Language of document : ECLI:EU:T:2012:332

Υπόθεση T‑360/09

E.ON Ruhrgas AG και
E.ON AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Γερμανική και γαλλική αγορά του φυσικού αερίου — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Κατανομή της αγοράς — Διάρκεια της παραβάσεως — Πρόστιμα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Συμπράξεις — Απαγόρευση — Εξαίρεση — Ρήτρα χαρακτηριζόμενη ως παρεπόμενος περιορισμός — Έννοια του παρεπόμενου περιορισμού — Περιεχόμενο — Περιορισμός άμεσα συνδεόμενος με την πραγματοποίηση της κύριας πράξεως και αναγκαίος γι’ αυτήν — Αντικειμενικός και ανάλογος χαρακτήρας — Περίπλοκη οικονομική εκτίμηση — Δικαστικός έλεγχος — Όρια — Συνέπειες του χαρακτηρισμού

(Άρθρο 81 §§ 1 και 3 ΕΚ)

2.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Χαρακτηρισμός επιχειρήσεως ως δυνητικού ανταγωνιστή — Κριτήρια — Βασικό στοιχείο — Ικανότητα της επιχειρήσεως να διεισδύσει στην οικεία αγορά — Αγορά χαρακτηριζόμενη από νόμιμο ή εκ των πραγμάτων μονοπώλιο — Επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Αρκεί αυτή η διαπίστωση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Πρόθεση των μερών συμφωνίας να περιορίσουν τον ανταγωνισμό — Μη αναγκαίο κριτήριο — Συνεκτίμηση μιας τέτοιας προθέσεως από την Επιτροπή ή τον δικαστή της Ένωσης — Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Συμφωνία με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού — Ταυτόχρονη επιδίωξη θεμιτών σκοπών — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Συμπράξεις — Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου — Κριτήρια εκτιμήσεως — Συμφωνίες ή πρακτικές αφορώσες αγορά χαρακτηριζόμενη από την έλλειψη κάθε δυνητικού ανταγωνισμού

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Περιεχόμενο του βάρους αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 230 ΕΚ)

9.      Συμπράξεις — Συμμετοχή επιχειρήσεως σε πρωτοβουλίες αντίθετες στον ανταγωνισμό — Επάρκεια, για τη θεμελίωση της ευθύνης της επιχειρήσεως, μιας σιωπηρής εγκρίσεως χωρίς δημόσια αποστασιοποίηση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση συνιστάμενη στη σύναψη συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό — Απόφαση στηριζόμενη σε έγγραφες αποδείξεις — Υποχρεώσεις, ως προς την απόδειξη, των επιχειρήσεων που αμφισβητούν ότι υπήρξε παράβαση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

11.    Συμπράξεις — Απαγόρευση — Συμφωνίες που συνεχίζουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους μετά την τυπική λύση τους — Εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

12.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως — Πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων — Ενδεικτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

13.    Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου — Θυγατρική ανήκουσα σε εταιρία συμμετοχών — Περίσταση μη επαρκής προς ανατροπή του τεκμηρίου

(Άρθρα 81 EΚ και 82 EΚ)

14.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία — Αποτέλεσμα

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 62-70)

2.      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ ισχύει αποκλειστικά στους τομείς που είναι ανοικτοί στον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των όρων που διατυπώνονται στη διάταξη αυτή, σχετικά με τις επιπτώσεις επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και τις επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού. Η εξέταση των όρων του ανταγωνισμού γίνεται όχι μόνο βάσει του νυν υφιστάμενου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στην επίμαχη αγορά, αλλά και βάσει του δυνητικού ανταγωνισμού.

Συναφώς, όσον αφορά εθνική αγορά χαρακτηριζόμενη από την ύπαρξη εκ των πραγμάτων εδαφικών μονοπωλίων, το γεγονός ότι δεν υφίσταται νόμιμο μονοπώλιο στην αγορά αυτή δεν ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, για να κριθεί αν υπάρχει σε μια αγορά δυνητικός ανταγωνισμός, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες όσον αφορά την ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων ή όσον αφορά το κατά πόσον ένας νέος ανταγωνιστής μπορεί να διεισδύσει στην ως άνω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις. Η ως άνω εξέταση της Επιτροπής πρέπει να διενεργείται λαμβανομένων υπόψη αντικειμενικώς των δυνατοτήτων αυτών, με συνέπεια να μην ασκεί επιρροή το αν οι δυνατότητες αυτές αποκλείονται λόγω ενός μονοπωλίου το οποίο ανάγεται ευθέως στην εθνική νομοθεσία ή το οποίο ανάγεται εμμέσως στην πραγματική κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας.

