Language of document : ECLI:EU:T:2020:434

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 23ης Σεπτεμβρίου 2020 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση χορηγηθείσα από τις ισπανικές αρχές προς ορισμένους ομίλους οικονομικού σκοπού (ΟΟΣ) και τους επενδυτές τους – Φορολογικό καθεστώς ορισμένων συμφωνιών χρηματοδοτικής μισθώσεως για την αγορά πλοίων (ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μισθώσεως) – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται εν μέρει ασύμβατη με την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η μερική ανάκτησή της – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ανάκτηση της ενισχύσεως – Ίση μεταχείριση – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Ασφάλεια δικαίου»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την S. Centeno Huerta,

προσφεύγον στην υπόθεση T‑515/13 RENV,

Lico Leasing, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

Pequeños y Medianos Astilleros Sociedad de Reconversión, SA, με έδρα τη Μαδρίτη,

εκπροσωπούμενες από τους M. Merola και M. Sánchez, δικηγόρους,

προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑719/13 RENV,

υποστηριζόμενες από

Bankia, SA, με έδρα τη Βαλένθια (Ισπανία), και τους λοιπούς παρεμβαίνοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τους J. Buendía Sierra, E. Abad Valdenebro, R. Calvo Salinero και A. Lamadrid de Pablo, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες στην υπόθεση T‑719/13 RENV,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, É. Gippini Fournier και την P. Němečková,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2014/200/ΕΕ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2013, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.21233 C/11 (πρώην NN/11, πρώην CP 137/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία – Φορολογικό καθεστώς που διέπει ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, γνωστό και ως «ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης» (ΕΕ 2014, L 114, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins (εισηγητή), πρόεδρο, Κ. Ηλιόπουλο, R. Barents, J. Passer και G. De Baere, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Οκτωβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Από τον Μάιο του 2006 υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πλείονες καταγγελίες κατά του «ισπανικού φορολογικού καθεστώτος χρηματοδοτικής μισθώσεως» (στο εξής: καθεστώς STL). Ειδικότερα, δύο εθνικές ομοσπονδίες ναυπηγικών επιχειρήσεων και μία μεμονωμένη ναυπηγική επιχείρηση κατήγγειλαν ότι το καθεστώς αυτό παρείχε στις ναυτιλιακές εταιρίες τη δυνατότητα να αγοράζουν πλοία ναυπηγηθέντα από ισπανικές ναυπηγικές επιχειρήσεις, με μείωση των τιμών κατά 20 έως 30 %.

2        Κατόπιν πολυάριθμων αιτήσεων παροχής πληροφοριών, τις οποίες απέστειλε η Επιτροπή προς τις ισπανικές αρχές, και δύο συσκέψεων μεταξύ των μερών αυτών, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ με την απόφαση C(2011) 4494 τελικό, της 29ης Ιουνίου 2011 (ΕΕ 2011, C 276, σ. 5, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας).

3        Στις 17 Ιουλίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2014/200/ΕΕ, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.21233 C/11 (πρώην NN/11, πρώην CP 137/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία – Φορολογικό καθεστώς που διέπει ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, γνωστό και ως «ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης» (ΕΕ 2014, L 114, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένα φορολογικά μέτρα τα οποία συνθέτουν το καθεστώς STL «συνιστούν κρατική ενίσχυση», υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τεθείσα παρανόμως σε ισχύ από το Βασίλειο της Ισπανίας από την 1η Ιανουαρίου 2002, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Τα μέτρα αυτά κρίθηκαν εν μέρει ασύμβατα με την εσωτερική αγορά. Διατάχθηκε η ανάκτηση της ενίσχυσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μόνον από τους επενδυτές που έτυχαν των επίμαχων πλεονεκτημάτων, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν το βάρος της ανακτήσεως σε άλλα πρόσωπα.

 Νομική και χρηματοοικονομική δομή του καθεστώτος STL

4        Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το καθεστώς STL στηρίζεται σε ένα σχήμα στο οποίο μετέχουν, για κάθε παραγγελία ναυπηγήσεως πλοίου, πλείονες οικονομικοί παράγοντες, και συγκεκριμένα μία ναυτιλιακή εταιρία, μία ναυπηγική επιχείρηση, μία εταιρία χρηματοδοτικής μισθώσεως (leasing), μία τράπεζα, και ένας όμιλος οικονομικού σκοπού (ΟΟΣ), αποτελούμενος από την τράπεζα και από επενδυτές που αγοράζουν μερίδια συμμετοχής στον εν λόγω ΟΟΣ.

5        Κατά την Επιτροπή, το καθεστώς STL αποτελεί φορολογική διευθέτηση (όπως αποτυπώνεται στη γραφική απεικόνιση κατωτέρω) η οποία οργανώνεται κατά κανόνα από τράπεζα με σκοπό τη δημιουργία φορολογικών πλεονεκτημάτων για τους επενδυτές στο πλαίσιο ενός ΟΟΣ, ο οποίος είναι φορολογικά διαφανής, και τη μεταφορά μέρους των εν λόγω φορολογικών πλεονεκτημάτων στη ναυτιλιακή εταιρία με τη μορφή εκπτώσεως επί της τιμής του πλοίου, ενώ οι επενδυτές του ΟΟΣ διατηρούν τα υπόλοιπα πλεονεκτήματα ως απόδοση της επενδύσεώς τους.

Image not found

6        Στο πλαίσιο του καθεστώτος STL, οι οικονομικοί παράγοντες μνεία των οποίων έγινε στις σκέψεις 4 και 5 ανωτέρω υπογράφουν πλείονες συμβάσεις, τα βασικά στοιχεία των οποίων, όπως προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση και την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, επεξηγούνται κατωτέρω.

 Αρχική σύμβαση ναυπηγήσεως

7        Η ναυτιλιακή εταιρία η οποία επιθυμεί να αγοράσει ένα πλοίο συμφωνεί με ναυπηγική επιχείρηση ως προς το πλοίο που θα ναυπηγηθεί και την τιμή αγοράς, συνυπολογιζομένης της εκπτώσεως (στο εξής: καθαρή τιμή). Η ναυπηγική επιχείρηση ζητεί από τράπεζα να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται στο πλαίσιο του καθεστώτος STL.

 Υποκατάστατη σύμβαση ναυπηγήσεως (ανανέωση ενοχής)

8        Η τράπεζα ζητεί την παρέμβαση εταιρίας χρηματοδοτικής μισθώσεως η οποία αντικαθιστά, μέσω ανανεώσεως ενοχής, τη ναυτιλιακή εταιρία και συνάπτει με τη ναυπηγική επιχείρηση νέα σύμβαση αγοράς του πλοίου με τιμή στην οποία δεν έχει συνυπολογισθεί η έκπτωση (στο εξής: ακαθάριστη τιμή).

 Σύσταση ΟΟΣ από την τράπεζα και πρόσκληση προς επενδυτές

9        H τράπεζα συνιστά έναν ΟΟΣ και πωλεί μετοχές προς επενδυτές, συνήθως μεγάλου μεγέθους Ισπανούς φορολογούμενους, οι οποίοι επενδύουν στον ΟΟΣ προκειμένου να μειωθεί η φορολογική βάση τους και, κατά κανόνα, δεν ασκούν καμία ναυτιλιακή δραστηριότητα.

 Σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως

10      Η εταιρία χρηματοδοτικής μισθώσεως εκμισθώνει, με δικαίωμα αγοράς, το πλοίο στον ΟΟΣ επί τρία ή τέσσερα έτη βάσει της ακαθάριστης τιμής. Ο ΟΟΣ δεσμεύεται εκ προοιμίου να ασκήσει το δικαίωμα αγοράς του πλοίου κατά τη λήξη του διαστήματος αυτού. Η σύμβαση προβλέπει την καταβολή πολύ υψηλών μισθωμάτων στην εταιρία χρηματοδοτικής μισθώσεως, πράγμα το οποίο συνεπάγεται σημαντικές ζημίες για τον ΟΟΣ. Αντιθέτως, η τιμή για την άσκηση του δικαιώματος αγοράς είναι αρκετά μειωμένη.

 Σύμβαση ναυλώσεως γυμνού σκάφους με δικαίωμα αγοράς

11      Ο ΟΟΣ εκναυλώνει το πλοίο για σύντομο διάστημα στη ναυτιλιακή εταιρία στο πλαίσιο συμβάσεως ναυλώσεως γυμνού σκάφους (ήτοι συμβάσεως ναυλώσεως πλοίου που δεν περιλαμβάνει ούτε το πλήρωμα ούτε τον ανεφοδιασμό, για τα οποία ευθύνεται ο ναυλωτής). Η ναυτιλιακή εταιρία δεσμεύεται εκ προοιμίου να αγοράσει το πλοίο από τον ΟΟΣ κατά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας, βάσει της καθαρής τιμής. Αντιθέτως προς τη σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 10 ανωτέρω, το ποσό των ναύλων που προβλέπονται στο πλαίσιο της συμβάσεως ναυλώσεως γυμνού σκάφους είναι μειωμένο. Αντιθέτως, η τιμή για την άσκηση του δικαιώματος αγοράς είναι υψηλή. Η προβλεπόμενη ημερομηνία για την άσκηση του δικαιώματος αγοράς ορίζεται μερικές εβδομάδες μετά την ημερομηνία αγοράς του πλοίου από τον ΟΟΣ από την εταιρία χρηματοδοτικής μισθώσεως.

12      Επομένως, από τη νομική διάρθρωση του καθεστώτος STL προκύπτει ότι η τράπεζα, στο πλαίσιο της πωλήσεως πλοίου από τη ναυπηγική επιχείρηση προς τη ναυτιλιακή εταιρία, θέτει δύο ενδιαμέσους, ήτοι μια εταιρία χρηματοδοτικής μισθώσεως και έναν ΟΟΣ. Ο ΟΟΣ δεσμεύεται, στο πλαίσιο συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, να αγοράσει στην ακαθάριστη τιμή το πλοίο, το οποίο μεταβιβάζεται στη ναυπηγική επιχείρηση από την εταιρία χρηματοδοτικής μισθώσεως. Αντιθέτως, όταν μεταπωλεί το πλοίο στη ναυτιλιακή εταιρία, στο πλαίσιο της συμβάσεως ναυλώσεως γυμνού σκάφους με δικαίωμα αγοράς, εισπράττει μόνον την καθαρή τιμή, στην οποία συνυπολογίζεται η έκπτωση που χορηγήθηκε αρχικώς στη ναυτιλιακή εταιρία.

 Φορολογική διάρθρωση του καθεστώτος STL

13      Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, σκοπός του καθεστώτος STL είναι η θέσπιση φορολογικών μέτρων υπέρ των ΟΟΣ και των συμμετεχόντων σε αυτούς επενδυτών, οι οποίοι μεταφέρουν στη συνέχεια μέρος των πλεονεκτημάτων αυτών στις ναυτιλιακές εταιρίες που αγοράζουν καινούργιο πλοίο.

14      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, το συνδυασμένο αποτέλεσμα των χρησιμοποιούμενων φορολογικών μέτρων παρέχει στον ΟΟΣ και στους επενδυτές του τη δυνατότητα να αποκομίσουν φορολογικό κέρδος περίπου 30 % επί της αρχικής ακαθάριστης τιμής του πλοίου. Αυτό το φορολογικό κέρδος, από το οποίο επωφελούνται αρχικά ο ΟΟΣ και οι επενδυτές του, διατηρείται εν μέρει (σε ποσοστό 10 έως 15 %) από τους επενδυτές και το υπόλοιπο ποσοστό μεταφέρεται στη ναυτιλιακή εταιρία (85 έως 90 %), η οποία αποκτά εν τέλει την κυριότητα του πλοίου με έκπτωση μεταξύ 20 και 30 % επί της αρχικής ακαθάριστης τιμής του.

15      Κατά την Επιτροπή, οι πράξεις στο πλαίσιο του καθεστώτος STL συνδυάζουν διάφορα επιμέρους, πλην όμως αλληλοσυνδεόμενα, φορολογικά μέτρα, τα οποία αποσκοπούν στη δημιουργία φορολογικού πλεονεκτήματος. Τα μέτρα αυτά προβλέπονται σε πλείονες διατάξεις του Real Decreto Legislativo 4/2004, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Impuesto sobre Sociedades (βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 4/2004, με το οποίο εγκρίνεται το κωδικοποιημένο κείμενο του νόμου περί του φόρου εταιριών), της 5ης Μαρτίου 2004 (BOE αριθ. 61, της 11ης Μαρτίου 2004, σ. 10951, στο εξής: νόμος περί φόρου εταιριών) και του Real Decreto 1777/2004, por el que se aprueba el Reglamento del Impuesto sobre Sociedades (βασιλικού διατάγματος 1777/2004, με το οποίο εγκρίνεται η κανονιστική απόφαση περί του φόρου εταιριών), της 30ής Ιουλίου 2004 (BOE αριθ. 189, της 6ης Αυγούστου 2004, σ. 28377, στο εξής: κανονιστική απόφαση περί φόρου εταιριών). Πρόκειται για τα ακόλουθα πέντε μέτρα, τα οποία περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως: εσπευσμένη απόσβεση στοιχείων του ενεργητικού κτηθέντων με χρηματοδοτική μίσθωση (μέτρο 1), κατά διακριτική ευχέρεια εφαρμογή της πρόωρης αποσβέσεως στοιχείων του ενεργητικού κτηθέντων με χρηματοδοτική μίσθωση (μέτρο 2), ΟΟΣ (μέτρο 3), καθεστώς φορολογήσεως με βάση τη χωρητικότητα (μέτρο 4) και άρθρο 50, παράγραφος 3, της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών (μέτρο 5).

16      Ειδικότερα, όσον αφορά το μέτρο 2, διευκρινίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 115, παράγραφος 6, του νόμου περί φόρου εταιριών, η εσπευσμένη απόσβεση του κτηθέντος με χρηματοδοτική μίσθωση στοιχείου του ενεργητικού αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία το στοιχείο αυτό είναι έτοιμο προς λειτουργία, δηλαδή όχι πριν από την παράδοσή του και την έναρξη χρήσεώς του από τον μισθωτή. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών, το Υπουργείο Οικονομίας μπορεί να καθορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της αποσβέσεως, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της διάρκειας της συμβάσεως και της οικονομικής χρήσεως του αγαθού. Η διαδικασία εγκρίσεως εκτίθεται λεπτομερώς στο άρθρο 49 της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, η ημερομηνία ενάρξεως της εσπευσμένης αποσβέσεως μπορούσε να καθοριστεί σε ημερομηνία προγενέστερη της θέσεως σε λειτουργία του αγαθού, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται σε «πρόωρη» απόσβεση.

 Εκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής

17      Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι το καθεστώς STL συνίσταται από πλείονα μέτρα τα οποία δεν ρυθμίζονταν στο σύνολό τους από την ισπανική φορολογική νομοθεσία δεν συνιστούσε εμπόδιο για τον χαρακτηρισμό του ως συστήματος, δεδομένου ότι τα διάφορα φορολογικά μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος STL συνδέονταν μεταξύ τους από νομικής ή πραγματικής απόψεως.

18      Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν ανέλυσε τα μέτρα μόνον ως σύστημα, αλλά προέβη και σε επιμέρους εκτίμησή τους. Κατά την άποψή της, οι αναλύσεις αυτές ήταν συμπληρωματικές και οδηγούσαν σε συνεκτικά συμπεράσματα.

