Language of document : ECLI:EU:T:2020:182

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 13ης Μαΐου 2020 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αερομεταφορές – Ενίσχυση που χορήγησε η Ιταλία υπέρ των αερολιμένων της Σαρδηνίας – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται εν μέρει συμβατή και εν μέρει μη συμβατή με την εσωτερική αγορά – Καταλογισμός στο κράτος – Δικαιούχοι – Πλεονέκτημα υπέρ των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Νόθευση του ανταγωνισμού – Ανάκτηση – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑8/18,

easyJet Airline Co. Ltd, με έδρα το Luton (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον P. Willis, solicitor, και τον J. Rivas Andrés, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την L. Armati και τον S. Noë,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/1861 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33983 (2013/C) (πρώην 2012/NN) (πρώην 2011/N) – Ιταλία – Αποζημίωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΓΟΣ) (ΕΕ 2017, L 268, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, J. Svenningsen (εισηγητή), V. Valančius, Z. Csehi και P. Nihoul, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Οκτωβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1.      Επί των επίμαχων μέτρων

1        Στη Σαρδηνία (Ιταλία) υπάρχουν πέντε αερολιμένες, μεταξύ των οποίων οι αερολιμένες του Alghero, του Cagliari‑Elmas και της Olbia.

2        Τον αερολιμένα του Alghero εκμεταλλεύεται η So.Ge.A.Al SpA (στο εξής: SOGEAAL), το κεφάλαιο της οποίας έχει καλυφθεί πλήρως από τοπικούς δημόσιους φορείς και κατέχεται, κατά πλειοψηφία, από τη Regione autonoma della Sardegna (Αυτόνομη Περιφέρεια της Σαρδηνίας, Ιταλία, στο εξής: Αυτόνομη Περιφέρεια), μεταξύ άλλων, εμμέσως, μέσω της Società Finanziaria Industriale Regione Sardegna (SFIRS). Τον αερολιμένα του Cagliari‑Elmas εκμεταλλεύεται η So.G.Aer SpA (στο εξής: SOGAER), εταιρία η πλειοψηφία των μεριδίων της οποίας ανήκει στο Εμπορικό Επιμελητήριο του Cagliari, ενώ τον αερολιμένα της Olbia εκμεταλλεύεται η GEASAR SpA (στο εξής: GEASAR), εταιρία εδρεύουσα στην Olbia, την πλειοψηφία των μετοχών της οποίας κατέχει ιδιωτική επιχείρηση, η Meridiana SpA.

1.      Επί των διατάξεων που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια

1)      Επί του άρθρου 3 του νόμου 10/2010

3        Στις 13 Απριλίου 2010, η Αυτόνομη Περιφέρεια εξέδωσε τον legge regionale n. 10 – Misure per lo sviluppo del trasporto aereo (περιφερειακό νόμο 10 – μέτρα για την ανάπτυξη των αερομεταφορών) (Bollettino ufficiale della Regione autonoma della Sardegna, αριθ. 12, της 16ης Απριλίου 2010) (στο εξής: νόμος 10/2010).

4        Το άρθρο 3 του νόμου 10/2010, με τίτλο «Κίνητρα για τη μείωση του εποχικού χαρακτήρα των αεροπορικών δρομολογίων της νήσου» (incentivi alla destagionalizzazione dei collegamenti aerei islani), ορίζει τα εξής:

«1. Εγκρίνονται δαπάνες ύψους 19 700 000 [ευρώ] για το 2010 και 24 500 000 [ευρώ] για καθένα από τα έτη 2011 έως 2013 για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων της νήσου με σκοπό την ενίσχυση και την ανάπτυξη των αεροπορικών μεταφορών ως υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως του εποχικού χαρακτήρα των αεροπορικών δρομολογίων, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής 2005/C312/01, σχετικά με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρίες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες.

2. Τα κριτήρια, η φύση και η διάρκεια της προσφοράς μεταφορών, καθώς και οι οδηγίες για την κατάρτιση σχεδίων δραστηριοτήτων εκ μέρους των εταιριών διαχειρίσεως αερολιμένων, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα μέτρα σχετικά με την εδαφική συνέχεια που μνημονεύονται στο άρθρο 2, καθορίζονται με απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του περιφερειακού συμβούλου μεταφορών, σε συμφωνία με τους συμβούλους για τον προγραμματισμό, τον προϋπολογισμό, τις πιστώσεις και τον περιφερειακό χωροταξικό σχεδιασμό, τον τουρισμό, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, τη γεωργία και την αγροκτηνοτροφική μεταρρύθμιση, τα πολιτισμικά αγαθά, την ενημέρωση, την ψυχαγωγία και τον αθλητισμό.

3. Η απόφαση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2 και τα σχέδια δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν ήδη καθορισθεί από τις εταιρίες διαχειρίσεως αερολιμένων κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, συνοδευόμενα από τις αντίστοιχες πράξεις και συμβάσεις, χρηματοδοτούνται εφόσον καταρτίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια, τη φύση, τη διάρκεια της προσφοράς μεταφορών και τις οδηγίες της παραγράφου 2 και υποβάλλονται προηγουμένως στην αρμόδια επιτροπή προς έκδοση δεσμευτικής γνωμοδοτήσεως.»

2)      Επί των εκτελεστικών πράξεων του νόμου 10/2010

5        Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 10/2010, η εκτελεστική αρχή της Αυτόνομης Περιφέρειας εξέδωσε διάφορες πράξεις εφαρμογής των μέτρων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο (στο εξής: εκτελεστικές πράξεις), μεταξύ άλλων, την deliberazione della Giunta regionale n. 29/36 (απόφαση 29/36 του περιφερειακού συμβουλίου) της 29ης Ιουλίου 2010 (στο εξής: περιφερειακή απόφαση 29/36), την deliberazione della Giunta regionale n. 43/37 (απόφαση 43/37 του περιφερειακού συμβουλίου) της 6ης Δεκεμβρίου 2010 (στο εξής: περιφερειακή απόφαση 43/37) και την deliberazione della Giunta regionale n. 52/117 (απόφαση 52/117 του περιφερειακού συμβουλίου) της 23ης Δεκεμβρίου 2011 (στο εξής: περιφερειακή απόφαση 52/117) (στο εξής, από κοινού με το άρθρο 3 του νόμου 10/2010: επίμαχα μέτρα).

6        Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις καθορίζουν, κατ’ ουσίαν, τρία είδη «δραστηριοτήτων» για τις οποίες οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μπορούσαν να λάβουν αποζημίωση από την Αυτόνομη Περιφέρεια για τα έτη 2010 έως 2013, ήτοι:

–        αύξηση της αεροπορικής κίνησης από τις αεροπορικές εταιρίες (στο εξής: δραστηριότητα 1)·

–        προώθηση της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού από τις αεροπορικές εταιρίες (στο εξής: δραστηριότητα 2)·

–        άλλες δραστηριότητες προωθήσεως τις οποίες αναθέτουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, για λογαριασμό της Αυτόνομης Περιφέρειας, σε τρίτους παρόχους υπηρεσιών πλην των αεροπορικών εταιριών (στο εξής: δραστηριότητα 3).

7        Η περιφερειακή απόφαση 29/36, αφενός, διευκρίνιζε ότι, κατά την εφαρμογή του άρθρου 3 του νόμου 10/2010, ο σκοπός της μειώσεως του εποχικού χαρακτήρα των αεροπορικών δρομολογίων συνίστατο στην αύξηση της συχνότητας των πτήσεων κατά τη διάρκεια της μέσης περιόδου και της χειμερινής περιόδου, καθώς και στη δημιουργία νέων αεροπορικών συνδέσεων. Αφετέρου, η απόφαση αυτή ανέφερε ότι ο απώτερος σκοπός, ο οποίος επιδιώκεται με τα μέτρα του άρθρου 3 του νόμου 10/2010 περί προαγωγής περιφερειακής πολιτικής αερομεταφορών, ήταν η ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, καθώς και η ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών, του τουρισμού και του πολιτισμού της νήσου της Σαρδηνίας.

8        Στο πλαίσιο αυτό, η περιφερειακή απόφαση 29/36 καθόριζε τα κριτήρια, τη φύση και τη διάρκεια των υπηρεσιών μεταφορών για τις οποίες μπορούσε να χορηγηθεί αποζημίωση κατά την περίοδο 2010‑2013, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές για την κατάρτιση και την αξιολόγηση των «σχεδίων δραστηριοτήτων» που εκπόνησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

9        Συγκεκριμένα, προκειμένου να λάβει χρηματοδότηση προβλεπόμενη από τον νόμο 10/2010, ο φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα έπρεπε να υποβάλει προς έγκριση στην Αυτόνομη Περιφέρεια λεπτομερές σχέδιο δραστηριοτήτων. Το σχέδιο αυτό έπρεπε να προσδιορίζει ποιες από τις δραστηριότητες 1 έως 3 σχεδίαζε να υλοποιήσει ο φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα προς επίτευξη των σκοπών του νόμου 10/2010. Το σχέδιο αυτό έπρεπε ενδεχομένως να συγκεκριμενοποιείται με ειδικές συμφωνίες μεταξύ του φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα και των αεροπορικών εταιριών.

10      Οσάκις φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα επιθυμούσε να λάβει χρηματοδότηση για τη δραστηριότητα 1, το σχέδιο δραστηριοτήτων που παρουσίαζε στην Αυτόνομη Περιφέρεια έπρεπε να προσδιορίζει τις «γραμμές στρατηγικού ενδιαφέροντος» (εθνικές και διεθνείς) και να ορίζει ετήσιους στόχους όσον αφορά τη συχνότητα των πτήσεων, τις νέες γραμμές και τον αριθμό των επιβατών.

11      Κατά τις ιταλικές αρχές, η εκμετάλλευση αυτών των γραμμών στρατηγικού ενδιαφέροντος συνιστούσε, επομένως, υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος που οι αεροπορικές εταιρίες παρείχαν έναντι αποζημιώσεως.

12      Το προς υλοποίηση της δραστηριότητας 2 σχέδιο δραστηριοτήτων έπρεπε να καθορίζει ειδικές δραστηριότητες μάρκετινγκ και διαφήμισης αποσκοπούσες στην αύξηση του αριθμού των επιβατών και στην προώθηση της ζώνης επιρροής του αερολιμένα.

13      Η περιφερειακή απόφαση 29/36 προέβλεπε ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων έπρεπε να τεκμηριώνονται με προβλέψεις σχετικές με τις προοπτικές αποδοτικότητας των δραστηριοτήτων που προσδιόριζαν.

14      Από την περιφερειακή απόφαση 29/36 προκύπτει ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων έπρεπε να τηρούν ορισμένες αρχές:

–        οι καθοριζόμενες στα σχέδια γραμμές στρατηγικού ενδιαφέροντος δεν μπορούσαν να αλληλεπικαλύπτονται με εκείνες που ήταν ήδη υπό εκμετάλλευση στο πλαίσιο καθεστώτος υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

–        η χρηματοδότηση κάθε επιδοτούμενης γραμμής έπρεπε να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου·

–        η συναφθείσα με τις αεροπορικές εταιρίες συμφωνία χρηματοδοτήσεως έπρεπε να περιλαμβάνει σχέδιο προωθήσεως της περιοχής.

15      Εάν η Αυτόνομη Περιφέρεια διαπίστωνε ανακολουθίες μεταξύ, αφενός, των σχεδίων δραστηριοτήτων που υποβλήθηκαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και, αφετέρου, των διατάξεων του νόμου 10/2010 και των εκτελεστικών του πράξεων, μπορούσε να απαιτήσει τροποποίηση των εν λόγω σχεδίων.

16      Μετά την έγκριση των διαφόρων σχεδίων δραστηριοτήτων που της υπέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, η Αυτόνομη Περιφέρεια κατένειμε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους για καθένα από τα έτη 2010 έως 2013 μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

17      Το ύψος των αποζημιώσεων αυτών υπολογιζόταν βάσει της διαφοράς μεταξύ, αφενός, του εκτιμώμενου κόστους με το οποίο βαρύνονταν οι αεροπορικές εταιρίες για την εξυπηρέτηση των στρατηγικών γραμμών και την επίτευξη των ετήσιων στόχων όσον αφορά τους επιβάτες και, αφετέρου, των πραγματικών ή εικαζόμενων εσόδων από την πώληση εισιτηρίων στους επιβάτες.

18      Η περιφερειακή απόφαση 29/36 προέβλεπε προτιμησιακά κριτήρια χορηγήσεως για την περίπτωση που το ποσό των αποζημιώσεων που ζητούσαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων υπερέβαινε το προβλεπόμενο από τον νόμο 10/2010 ποσό.

19      Τέλος, οι εκτελεστικές πράξεις προέβλεπαν ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να διασφαλίζουν την παρακολούθηση των επιδόσεων των αεροπορικών εταιριών. Ειδικότερα, απαιτούσαν οι ειδικές συμφωνίες που συνάπτονταν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών να προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων στις αεροπορικές εταιρίες σε περίπτωση μη τηρήσεως των προκαθορισμένων σκοπών, ιδίως όσον αφορά τη συχνότητα των πτήσεων και τον αριθμό των επιβατών.

2.      Επί της εφαρμογής των επίμαχων μέτρων

20      Η προσφεύγουσα, easyJet Airline Co. Ltd, είναι αεροπορική εταιρία με άδεια καταχωρημένη στην Αγγλία και την Ουαλία (Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία εκμεταλλεύεται δίκτυο δρομολογίων μικρών αποστάσεων προς και από αερολιμένες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Alghero, του Cagliari‑Elmas και της Olbia.

1)      Εφαρμογή του νόμου 10/2010 όσον αφορά τον αερολιμένα της Olbia

21      Ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Olbia δημοσίευσε στον ιστότοπό του πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων μάρκετινγκ και διαφήμισης.

22      Σε απάντηση στην ανωτέρω πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος, η προσφεύγουσα υπέβαλε σχέδιο για την ανάπτυξη αεροπορικών συνδέσεων από και προς την Olbia, καθώς και πρόγραμμα μάρκετινγκ και διαφήμισης. Η αεροπορική εταιρία κάλεσε την GEASAR να μετάσχει στην απαιτούμενη για την υλοποίηση του προγράμματος μάρκετινγκ και διαφήμισης επένδυση.

23      Η GEASAR εξέτασε το επιχειρηματικό σχέδιο της προσφεύγουσας και προσκόμισε το δικό της επιχειρηματικό σχέδιο, από το οποίο προέκυπτε ότι η συμμετοχή στην επένδυση, όπως προτάθηκε από την προσφεύγουσα, θα ήταν αποδοτική για τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα.

24      Η GEASAR υπέβαλε στην Αυτόνομη Περιφέρεια σχέδια δραστηριοτήτων για το 2010 και για την τριετή περίοδο 2011‑2013, συνοδευόμενα από τις αντίστοιχες αιτήσεις χρηματοδοτήσεως. Η Αυτόνομη Περιφέρεια ενέκρινε τα εν λόγω σχέδια δραστηριοτήτων και όρισε τα ποσά που θα έπρεπε να χορηγηθούν στην GEASAR για το 2010 και για την περίοδο 2011‑2013 με τις περιφερειακές αποφάσεις 43/37 και 52/117.

25      Στη συνέχεια, η GEASAR και η προσφεύγουσα συνήψαν τρεις συμβάσεις, βάσει των οποίων η τελευταία αναλάμβανε την υποχρέωση, έναντι αμοιβής, αφενός, να διατηρεί ή να εξασφαλίζει απευθείας συνδέσεις (point‑to‑point) μεταξύ του αερολιμένα της Olbia και των ευρωπαϊκών αερολιμένων του Μπρίστολ (Ηνωμένο Βασίλειο), της Βασιλείας (Ελβετία), της Γενεύης (Ελβετία), του Gatwick του Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο), του Malpensa του Μιλάνου (Ιταλία), του Berlin‑Schönefeld (Γερμανία), της Λιόν (Γαλλία), του Paris‑Orly (Γαλλία) και του Madrid‑Barajas (Ισπανία) και να επιτύχει τους στόχους από απόψεως αριθμού επιβατών, καθώς και, αφετέρου, να υλοποιήσει πρόγραμμα μάρκετινγκ και διαφήμισης για την προώθηση της νήσου της Σαρδηνίας.

26      Η πρώτη από τις ανωτέρω συμβάσεις είχε υπογραφεί στις 17 Μαρτίου 2011 και κάλυπτε τη χρονική περίοδο από τις 28 Μαρτίου 2010 έως και τις 27 Μαρτίου 2011. Η δεύτερη από αυτές είχε υπογραφεί στις 25 Ιανουαρίου 2012 και κάλυπτε τη χρονική περίοδο από τις 27 Μαρτίου 2011 έως τις 30 Μαρτίου 2013. Η τελευταία σύμβαση με την GEASAR είχε υπογραφεί την 1η Μαρτίου 2013 και κάλυπτε τη χρονική περίοδο από τις 27 Μαρτίου 2013 έως τις 30 Μαρτίου 2014.

2)      Εφαρμογή του νόμου 10/2010 όσον αφορά τον αερολιμένα του CagliariElmas

27      Η SOGAER, φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Cagliari‑Elmas, δημοσίευσε στον ιστότοπό της ανακοίνωση με την οποία καλούσε τις αεροπορικές εταιρίες να της υποβάλουν επιχειρηματικά σχέδια για δρομολόγια από και προς τον αερολιμένα αυτό, καθώς και για τη σύναψη συμβάσεων μάρκετινγκ για την προώθηση της νήσου της Σαρδηνίας.

28      Η προσφεύγουσα υπέβαλε στη SOGAER τριετές επιχειρηματικό σχέδιο για την ανάπτυξη αεροπορικών συνδέσεων από και προς το Cagliari, καθώς και πρόγραμμα μάρκετινγκ και διαφήμισης. Μελέτη οικονομικών επιπτώσεων, η οποία ανατέθηκε σε εξωτερικό σύμβουλο, κατέληξε, προς στήριξη του σχεδίου αυτού, στο συμπέρασμα ότι επένδυση σε δραστηριότητες μάρκετινγκ, κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω σχέδιο, θα ήταν αποδοτική για την προσφεύγουσα. Η μελέτη αυτή έκρινε επίσης ότι η επένδυση θα συντελούσε στην οικονομική ανάπτυξη της νήσου της Σαρδηνίας και θα ήταν αποδοτική για τη SOGAER.

29      Η SOGAER υπέβαλε στην Αυτόνομη Περιφέρεια σχέδια δραστηριοτήτων για το έτος 2010 και για την τριετία 2011‑2013, συνοδευόμενα από αντίστοιχες αιτήσεις χρηματοδοτήσεως. Τα σχέδια δραστηριοτήτων εγκρίθηκαν και τα ποσά που διατέθηκαν στη SOGAER για το 2010 και για την περίοδο 2011‑2013 καθορίστηκαν με τις περιφερειακές αποφάσεις 43/37 και 52/117, αντιστοίχως.

30      Η προσφεύγουσα και η SOGAER συνήψαν την υπ’ αριθ. 25/2011 σύμβαση, η οποία κάλυπτε την περίοδο από τις 29 Μαρτίου 2010 έως τις 28 Μαρτίου 2013 (στο εξής: σύμβαση 25/2011). Βάσει της συμβάσεως αυτής, η προσφεύγουσα ανέλαβε την υποχρέωση, αφενός, να διατηρεί ή να εξασφαλίζει απευθείας πτήσεις (point‑to‑point) μεταξύ του αερολιμένα του Cagliari‑Elmas και των αερολιμένων του Stansted του Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο), της Γενεύης, της Βασιλείας και του Berlin‑Schönefeld και να επιτυγχάνει τους στόχους από απόψεως αριθμού επιβατών, καθώς και, αφετέρου, να παρέχει υπηρεσίες μάρκετινγκ και διαφήμισης. Οι υπηρεσίες αυτές υπάγονταν στις δραστηριότητες 1 και 2.

31      Το άρθρο 5 της συμφωνίας αυτής διευκρίνιζε ότι η σύμβαση τελούσε υπό την επιφύλαξη της διατήρησης και ανανέωσης της χρηματοδοτήσεως της SOGAER από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

3)      Εφαρμογή του νόμου 10/2010 όσον αφορά τον αερολιμένα του Alghero

32      Όσον αφορά τον αερολιμένα του Alghero, συμβάσεις μεταξύ της SOGEAAL και της εταιρίας Ryanair Ltd, που συνήφθησαν ήδη το 2003 και έκτοτε παρατάθηκαν, αποτέλεσαν αντικείμενο καταγγελίας υποβληθείσας από ιταλική αεροπορική εταιρία. Η καταγγελία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να κινηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις 12 Σεπτεμβρίου 2007, επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αναφορικά με πιθανή κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στον αερολιμένα του Alghero και από αυτόν υπέρ της Ryanair και άλλων αερομεταφορέων (ΕΕ 2008, C 12, σ. 7). Στις 27 Ιουνίου 2012, η διαδικασία αυτή επεκτάθηκε, προκειμένου να συμπεριληφθούν συμπληρωματικά μέτρα ληφθέντα από την Ιταλία τα οποία δεν αποτελούσαν αντικείμενο της αρχικής καταγγελίας (ΕΕ 2013, C 40, σ. 15), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν «[ό]λα τα μέτρα που χορηγήθηκαν στη Ryanair και στη θυγατρική της AMS, καθώς και στις άλλες αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούν τον αερολιμένα από το 2000 [στα οποία περιλαμβάνονται ιδίως] χρηματοδοτικές συνεισφορές που χορηγήθηκαν απευθείας από τη SOGEAAL ή διαμέσου αυτής μέσω συμφωνίας συγκεκριμένων υπηρεσιών αερολιμένα και συμφωνιών παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ με τη Ryanair και άλλους αερομεταφορείς από το 2000 και κατόπιν».

33      Η εν λόγω διαδικασία κατέληξε στην έκδοση από την Επιτροπή της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1584, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.23098 (C 37/07) (πρώην NN 36/07) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία υπέρ της Società di Gestione dell’Aeroporto di Alghero So.Ge.A.AL SpA και διαφόρων αερομεταφορέων που λειτουργούν στον αερολιμένα του Alghero (ΕΕ 2015, L 250, σ. 38, στο εξής: απόφαση «Alghero»), με την οποία η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ότι τα μέτρα που έθεσε σε εφαρμογή η Αυτόνομη Περιφέρεια, μεταξύ άλλων οι συμβάσεις που συνήφθησαν από τη SOGEAAL, την οποία ελέγχει η προμνησθείσα Περιφέρεια, με ορισμένες αεροπορικές εταιρίες και οι οποίες αφορούσαν την προώθηση ή την έναρξη νέων δρομολογίων από ή προς τον αερολιμένα του Alghero, καθώς και δραστηριότητες μάρκετινγκ και διαφήμισης, δεν συνιστούσαν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

34      Ωστόσο, όσον αφορά την περίοδο από το 2010 έως το 2013, η προσφεύγουσα δεν συνήψε σύμβαση με τη SOGEAAL η οποία να εμπίπτει στον μηχανισμό ενισχύσεων που τέθηκε σε εφαρμογή με τον νόμο 10/2010.

2.      Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

35      Στις 30 Νοεμβρίου 2011 η Ιταλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τον νόμο 10/2010, μέτρο το οποίο εξετάστηκε σύμφωνα με το κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

36      Με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλική Δημοκρατία ότι είχε αποφασίσει να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας) σχετικά με το κοινοποιηθέν καθεστώς (στο εξής: επίδικο καθεστώς ενισχύσεων). Με τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 30 Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, C 152, σ. 30), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του προβαλλομένου καθεστώτος ενισχύσεων.

37      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές, καθώς και ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας και των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Alghero, του Cagliari‑Elmas και της Olbia. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών στις ιταλικές αρχές, οι οποίες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τα σχόλιά τους επ’ αυτών.

38      Με έγγραφα της 24ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε τα ενδιαφερόμενα μέρη για την έκδοση, στις 20 Φεβρουαρίου 2014, ανακοινώσεως με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρίες» (ΕΕ 2014, C 99, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2014) και για το ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα εφαρμόζονταν εν προκειμένω από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς τους στην Επίσημη Εφημερίδα. Στις 15 Απριλίου 2014 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (ΕΕ 2014, C 113 σ. 30) ανακοίνωση με την οποία τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνταν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στην προκειμένη υπόθεση, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσιεύσεως των τελευταίων. Κατόπιν αυτού, στις 4 Ιουλίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις.

39      Στις 25 Μαρτίου 2015 η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα να της γνωστοποιήσει ορισμένα έγγραφα. Η προσφεύγουσα προσκόμισε τα εν λόγω έγγραφα στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους, υποβάλλοντας στο πλαίσιο αυτό συμπληρωματικές παρατηρήσεις.

40      Την 1η και τη 14η Μαΐου 2015, η προσφεύγουσα και μια εταιρία συμβούλων η οποία ενεργούσε στο όνομά της, υπέβαλαν στην Επιτροπή νέες συμπληρωματικές παρατηρήσεις.

41      Αφού πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, η προσφεύγουσα υπέβαλε την 1η Ιουνίου 2015 νέες παρατηρήσεις. Καλούμενες να υποβάλουν τυχόν σχόλια συναφώς, οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν στις 17 Σεπτεμβρίου 2015 παρατηρήσεις στην Επιτροπή.

42      Στις 29 Ιουλίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/1861, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA 33983 (2013/C) (πρώην 2012/NN) (πρώην 2011/N) – Ιταλία – Αποζημίωση των αερολιμένων της Σαρδηνίας για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας (ΥΓΟΣ) (ΕΕ 2017, L 268, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), της οποίας το διατακτικό ορίζει τα ακόλουθα:

«Άρθρο 1

1. Το καθεστώς που θέσπισε η Ιταλία με τον [νόμο 10/2010] δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ] υπέρ της SOGEAAL […], της SOGAER […] και της GEASAR […].