Εξάλλου, η καθαρά θεωρητική δυνατότητα εισόδου μιας εταιρίας στην αγορά δεν είναι αρκετή για να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιου ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 84-85, 102, 105-106)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 141)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 142)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 143)

6.      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ εφαρμόζεται μόνο στις συμφωνίες που μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Η ύπαρξη επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην καθοριστικοί. Για να διαπιστωθεί αν μια σύμπραξη επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να εξετάζεται εντός του οικονομικού και του νομικού της πλαισίου. Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει το αν η επιρροή μιας συμπράξεως επί του εμπορίου είναι δυσμενής, ουδέτερη ή ευνοϊκή. Ειδικότερα, ο περιορισμός του ανταγωνισμού είναι ικανός να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών όταν μπορεί να εκτρέψει τα εμπορικά ρεύματα από την κατεύθυνση που θα είχαν άλλως λάβει.

Εξάλλου, η ικανότητα μιας συμπράξεως να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, ήτοι το δυνητικό αποτέλεσμά της, αρκεί για να υπαχθεί η εν λόγω σύμπραξη στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η ύπαρξη πραγματικών επιπτώσεων επί του εμπορίου. Είναι πάντως αναγκαίο το δυνητικό αποτέλεσμα της συμπράξεως επί του διακρατικού εμπορίου να είναι αισθητό, ή, με άλλα λόγια, να μην είναι επουσιώδες.

Εξάλλου, σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη.

Όσον αφορά εθνικές αγορές χαρακτηριζόμενες από την ύπαρξη νομίμου ή εκ των πραγμάτων μονοπωλίου, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού σε τέτοιες αγορές, δεν μπορεί να κρίνει ότι συμφωνίες ή πρακτικές αφορώσες τις αγορές αυτές είναι ικανές να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

(βλ. σκέψεις 151-155)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 169-170, 173-175, 247)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 171-172)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 176-177)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 234, 252)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 251)

12.    Η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων δεν χρησιμεύει καθαυτή ως νομικό πλαίσιο των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι το νομικό αυτό πλαίσιο καθορίζουν αποκλειστικά ο κανονισμός 1/2003 και οι κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003. Έτσι, αποφάσεις επί άλλων υποθέσεων έχουν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι.

Πάντως, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απαγορεύει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς, αποτελεί υποχρέωση της Επιτροπής, οσάκις αυτή επιβάλλει πρόστιμο σε μια επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, όπως αποτελεί υποχρέωση κάθε θεσμικού οργάνου σε όλες του τις δραστηριότητες.

Γεγονός παραμένει ότι οι προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με πρόστιμα μπορούν να ασκήσουν επιρροή σχετικά με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων τις οποίες αφορούν οι άλλες αυτές αποφάσεις, όπως είναι οι αγορές, τα προϊόντα, οι χώρες, οι επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι, είναι παρόμοια προς τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 260-262)

13.    Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της η οποία παρέβη τους κοινοτικούς κανόνες του ανταγωνισμού, αφενός, η ως άνω μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αρκεί η απόδειξη από την Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής ώστε να τεκμαίρεται ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η ως άνω μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το ως άνω τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτόνομα στην αγορά.

Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της εν λόγω θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση.

Ιδίως δεν πρέπει να περιορισθεί η εκτίμηση αυτή στα στοιχεία και μόνον που αφορούν τη stricto sensu εμπορική πολιτική της θυγατρικής, όπως είναι η στρατηγική της διανομής ή των τιμών. Ειδικότερα, η απόδειξη και μόνον του γεγονότος ότι η θυγατρική είναι αυτή που διαχειρίζεται τις συγκεκριμένες αυτές πτυχές της εμπορικής πολιτικής της χωρίς να λαμβάνει σχετικές οδηγίες δεν αρκεί ώστε να συναχθεί αυτονομία της θυγατρικής. Κατά μείζονα λόγο, το κριτήριο της αναμίξεως της μητρικής εταιρίας στην καθημερινή διαχείριση της θυγατρικής της δεν ασκεί επιρροή.

Το γεγονός και μόνον ότι η μητρική εταιρία είναι εταιρία χαρτοφυλακίου η οποία δεν αναμιγνύεται στη δραστηριότητα εκμεταλλεύσεως της θυγατρικής της δεν αρκεί ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εν λόγω θυγατρικής. Ειδικότερα, στο πλαίσιο ενός ομίλου εταιριών, μια εταιρία χαρτοφυλακίου είναι εταιρία που προορίζεται να συγκεντρώσει συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες και έχει ως έργο τη διασφάλιση της ενιαίας διευθύνσεως τους.

(βλ. σκέψεις 277-280, 283)

14.    Η πλήρης δικαιοδοσία την οποία απονέμει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στο Γενικό Δικαστήριο παρέχει σε αυτό την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, που του επιτρέπει μόνο να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίζει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς να την ακυρώνει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πραγματικές περιστάσεις, μεταβάλλοντας ιδίως το ύψος του επιβληθέντος προστίμου όταν το ζήτημα του ύψους αυτού έχει τεθεί στην κρίση του.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής όταν αποφασίζει δυνάμει της πλήρους δικαιοδοσίας του, αλλά οφείλει να προβεί σε δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

(βλ. σκέψεις 300-301)