19      Όσον αφορά την ύπαρξη επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά την αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όλοι οι μετέχοντες στις πράξεις που περιλαμβάνονταν στο καθεστώς STL ήταν επιχειρήσεις, δεδομένου ότι οι δραστηριότητές τους συνίσταντο στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε αγορά. Ειδικότερα, οι ναυπηγικές επιχειρήσεις ναυπηγούσαν πλοία· οι εταιρίες χρηματοδοτικής μισθώσεως πρότειναν χρηματοδοτικές διευκολύνσεις· οι ΟΟΣ εκναύλωναν και πωλούσαν πλοία· οι επενδυτές προσέφεραν αγαθά και υπηρεσίες σε ευρύ φάσμα αγορών, εκτός εάν επρόκειτο για φυσικά πρόσωπα που δεν ασκούσαν οικονομική δραστηριότητα, οπότε δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως· οι ναυτιλιακές εταιρίες παρείχαν υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς και οι τράπεζες πρότειναν υπηρεσίες διαμεσολαβήσεως και χρηματοδοτήσεως.

20      Όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα, η Επιτροπή έκρινε ότι η κατά διακριτική ευχέρεια εφαρμογή της πρόωρης αποσβέσεως (μέτρο 2), το καθεστώς φορολογήσεως με βάση τη χωρητικότητα (μέτρο 4) και το άρθρο 50, παράγραφος 3, της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών (μέτρο 5) παρείχαν επιλεκτικά πλεονεκτήματα σε ορισμένες επιχειρήσεις.

21      Ειδικότερα, όσον αφορά την κατά διακριτική ευχέρεια εφαρμογή της πρόωρης αποσβέσεως των στοιχείων του ενεργητικού που αποτελούσαν αντικείμενο χρηματοδοτικής μισθώσεως (μέτρο 2), η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά τη γενική ισπανική φορολογική νομοθεσία περί αποσβέσεως, το κόστος ενός στοιχείου του ενεργητικού πρέπει κατ’ αρχήν να κατανέμεται σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής χρησιμότητάς του, ξεκινώντας από τη στιγμή που χρησιμοποιείται για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Στο πλαίσιο των πράξεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, το άρθρο 115, παράγραφος 6, του νόμου περί φόρου εταιριών επέτρεπε την εσπευσμένη απόσβεση, κατ’ αρχήν, από την ημερομηνία κατά την οποία το στοιχείο του ενεργητικού καθίστατο λειτουργικό. Ωστόσο, το άρθρο 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών επέτρεπε η εσπευσμένη απόσβεση να αρχίσει πριν από την έναρξη χρήσεως του στοιχείου ενεργητικού, καθιστώντας δυνατή την πρόωρη απόσβεση. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η δυνατότητα αυτή συνιστούσε εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 115, παράγραφος 6, του εν λόγω νόμου και υπέκειτο στη διακριτική ευχέρεια των ισπανικών αρχών και είχε, επομένως, επιλεκτικό χαρακτήρα. Κατά την Επιτροπή, τα προβλεπόμενα κριτήρια για τη χορήγηση εγκρίσεως ήταν αόριστα και έχρηζαν ερμηνείας από τη φορολογική αρχή, η οποία δεν είχε δημοσιεύσει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές. Εξάλλου, η Επιτροπή έκρινε ότι το γράμμα του άρθρου 49 της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών επιβεβαίωνε τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου. Επιπλέον, η Επιτροπή θεώρησε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν είχε αποδείξει την αναγκαιότητα υπάρξεως ενός συστήματος προηγούμενης εγκρίσεως αντί ενός απλού εκ των υστέρων ελέγχου με σαφή και αντικειμενικά κριτήρια, όπως, παραδείγματος χάριν, ίσχυε στην περίπτωση της κοινής αποσβέσεως.

22      Επιπλέον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το καθεστώς STL, εξεταζόμενο συνολικώς, είχε επιλεκτικό χαρακτήρα, διότι το πλεονέκτημα υπέκειτο στη διακριτική ευχέρεια της φορολογικής αρχής λόγω της υποχρεώσεως λήψεως εγκρίσεως και της ασαφούς διατυπώσεως των εφαρμοστέων προϋποθέσεων. Επιπλέον, η επιλεκτικότητα ήταν τομεακή, διότι η φορολογική αρχή ενέκρινε μόνον πράξεις υπαγόμενες στο καθεστώς STL που αποσκοπούσαν στη χρηματοδότηση ποντοπόρων πλοίων. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι όλες οι ναυτιλιακές εταιρίες, συμπεριλαμβανομένων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη, είχαν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν πράξεις χρηματοδοτήσεως υπαγόμενες στο καθεστώς STL δεν αναιρούσε το συμπέρασμα ότι το καθεστώς ευνοούσε ορισμένες δραστηριότητες, ήτοι την απόκτηση ποντοπόρων πλοίων μέσω συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, ειδικότερα με σκοπό τη ναύλωση γυμνών πλοίων και, στη συνέχεια, τη μεταπώλησή τους.

23      Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, το πλεονέκτημα περιερχόταν στον ΟΟΣ και, λόγω της φορολογικής διαφάνειας, στους επενδυτές του. Πράγματι, ο ΟΟΣ ήταν το νομικό πρόσωπο που εφήρμοζε όλα τα φορολογικά μέτρα και, κατά περίπτωση, υπέβαλλε αιτήματα εγκρίσεως στις φορολογικές αρχές. Από φορολογική άποψη, ο ΟΟΣ αποτελούσε φορολογικά διαφανή οντότητα και τα φορολογητέα έσοδά του ή οι εκπίπτουσες δαπάνες του μεταφέρονταν αυτόματα στους επενδυτές του.

24      Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι, από οικονομικής απόψεως, κατά τη διενέργεια πράξεων στο πλαίσιο του καθεστώτος STL, σημαντικό μέρος του φορολογικού πλεονεκτήματος που αποκόμιζε ο ΟΟΣ μεταφερόταν στη ναυτιλιακή εταιρία μέσω της εκπτώσεως επί της τιμής, με την επιφύλαξη των εκτιμήσεων περί καταλογισμού που εκτίθενται κατωτέρω. Μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνώριζε ότι λοιποί συμμετέχοντες στις πράξεις του καθεστώτος STL, ιδίως οι ναυπηγικές επιχειρήσεις, οι εταιρίες χρηματοδοτικής μισθώσεως και άλλοι μεσάζοντες, ωφελούνταν εμμέσως από το πλεονέκτημα αυτό, η Επιτροπή έκρινε ότι το πλεονέκτημα που αποκόμισαν αρχικά ο ΟΟΣ και οι επενδυτές του δεν είχε μεταφερθεί στους εν λόγω λοιπούς συμμετέχοντες.

25      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της απώλειας φορολογικών εσόδων εξαιτίας του καθεστώτος STL, υπήρχε μεταφορά κρατικών πόρων προς τον ΟΟΣ, ο οποίος, λόγω της φορολογικής διαφάνειάς του, τους μετέφερε στους επενδυτές του.

26      Όσον αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού των μέτρων, η Επιτροπή έκρινε ότι το επιλεκτικό πλεονέκτημα που αποκόμισαν οι ΟΟΣ και οι επενδυτές τους ήταν σαφώς καταλογιστέο στο Βασίλειο της Ισπανίας, καθόσον απέρρεε από φορολογικούς κανόνες και εγκρίσεις χορηγηθείσες από τη φορολογική αρχή, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή της πρόωρης αποσβέσεως και του φορολογικού καθεστώτος με βάση τη χωρητικότητα. Εντούτοις, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, τούτο δεν ίσχυε ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες και, κατά μείζονα λόγο, τις ναυπηγικές επιχειρήσεις και τους μεσάζοντες, διότι οι εφαρμοστέοι κανόνες δεν υποχρέωναν τους ΟΟΣ να μεταφέρουν στους επιχειρηματίες αυτούς μέρος του φορολογικού πλεονεκτήματος, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι αιτήσεις εγκρίσεως προς τις φορολογικές αρχές εν γένει περιελάμβαναν λεπτομέρειες σχετικά με την κατανομή του φορολογικού πλεονεκτήματος μεταξύ των επενδυτών του ΟΟΣ και της ναυτιλιακής εταιρίας.

27      Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, το επίμαχο πλεονέκτημα απειλούσε να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι επενδυτές, ήτοι τα μέλη των ΟΟΣ, δραστηριοποιούνταν σε όλους τους τομείς της οικονομίας, ιδίως σε τομείς ανοικτούς στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον, πραγματοποιώντας πράξεις στο πλαίσιο του καθεστώτος STL, δραστηριοποιούνταν μέσω του ΟΟΣ στις αγορές ναυλώσεως γυμνών σκαφών και αγοραπωλησίας ποντοπόρων πλοίων, δραστηριότητες οι οποίες είναι ανοικτές στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

28      Στο πλαίσιο της ανάλυσης της συμβατότητας της ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή έκρινε ότι οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, της 5ης Ιουλίου 1997 (ΕΕ 1997, C 205, σ. 5), όπως τροποποιήθηκαν στις 17 Ιανουαρίου 2004 (ΕΕ 2004, C 13, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τις θαλάσσιες μεταφορές), δεν είχαν μεν άμεση εφαρμογή εν προκειμένω, πλην όμως μπορούσαν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογίαν προκειμένου να καθοριστεί το ποσό κατά το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή η ενίσχυση που έλαβαν οι ΟΟΣ ή οι επενδυτές τους. Κατά την Επιτροπή, πέραν του ποσού αυτού, η ενίσχυση ήταν ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά.

29      Τέλος, η Επιτροπή απέρριψε τις εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες η ανάκτηση της ενισχύσεως προσέκρουε στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αντιθέτως, θεώρησε ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου εμπόδιζε την ανάκτηση της ενισχύσεως από την έναρξη ισχύος του καθεστώτος STL το 2002 έως τις 30 Απριλίου 2007, ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της αποφάσεώς της 2007/256/ΕΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία βάσει του άρθρου 39 CA του γενικού κώδικα φορολογίας – Κρατική ενίσχυση C 46/2004 (πρώην NN 65/2004) (ΕΕ 2007, L 112, σ. 41, στο εξής: απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ).

30      Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάθε συμβατική ρήτρα δυνάμει της οποίας οι ναυπηγικές επιχειρήσεις ήταν υποχρεωμένες να αποζημιώσουν τα λοιπά μέρη αν δεν καθίστατο εν τέλει δυνατή η απόκτηση των προβλεπόμενων φορολογικών πλεονεκτημάτων ήταν αντίθετη προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων που απαιτούν την ανάκτηση της ενισχύσεως από τον πραγματικό αποδέκτη.

 Προηγούμενες διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

 Προηγούμενη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2013, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑515/13.

32      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Δεκεμβρίου 2013, η Lico Leasing, SA (στο εξής: Lico) και η Pequeños y Medianos Astilleros Sociedad de Reconversión, SA (στο εξής: PYMAR) άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑719/13. Αντικείμενο των εταιριών Lico και PYMAR είναι, αντιστοίχως, η πραγματοποίηση πράξεων χρηματοδοτικής μισθώσεως και η υποστήριξη δραστηριοτήτων μικρών και μεσαίων ναυπηγικών επιχειρήσεων.

33      Πλείονες άλλες προσφυγές ασκήθηκαν κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

34      Η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι προσφυγές έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμες, διατυπώνοντας επίσης επιφυλάξεις ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της Lico και της PYMAR στην υπόθεση T‑719/13.

35      Οι διάδικοι των υποθέσεων T‑515/13 και T‑719/13 αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις της 9ης και της 10ης Ιουνίου 2015, αντιστοίχως.

36      Με διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2015, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑515/13 και T‑719/13 προς έκδοση κοινής αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

37      Με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 και T‑719/13, στο εξής: αρχική απόφαση, EU:T:2015:1004), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή που άσκησαν η Lico και η PYMAR. Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τις προσφυγές που άσκησαν οι προσφεύγουσες βάσει λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι παρείλκε η απόφανση επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των δύο προσφυγών.

 Προηγούμενη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

38      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αρχικής αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑128/16 P. Προέβαλε δύο λόγους αναιρέσεως, αντλούμενους από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσον αφορά τις έννοιες της «επιχειρήσεως» και του «επιλεκτικού πλεονεκτήματος», και του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

39      Οι λοιπές διαδικασίες επί των προσφυγών που ασκήθηκαν κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες παρέμεναν εκκρεμείς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ανεστάλησαν μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της υποθέσεως C‑128/16 P.

40      Με διατάξεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ.. (C‑128/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:1006), και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:1007), επετράπη στην Bankia, SA και σε 32 άλλες οντότητες (στο εξής: Bankia κ.λπ.) καθώς και στην Aluminios Cortizo, SAU να παρέμβουν υπέρ της Lico και της PYMAR.

41      Με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2018:591), το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική απόφαση.

42      Πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι ΟΟΣ δεν μπορούσαν να είναι αποδέκτες κρατικής ενισχύσεως με το σκεπτικό ότι, λόγω της φορολογικής διαφάνειας των ομίλων αυτών, αποδέκτες των φορολογικών και οικονομικών πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από τα μέτρα αυτά ήταν οι επενδυτές και όχι οι ΟΟΣ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ΟΟΣ ασκούσαν οικονομική δραστηριότητα, ήτοι αποκτούσαν πλοία μέσω συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, ειδικότερα με σκοπό τη ναύλωση γυμνών πλοίων και στη συνέχεια τη μεταπώλησή τους, οπότε αποτελούσαν επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως είχε επισημανθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση.

43      Μολονότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα των ΟΟΣ μεταφέρονταν εξ ολοκλήρου και αυτομάτως στα μέλη τους, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα εφαρμόζονταν στους ΟΟΣ, οι οποίοι ήταν οι άμεσοι αποδέκτες των πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από αυτά. Τα εν λόγω πλεονεκτήματα ευνοούσαν την ασκούμενη από αυτούς δραστηριότητα της αποκτήσεως ποντοπόρων πλοίων μέσω συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, ειδικότερα με σκοπό τη ναύλωση γυμνών πλοίων και στη συνέχεια τη μεταπώλησή τους. Επομένως, υπήρξε μεταφορά κρατικών πόρων προς τους ΟΟΣ υπό τη μορφή απώλειας φορολογικών εσόδων. Ως εκ τούτου, κατά το Δικαστήριο, τα επίμαχα μέτρα αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις υπέρ των ΟΟΣ. Όσον αφορά το ότι η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση των μη συμβατών ενισχύσεων μόνον από τους επενδυτές των ΟΟΣ, ζήτημα του οποίου τη νομιμότητα δεν εξέτασε το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση, κρίθηκε ότι ουδόλως επηρεάζει το συμπέρασμα αυτό. Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο δέχθηκε την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής.