2. Το καθεστώς που θέσπισε η Ιταλία με τον νόμο 10/2010 συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης υπέρ των Ryanair/AMS, [της προσφεύγουσας], [των] Air Berlin, Meridiana, Alitalia, Air Italy, Volotea, Wizzair, Norwegian, JET2.COM, Niki, Tourparade, Germanwings, Air Baltic και Vueling, καθόσον σχετίζεται με δραστηριότητες των εν λόγω αεροπορικών εταιρειών στον αερολιμένα του Cagliari‑Elmas και στον αερολιμένα της Olbia.

3. Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 τέθηκε σε ισχύ από την Ιταλία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ].

4. Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1. Η Ιταλία ανακτά από τους δικαιούχους την κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

2. Λαμβανομένου υπόψη ότι η Ryanair και η AMS αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα για τον σκοπό της παρούσας απόφασης, είναι από κοινού υπεύθυνες για την επιστροφή της κρατικής ενίσχυσης που έλαβε οποιαδήποτε εξ αυτών.

3. Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

[…]

5. Η Ιταλία ακυρώνει τη χορήγηση οποιασδήποτε εκκρεμούσας ενίσχυσης αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1. Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 είναι άμεση και πραγματική.

2. Η Ιταλία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1. Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

–        τον κατάλογο των δικαιούχων που έλαβαν ενισχύσεις βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που εισέπραξε καθένας από αυτούς βάσει του καθεστώτος·

–        το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο·

–        λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

–        έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2. Η Ιταλία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2. Υποβάλλει αμέσως, έπειτα από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.»

43      Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, στις αιτιολογικές σκέψεις 344 έως 346 της αποφάσεως, ότι αυτή δεν έπρεπε να καλύψει τα μέτρα ενισχύσεων που αποτελούσαν ήδη αντικείμενο διαφορετικής έρευνας, όπως μνημονεύθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, μολονότι όλες οι πληρωμές στις οποίες προέβη η SOGEAAL για τις δραστηριότητες 1 και 2 που προβλέπονται βάσει του νόμου 10/2010 με τις εκτελεστικές πράξεις δεν είχαν πραγματοποιηθεί δυνάμει των συμβάσεων που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της διαφορετικής έρευνας που αφορούσε αποκλειστικώς τον αερολιμένα του Alghero, η Επιτροπή έκρινε ότι η συντριπτική πλειονότητα των πληρωμών αυτών είχε εκτιμηθεί στο πλαίσιο της εν λόγω έτερης υποθέσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε ότι «δεν [ήταν] σε όλες τις περιπτώσεις εύκολο να γίνει σαφής διάκριση δεδομένου ότι η οικονομική σχέση μεταξύ της SOGEAAL και μιας δεδομένης αεροπορικής εταιρείας κατά τη σχετική περίοδο [ενδέχετο] να διέπεται από διάφορες συμβάσεις εκ των οποίων μόνο ορισμένες [είχαν εξετασθεί] στην [προμνησθείσα άλλη] υπόθεση […]». Έκρινε, επομένως, ότι έπρεπε να εξαιρεθούν από το πεδίο της προσβαλλομένης αποφάσεως όλες οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ των αεροπορικών εταιριών και της SOGEAAL στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, ήτοι, με άλλα λόγια, το σκέλος των επίμαχων μέτρων αναφορικά με τον αερολιμένα του Alghero.

44      Τέλος, στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε ότι η κινηθείσα εν προκειμένω διαδικασία δεν αφορούσε τη χορήγηση δυνητικής ενίσχυσης από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων υπέρ άλλων παρόχων υπηρεσιών πέραν των αεροπορικών εταιριών για τη δραστηριότητα 3. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπέρανε, στην αιτιολογική σκέψη 346 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να λάβει θέση επ’ αυτού.

45      Την 1η Αυγούστου 2016 οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην προσφεύγουσα μη εμπιστευτικό κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, καλώντας την να επισημάνει τα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να παραλειφθούν κατά τη δημοσίευση του κειμένου στην Επίσημη Εφημερίδα, η οποία και έλαβε χώρα στις 18 Οκτωβρίου 2017.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

46      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

47      Κατόπιν διπλής ανταλλαγής υπομνημάτων και μετά από πρόταση του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Ενόψει αυτής, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κλήθηκαν να προσκομίσουν έγγραφα και να απαντήσουν εγγράφως σε ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, καθώς και να λάβουν θέση επί της σκοπιμότητας συνεκδικάσεως της υπό κρίση υποθέσεως με την υπόθεση Volotea κατά Επιτροπής (T‑607/17), συνεκδίκαση στην οποία το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τελικώς να μην προβεί, λόγω ζητημάτων που άπτονταν του εμπιστευτικού χαρακτήρα ορισμένων πληροφοριών. Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή ανταποκρίθηκαν στα μέτρα αυτά εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

48      Στις 19 Ιουνίου 2019, κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας και κατόπιν προτάσεως του πρώτου τμήματος και του Αντιπροέδρου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση στο πρώτο πενταμελές τμήμα.

49      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Οκτωβρίου 2019, κατόπιν της οποίας περατώθηκε η προφορική διαδικασία.

50      Με διάταξη της 7ης Νοεμβρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να κινήσει εκ νέου την προφορική διαδικασία. Στις 12 Νοεμβρίου 2019, ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, πράγμα το οποίο η τελευταία έπραξε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η προσφεύγουσα υπέβαλε στο πλαίσιο αυτό, στις 20 Δεκεμβρίου 2019, παρατηρήσεις επί των εγγράφων αυτών, με τις οποίες επισήμανε, ωστόσο, ότι τα εν λόγω έγγραφα είχαν προσκομιστεί στην ιταλική γλώσσα και όχι στη γλώσσα διαδικασίας. Ερωτηθείσα από το Γενικό Δικαστήριο αν το σχόλιό της είχε την έννοια αιτήματος προς το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα στη γλώσσα διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 46 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα απάντησε, ωστόσο, στις 29 Ιανουαρίου 2020, ότι δεν ζητούσε τέτοιου είδους τακτοποίηση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο περάτωσε, στις 4 Φεβρουαρίου 2020, την προφορική διαδικασία.

51      Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, με το οποίο ζητούσε να της δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 20ής Δεκεμβρίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, με διάταξη της 25ης Φεβρουαρίου 2020, να επαναλάβει την προφορική διαδικασία και, αφού η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η προφορική διαδικασία περατώθηκε εκ νέου.

52      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και, εν πάση περιπτώσει, κατά το μέρος που αυτή αφορά τη φερόμενη ως παράνομη κρατική ενίσχυση η οποία, κατά την εν λόγω απόφαση, της είχε χορηγηθεί·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

53      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

1.      Επί του παραδεκτού

54      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η ακύρωση, αφενός, του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, του άρθρου 1, παράγραφος 2, της ίδιας αποφάσεως, στο μέτρο που η εν λόγω παράγραφος 2 αφορά άλλες αεροπορικές εταιρίες, πλην της προσφεύγουσας.

55      Συγκεκριμένα, καίτοι η Επιτροπή παραδέχεται ότι η προσφεύγουσα νομιμοποιείται να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που την αφορά και, στο πλαίσιο αυτό, να βάλει κατά σημείων της αποφάσεως επί των οποίων στηρίζεται το πληττόμενο διατακτικό αυτής, ιδίως κατά των σημείων που αφορούν το άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής, όπως είναι εκείνα της ενότητας 7.2.1, αμφισβητεί, εντούτοις, τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να επιτύχει την ακύρωση της αποφάσεως στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί την ακύρωση της αποφάσεως υπέρ άλλων εταιριών, όπως είναι οι ανταγωνίστριές της.

56      Πέραν τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε, κατά την άποψη της Επιτροπής, να ασκήσει ευθέως προσφυγή ακυρώσεως βάλλουσα κατά της διαπιστώσεως του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία οι αερολιμένες δεν έλαβαν κρατική ενίσχυση. Πράγματι, η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στο σκεπτικό που αναπτύσσεται στην ενότητα 7.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο δεν αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα ως αεροπορική εταιρία.

57      Η προσφεύγουσα, στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 31 της αποφάσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, NBV και NVB κατά Επιτροπής (T‑138/89, EU:T:1992:95), εκτιμά ότι νομιμοποιείται να βάλει όχι μόνον κατά του διατακτικού, αλλά και κατά των αιτιολογικών σκέψεων που αποτελούν το αναγκαίο έρεισμα αυτού. Εν προκειμένω, είναι πρόδηλο ότι η διαπίστωση της ύπαρξης ενισχύσεως σε επίπεδο αεροπορικών εταιριών, όπως είναι η προσφεύγουσα, οι οποίες θεωρούνται οι πραγματικοί δικαιούχοι του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, εξαρτάται από την αλληλένδετη διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ενισχύσεως σε επίπεδο φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την Επιτροπή απλοί «ενδιάμεσοι», οι οποίοι μεταβίβασαν, σε μεταγενέστερο στάδιο, τα οικονομικά οφέλη που χορήγησε η Αυτόνομη Περιφέρεια. Επομένως, η προσφεύγουσα δικαιούται να αμφισβητήσει την τελευταία αυτή διαπίστωση προκειμένου να μπορέσει να αποδείξει ότι δεν ήταν η πραγματική δικαιούχος των εν λόγω μέτρων και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν δικαιούται να απαιτήσει από αυτή την επιστροφή των ποσών στην Αυτόνομη Περιφέρεια.

58      Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, περιλαμβανομένων, επομένως, και των σημείων στα οποία αυτή δεν αναφέρεται ονομαστικά, υπενθυμίζοντας ότι, εν πάση περιπτώσει, υπέβαλε επικουρικό αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως κατά το μέρος που αφορά μόνον την ίδια.

59      Θα πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα και για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

60      Δεδομένου ότι μοναδικός αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι η Ιταλική Δημοκρατία, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όσοι δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτή τους αφορά ατομικά, παρά μόνον αν τους θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων τους ή λόγω συγκεκριμένης πραγματικής καταστάσεως η οποία τους διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη [αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 939, και της 28ης Ιουνίου 2018, Andres (ως σύνδικος πτωχεύσεως της Heitkamp BauHolding) κατά Επιτροπής, C‑203/16 P, EU:C:2018:505, σκέψη 41].

61      Όσον αφορά τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο έχει αποσαφηνίσει ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να προσβάλει απόφαση της Επιτροπής που απαγορεύει ένα τομεακό καθεστώς ενισχύσεων, αν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση μόνο λόγω του ότι η επιχείρηση δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και μπορεί να υπαχθεί στο εν λόγω καθεστώς. Πράγματι, μια τέτοια απόφαση αποτελεί, όσον αφορά μια τέτοια επιχείρηση, μέτρο γενικής ισχύος το οποίο έχει εφαρμογή σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες περιπτώσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία αφορά κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο [βλ. αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2000, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, C‑15/98 και C‑105/99, EU:C:2000:570, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Ιουνίου 2018, Andres (ως σύνδικος πτωχεύσεως της Heitkamp BauHolding) κατά Επιτροπής, C‑203/16 P, EU:C:2018:505, σκέψη 43].

62      Ωστόσο, όταν η απόφαση θίγει ομάδα προσώπων εξατομικευμένων ή δυναμένων να εξατομικευθούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής και βάσει κριτηρίων που σχετίζονται ειδικώς με τα μέλη της ομάδας, η πράξη αυτή δύναται να αφορά ατομικά τα πρόσωπα αυτά, στο μέτρο που αποτελούν μέρος ενός στενού επιχειρηματικού κύκλου [βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, C‑125/06 P, EU:C:2008:159, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 59, και της 28ης Ιουνίου 2018, Andres (ως σύνδικος πτωχεύσεως της Heitkamp BauHolding) κατά Επιτροπής, C‑203/16 P, EU:C:2018:505, σκέψη 44].

63      Ως εκ τούτου, η εν λόγω απόφαση αφορά ατομικά τους πραγματικούς δικαιούχους των επιμέρους ενισχύσεων οι οποίες χορηγήθηκαν βάσει καθεστώτος ενισχύσεων και των οποίων την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ [αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 53, και της 28ης Ιουνίου 2018, Andres (ως σύνδικος πτωχεύσεως της Heitkamp BauHolding) κατά Επιτροπής, C‑203/16 P, EU:C:2018:505, σκέψη 45· πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2000, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, C‑15/98 και C‑105/99, EU:C:2000:570, σκέψεις 34 και 35].

64      Έχει αναγνωριστεί ότι η απόφαση της Επιτροπής για την περάτωση διαδικασίας κινηθείσας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αφορά επίσης ατομικώς, εκτός από την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν από την οικεία ενίσχυση, και τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν μετάσχει ενεργώς στην ως άνω διαδικασία, εφόσον η θέση τους στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από το μέτρο ενισχύσεως που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, 169/84, EU:C:1986:42, σκέψη 25, της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 55, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 98).

65      Εν προκειμένω, το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά τόσο την Ιταλική Δημοκρατία, όσο και τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και τις αεροπορικές εταιρίες. Καθώς το ακυρωτικό αίτημα στρέφεται κατά της αποφάσεως αυτής τόσο στο σύνολό της όσο και στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, πρέπει να διαπιστωθεί σε ποιον βαθμό μπορεί η τελευταία να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως.

66      Συναφώς, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα χαρακτηρίζεται ως δικαιούχος του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Εκτός αυτού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής, η προσφεύγουσα υποχρεούται να επιστρέψει στις ιταλικές αρχές τα ποσά που έλαβε βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, κατά το μέτρο που με αυτή ζητείται η ακύρωση των δύο αυτών διατάξεων όσον αφορά την προσφεύγουσα, είναι παραδεκτή υπό το πρίσμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και, στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, η προσφεύγουσα μπορεί να προβάλει, προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως των εν λόγω δύο διατάξεων, κάθε λόγο με τον οποίο μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν δικαιούχος του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένων, στο πλαίσιο αυτό, των επιχειρημάτων με τα οποία επιχειρεί να αποδείξει ότι πραγματικοί δικαιούχοι του εν λόγω επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων ήταν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και όχι οι αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα.

68      Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται, ωστόσο, μόνο των στοιχείων της αποφάσεως που αφορούν την προσφεύγουσα. Επομένως, αυτά που αφορούν άλλα πρόσωπα, πλην του αποδέκτη, δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο της διαφοράς την οποία ο δικαστής καλείται να επιλύσει (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., C‑310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψη 53). Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί μόνο επί της νομιμότητας του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που οι διατάξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα. Επομένως, το ακυρωτικό αίτημα, κατά το μέρος που με αυτό ζητείται η ακύρωση των εν λόγω διατάξεων όσον αφορά άλλες αναφερόμενες στις διατάξεις αυτές αεροπορικές εταιρίες, είναι απαράδεκτο λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας.

69      Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα, αντιθέτως προς όσα η ίδια υποστηρίζει, δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως βάλλουσα ευθέως κατά του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή αφορά μόνον τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ως προς τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, ως αεροπορική εταιρία, δεν είναι ανταγωνίστρια των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αίτημα περί ακυρώσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτό μόνον κατά το μέρος που με αυτό ζητείται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αφορά την προσφεύγουσα και, κατά τα λοιπά, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

2.      Επί του αιτήματος ακυρώσεως

71      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίοι αφορούν:

–        πρώτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των πληρωμών που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προς την προσφεύγουσα ως «κρατικών πόρων», των οποίων η χορήγηση ήταν καταλογιστέα στο ιταλικό κράτος·

–        δεύτερον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την απόκτηση πλεονεκτήματος από τις αεροπορικές εταιρίες·

–        τρίτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαπίστωση ότι τα επίμαχα μέτρα νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών·

–        τέταρτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαπίστωση ότι τα επίμαχα μέτρα δεν δύνανται να κηρυχθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ·

–        πέμπτον, παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όσον αφορά τη διαταγή ανακτήσεως της ενισχύσεως στο επίπεδο της προσφεύγουσας·

–        έκτον, ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των πληρωμών που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προς την προσφεύγουσα ως «κρατικών πόρων», των οποίων η χορήγηση ήταν καταλογιστέα στο ιταλικό κράτος

72      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αναλύσεως της Επιτροπής –η οποία διαλαμβάνεται, κατά την άποψή της, στις αιτιολογικές σκέψεις 355 έως 361 της προσβαλλομένης αποφάσεως– σύμφωνα με την οποία, αφενός, η Αυτόνομη Περιφέρεια ασκούσε έλεγχο επί των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι αποφάσεις των εταιριών SOGAER και GEASAR να χορηγήσουν κεφάλαια στις αεροπορικές εταιρίες συνεπάγονταν τη χρήση κρατικών πόρων και ήταν καταλογιστέες στο ιταλικό κράτος, και, αφετέρου, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ενεργούσαν ως ενδιάμεσοι της Αυτόνομης Περιφέρειας, υπό την έννοια ότι οι ενέργειές τους καθορίζονταν από τον νόμο 10/2010 και τα εγκεκριμένα από την Αυτόνομη Περιφέρεια σχέδια δραστηριοτήτων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι αποφάσεις τους να χορηγήσουν, βάσει σύμβασης, τα επίμαχα κεφάλαια στις αεροπορικές εταιρίες ήταν, εν τέλει, καταλογιστέες στο ιταλικό κράτος.

73      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ως άνω λόγος ακυρώσεως.

74      Πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

1)      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την άσκηση ελέγχου από την Αυτόνομη Περιφέρεια επί των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων

75      Αναφερόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε αρχικώς, με το δικόγραφο της προσφυγής της ότι, στον βαθμό που η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα κεφάλαια που της καταβλήθηκαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις, επειδή οι δύο αερολιμένες τελούσαν υπό τον έλεγχο του ιταλικού κράτους, εν προκειμένω της Αυτόνομης Περιφέρειας, το συμπέρασμά της είναι εσφαλμένο και επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν δημόσιες επιχειρήσεις. Επομένως, οι αποφάσεις τους, ιδίως αυτές που αφορούν τη σύναψη συμβάσεων με την προσφεύγουσα, δεν είναι καταλογιστέες στο ιταλικό κράτος, καθώς επίσης και οι χρηματοδοτικοί πόροι τους οποίους χρησιμοποίησαν για την αμοιβή της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θεωρηθούν κρατικοί πόροι.

76      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το εν λόγω σκέλος επισημαίνοντας ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δηλαδή οι πληρωμές που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προς τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες χρηματοδοτήθηκαν από κρατικούς πόρους και ήταν καταλογιστέες στο ιταλικό κράτος, δεν βασίστηκε στο γεγονός ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ανήκαν στο Δημόσιο. Επομένως, η προσφεύγουσα παρανόησε το περιεχόμενο των αιτιολογικών σκέψεων 52 έως 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και το γεγονός ότι, στo τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως στο οποίο εξετάζεται το ζήτημα αυτό, ήτοι στην ενότητα 7.2.1.2 αυτής, η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμά της αποκλειστικά από τη διαπίστωση ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως εφάρμοζαν το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων που εκπόνησε η Αυτόνομη Περιφέρεια. Στην πραγματικότητα, το ζήτημα κατά πόσον οι φορείς εκμετάλλευσης αερολιμένων ανήκαν ή όχι στη δημόσια αρχή δεν διαδραμάτισε κανέναν ρόλο στην εκτίμηση αυτή, κατά μείζονα λόγο διότι το καθεστώς ενισχύσεων θεσπίστηκε προς όφελος όλων των αερολιμένων της Σαρδηνίας, αδιακρίτως, ανεξάρτητα από το ζήτημα της κατοχής των μεριδίων του εταιρικού κεφαλαίου εκάστου εξ αυτών από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.

77      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κηρύσσονται μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, ενισχύσεις χορηγούμενες υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής. Επομένως, ο χαρακτηρισμός μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προϋποθέτει τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων, ήτοι να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, η παρέμβαση αυτή να είναι ικανή να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη της και να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, κατά την οποία απαιτείται να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, για να μπορούν πλεονεκτήματα να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει, αφενός, να έχουν παρασχεθεί άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και, αφετέρου, να μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος (βλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA, C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), οι δε δύο αυτές επιμέρους προϋποθέσεις είναι σωρευτικές (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψεις 48 και 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 5ης Απριλίου 2006, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T‑351/02, EU:T:2006:104, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε, βεβαίως, στην αιτιολογική σκέψη 52 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Alghero, του Cagliari‑Elmas και της Olbia ήταν εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, ότι οι δύο πρώτοι φορείς εκμεταλλεύσεως ήταν εταιρίες δημοσίου δικαίου και ότι ο τρίτος τελούσε υπό τον έλεγχο αερομεταφορέα.

80      Εντούτοις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε σε ένα από τα στοιχεία αυτά, τα οποία αφορούν τη σύνθεση του μετοχικού κεφαλαίου των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia, αν δηλαδή πρόκειται για εταιρίες με δημόσια ή ιδιωτικά κεφάλαια, προκειμένου να καταλογίσει στην Αυτόνομη Περιφέρεια τα κεφάλαια που έλαβε η προσφεύγουσα από τους φορείς αυτούς εκμεταλλεύσεως βάσει των προϋποθέσεων που τίθενται στην απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑482/99, EU:C:2002:294), σύμφωνα με τις οποίες τα κεφάλαια που χορηγεί μια δημόσια επιχείρηση, τα οποία κατ’ αρχήν εμπίπτουν στην έννοια των «κρατικών πόρων», μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος.

81      Πράγματι, στο σχετικό τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, και συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 355 έως 361, υπό την ενότητα «7.2.1.2 Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος», η Επιτροπή, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα κεφάλαια που έλαβαν οι αεροπορικές εταιρίες προέρχονται από πόρους του ιταλικού κράτους, εν προκειμένω της Αυτόνομης Περιφέρειας, και μπορούν να καταλογιστούν σε αυτό, στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, στην περιγραφή του μηχανισμού που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια, ενός μηχανισμού μέσω του οποίου ο κρατικός αυτός φορέας χορηγούσε χρηματοδοτήσεις στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων που τις ζητούσαν, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπέβαλλαν στην Αυτόνομη Περιφέρεια προς έγκριση σχέδια δραστηριοτήτων, στα οποία οι εν λόγω φορείς έπρεπε να περιγράψουν αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο προτίθεντο να χρησιμοποιήσουν τα εν λόγω κεφάλαια, ιδίως για την αμοιβή των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών.

82      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, στο μέτρο που στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, ήτοι στο γεγονός ότι η Επιτροπή καταλόγισε στο ιταλικό κράτος τα κεφάλαια που έλαβε η προσφεύγουσα από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia βασιζόμενη στο γεγονός ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως ανήκαν σε δημόσια αρχή, απορρίπτεται ως αβάσιμο.

83      Στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ωστόσο, ότι ακόμη και αν τυχόν η Επιτροπή δεν καταλόγισε την επίμαχη ενίσχυση στο ιταλικό κράτος βασιζόμενη στο γεγονός ότι οι αερολιμένες του Cagliari‑Elmas και της Olbia ελέγχονταν από το κράτος, η προσβαλλόμενη απόφαση παρουσιάζει ανακολουθίες, καθώς, παρόλο που ενέπιπταν στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων που θεσπίστηκε με τον νόμο 10/2010, στις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Alghero επιφυλάχθηκε διαφορετική μεταχείριση, για τον λόγο ότι αυτός ανήκε στην Αυτόνομη Περιφέρεια. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή το γεγονός ότι στην απόφαση που αφορά τον αερολιμένα του Alghero δεν εξέτασε το ζήτημα αν ο φορέας εκμεταλλεύσεως του εν λόγω αερολιμένα ενήργησε στη συγκεκριμένη περίπτωση ως ενδιάμεσος φορέας για την Αυτόνομη Περιφέρεια.

84      Συναφώς, κληθείσα να απαντήσει εγγράφως σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν από τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Alghero στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων αφορούσε συμφωνίες που είχαν συναφθεί με αεροπορικές εταιρίες πριν από τη θέσπιση του εν λόγω καθεστώτος και οι οποίες είχαν ήδη αξιολογηθεί στην απόφαση «Alghero». Στην απάντησή της υπενθύμισε επίσης, αναφερόμενη στην αιτιολογική σκέψη 345 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λόγω δυσχερειών που παρουσίαζε η διάκριση μεταξύ των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκαν βάσει των συμφωνιών που προηγήθηκαν του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και εκείνων που όντως πραγματοποιήθηκαν βάσει του καθεστώτος αυτού, είχε αποφασίσει να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως όλες τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί μεταξύ του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Alghero και των αεροπορικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στο αερολιμένα αυτόν.

85      Επομένως, προκύπτει ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν εξέτασε τυπικά τις πληρωμές που πραγματοποίησε ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Alghero προς τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες από τα κονδύλια που του είχε χορηγήσει η Αυτόνομη Περιφέρεια στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Πέραν τούτου, στην απόφαση «Alghero», η Επιτροπή εξέτασε, βεβαίως, τις πληρωμές που πραγματοποίησε ο συγκεκριμένος φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα, ο οποίος ανήκει στην Αυτόνομη Περιφέρεια, με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Εντούτοις, οι πληρωμές αυτές αφορούσαν, κατ’ ουσίαν, συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν θεσπιστεί από την Αυτόνομη Περιφέρεια το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο προέβλεπε τον μηχανισμό ελέγχου από την εν λόγω Περιφέρεια των κεφαλαίων που χορηγούσε στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

86      Συνεπώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά τη φερόμενη ανακολουθία της προσεγγίσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθούν.

87      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν μπορεί, με τα επιχειρήματά της, να αμφισβητήσει εμμέσως τη νομιμότητα της αποφάσεως «Alghero» προβάλλοντας τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, στην απόφαση αυτή, τις πληρωμές που πραγματοποίησε ο φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα του Alghero προς τις αεροπορικές εταιρίες από τα κονδύλια που του είχε χορηγήσει η Αυτόνομη Περιφέρεια βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η προσφεύγουσα νομιμοποιείτο να προσβάλει την εν λόγω απόφαση υπό την ιδιότητα της αεροπορικής εταιρίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφού δεν ασκήθηκε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, η απόφαση «Alghero» έχει καταστεί απρόσβλητη.

