μαρτύρων

Επί των δικαστικών εξόδων




*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν αποκαλύπτονται.