44      Δεύτερον, ως προς τον επιλεκτικό χαρακτήρα του πλεονεκτήματος που απορρέει από τη διακριτική ευχέρεια της φορολογικής αρχής όσον αφορά την έγκριση του μηχανισμού του καθεστώτος STL, ιδίως της πρόωρης αποσβέσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως απέκλεισε τον επιλεκτικό χαρακτήρα του καθεστώτος με το σκεπτικό ότι κάθε επιχείρηση μπορούσε να μετάσχει στις πράξεις αυτές και να επωφεληθεί των πλεονεκτημάτων, πράγμα που σήμαινε, κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οι επενδυτές δεν είχαν αποκομίσει επιλεκτικό πλεονέκτημα. Κατά το Δικαστήριο, οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζονταν στην εσφαλμένη παραδοχή ότι αποδέκτες των πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από τα επίμαχα φορολογικά μέτρα μπορούσαν να θεωρηθούν μόνον οι επενδυτές και όχι οι ΟΟΣ και ότι, συνεπώς, η σχετική με την επιλεκτικότητα προϋπόθεση έπρεπε να εξεταστεί σε σχέση με τους επενδυτές και όχι τους ΟΟΣ. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα μην εξετάζοντας εάν το σύστημα εγκρίσεως της πρόωρης αποσβέσεως παρείχε στη φορολογική αρχή τη διακριτική ευχέρεια να ευνοεί τις δραστηριότητες των ΟΟΣ που συμμετέχουν στο καθεστώς STL. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δέχθηκε τη δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής.

45      Τρίτον, στηριζόμενο στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ. (C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981), το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, καθόσον έκρινε ότι τα πλεονεκτήματα που αποκόμιζαν οι επενδυτές που μετείχαν στις πράξεις του καθεστώτος STL δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επιλεκτικά, επειδή κάθε επιχείρηση μπορούσε άνευ διακρίσεως να πραγματοποιήσει τέτοιες πράξεις υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, χωρίς να εξετάσει εάν η Επιτροπή είχε στοιχειοθετήσει ότι τα φορολογικά μέτρα εισήγαγαν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρήσεων, παρά το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που ωφελούνταν από τα πλεονεκτήματα και εκείνες οι οποίες εξαιρούνταν από αυτά βρίσκονταν, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το εν λόγω φορολογικό καθεστώς σκοπού, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δέχθηκε την τρίτη αιτίαση της Επιτροπής.

46      Τέταρτον, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το σύνολο των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου στηριζόταν στην εσφαλμένη παραδοχή ότι αποδέκτες των πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να θεωρηθούν μόνον οι επενδυτές και όχι οι ΟΟΣ και ότι έπρεπε, συνεπώς, να εξεταστεί εάν τα πλεονεκτήματα τα οποία αποκόμισαν οι επενδυτές, και όχι οι ΟΟΣ, είχαν επιλεκτικό χαρακτήρα, εάν υπήρχε κίνδυνος να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και εάν η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αρκούντως αιτιολογημένη όσον αφορά την ανάλυση των κριτηρίων αυτών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή παρέθεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις ενδείξεις που καθιστούν κατανοητούς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα πλεονεκτήματα που απέρρεαν από τα επίμαχα μέτρα είχαν επιλεκτικό χαρακτήρα και ήταν ικανά να επηρεάσουν το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, καθώς και ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφαση αυτή επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις, τηρώντας τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δέχθηκε την τελευταία αιτίαση της Επιτροπής.

47      Αφού διαπίστωσε ότι η διαφορά δεν ήταν ώριμη προς εκδίκαση, διότι το Γενικό Δικαστήριο είχε εξετάσει μέρος μόνον των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR, το Δικαστήριο αποφάσισε να αναπέμψει τις υποθέσεις T‑515/13 και T‑719/13 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να αποφανθεί επ’ αυτών, και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα, πλην των σχετικών με τις παρεμβάσεις.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

48      Κατόπιν της εκδόσεως της αναιρετικής αποφάσεως, οι υποθέσεις T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV ανατέθηκαν στο όγδοο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

49      Στις 5 Οκτωβρίου 2018 το Βασίλειο της Ισπανίας και η Επιτροπή κατέθεσαν, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, γραπτές παρατηρήσεις στην υπόθεση T‑515/13 RENV.

50      Με διατάξεις της 21ης Σεπτεμβρίου και της 8ης Οκτωβρίου 2018, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτό το αίτημα της Lico και της PYMAR περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι, αντιστοίχως, των Bankia κ.λπ. και Aluminios Cortizo στην υπόθεση T‑719/13 RENV.

51      Στις 28 Σεπτεμβρίου 2018 η Aluminios Cortizo και στις 5 Οκτωβρίου 2018 η Lico, η PYMAR, η Επιτροπή και οι Bankia κ.λπ. κατέθεσαν, βάσει του άρθρου 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, γραπτές παρατηρήσεις στην υπόθεση T‑719/13 RENV.

52      Κατόπιν προτάσεως του ογδόου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση σε πενταμελές τμήμα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

53      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Μεταξύ άλλων ερωτήσεων, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την ενδεχόμενη προσθήκη στη δικογραφία δύο παραρτημάτων συνημμένων σε δύο προσφυγές ασκηθείσες κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία περιείχαν άρθρα του Τύπου. Οι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων των διαδίκων, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην προσθέσει τα εν λόγω παραρτήματα στη δικογραφία των υπό κρίση υποθέσεων.

54      Με απόφαση του προέδρου του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη.

55      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Οκτωβρίου 2019.

56      Στην υπόθεση T‑515/13 RENV, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

57      Στην υπόθεση T‑515/13 RENV, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

58      Στην υπόθεση T‑719/13 RENV, η Lico και η PYMAR ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει τη διαταγή ανακτήσεως·

–        έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει τη διαταγή ανακτήσεως όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού της προς ανάκτηση ασύμβατης ενισχύσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

59      Στην υπόθεση T‑719/13 RENV, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τη Lico και την PYMAR στα δικαστικά έξοδα.

60      Στην υπόθεση T‑719/13 RENV, οι Bankia κ.λπ. ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει τη διαταγή ανακτήσεως·

–        έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει τη διαταγή ανακτήσεως όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού της προς ανάκτηση ασύμβατης ενισχύσεως.

61      Στην υπόθεση T‑719/13 RENV, η Aluminios Cortizo ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της παρεμβάσεως των Bankia κ.λπ. και της Aluminios Cortizo

62      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, με τις παρατηρήσεις της επί της συνέχειας της διαδικασίας στην υπόθεση T‑719/13 RENV, η Επιτροπή αμφισβητεί τη δυνατότητα των Bankia κ.λπ. και της Aluminios Cortizo να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις και να έχουν την ιδιότητα των παρεμβαινόντων στη διαδικασία αναπομπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για μια σειρά λόγων. Κατ’ αρχάς, κατά την άποψή της, η αναγνώριση της δυνατότητας αυτής θα ήταν αντίθετη προς το γράμμα του άρθρου 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επιπλέον, θα ισοδυναμούσε στην πράξη με το να επιτρέπεται η παρέμβαση, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, διαδίκων στους οποίους δεν μπορεί να επιτραπεί η παρέμβαση, καθώς οι διάδικοι αυτοί έχουν ασκήσει προσφυγές οι οποίες εξακολουθούν να εκκρεμούν. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Μαρτίου 1993, Gill κατά Επιτροπής (T‑43/89, EU:T:1993:24), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, κατά το στάδιο της αναπομπής, την παρέμβαση διαδίκου ο οποίος παρενέβη μόνο στην αναιρετική διαδικασία λόγω του ότι το Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων του. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εν προκειμένω όμως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των δικαστικών εξόδων των Bankia κ.λπ. και της Aluminios Cortizo με την αναιρετική απόφαση. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει από την περίπτωση στην οποία ένας διάδικος καταθέτει αίτηση παρεμβάσεως, αλλά το Γενικό Δικαστήριο εκδικάζει την υπόθεση χωρίς να αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής. Στην περίπτωση αυτή, κατόπιν ενδεχόμενης αναπομπής, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αιτήσεις παρεμβάσεως εξακολουθούν να ισχύουν και ότι στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επ’ αυτών (πρβλ. διάταξη της 2ας Σεπτεμβρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑203/10 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:792, σκέψη 47).

63      Οι Bankia κ.λπ. θεωρούν ότι ο διάδικος στον οποίο επετράπη να παρέμβει στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου διατηρεί αυτοδικαίως την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος κατά τη διαδικασία αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

64      Συναφώς, ανεξαρτήτως των περιστάσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις τις οποίες μνημονεύει η Επιτροπή, υπενθυμίζεται ότι, μεταξύ των προσφυγών που ασκήθηκαν κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι υποθέσεις T‑515/13 και T‑719/13 επελέγησαν ως αντιπροσωπευτικές υποθέσεις και οδήγησαν στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, οι Bankia κ.λπ. και η Aluminios Cortizo δεν ανέπτυξαν τις απόψεις τους ως παρεμβαίνοντες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πλην όμως οι αιτήσεις παρεμβάσεώς τους έγιναν δεκτές ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά της αρχικής αποφάσεως.

65      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο ανέπεμψε τις υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί ορισμένων λόγων ακυρώσεως που εγείρουν νομικά ζητήματα τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τις Bankia κ.λπ. και την Aluminios Cortizo, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, εν προκειμένω, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να γίνουν δεκτοί οι παρεμβαίνοντες ενώπιον του Δικαστηρίου ως παρεμβαίνοντες στη διαδικασία αναπομπής, προκειμένου να διασφαλιστεί ο ορθός χειρισμός της εκκρεμούς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφοράς και να προαχθεί η συνέχεια της συζητήσεως στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας, τούτο δε κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η δίκη επί των λοιπών προσφυγών που ασκήθηκαν κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ανεστάλη με αποφάσεις του προέδρου του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 2018 χωρίς αντίρρηση εκ μέρους της Επιτροπής. Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το γράμμα του άρθρου 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν αντιτίθεται κατ’ ανάγκη σε αυτό, καθόσον δεν ορίζει «[τους διαδίκους] της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης». Ειδικότερα, η διάταξη αυτή δεν αποκλείει τη δυνατότητα των παρεμβαινόντων ενώπιον του Δικαστηρίου να αποκτήσουν εξ αυτού του λόγου την ιδιότητα των «[διαδίκων] της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης» στο πλαίσιο αναπομπής. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι αντιρρήσεις της Επιτροπής όσον αφορά την αποδοχή των Bankia κ.λπ. και της Aluminios Cortizo ως παρεμβαινόντων.

 Επί της ουσίας

66      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της αναιρετικής αποφάσεως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας αναπομπής, επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR, δεσμευόμενο παραλλήλως από τα νομικά ζητήματα επί των οποίων αποφάνθηκε το Δικαστήριο όσον αφορά τους αποδέκτες του πλεονεκτήματος και τον επιλεκτικό χαρακτήρα του κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

67      Προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑515/13 RENV, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της διαταγής ανακτήσεως, οι οποίοι αντλούνται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

68      Στο πλαίσιο της προσφυγής τους, η Lico και η PYMAR προέβαλαν τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 296 ΣΛΕΕ στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, ο δεύτερος από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τη διαταγή ανακτήσεως και, ο τρίτος, από παραβίαση των γενικών αρχών που ισχύουν ως προς την ανάκτηση των ενισχύσεων λόγω της καθορισθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση μεθόδου υπολογισμού του ποσού της μη συμβατής ενισχύσεως.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

69      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, υπό το πρίσμα της αναιρετικής αποφάσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, διότι, είτε υπό το πρίσμα της συνολικής θεωρήσεως του καθεστώτος STL είτε υπό το πρίσμα της εξατομικευμένης εξετάσεως των μέτρων του, δεν υπήρχε επιλεκτικότητα, ανεξαρτήτως της χρησιμοποιηθείσας μεθόδου αναλύσεως.

70      Όσον αφορά τη σχετική με τη γενική διαθεσιμότητα μέθοδο, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι μόνον οι φορολογούμενοι οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός μέτρου μπορούν να επωφεληθούν από το μέτρο αυτό δεν μπορεί, αυτό καθαυτό, να προσδώσει στο εν λόγω μέτρο επιλεκτικό χαρακτήρα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 59). Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι, με βάση τα παραδείγματα της νομολογίας, φορολογικό πλεονέκτημα που εφαρμόζεται μόνο στα στοιχεία του ενεργητικού που αποκτώνται με σύμβαση χρηματοδοτικής μισθώσεως αποτελεί γενικό μέτρο (απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Netherlands Maritime Technology Association κατά Επιτροπής, T‑140/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1029).

71      Όσον αφορά τη σχετική με το σύστημα αναφοράς μέθοδο, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε κατ’ αρχάς να προσδιορίσει το κοινό φορολογικό καθεστώς και, στη συνέχεια, να αποδείξει ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε εξαίρεση από το καθεστώς αυτό που εφαρμοζόταν σε επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση. Συναφώς, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε καν το σύστημα αναφοράς εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, το σύστημα αναφοράς δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

72      Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λαμβανομένης υπόψη της αναιρετικής αποφάσεως, η Lico και η PYMAR υπενθυμίζουν ότι, για τον χαρακτηρισμό φορολογικού μέτρου ως επιλεκτικού, απαιτείται εξέταση σε τρία στάδια: πρώτον, πρέπει να προσδιοριστεί και να αναλυθεί το κοινό φορολογικό καθεστώς του κράτους μέλους ώστε να καθοριστεί ένα σύστημα αναφοράς· δεύτερον, πρέπει να εκτιμηθεί εάν το μέτρο έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, διά της εξακριβώσεως του αν το μέτρο αυτό παρεκκλίνει από το κοινό σύστημα, στο μέτρο που εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρηματιών οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση· τρίτον, πρέπει να εξεταστεί εάν το κράτος μέλος απέδειξε ότι το μέτρο ήταν δικαιολογημένο από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντασσόταν. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί εάν η Επιτροπή τήρησε τις απαιτήσεις αυτές όσον αφορά τους ΟΟΣ. Κατά τη Lico και την PYMAR, υπό το πρίσμα είτε της εξατομικευμένης εξετάσεως των μέτρων είτε της συνολικής θεωρήσεως του καθεστώτος STL, δεν υφίσταται καμία ανάλυση του συστήματος αναφοράς, της προβαλλομένης παρεκκλίσεως από το σύστημα αναφοράς, των επιχειρηματιών που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, της διαφοροποιήσεως που εισάγεται μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών και της ελλείψεως δικαιολογήσεως στηριζομένης στον σκοπό που επιδιώκει το φορολογικό καθεστώς.

73      Κατ’ αρχάς, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι μια απλή στρατηγική φορολογικής βελτιστοποιήσεως η οποία αποφασίζεται από τους υποκείμενους στον φόρο δεν μπορεί, αυτή καθαυτήν, να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, η μείωση του φόρου επιτυγχάνεται κατόπιν της αποφάσεως ιδιωτών επιχειρηματιών να συνδυάσουν και να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τους φορολογικούς κανόνες. Κατά τη Lico και την PYMAR, οι στρατηγικές φορολογικής βελτιστοποιήσεως των επιχειρήσεων δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, εκτός εάν είναι απόρροια παρεκκλίσεων προβλεπόμενων στην εθνική έννομη τάξη ή απόρροια της πρακτικής των φορολογικών αρχών και εισάγουν διακριτική μεταχείριση μεταξύ επιχειρηματιών που βρίσκονται, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το φορολογικό καθεστώς αναφοράς σκοπού, στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση.