88      Επιπροσθέτως, όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον δεν εξετάζει τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τα κεφάλαια που καταβλήθηκαν βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων από τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Alghero προς τις αεροπορικές εταιρίες με τις οποίες αυτός είχε συνάψει εμπορικές συμβάσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, ως αεροπορική εταιρία, δραστηριοποιείται στην αγορά των αερομεταφορών και όχι σε αυτή των αερολιμενικών υπηρεσιών και υποδομών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να προσβάλει το σκέλος αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφού δεν είναι ανταγωνίστρια του φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα του Alghero.

89      Τέλος, και ως εκ περισσού, οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή εκτίμησε διαφορετικά την επίμαχη κατάσταση σε προηγούμενη απόφαση, εν προκειμένω στην απόφαση «Alghero», δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να επηρεάσουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 95, και της 16ης Ιανουαρίου 2018, EDF κατά Επιτροπής, T‑747/15, EU:T:2018:6, σκέψη 238).

90      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τον ρόλο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ως ενδιάμεσων φορέων

91      Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τόσο, αφενός, την κρατική προέλευση των χρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για την αμοιβή της στο πλαίσιο των συμβάσεων που οι τελευταίοι είχαν συνάψει μαζί της, όσο και, αφετέρου, τη δυνατότητα καταλογισμού στην Αυτόνομη Περιφέρεια των πληρωμών που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στο πλαίσιο εκτελέσεως των συμβάσεων με αντικείμενο τις αερομεταφορές και την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ, τις οποίες είχαν συνάψει με αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα.

92      Όσον αφορά την κρατική προέλευση των επίμαχων κεφαλαίων, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων δεν απαιτείται, κατ’ ανάγκην, να συνίσταται σε μέτρο της κεντρικής κυβερνήσεως του οικείου κράτους μέλους. Μπορεί κάλλιστα να προέρχεται από περιφερειακή αρχή, όπως η Αυτόνομη Περιφέρεια. Συγκεκριμένα, ένα μέτρο που λαμβάνεται από οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως και όχι από την κεντρική κυβέρνηση μπορεί να αποτελεί ενίσχυση εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής, 248/84, EU:C:1987:437, σκέψη 17, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 55). Με άλλα λόγια, τα μέτρα που λαμβάνονται από ενδοκρατικούς, αποκεντρωμένους, ομόσπονδους, περιφερειακούς ή άλλους φορείς των κρατών μελών, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς και την ονομασία τους, εμπίπτουν, όπως ακριβώς και τα μέτρα που λαμβάνονται από την ομοσπονδιακή ή την κεντρική κυβέρνηση, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως (αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑92/00 και T‑103/00, EU:T:2002:61, σκέψη 57, και της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord‑Pas‑de‑Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T‑267/08 και T‑279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 108).

93      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, δεν αμφισβητείται ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια έθεσε στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κεφάλαια για πολυετή περίοδο προκειμένου αυτοί να προβούν σε ενέργειες για την προώθηση της περιφέρειας της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού, κάτι που συνεπαγόταν τόσο την επίτευξη στόχων όσον αφορά την αεροπορική συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση της νήσου από και προς τα διάφορα αεροδρόμιά της όσο και την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα κεφάλαια αυτά, τα οποία προέρχονταν από την Αυτόνομη Περιφέρεια και καταβλήθηκαν αρχικώς στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, αποτελούν κρατικούς πόρους και ότι η απόφαση χορηγήσεως τέτοιων κεφαλαίων στους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν καταλογιστέα στο ιταλικό κράτος. Εντούτοις, τίθεται το ζήτημα εάν, πράγμα που αμφισβητεί η προσφεύγουσα, τα ποσά που έλαβε από τους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως σε εκτέλεση των συμβάσεων που είχε συνάψει με αυτούς αποτελούσαν ή εξακολουθούσαν να αποτελούν «κρατικούς πόρους» και μπορούσαν να καταλογιστούν στο ιταλικό κράτος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕ.

1)      Επί της χρήσεως κρατικών πόρων

94      Συναφώς, όπως προκύπτει τόσο από τον μηχανισμό που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια μέσω του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων όσο και από την εφαρμογή του στην πράξη, τα κεφάλαια που κατέβαλε η εν λόγω Περιφέρεια στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ήταν αυτά που χρησιμοποίησαν οι τελευταίοι για την αμοιβή των αντισυμβαλλόμενων εταιριών.

95      Συγκεκριμένα, αφενός, επισημαίνεται ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων προέβλεπε ένα είδος μηχανισμού εκκαθαρίσεως. Ειδικότερα, η περιφερειακή απόφαση 29/36 προέβλεπε ότι οι επιλεγέντες φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων θα εισέπρατταν προκαταβολή ύψους 20 % επί των οφειλόμενων κεφαλαίων για το έτος αναφοράς, ακολουθούμενη από την καταβολή δεύτερης δόσεως ύψους 60 %, κλιμακούμενης και εξαρτώμενης από την υποβολή τριμηνιαίων εκθέσεων, και, τέλος, μια τελευταία δόση ύψους 20 % εφόσον προσκόμιζαν τα έγγραφα που θα παρείχαν στην Αυτόνομη Περιφέρεια τη δυνατότητα να εξακριβώσει ότι η δραστηριότητα είχε εκτελεστεί προσηκόντως, ότι οι στόχοι είχαν επιτευχθεί και ότι οι δαπάνες είχαν όντως πραγματοποιηθεί. Κατά συνέπεια, ο ως άνω μηχανισμός ελέγχου είχε ως σκοπό να εμποδίσει κάθε φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα να επιτύχει την επιστροφή ποσών άλλων από εκείνα τα οποία είχε καταβάλει για να αμείψει τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, και ως προς τα οποία ισχύει η υποχρέωση ανακτήσεως που προβλέπει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η ύπαρξη του μηχανισμού αυτού επιβεβαιώνει επίσης ότι οι υπηρεσίες των εν λόγω αεροπορικών εταιριών χρηματοδοτούνταν από την εν λόγω Περιφέρεια, δεδομένου ότι τα ποσά που προκατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ως αμοιβή των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών αντιστοιχούσαν στα κεφάλαια που θα εισέπρατταν, μετά το πέρας της διαδικασίας, από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

96      Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 242 έως 246 καθώς και 313, 314 και 317 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου εκτίθενται οι παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, οι ίδιοι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων της Olbia και του Cagliari‑Elmas εξήγησαν ότι, στην πράξη, είχαν προκαταβάλει τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην πληρωμή των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών που παρείχαν τις υπηρεσίες τις οποίες ζητούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια για την προώθηση του τουρισμού της Σαρδηνίας και ότι, στη συνέχεια, είχαν υποβάλει στην εν λόγω Περιφέρεια τις λογιστικές τους εκθέσεις όπου αναγράφονταν οι δαπάνες που είχαν όντως πραγματοποιηθεί προκειμένου να τους επιστραφούν αυτές από την Αυτόνομη Περιφέρεια. Στο πλαίσιο αυτό, ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένος του Cagliari‑Elmas ανέφερε μάλιστα ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε απαιτήσει από αυτόν να αποδείξει ότι οι αεροπορικές εταιρίες που παρείχαν υπηρεσίες είχαν λάβει το σύνολο των περιφερειακών εισφορών και ότι, ως εκ τούτου, ο ίδιος ήταν απλώς ενδιάμεσος φορέας που τους είχε διαβιβάσει τα ποσά που εισπράχθηκαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια. Εξάλλου, η ίδια η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 340 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Olbia είχε μεταβιβάσει στην προσφεύγουσα το συνολικό ποσό των εισφορών που είχε εισπράξει ο φορέας αυτός από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

97      Επομένως, προκύπτει σαφώς ότι τα κεφάλαια που χρησιμοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για την αμοιβή της προσφεύγουσας στο πλαίσιο των συμβάσεων που είχαν συνάψει με αυτήν προέρχονταν από τον προϋπολογισμό της Αυτόνομης Περιφέρειας και συνιστούσαν, επομένως, κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επιπροσθέτως, μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχρεώθηκαν να επιβαρυνθούν με το κόστος προκαταβολής, συμπεριλαμβανομένου εκείνου της SFIRS, επί των ποσών που επέστρεψε στη συνέχεια η Αυτόνομη Περιφέρεια, τούτο ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις ίδιες τις δηλώσεις τους και σύμφωνα με όσα προέβλεπε το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων χρησιμοποίησαν το σύνολο των κεφαλαίων τα οποία τους είχε χορηγήσει η εν λόγω Αυτόνομη Περιφέρεια για να αμείψουν τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, όπως την προσφεύγουσα, και τα οποία αποτελούν το αποκλειστικό αντικείμενο της προβλεπόμενης στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρεώσεως επιστροφής.

98      Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, κατά την οποία, άπαξ και τα κεφάλαια μεταφέρθηκαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, δεν καθίσταται βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκαν για την αμοιβή της. Ομοίως, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι δεν αναφερόταν στις διατάξεις του νόμου 10/2010 ο τρόπος μεταβίβασης των εισπραχθέντων κεφαλαίων από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προς τις αεροπορικές εταιρίες δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι το σύστημα που θεσπίστηκε με το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων συνίστατο στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τις οποίες αναλάμβαναν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μέσω συμβάσεων που συνήπταν με τις αεροπορικές εταιρίες, γεγονός που, εν τέλει, διαπιστώθηκε στην πράξη και κατέληγε στη μεταβίβαση των κεφαλαίων στις εν λόγω αεροπορικές εταιρίες μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

99      Εκτός από τις δηλώσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως και των ίδιων των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από τους πίνακες που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αντιστοιχία μεταξύ των κεφαλαίων που χορήγησε η Αυτόνομη Περιφέρεια στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και εκείνων που χρησιμοποίησαν οι τελευταίοι για να αμείψουν τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες επιβεβαιώνεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση της προσφεύγουσας, από το ίδιο το περιεχόμενο των συμφωνιών που αυτή υπέγραψε με τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia.

100    Συγκεκριμένα, στο προοίμιο της συμβάσεως 25/2911, που είχε συνάψει με τη SOGAER, αναφέρεται ρητώς ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε αποφασίσει να αυξήσει τις επενδύσεις της σε μάρκετινγκ στους κλάδους των μεταφορών και του τουρισμού, ότι για τον σκοπό αυτό χορηγούσε ετησίως στη SOGAER ποσό το οποίο ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα έπρεπε να δαπανήσει για την επίτευξη του στόχου αυτού και ότι, λαμβανομένης υπόψη της βουλήσεως της Αυτόνομης Περιφέρειας, η SOGAER είχε δημοσιεύσει αγγελία στον ιστότοπό της προκειμένου να επενδύσει σε δραστηριότητες μάρκετινγκ που είχαν σχεδιαστεί για την προώθηση των τουριστικών αξιοθέατων της Νότιας Σαρδηνίας. Η δε σύμβαση που συνήφθη στις 17 Μαρτίου 2011 μεταξύ της προσφεύγουσας και της GEASAR ανέφερε ότι η προσφεύγουσα, προκειμένου να επεκτείνει τις αεροπορικές της δραστηριότητες, είχε καταρτίσει πρόγραμμα μάρκετινγκ και διαφήμισης για την προώθηση της περιφέρειας της Σαρδηνίας, το οποίο θα υλοποιείτο με τη χρηματοδοτική συμμετοχή των ενδιαφερομένων για την ανάπτυξη του τουρισμού της νήσου μερών και, εν προκειμένω, κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, της Αυτόνομης Περιφέρειας.

101    Επιπλέον, η σύμβαση 25/2011 περιείχε ρήτρα σχετικά με τη λύση της σε περίπτωση κατάργησης ή ανάκλησης της χρηματοδοτήσεως που χορηγεί η Αυτόνομη Περιφέρεια, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τον ρόλο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ως ενδιαμέσων, οι οποίοι, όπως οι ίδιοι δήλωσαν κατά τη διοικητική διαδικασία, ιδίως δε ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Cagliari‑Elmas, περιορίστηκαν μόνον στην επιλογή των αεροπορικών εταιριών οι οποίες είναι σε θέση να επιτύχουν τους ετήσιους στόχους που ορίστηκαν όσον αφορά τη συχνότητα των πτήσεων και τον αριθμό των επιβατών σε γραμμές στρατηγικού ενδιαφέροντος από και προς τους οικείους αερολιμένες.

102    Η προσφεύγουσα αντιτείνει ότι, όπως αναφέρεται εξάλλου στην αιτιολογική σκέψη 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η περιφερειακή απόφαση 29/36 ρητώς προέβλεπε ότι στα σχέδια δραστηριοτήτων έπρεπε να αναφέρεται το ύψος των ιδίων πόρων τους οποίους επενδύει κάθε φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, καθώς και η συνεισφορά άλλων τυχόν ιδιωτών επενδυτών οι οποίοι επωφελούνται από την αύξηση της εναέριας κυκλοφορίας, όπως είναι αυτοί οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον τουριστικό, τον εμπορικό, τον γεωργικό και τον πολιτιστικό τομέα.

103    Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, αφενός, ερωτηθείσα συναφώς, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ποιος άλλος ιδιώτης επενδυτής θα συμμετείχε στη δημοσιονομική πρωτοβουλία της Αυτόνομης Περιφέρειας για την προώθηση της νήσου της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού με τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που ασκούνται μέσω φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

104    Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι παρασχεθείσες στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων υπηρεσίες είχαν συγχρηματοδοτηθεί εν μέρει –αν και, σε κάθε περίπτωση, σε πολύ μικρό βαθμό– από άλλους επενδυτές, περιλαμβανομένων και των ίδιων των φορέων εκμεταλλεύσεως, τούτο ουδόλως θα αναιρούσε την κρατική προέλευση των κεφαλαίων που χρησιμοποιήθηκαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για την αμοιβή των αεροπορικών εταιριών στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, τα οποία είναι και τα μόνα που οι εν λόγω αεροπορικές εταιρίες έχουν την υποχρέωση να επιστρέψουν στο ιταλικό κράτος σε εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, αν γινόταν δεκτός ο συλλογισμός της προσφεύγουσας, ένα κράτος μέλος θα μπορούσε απλά να ζητήσει τη συγχρηματοδότηση των μέτρων που λαμβάνει από φορείς του ιδιωτικού τομέα προκειμένου να επιτύχει την εξαίρεσή τους από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

105    Όσον αφορά τα κεφάλαια τα οποία χορήγησε η Αυτόνομη Περιφέρεια στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κατ’ εφαρμογήν του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η προσφεύγουσα προβάλλει, επίσης, ότι οι οικείοι φορείς εκμεταλλεύσεως χρησιμοποίησαν τα εν λόγω κεφάλαια προς τον σκοπό και μόνο της αύξησης των κερδών τους και δεν τα διέθεσαν προς το γενικό συμφέρον. Κατά την άποψή της, τα χρήματα αυτά, πράγματα αντικαταστατά και κρατικής προέλευσης, με τη χορήγησή τους στους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως, εισέρευσαν αδιακρίτως στα ταμεία τους, απέκτησαν ιδιωτικό χαρακτήρα και χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς καθαρά κερδοσκοπικούς.

106    Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ο σκοπός των κρατικών παρεμβάσεων δεν αρκεί ώστε αυτές να μη χαρακτηριστούν ως «κρατικές ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψεις 84 και 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑461/13, EU:T:2015:891, σκέψη 39).

107    Δεδομένου δε ότι, κατά την εξέταση ενός μέτρου, η Επιτροπή ενδέχεται να κληθεί να εξετάσει εάν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχεται έμμεσα πλεονέκτημα σε φορείς διαφορετικούς από τον άμεσο αποδέκτη της μεταβιβάσεως κρατικών πόρων (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 61 και 62), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον αποδεικνύεται, όπως εν προκειμένω, ότι προερχόμενο από κρατικούς πόρους πλεονέκτημα μεταβιβάστηκε από τον άμεσο αποδέκτη σε τελικό δικαιούχο, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε από τον αποδέκτη στο πλαίσιο εμπορικής λογικής ή, αντιθέτως, το γεγονός ότι η μεταβίβαση αυτή ανταποκρινόταν σε σκοπό γενικού συμφέροντος.

108    Τούτο επιρρωννύεται από τη νομολογία, κατά την οποία πλεονέκτημα που χορηγείται απευθείας σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για άλλα νομικά πρόσωπα, τα οποία αποτελούν επιχειρήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψεις 22 έως 35, της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, EU:C:2002:363, σκέψεις 38 και 60 έως 66, της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, T‑445/05, EU:T:2009:50, σκέψη 127, και της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής, T‑177/07, EU:T:2010:233). Πράγματι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις, η μεταβίβαση του πλεονεκτήματος από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, άμεσους αποδέκτες κρατικών πόρων, εντασσόταν στο πλαίσιο εμπορικής σχέσεως, επιβεβαιώνοντας ότι η ύπαρξη εμπορικού λόγου που υπαγορεύει τη μεταβίβαση δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση, υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, της διαδρομής που ακολουθούν οι πόροι κρατικής προελεύσεως έως τον τελικό δικαιούχο.

109    Όσον αφορά το γεγονός που επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι δηλαδή η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν είχε ορίσει δημόσιο όργανο ή οργανισμό με αποκλειστική αποστολή τη διάθεση των επίμαχων κονδυλίων, ούτε αυτό ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό των επίμαχων πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν υπέρ της προσφεύγουσας ως «κρατικών πόρων» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

110    Πράγματι, έχει, βεβαίως, κριθεί ότι η έννοια της παρεμβάσεως με κρατικούς πόρους έχει σκοπό να καλύψει όχι μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα από το κράτος, αλλά και εκείνα επίσης που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το κράτος αυτό με σκοπό τη διαχείριση της ενισχύσεως (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike και Weinlig, 78/76, EU:C:1977:52, σκέψη 21, της 17ης Μαρτίου 1993, Sloman Neptun, C‑72/91 και C‑73/91, EU:C:1993:97, σκέψη 19, και της 30ής Μαΐου 2013, Doux Élevage και Coopérative agricole UKL‑ARREE, C‑677/11, EU:C:2013:348, σκέψη 26). Το Δικαστήριο δικαιολόγησε, επομένως, την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ των πλεονεκτημάτων που χορηγούνται μέσω φορέων διαφορετικών από το κράτος, λόγω της ανάγκης διαφυλάξεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας των κανόνων σχετικά με τις «ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη», οι οποίοι ορίζονται στα άρθρα 107 έως 109 ΣΛΕΕ, αποτρέποντας το ενδεχόμενο η δημιουργία και μόνον αυτόνομων φορέων επιφορτισμένων με την κατανομή ενισχύσεων να επιτρέπει στα κράτη μέλη να καταστρατηγούν τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων (απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 23).

111    Ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί από τη νομολογία αυτή ότι μόνον τα πλεονεκτήματα που παρέχονται απευθείας από το κράτος, ήτοι χωρίς ενδιάμεσο φορέα, καθώς και αυτά που χορηγούνται μέσω φορέων στους οποίους έχουν ανατεθεί προνόμια δημόσιας εξουσίας ή αποστολές γενικού συμφέροντος και οι οποίοι έχουν ιδρυθεί ή οριστεί για τη διαχείριση της ενισχύσεως, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, όπως ήδη υπομνήσθηκε προηγουμένως, ακόμη και ένα πλεονέκτημα που χορηγήθηκε απευθείας σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία αποτελούν επιχειρήσεις (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω), τούτο δε χωρίς να απαιτείται να διοχετεύθηκαν τα επίμαχα πλεονεκτήματα μέσω δομής την οποία ειδικώς όρισε ή ίδρυσε το κράτος αυτό με σκοπό τη διαχείριση της ενισχύσεως.

112    Όσον αφορά την παραπομπή της προσφεύγουσας στις αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής (C‑83/98 P, EU:C:2000:248, σκέψη 50), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, Aiscat κατά Επιτροπής (T‑182/10, EU:T:2013:9, σκέψη 104), υπογραμμίζεται ότι στις υποθέσεις αυτές επρόκειτο για καταστάσεις στις οποίες έπρεπε να προσδιοριστεί αν τα κεφάλαια που εισέπραξαν ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες ενεργούσαν στο πλαίσιο σύμβασης παραχωρήσεως ή μονοπωλίου μπορούσαν να αποτελέσουν κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ακόμη και αν αυτά ουδέποτε είχαν επισήμως εγγραφεί σε πίστωση των λογαριασμών των οικείων κρατών μελών.

113    Στο πλαίσιο των υποθέσεων αυτών, η έννοια «κρατικοί πόροι» ερμηνεύθηκε διασταλτικά, υπό την έννοια ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ περιλαμβάνει όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία οι δημόσιες αρχές μπορούν όντως να χρησιμοποιούν προς στήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή το κατά πόσον τα μέσα αυτά ανήκουν διαρκώς στην περιουσία του Δημοσίου. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι, ακόμη και αν τα ποσά δεν περιλαμβάνονται διαρκώς στον κρατικό προϋπολογισμό, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηριστούν ως «κρατικοί πόροι» (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, C‑83/98 P, EU:C:2000:248, σκέψη 50, και της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 37).

114    Ομοίως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ. (C‑262/12, EU:C:2013:851), την οποία επίσης αναφέρει η προσφεύγουσα, ετίθετο το ζήτημα αν ένας μηχανισμός ο οποίος βαρύνει τον τελικό καταναλωτή και αποσκοπεί στην πλήρη αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις λόγω της υποχρεώσεως αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από αιολική ενέργεια σε τιμή ανώτερη της αγοραίας τιμής μπορεί να εμπίπτει στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, ετίθετο ζήτημα χαρακτηρισμού ως κρατικών πόρων των κεφαλαίων που έχει εισπράξει οργανισμός ο οποίος έχει οριστεί ειδικά για τη διαχείριση τους, ενώ τα εν λόγω κεφάλαια δεν διέρχονταν απαραιτήτως στο σύνολό τους από τον εν λόγω οργανισμό. Το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 33 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το σύνολο των εν λόγω κεφαλαίων παραμένει υπό δημόσιο έλεγχο, πράγμα που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό τους ως «κρατικών πόρων».

115    Επομένως, έστω και αν αφορούν υποθέσεις στις οποίες τα επίμαχα κονδύλια, αντιθέτως προς την υπό κρίση περίπτωση, δεν προέρχονταν άμεσα από τον κρατικό προϋπολογισμό ή δεν είχαν διακινηθεί μέσω αυτού, οι αποφάσεις αυτές επιβεβαιώνουν, όσον αφορά την προϋπόθεση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αναφορικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος χορηγούμενου άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους, ότι αποφασιστικό κριτήριο είναι το επίπεδο ελέγχου που ασκεί το κράτος επί της χορηγήσεως του πλεονεκτήματος, ιδίως όσον αφορά τον δίαυλο μεταβιβάσεως του πλεονεκτήματος αυτού (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, C‑83/98 P, EU:C:2000:248, σκέψη 50, της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 37, και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 33), και ότι τούτο ισχύει ακόμη και όταν η χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος δεν συνεπάγεται τύποις τη μεταβίβαση κρατικών πόρων (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12, EU:C:2013:851, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Εντούτοις, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σε σχέση με τις αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής (C‑83/98 P, EU:C:2000:248), της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑482/99, EU:C:2002:294), και της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ. (C‑262/12, EU:C:2013:851), τα οποία αφορούν τόσο την επιμέρους προϋπόθεση της χρηματοδότησης με «κρατικούς πόρους» όσο και αυτήν της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος, πρέπει να εξεταστεί επίσης αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα ποσά που κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, τα οποία προέρχονται από τον προϋπολογισμό του ιταλικού κράτους, εν προκειμένω της Αυτόνομης Περιφέρειας, εξακολουθούν να μπορούν να χαρακτηριστούν «κρατικοί πόροι» και, περαιτέρω, αν οι πληρωμές που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προς τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες σε εκτέλεση των συμβάσεων μπορούν να καταλογιστούν στο ιταλικό κράτος, και εν προκειμένω στην Αυτόνομη Περιφέρεια.

2)      Επί της δυνατότητας καταλογισμού στην Αυτόνομη Περιφέρεια των πληρωμών που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων υπέρ των αεροπορικών εταιριών

117    Συναφώς, ακόμη και αν το επίπεδο ελέγχου που ασκεί το κράτος επί της παροχής πλεονεκτήματος καθιστά δυνατή την εκτίμηση κατά πόσον αυτό μπορεί να θεωρηθεί χρηματοδοτούμενο από «κρατικούς πόρους», πρέπει, προκειμένου να εξακριβωθεί η σχετική με τη δυνατότητα καταλογισμού του οικείου μέτρου στο κράτος επιμέρους προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να ληφθεί επίσης υπόψη το εν λόγω επίπεδο ελέγχου στην εξέταση του ζητήματος εάν οι δημόσιες αρχές πρέπει να θεωρηθεί ότι ενεπλάκησαν στη λήψη του εν λόγω μέτρου (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 52, και της 28ης Μαρτίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑405/16 P, EU:C:2019:268, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), εμπλοκή που μπορεί να συναχθεί από ένα σύνολο ενδείξεων που προκύπτουν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, καθώς και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λήψη του μέτρου και, ιδίως από την έκτασή του, το περιεχόμενό του και τις συνθήκες που αυτό δημιουργεί (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψεις 52 έως 56, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Commerz Nederland, C‑242/13, EU:C:2014:2224, σκέψεις 31 έως 33).

118    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δέχτηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα κονδύλια που τέθηκαν στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων από την Αυτόνομη Περιφέρεια έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και χρησιμοποιήθηκαν στην πράξη σύμφωνα με τις οδηγίες που εξέδωσε η εν λόγω Περιφέρεια, στη συγκεκριμένη περίπτωση ως αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχαν οι αεροπορικές εταιρίες, ήτοι για την έναρξη νέων αεροπορικών δρομολογίων, την αύξηση των πτήσεων και την επέκταση των περιόδων εκμεταλλεύσεως υφιστάμενων γραμμών, την επίτευξη στόχων όσον αφορά τον όγκο των επιβατών, καθώς και την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ.

