Language of document : ECLI:EU:C:2017:985

Υπόθεση C‑322/16

Global Starnet Ltd

κατά

Ministero dell’Economia e delle Finanze
και
Amministrazione Autonoma Monopoli di Stato

(αίτηση του Consiglio di Stato
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ελευθερία εγκαταστάσεως, ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και επιχειρηματική ελευθερία – Περιορισμοί – Ανάθεση νέων συμβάσεων παραχωρήσεως για τη διεξαγωγή παιγνίων μέσω διαδικτύου – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου – Υποχρέωση ή μη του εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 20ής Δεκεμβρίου 2017

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος – Εξέταση της συμβατότητας των εθνικών κανόνων τόσο με το δίκαιο της Ένωσης όσο και με το εθνικό Σύνταγμα – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του οικείου κράτους μέλους που εκτιμά τη συνταγματικότητα των εν λόγω κανόνων – Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2.        Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Διατάξεις της Συνθήκης – Πεδίο εφαρμογής – Εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στους υφιστάμενους παραχωρησιούχους στον τομέα της διεξαγωγής νόμιμων παιγνίων μέσω διαδικτύου νέες απαιτήσεις για την άσκηση της δραστηριότητάς τους μέσω πράξεως τροποποιητικής της υφιστάμενης συμβάσεως – Εμπίπτει – Εξέταση, καταρχήν, υπό το πρίσμα μιας μόνον από τις ελευθερίες που προβλέπονται από τη ΣΛΕΕ

(Άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ)

3.        Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Τυχερά παίγνια – Εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στους υφιστάμενους παραχωρησιούχους στον τομέα της διεξαγωγής νόμιμων παιγνίων μέσω διαδικτύου νέες απαιτήσεις για την άσκηση της δραστηριότητάς τους μέσω πράξεως τροποποιητικής της υφιστάμενης συμβάσεως – Συμβατότητα με τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ – Προϋποθέσεις – Εξακρίβωση από το αιτούν δικαστήριο

(Άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ)

1.      Το άρθρο 267, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα υποχρεούται, καταρχήν, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ακόμη και όταν, στο πλαίσιο της ίδιας υποθέσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, το Συνταγματικό Δικαστήριο του οικείου κράτους μέλους έχει εκτιμήσει τη συνταγματικότητα των εθνικών ρυθμίσεων υπό το πρίσμα κανόνων αναφοράς που έχουν περιεχόμενο ανάλογο με εκείνο των κανόνων του δικαίου της Ένωσης.

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και, πιο συγκεκριμένα, η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ θα θιγόταν αν, εξαιτίας της υπάρξεως διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας, ο εθνικός δικαστής αδυνατούσε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα και να εφαρμόσει αμέσως το δίκαιο της Ένωσης κατά τρόπο σύμφωνο προς την κρίση ή τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Kernkraftwerke Lippe-Ems, C‑5/14, EU:C:2015:354, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Επιπροσθέτως, μολονότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με το οποίο το Δικαστήριο τους παρέχει τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν, εντούτοις, όταν δεν υπάρχει κανένα ένδικο μέσο του εσωτερικού δικαίου κατά της αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου, το τελευταίο αυτό δικαστήριο υποχρεούται να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εφόσον ανακύπτει ενώπιόν του ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C‑160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 37).

(βλ. σκέψεις 23, 24, 26, διατακτ. 1

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 29-32)

3.      Τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στους υφιστάμενους παραχωρησιούχους στον τομέα της διεξαγωγής νόμιμων παιγνίων μέσω διαδικτύου νέες απαιτήσεις για την άσκηση της δραστηριότητάς τους μέσω πράξεως τροποποιητικής της υφιστάμενης συμβάσεως, εφόσον το αιτούν δικαστήριο καταλήξει ότι η ρύθμιση αυτή δύναται να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, είναι πρόσφορη για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη τους μέτρου.

Εν προκειμένω, από το γράμμα των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικών διατάξεων προκύπτει, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 43 των προτάσεών του, ότι ο σκοπός των εν λόγω διατάξεων ήταν η αύξηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των παραχωρησιούχων, η ενίσχυση του κύρους και της αξιοπιστίας τους καθώς και η καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

Δεδομένης της ιδιαιτερότητας της σχετικής με τα τυχερά παίγνια καταστάσεως παρόμοιοι σκοποί μπορούν όντως να αποτελούν υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος, ικανούς να δικαιολογήσουν περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Politanò, C‑225/15, EU:C:2016:645, σκέψεις 42 και 43).

(βλ. σκέψεις 41, 42, 65, διατακτ. 2