74      Όσον αφορά την εξατομικευμένη ανάλυση των μέτρων, η Lico και η PYMAR προβάλλουν, μεταξύ άλλων, ότι η πρόωρη απόσβεση των συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως μπορούσε να εφαρμοστεί από όλους τους υποκειμένους στον φόρο εταιριών και όχι μόνον από τους ΟΟΣ. Επιπλέον, η Lico και η PYMAR σημειώνουν ότι το μέτρο είχε εφαρμογή σε όλα τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία πληρούσαν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις. Εξάλλου, κατά την άποψή τους, το μέτρο αυτό προϋπέθετε μεν έγκριση, πλην όμως η έγκριση αυτή χορηγείτο βάσει αντικειμενικών και μη εξαρτώμενων από διακριτική ευχέρεια κριτηρίων.

75      Όσον αφορά τη συνολική εκτίμηση των μέτρων, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι, μολονότι ο συνδυασμός των μέτρων τα οποία η Επιτροπή αποκαλεί καθεστώς STL εφαρμοζόταν μόνο στα πλοία, και όχι σε άλλα στοιχεία του ενεργητικού, τούτο δεν σημαίνει ότι το καθεστώς STL ήταν επιλεκτικό. Συναφώς, η Lico και η PYMAR επισημαίνουν ότι, κατά τη νομολογία, μέτρο προς όφελος ενός μόνον τομέα δραστηριοτήτων ή μέρους των επιχειρήσεων του τομέα αυτού δεν είναι κατ’ ανάγκην επιλεκτικού χαρακτήρα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 58). Επομένως, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, δεν αρκεί το ότι τα επίμαχα μέτρα ευνοούν την αγορά πλοίων μέσω συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, με σκοπό τη ναύλωση γυμνών σκαφών και τη μεταγενέστερη μεταπώλησή τους.

76      Επιπλέον, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η φερόμενη ως χορηγηθείσα ενίσχυση νόθευε τον ανταγωνισμό και επηρέαζε το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Ειδικότερα, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι, δεδομένου του ότι οι ΟΟΣ ήταν απλώς χρηματοπιστωτικοί μεσάζοντες οι οποίοι δεν ανέπτυσσαν καμία πραγματική δραστηριότητα στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι δραστηριοποιούνταν στην αγορά αγοραπωλησίας ποντοπόρων πλοίων με σκοπό τη ναύλωση γυμνών σκαφών. Επομένως, η ενίσχυση δεν είναι ικανή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο όσον αφορά την αγορά αυτή.

77      Με τις παρατηρήσεις τους επί της συνέχειας της διαδικασίας στην υπόθεση T‑719/13 RENV, πρώτον, οι Bankia κ.λπ. αμφισβητούν τον προβαλλόμενο επιλεκτικό χαρακτήρα των μέτρων λόγω της διακριτικής ευχέρειας που είχε η Διοίκηση όσον αφορά την έγκριση του καθεστώτος STL, διότι, κατά την άποψή τους, η ευχέρεια αυτή πλαισιωνόταν από αντικειμενικά κριτήρια. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι πρόκειται για κριτήρια όμοια με εκείνα τα οποία η Επιτροπή είχε θεωρήσει «αντικειμενικά» όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν επιλεκτικό το «νέο καθεστώς STL», το οποίο εξετάστηκε με την απόφασή της C(2012) 8252 τελικό, της 20ής Νοεμβρίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34736 (2012/N) – Ισπανία – Πρόωρη απόσβεση ορισμένων αγαθών που αποκτώνται με χρηματοδοτική μίσθωση (ΕΕ 2012, C 384, σ. 2, στο εξής: απόφαση επί του νέου καθεστώτος STL). Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Netherlands Maritime Technology Association κατά Επιτροπής (T‑140/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1029). Προσθέτουν ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι η φορολογική αρχή ουδέποτε απέρριψε αίτηση χορηγήσεως εγκρίσεως, δεν υφίσταται στην πράξη διαφορά μεταξύ της εγκρίσεως στο πλαίσιο του αρχικού καθεστώτος STL και της ανακοινώσεως που προβλέπεται στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος STL.

78      Δεύτερον, οι Bankia κ.λπ. υποστηρίζουν ότι, υπό το πρίσμα της αναιρετικής αποφάσεως, ο επιλεκτικός χαρακτήρας πρέπει να εξεταστεί, αφενός, ως προς τους ΟΟΣ και, αφετέρου, ως προς άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού. Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ. (C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981), οι Bankia κ.λπ. υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ουδέποτε απέδειξε ότι τα μέτρα εισήγαν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρηματιών που βρίσκονταν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται στη διαπίστωση της τομεακής επιλεκτικότητας των μέτρων για τον λόγο και μόνον ότι οι αποδέκτες τους δραστηριοποιούνταν σε ορισμένο τομέα δραστηριοτήτων, ήτοι στην απόκτηση ποντοπόρων πλοίων μέσω συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, στη ναύλωση γυμνών σκαφών και στη μεταπώλησή τους. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζει, ωστόσο, το σύστημα αναφοράς ούτε υποδεικνύει τον επιδιωκόμενο από το καθεστώς σκοπό.

79      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων περί παραβάσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Θεωρεί ότι τα μέτρα είναι επιλεκτικά, τόσο υπό το πρίσμα της συνολικής θεωρήσεως του καθεστώτος STL όσο και υπό το πρίσμα της εξατομικευμένης εξετάσεως των μέτρων του.

80      Κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να δύναται να επηρεάσει το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο. Τρίτον, πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του αποδέκτη της. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. αναιρετική απόφαση, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Όσον αφορά την προϋπόθεση περί επιλεκτικού πλεονεκτήματος, θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, μπορούν να ευνοήσουν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή οι οποίες πρέπει να θεωρούνται οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο η αποδέκτρια επιχείρηση δεν θα αποκόμιζε υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Συγκεκριμένα, θεωρούνται μεταξύ άλλων ενισχύσεις οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τον προϋπολογισμό της επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα. Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους, και, επομένως, ανεξαρτήτως των χρησιμοποιούμενων τεχνικών (βλ. αναιρετική απόφαση, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Όσον αφορά, ειδικότερα, τα εθνικά μέτρα που απονέμουν φορολογικό πλεονέκτημα, υπενθυμίζεται ότι μέτρο τέτοιας φύσεως το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων, περιάγει τους αποδέκτες του σε ευνοϊκότερη κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους ενδέχεται να προσπορίζει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους αποδέκτες του και, ως εκ τούτου, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, τα φορολογικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από μέτρο γενικής ισχύος, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες, δεν συνιστούν τέτοια ενίσχυση κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Ομοίως, η έννοια της «κρατικής ενισχύσεως» δεν αφορά τα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων και. συνεπώς, είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονται (βλ. αναιρετική απόφαση, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Στο πλαίσιο αυτό, για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού φορολογικού μέτρου ως «επιλεκτικού», η Επιτροπή πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να προσδιορίσει το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στο οικείο κράτος μέλος, και, σε δεύτερο στάδιο, να αποδείξει ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω κοινό καθεστώς, καθόσον διαφοροποιεί τους επιχειρηματίες που βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το καθεστώς αυτό, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Σε τρίτο στάδιο, η έννοια της «κρατικής ενισχύσεως» δεν καλύπτει ωστόσο τα μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο νομικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και είναι, ως εκ τούτου, εκ πρώτης όψεως επιλεκτικής εφαρμογής, όταν το οικείο κράτος μέλος επιτυγχάνει να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του καθεστώτος στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω μέτρα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψεις 57 και 58).

84      Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι το γεγονός ότι μόνον οι φορολογούμενοι που πληρούν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός μέτρου μπορούν να επωφεληθούν από το μέτρο αυτό δεν μπορεί αφ’ εαυτού να προσδώσει στο εν λόγω μέτρο επιλεκτικό χαρακτήρα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 59).

85      Υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω ο επιλεκτικός χαρακτήρας του καθεστώτος STL ως προς τους ΟΟΣ.

86      Όσον αφορά την επιλεκτικότητα του καθεστώτος STL στο σύνολό του, επισημαίνεται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε το σύστημα αναφοράς ούτε, εξάλλου, απέδειξε ότι το καθεστώς STL παρέκκλινε από το καθεστώς γενικής ισχύος εισάγοντας διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρηματιών που βρίσκονταν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

87      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προβαίνει, τουλάχιστον ρητώς, στην ανάλυση σε τρία στάδια για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 83 ανωτέρω. Εντούτοις, στην αιτιολογική σκέψη 156 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι το καθεστώς STL, εξεταζόμενο στο σύνολό του, ήταν επιλεκτικό, αφενός, λόγω της διακριτικής ευχέρειας που είχε η φορολογική αρχή όσον αφορά τη χορήγηση της απαιτούμενης εγκρίσεως για την πρόωρη απόσβεση βάσει ασαφώς διατυπωμένων προϋποθέσεων και, αφετέρου, λόγω του ότι η φορολογική αρχή ενέκρινε μόνο πράξεις υπαγόμενες στο καθεστώς STL οι οποίες αποσκοπούσαν στη χρηματοδότηση ποντοπόρων πλοίων. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας της φορολογικής αρχής όσον αφορά τη χορήγηση εγκρίσεως αρκούσε αφ’ εαυτής για να προσδώσει επιλεκτικό χαρακτήρα στο καθεστώς STL στο σύνολό του.

88      Όσον αφορά το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας της φορολογικής αρχής, υπενθυμίζεται ότι η ύπαρξη συστήματος εγκρίσεως δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως επιλεκτικό. Τούτο ισχύει εφόσον η εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας αρχής περιορίζεται στην εξέταση των προϋποθέσεων που έχουν οριστεί προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένας προσδιορίσιμος φορολογικός σκοπός και όταν τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζει η εν λόγω αρχή είναι εγγενή προς τη φύση του φορολογικού καθεστώτος (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, P, C‑6/12, EU:C:2013:525, σκέψεις 23 και 24). Αντιθέτως, εάν η αρμόδια αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να διαφοροποιεί τη χρηματοδοτική παρέμβαση σε συνάρτηση με διάφορα στοιχεία όπως είναι η επιλογή των δικαιούχων, το ύψος της παρεμβάσεως ή οι προϋποθέσεις του χορηγούμενου μέτρου, δεν μπορεί το μέτρο αυτό να θεωρηθεί γενικής ισχύος (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑241/94, EU:C:1996:353, σκέψη 23, και της 29ης Ιουνίου 1999, DM Transport, C‑256/97, EU:C:1999:332, σκέψη 27). Επομένως, αν οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό των δικαιούχων και των προϋποθέσεων του χορηγουμένου μέτρου, η άσκηση της ευχέρειας αυτής πρέπει να θεωρείται ότι ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων που τελούν, από απόψεως του σκοπού που επιδιώκεται, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, P, C‑6/12, EU:C:2013:525, σκέψη 27· αναιρετική απόφαση, σημείο 55, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Port autonome du Centre et de l’Ouest κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑673/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:643, σκέψη 188). Επιπλέον, ακόμη και όταν το καθεστώς ενισχύσεων έχει τεθεί σε εφαρμογή μέσω ατομικών αποφάσεων εκδιδόμενων κατά διακριτική ευχέρεια, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε κατά περίπτωση εξέταση των αποφάσεων περί χορηγήσεως ενισχύσεως και να εκτιμήσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2008, Hotel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00, EU:T:2008:537, σκέψη 97).

89      Εν προκειμένω, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, από το άρθρο 115 του νόμου περί φόρου εταιριών και από το άρθρο 49 της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών προκύπτει ότι το επίμαχο σύστημα δεν στηριζόταν σε απλή κοινοποίηση, αλλά στη λήψη προηγούμενης εγκρίσεως βάσει αορίστως διατυπωμένων κριτηρίων, τα οποία έχρηζαν ερμηνείας από τη φορολογική αρχή, η οποία δεν είχε δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές.

90      Κατ’ αρχάς, κατά το άρθρο 115, παράγραφος 6, του νόμου περί φόρου εταιριών, το εκπεστέο ποσό καθορίζεται «λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας κατά την οποία το αγαθό τίθεται σε λειτουργία».

91      Το άρθρο 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών ορίζει ωστόσο τα εξής:

«Το Υπουργείο Οικονομίας δύναται να προσδιορίζει, σύμφωνα με την ισχύουσα κανονιστική διαδικασία, την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 6, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της διάρκειας της συμβάσεως ή της κατασκευής του αγαθού, καθώς και των ειδικών χαρακτηριστικών της οικονομικής χρήσεως του αγαθού […].»

92      Το άρθρο 49 της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών προβλέπει την εφαρμοστέα κανονιστική διαδικασία. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό ορίζει ότι η διαδικασία αρχίζει με την υποβολή αιτήσεως από τον υποκείμενο στον φόρο, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες: προσδιορισμό του αγαθού, το χρονικό σημείο, προ της θέσεως σε λειτουργία του αγαθού, από το οποίο αρχίζει ο υπολογισμός των εκπτώσεων, τους δικαιολογητικούς λόγους που αφορούν τις ιδιαιτερότητες της διάρκειας της συμβάσεως ή της κατασκευής του αγαθού καθώς και τους δικαιολογητικούς λόγους που αφορούν τα ειδικά χαρακτηριστικά της οικονομικής χρήσεως του αγαθού. Η αρμόδια για τις διαδικασίες αυτές διεύθυνση οικονομικών εντός του Υπουργείου Οικονομίας μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση όλων των αναγκαίων πληροφοριών και εγγράφων. Μετά το πέρας της διαδικασίας, η διεύθυνση οικονομικών μπορεί να δεχθεί ή να απορρίψει την αίτηση ή να καθορίσει την έναρξη της πρόωρης αποσβέσεως σε χρονικό σημείο διαφορετικό από αυτό που προτείνει ο υποκείμενος στον φόρο.

93      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών εισήγαγε αόριστα κριτήρια τα οποία δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αντικειμενικά, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, από το άρθρο 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών προκύπτει ότι η φορολογική αρχή μπορούσε να καθορίσει την ημερομηνία ενάρξεως της αποσβέσεως λαμβανομένων υπόψη των «ιδιαιτεροτήτων της διάρκειας της συμβάσεως» ή των «ειδικών χαρακτηριστικών της οικονομικής χρήσεως του αγαθού», δηλαδή κριτηρίων εξ ορισμού αόριστων των οποίων η ερμηνεία παρείχε σημαντική διακριτική ευχέρεια στη φορολογική αρχή, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

94      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 49 της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών παρείχε επίσης σημαντική διακριτική ευχέρεια στη φορολογική αρχή. Αφενός, η δυνατότητα της φορολογικής αρχής να ζητεί όλες τις πληροφορίες και όλα τα έγγραφα που θεωρεί απαραίτητα, σε συνδυασμό με την αόριστη φύση των κριτηρίων, με αποτέλεσμα η φορολογική αρχή να έχει σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη φύση των πληροφοριών και των εγγράφων που μπορούσε να ζητήσει, εξηγούσε γιατί οι φάκελοι των αιτήσεων περιείχαν έγγραφα στα οποία εκτίθεντο λεπτομερώς τα θετικά για την οικονομία και την απασχόληση στην Ισπανία αποτελέσματα που απέρρεαν από τις συμβάσεις ναυπηγήσεως. Όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εκτιμήσεις αυτές δεν εμφάνιζαν προφανή σύνδεση με την τήρηση των κριτηρίων του άρθρου 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών. Αφετέρου, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, από το άρθρο 49 της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών προκύπτει ότι η φορολογική αρχή μπορούσε όχι μόνο να δεχθεί ή να απορρίψει την αίτηση εγκρίσεως, αλλά και να ορίσει ως χρόνο ενάρξεως της αποσβέσεως ημερομηνία διαφορετική από εκείνη που είχε προτείνει ο υποκείμενος στον φόρο, χωρίς άλλη διευκρίνιση.