119    Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή είχε παραδεχθεί στο σημείο 75 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας ότι ο νόμος 10/2010 δεν επέβαλλε στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων την υποχρέωση να μεταβιβάσουν ορισμένο τμήμα της αποζημιώσεως στις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, με αποτέλεσμα να μην δύναται, στη συνέχεια, να καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι η περαιτέρω διερεύνηση του κοινοποιηθέντος από το κράτος μέλος μέτρου, συνάδει με το ίδιο το πνεύμα και τον σκοπό της εν λόγω εμβαθύνσεως της έρευνας η δυνατότητα της Επιτροπής, κατόπιν αυτής, να καταλήξει σε συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα, εκ της φύσεώς τους προσωρινά, τα οποία είχε παραθέσει στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, προκειμένου να αιτιολογήσει την εν λόγω κίνηση της διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑424/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:49, σκέψη 69).

120    Όσον αφορά, περαιτέρω, την εκ μέρους της προσφεύγουσας αμφισβήτηση των διαπιστώσεων της Επιτροπής που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 359 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες η συμπεριφορά των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων καθορίστηκε από την Αυτόνομη Περιφέρεια μέσω του νόμου 10/2010 και των σχεδίων δραστηριοτήτων, τα οποία έπρεπε να εγκριθούν από την Αυτόνομη Περιφέρεια πριν τεθούν σε ισχύ, διαπιστώνεται ότι ο νόμος 10/2010 αναφέρει βεβαίως ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων είναι τύποις οι δικαιούχοι των πληρωμών που αυτός προβλέπει.

121    Εντούτοις, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του νόμου 10/2010 προέβλεπε ρητώς ότι τα κριτήρια, η φύση και η διάρκεια της προσφοράς μεταφορών, καθώς και οι οδηγίες για την κατάρτιση των σχεδίων δραστηριοτήτων από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να καθορίζονται με αποφάσεις του περιφερειακού συμβουλίου, ενώ το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου αυτού προέβλεπε, επίσης ρητώς, ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων που καταρτίζονται από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να συνοδεύονται από τις αντίστοιχες πράξεις και συμβάσεις και ότι θα χρηματοδοτούνταν μόνον εφόσον είχαν καταρτιστεί σύμφωνα με τα κριτήρια, τη φύση, τη διάρκεια της προσφοράς μεταφορών και τις οδηγίες που είχαν καθοριστεί από το περιφερειακό συμβούλιο και μόνον εφόσον είχαν προηγουμένως υποβληθεί στην αρμόδια επιτροπή προς έκδοση δεσμευτικής γνωμοδοτήσεως.

122    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, προβάλλοντας ιδίως ότι ο νόμος 10/2010 δεν περιέχει συγκεκριμένες οδηγίες ούτε δεσμευτικές υποδείξεις προς τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων όσον αφορά τη χρήση των κονδυλίων τα οποία έπρεπε να τους χορηγήσει η Αυτόνομη Περιφέρεια βάσει των επίμαχων μέτρων, από τον μηχανισμό που θεσπίστηκε με τον νόμο 10/2010 προκύπτει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις τις οποίες ο νόμος αυτός προέβλεπε ότι θα εξέδιδε το περιφερειακό συμβούλιο και από τις οποίες εξηρτώντο οι πληρωμές που πραγματοποιούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια προς τους επίμαχους εν προκειμένω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Οι διατάξεις όμως αυτές, και ειδικότερα η περιφερειακή απόφαση 29/36, προέβλεπαν ρητώς ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έπρεπε να υποβάλουν τα σχέδια δραστηριοτήτων τους προς έγκριση στην Αυτόνομη Περιφέρεια και ότι τα εν λόγω σχέδια έπρεπε, προκειμένου να είναι επιλέξιμα για τη χρηματοδότηση που προβλέπει η εν λόγω Αυτόνομη Περιφέρεια, να εκπονούνται σύμφωνα με τα κριτήρια, τη φύση και τη διάρκεια της προσφοράς μεταφορών, καθώς και τις οδηγίες που εκδίδει το περιφερειακό συμβούλιο.

123    Επιπλέον, ο μηχανισμός επιστροφής των προκαταβληθεισών από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δαπανών μπορούσε να παράσχει στην Αυτόνομη Περιφέρεια τη δυνατότητα να ελέγχει τις πρωτοβουλίες των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, καθόσον μόνον αυτές που είχαν καθοριστεί σύμφωνα με τις οδηγίες της και τεκμηριώνονταν με την προσκόμιση των σχετικών συμβατικών και λογιστικών εγγράφων μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο της χρηματοδοτήσεως που προβλέπει το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, με το σύστημα που έθεσε σε εφαρμογή η Αυτόνομη Περιφέρεια, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ελέγχονταν το πρώτον σε χρονικό σημείο κατά το οποίο είχαν ήδη λάβει το 80 % της προβλεπόμενης χρηματοδότησης. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πέραν του γεγονότος ότι τα σχέδια δραστηριοτήτων υποβάλλονταν πριν από τη διαδικασία εγκρίσεως από την Αυτόνομη Περιφέρεια, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων όφειλαν επίσης να καταθέσουν τριμηνιαίες εκθέσεις ενόψει της καταβολής του 60 % της ενισχύσεως και δεν μπορούσαν να λάβουν την τελευταία δόση της πληρωμής, ύψους 20 %, παρά μόνο αφότου είχαν αποδείξει ότι είχαν τηρήσει τις οδηγίες της Αυτόνομης Περιφέρειας.

124    Επί του σημείου αυτού, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι δεν προβλέπεται ο ακριβής τρόπος χορήγησης των κεφαλαίων που έλαβε κάθε φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, αφενός, οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεσμεύτηκαν συμβατικώς με τις αεροπορικές εταιρίες μόνο κατόπιν της εγγυήσεως της Αυτόνομης Περιφέρειας ότι θα τους κατέβαλλε τα αντίστοιχα κεφάλαια και ότι, αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί ποια σύμβαση, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο αυτό, δεν οδήγησε σε χρηματοδότηση εκ μέρους της Αυτόνομης Περιφέρειας λόγω της εξάντλησης του κονδυλίου του προϋπολογισμού που είχε αρχικά οριστεί από την εν λόγω Περιφέρεια.

125    Η επιρροή της Αυτόνομης Περιφέρειας επί του περιεχομένου και της εκτάσεως των πρωτοβουλιών των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων επιβεβαιώνεται από αυτούς τους ίδιους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 237 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η GEASAR ανέφερε ότι διαπραγματεύθηκε τις προτάσεις για δραστηριότητες μάρκετινγκ με τις αεροπορικές εταιρίες που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος την οποία ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως αερολιμένα είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, λαμβάνοντας υπόψη το σχέδιο τουριστικού μάρκετινγκ που είχε καταρτίσει η Αυτόνομη Περιφέρεια ως ένα από τα εργαλεία σχεδιασμού. Από την πλευρά της, η SOGAER υποστήριξε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 313 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η εν λόγω Περιφέρεια χορηγούσε αποζημίωση η οποία απλώς διοχετευόταν μέσω του φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα, τούτο δε «στο πλαίσιο σχεδίου το οποίο αποφασίζεται, χρηματοδοτείται και παρακολουθείται από την [Αυτόνομη] Περιφέρεια».

126    Βεβαίως, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, ο νόμος 10/2010 δεν μνημόνευε τις ειδικές δράσεις που έπρεπε να προτείνουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στο πλαίσιο των σχεδίων δραστηριοτήτων, ούτε προσδιόριζε ποιες αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να κληθούν. Από αυτό η προσφεύγουσα συνάγει ότι οι γενικές αρχές, οι οποίες θεσπίζονται με την περιφερειακή απόφαση 29/36 και οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά την κατάρτιση των σχεδίων δραστηριοτήτων, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «λεπτομερείς προδιαγραφές» όσον αφορά τη μεταβίβαση συγκεκριμένων κεφαλαίων στις αεροπορικές εταιρίες.

127    Επί του σημείου αυτού, διαπιστώνεται ότι, πράγματι, η πρωτοβουλία υποβολής σχεδίων δραστηριοτήτων στην Αυτόνομη Περιφέρεια ενόψει του αιτήματος χορηγήσεως των κεφαλαίων που προβλέπονταν στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων καθώς και η επιλογή των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών εναπόκειτο τύποις στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ιδίως στο μέτρο που, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, ο νόμος 10/2010 και τα εκτελεστικά του μέτρα δεν ανέφεραν ονομαστικώς τις αεροπορικές εταιρίες με τις οποίες έπρεπε κατ’ ανάγκη να αναπτύξουν εμπορική σχέση οι εν λόγω φορείς. Τούτου δοθέντος, αφής στιγμής οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων αποφάσισαν να μετάσχουν στο πρόγραμμα χρηματοδοτήσεως που έθεσε σε εφαρμογή η Αυτόνομη Περιφέρεια μέσω του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, το περιθώριό τους εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των επιχειρηματικών σχεδίων τους και την επιλογή των αντισυμβαλλόμενων φορέων παροχής υπηρεσιών μειωνόταν σε μεγάλο βαθμό από τα κριτήρια και τις οδηγίες που είχε καθορίσει η Αυτόνομη Περιφέρεια.

128    Ειδικότερα, η μνεία, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου 10/2010 των συμβάσεων που έπρεπε να προσκομίσουν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και η μνεία, στην περιφερειακή απόφαση 29/36, των περιπτώσεων στις οποίες τα σχέδια δραστηριοτήτων καταρτίζονται από αεροπορικές εταιρίες, επιβεβαιώνουν, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια παρακινούσε τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να απευθύνονται σε αεροπορικές εταιρίες, δεδομένου ότι πρόκειται για τις μόνες οντότητες που μπορούν να δεσμεύονται με τις αεροπορικές εταιρίες για την έναρξη ή τη διατήρηση αεροπορικών δρομολογίων, για τη συχνότητά τους και για στόχους από απόψεως αριθμού επιβατών, η δε εν λόγω Περιφέρεια αποφάσιζε ποιες αεροπορικές συνδέσεις θα θεωρούνταν επιλέξιμες. Επιπλέον, όσον αφορά τις δραστηριότητες μάρκετινγκ, η Αυτόνομη Περιφέρεια προέβη σε διάκριση μεταξύ εκείνων που θα προσφέρονταν από αεροπορικές εταιρίες, επιβεβαιώνοντας ότι ήταν αναγκαίο οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να απευθυνθούν σε τέτοιες εταιρίες, και εκείνων που θα προσφέρονταν από φορείς παροχής υπηρεσιών διαφορετικούς από τις αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς και των οποίων η ύπαρξη, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ικανή να επηρεάσει το ζήτημα εάν τα κεφάλαια που εισέπραξε η προσφεύγουσα προέρχονταν από τον προϋπολογισμό της Αυτόνομης Περιφέρειας και ήταν καταλογιστέα σε αυτήν.

129    Ελέγχοντας στενά, σε προηγούμενο στάδιο, τα σχέδια δραστηριοτήτων που υπέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ιδίως τα σχετικά αεροπορικά δρομολόγια και τις σχεδιαζόμενες υπηρεσίες μάρκετινγκ, καθώς και, σε μεταγενέστερο στάδιο, τα ποσά που κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων ως αμοιβή για τις εν λόγω υπηρεσίες που παρείχαν οι αεροπορικές εταιρίες στο πλαίσιο της προωθήσεως της νήσου της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού, η Αυτόνομη Περιφέρεια ανέλαβε επαρκή έλεγχο επί των συμβατικών συμπεριφορών των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων οι οποίοι αποφάσιζαν να ζητήσουν τα προβλεπόμενα στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων μέτρα χρηματοδοτήσεως, σε τέτοιο βαθμό ώστε οι εν λόγω συμπεριφορές να θεωρούνται καταλογιστέες σε αυτή.

130    Εξάλλου, στις υπ’ αριθ. 300 και 322 αποφάσεις της Αυτόνομης Περιφέρειας, της 16ης Ιουνίου 2014 και της 13ης Ιουνίου 2013 αντιστοίχως, περί καθορισμού των οριστικών ετήσιων ποσών, η Αυτόνομη Περιφέρεια έκρινε ότι «η παρέμβαση στην οποία αναφέρεται ο νόμος [10/2010] πραγματοποι[ούνταν] μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, οι οποίοι διαδραμ[άτιζαν] από λειτουργικής απόψεως διαμεσολαβητικό και προκαταρκτικό ρόλο για τη μεταφορά πόρων στις αεροπορικές εταιρίες, κατά την καθοριζόμενη από την ίδια την Περιφέρεια διαδικασία, όπως αυτή προβλέφθηκε με τον προαναφερθέντα νόμο [10/2010], και τα μέτρα εφαρμογής» («che l’intervento di cui alla LR. n. 10/2010 si realizza attraverso le societa di gestione aeroportuale, che fungono da tramiti operativi e da soggetti anticipatori del trasferimento di risorse a favore dei vettori, secondo il percorso dalla Regione stessa disegnato con la sopraccitata legge regionale n. 10/2010 e con e delibere di attuazione della stessa») και ότι «οι αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να θεωρηθούν οι πραγματικοί και μοναδικοί αποδέκτες των ροών χρηματοδοτικών πόρων βάσει του νόμου [10/2010]» («che i vettori debbano considerarsi i reali ed unici destinatari dei flussi delle risorse di cui alla predetta legge regionale»).

131    Επιπροσθέτως, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το προοίμιο της συμβάσεως 25/2011 αποδεικνύει σαφώς την έκταση του ελέγχου που ασκούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια, δεδομένου ότι διευκρινίζει συγκεκριμένα ότι, «[σ]ύμφωνα με τις οδηγίες που δημοσίευσε η [Αυτόνομη] Περιφέρεια, η SOGAER [είχε καταρτίσει] σχέδιο δραστηριοτήτων όπου περιγράφονταν η στρατηγική και οι δράσεις που [έπρεπε] να εφαρμοστούν για την επίτευξη του στόχου περί αναπτύξεως και σταθεροποιήσεως της επιβατικής κίνησης» και ότι «[η] χρηματοδότηση του σχεδίου δραστηριοτήτων [υπέκειτο] σε έγκριση από την επιτροπή του περιφερειακού συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου [10/2010]».

132    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω στοιχείων, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την προβαλλόμενη αυτονομία λήψεως αποφάσεων των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κατά τον καθορισμό των συμβατικών τους σχέσεων με τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

133    Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι ορισμένα σχέδια δραστηριοτήτων τα οποία υπέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων περιείχαν λεπτομερείς υπολογισμούς της ισορροπίας μεταξύ της αποζημιώσεως που έπρεπε να καταβληθεί σε τρίτους, εν προκειμένω στις αεροπορικές εταιρίες, και των οικονομικών πλεονεκτημάτων που αναμένονταν από τις υπηρεσίες των αεροπορικών εταιριών δεν αποδεικνύει ότι αυτοί ενεργούσαν με σκοπό τη μεγιστοποίηση των επενδύσεών τους. Πράγματι, η υπό κρίση αποζημίωση, η οποία αποτελεί αντικείμενο της προβλεπόμενης στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρεώσεως επιστροφής, δεν αποτελούσε επένδυση από ίδια κεφάλαια των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, αλλά επένδυση η οποία πραγματοποιήθηκε, εν τέλει, στο όνομα και για λογαριασμό της Αυτόνομης Περιφέρειας, η οποία ενεργούσε με γνώμονα την οικονομική ανάπτυξη της Σαρδηνίας, αυξάνοντας, μεταξύ άλλων, τη συχνότητα των αεροπορικών δρομολογίων προς τη νήσο και τον αριθμό των επιβατών.

134    Βεβαίως, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων είχαν συμφέρον να μετέχουν, ως ενδιάμεσοι φορείς, στην εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, δεδομένου ότι η εκ μέρους των αεροπορικών εταιριών εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους όσον αφορά τη συχνότητα των αεροπορικών δρομολογίων και τους στόχους αναφορικά με τον αριθμό των επιβατών καθώς και η εκ μέρους τους παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της επιβατικής κίνησης των οικείων αερολιμένων και, συνακόλουθα, των εσόδων των φορέων εκμεταλλεύσεώς τους από αεροναυτικές και μη δραστηριότητες. Ωστόσο, τούτο ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι η προβλεπόμενη στη σύμβαση αμοιβή για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες των αεροπορικών εταιριών, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της υποχρεώσεως επιστροφής δυνάμει του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχε χρηματοδοτηθεί από την Αυτόνομη Περιφέρεια και όχι από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι για ορισμένες συμβάσεις, οι οποίες δεν περιείχαν ρήτρα υπαναχώρησης όπως αυτή που περιλαμβάνεται στη σύμβαση 25/2011, μπορεί ορισμένοι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να χρειάστηκε να καταβάλουν σε κάποιες αεροπορικές εταιρίες ένα υπόλοιπο, στην περίπτωση που δεν είχαν καταφέρει να λάβουν την επιστροφή του συνόλου των ποσών που είχαν χορηγήσει, λόγω του ότι, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των συμβάσεων αυτών, η Αυτόνομη Περιφέρεια ανέστειλε με απόφασή της την εκτέλεση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Πράγματι, αφενός, ένα πολύ μεγάλο μέρος των συμβάσεων είχε χρηματοδοτηθεί από την Αυτόνομη Περιφέρεια. Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, τα υπόλοιπα αυτά των ποσών που είχαν χορηγηθεί δεν συμπεριλαμβάνονταν στα ποσά τα οποία, κατά τους υπολογισμούς της Επιτροπής, συνιστούσαν πλεονέκτημα υπέρ των αεροπορικών εταιριών.

135    Ομοίως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως, εξάλλου, προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου 10/2010 προέβλεπε ρητά την προσκόμιση συμβάσεων από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ενώ η περιφερειακή απόφαση 29/36 αναφερόταν στην προσκόμιση τριμηνιαίων εκθέσεων και εγγράφων που αφορούσαν τις δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια ήταν σε θέση να επαληθεύσει ότι οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών τις οποίες είχαν συνάψει οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων με τις αεροπορικές εταιρίες και τις οποίες έπρεπε να προσκομίσουν οι εν λόγω φορείς στην Αυτόνομη Περιφέρεια, τουλάχιστον προκειμένου να λάβουν την τελευταία δόση της χρηματοδότησης, ήταν σύμφωνες προς τις απαιτήσεις της Αυτόνομης Περιφέρειας, όπως αυτές προβλέπονται στον νόμο 10/2010 και στα εκτελεστικά αυτού μέτρα.

136    Όσον αφορά την υποχρέωση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, η οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στην περιφερειακή απόφαση 29/36, να θέσουν σε εφαρμογή, ως προς τα σχέδια δραστηριοτήτων που καταρτίζουν οι αεροπορικές εταιρίες, σύστημα κυρώσεων για την πρόληψη της αθέτησης των υποχρεώσεων των τελευταίων απέναντι στους φορείς εκμεταλλεύσεως, ιδίως σε ό,τι αφορά την τήρηση της συχνότητας των αεροπορικών δρομολογίων, του αριθμού επιβατών και του αριθμού των διαθέσιμων θέσεων, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων συμπεριέλαβαν τις εν λόγω ρήτρες στις συμβάσεις που είχαν συνάψει με τις αεροπορικές εταιρίες δεν απηχεί την ύπαρξη εμπορικού κινδύνου από τον οποίο οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως προσπαθούσαν να προφυλαχθούν για να προστατέψουν τις επενδύσεις τους. Συγκεκριμένα, οι επίμαχες επενδύσεις, όπως επιβεβαίωσαν οι ίδιοι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, πραγματοποιήθηκαν μόνον με την προοπτική της μεταγενέστερης και πλήρους επιστροφής τους από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

137    Επομένως, η προσθήκη των εν λόγω ποινικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονταν με τις συνεργαζόμενες αεροπορικές εταιρίες εξηγείται προ παντός από τη μέριμνα των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να τηρούν τις υποχρεώσεις τους, όπως αυτές προβλέπονται στην περιφερειακή απόφαση 29/36, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι θα λάβουν πράγματι το ζητηθέν από την Αυτόνομη Περιφέρεια ποσό χρηματοδοτήσεως το οποίο είχαν προκαταβάλει σε εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων. Από την οπτική του συμφέροντος της Αυτόνομης Περιφέρειας και όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η επιβληθείσα στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων υποχρέωση να προβλέψουν μηχανισμό κυρώσεων αποσκοπούσε στην προστασία της δημόσιας επενδύσεως, διασφαλίζοντας ότι τα χορηγηθέντα κεφάλαια θα χρησιμοποιούνταν ορθώς και θα είχαν ως αποτέλεσμα τις αναμενόμενες παροχές με σκοπό την προώθηση του τουρισμού στη Σαρδηνία. Το ίδιο ισχύει και για τον μηχανισμό παρακολουθήσεως όσον αφορά την υποβολή στην Αυτόνομη Περιφέρεια από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων τόσο τριμηνιαίων εκθέσεων όσο και όλων των λογιστικών και συμβατικών δικαιολογητικών εγγράφων, προκειμένου να ληφθούν οι τελευταίες δόσεις της προσφερόμενης από την εν λόγω Περιφέρεια χρηματοδοτήσεως.

138    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω σκέψεων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, ούτε, ιδίως, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 355 έως 361 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μπορούσαν να θεωρηθούν ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ της Αυτόνομης Περιφέρειας και των αεροπορικών εταιριών, οι οποίοι μεταβίβασαν εξολοκλήρου τα κεφάλαια που έλαβαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια και, με τον τρόπο αυτό, ενήργησαν σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβαν από την εν λόγω Περιφέρεια μέσω των σχεδίων δραστηριοτήτων που αυτή είχε εγκρίνει.

139    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πληρωμές που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες για τις δραστηριότητες 1 και 2 αντιστοιχούσαν σε κρατικούς πόρους και μπορούσαν να καταλογιστούν στο ιταλικό κράτος.

140    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του ως αβάσιμος.

2.      Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την απόκτηση πλεονεκτήματος από τις αεροπορικές εταιρίες

141    Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αναπτύσσει, κατ’ ουσίαν, τέσσερα σκέλη, βάλλοντας κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που η Επιτροπή εσφαλμένως συμπέρανε, πρώτον, ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων αποτελούσε «καθεστώς ενισχύσεων» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 249, σ. 9), δεύτερον, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν ενήργησε σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, τρίτον, ότι δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί η αρχή του ιδιώτη επενδυτή ούτε στην οικονομική σχέση μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών και, τέταρτον, ότι δεν παρασχέθηκε στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κανένα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα από την Αυτόνομη Περιφέρεια κατ’ εφαρμογήν του νόμου 10/2010.

142    Πριν εκτιμηθεί το τέταρτο και τελευταίο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, στη συνέχεια δε το δεύτερο και το τρίτο σκέλος αυτού από κοινού.

1)      Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του προβλεπόμενου στο άρθρο 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589 ορισμού της έννοιας του «καθεστώτος ενισχύσεων»

143    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα βάλλει κατά του χαρακτηρισμού των επίμαχων μέτρων ως «καθεστώτος ενισχύσεων» από την Επιτροπή, για τον λόγο ότι αυτός βασίστηκε σε εσφαλμένη εφαρμογή του ορισμού του εν λόγω καθεστώτος ως «κάθε πράξη[ς] βάσει της οποίας, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται ατομικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο», ορισμού που προβλέπεται στην πρώτη περίπτωση που καλύπτει το άρθρο 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε, εν προκειμένω, να λάβει υπόψη τα εκτελεστικά μέτρα του νόμου 10/2010 ως συστατικά στοιχεία του εν λόγω καθεστώτος, καθότι τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να της επιτρέψει να παρακάμψει το ζήτημα που συνδέεται με το γεγονός ότι ο νόμος αυτός απαιτούσε για την εφαρμογή του περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης. Επομένως, κατά την εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589, η Επιτροπή δεν μπορεί να λάβει υπόψη τα εκτελεστικά μέτρα που θεσπίζει το οικείο κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, το συμπέρασμα, ιδίως, που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένο.

144    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι εν προκειμένω δεν επληρούτο ο όρος «χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης», κατά μείζονα λόγο διότι η Ιταλική Δημοκρατία συνέχισε και μετά την κοινοποίηση των επίμαχων μέτρων να θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα, όπως π.χ. τον περιφερειακό νόμο 15, της 7ης Αυγούστου 2012, την απόφαση 649, της 2ας Οκτωβρίου 2012, την απόφαση 4/34, της 5ης Φεβρουαρίου 2014, τα οποία μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία, κατά την προσφεύγουσα, δεν εξετάστηκαν από την Επιτροπή ως συστατικά στοιχεία του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων.

145    Εξάλλου, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589, ο νόμος 10/2010 δεν ορίζει τις αεροπορικές εταιρίες ως δυνητικούς δικαιούχους ατομικής ενισχύσεως «κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο», αφού, αντιθέτως, τόσο ο ίδιος ο νόμος όσο και τα εκτελεστικά μέτρα δεν αναφέρουν τον όρο «αεροπορική εταιρία». Μόνον η περιφερειακή απόφαση 29/36 αναφέρει τους δικαιούχους των χρηματοδοτήσεων, ήτοι τους αερολιμένες της Σαρδηνίας Alghero, Cagliari‑Elmas, Olbia, Oristano και Tortoli, επιβεβαιώνοντας ότι αυτοί ήταν και οι μόνοι δικαιούχοι των επίμαχων μέτρων.

146    Η προσφεύγουσα συμπεραίνει ότι, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο για θεσπισθέν από την Αυτόνομη Περιφέρεια καθεστώς ενισχύσεων, η Επιτροπή θα έπρεπε να εξετάσει τα επίμαχα μέτρα με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εσφαλμένως κατέληξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη καθεστώτος ενισχύσεων –την οποία η προσφεύγουσα αμφισβητεί– δεν της επέτρεπε την εξατομικευμένη εξέταση των συμβάσεων οι οποίες είχαν συναφθεί μεταξύ των αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών, ούτε με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή είχε εξεταστεί σε πολλές υποθέσεις στις οποίες είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση καθεστώτα ενισχύσεων, όπως η ιταλική νομοθετική ρύθμιση, γνωστή ως ρύθμιση «Prodi», με την οποία θεσπίστηκε διαδικασία έκτακτης διαχειρίσεως των προβληματικών μεγάλων επιχειρήσεων, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1998, Ecotrade (C‑200/97, EU:C:1998:579), και της 17ης Ιουνίου 1999, Piaggio (C‑295/97, EU:C:1999:313).