95      Επιπλέον, το σύστημα προηγουμένης εγκρίσεως, σε συνδυασμό με την αόριστη φύση των προβλεπομένων κριτηρίων, αντί ενός συστήματος εκ των υστέρων ελέγχου βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ενίσχυε τη διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο του συστήματος, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

96      Μολονότι το Βασίλειο της Ισπανίας υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η φορολογική αρχή δεν διέθετε καμία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 115 του νόμου περί φόρου εταιριών και του άρθρου 49 της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εξέταση των διατάξεων αυτών αναιρεί τη συγκεκριμένη θέση, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 89 έως 95 ανωτέρω.

97      Εξάλλου, η Lico και η PYMAR υποστήριξαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διάταξη του άρθρου 49, παράγραφος 6, της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών απέτρεπε την απόσβεση πριν από την κατασκευή του αγαθού με σκοπό αποκλειστικά και μόνο την πρόληψη της απάτης. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε κατά τη διοικητική διαδικασία την αναγκαιότητα του περιεχομένου και των προϋποθέσεων που επιβάλλει το άρθρο 49 της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών για την αποφυγή των καταχρήσεων. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Lico και η PYMAR, αρκεί η επισήμανση ότι το γράμμα του άρθρου 49, παράγραφος 6, της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών, καθόσον επιτρέπει στη φορολογική αρχή να ορίσει ως χρόνο ενάρξεως της αποσβέσεως ημερομηνία διαφορετική από εκείνη που προτείνει ο υποκείμενος στον φόρο χωρίς άλλη διευκρίνιση, δεν διασφαλίζει ότι η χρήση του περιορίζεται μόνο για την καταπολέμηση περιπτώσεων απάτης.

98      Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα που προέβαλαν οι Bankia κ.λπ. ότι τα επίμαχα κριτήρια ήταν πανομοιότυπα με εκείνα τα οποία η Επιτροπή θεώρησε αντικειμενικά στην απόφαση για το νέο καθεστώς STL. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι Bankia κ.λπ., από την ανάγνωση της αποφάσεως σχετικά με το νέο καθεστώς STL προκύπτει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας επέφερε σημαντικές τροποποιήσεις στο επίμαχο καθεστώς. Ειδικότερα, τα κοινοποιηθέντα μέτρα προέβλεπαν σημαντικές τροποποιήσεις του άρθρου 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών καθώς και κατάργηση του άρθρου 49 της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών. Με τη νέα διατύπωση του άρθρου 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών, το Βασίλειο της Ισπανίας επεδίωκε, αντί του συστήματος προηγούμενης εγκρίσεως, την καθιέρωση ενός συστήματος κοινοποιήσεως από τον υποκείμενο στον φόρο στο πλαίσιο του οποίου ο φορολογούμενος μπορούσε να καθορίσει ότι η πρόωρη απόσβεση άρχιζε κατά την ημερομηνία ενάρξεως της κατασκευής του αγαθού, υπό τον όρο της σωρευτικής συνδρομής τριών προϋποθέσεων: πρώτον, οι τακτικές καταβολές στο πλαίσιο της χρηματοδοτικής μισθώσεως να πραγματοποιούνται κατά μεγάλο μέρος πριν από το πέρας της κατασκευής του αγαθού, δεύτερον, το χρονικό διάστημα κατασκευής να είναι κατ’ ελάχιστον δώδεκα μήνες και, τρίτον, να μην πρόκειται για αγαθά μαζικής παραγωγής. Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 36 της αποφάσεως σχετικά με το νέο καθεστώς STL, ότι το εν λόγω καθεστώς δεν παρείχε πλέον διακριτική ευχέρεια στις φορολογικές αρχές. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα χαρακτηριστικά του νέου αυτού καθεστώτος που περιγράφηκαν ανωτέρω διαφέρουν κατά πολύ από εκείνα του καθεστώτος που εξέτασε η προσβαλλόμενη απόφαση.

99      Εξάλλου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι Bankia κ.λπ., η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Netherlands Maritime Technology Association κατά Επιτροπής (T‑140/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1029), σχετικά με την απόφαση για το νέο καθεστώς STL. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει ότι η νέα διατύπωση του άρθρου 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών διαφέρει σημαντικά από εκείνη της εν προκειμένω ισχύουσας διατάξεως (πρβλ. απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Netherlands Maritime Technology Association κατά Επιτροπής, T‑140/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1029, σκέψεις 81 έως 83 και 93). Επομένως, το επιχείρημα που προέβαλαν οι Bankia κ.λπ. δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

100    Ως εκ τούτου, λόγω αυτών των στοιχείων, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας μπορούσε να ευνοήσει τους δικαιούχους έναντι άλλων υποκείμενων στον φόρο που βρίσκονταν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Ειδικότερα, από τα εν λόγω στοιχεία διακριτικής ευχέρειας προκύπτει ότι ήταν δυνατό να μην μπορούν άλλοι ΟΟΣ να επωφεληθούν από την πρόωρη απόσβεση υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. Ομοίως, εξαιτίας των ως άνω στοιχείων διακριτικής ευχέρειας, δεν αποκλειόταν άλλες επιχειρήσεις, δραστηριοποιούμενες μεν σε διαφορετικούς τομείς ή έχουσες άλλη μορφή, πλην όμως ευρισκόμενες σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, να μην μπορούσαν να επωφεληθούν κατ’ ανάγκη υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. Λαμβανομένου υπόψη του de jure διακριτικού χαρακτήρα των διατάξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 89 ανωτέρω, μικρή σημασία έχει αν οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται de facto κατά διακριτική ευχέρεια, πράγμα που το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR αμφισβητούν καθόσον προβάλλουν ότι, στην πράξη, έλαβαν έγκριση όλοι οι δραστηριοποιούμενοι στον επίμαχο τομέα ΟΟΣ οι οποίοι είχαν υποβάλει σχετική αίτηση.

101    Όπως υποστήριξε η Επιτροπή, δεδομένου του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός εκ των μέτρων που παρείχε δυνατότητα αποκομίσεως οφέλους από το καθεστώς STL στο σύνολό του, ήτοι της εγκρίσεως της πρόωρης αποσβέσεως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το σύστημα ήταν επιλεκτικό στο σύνολό του.

102    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση σχετικά με παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα των μέτρων, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR επί του ζητήματος αυτού.

103    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Lico και της PYMAR ως προς τις προϋποθέσεις σχετικά με τον κίνδυνο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, στο μέτρο που τα επιχειρήματα αυτά μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι βάλλουν κατά του βασίμου των εκτιμήσεων της Επιτροπής, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ΟΟΣ δραστηριοποιούνταν στην αγορά αγοραπωλησίας ποντοπόρων πλοίων, ειδικότερα με σκοπό τη ναύλωση γυμνού πλοίου, αγορά η οποία ήταν ανοιχτή στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Επιπλέον, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, οι επενδυτές στους ΟΟΣ δραστηριοποιούνται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων τομέων που είναι ανοικτοί στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται εξάλλου ότι τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από το καθεστώς STL ενισχύουν «τη θέση τους στις αντίστοιχες αγορές τους», πράγμα που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

104    Για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, πρέπει να εξετάζεται αν η ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, όταν ενίσχυση χορηγούμενη από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να θεωρείται ότι το εμπόριο αυτό επηρεάζεται από την ενίσχυση (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., C‑222/04, EU:C:2006:8, σκέψεις 140 και 141).

105    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη σκέψη 42 της αναιρετικής αποφάσεως, ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ΟΟΣ δραστηριοποιούνταν στην αγορά αγοραπωλησίας ποντοπόρων πλοίων, ειδικότερα με σκοπό τη ναύλωση γυμνού σκάφους. Έστω και αν οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση επί του ζητήματος αυτού είναι συνοπτικές, επισημαίνεται ότι η αγορά αυτή είναι αναμφισβήτητα ανοικτή στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την παρουσία πελατών σε άλλα κράτη μέλη, όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από το παράρτημα 4 του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση T‑719/13, σχετικά με πλοίο το οποίο παρήγγειλε ναυτιλιακή εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση σχετικά με τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

106    Όσον αφορά τον κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η μείωση της τιμής ενός πλοίου κατά 20 έως 30 %, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού ποσού στο οποίο μπορεί αυτή η μείωση να αντιστοιχεί, απειλεί, κατ’ ελάχιστον, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά αγοραπωλησίας ποντοπόρων πλοίων, ειδικότερα με σκοπό τη ναύλωση γυμνού πλοίου, στην οποία δραστηριοποιούνται οι ΟΟΣ.

107    Είναι, συνεπώς, απορριπτέα τα επιχειρήματα της Lico και της PYMAR σχετικά με τον κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

108    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

109    Με τα δικόγραφα που κατέθεσε πρωτοδίκως στην υπόθεση T‑515/13, αλλά και με τις παρατηρήσεις του μετά την έκδοση της αναιρετικής αποφάσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πληροί τις απαιτήσεις που απορρέουν από την υποχρέωση αιτιολογήσεως, ιδίως όσον αφορά τη φερόμενη επιλεκτικότητα των μέτρων και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

110    Ομοίως, η Lico και η PYMAR προβάλλουν, τόσο με τα πρωτοδίκως υποβληθέντα υπομνήματά τους στην υπόθεση T‑719/13 όσο και με τις παρατηρήσεις τους κατόπιν της αναιρετικής αποφάσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί διότι η αιτιολογία της είναι σε πολλά σημεία πλημμελής.

111    Πρώτον, η Lico και η PYMAR προβάλλουν αιτίαση σχετικά με έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά το συμπέρασμα ότι χορηγήθηκε ενίσχυση μόνο στους ΟΟΣ και όχι στις ναυτιλιακές εταιρίες, ενώ σε αμφότερες τις περιπτώσεις επρόκειτο για συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών επιχειρηματιών. Κατά την άποψή τους, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί γιατί το πλεονέκτημα που έλαβαν οι ΟΟΣ για τη διαμεσολάβησή τους στο πλαίσιο του καθεστώτος STL συνιστά κρατική ενίσχυση, ενώ απλώς συμμετέχουν στο πλεονέκτημα που αποκτούν οι ναυτιλιακές εταιρίες, το οποίο δεν θεωρείται ενίσχυση.

112    Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η διαταγή ανακτήσεως απευθύνεται στους επενδυτές των ΟΟΣ, ενώ αποδέκτες της ενισχύσεως ήταν οι ΟΟΣ. Συναφώς, η Lico και η PYMAR επισημαίνουν ότι το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή τη θέση που προέβαλε η Επιτροπή κατ’ αναίρεση, περί οικονομικής ενότητας μεταξύ των επενδυτών και των ΟΟΣ.

113    Επιπλέον, η Lico και η PYMAR επικρίνουν την έλλειψη αιτιολογίας της διαταγής ανακτήσεως του συνόλου του φορολογικού πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στους επενδυτές, ενώ η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει ότι μέρος του εν λόγω πλεονεκτήματος είχε μεταφερθεί στις ναυτιλιακές εταιρίες.

114    Επιπλέον, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι είναι παραπλανητική η δημιουργία εικονικού σεναρίου κατά το οποίο υπολογίζεται η αναλογία κατά την οποία θα ήταν συμβατό το όφελος που αποκομίζει η ναυτιλιακή εταιρία, εάν το όφελος αυτό συνιστούσε κρατική ενίσχυση, προκειμένου να κριθεί συμβατό το όφελος που αποκομίζουν οι ΟΟΣ. Εξάλλου, θα ήταν αντιφατικό για την Επιτροπή να εφαρμόσει, έστω και κατ’ αναλογία, τις κατευθυντήριες γραμμές για τις θαλάσσιες μεταφορές στους ΟΟΣ, ενώ τους θεωρεί απλούς χρηματοοικονομικούς μεσάζοντες και όχι ασκούντες δραστηριότητα θαλάσσιας μεταφοράς.

115    Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις τους κατόπιν της εκδόσεως της αναιρετικής αποφάσεως, οι Bankia κ.λπ. φρονούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελλιπώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα των μέτρων. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή τους, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιχείρησε καν να αποδείξει ότι τα επίμαχα μέτρα, με τα συγκεκριμένα αποτελέσματά τους, συνεπάγονταν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρηματιών που βρίσκονται, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το εν λόγω φορολογικό καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, όπως απαιτεί η αναιρετική απόφαση.

116    Όσον αφορά την Aluminios Cortizo, από τις παρατηρήσεις της κατόπιν της αναιρετικής αποφάσεως προκύπτει ότι και αυτή προβάλλει αιτίαση σχετικά με ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η διαταγή ανακτήσεως του συνόλου της ενισχύσεως αφορά αποκλειστικά τους επενδυτές, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει ότι ποσοστό μεταξύ 85 και 90 % του πλεονεκτήματος είχε μεταφερθεί στις ναυτιλιακές εταιρίες. Η Aluminios Cortizo προσθέτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και ως προς τη διαπίστωση ότι δεν ήταν δυνατός ο ποσοτικός προσδιορισμός του πλεονεκτήματος που φέρεται να χορηγήθηκε στις ναυπηγικές επιχειρήσεις.

117    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των ισχυρισμών του Βασιλείου της Ισπανίας, της Lico και της PYMAR, καθώς και των παρεμβαινόντων, Bankia κ.λπ. και Aluminios Cortizo.

118    Κατά το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι νομικές πράξεις αιτιολογούνται. Επιπλέον, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως περιλαμβάνει την υποχρέωση της Διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

119    Κατά πάγια νομολογία, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας, στους δε ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να μπορούν να υπερασπίζουν τα δικαιώματά τους και να εξακριβώνουν αν η απόφαση είναι ή όχι βάσιμη (βλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, T‑228/99 και T‑233/99, EU:T:2003:57, σκέψη 278 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

120    Δεν απαιτείται να διευκρινίζει η αιτιολογία όλα τα σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία, στο μέτρο που το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου της, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, T‑228/99 και T‑233/99, EU:T:2003:57, σκέψη 279).

121    Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την όλη οικονομία της αποφάσεως (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, T‑228/99 και T‑233/99, EU:T:2003:57, σκέψη 280).

122    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι λόγοι που στηρίζονται στην έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, η οποία εμποδίζει τον δικαστικό έλεγχο που μνημονεύεται στη σκέψη 119 ανωτέρω, αποτελούν λόγους δημοσίας τάξεως τους οποίους ο δικαστής της Ένωσης όχι μόνο μπορεί, αλλά και οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1997, Επιτροπή κατά Daffix, C‑166/95 P, EU:C:1997:73, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

123    Ο λόγος ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

124    Επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 101 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή παρέθεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις ενδείξεις που καθιστούσαν κατανοητούς τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι τα πλεονεκτήματα που απέρρεαν από τα επίμαχα φορολογικά μέτρα είχαν επιλεκτικό χαρακτήρα και ήταν ικανά να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, και ότι, υπό το πρίσμα των ειδικών περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφαση αυτή επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις τηρώντας τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, όπως αυτές έχουν αποσαφηνιστεί από τη νομολογία.

125    Παρά τα προεκτεθέντα, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico, η PYMAR και οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως εμπεριέχει πλημμέλειες οι οποίες δεν έχουν ακόμη εξεταστεί από τον δικαστή της Ένωσης.

126    Πρώτον, όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα, προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν προσδιόρισε το σύστημα αναφοράς για τους σκοπούς της αναλύσεως της επιλεκτικότητας των επίμαχων φορολογικών μέτρων, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 83 ανωτέρω. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, στην αιτιολογική σκέψη 156, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 132 έως 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξηγεί επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους το καθεστώς STL έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, δεδομένης ιδίως της διακριτικής ευχέρειας της φορολογικής αρχής όσον αφορά τη χορήγηση εγκρίσεως πρόωρης αποσβέσεως βάσει αορίστως διατυπωμένων κριτηρίων, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 88 έως 102 ανωτέρω.

127    Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με το συμπέρασμα ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε στους ΟΟΣ, αλλά όχι στις ναυτιλιακές εταιρίες, ανεξαρτήτως του βασίμου της εκτιμήσεως αυτής, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξήγησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 169 και 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το συμπέρασμα αυτό στηριζόταν στην εκτίμηση ότι η χορηγηθείσα υπό μορφή φορολογικών πλεονεκτημάτων ενίσχυση προς τους ΟΟΣ μπορούσε να καταλογιστεί απευθείας στο κράτος, ενώ οι εφαρμοστέοι κανόνες δεν επέβαλλαν τη μεταφορά μέρους του πλεονεκτήματος στις ναυτιλιακές εταιρίες.

128    Τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η διαταγή ανακτήσεως απευθυνόταν στους επενδυτές των ΟΟΣ, ενώ αποδέκτες της ενισχύσεως ήταν ακριβώς οι ΟΟΣ, από την αιτιολογική σκέψη 161 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα ωφελούσε τους ΟΟΣ και, λόγω της φορολογικής διαφάνειας των ΟΟΣ, τους επενδυτές τους. Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, οι ΟΟΣ είναι διαφανείς από φορολογικής απόψεως και, ως εκ τούτου, οι εκπεστέες δαπάνες τους μεταφέρονται αυτομάτως στους επενδυτές τους.

129    Επιπλέον, υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως του βασίμου της διαταγής ανακτήσεως του συνόλου της ενισχύσεως από τους επενδυτές παρά τη διαπίστωση ότι ποσοστό μεταξύ 85 και 90 % του πλεονεκτήματος είχε μεταφερθεί στις ναυτιλιακές εταιρίες, επισημαίνεται ότι, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 169 και 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση αυτή προκύπτει από τη διαπίστωση ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες δεν υποχρέωναν τους ΟΟΣ και τους επενδυτές να μεταφέρουν μέρος του πλεονεκτήματος σε άλλους επιχειρηματίες, όπως στις ναυτιλιακές εταιρίες.

130    Όσον αφορά τον φερόμενο παραπλανητικό ή αντιφατικό χαρακτήρα της εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών για τις θαλάσσιες μεταφορές στους ΟΟΣ, αρκεί να επισημανθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 201, ότι ήταν σκόπιμο να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία οι κατευθυντήριες γραμμές για τις θαλάσσιες μεταφορές, πράγμα το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

131    Τέταρτον, το επιχείρημα της Aluminios Cortizo περί ανεπαρκούς αιτιολογίας όσον αφορά τη θέση που διατυπώνεται στην υποσημείωση 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως (η οποία αντιστοιχεί στην υποσημείωση 101 του κειμένου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ότι δεν ήταν δυνατός ο ποσοτικός προσδιορισμός του πλεονεκτήματος που φέρεται να χορηγήθηκε στις ναυπηγικές επιχειρήσεις, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 169 και 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η κρίση της Επιτροπής ότι δεν χορηγήθηκε ενίσχυση στις ναυπηγικές επιχειρήσεις στηριζόταν στο ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες δεν επέβαλλαν τη μεταφορά μέρους του πλεονεκτήματος στις ναυπηγικές επιχειρήσεις και όχι στην αδυναμία ποσοτικοποιήσεως του χορηγηθέντος σε αυτές πλεονεκτήματος. Στην εν λόγω υποσημείωση, η Επιτροπή απλώς υπενθύμισε ότι οι ναυπηγικές επιχειρήσεις δεν ήταν, ως εκ τούτου, αποδέκτες της ενισχύσεως, ότι δεν ήταν δυνατό να ποσοτικοποιηθεί μια οικονομική ροή υπέρ αυτών και ότι, συνεπώς, παρείλκε η εξέταση της συμβατότητας της ενισχύσεως υπό το πρίσμα των κανόνων που εφαρμόζονται στον τομέα των ναυπηγικών εργασιών.

132    Κατόπιν των ανωτέρω και χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν οι αντιρρήσεις που προέβαλε η Επιτροπή όσον αφορά το συμφέρον της Lico και της PYMAR να αμφισβητήσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2014, DTS Distribuidora de Televisión Digital κατά Επιτροπής, T‑533/10, EU:T:2014:629, σκέψη 170), ο λόγος με τον οποίον προβάλλεται ελλιπής αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

133    Στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, τον οποίο προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας με το δικόγραφο της προσφυγής του στην υπόθεση T‑515/13, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν διέταξε την ανάκτηση της ενισχύσεως σε δύο προγενέστερες παρόμοιες υποθέσεις, ήτοι στην απόφαση της 8ης Μαΐου 2001 σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία υπέρ της εταιρίας «Bretagne Angleterre Irlande» («ΒΑΙ» ή «Brittany Ferries») (ΕΕ 2002, L 12, σ. 33, στο εξής: απόφαση Brittany Ferries) και στην απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ.

134    Το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει συναφώς ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι το καθεστώς των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ ήταν συγκρίσιμο με το καθεστώς STL, διότι «[είχαν] πολλά κοινά βασικά χαρακτηριστικά και [παρήγαν] σχεδόν πανομοιότυπα αποτελέσματα». Οι μόνες επισημανθείσες διαφορές ήταν η ύπαρξη ρητής απαλλαγής στο πλαίσιο του γαλλικού καθεστώτος, ενώ στο πλαίσιο του ισπανικού καθεστώτος τούτη προέκυπτε από την εφαρμογή διαφόρων διατάξεων, το γεγονός ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε ενημερώσει την Επιτροπή πριν από την εφαρμογή του καθεστώτος, έστω και αν δεν την είχε κοινοποιήσει, και το ότι η Επιτροπή δεν είχε έως τότε αποφανθεί σχετικά με καθεστώς τέτοιου είδους. Το Βασίλειο της Ισπανίας θεωρεί, ωστόσο, ότι οι εν λόγω διαφορές δεν ασκούν επιρροή.

135    Πρώτον, το Βασίλειο της Ισπανίας φρονεί ότι το γεγονός ότι στην περίπτωση των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ προβλεπόταν ρητώς φορολογική απαλλαγή δεν έχει καθοριστική σημασία, διότι η ισπανική απαλλαγή στηρίζεται κατ’ ουσίαν στο καθεστώς φορολογήσεως με βάση τη χωρητικότητα που προβλέπει ο νόμος περί φόρου εταιριών από τον οποίο δεν χωρεί παρέκκλιση ή ο οποίος δεν δύναται να τροποποιηθεί με κανόνα υποδεέστερης τυπικής ισχύος, όπως είναι το άρθρο 50, παράγραφος 3, της κανονιστικής αποφάσεως περί φόρου εταιριών.

136    Δεύτερον, το γεγονός ότι οι γαλλικές αρχές γνωστοποίησαν το καθεστώς αυτό στην Επιτροπή δεν ασκεί επιρροή, καθόσον το έγγραφό τους στο οποίο γινόταν λόγος για τον μηχανισμό αυτό δεν συνιστούσε κοινοποίηση. Το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει περαιτέρω ότι και το ίδιο απέστειλε έγγραφα προκειμένου να αποσαφηνίσει ορισμένα ζητήματα κατόπιν καταγγελίας υποβληθείσας στην Επιτροπή.

137    Τρίτον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο κινήσεως της επίσημης έρευνας σχετικά με το καθεστώς STL, η Επιτροπή είχε ήδη αποφανθεί επί των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ επίσης στερείται σημασίας λόγω των διαφορών μεταξύ των δύο αυτών καθεστώτων. Επομένως, δεδομένου ότι οι αβεβαιότητες που προκάλεσε η Επιτροπή, ιδίως με την απόφαση Brittany Ferries, εξακολουθούν να υφίστανται, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεν έπρεπε να επιβληθεί ανάκτηση των ενισχύσεων.

138    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων του Βασιλείου της Ισπανίας.

139    Κατά πάγια νομολογία, η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός εάν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, ABN Amro Group κατά Επιτροπής, T‑319/11, EU:T:2014:186, σκέψη 110). Επιπλέον, το βάρος αποδείξεως του παρόμοιου χαρακτήρα των καταστάσεων φέρει εκείνος που το επικαλείται (πρβλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, ABN Amro Group κατά Επιτροπής, T‑319/11, EU:T:2014:186, σκέψη 114).

140    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την απόφαση Brittany Ferries, επισημαίνεται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας απλώς επικαλείται την απόφαση αυτή, χωρίς ωστόσο να παραθέτει λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους οι επίμαχες καταστάσεις είναι παρόμοιες. Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από την αιτιολογική σκέψη 193 της αποφάσεως Brittany Ferries προκύπτει ότι στην τελευταία αυτή απόφαση η Επιτροπή επισήμανε ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη σύσταση του ΟΟΣ ήταν μέτρα γενικής ισχύος και, επομένως, δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις. Επομένως, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του Βασιλείου της Ισπανίας ότι στην απόφαση Brittany Ferries η Επιτροπή δεν διέταξε την ανάκτηση της ενισχύσεως, ενώ, αντιθέτως, διέταξε την ανάκτηση στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα είναι ότι η Επιτροπή κατέληξε σε διαφορετικά συμπεράσματα, θεωρώντας ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από τους ΟΟΣ δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις στην απόφαση Brittany Ferries, ενώ το καθεστώς STL συνιστούσε κρατική ενίσχυση σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση.

141    Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ο διάδικος δεν μπορεί να στηριχθεί, προς θεμελίωση του επιχειρήματος που προβάλλει, στην πρακτική που ακολουθούσε στο παρελθόν η Επιτροπή με τις αποφάσεις της, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρχε τέτοια πρακτική η οποία είναι αντίθετη προς την ορθή ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑57/00 P και C‑61/00 P, EU:C:2003:510, σκέψεις 52 και 53, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑347/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:418, σκέψη 51). Επομένως, ανεξαρτήτως των διαφορών μεταξύ των επίμαχων καθεστώτων στην απόφαση Brittany Ferries και στην προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει εν πάση περιπτώσει να γίνει δεκτό ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορεί να επικαλεστεί τυχόν μεταβολή της πρακτικής της Επιτροπής προς θεμελίωση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

142    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 214 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το καθεστώς των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ μπορεί να θεωρηθεί παρόμοιο με το καθεστώς STL από πολλές απόψεις, ιδίως λόγω της διαμεσολαβήσεως ενός φορολογικώς διαφανούς ΟΟΣ και των επενδυτών μεταξύ του κατασκευαστή του στοιχείου του ενεργητικού και του αγοραστή του, της συνάψεως συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, της εσπευσμένης αποσβέσεως και της πρόωρης αποσβέσεως του στοιχείου του ενεργητικού από τον ΟΟΣ, της απαλλαγής από τον φόρο εταιριών των υπεραξιών που προκύπτουν από την πώληση του στοιχείου του ενεργητικού και της μεταφοράς μέρους των πλεονεκτημάτων από τον ΟΟΣ και τους επενδυτές του στον αγοραστή του στοιχείου του ενεργητικού. Παρά ταύτα, στις αιτιολογικές σκέψεις 214 και 215 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι υπήρχαν επίσης ορισμένες διαφορές, ήτοι το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του καθεστώτος των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ, η απαλλαγή των υπεραξιών προβλεπόταν ρητώς, ενώ, στο πλαίσιο του καθεστώτος STL, η απαλλαγή αυτή προέκυπτε από τη συνδυασμένη εφαρμογή διαφόρων διατάξεων, το γεγονός ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε ενημερώσει την Επιτροπή για το καθεστώς, έστω και αν δεν της το είχε κοινοποιήσει, και το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή είχε ήδη αποφανθεί επί παρόμοιου φορολογικού καθεστώτος, ήτοι του καθεστώτος των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ.

143    Επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Ισπανίας είναι, σε ορισμένο βαθμό, αντιφατική, καθόσον, αφενός, αμφισβητεί την ύπαρξη ή την αυξημένη σημασία των προβαλλόμενων διαφορών μεταξύ του καθεστώτος των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ και του καθεστώτος STL και, αφετέρου, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στο γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχε ήδη αποφανθεί επί ενός παρόμοιου καθεστώτος, ήτοι του καθεστώτος των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ, διότι τα καθεστώτα αυτά ήταν πολύ διαφορετικά.

144    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως σημαντικών ομοιοτήτων μεταξύ του καθεστώτος των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ και του καθεστώτος STL, οι οποίες εντοπίζονται στην αιτιολογική σκέψη 214 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιόρισε την υποχρέωση ανακτήσεως με την απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ και με την επίδικη εν προκειμένω απόφαση, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργήθηκε με την απόφασή της Brittany Ferries, η οποία άφηνε να εννοηθεί ότι τα μέτρα αυτού του είδους δεν ήταν κρατικές ενισχύσεις λόγω του γενικού χαρακτήρα τους. Επομένως, από την άποψη αυτή, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ της καταστάσεως των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ και του καθεστώτος STL.

145    Είναι αληθές ότι, ενώ στην απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ η υποχρέωση ανακτήσεως άρχιζε μόνον από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή επέβαλε την υποχρέωση αυτή από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της δικής της αποφάσεως σχετικά με τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ (προγενέστερη της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως). Παρά ταύτα, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς από το γεγονός ότι η αβεβαιότητα που απορρέει από την απόφαση Brittany Ferries, η οποία εξηγούσε τη μερική μη ανάκτηση, δεν υφίστατο πλέον μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, σύμφωνα με τις επεξηγήσεις που θα εκτεθούν εκτενέστερα κατωτέρω στις σκέψεις 191 έως 206.

146    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το επιχείρημα περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως λόγω της αποφάσεως σχετικά με τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ πρέπει να απορριφθεί.

147    Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

148    Στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑515/13, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, με σκοπό την ακύρωση της διαταγής ανακτήσεως της ενισχύσεως για το χρονικό διάστημα μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ήτοι στις 21 Σεπτεμβρίου 2011, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση διέταξε την ανάκτηση από τη δημοσίευση της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ, ήτοι στις 30 Απριλίου 2007.