147    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμο το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τον ορισμό του καθεστώτος ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, στο εν λόγω καθεστώς είναι σημαντικό να ορίζονται οι δικαιούχοι κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο. Ωστόσο, εάν αυτό δεν συμβαίνει πλέον, τούτο οφείλεται, κατά την Επιτροπή, αποκλειστικά στο γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή έχει τεθεί σε εφαρμογή το εν λόγω καθεστώς. Εν προκειμένω, το καθεστώς ενισχύσεων αποτελείτο τόσο από τον νόμο 10/2010 όσο και από διάφορες εκτελεστικές πράξεις. Η Επιτροπή παραδέχεται ότι, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, η αξιολόγηση ενός καθεστώτος ενισχύσεων μπορεί να γίνει με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Τούτο συμβαίνει όταν το κράτος κατέχει και ελέγχει όλους τους δικαιούχους του καθεστώτος ενισχύσεων. Ωστόσο, είναι ολοφάνερο ότι τούτο δεν συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά μείζονα λόγο διότι με το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ρητώς επιδιώκονται σκοποί δημόσιας πολιτικής.

148    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589, ως «καθεστώς ενισχύσεων» πρέπει να νοείται, μεταξύ άλλων, «κάθε πράξη βάσει της οποίας, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται ατομικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο». Δεδομένου ότι η Επιτροπή συμφώνησε, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι ο δεύτερος ορισμός της έννοιας του καθεστώτος ενισχύσεων, ως έχει στη διάταξη αυτή, δεν είχε εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να κριθεί αν το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων αποτελεί πράγματι καθεστώς ενισχύσεων υπό την έννοια της πρώτης περίπτωσης που καλύπτεται από το άρθρο 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589.

149    Όσον αφορά τον ορισμό αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει, πρώτον, ότι, στο μέτρο που οι ατομικές ενισχύσεις χορηγούνται χωρίς περαιτέρω μέτρα εκτελέσεως, τα βασικά στοιχεία του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων πρέπει κατ’ ανάγκην να απορρέουν από τις διατάξεις που προσδιορίζονται ως βάση του εν λόγω καθεστώτος. Δεύτερον, οσάκις εφαρμόζουν το εν λόγω καθεστώς, οι εθνικές αρχές δεν είναι δυνατόν να διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό των βασικών στοιχείων της επίμαχης ενισχύσεως και ως προς τη σκοπιμότητα της χορηγήσεώς της. Πράγματι, προκειμένου να αποκλείεται η ύπαρξη τέτοιων μέτρων εκτελέσεως, η εξουσία των εθνικών αρχών πρέπει να περιορίζεται σε τεχνική εφαρμογή των διατάξεων που φέρονται να συνιστούν το επίμαχο καθεστώς, ενδεχομένως αφού εξακριβωθεί ότι οι αιτούντες πληρούν τις προϋποθέσεις για να υπαχθούν σε αυτό. Τρίτον, από το άρθρο 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589 προκύπτει ότι οι πράξεις στις οποίες στηρίζεται το καθεστώς ενισχύσεων πρέπει να προσδιορίζουν τους δικαιούχους κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, έστω και εάν η ενίσχυση που τους χορηγείται δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Βέλγιο και Magnetrol International κατά Επιτροπής, T‑131/16 και T‑263/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2019:91, σκέψεις 86 έως 88).

150    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ο χαρακτηρισμός ως καθεστώτος ενισχύσεων μιας δέσμης μέτρων που υιοθετούν οι δημόσιες αρχές κράτους μέλους έχει ως συνέπεια ότι, μεταξύ άλλων και για να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος του οργάνου αυτού, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος, προκειμένου να εκτιμήσει, στο σκεπτικό της σχετικής αποφάσεως, αν, λόγω των λεπτομερειών που το καθεστώς αυτό προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Επομένως, η Επιτροπή, στο πλαίσιο αποφάσεως που αφορά τέτοιο καθεστώς, δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο στάδιο της αναζητήσεως των ενισχύσεων, εν προκειμένω σε εθνικό επίπεδο, είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

151    Εν προκειμένω, η Επιτροπή θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα συνιστούσαν καθεστώς ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589 για τον λόγο ότι «με βάση το νομικό πλαίσιο που περιγράφεται στην ενότητα 2 της [προσβαλλομένης] απόφασης, χωρίς να απαιτούνται μέτρα εκτέλεσης πέραν αυτών που ήδη περιγράφηκαν, [μπορούσαν] να χορηγούνται ατομικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις (όπως αεροπορικές εταιρείες) οι οποίες ορίζοντα[ν] στον νόμο 10/2010 κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο (δηλαδή δεν [κατονομάζονταν] συγκεκριμένες επιχειρήσεις)».

152    Το νομικό πλαίσιο για το οποίο γίνεται λόγος είναι το διαλαμβανόμενο στην ενότητα με τίτλο «2.3 Νομικό Πλαίσιο» της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά τα ακόλουθα στοιχεία: το άρθρο 3 του νόμου 10/2010· το περιφερειακό διάταγμα 122/347, της 17ης Μαΐου 2010, το οποίο ορίζει ότι τα καθοριζόμενα στον νόμο 10/2010 ποσά επιβαρύνουν τον περιφερειακό προϋπολογισμό· τις περιφερειακές αποφάσεις 29/36, 43/37 και 52/117· τον περιφερειακό νόμο 1, της 19ης Ιανουαρίου 2011, με τον οποίο μειώθηκαν οι συνεισφορές που έπρεπε να χορηγηθούν από την Αυτόνομη Περιφέρεια στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, αντίστοιχα, σε 21 100 000 ευρώ για το 2011 και σε 21 500 000 ευρώ για το 2012 και το 2013· τον περιφερειακό νόμο 12, της 30ής Ιουνίου 2011, με τον οποίο θεσπίζεται μηχανισμός καταβολής χρηματικών προκαταβολών που λειτουργεί μέσω της συγκρότησης ad hoc ταμείου χρηματοδότησης της SFIRS, όπως τροποποιήθηκε με τον περιφερειακό νόμο 15, της 7ης Αυγούστου 2012 και τέθηκε σε εφαρμογή με την απόφαση 694, της 2ας Οκτωβρίου 2012· και, τέλος, την απόφαση 4/34, της 5ης Φεβρουαρίου 2014, με την οποία τροποποιείται η κατανομή των περιφερειακών συνεισφορών για το έτος 2013, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μείωση των περιφερειακών συνεισφορών που αποφασίστηκε στο πλαίσιο του προϋπολογισμού της Αυτόνομης Περιφέρειας δυνάμει του νόμου 10/2010 και οι πραγματικές δαπάνες που πραγματοποιούν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

153    Κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο αυτό, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, βεβαίως, συμπεριέλαβε στο νομικό πλαίσιο το οποίο, κατά την άποψή της, συνιστά το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, κείμενα που εξέδωσε η Αυτόνομη Περιφέρεια μετά την κοινοποίηση από την Ιταλική Δημοκρατία του μέτρου που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

154    Ωστόσο, συγκεκριμένα, διαρκούσης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ενδέχεται να περιέλθουν στην κατοχή της Επιτροπής νέα στοιχεία ή η ανάλυσή της να σημειώσει πρόοδο σε σχέση με την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας αυτής. Επομένως, σε περίπτωση που η Επιτροπή αντιληφθεί, μετά την έκδοση αποφάσεως περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι η τελευταία αυτή απόφαση στηρίζεται είτε σε ελλιπή πραγματικά περιστατικά είτε σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει τη θέση της, εκδίδοντας απόφαση περί διορθώσεως (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08, EU:T:2011:493, σκέψη 71). Μια τέτοια απόφαση δεν δικαιολογείται ωστόσο αν το καθορισμένο με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας πλαίσιο της έρευνας δεν έχει τροποποιηθεί αισθητά και αν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που συνιστούν τη βάση της συλλογιστικής της Επιτροπής παραμένουν, κατ’ ουσίαν, αμετάβλητα (απόφαση της 2ας Ιουλίου 2015, Γαλλία και Orange κατά Επιτροπής, T‑425/04 RENV και T‑444/04 RENV, EU:T:2015:450, σκέψη 134).

155    Εν προκειμένω, αφενός, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά τις ημερομηνίες στις οποίες τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους κατά τη διοικητική διαδικασία, οι αναφερόμενες από την προσφεύγουσα πράξεις, των οποίων δεν είχε γίνει επίκληση στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ήτοι ο περιφερειακός νόμος 15, της 7ης Αυγούστου 2012, η απόφαση 694, της 2ας Οκτωβρίου 2012, και η απόφαση 4/34, της 5ης Φεβρουαρίου 2014, είχαν ήδη εκδοθεί και τεθεί σε ισχύ. Αφετέρου και κυρίως, από την αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια εφαρμογής του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η Αυτόνομη Περιφέρεια μείωσε σταδιακά τα ποσά των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει αρχικά για τη χρηματοδότηση του εν λόγω καθεστώτος. Πάντως, τα κείμενα στα οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα είναι ακριβώς εκείνα με τα οποία τροποποιήθηκαν τα εν λόγω ποσά, χωρίς να αλλοιωθεί ο πυρήνας του μηχανισμού. Η Επιτροπή μπορούσε, επομένως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, να λάβει υπόψη τα κείμενα αυτά, μολονότι ήταν μεταγενέστερα της κοινοποιήσεως του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων από την Ιταλική Δημοκρατία.

156    Στη συνέχεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη, ως συστατικά στοιχεία του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, τις εκτελεστικές διατάξεις του νόμου 10/2010 που εξέδωσε η Αυτόνομη Περιφέρεια. Πράγματι, το γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589 δεν αποκλείει τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί ως καθεστώς ενισχύσεων μια δέσμη γενικών διατάξεων και οι εκτελεστικές τους διατάξεις. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη αφορά την προϋπόθεση να μην απαιτούνται «περαιτέρω» μέτρα εκτέλεσης προκειμένου να χορηγηθεί η ατομική ενίσχυση στους δικαιούχους.

157    Πάντως, εν προκειμένω, η χορήγηση της χρηματοδότησης από την εκτελεστική αρχή της Αυτόνομης Περιφέρειας δεν εξηρτάτο από την έκδοση «περαιτέρω» μέτρων εκτέλεσης από την εν λόγω Αυτόνομη Περιφέρεια, πέραν εκείνων που είχαν ήδη εκδοθεί και απαριθμούνται στην ενότητα 2.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

158    Συναφώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η κατάρτιση των σχεδίων δραστηριοτήτων και η σύναψη ατομικών συμβάσεων μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών δεν συνιστούσαν «περαιτέρω» μέτρα εκτέλεσης του καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά εντάσσονταν πλέον στην εξατομικευμένη υλοποίηση του καθεστώτος αυτού, δηλαδή στη χορήγηση ατομικών ενισχύσεων, σε πρώτο χρόνο στους άμεσους αποδέκτες, τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, και έπειτα, σε δεύτερο χρόνο, στους τελικούς δικαιούχους, τις αεροπορικές εταιρίες.

159    Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα κείμενα που έλαβε υπόψη η Επιτροπή ως συστατικά στοιχεία του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων καθόριζαν τα βασικά στοιχεία αυτού και επέτρεπαν τη χορήγηση ατομικών ενισχύσεων χωρίς την έκδοση περαιτέρω μέτρων εκτέλεσης, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προβλεπόμενες στα κείμενα αυτά προϋποθέσεις, πράγμα που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, αφενός, την έγκριση από την Αυτόνομη Περιφέρεια των σχεδίων δραστηριοτήτων των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων τα οποία προσδιορίζουν τα μέτρα για την προώθηση της περιοχής της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού και, αφετέρου, προκειμένου να καταβληθούν στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων τα ποσά που προκατέβαλαν στο πλαίσιο της εκτέλεσης των συμβάσεων που είχαν συνάψει, με την προοπτική αυτή, με τις αεροπορικές εταιρίες, την προσκόμιση στην Αυτόνομη Περιφέρεια των εν λόγω συμβάσεων και των λογιστικών εγγράφων που δικαιολογούν τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες.

160    Από τις διατάξεις τις οποίες η Επιτροπή χαρακτήρισε ως συνιστώσες το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων προκύπτει, επίσης, ότι, όταν οι εθνικές αρχές, δηλαδή η εκτελεστική αρχή της Αυτόνομης Περιφέρειας, εφάρμοσαν το εν λόγω καθεστώς, δεν διέθεταν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό των βασικών στοιχείων της επίμαχης ενισχύσεως, ούτε ως προς τη σκοπιμότητα της χορηγήσεώς της. Πράγματι, φαίνεται ότι τα ετήσια κονδύλια του προϋπολογισμού προβλέπονταν αρχικά στον νόμο 10/2010, ότι προσαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του επίδικου μηχανισμού και ότι οι εκτελεστικές διατάξεις, ιδίως η απόφαση 29/36, προέβλεπαν κριτήρια κατανομής των κονδυλίων μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων σε περίπτωση που τα ποσά που αυτοί ζητούσαν υπερέβαιναν το προβλεπόμενο συνολικό ποσό, ενώ εξυπακούεται ότι, στην πράξη, η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν χρειάστηκε να εφαρμόσει τα εν λόγω κριτήρια και επέστρεψε, κατόπιν αιτήματός τους, το σύνολο σχεδόν των ποσών που είχαν καταβάλει οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

161    Επομένως, κατά το στάδιο, πρώτον, της κατάρτισης των σχεδίων δραστηριοτήτων από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, δεύτερον, της σύναψης των συμφωνιών μεταξύ των τελευταίων και των αεροπορικών εταιριών, τρίτον, της υποβολής, από τους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως, των αιτήσεων χρηματοδοτήσεως και, τέταρτον, της επιστροφής των προκαταβολών από την Αυτόνομη Περιφέρεια, η εκτελεστική αρχή της τελευταίας περιοριζόταν στην τεχνική εφαρμογή των διατάξεων που συνιστούσαν το επίμαχο καθεστώς, αφού, κατά περίπτωση, επαλήθευε ότι οι αιτούντες πληρούσαν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται προκειμένου να επωφεληθούν από το εν λόγω καθεστώς.

162    Τέλος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589, οι πράξεις στις οποίες στηρίζεται το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων όριζαν τους άμεσους αποδέκτες κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, δηλαδή τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζουν την ενίσχυση που θα χορηγούνταν στον καθένα ατομικά.

163    Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών, τις οποίες η Επιτροπή θεώρησε τελικούς και, ως εκ τούτου, πραγματικούς δικαιούχους των επίμαχων μέτρων ενισχύσεως, αφενός και γενικώς, η έλλειψη τυπικού προσδιορισμού τέτοιου είδους δικαιούχων δεν αποτελεί αφ’ εαυτής εμπόδιο για τον χαρακτηρισμό του μηχανισμού ως «καθεστώτος ενισχύσεων», δεδομένου ότι, ενδεχομένως, τούτο θα στερούσε από την έννοια αυτή την πρακτική αποτελεσματικότητά της, υποχρεώνοντας την Επιτροπή, ακόμη και σε περιπτώσεις όπως εκείνες των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψεις 22 έως 35), της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C‑382/99, EU:C:2002:363), της 4ης Μαρτίου 2009, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής (T‑445/05, EU:T:2009:50), και της 15ης Ιουνίου 2010, Mediaset κατά Επιτροπής (T‑177/07, EU:T:2010:233), να ελέγχει έναν δυνητικά μεγάλο αριθμό πραγματικών μεμονωμένων δικαιούχων, μολονότι η χορήγηση των ενισχύσεων σε αυτούς έγινε στο πλαίσιο ενός γενικού μηχανισμού.

164    Τούτο επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, ακόμη και αν δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένη νομική πράξη που καθιερώνει τέτοιου είδους καθεστώς ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να βασιστεί επί συνόλου περιστάσεων δυνάμενων να μαρτυρήσουν ότι όντως υπήρχε καθεστώς ενισχύσεων (πρβλ. απόφαση της 13ης Απριλίου 1994, Γερμανία και Pleuger Worthington κατά Επιτροπής, C‑324/90 και C‑342/90, EU:C:1994:129, σκέψεις 14 και 15). Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, έστω και αν οι αεροπορικές εταιρίες δεν είχαν τύποις οριστεί δικαιούχοι του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορούσε να βασιστεί επί του συνόλου των στοιχείων του μηχανισμού που τύποις θεσπίστηκε προς όφελος των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, προκειμένου να συμπεράνει ότι, στην ουσία, υπάρχει καθεστώς ενισχύσεων προς όφελος των αεροπορικών εταιριών, ως πραγματικών και τελικών δικαιούχων του συγκεκριμένου μηχανισμού.

165    Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, μολονότι ο νόμος 10/2010 δεν αναφέρει την παρέμβαση των αεροπορικών εταιριών στο προβλεπόμενο σύστημα χρηματοδότησης, αναφερόταν, ωστόσο, στην προσκόμιση των συμβάσεων, οι οποίες εν προκειμένω συνήφθησαν με τις εταιρίες αυτές, ενώ η περιφερειακή απόφαση 29/36 έκανε ρητή μνεία της ανάγκης προβλέψεως συστήματος κυρώσεων από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων όταν τα σχέδια δραστηριοτήτων καταρτίζονταν από τις αεροπορικές εταιρίες. Επομένως, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων προσδιόριζε τις αεροπορικές εταιρίες κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο ως συμμετέχουσες στο σύστημα χρηματοδότησης που έθεσε σε εφαρμογή η Αυτόνομη Περιφέρεια. Εξάλλου, παρά τον χαρακτηρισμό, στην περιφερειακή απόφαση 29/36, των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ως δικαιούχων των θεσπισθέντων μέτρων, η ίδια η Αυτόνομη Περιφέρεια αναγνώρισε, με τις προαναφερθείσες αποφάσεις 300 και 322, ότι οι αεροπορικές εταιρίες έπρεπε να θεωρηθούν ως οι πραγματικοί δικαιούχοι των εν λόγω μέτρων.

166    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι το σύνολο των διατάξεων που διαλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστούσε «καθεστώς ενισχύσεων» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589.

167    Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δεν δικαιολόγησε την άρνησή της να εφαρμόσει εν προκειμένω την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς επικαλούμενη ότι η αρχή αυτή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589. Κατά τα λοιπά, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά την εν λόγω αρχή θα εξεταστούν στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

168    Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμο το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

2)      Επί του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, τα οποία αφορούν την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας και στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων

169    Στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενη να εφαρμόσει την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς τόσο στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας όσο και στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων. Η Επιτροπή ζητεί, από την πλευρά της, να απορριφθούν αμφότερα τα σκέλη ως αβάσιμα.

170    Πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά, πρώτα το τρίτο και έπειτα το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

1)      Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών

171    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε εξετάσει αν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορούσε να εφαρμοστεί όχι μόνον στο επίπεδο της αποφάσεως της Αυτόνομης Περιφέρειας να χορηγήσει κεφάλαια στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, αλλά και στο επίπεδο των αποφάσεων των τελευταίων να καταβάλουν αμοιβή στις αεροπορικές εταιρίες για τις παρασχεθείσες σε αυτούς υπηρεσίες στο πλαίσιο των συμφωνιών που είχαν συνάψει με τις εν λόγω εταιρίες, ιδίως όσον αφορά τους αερολιμένες της Olbia και του Cagliari‑Elmas.

172    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δικαιολόγησε τη μη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στο επίπεδο των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών, με την αιτιολογία, κατ’ ουσίαν, ότι τα εξετασθέντα μέτρα συνιστούσαν καθεστώς ενισχύσεων που θεσπίστηκε από δημόσια αρχή για λόγους δημόσιας πολιτικής, το οποίο κάλυπτε πολλούς αερολιμένες, εκ των οποίων ένας μόνον ανήκε στην Αυτόνομη Περιφέρεια, και όχι μεμονωμένη συμφωνία μεταξύ ενός αερολιμένα και μιας αεροπορικής εταιρίας. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, ήταν σαφές ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν είχαν ενεργήσει ως επιχειρηματίες υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς όταν συνήψαν τις επιμέρους συμβάσεις με τις αεροπορικές εταιρείες. Συγκεκριμένα, εφάρμοσαν απλώς το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων το οποίο σχεδιάστηκε από την Αυτόνομη Περιφέρεια για την αύξηση των αεροπορικών μεταφορών προς όφελος εν γένει της νήσου της Σαρδηνίας.

173    Συναφώς, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή για τον λόγο ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων υποτίθεται ότι έπρεπε να υλοποιήσουν ένα γενικό καθεστώς ενισχύσεων, αποκλειομένης, ως εκ τούτου, της δυνατότητάς τους να ενεργήσουν ως επιχειρηματίες υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

174    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς υπό το πρίσμα της αυτονομίας των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κατά τη χρήση των κεφαλαίων που παρέχει η Αυτόνομη Περιφέρεια και κατά τον καθορισμό των συμβατικών σχέσεών τους με τις αεροπορικές εταιρίες, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν ανωτέρω στο πλαίσιο εξέτασης του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

175    Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως παραδέχεται και η προσφεύγουσα, οι δύο συγκεκριμένοι εν προκειμένω φορείς εκμεταλλεύσεως, ήτοι αυτός του αερολιμένος του Cagliari‑Elmas και εκείνος του αερολιμένος της Olbia, δεν ανήκουν, εν πάση περιπτώσει, στην Αυτόνομη Περιφέρεια. Πλην όμως, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, για να είναι δυνατή η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς σε μια οικονομική συναλλαγή μεταξύ δυο επιχειρήσεων προκειμένου να καθοριστεί εάν, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 345 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑142/87, EU:C:1990:125, σκέψη 29, της 21ης Μαρτίου 1991, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑303/88, EU:C:1991:136, σκέψη 20, και της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Air France κατά Επιτροπής, T‑358/94, EU:T:1996:194, σκέψη 70), η συναλλαγή αυτή ανταποκρίνεται σε μια οικονομική λογική που αποκλείει τη δυνατότητα να παράσχει η πρώτη επιχείρηση πλεονέκτημα στη δεύτερη, πρέπει επιπλέον η πρώτη επιχείρηση να ανήκει στο Δημόσιο και το τελευταίο να μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί ως επενδυτής που αναμένει μια, περισσότερο ή λιγότερο μακροπρόθεσμα, οικονομική απόδοση της επενδύσεώς του.

176    Υπό τις συνθήκες αυτές, ανεξαρτήτως της καταρτίσεως επιχειρηματικών σχεδίων από τις αεροπορικές εταιρίες και/ή της εκ των προτέρων αναλύσεως της αποδοτικότητας των επενδύσεων στις οποίες προέβησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, όπως αυτές προβάλλονται από την προσφεύγουσα, προκύπτει, αφενός, ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεν ανήκαν στην Αυτόνομη Περιφέρεια και, αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, ότι οι φορείς αυτοί χρησιμοποίησαν απλώς τα κονδύλια που τέθηκαν στη διάθεσή τους από την Αυτόνομη Περιφέρεια για να αποκτήσουν υπηρεσίες σύμφωνα με τις οδηγίες της τελευταίας.

177    Εκ των ανωτέρω προκύπτει, όπως ορθώς έκρινε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων περιορίστηκαν κατ’ ουσίαν στην εφαρμογή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Δεδομένου, επιπλέον, ότι οι εν λόγω φορείς δεν ανήκαν στο Δημόσιο, οι συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των αεροπορικών εταιριών και των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν μπορούσαν να εξεταστούν υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, έστω και εάν οι συναλλαγές αυτές πραγματοποιήθηκαν με κρατικούς πόρους, εν προκειμένω με πόρους της Αυτόνομης Περιφέρειας.

178    Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από το γεγονός, ακόμη και εάν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων κατέβαλαν αμοιβή στις αεροπορικές εταιρίες και από δικά τους επίσης κεφάλαια. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ποια ποσά κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων από δικά τους κεφάλαια χωρίς να λάβουν ή να ζητήσουν τη μεταγενέστερη επιστροφή τους από την Αυτόνομη Περιφέρεια βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, ενώ μάλιστα η Επιτροπή υποστηρίζει, χωρίς η προσφεύγουσα να προσκομίσει αποδείξεις περί του αντιθέτου, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων χρησιμοποίησαν τα δικά τους κεφάλαια μόνο σε πολύ μικρή αναλογία και αποκλειστικά για να ανταποκριθούν στις εναπομείνασες συμβατικές δεσμεύσεις τους κατόπιν της αναστολής του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων από την Αυτόνομη Περιφέρεια. Αφετέρου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτές οι υποτιθέμενες ίδιες επενδύσεις των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν εμπίπτουν στην υποχρέωση επιστροφής που προβλέπει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν αποτελούν έκφραση αναλήψεως σημαντικών εμπορικών κινδύνων σε σχέση με τη χρήση των κεφαλαίων που προέρχονται από την Αυτόνομη Περιφέρεια.