149    Το Βασίλειο της Ισπανίας επικαλείται σειρά στοιχείων τα οποία δημιούργησαν αυτή τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, ήτοι την απόφαση Brittany Ferries, την απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ, την αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής προς τις ισπανικές αρχές της 21ης Δεκεμβρίου 2001, την απόφαση 2005/122/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2004, για την κρατική ενίσχυση την οποία σκοπεύουν να θέσουν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες σχετικά με έξι συμβάσεις ναυπήγησης για τέσσερα ναυπηγεία (ΕΕ 2005, L 39, σ. 48, στο εξής: απόφαση για τα ολλανδικά ναυπηγεία), έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) «Ανταγωνισμός» της 9ης Μαρτίου 2009, την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ 1998, C 384, σ. 3) και την απόφαση της Επιτροπής C(2002) 582 τελικό, της 27ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με την κρατική ενίσχυση N736/2001 – Σύστημα φορολόγησης των ναυτιλιακών εταιρειών βάσει της χωρητικότητας (φόρος χωρητικότητας) (ΕΕ 2004, C 38, σ. 5). Επιπλέον, υποστηρίζει ότι είναι η πρώτη φορά που η Επιτροπή ανέλυσε από κοινού μια σειρά διακριτών μέτρων τα οποία δεν είχαν σχεδιαστεί ως καθεστώς από τον εθνικό νομοθέτη. Τέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί το ότι, με την έκδοση της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ, ήρθη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του όσον αφορά το ότι τα ισπανικά μέτρα δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, διότι τα δύο καθεστώτα ήταν πολύ διαφορετικά.

150    Με το δικόγραφο της προσφυγής τους στην υπόθεση T‑719/13, η Lico και η PYMAR επίσης προβάλλουν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αποσκοπώντας στην ακύρωση της διαταγής ανακτήσεως της ενισχύσεως.

151    Πρώτον, όσον αφορά τις πράξεις που δημιούργησαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, η Lico και η PYMAR στηρίζονται ιδίως στην απόφαση για τα ολλανδικά ναυπηγεία και στο έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός» της 9ης Μαρτίου 2009.

152    Δεύτερον, η Lico και η PYMAR προβάλλουν επιπλέον ότι οι επιχειρηματίες δεν μπορούσαν να προβλέψουν τη μεταστροφή στη συμπεριφορά της Επιτροπής, διότι το έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός» ανέφερε ότι η Επιτροπή είχε ήδη αναλύσει το καθεστώς STL και δεν σκόπευε να λάβει πρόσθετα μέτρα. Επιπλέον, στην απόφαση Brittany Ferries, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καθεστώς ανάλογο προς το καθεστώς STL δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

153    Τρίτον, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζει το υπέρτερο συμφέρον της Ένωσης το οποίο υπερισχύει του συμφέροντος των θιγόμενων επιχειρήσεων.

154    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν τα περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

155    Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, με την επιφύλαξη της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, δεν χωρεί κατ’ αρχήν επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα μιας κρατικής ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 134).

156    Επομένως, η νομολογία δεν αποκλείει τη δυνατότητα των δικαιούχων ενισχύσεως η οποία είναι παράνομη λόγω μη κοινοποιήσεως να αντιταχθούν στην επιστροφή της, επικαλούμενοι εξαιρετικές περιστάσεις, ικανές να δικαιολογήσουν βασίμως την εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα της οικείας ενισχύσεως (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑30/01 έως T‑32/01 και T‑86/02 έως T‑88/02, EU:T:2009:314, σκέψη 282).

157    Από τη νομολογία προκύπτει ότι επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μπορεί να γίνει όταν πληρούνται τρεις προϋποθέσεις.

158    Κατά πρώτον, δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε πρόσωπο στο οποίο κάποιο θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες λόγω των συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων που του έχει δώσει. Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Kahla Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, C‑537/08 P, EU:C:2010:769, σκέψη 63). Επιπλέον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να προέρχονται από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Εξάλλου, μόνον οι διαβεβαιώσεις που συνάδουν προς τους εφαρμοστέους κανόνες μπορούν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, T‑282/02, EU:T:2006:64, σκέψη 77).

159    Κατά δεύτερον, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου της Ένωσης ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μετά τη θέσπιση του μέτρου αυτού (αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 147, και της 14ης Οκτωβρίου 2010, Nuova Agricast και Cofra κατά Επιτροπής, C‑67/09 P, EU:C:2010:607, σκέψη 71).

160    Κατά τρίτον, όταν τα όργανα της Ένωσης έχουν δημιουργήσει κατάσταση δυνάμενη να δημιουργήσει στον πολίτη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, τούτη μπορεί παρά ταύτα να αποκλειστεί όταν το οικείο όργανο αποδεικνύει ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο κατισχύει των θιγόμενων ιδιωτικών συμφερόντων (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1990, Sofrimport κατά Επιτροπής, C‑152/88, EU:C:1990:259, σκέψεις 16 και 19· της 17ης Ιουλίου 1997, Affish, C‑183/95, EU:C:1997:373, σκέψη 57, και της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 164).

161    Η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τις αρχές αυτές.

162    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 219 έως 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εξέτασε σειρά στοιχείων που επισήμαναν το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν δημιουργούσαν οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα στοιχεία αυτά συνιστούν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις.

163    Πρώτον, επισημαίνεται ότι η απόφαση Brittany Ferries και η απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι παρέχουν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, καθόσον δεν μνημονεύουν άμεσα ή έμμεσα το καθεστώς STL.

164    Δεύτερον, είναι απορριπτέο το επιχείρημα που στηρίζεται στην αίτηση παροχής πληροφοριών που απηύθυνε η Επιτροπή στις ισπανικές αρχές στις 21 Δεκεμβρίου 2001, διότι η αίτηση αυτή και η ενδεχόμενη μεταγενέστερη αδράνεια της Επιτροπής επί ορισμένο χρονικό διάστημα δεν συνιστούν συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις όσον αφορά τη νομιμότητα του καθεστώτος STL. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών, η Επιτροπή ζήτησε μόνο συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη φορολογικού καθεστώτος χρηματοδοτικής μισθώσεως για τα πλοία στην Ισπανία, προκειμένου να μπορέσει να το εξετάσει υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Εξάλλου, η μεταγενέστερη αδράνεια της Επιτροπής δεν συνιστά συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της απαντήσεως των ισπανικών αρχών. Πράγματι, η απάντηση αυτή είναι τουλάχιστον διφορούμενη, καθόσον οι ισπανικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι δεν υπήρχε κανένα άλλο φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μισθώσεως πέραν εκείνου που είχε ήδη εγκριθεί από την Επιτροπή με προηγούμενη απόφαση.

165    Τρίτον, το επιχείρημα που στηρίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (βλ. σκέψη 149 ανωτέρω), η οποία αναφέρει ότι οι κανόνες για τις αναπροσαρμογές αξίας και τις αποσβέσεις δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις όταν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις επιχειρήσεις και σε όλους τους κλάδους παραγωγής, δεν μπορεί να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το καθεστώς STL δεν εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις και σε όλους τους κλάδους παραγωγής.

166    Τέταρτον, η απόφαση C(2002) 582 τελικό της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με τον φόρο χωρητικότητας (βλ. σκέψη 149 ανωτέρω), με την οποία είχε κηρυχθεί συμβατό το οικείο καθεστώς, δεν μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, διότι αφορούσε την εκμετάλλευση ιδιόκτητων ή μισθωμένων πλοίων και όχι, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες σχετικά με τη ναύλωση γυμνού πλοίου, όπως σαφώς προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

167    Πέμπτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή ανέλυσε για πρώτη φορά από κοινού μια σειρά διακριτών μέτρων τα οποία δεν είχαν σχεδιαστεί ως καθεστώς από τον εθνικό νομοθέτη, πράγμα το οποίο εξάλλου αμφισβητεί η Επιτροπή, ούτε το Βασίλειο της Ισπανίας ούτε οι επιχειρηματίες μπορούν να θεμελιώσουν στο γεγονός αυτό και μόνον την ύπαρξη συγκεκριμένων, ανεπιφύλακτων και συγκλινουσών διαβεβαιώσεων ότι το καθεστώς STL δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 238 και 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός αυτό και μόνον δεν αποκλείει αφ’ εαυτού τη δυνατότητά της να προβεί σε συνολική αξιολόγηση των μέτρων, δεδομένου μάλιστα ότι προέβη και σε εξατομικευμένη εξέταση των μέτρων.

168    Έκτον, επισημαίνεται ότι η απόφαση για τα ολλανδικά ναυπηγεία δεν περιέχει συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις όσον αφορά τη νομιμότητα του καθεστώτος STL. Συγκεκριμένα, με την απόφαση για τα ολλανδικά ναυπηγεία, η Επιτροπή δεν εξέφρασε κατά τρόπο ακριβή, ανεπιφύλακτο και συγκλίνοντα την άποψη ότι, αφού προέβη σε πλήρη και εμπεριστατωμένη ανάλυση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς STL δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Αφενός, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 224 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντικείμενο της αποφάσεως για τα ολλανδικά ναυπηγεία δεν ήταν το καθεστώς STL αλλά ένα ολλανδικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, αναφερόταν μόνον παρεμπιπτόντως στα ισπανικά μέτρα. Αφετέρου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 225 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα ισπανικά μέτρα τα οποία επιχείρησαν να αντισταθμίσουν οι Κάτω Χώρες δεν ήταν το καθεστώς STL αλλά επιδοτήσεις στα επιτόκια που φέρονταν να λαμβάνουν τα ισπανικά ναυπηγεία.

169    Έβδομον, όσον αφορά το έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός» της 9ης Μαρτίου 2009, επισημαίνεται ότι τούτο απεστάλη ως απάντηση στην Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας του Βασιλείου της Νορβηγίας, ο οποίος, αφού υποστήριξε ότι το καθεστώς STL αποτελούσε καθεστώς ενισχύσεων προς τα ισπανικά ναυπηγεία, είχε ζητήσει πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες σκόπευε να προβεί η Επιτροπή. Με την απάντησή της, η αρμόδια επίτροπος της ΓΔ «Ανταγωνισμός» ανέφερε ότι η Επιτροπή είχε εξετάσει το ζήτημα και ότι, εφόσον το καθεστώς ήταν ανοικτό στην αγορά πλοίων ναυπηγηθέντων από ναυπηγεία άλλων κρατών μελών χωρίς διάκριση, δεν σκόπευε να λάβει πρόσθετα μέτρα «στο στάδιο αυτό».

170    Συναφώς, όπως ορθώς υποστηρίζουν η Lico και η PYMAR, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 233 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το εν λόγω έγγραφο δεν αποτελούσε τυπική πράξη της Επιτροπής, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.

171    Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνουν η Lico και η PYMAR, έχει κριθεί ότι η δυνατότητα καταλογισμού των δηλώσεων ενός υπαλλήλου στην αρχή εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον τρόπο με τον οποίο το κοινό αντιλήφθηκε τις δηλώσεις αυτές. Το καθοριστικό στοιχείο για τον καταλογισμό των δηλώσεων ενός υπαλλήλου στην αρχή είναι το αν οι αποδέκτες των δηλώσεων αυτών μπορούν ευλόγως να υποθέσουν, εντός του δεδομένου πλαισίου, ότι πρόκειται για θέσεις που ο υπάλληλος λαμβάνει με το κύρος της ιδιότητάς του. Συναφώς, πρέπει να εκτιμηθεί, ειδικότερα, εάν ο υπάλληλος είναι, γενικώς, αρμόδιος στον εν λόγω τομέα· εάν δημοσιεύει τις γραπτές δηλώσεις του χρησιμοποιώντας χαρτί με επίσημη επικεφαλίδα της αρμόδιας υπηρεσίας· εάν παραχωρεί τηλεοπτικές συνεντεύξεις στον χώρο εργασίας του· εάν δεν επισημαίνει ότι πρόκειται για προσωπικές απόψεις του και ότι αυτές διαφέρουν από την επίσημη θέση της αρμόδιας υπηρεσίας και εάν οι υπηρεσίες της αρμόδιας αρχής δεν προβαίνουν αμελλητί στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να ανατρέψουν την εντύπωση που έχουν σχηματίσει οι αποδέκτες των δηλώσεων του υπαλλήλου ότι πρόκειται για επίσημες θέσεις της αρχής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Απριλίου 2007, AGM‑COS.MET, C‑470/03, EU:C:2007:213, σκέψεις 56 έως 58).

172    Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο έγγραφο που απηύθυνε η ιεραρχικώς ανώτατη υπεύθυνη για τις υπηρεσίες ανταγωνισμού της Επιτροπής υπό την ιδιότητα αυτή, όπως προκύπτει τόσο από την επικεφαλίδα του εγγράφου όσο και από την υπογραφή, στην Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας του Βασιλείου της Νορβηγίας, ήτοι στην αρμόδια αρχή στη χώρα αυτή, να είναι ικανό να δημιουργήσει κατ’ αρχήν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους επιχειρηματίες όσον αφορά την αξιολόγηση του καθεστώτος STL υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

173    Ομοίως, το γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο δεν απευθύνεται στους επιχειρηματίες που το επικαλούνται δεν είναι καθοριστικής σημασίας, υπό τον όρο ότι το περιεχόμενό του τους έχει κοινοποιηθεί. Εν προκειμένω, φαίνεται ότι το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού ήταν γνωστό στους επιχειρηματίες που μετείχαν στο καθεστώς STL από το 2009, όπως προκύπτει από επιστολή την οποία απέστειλε νορβηγική ναυτιλιακή εταιρία προς ισπανική ναυπηγική επιχείρηση τον Απρίλιο του 2009 και από έγγραφο το οποίο απέστειλε το ισπανικό Υπουργείο Βιομηχανίας, το οποίο αναφέρει ότι ενημέρωσε όλους τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες για το έγγραφο αυτό κατά τις περιοδικές συναντήσεις τους.

174    Για να μπορεί, ωστόσο, το έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός» να δημιουργήσει πράγματι δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, πρέπει επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του, να παρέχει συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις. Όπως, όμως, ορθώς επισημαίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 235 και 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το έγγραφο αυτό δεν αναφέρει κατά τρόπο συγκεκριμένο, ανεπιφύλακτο και συγκλίνοντα ότι η Επιτροπή, αφού προέβη σε πλήρη και εμπεριστατωμένη ανάλυση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς STL δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που στο έγγραφο των νορβηγικών αρχών γινόταν λόγος για προβληματισμούς των ναυπηγικών επιχειρήσεων της χώρας αυτής, το έγγραφο της επιτρόπου ανέφερε απλώς ότι το καθεστώς STL δεν φαινόταν να εισάγει δυσμενή διάκριση εις βάρος των ναυπηγικών επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών. Στο εν λόγω έγγραφο αναφερόταν επιπλέον ότι δεν προβλεπόταν η λήψη πρόσθετων μέτρων «στο στάδιο αυτό», πράγμα που υποδήλωνε ότι ήταν δυνατή η μεταστροφή της θέσεως αυτής σε περίπτωση προσκομίσεως νέων στοιχείων. Επομένως, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR δεν μπορούν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο έγγραφο αυτό.

175    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων όσον αφορά την πρώτη από τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις σχετικά με την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, παρέλκει η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων.

176    Κατόπιν των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου

177    Με το δικόγραφο της προσφυγής του στην υπόθεση T‑515/13, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου προς στήριξη του αιτήματός του περί ακυρώσεως της διαταγής ανακτήσεως της ενισχύσεως για το χρονικό διάστημα μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση διέταξε την ανάκτηση από τη δημοσίευση της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ.