179    Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι αεροπορικές εταιρίες επιλέχθηκαν μόνο προκειμένου οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων να λάβουν τις περιφερειακές χρηματοδοτήσεις που προορίζονταν για την αμοιβή των υπηρεσιών των εν λόγω εταιριών. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, είναι απίθανο, χωρίς τη χρηματοδότηση από την Αυτόνομη Περιφέρεια, να είχαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στη διάθεσή τους επαρκή κεφάλαια, εν προκειμένω πολλές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, ώστε να εξασφαλίζουν, σε τέτοιο εύρος, δεσμεύσεις, από τις αεροπορικές εταιρίες, για την έναρξη αεροπορικών δρομολογίων και την επίτευξη στόχων σχετικών με την επιβατική κίνηση, καθώς και για την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ. Επίσης, ακόμη και στην περίπτωση που, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μπόρεσαν, λόγω των ευεργετικών αποτελεσμάτων των υπηρεσιών που παρείχαν οι αεροπορικές εταιρίες βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, να επωφεληθούν του έμμεσου αποτελέσματος της αύξησης των εσόδων τους από αεροναυτικές και μη αεροναυτικές δραστηριότητες, δεν είναι δυνατόν, εκ του λόγου αυτού, να θεωρηθεί ότι οι συμβάσεις τις οποίες συνήψαν με τις εν λόγω αεροπορικές εταιρίες στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων μπορούσαν να εξεταστούν με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

180    Όσον αφορά τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Alghero, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα και όπως ήδη διαπιστώθηκε, η Επιτροπή δεν εξέτασε τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ του αερολιμένα αυτού δυνάμει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων ούτε με την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε με την απόφαση «Alghero». Εξάλλου, το γεγονός ότι, όσον αφορά συμβάσεις μάρκετινγκ που συνήψε ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Alghero, οι οποίες ήταν ανάλογες με εκείνες της υπό κρίση υπόθεσης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορισμένες από αυτές ενέπιπταν στην αρχή του ιδιώτη επενδυτή για τον λόγο ότι θεωρήθηκαν κερδοφόρες για τον εν λόγω αερολιμένα, δεν μπορεί να αποτελέσει απόδειξη για τη δυνατότητα εφαρμογής, εν προκειμένω, της αρχής του ιδιώτη επενδυτή στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia. Συγκεκριμένα, αφενός, ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Alghero ανήκει στην Αυτόνομη Περιφέρεια, πράγμα που δεν ισχύει για τους αερολιμένες του Cagliari‑Elmas και της Olbia. Αφετέρου, στην απόφαση «Alghero», η Επιτροπή διατύπωσε τη θέση της σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της Αυτόνομης Περιφέρειας, του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Alghero και των αεροπορικών εταιριών που συνεβλήθησαν μαζί του, όχι σε σχέση με τις κινήσεις που αφορούσαν το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, αλλά μόνο σε σχέση με τις κινήσεις που προέκυψαν από συμβάσεις προγενέστερες του εν λόγω καθεστώτος ενισχύσεων.

181    Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων αυτών, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση «Alghero» επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να εξετάσει τα επίμαχα μέτρα ως καθεστώς ενισχύσεων, καίτοι, για έναν από τους δικαιούχους αερολιμένες, εξέτασε –πράγμα που δεν ισχύει– τις χρηματοδοτήσεις που είχε λάβει από την Αυτόνομη Περιφέρεια ως ατομικό μέτρο και κατέληξε, τελικώς, στο συμπέρασμα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν επρόκειτο για ενίσχυση.

182    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, απορρίπτεται ως αβάσιμο το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

2)      Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στις αποφάσεις της Αυτόνομης Περιφέρειας

183    Όσον αφορά την εφαρμογή στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ αρχάς, στην Επιτροπή ότι απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή για τον λόγο ότι, κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας, το οικείο κράτος μέλος δεν επικαλέστηκε το εν λόγω κριτήριο προς απόδειξη της συμβατότητας του μέτρου που είχε θεσπίσει με την εσωτερική αγορά. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει την εφαρμογή της αρχής αυτής, η οποία μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, ακόμη και αν το οικείο κράτος μέλος δεν την έχει επικαλεστεί. Συγκεκριμένα, στην υποσημείωση 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ερμηνεύει εσφαλμένως το περιεχόμενο της νομολογίας που προκύπτει από την απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 104), για τον λόγο, ιδίως, ότι στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο υπενθύμισε απλώς την υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει την εφαρμογή της εν λόγω αρχής όταν γίνεται επίκλησή της από το οικείο κράτος μέλος, αλλά δεν αποφάνθηκε επί της αντίστροφης περιπτώσεως, η οποία και συντρέχει εν προκειμένω, της περιπτώσεως δηλαδή κατά την οποία το οικείο κράτος μέλος δεν επικαλείται την εν λόγω αρχή προς στήριξη του μέτρου που έχει θεσπίσει.

184    Η Επιτροπή, από την πλευρά της, θεωρεί ότι εφάρμοσε ορθώς τη νομολογία, δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ούτε προέκυψε ότι η αρχή αυτή μπορούσε να εφαρμοστεί σε περίπτωση κατά την οποία η Αυτόνομη Περιφέρεια επεδίωκε σκοπούς γενικής δημόσιας πολιτικής οικονομικής φύσεως, οι οποίοι συνίσταντο στην προσέλκυση περισσότερων τουριστών, πράγμα που δεν μπορεί να εμπίπτει στους σκοπούς ιδιώτη επενδυτή. Συγκεκριμένα, η προσδοκώμενη απόδοση από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν συνίστατο σε αύξηση μερισμάτων, κεφαλαιακά κέρδη ή άλλου είδους οικονομικά οφέλη, αλλά αποκλειστικά στην τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης της νήσου της Σαρδηνίας, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας θέσεων εργασίας.

185    Συναφώς, όπως ορθώς υπενθύμισε η προσφεύγουσα, το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν συνιστά εξαίρεση, η οποία εφαρμόζεται μόνον κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους. Πράγματι, το κριτήριο αυτό, όταν είναι δυνατή η εφαρμογή του, περιλαμβάνεται στα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως. Κατά συνέπεια, όταν προκύπτει ότι υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, απόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο της εφαρμοσιμότητας όσο και της εφαρμογής της αρχής αυτής και δεν μπορεί να αρνηθεί την εξέταση τέτοιων πληροφοριών παρά μόνο αν τα υποβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία είναι μεταγενέστερα της λήψεως της αποφάσεως για πραγματοποίηση της επίμαχης επενδύσεως (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψεις 103 και 104).

186    Ωστόσο, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν βασίστηκε αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Δημοκρατία της Ιταλίας δεν επικαλέστηκε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς προκειμένου να εξηγήσει την εκτίμησή της σχετικά με την αδυναμία δικαιολογήσεως του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων με βάση την εν λόγω αρχή.

187    Πράγματι, στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή σημείωσε κατ’ αρχάς ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε θέσει ζήτημα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς στο επίπεδο της Αυτόνομης Περιφέρειας, ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια ενήργησε σύμφωνα με την αρχή αυτή όταν θέσπισε το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων και ότι ήταν σαφές ότι είχε επιδιώξει, με την εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος, να επιτύχει σκοπούς δημόσιας πολιτικής, ειδικότερα δε να ενισχύσει την περιφερειακή οικονομία, προσελκύοντας περισσότερους τουρίστες, αντί να αποκομίσει κέρδη υπό την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτριας. Περαιτέρω, η Επιτροπή εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής αυτής στο επίπεδο των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και της Αυτόνομης Περιφέρειας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε στην υπό κρίση περίπτωση.

188    Ως εκ τούτου, η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δήθεν δεν εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

189    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα θεωρεί εσφαλμένο το συμπέρασμα της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 380 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν ενήργησε ως ιδιώτης επενδυτής υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, διότι, πάντα κατά την άποψη της Επιτροπής, o εν λόγω οργανισμός περιφερειακής αυτοδιοίκησης επεδίωξε να επιτύχει σκοπούς δημόσιας πολιτικής, ειδικότερα δε να ενισχύσει την περιφερειακή οικονομία, προσελκύοντας περισσότερους τουρίστες, αντί να αποκομίσει κέρδη υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη του αερολιμένα.

190    Εντούτοις, εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι αερολιμένες του Cagliari‑Elmas και της Olbia, οι οποίοι είναι οι μόνοι που αφορούν την περίπτωση της προσφεύγουσας, δεν ανήκουν στην Αυτόνομη Περιφέρεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Περιφέρεια ενήργησε ως επενδυτής. Αντιθέτως, η Αυτόνομη Περιφέρεια έθεσε σε εφαρμογή το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων με αποκλειστικό σκοπό την οικονομική ανάπτυξη της νήσου της Σαρδηνίας.

191    Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 380 έως 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν όφειλε να αναλύσει εάν, με τη χρηματοδότηση που αποτελεί το αντικείμενο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε προβεί σε επένδυση συγκρίσιμη με εκείνη ενός ιδιώτη επενδυτή. Επομένως, μπορούσε να θεωρήσει ότι οι εκ των προτέρων αναλύσεις της οικονομικής αποδοτικότητας των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που συνήφθησαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και της προσφεύγουσας δεν ασκούσαν επιρροή, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η Αυτόνομη Περιφέρεια, ενεργώντας αποκλειστικά ως φορέας δημόσιας εξουσίας, δεν μπορούσε να αναμένει μερίσματα, κεφαλαιουχικά κέρδη ή οποιαδήποτε άλλη μορφή κέρδους παρόμοια με αυτό που θα αποκόμιζε ένας ιδιώτης επενδυτής. Επί του σημείου αυτού, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ενδεχόμενη αύξηση των φορολογικών πόρων ενός δημόσιου φορέα, όπως η Αυτόνομη Περιφέρεια, λόγω της λήψεως μέτρων δημόσιας πολιτικής, δεν μπορεί να εξομοιωθεί ούτε να συγκριθεί με τα κέρδη που ένας ιδιώτης επενδυτής προσδοκά από τις επενδύσεις του.

192    Εξάλλου, η Επιτροπή ορθώς επισήμανε ότι στη συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της SOGAER και της προσφεύγουσας γινόταν, πράγματι, πρόβλεψη για αύξηση των εσόδων του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Cagliari‑Elmas της τάξεως των 3 εκατομμυρίων ευρώ, όχι όμως προς όφελος της Αυτόνομης Περιφέρειας, αφού η SOGAER δεν της ανήκε. Υπογράμμισε ότι, αντιθέτως, τα αναμενόμενα αποτελέσματα στον τουρισμό εκτιμήθηκαν στα 47 εκατομμύρια ευρώ και, αθροιζόμενα με άλλα έμμεσα και επαγόμενα αποτελέσματα, στα 139 εκατομμύρια ευρώ. Πάντως, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, το πλεονέκτημα αυτό, το οποίο η Αυτόνομη Περιφέρεια, ως δημόσια αρχή, μπορούσε να αναμένει και να αποκομίσει, δεν μπορεί να συγκριθεί και δεν είναι της ίδιας φύσεως με ένα οικονομικό πλεονέκτημα που αναμένει ένας επιχειρηματίας από μια από τις επενδύσεις του. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μακροοικονομικά πλεονεκτήματα που αναμένονται από τη δημόσια παρέμβαση στο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, η οποία δεν εμπίπτει στην αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, αλλά στις αρχές του εξορθολογισμού της δημόσιας δαπάνης.

193    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να θεωρηθεί ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια ενήργησε, στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων που θεσπίστηκε στο πλαίσιο μιας γενικότερης οικονομικής πολιτικής, ως επενδυτής, ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

194    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, προκειμένου να εκτιμήσει ορθώς τα επίμαχα μέτρα με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε εξετάσει αν η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε πράγματι ανάγκη να επιδιώξει την αύξηση της εναέριας επιβατικής κίνησης με τη σύναψη συμφωνιών μάρκετινγκ μεταξύ των αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών και αν, επιδιώκοντας να ικανοποιήσει την ανάγκη αυτή ως φορέας εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Alghero και του Cagliari, κατέβαλε τίμημα το οποίο ανταποκρινόταν στις συνθήκες τις αγοράς, όπως θα έπραττε κάθε άλλος επιχειρηματίας, ιδίως προκειμένου να αναπτύξει τον τομέα των αερομεταφορών, αλλά και να εξασφαλίσει την αύξηση των αεροπορικών συνδέσεων, την προώθηση της νήσου ως τουριστικού προορισμού, τον μη εποχικό χαρακτήρα των εσόδων της και την αύξησή τους με την αύξηση των εσόδων από αεροναυτικές δραστηριότητες. Περαιτέρω, οι υπηρεσίες που παρείχαν οι αεροπορικές εταιρίες, περιλαμβανομένων και των υπηρεσιών μάρκετινγκ, συνιστούσαν πραγματικές παροχές υπηρεσιών, διαφορετικές από τις δραστηριότητες που αφορούσαν την εκμετάλλευση των αεροπορικών γραμμών.

195    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι πληρωμές που πραγματοποίησε η Αυτόνομη Περιφέρεια μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων προς τις αεροπορικές εταιρείες τόσο στο πλαίσιο της δραστηριότητας 1 όσο και της δραστηριότητας 2 έπρεπε να θεωρηθούν επιδοτήσεις υπέρ των αεροπορικών εταιρειών για την εκτέλεση περισσότερων πτήσεων προς και από τη Σαρδηνία.

196    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, δεδομένου ότι το σύνολο των αερολιμένων της νήσου της Σαρδηνίας, οι οποίοι είναι οι μόνες οντότητες που μπορούν να συνάψουν σύμβαση σχετικά με τη χρήση των αερολιμενικών υποδομών που διαχειρίζονται, μεταξύ άλλων σχετικά με την έναρξη λειτουργίας νέων αεροπορικών γραμμών, δεν ανήκει στην Αυτόνομη Περιφέρεια, η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν μπορούσε, ως δημόσια αρχή, να αγοράζει αυτού του είδους τις υπηρεσίες απευθείας από τις αεροπορικές εταιρίες. Πλην όμως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 312 και 314 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Cagliari‑Elmas επιβεβαίωσε, αφενός, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια ζήτησε, μέσω του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, υπηρεσία συνιστάμενη στην επιλογή αεροπορικών εταιριών ικανών να επιτύχουν τους ετήσιους στόχους που ορίστηκαν σε σχέση με τη συχνότητα των πτήσεων και τον αριθμό των επιβατών σε στρατηγικές γραμμές από και προς τον αερολιμένα του Cagliari‑Elmas και, αφετέρου, ότι η υπηρεσία αυτή παρασχέθηκε από τις αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες που επελέγησαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων.

197    Από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων προκύπτει επίσης ότι οι παρεχόμενες από τις αεροπορικές εταιρίες υπηρεσίες μάρκετινγκ αποσκοπούσαν στην προώθηση της νήσου της Σαρδηνίας ως τουριστικού προορισμού.

198    Ως εκ τούτου, μολονότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, θεσπίζοντας το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, η Αυτόνομη Περιφέρεια ενήργησε ως επενδυτής, εντούτοις πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα, αν και επικουρικώς, στην απάντησή της σε μια από τις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η εν λόγω Περιφέρεια ενήργησε ως αγοραστής υπηρεσιών, ιδίως υπηρεσιών μάρκετινγκ.

199    Συγκεκριμένα, αφενός, τα ποσά που εισέπραξε η προσφεύγουσα αντιστοιχούσαν σε παροχή υπηρεσιών κατόπιν παραγγελίας της Αυτόνομης Περιφέρειας για την οποία οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων διαδραμάτισαν απλώς ρόλο ενδιάμεσου φορέα μεταξύ του αναθέτοντος και των παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών. Αφετέρου, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι αεροπορικές εταιρίες παρείχαν υπηρεσίες, είτε πρόκειται για δεσμεύσεις σχετικά με αεροπορικά δρομολόγια και όγκο κυκλοφορίας επιβατών είτε για υπηρεσίες μάρκετινγκ, οι οποίες μπορούν να προσφερθούν στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στον τομέα των αερομεταφορών.

200    Συναφώς, κρατικό μέτρο υπέρ επιχειρήσεως δεν μπορεί, για τον λόγο και μόνον ότι τα μέρη δεσμεύονται να προβούν σε αμοιβαίες παροχές, να αποκλειστεί a priori από την έννοια της κρατικής ενισχύσεως του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, BAI κατά Επιτροπής, T‑14/96, EU:T:1999:12, σκέψη 71).

201    Όσον αφορά ειδικότερα την αγορά υπηρεσιών από τη δημόσια αρχή, αυτή πρέπει κατ’ αρχήν να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων τους οποίους προβλέπει το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, η ύπαρξη τέτοιας διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών διεξαγόμενης πριν από αγορά υπηρεσιών εκ μέρους δημόσιας αρχής κράτους μέλους θεωρείται κανονικά ότι αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το κράτος μέλος αυτό να μπορεί να χορηγήσει πλεονέκτημα στην επιλεγείσα επιχείρηση‑πάροχο το οποίο η τελευταία δεν θα ήταν δυνατόν να αποκομίσει διαφορετικά υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς [πρβλ. απόφαση της 5ης Αυγούστου 2003, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, T‑116/01 και T‑118/01, EU:T:2003:217, σκέψη 118].

202    Εν προκειμένω, η αγορά των επίμαχων υπηρεσιών δεν πραγματοποιήθηκε από την ίδια την Αυτόνομη Περιφέρεια, η οποία, ως δημόσια αρχή, θα υπέκειτο στους κανόνες της Ένωσης περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Πράγματι, η αγορά αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω άλλων φορέων, μη υποκείμενων στην περίπτωση αυτή στους εν λόγω κανόνες, εν προκειμένω μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, στους οποίους ανατέθηκε να αποκτήσουν στην αγορά τις υπηρεσίες που επιζητούσε η Αυτόνομη Περιφέρεια και τις οποίες αυτή χρηματοδοτούσε.

203    Σε μια τέτοια περίπτωση, το γεγονός και μόνον ότι κράτος μέλος αγοράζει υπηρεσίες οι οποίες, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, προσεφέρθησαν δήθεν υπό τους όρους της αγοράς δεν αρκεί για να συνιστά η πράξη αυτή εμπορική πράξη πραγματοποιούμενη υπό συνθήκες τις οποίες ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε δεχθεί ή, με άλλα λόγια, συνήθη εμπορική πράξη. Πράγματι, σε τέτοιου είδους καταστάσεις, πρέπει, αφενός, το κράτος να έχει πραγματική ανάγκη τις υπηρεσίες αυτές και, αφετέρου, η απόκτηση των υπηρεσιών αυτών να έχει πραγματοποιηθεί με ανοικτή, διαφανή και μη εισάγουσα διακρίσεις διαδικασία, ικανή να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση μεταξύ των παρόχων που μπορούν να παράσχουν τις οικείες υπηρεσίες και να εγγυηθεί ότι οι επίμαχες υπηρεσίες αποκτώνται στην τιμή της αγοράς, η οποία τιμή εξασφαλίζει ότι, κατά την απόκτηση των εν λόγω υπηρεσιών, η δημόσια αρχή δεν παρέχει πλεονέκτημα στον επιλεγέντα πάροχο [πρβλ. απόφαση της 5ης Αυγούστου 2003, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, T‑116/01 και T‑118/01, EU:T:2003:217, σκέψεις 112 έως 120· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑214/12 P, C‑215/12 P και C‑223/12 P, EU:C:2013:682, σκέψεις 93 και 94, και της 16ης Ιουλίου 2015, BVVG, C‑39/14, EU:C:2015:470, σκέψη 32].

204    Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 386 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η χρηματοδότηση που χορηγήθηκε με το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν συνιστούσε αμοιβή για προϊόντα ή υπηρεσίες που ικανοποιούσαν πραγματικές ανάγκες της Αυτόνομης Περιφέρειας και ότι δεν είχε ακολουθηθεί ανοικτή και διαφανής διαδικασία διαγωνισμού για την παροχή χρηματοδοτικής στηρίξεως στις οικείες αεροπορικές εταιρίες.

205    Συναφώς, αντιθέτως προς ό,τι δέχτηκε η Επιτροπή, η Αυτόνομη Περιφέρεια, ως δημόσια αρχή επιδιώκουσα στόχους οικονομικής πολιτικής, μπορούσε να θεωρήσει ότι είχε ανάγκη να προωθήσει τη νήσο της Σαρδηνίας ως τουριστικό προορισμό προκειμένου να συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της νήσου.

206    Εντούτοις, αφενός, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η πρωτοφανής έκταση των υπηρεσιών μάρκετινγκ που χρηματοδοτούνταν στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι οι παροχές αυτές ανταποκρίνονταν, κατά τρόπο αναλογικό και υπό το πρίσμα των αρχών του εξορθολογισμού της δημόσιας δαπάνης, στις πραγματικές ανάγκες της Αυτόνομης Περιφέρειας για την επιδίωξη των στόχων της περί οικονομικής αναπτύξεως της νήσου της Σαρδηνίας.

207    Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή διευκρίνισε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση είχε εξεταστεί το ζήτημα της διοργανώσεως διαγωνισμών για τη σύναψη συμφωνιών από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, διότι η διοργάνωση τέτοιων διαγωνισμών θα μπορούσε να αποδείξει την ύπαρξη συνθηκών της αγοράς και, ως εκ τούτου, την απουσία πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

208    Επιβάλλεται δε συναφώς η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, προκειμένου να αποκτήσουν τις υπηρεσίες αυξήσεως της εναέριας κυκλοφορίας και μάρκετινγκ, ούτε η Αυτόνομη Περιφέρεια ούτε οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ενεργώντας ως ενδιάμεσοι φορείς, διοργάνωσαν ανοικτούς και διαφανείς διαγωνισμούς δυνάμενους να διασφαλίσουν την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των παρόχων και την απόκτηση, από την Αυτόνομη Περιφέρεια με κρατικούς πόρους που τέθηκαν στη διάθεση των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, των εν λόγω υπηρεσιών σε τιμές της αγοράς.

209    Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται βεβαίως ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δημοσίευσαν στους αντίστοιχους ιστότοπούς τους προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος στο πλαίσιο των οποίων οι αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες επιδίωκαν να αναπτύξουν ή να καταστήσουν μη εποχικά ορισμένα από τα αεροπορικά τους δρομολόγια –πλην εκείνων των δρομολογίων για τα οποία υπήρχε ήδη υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας– και να παράσχουν υπηρεσίες μάρκετινγκ, μπορούσαν να προτείνουν τις υπηρεσίες τους στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

210    Εντούτοις, οι εν λόγω προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος δεν μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμες με διαδικασίες διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, κληθείσα από το Γενικό Δικαστήριο να προσκομίσει τις εν λόγω προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, όπως και τις προσφορές που είχε υποβάλει στους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia, η προσφεύγουσα δεν τις προσκόμισε, εξηγώντας ότι δεν είχε φυλάξει τα έγγραφα αυτά. Η Επιτροπή δεν ήταν επίσης σε θέση να προσκομίσει τις εν λόγω προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος. Εξάλλου, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι είχαν καθοριστεί συγκεκριμένα κριτήρια για την επιλογή των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όλες οι επιχειρήσεις που είχαν υποβάλει προσφορές κλήθηκαν να συμβληθούν με τους οικείους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και ότι, όσον αφορά την τιμολόγηση των παρεχομένων υπηρεσιών, οι τιμές που εφάρμοζαν οι αεροπορικές εταιρίες ήταν ανόμοιες. Μολονότι όμως εμφανίζονταν ως κατά προσέγγιση και στρογγυλοποιημένες οικονομικές εκτιμήσεις, οι οικονομικές απαιτήσεις των αεροπορικών εταιριών είχαν, παρ’ όλα αυτά, ως αποτέλεσμα την απόδοση του συνόλου σχεδόν των ποσών αυτών από την Αυτόνομη Περιφέρεια στους επιχειρηματίες που είχαν προκαταβάλει τις πληρωμές για τις εν λόγω παροχές.

211    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε, στο τμήμα 7.2.1.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Οικονομικό πλεονέκτημα», να διαπιστώσει ότι οι πληρωμές που έλαβαν οι αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν πραγματική αντιπαροχή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες μάρκετινγκ.

212    Επί του ζητήματος αυτού, η προσφεύγουσα βάλλει επίσης κατά των αιτιολογικών σκέψεων 362 έως 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι οι αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, θα είχαν ούτως ή άλλως διαφημίσει τους δικούς τους αεροπορικούς προορισμούς και ότι, κατά συνέπεια, τα επίμαχα μέτρα χρησίμευσαν για την κάλυψη δαπανών με τις οποίες θα έπρεπε, σε άλλη περίπτωση, να επιβαρυνθούν. Συγκεκριμένα, χωρίς τις συναφθείσες μεταξύ της προσφεύγουσας και των αερολιμένων της Olbia και του Cagliari‑Elmas συμφωνίες, η προσφεύγουσα δεν θα είχε απαραιτήτως κρατήσει για τους συγκεκριμένους προορισμούς, κατά προτεραιότητα, ορισμένες από τις καλύτερες θέσεις διαφήμισης στον δικτυακό της τόπο. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων έλαβαν πραγματικές υπηρεσίες από τις οποίες αποκόμισαν οικονομικό όφελος, όπως πιστοποιεί το γεγονός ότι των συμβάσεων που συνήψαν με τις αεροπορικές εταιρίες προηγήθηκαν έρευνες αγοράς και ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων χρηματοδότησαν τις συμβάσεις αυτές και με δικά τους κεφάλαια. Τέλος, η αμοιβή που κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες ήταν αυτή που καταβάλλεται στην αγορά για τέτοιου είδους υπηρεσίες μάρκετινγκ και, συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, «[ό]ταν μια πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από εμπορικούς λόγους, το γεγονός ότι ανταποκρίνεται και σε έναν πολιτικό στόχο δεν σημαίνει ότι αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου [107 ΣΛΕΕ]» (απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑56/93, EU:C:1996:64, σκέψη 79).

213    Συναφώς, πέραν του γεγονότος ότι οι αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες δεν επελέγησαν κατόπιν διαδικασίας ικανής να διασφαλίσει ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια, μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, τους κατέβαλε αμοιβή στις τιμές της αγοράς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, κληθείσα από το Γενικό Δικαστήριο να προσκομίσει σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, προσκόμισε διαφημιστικό υλικό και υλικό σχετικό με τις συμβάσεις που επιβεβαιώνει ότι, όπως δέχτηκε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προώθηση ορισμένων πόλεων και περιοχών που εξυπηρετεί η προσφεύγουσα είναι εν γένει άρρηκτα συνδεδεμένη, στον ιστότοπό της, με την προώθηση των πτήσεων που η ίδια εκμεταλλεύεται. Ερωτηθείσα σχετικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα εξάλλου επιβεβαίωσε ότι συνέχιζε να προωθεί στον δικτυακό της τόπο προορισμούς στη Σαρδηνία, έστω και αν δεν δεσμεύεται προς τούτο συμβατικά με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

214    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή επισήμανε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι υπηρεσίες μάρκετινγκ στο πλαίσιο της δραστηριότητας 2 αγοράστηκαν από τους επίμαχους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, εν προκειμένω με τα κονδύλια που τους διέθεσε η Αυτόνομη Περιφέρεια, για την προώθηση της εκμεταλλεύσεως της αεροπορικής γραμμής ή των αεροπορικών γραμμών που εξυπηρετούσαν οι αντισυμβαλλόμενες αεροπορικές εταιρίες και για την έναρξη ή τη διατήρηση των οποίων αμείβονταν στο πλαίσιο της δραστηριότητας 1.

215    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αεροπορικές εταιρίες έλαβαν αμοιβή από την Αυτόνομη Περιφέρεια προκειμένου να προωθήσουν τις δικές τους υπηρεσίες ως αεροπορικές εταιρίες (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑53/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:943, σκέψη 271, της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑165/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:952, σκέψη 167, της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑165/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:953, σκέψη 230, και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ryanair και Airport Marketing Services κατά Επιτροπής, T‑111/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:954, σκέψη 232), μολονότι πρόκειται για δαπάνες μάρκετινγκ και διαφήμισης οι οποίες έπρεπε κατ’ αρχήν να βαρύνουν τις επίμαχες αεροπορικές εταιρίες, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας. Εν τέλει, η επίτευξη των σκοπών σε σχέση με τη συχνότητα των πτήσεων και τον αριθμό των επιβατών, οι οποίοι αποτελούσαν αντικείμενο της δραστηριότητας 1, καθώς και η παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ στο πλαίσιο της δραστηριότητας 2 είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας της προσφεύγουσας.

216    Επιπλέον, πρέπει ακόμη να διαπιστωθεί ότι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, χωρίς τη σημαντική χρηματοδότηση εκ μέρους της Αυτόνομης Περιφέρειας, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν θα είχαν κατ’ ανάγκην, στο πλαίσιο των αναπτυξιακών στρατηγικών τους, συνάψει συμφωνίες τόσο εκτεταμένες, ή ακόμη δεν θα μπορούσαν να το πράξουν από οικονομικής απόψεως, έτσι ώστε, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να θεωρήσει ότι θα έπρεπε να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση μόνο το φερόμενο ως υπερβαίνον τις τιμές της αγοράς μέρος των πληρωμών που πραγματοποίησαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

217    Το γεγονός ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν ήταν διατεθειμένοι να συνάψουν τις επίδικες συμβάσεις χωρίς τη χρηματοδότηση της Αυτόνομης Περιφέρειας επιρρωννύεται, αφενός, από το ότι μετά την αναστολή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η προσφεύγουσα συνήψε έναν μικρό μόνον αριθμό συμφωνιών με τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Olbia, και μάλιστα μόνον για υπηρεσίες μάρκετινγκ, ενώ ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα του Cagliari‑Elmas δεν προσέφυγε στις υπηρεσίες της και, αφετέρου, από το ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα είχε συνάψει τέτοιου είδους συμβάσεις πριν από τη θέσπιση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, όταν κλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να δηλώσει αν είχε συνάψει παρόμοιες συμφωνίες πριν από τη θέσπιση και μετά την αναστολή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε μεν την ύπαρξη προηγούμενων του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων συμφωνιών, δεν προσκόμισε όμως αποδείξεις σχετικά με την ύπαρξη των εν λόγω συμβάσεων. Εξάλλου, προσκόμισε όντως αποδείξεις για τη σύναψη παρόμοιων συμβάσεων μετά την αναστολή του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, οι οποίες αφορούσαν, εν προκειμένω, τις περιόδους, αντιστοίχως, από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο του 2015, από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2017 και από τον Οκτώβριο του 2018 έως τον Μάρτιο του 2019. Εντούτοις, ενώ, υπό την ισχύ του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, η προσφεύγουσα είχε εισπράξει αμοιβές ύψους 750 000 ευρώ για την περίοδο από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2011, 750 000 ευρώ για την περίοδο από το καλοκαίρι του 2011 έως τον χειμώνα 2011/2012 και 1 εκατομμυρίου ευρώ για την περίοδο από το καλοκαίρι του 2012 έως τον χειμώνα 2012/2013, τελικά, στο πλαίσιο των τριών συμβάσεων που συνήφθησαν μετά το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, η προσφεύγουσα εισέπραξε μόνον τα ποσά των 65 000 ευρώ, 165 000 ευρώ και 132 800 ευρώ, ήτοι ποσά προδήλως χαμηλότερα από εκείνα που αξίωσε βάσει των συμβάσεων που ενέπιπταν στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων.

218    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή συνήγαγε, στην αιτιολογική σκέψη 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το συμπέρασμα ότι η χρηματοδότηση που χορήγησε η Αυτόνομη Περιφέρεια στις αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, μέσω των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων 1 και 2 στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων είχε παράσχει οικονομικό πλεονέκτημα στις οικείες αεροπορικές εταιρίες, εν προκειμένω αμοιβή την οποία δεν θα είχαν λάβει υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς.

219    Λαμβανομένων υπόψη όλων των προηγούμενων σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

3)      Επί του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την παροχή αδικαιολόγητων πλεονεκτημάτων στους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων από την Αυτόνομη Περιφέρεια κατ’ εφαρμογήν του νόμου 10/2010

220    Προς στήριξη του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 398 έως 406 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν είχαν αποκομίσει κανένα πλεονέκτημα, ούτε καν έμμεσο, για τον λόγο ότι ήταν απλώς ενδιάμεσοι φορείς, οι οποίοι διασφάλιζαν τη μεταβίβαση της ενίσχυσης από την Αυτόνομη Περιφέρεια στις αεροπορικές εταιρίες. Πράγματι, πρώτον, οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων είχαν ρητώς οριστεί ως οι αποκλειστικοί δικαιούχοι των επίμαχων μέτρων. Δεύτερον, διέθεταν διακριτική ευχέρεια ως προς τη χρήση των χορηγηθέντων σε αυτούς κεφαλαίων και ως προς την επιλογή των παρόχων τους, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν ενεργούσαν ως απλοί ενδιάμεσοι φορείς. Τρίτον, δεδομένου ότι η ίδια η Επιτροπή παραδέχθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι σκοπός και αποτέλεσμα των επίμαχων μέτρων ήταν η αύξηση της εναέριας κυκλοφορίας στους οικείους αερολιμένες, καθίσταται σαφές ότι τα έσοδα των εν λόγω αερολιμένων αυξήθηκαν λόγω της αύξησης αυτής, τόσον στον τομέα των υπηρεσιών αεροναυτικής φύσεως όσο και στον τομέα άλλης φύσεως υπηρεσιών. Αντιθέτως προς όσα δέχτηκε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 403 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα αποτελέσματα αυτά είναι δευτερεύοντα καθόσον «το καθεστώς δεν σχεδιάστηκε κατά τρόπο ώστε να διοχετεύει τα δευτερεύοντα αποτελέσματά του προς τους φορείς εκμετάλλευσης των αερολιμένων», αλλά, αντιθέτως, είχε σχεδιαστεί προς όφελος του τουριστικού τομέα στο σύνολό του. Κατά την προσφεύγουσα, το αναμενόμενο κύριο αποτέλεσμα, η αύξηση δηλαδή της εναέριας κυκλοφορίας, ήταν συνυφασμένο με το πλεονέκτημα που αντλούν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων από την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

221    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κυρίως, ότι το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απαράδεκτο καθόσον στρέφεται κατά του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά αποκλειστικά τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, με τους οποίους η προσφεύγουσα δεν βρίσκεται σε σχέση ανταγωνισμού. Συναφώς, υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα ότι οι οικείες αεροπορικές εταιρίες υπήχθησαν σε καθεστώς κρατικών ενισχύσεων δεν βασίστηκε στο συμπέρασμα ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν είχαν λάβει κρατικές ενισχύσεις. Εν πάση περιπτώσει, αφ’ ης στιγμής η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μεταβίβασαν το σύνολο των κεφαλαίων που έλαβαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, εξακολουθεί να ισχύει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως ενήργησαν μόνον ως ενδιάμεσοι φορείς και δεν ήταν οι πραγματικοί δικαιούχοι των εν λόγω μέτρων. Σε κάθε περίπτωση, οι φορείς αυτοί εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν ωφελήθηκαν από την αύξηση της εναέριας κυκλοφορίας και του αριθμού των επιβατών περισσότερο από όλες τις άλλες επιχειρήσεις των λοιπών τομέων, π.χ. τις επιχειρήσεις ενοικιάσεως αυτοκινήτων, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα πρατήρια καυσίμων, τα καταστήματα τροφίμων και το λιανικό εμπόριο.

222    Επισημαίνεται συναφώς ότι, με το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν θεώρησε, εν προκειμένω στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως και στις αιτιολογικές σκέψεις 394 έως 406 της ενότητας 7.2.2, τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ως δικαιούχους του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων.

223    Στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα, ως αεροπορική εταιρία, δραστηριοποιείται στην αγορά αερομεταφορών και όχι σε αυτή των αερολιμενικών υπηρεσιών και υποδομών. Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει και από τις σκέψεις 59 έως 70 ανωτέρω, η ανταγωνιστική θέση της προσφεύγουσας δεν θίγεται από τη διαπίστωση ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν ήταν οι δικαιούχοι του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, οπότε αυτή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση προσφυγής για την ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως και, στο μέτρο αυτό, παρέλκει η εξέταση του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

224    Επομένως, στο μέτρο αυτό, το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

225    Περαιτέρω, και εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, αφ’ ης στιγμής οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων μεταβίβασαν στις αεροπορικές εταιρίες το σύνολο των κεφαλαίων που εισέπραξαν από την Αυτόνομη Περιφέρεια ως αμοιβή των εταιριών αυτών στο πλαίσιο των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που είναι επιλέξιμες βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, δεν αποκόμισαν πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Τούτο επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, χωρίς τη χρηματοδότηση αυτή, δεν θα συνήπταν τέτοιου είδους συμβάσεις ή τουλάχιστον όχι σε αυτή την κλίμακα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia είχαν συνάψει με αυτή συμφωνίες για την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ ή για τη συχνότητα των αεροπορικών δρομολογίων ή για τον στόχο σχετικά με τον αριθμό των επιβατών πριν από τη θέσπιση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και ότι, μετά την αναστολή του εν λόγω καθεστώτος, οι συμφωνίες που είχαν συναφθεί αφορούσαν παροχές υπηρεσιών και αμοιβές κατά πολύ χαμηλότερες από εκείνες που είχαν συμβατικώς συμφωνηθεί χάρη στη χρηματοδότηση που παρασχέθηκε βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Εν τέλει, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, η αγορά των εν λόγω υπηρεσιών δεν αφορούσε τόσο εμπορική ανάγκη των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, αλλά περισσότερο οφειλόταν στην απόφασή τους να συνδράμουν στην εφαρμογή του καθεστώτος ενισχύσεων που θέσπισε η Αυτόνομη Περιφέρεια. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζει ότι, με το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, η Αυτόνομη Περιφέρεια μείωσε τις δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε κανονικά να υποβληθούν οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia.

226    Ασφαλώς, η εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων αεροπορικών εταιριών εκτέλεση των παροχών που επιδίωκε και χρηματοδότησε η Αυτόνομη Περιφέρεια είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της εναέριας κυκλοφορίας και του αριθμού των επιβατών από και προς τους συγκεκριμένους αερολιμένες, και επέφερε αύξηση των εσόδων των φορέων εκμεταλλεύσεως των εν λόγω αερολιμένων από αεροναυτικές και μη δραστηριότητες. Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, πρόκειται για δευτερογενές αποτέλεσμα του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, από το οποίο ωφελήθηκε σύσσωμος ο τουριστικός κλάδος της Σαρδηνίας, περιλαμβανομένης, εξάλλου, της προσφεύγουσας, η οποία, κατά κάποιον τρόπο, αποκόμισε και αυτή τέτοιο δευτερογενές πλεονέκτημα με την αύξηση των πωλήσεων όσον αφορά τις υπηρεσίες που προσφέρονται επί των αεροσκαφών της. Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, το άμεσο πλεονέκτημα που αποτελεί το αντικείμενο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων και το οποίο δεν αποκτήθηκε υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς συνίστατο στις πληρωμές προς τις αεροπορικές εταιρίες.

227    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του ως αβάσιμος.

3.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαπίστωση ότι τα επίμαχα μέτρα νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές

228    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι τα επίμαχα μέτρα νόθευσαν ή απείλησαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά των αερομεταφορών από και προς τους αερολιμένες της νήσου της Σαρδηνίας, τουλάχιστον από και προς τους αερολιμένες της Olbia και του Cagliari‑Elmas, ιδίως επειδή, όσον αφορά τα αεροπορικά δρομολόγια τα οποία εκμεταλλεύεται η προσφεύγουσα και μετά τη σύναψη συμφωνιών μάρκετινγκ μεταξύ της προσφεύγουσας και των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων αυτών, καμία άλλη αεροπορική εταιρία δεν εκμεταλλευόταν τα εν λόγω εμπορικά αεροπορικά δρομολόγια. Συναφώς, η Επιτροπή έλαβε επαρκώς υπόψη τα επιχειρήματα που διατύπωσε η προσφεύγουσα στις παρατηρήσεις της τής 30ής Ιουλίου 2013. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων επέλεξαν τις αντισυμβαλλόμενες εταιρίες κατόπιν διαδικασιών διαγωνισμού, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δέχτηκε ότι τα επίμαχα μέτρα είχαν αρνητικό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό για την πρόσβαση στα επίμαχα αεροπορικά δρομολόγια. Συγκεκριμένα, κάθε ευρωπαϊκή αεροπορική εταιρία μπορούσε να υποβάλει προσφορά στο πλαίσιο των διαγωνισμών αυτών με αποτέλεσμα, όπως δέχτηκε η Επιτροπή σε υπόθεση που αφορούσε έργο αυτοκινητοδρόμου στην κεντρική Ελλάδα, ο τρόπος αυτός επιλογής να έχει αποκλείσει τη δυνατότητα να έχουν τα επίμαχα μέτρα αρνητικό αντίκτυπο επί των συναλλαγών εντός της Ένωσης και επί του ανταγωνισμού.

229    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, υπογραμμίζοντας ότι επιπτώσεις στον ανταγωνισμό διαπιστώνονται κάθε φορά που ο αποδέκτης μέτρου ενίσχυσης ανταγωνίζεται επιχειρήσεις σε αγορές οι οποίες είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες αεροπορικές εταιρίες, δραστηριοποιούμενες στην ιδιαιτέρως ανταγωνιστική αγορά των αεροπορικών μεταφορών, έλαβαν χρηματική αποζημίωση.

230    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου εθνικό μέτρο να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η επίμαχη ενίσχυση έχει πράγματι επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και στρεβλώνει όντως τον ανταγωνισμό, αλλά πρέπει απλώς να εξεταστεί εάν η εν λόγω ενίσχυση δύναται να επηρεάσει το εμπόριο αυτό και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑66/02, EU:C:2005:768, σκέψη 111, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 134).

231    Ειδικότερα, όταν ενίσχυση χορηγηθείσα από κράτος μέλος καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση (βλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2014, Ministerio de Defensa και Navantia, C‑522/13, EU:C:2014:2262, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

232    Εξάλλου, σε περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου καθεστώτος, προκειμένου να εκτιμήσει, στην αιτιολογία της αποφάσεως, εάν, λόγω των υψηλών ποσών ή ποσοστών των ενισχύσεων, των χαρακτηριστικών των ενισχυομένων επενδύσεων ή άλλων λεπτομερειών που αυτό προβλέπει, το εν λόγω καθεστώς εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Επομένως, στην απόφαση που αφορά τέτοιο καθεστώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο στάδιο της ανακτήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής, 248/84, EU:C:1987:437, σκέψη 18, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 63).

233    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, εν προκειμένω στις αιτιολογικές σκέψεις 390 έως 392, η Επιτροπή εξήγησε επαρκώς ότι οι αεροπορικές εταιρίες, οι οποίες έλαβαν τις πληρωμές που κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, δραστηριοποιούνταν σε τομέα χαρακτηριζόμενο από έντονο ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων προερχομένων από διαφορετικά κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, μετείχαν σε συναλλαγές εντός της Ένωσης.

234    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ως άνω αιτιολογία είναι αφ’ εαυτής επαρκής όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως που φέρει η Επιτροπή (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑310/99, EU:C:2002:143, σκέψεις 88 και 89, και της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψεις 114 και 121).

235    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν παρερμήνευσε την έννοια της κρατικής ενισχύσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον διαπίστωσε ότι η πρόδηλη διασυνοριακή φύση των επίμαχων δραστηριοτήτων, ήτοι των υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς επιβατών, συνεπαγόταν ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών ενισχύοντας τη θέση στην αγορά των αεροπορικών εταιριών που ωφελήθηκαν από το εν λόγω καθεστώς. Συγκεκριμένα, οι αερομεταφορείς, όπως η προσφεύγουσα, ανταγωνίζονται στην αγορά αεροπορικών μεταφορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οπότε η χορήγηση της ενισχύσεως στις αεροπορικές εταιρίες, όπως η προσφεύγουσα, οι οποίες έχουν συνάψει συμβάσεις με τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia, ενισχύει την ανταγωνιστική θέση των εν λόγω δικαιούχων επιχειρήσεων σε σχέση με εκείνη άλλων ανταγωνιστικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο αεροπορικών επιχειρήσεων, είτε αυτές εκτελούν απευθείας αεροπορικά δρομολόγια προς τη νήσο της Σαρδηνίας είτε όχι.

236    Εν πάση περιπτώσει, αφενός, η προσφεύγουσα, όπως η ίδια παραδέχθηκε, ανταγωνίζεται, στις αεροπορικές γραμμές της από και προς τους αερολιμένες της Σαρδηνίας, ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρίες που μεταφέρουν επιβάτες από και προς τους ίδιους ηπειρωτικούς αερολιμένες με ανταποκρίσεις μέσω άλλων αερολιμένων. Πλην όμως, οι εν λόγω αεροπορικές εταιρίες, όσον αφορά τις προμνησθείσες αεροπορικές γραμμές με ανταπόκριση, οι οποίες ανταγωνίζονταν τις απευθείας αεροπορικές γραμμές της προσφεύγουσας, δεν ωφελήθηκαν από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο κάλυπτε μόνον τις απευθείας γραμμές (point‑to‑point), εν πάση περιπτώσει όχι όσον αφορά τις επιμέρους πτήσεις που εκτελούνταν πέραν του αερολιμένα ανταποκρίσεως, οπότε η ανταγωνιστική θέση των δικαιούχων, όπως η προσφεύγουσα, ήταν οπωσδήποτε ενισχυμένη σε σχέση με εκείνη τέτοιων μη δικαιούχων αεροπορικών εταιριών.

237    Ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ορισμένες εταιρίες, ιδίως οι αεροπορικές εταιρίες που εκτελούσαν τακτικά δρομολόγια, δεν υπήχθησαν στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων αποκλειστικά και μόνον επειδή δεν είχαν υποβάλει προσφορές συνεργασίας στο πλαίσιο των προσκλήσεων εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που δημοσίευσαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, ούτε αυτό μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εξαρτάται εν προκειμένω από το εάν όλες οι αεροπορικές εταιρίες επωφελήθηκαν ή είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από το επίμαχο μέτρο. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν υποτεθεί –πράγμα που δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω– ότι όλες οι ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν απευθείας πτήσεις από και προς τους αερολιμένες της Σαρδηνίας μπορούσαν να αξιώσουν να υπαχθούν στο επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, το γεγονός αυτό, το οποίο αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων και το οποίο, όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα, δεν θα είχε καμία επίπτωση στην εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση περί επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών από το εν λόγω καθεστώς, στο μέτρο που το τελευταίο ενισχύει την ανταγωνιστική θέση των εν λόγω αεροπορικών εταιριών σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους στην ευρωπαϊκή αγορά, οι οποίοι δεν εξυπηρετούν τη νήσο της Σαρδηνίας.

238    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4.      Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαπίστωση ότι τα επίμαχα μέτρα δεν δύναται να κηρυχθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

239    Προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι τα επίμαχα μέτρα δεν δύναται να κηρυχθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά είναι εσφαλμένο, καθόσον στηρίζεται στη μη τήρηση ορισμένων από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής 2005/C 312/01, σχετικά με τις κοινοτικές κατευθύνσεις για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες (ΕΕ 2005, C 312, σ. 1, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2005).

240    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

241    Συναφώς, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, μπορούν, μεταξύ άλλων, να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, προϋπόθεση η οποία πρέπει να εκτιμάται βάσει των κριτηρίων της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Orange κατά Επιτροπής, T‑385/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:117, σκέψη 80).

242    Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η γενική αρχή που καθιερώνει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι αυτή της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων, οι δε παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή, όπως αυτές που προβλέπει η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑277/00, EU:C:2004:238, σκέψη 20, της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Atzeni κ.λπ., C‑346/03 και C‑529/03, EU:C:2006:130, σκέψη 79, και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Orange κατά Επιτροπής, T‑385/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:117, σκέψη 81).

243    Επιπλέον, κατά πάγια επίσης νομολογία, η Επιτροπή, κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, της οποίας η άσκηση ενέχει σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως. Ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται επομένως στην επαλήθευση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και στον έλεγχο της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και της απουσίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή καταχρήσεως εξουσίας (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑351/98, EU:C:2002:530, σκέψη 74, της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑372/97, EU:C:2004:234, σκέψη 83, και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Abertis Telecom Terrestre και Telecom Castilla‑La Mancha κατά Επιτροπής, T‑37/15 και T‑38/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:743, σκέψη 160).

244    Όπως προκύπτει ιδίως από το σημείο 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, σκοπός τους είναι να διευκρινιστούν οι περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια χρηματοδότηση αερολιμένων και αεροπορικών εταιριών συνιστά κρατική ενίσχυση και, όταν πρόκειται πράγματι για ενίσχυση, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή μπορεί να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

245    Συναφώς, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 412 έως 414 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει ενισχύσεις για την έναρξη λειτουργίας νέων αεροπορικών γραμμών, υπέκειτο πράγματι στις κατευθυντήριες γραμμές του 2005. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο 174 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, οι ενισχύσεις που κοινοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών μπορούσαν κατ’ αρχήν να εξεταστούν, μετά τις 4 Απριλίου 2014, υπό το πρίσμα των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Εντούτοις, οι ενισχύσεις, κοινοποιηθείσες ή μη, οι οποίες τέθηκαν σε εφαρμογή, όπως εν προκειμένω, προτού η Επιτροπή αποφανθεί επί των κοινοποιηθέντων από την Ιταλική Δημοκρατία μέτρων και οι οποίες, κατά συνέπεια, είναι παράνομες βάσει της υποχρεώσεως αναστολής του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, πρέπει, αντιθέτως, να εξεταστούν υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών του 2005.

246    Το σημείο 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, το οποίο είναι κρίσιμο εν προκειμένω, έχει ως εξής:

«Με βάση τους στόχους που προαναφέρθηκαν και τις σημαντικές δυσχέρειες που μπορεί να δημιουργήσει η έναρξη μιας νέας γραμμής, η Επιτροπή θα εγκρίνει τις ενισχύσεις αυτές, εφόσον πληρούν τους κάτωθι όρους:

[…]

δ)      Μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της γραμμής και προοδευτική μείωση της ενίσχυσης: η [νέα] γραμμή για την οποία χορηγείται ενίσχυση πρέπει μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί βιώσιμη, δηλαδή να καλύπτει τουλάχιστον το κόστος της, χωρίς δημόσια χρηματοδότηση. Για το λόγο αυτό, οι ενισχύσεις για την έναρξη νέων γραμμών πρέπει να μειώνονται προοδευτικά και να είναι χρονικά περιορισμένες.

ε)      Αποζημίωση του πρόσθετου κόστους της έναρξης νέων γραμμών: το ύψος της ενίσχυσης πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρόσθετο κόστος της έναρξης νέων γραμμών που αφορά την έναρξη της νέας γραμμής ή τη συχνότητά της, το οποίο ο αερομεταφορέας δεν θα μπορούσε να αναλάβει υπό κανονικούς ρυθμούς. Το κόστος αυτό περιλαμβάνει ιδίως τις δαπάνες μάρκετινγκ και διαφήμισης που απαιτούνται στην αρχή για τη γνωστοποίηση της νέας σύνδεσης· μπορεί να περιλαμβάνει τα έξοδα εγκατάστασης στα οποία υποβάλλεται η αεροπορική εταιρεία στο χώρο του περιφερειακού αερολιμένα για την έναρξη της νέας γραμμής, εφόσον πρόκειται όντως για αερολιμένα των κατηγοριών Γ ή Δ και εφόσον δεν έχει ήδη λάβει ενίσχυση για την κάλυψη του κόστους αυτού. Αντίθετα, η ενίσχυση δεν μπορεί να αφορά το σύνηθες λειτουργικό κόστος, όπως είναι η μίσθωση ή η απόσβεση αεροπλάνων, τα καύσιμα, η μισθοδοσία των πληρωμάτων, τα αερολιμενικά τέλη, το κόστος τροφοδοσίας (catering). Το επιλέξιμο κόστος πρέπει να αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος που θα ίσχυε σε φυσιολογικές συνθήκες της αγοράς.

στ)      Ένταση και διάρκεια της ενίσχυσης: η προοδευτικά μειούμενη ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί για μέγιστη διάρκεια τριών ετών. Το ύψος της ενίσχυσης δεν μπορεί να υπερβαίνει, κάθε έτος, το 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους του έτους αυτού και, ως προς τη διάρκεια της ενίσχυσης, το 30 % κατά μέσο όρο του επιλέξιμου κόστους.

Για τις γραμμές με αναχώρηση από τις μειονεκτούσες περιοχές, δηλαδή τις υπεραπομακρυσμένες, τις περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο α) [της Συνθήκης ΕΚ], και τις περιοχές με μικρή πυκνότητα πληθυσμού, η προοδευτικά μειούμενη ενίσχυση επιτρέπεται να χορηγείται για μια μέγιστη διάρκεια πέντε ετών. Το ύψος της ενίσχυσης δεν μπορεί να υπερβαίνει, κάθε έτος, το 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους του έτους αυτού και, ως προς τη διάρκεια της ενίσχυσης, το 40 % κατά μέσο όρο του επιλέξιμου κόστους. Εφόσον η ενίσχυση χορηγηθεί όντως για πέντε έτη, μπορεί να διατηρηθεί στο 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους των τριών πρώτων ετών.

Ούτως ή άλλως, η περίοδος κατά την οποία χορηγείται ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής σε μια εταιρεία πρέπει να είναι ουσιαστικά μικρότερη από εκείνη για την οποία η εταιρεία δεσμεύεται να ασκήσει τις δραστηριότητές της με σημείο αναχώρησης τον συγκεκριμένο αερολιμένα, όπως φαίνεται στο επιχειρηματικό σχέδιο που απαιτείται στην παράγραφο 79, σημείο i). Εξάλλου, η καταβολή της ενίσχυσης πρέπει να παύσει μόλις επιτευχθούν οι στόχοι όσον αφορά την επιβατική κίνηση ή μόλις η γραμμή αποδειχθεί αποδοτική, ακόμη κι αν οι στόχοι επιτευχθούν πριν τη λήξη της αρχικά προβλεπόμενης διάρκειας της ενίσχυσης.

[…]

η)      Χορήγηση χωρίς διακρίσεις: κάθε δημόσια οντότητα που προτίθεται να χορηγήσει σε μια εταιρεία, μέσω ενός αερολιμένα ή όχι, ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής, οφείλει να δημοσιοποιεί την πρόθεσή της εντός προθεσμίας, ικανής να επιτρέψει σε όλες τις ενδιαφερόμενες αεροπορικές εταιρείες να προτείνουν δρομολόγια. Η εν λόγω γνωστοποίηση περιλαμβάνει ιδίως περιγραφή του δρομολογίου, καθώς και τα στοχοθετημένα κριτήρια ως προς το ύψος και τη διάρκεια της ενίσχυσης. Πρέπει επομένως να τηρούνται οι κανόνες και οι αρχές σε ό,τι αφορά τις δημόσιες συμβάσεις και εκχωρήσεις, εφόσον ισχύουν.

[…]»

247    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, εν προκειμένω στις αιτιολογικές σκέψεις 410 έως 421, η Επιτροπή έκρινε ότι η χρηματική αποζημίωση που χορηγήθηκε από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, διότι δεν πληρούνταν τα κριτήρια συμβατότητας που μνημονεύονται στο προεκτεθέν σημείο 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005.

248    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επιχειρεί να αποδείξει ότι, στην περίπτωσή της, οι ενισχύσεις που έλαβε, οι οποίες συνίσταντο στα ποσά που της κατέβαλαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia σε εκτέλεση των συναφθεισών με αυτή συμβάσεων, πληρούσαν τις προϋποθέσεις του σημείου 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούσαν, παρά ταύτα, να κριθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει του σημείου 81 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών ή, ανεξαρτήτως των τελευταίων, ως ενισχύσεις για την ανάπτυξη του τουρισμού υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

249    Συναφώς, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι ικανά να αναιρέσουν την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωσή της ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν πληρούσε τα κριτήρια του σημείου 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, τα οποία είναι σωρευτικά, πράγμα που σημαίνει ότι η μη τήρηση ενός εξ αυτών αρκούσε ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια ενίσχυση να μπορεί να χαρακτηριστεί «ενίσχυση για την έναρξη νέας γραμμής» συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

250    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 410 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ίδια η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριξε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν είχε σχεδιαστεί ως καθεστώς με σκοπό την παροχή στήριξης για την έναρξη νέων αεροπορικών γραμμών και ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του σημείου 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005.

251    Εξάλλου, όσον αφορά την προϋπόθεση του σημείου 79, στοιχείο δʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, ακόμη και εάν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι οι εμπορικές συμφωνίες μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών συνήφθησαν με προοπτική οικονομικής αποδοτικότητας, εκτιμώμενης μέσω μιας εκ των προτέρων εκτιμήσεως της βιωσιμότητας και της αποδοτικότητας των επιχειρηματικών σχεδίων που υπέβαλαν οι αεροπορικές εταιρίες και των οικονομικών αναλύσεων που καταρτίστηκαν από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν καθιέρωσε ένα σύστημα προοδευτικά μειούμενων ενισχύσεων για καθεμιά από τις αεροπορικές γραμμές οι οποίες καλύπτονταν από τις συναφθείσες μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών συμβάσεις και οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι όλες «νέες» κατά την έννοια των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Ειδικότερα, κάθε αεροπορική εταιρία έλαβε συνολικά ποσά που αντιστοιχούσαν σε περιόδους δραστηριότητας, αλλά, στην πράξη, η χρηματοδότηση δεν εξατομικεύθηκε ανά αεροπορική γραμμή από και προς κάθε οικείο αερολιμένα.

252    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, στην περίπτωσή της, η ενίσχυση την οποία έλαβε, για το σύνολο των αεροπορικών γραμμών που εκτελεί από τον αερολιμένα της Olbia, δεν μειωνόταν προοδευτικά όσον αφορά τον αερολιμένα αυτόν, δεδομένου ότι, βάσει του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, εισέπραξε από τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα αυτού αμοιβές που αντιθέτως αυξάνονταν προοδευτικά, ανερχόμενες από το ποσό των 750 000 ευρώ για την περίοδο από τον Μάρτιο του 2010 έως τον Μάρτιο του 2011 και το ποσό των 750 000 ευρώ για την περίοδο από το καλοκαίρι του 2011 έως τον χειμώνα 2011/2012 στο ποσό του 1 εκατομμυρίου ευρώ για την περίοδο από το καλοκαίρι του 2012 έως τον χειμώνα 2012/2013. Βεβαίως, όσον αφορά τον αερολιμένα του Cagliari‑Elmas, εισέπραξε, όπως υπογραμμίζει, αμοιβές πράγματι προοδευτικά μειούμενες, ήτοι ποσό 800 000 ευρώ για την περίοδο μεταξύ Μαρτίου 2010 και Μαρτίου 2011, ποσό 700 000 ευρώ για την περίοδο μεταξύ Μαρτίου 2011 και Μαρτίου 2012 και ποσό 600 000 ευρώ για την περίοδο μεταξύ Μαρτίου 2012 και Μαρτίου 2013. Εντούτοις, από το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων ή από τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν προκύπτει ότι οι αεροπορικές γραμμές τις οποίες αφορούσαν, συνολικά, τα ποσά αυτά ήταν αποδοτικές χωρίς την επίμαχη χρηματοδότηση, ούτε ότι η ενίσχυση μπορούσε να εξατομικευθεί για καθεμιά από τις γραμμές αυτές ώστε να διαπιστωθεί, για καθεμιά από αυτές, ότι η ενίσχυση που αντιστοιχούσε στην οικεία γραμμή ήταν προοδευτικά μειούμενη.

253    Όσον αφορά τον τεθέντα σε εφαρμογή από την Αυτόνομη Περιφέρεια μηχανισμό παρακολουθήσεως των πληρωμών που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων, δεν προκύπτει, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι αυτός διασφάλιζε, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του σημείου 79, στοιχείο εʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, ότι η χορηγούμενη δημόσια χρηματοδότηση ήταν αναγκαία για την κάλυψη μέρους των δαπανών για την έναρξη των οικείων αεροπορικών γραμμών, ότι αντιπροσώπευε μόνον τις πραγματικές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων και ότι αφορούσε μόνο τις δαπάνες αυτές. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε σε κάθε αεροπορική εταιρία δεν κατανεμήθηκε σε καθεμιά από τις αεροπορικές γραμμές που εκτελούνταν από και προς καθέναν από τους οικείους αερολιμένες της Σαρδηνίας.

254    Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων φέρονται ότι ανέλαβαν με ίδια κεφάλαια, αν και σε άγνωστο μέτρο, πρόσθετες δαπάνες ή ότι η προσφεύγουσα δεν θα είχε ξεκινήσει ή διατηρήσει τις οικείες αεροπορικές γραμμές χωρίς την χρηματοδοτική ενίσχυση που έλαβε από τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia. Επιπλέον, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων και οι συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών δεν διευκρινίζουν, για τις οικείες αεροπορικές γραμμές, ποιο ήταν το πρόσθετο κόστος για την έναρξη καθεμιάς εξ αυτών.

255    Ομοίως, όσον αφορά την προϋπόθεση του σημείου 79, στοιχείο στʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, αυτή σαφώς δεν πληρούται εφόσον είναι πρόδηλο ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων και οι συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και των αεροπορικών εταιριών δεν προσδιορίζουν επιλέξιμο κόστος. Συγκεκριμένα, ελλείψει μνείας επιλέξιμου κόστους, δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί εάν τηρήθηκε η προϋπόθεση περί μέγιστης χρηματοδοτήσεως του 50 % του ύψους του επιλέξιμου κόστους ανά έτος, με ανώτατο όριο μέσης χρηματοδοτήσεως το 30 %. Αντιθέτως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια επέστρεψε, κατόπιν αιτήσεως, τις πληρωμές που είχαν καταβάλει οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων στις αεροπορικές εταιρίες και ότι οι πληρωμές αυτές συνίσταντο σε κατ’ αποκοπήν ποσά, τα οποία συχνά στρογγυλοποιούνταν, χωρίς άλλη διευκρίνιση και, εν πάση περιπτώσει, κατά τρόπο μη εξατομικευμένο για καθεμιά από τις οικείες αεροπορικές γραμμές.

256    Ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Σαρδηνία αποτελεί μειονεκτούσα οικονομική περιοχή της Ένωσης κατά την έννοια του σημείου 79, στοιχείο στʹ, δεύτερη περίοδος, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι η περιοχή αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007/2013 (ΕΕ 2006, C 54, σ. 13).

257    Όσον αφορά την προϋπόθεση του σημείου 79, στοιχείο ηʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 σχετικά με τη χωρίς διακρίσεις χορήγηση των ενισχύσεων για την έναρξη νέας γραμμής, πρέπει, για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν ανωτέρω προς απόρριψη του δευτέρου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων διοργάνωσαν διαδικασία που διασφάλιζε τον ανταγωνισμό των αεροπορικών εταιριών, εξασφαλίζοντας διαφάνεια, επαρκή δημοσιότητα, απουσία δυσμενών διακρίσεων και επιλογή των πλέον συμφερουσών από οικονομικής απόψεως προσφορών.

258    Επομένως, είναι προφανές ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, ακόμη και όσον αφορά την ενίσχυση που εισέπραξε ατομικά η προσφεύγουσα, δεν πληρούσε τα κριτήρια του σημείου 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005.

259    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής στον τομέα αυτό, καθώς και της ανάγκης στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων από την αρχή της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή εδύνατο, παρά το σχετικό αίτημα της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά τη διοικητική διαδικασία, να αποφασίσει ότι δεν υπήρχε λόγος παρεκκλίσεως ούτε από τα κριτήρια που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2005 βάσει του σημείου 81 αυτών, κατά το οποίο η Επιτροπή μπορεί «να εξετάσει κατά περίπτωση μια ενίσχυση ή ένα καθεστώς το οποίο, καίτοι δεν πληροί εξ ολοκλήρου τα κριτήρια [του σημείου 79], οδηγεί σε παρεμφερές αποτέλεσμα». Συγκεκριμένα, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι δεν πληροί την πλειονότητα των κριτηρίων που προβλέπονται στο σημείο 79 των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καταλήγει σε κατάσταση συγκρίσιμη με ενίσχυση που πληροί τις εν λόγω απαιτήσεις.

260    Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, ανεξάρτητα από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005, έπρεπε να επιτραπεί βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, καθόσον σκοπούσε στην προώθηση του τουρισμού στη Σαρδηνία και των εμπορικών δραστηριοτήτων των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων της Σαρδηνίας, αφενός, η Ιταλική Δημοκρατία δεν ζήτησε να υπαχθεί στις παρεκκλίσεις αυτές κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, παρεκκλίσεις οι οποίες τυγχάνουν αυστηρής εφαρμογής. Αφετέρου, αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα αναφέρεται ειδικά στην παρέκκλιση που αφορά τις ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων, λόγω της εκτάσεως των χρηματοδοτήσεων που συνεπαγόταν, δεν μπορούσε να μην αλλοιώσει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντικείμενο προς το κοινό συμφέρον.

261    Εξ όλων των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

5.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όσον αφορά τη διαταγή ανακτήσεως της ενισχύσεως στο επίπεδο της προσφεύγουσας

262    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτώντας, με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να ανακτήσουν οι ιταλικές αρχές από την προσφεύγουσα τα ποσά που η τελευταία είχε εισπράξει κατ’ εκτέλεση των συμβάσεων τις οποίες είχε συνάψει με τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, και τα οποία προέρχονται από τα κονδύλια που χορηγήθηκαν στους εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως από τον προϋπολογισμό της Αυτόνομης Περιφέρειας. Συγκεκριμένα, ένας επιμελής επιχειρηματίας, ο οποίος έχει συνάψει τέτοιου είδους συμφωνίες με ιδιώτες επιχειρηματίες, όπως οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων, υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, δεν θα είχε κανέναν λόγο να αμφισβητήσει τον εμπορικό χαρακτήρα των εν λόγω συμφωνιών και, ως εκ τούτου, ευλόγως δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι, στο πλαίσιο αυτό, οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως δεν διαχειρίζονταν ίδια κεφάλαιά τους, ούτε να προβλέψει ότι θα μπορούσε συνακόλουθα μεταγενέστερα να θεωρηθεί δικαιούχος της προβαλλόμενης κρατικής ενίσχυσης.

263    Ειδικότερα, ο επιχειρηματίας αυτός δεν θα γνώριζε κατ’ ανάγκη ότι τα κονδύλια που οι εν λόγω φορείς εκμεταλλεύσεως χρησιμοποίησαν για την αμοιβή του αντιστοιχούσαν, τουλάχιστον εν μέρει, στα κονδύλια που τους είχε χορηγήσει η Αυτόνομη Περιφέρεια βάσει των επίμαχων μέτρων. Ένας επιμελής επιχειρηματίας δεν θα είχε, επομένως, κρίνει αναγκαίο να ελέγξει την προέλευση των κονδυλίων αυτών και το ενδεχόμενο αυτά να μην είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Εξάλλου, η διοργάνωση διαγωνισμών από τους φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και η εφαρμογή, στο επίπεδο των αερολιμενικών τελών, τιμών αγοράς, ή ακόμη και τιμών υψηλότερων από αυτές της αγοράς, καθώς και η ύπαρξη ποινικών ρητρών στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες συνήφθησαν με βάση επιχειρηματικά σχέδια και μελέτες, δεν μπορούσαν παρά να ενισχύσουν την πεποίθηση της προσφεύγουσας ότι οι οικονομικές σχέσεις που είχε συνάψει με καθέναν από τους εμπλεκόμενους εν προκειμένω φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων είχαν καθαρά εμπορικό και όχι δημόσιο χαρακτήρα. Εν πάση περιπτώσει, κατά την προσφεύγουσα, ένας επιχειρηματίας που είναι ενημερωμένος στον τομέα των αερομεταφορών δεν θα μπορούσε να προβλέψει, λαμβανομένης υπόψη της πρακτικής που ακολουθεί η Επιτροπή στον τομέα αυτόν, ότι η εμπορική συμφωνία δεν θα ελεγχόταν, ως ατομική ενίσχυση, με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, αλλά θα θεωρείτο αντιθέτως, όπως εν προκειμένω, ως μεμονωμένη περίπτωση εφαρμογής καθεστώτος ενισχύσεων.

264    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, επισημαίνοντας ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει καμία συγκεκριμένη διαβεβαίωση την οποία να της έχει παράσχει η Επιτροπή κατά την εξέταση του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων. Εν πάση περιπτώσει, θεωρεί ότι ένας επιμελής επιχειρηματίας θα έπρεπε κατά την υπογραφή των επίμαχων εν προκειμένω συμφωνιών να γνωρίζει ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων χρηματοδοτούνταν από την Αυτόνομη Περιφέρεια στο πλαίσιο του νόμου 10/2010, κατά μείζονα λόγο καθόσον στο προοίμιο της συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ της προσφεύγουσας και της SOGAER αναφερόταν κατά τρόπο πολύ σαφή ότι η εν λόγω συμφωνία συνήφθη στο πλαίσιο που θεσπίστηκε με τον νόμο 10/2010, μολονότι το ιταλικό κράτος δεν τον είχε κοινοποιήσει κατά την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας αυτής.

265    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε πρόσωπο στο οποίο θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Επιπλέον, ουδείς μπορεί να προβάλει παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑506/03, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2005:715, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ομοίως, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου της Ένωσης ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου [βλ. αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1987, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά Επιτροπής, 265/85, EU:C:1987:121, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 147 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

266    Δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας που έχει η υποχρέωση κοινοποιήσεως προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή, o οποίος έχει επιτακτικό χαρακτήρα, οι δικαιούχοι ενισχύσεως μπορούν να έχουν, κατ’ αρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της εν λόγω ενισχύσεως μόνον εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, ο δε επιμελής επιχειρηματίας είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Ειδικότερα, οσάκις η ενίσχυση καταβάλλεται χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή ή, όπως εν προκειμένω, προτού εκδοθεί η περατώνουσα τη διαδικασία απόφαση της Επιτροπής, με αποτέλεσμα να είναι παράνομη βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί, κατ᾽ αρχήν, να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, T‑328/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:498, σκέψεις 20 και 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

267    Εν προκειμένω, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ίδια ουδέποτε παρέσχε στην προσφεύγουσα διαβεβαιώσεις ως προς τη συμβατότητα του επίδικου καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, δεδομένου μάλιστα ότι η Ιταλική Δημοκρατία έθεσε σε εφαρμογή το εν λόγω καθεστώς χωρίς να αναμείνει από την Επιτροπή να αποφανθεί επ’ αυτού βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα, συνεπώς, την έλλειψη νομιμότητας του εν λόγω καθεστώτος.

268    Αναφορικά με την προβαλλόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας ως προς την αυστηρώς εμπορική φύση των συμβατικών σχέσεών της με τους φορείς εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων του Cagliari‑Elmas και της Olbia, η οποία δεν μπορούσε να εγείρει υποψίες περί κρατικής συμπεριφοράς των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων και κρατικής προελεύσεως των κεφαλαίων που αυτοί χρησιμοποιούσαν, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι η κρατική προέλευση των κεφαλαίων που έλαβαν οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων δεν φαίνεται να είχε αποκρυφθεί στις προσκλήσεις εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που είχαν δημοσιεύσει οι φορείς αυτοί στους ιστότοπούς τους και, αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, ότι η σύμβαση μεταξύ της προσφεύγουσας και του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένος του Cagliari‑Elmas καθιστούσε σαφές, με ιδιαιτέρως ρητό τρόπο, ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια χρηματοδοτούσε την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως.

269    Ομοίως, καίτοι οι συμβάσεις που συνήψε με τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Olbia δεν ανέφεραν την Αυτόνομη Περιφέρεια, αλλά έκαναν αναφορά μόνο στην «οικονομική συμμετοχή των φορέων που ενδιαφέρονται για την τουριστική ανάπτυξη της νήσου» («financial participation of the subjects interested in the toursim development of the Island»), η προσφεύγουσα δεν μπορεί ευλόγως να υποστηρίζει ότι θεωρούσε ότι συνάπτει σύμβαση με έναν απλό ιδιώτη επιχειρηματία.

270    Επιπλέον, ο νόμος 10/2010 δημοσιεύθηκε στο Bollettino Ufficiale della Regione autonoma della Sardegna, οπότε η προσφεύγουσα, ως ενημερωμένος επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στην αγορά αερομεταφορών στην Ιταλία, δεν μπορούσε να αγνοεί την ύπαρξή του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008, Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods Trading κατά Επιτροπής, C‑38/07 P, EU:C:2008:641, σκέψη 61), ούτε, κατά συνέπεια, το σύστημα χρηματοδοτήσεως που αυτός προέβλεπε, και τον κίνδυνο, αφενός, να θεωρηθεί ενδεχομένως αυτό καθεστώς ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2015/1589 και, αφετέρου, να θεωρηθούν οι αεροπορικές εταιρίες πραγματικοί δικαιούχοι του εν λόγω καθεστώτος. Εξάλλου, το σημείο 79, στοιχείο ηʹ, των κατευθυντήριων γραμμών του 2005, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μνημονεύει ρητώς τη δυνατότητα μιας δημόσιας οντότητας να χορηγήσει ενίσχυση σε αεροπορική εταιρία «μέσω ενός αερολιμένα».

271    Όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι η Αυτόνομη Περιφέρεια δεν κατέχει, εν προκειμένω, συμμετοχή στους επίμαχους αερολιμένες, ούτε τους ελέγχει, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς την εφαρμογή της αρχής αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως επίσης δεν μπορούσε ούτε να υπολογίζει στο γεγονός ότι η εφαρμογή της αρχής αυτής θα οδηγούσε απαραιτήτως στο συμπέρασμα ότι δεν εισέπραττε όφελος προερχόμενο από κρατικούς πόρους.

272    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

6.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ελλιπής και αντιφατική

273    Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία.

274    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμος ο έκτος λόγος ακυρώσεως.

275    Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να αντιληφθούν τη βάση της και, ενδεχομένως, να αμφισβητήσουν το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, στον δε δικαστή να ελέγξει το βάσιμό της, χωρίς ωστόσο να απαιτείται να παραθέτει το θεσμικό όργανο εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία ανταποκρίνεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τόσο το γράμμα της πράξεως αυτής όσο και το νομικό και πραγματικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑501/00, EU:C:2004:438, σκέψη 73, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T‑200/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2005:460, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

276    Επιπλέον, στο πλαίσιο λόγου στηριζόμενου σε έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς αμφισβήτηση της βασιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αλυσιτελή και δεν ασκούν επιρροή (βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, T‑349/03, EU:T:2005:221, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

277    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα θεωρεί, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή δεν ανέπτυξε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 361 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ενήργησαν ως απλοί ενδιάμεσοι φορείς της Αυτόνομης Περιφέρειας και ότι, κατά συνέπεια, οι χρηματοδοτικές ροές μεταξύ των εν λόγω φορέων εκμεταλλεύσεως και των αεροπορικών εταιριών δεν έπρεπε να θεωρηθεί ότι συνιστούν εμπορική εκτέλεση των συμβάσεων που είχαν συνάψει οι οντότητες αυτές, αλλά ότι αφορούν κρατικούς πόρους. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν εξέτασε λεπτομερώς την κατάσταση που επικρατεί σε κάθε αερολιμένα ξεχωριστά, και ιδίως τη θέση που κατέχει το κράτος στις εταιρίες οι οποίες εκμεταλλεύονται καθέναν από τους οικείους αερολιμένες, προκειμένου να στηρίξει τα συμπεράσματά της όσον αφορά το ζήτημα του ελέγχου τους από δημόσια αρχή. Η Επιτροπή δεν εξήγησε επίσης πώς η GEASAR, παρότι ιδιωτικός φορέας εκμεταλλεύσεως, δεν ενεργούσε ανεξάρτητα από το κράτος. Ομοίως, δεν εξήγησε με ποιον τρόπο το κράτος ασκούσε έλεγχο επί των αποφάσεων των φορέων εκμεταλλεύσεως των αερολιμένων της Olbia και του Cagliari‑Elmas και υπό ποια έννοια ο μηχανισμός έγκρισης που προβλέπεται στα εκτελεστικά μέτρα αποτέλεσε επαρκή λόγο για τη συναγωγή του συμπεράσματος αυτού.

278    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξήγησε, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 355 έως 362 της αποφάσεως αυτής, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι φορείς εκμεταλλεύσεως αερολιμένων ενεργούσαν ως ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ της Αυτόνομης Περιφέρειας και των αεροπορικών εταιριών. Εξάλλου, η προσφεύγουσα κατανόησε το επίμαχο σκεπτικό, δεδομένου ότι υπέβαλε λεπτομερή λόγο ακυρώσεως, εν προκειμένω τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, βάλλοντας κατά του συλλογισμού της Επιτροπής ως προς την εκτίμηση του ρόλου των ενδιάμεσων φορέων, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι οι αερολιμένες του Cagliari‑Elmas και της Olbia δεν ανήκαν στην Αυτόνομη Περιφέρεια. Στην πραγματικότητα, η προσφεύγουσα, με πρόσχημα τον ισχυρισμό της περί παράβασης της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, επαναλαμβάνει απλώς και μόνο το γεγονός ότι δεν συμμερίζεται, επί της ουσίας, την ανάλυση της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση.

279    Η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε για ποιον λόγο τα επίμαχα μέτρα δεν κάλυπταν πραγματικές ανάγκες της Αυτόνομης Περιφέρειας, παρότι, ενεργώντας αντιφατικά, είχε εξετάσει εμπεριστατωμένως τέτοιου είδους ζήτημα σε προηγούμενες αποφάσεις της, οι οποίες αφορούσαν συμφωνίες μάρκετινγκ, όπως αυτές που συνήφθησαν εν προκειμένω μεταξύ της προσφεύγουσας και των φορέων εκμεταλλεύσεως αερολιμένων.

280    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξήγησε τους λόγους για τους οποίους το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν κάλυπτε πραγματικές ανάγκες της Αυτόνομης Περιφέρειας, έστω και εάν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, το οποίο επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Εξάλλου, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν μπορούσε να μη χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση κατ’ εφαρμογήν της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

281    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο έκτος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

282    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την easyJet Airline Co. Ltd στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Svenningsen

Valančius

Csehi

 

      Nihoul

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαΐου 2020.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.