178    Πρώτον, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι εξαιτίας μιας σειράς στοιχείων δημιουργήθηκε κατάσταση νομικής αβεβαιότητας όσον αφορά τη νομιμότητα του καθεστώτος STL. Ειδικότερα, με την απόφαση Brittany Ferries δημιουργήθηκε βασίμως στους επιχειρηματίες η πεποίθηση ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα ήταν μέτρα γενικού χαρακτήρα. Περαιτέρω, το έγγραφο της 9ης Μαρτίου 2009 που απέστειλε η αρμόδια επίτροπος της ΓΔ «Ανταγωνισμός» στις νορβηγικές αρχές ενίσχυσε την κατάσταση νομικής αβεβαιότητας. Συγκεκριμένα, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι το έγγραφο αυτό ανέφερε ρητώς ότι η Επιτροπή γνώριζε την ύπαρξη του καθεστώτος και ότι, κατόπιν αναλύσεώς του, έκρινε ότι δεν δημιουργούσε κανένα πρόβλημα υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, το εν λόγω έγγραφο συνέβαλε στο να δημιουργηθεί στους επιχειρηματίες που μετείχαν στο καθεστώς STL η πεποίθηση ότι το καθεστώς αυτό ήταν νόμιμο. Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει ότι κατά τον χρόνο εκείνο υπήρξε εκτεταμένη δημοσιότητα του εγγράφου αυτού στον Τύπο.

179    Δεύτερον, το Βασίλειο της Ισπανίας επισημαίνει την παρατεταμένη, πέραν της εύλογης προθεσμίας, αδράνεια της Επιτροπής, μολονότι γνώριζε την ύπαρξη του καθεστώτος STL. Δεδομένου ότι η Επιτροπή γνώριζε, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι υποβλήθηκαν καταγγελίες από ναυπηγικές επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών μόλις το 2006. Επομένως, θεωρεί ότι δεν συντρέχει λόγος να ζητηθεί η ανάκτηση της ενισχύσεως πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 21 Σεπτεμβρίου 2011.

180    Με το δικόγραφο της προσφυγής τους στην υπόθεση T‑719/13, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι η διαταγή ανακτήσεως των χορηγηθεισών ενισχύσεων παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

181    Πρώτον, όσον αφορά τα στοιχεία που προκάλεσαν την κατάσταση νομικής αβεβαιότητας, η Lico και η PYMAR επικαλούνται ειδικότερα την απόφαση Brittany Ferries.

182    Η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν, αντιθέτως προς την Επιτροπή, ότι η απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ δεν ήρε την εν λόγω νομική αβεβαιότητα, διότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ του γαλλικού καθεστώτος και του καθεστώτος STL. Κατ’ αρχάς, το γαλλικό καθεστώς προέκυπτε από διάταξη του γενικού φορολογικού κώδικα, ενώ το καθεστώς STL στηριζόταν στη συνδυασμένη εφαρμογή πλειόνων διατάξεων. Εξάλλου, στο πλαίσιο του γαλλικού καθεστώτος, μέρος του πλεονεκτήματος έπρεπε υποχρεωτικώς να μεταφερθεί στη ναυτιλιακή εταιρία ενώ, στο πλαίσιο του καθεστώτος STL, τούτο προέκυπτε από ιδιωτικές συμφωνίες μεταξύ των μερών. Επιπλέον, η Επιτροπή θεώρησε ότι το γαλλικό καθεστώς συνιστούσε ενίσχυση στις μεταφορές ενώ, εν προκειμένω, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ενίσχυση προς τους επενδυτές. Υπό το πρίσμα των διαφορών αυτών, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι οι επιχειρηματίες δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με το γαλλικό καθεστώς ίσχυαν κατ’ αναλογία και για το καθεστώς STL. Επιπλέον, η απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ δεν ανέφερε ρητώς ότι το περιεχόμενο της αποφάσεως Brittany Ferries ήταν εσφαλμένο ή ότι η Επιτροπή είχε υιοθετήσει άλλη θέση.

183    Η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι και άλλα στοιχεία συνέβαλαν στη δημιουργία καταστάσεως νομικής αβεβαιότητας, ήτοι η απόφαση για τα ολλανδικά ναυπηγεία και το έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός» της 9ης Μαρτίου 2009.

184    Όσον αφορά την απόφαση για τα ολλανδικά ναυπηγεία, η Lico και η PYMAR ισχυρίζονται ότι από την απόφαση αυτή μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή γνώριζε την ύπαρξη του καθεστώτος STL και ότι, βάσει των στοιχείων που έλαβε, θεωρούσε ότι το καθεστώς αυτό δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι, εάν δεν γίνει δεκτό ότι η απόφαση αυτή ενίσχυσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους, θα πρέπει πάντως να θεωρηθεί ότι η εν λόγω απόφαση ενίσχυσε την αβεβαιότητα όσον αφορά τη νομιμότητα του καθεστώτος STL. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως της Επιτροπής να διεξαγάγει επιμελή και αμερόληπτη έρευνα, δηλώσεις όπως αυτές που περιλαμβάνονται στη δημοσιευθείσα απόφαση για τα ολλανδικά ναυπηγεία θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς STL ήταν νόμιμο.

185    Η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν επίσης ότι, εφόσον δεν γίνει δεκτό ότι το έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός» δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, πρέπει τουλάχιστον να αναγνωριστεί ότι ενίσχυσε την αμφισημία όσον αφορά τη νομιμότητα του καθεστώτος STL. Συναφώς, η Lico και η PYMAR υπενθυμίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου απεστάλη το έγγραφο αυτό. Ειδικότερα, επισημαίνουν ότι οι ισπανικές αρχές και οι υπηρεσίες της Επιτροπής αντήλλαξαν απόψεις και πραγματοποίησαν συσκέψεις σχετικά με το καθεστώς STL το 2008. Κατά την άποψή τους, στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων, συμφωνήθηκε ότι το καθεστώς STL δεν θα θεωρούνταν κρατική ενίσχυση εφόσον οι ισπανικές αρχές εξέδιδαν δεσμευτική γνώμη που να διευκρινίζει ότι το καθεστώς STL εφαρμοζόταν στα πλοία που ναυπηγούνται σε κάθε ναυπηγείο του ΕΟΧ. Επιπλέον, οι ισπανικές αρχές απέστειλαν σχέδιο γνώμης στην Επιτροπή, η οποία το αναθεώρησε και πρότεινε τροποποιήσεις στη διατύπωση, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην τελική μορφή της. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής υποστήριξαν ότι το περιεχόμενο της δεσμευτικής γνώμης ήταν «άψογο». Κατά την άποψη της Lico και της PYMAR, αυτό ακριβώς ήταν το πλαίσιο εντός του οποίου απεστάλη το 2009 το έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός».

186    Δεύτερον, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή γνώριζε την ύπαρξη του καθεστώτος STL από της θέσεώς του σε εφαρμογή, όπως αποδεικνύεται από τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απεστάλησαν στις ισπανικές αρχές ήδη από το 2001. Επιπλέον, η έγκριση των μέτρων που συνθέτουν το καθεστώς STL δημοσιεύθηκε στη Boletín Oficial del Estado (ισπανική Επίσημη Εφημερίδα του Κράτους) και κυκλοφόρησε ευρέως στον Τύπο. Παρά ταύτα, η Επιτροπή παρέμεινε αδρανής, χωρίς να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, για δέκα περίπου έτη, ήτοι για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι είναι αντιφατικό να μην ανακτώνται οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μεταξύ 2002 και 2006 λόγω παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου και συγχρόνως να υποστηρίζεται ότι η περίοδος αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για να εξεταστεί αν η Επιτροπή παρέμεινε αδρανής για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή ενήργησε εντός εύλογης προθεσμίας μόνον από το 2006, η Lico και η PYMAR θεωρούν ότι η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική, κατ’ αναλογία προς την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής (223/85, EU:C:1987:502), όπου η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της έπειτα από 26 μήνες. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι, εφόσον, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, το καθεστώς STL εμφανίζει τόσες ομοιότητες με το καθεστώς στο οποίο αναφέρεται η απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ, πράγμα που δεν συμβαίνει, τα πέντε έτη που μεσολάβησαν μέχρι την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας εν προκειμένω είναι σαφώς υπερβολικά πολλά. Κατόπιν των ανωτέρω, η Lico και η PYMAR θεωρούν ότι η κατάσταση νομικής αβεβαιότητας εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας το 2011.

187    Με τις παρατηρήσεις τους επί της συνέχειας της διαδικασίας στην υπόθεση T‑719/13 RENV, οι Bankia κ.λπ. υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η Επιτροπή, η παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι ανεξάρτητη από την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Κατά την άποψή τους, η παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου συνεχίστηκε μέχρι τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

188    Επιπλέον, οι Bankia κ.λπ. επισημαίνουν ότι το έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός» είναι μεταγενέστερο της αποφάσεως περί των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ. Επομένως, η απόφαση αυτή δεν μπορούσε να άρει την κατάσταση νομικής αβεβαιότητας.

189    Τέλος, οι Bankia κ.λπ. θεωρούν ότι, αν η περίπτωση των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ εμφάνιζε τόσες ομοιότητες με την εξεταζόμενη εν προκειμένω όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, το χρονικό διάστημα των πέντε ετών το οποίο μεσολάβησε μεταξύ της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ και της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι υπερβολικά μεγάλο.

190    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων του Βασιλείου της Ισπανίας, της Lico και της PYMAR.

191    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR προβάλλουν παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου προς στήριξη του αιτήματος για ακύρωση της διαταγής ανακτήσεως για όλο το χρονικό διάστημα μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ήτοι έως τις 21 Σεπτεμβρίου 2011, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση διέταξε την ανάκτηση από τη δημοσίευση της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ, ήτοι στις 30 Απριλίου 2007.

192    Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος μπορούν να έχουν ως αντικείμενο να στηρίξουν ή να αποδοκιμάσουν τα αιτήματα ενός από τους κύριους διαδίκους της διαφοράς και ότι, συνακόλουθα, ο παρεμβαίνων δεν διαθέτει τη δυνατότητα να τροποποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο το αντικείμενο της προσφυγής (πρβλ. διάταξη της 6ης Φεβρουαρίου 1995, Auditel κατά Επιτροπής, T‑66/94, EU:T:1995:20, σκέψη 27). Εν προκειμένω, οι Bankia κ.λπ. ζητούν την ακύρωση της διαταγής ανακτήσεως και για το διάστημα από τις 21 Σεπτεμβρίου 2011, ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, έως τις 16 Απριλίου 2014, ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η Lico και η PYMAR ζητούν την ακύρωση της διαταγής ανακτήσεως μόνον για το διάστημα έως τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στις 21 Σεπτεμβρίου 2011. Επομένως, το υποβληθέν από τους Bankia κ.λπ. αίτημα ακυρώσεως της διαταγής ανακτήσεως για την πρόσθετη αυτή περίοδο υπερβαίνει το περιεχόμενο της προσφυγής που άσκησαν η Lico και η PYMAR και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

193    Κατά τη νομολογία, λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα μιας ενισχύσεως είναι η κατάργησή της μέσω ανακτήσεως προκειμένου να αποκατασταθεί η προτέρα κατάσταση. Μόνον αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις θα ήταν ενδεχομένως απρόσφορο να διαταχθεί η επιστροφή της ενισχύσεως (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV, C‑275/10, EU:C:2011:814, σκέψεις 33 και 35). Ειδικότερα, η νομολογία δεν αποκλείει τη δυνατότητα των αποδεκτών ενισχύσεως η οποία είναι παράνομη λόγω της μη κοινοποιήσεώς της να αντιταχθούν στην ανάκτησή της επικαλούμενοι εξαιρετικές περιστάσεις, όπως είναι η παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου (πρβλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Salzgitter, C‑408/04 P, EU:C:2008:236, σκέψεις 106 και 107).

194    Επιπλέον, η αρχή της ασφάλειας δικαίου συνεπάγεται ότι η νομοθεσία της Ένωσης είναι σαφής και ότι η εφαρμογή της είναι προβλέψιμη για τους πολίτες (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Nuova Agricast και Cofra κατά Επιτροπής, C‑67/09 P, EU:C:2010:607, σκέψη 77), ώστε αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 1989, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, 92/87 και 93/87, EU:C:1989:77, σκέψη 22). Αυτή η επιταγή περί ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα οσάκις πρόκειται για νομοθεσία δυνάμενη να έχει οικονομικές συνέπειες, ώστε να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να γνωρίζουν επακριβώς το εύρος των υποχρεώσεων που τους επιβάλλονται βάσει της νομοθεσίας αυτής (βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Eurofast κατά Επιτροπής, T‑87/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:641, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

195    Επισημαίνεται ότι, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι προσφυγές οι οποίες βάλλουν κατά της υποχρεώσεως ανακτήσεως λόγω παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου γίνονται δεκτές μόνον υπό εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις. Ένα από τα σπάνια παραδείγματα τέτοιας προσφυγής η οποία έγινε δεκτή είναι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 1ης Ιουλίου 2004, Salzgitter κατά Επιτροπής (T‑308/00, EU:T:2004:199). Η απόφαση αυτή, όμως, αναιρέθηκε με την απόφαση της 22ας Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Salzgitter (C‑408/04 P, EU:C:2008:236), και, κατόπιν της αναπομπής από το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εν τέλει, με την απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Salzgitter κατά Επιτροπής (T‑308/00 RENV, EU:T:2013:30), ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

196    Από τη νομολογία προκύπτει ότι πρέπει να εξεταστεί μια σειρά στοιχείων προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ιδίως η έλλειψη σαφήνειας του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Nuova Agricast και Cofra κατά Επιτροπής, C‑67/09 P, EU:C:2010:607, σκέψη 77) και/ή η αδικαιολόγητη αδράνεια της Επιτροπής για παρατεταμένο χρονικό διάστημα (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής, 223/85, EU:C:1987:502, σκέψεις 14 και 15, και της 22ας Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Salzgitter, C‑408/04 P, EU:C:2008:236, σκέψεις 106 και 107). Όσον αφορά το τελευταίο αυτό στοιχείο, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργεί εντός εύλογης προθεσμίας στο πλαίσιο διαδικασίας εξετάσεως κρατικών ενισχύσεων και ότι δεν μπορεί να παραμένει αδρανής κατά το προκαταρκτικό στάδιο έρευνας. Επιπλέον, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις που προσιδιάζουν σε κάθε υπόθεση, όπως είναι η περιπλοκότητα της διαφοράς και η συμπεριφορά των διαδίκων (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψεις 81 και 82).

197    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν συντρέχουν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες αντιτίθενται στη διαταγή ανακτήσεως εν προκειμένω.

198    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δέχεται, στις αιτιολογικές σκέψεις 251, 261 και 262 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου αντιτίθετο στην ανάκτηση των ενισχύσεων μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ. Πράγματι, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η απόφαση Brittany Ferries, του 2001, θα μπορούσε να οδηγήσει τους επιχειρηματίες στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα ήταν μέτρα γενικού χαρακτήρα και, επομένως, δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι αυτή η κατάσταση νομικής αβεβαιότητας εξέλιπε κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ, στις 30 Απριλίου 2007. Για τον λόγο αυτό, δεν ασκούν επιρροή για την εξέταση του βασίμου του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως τα προγενέστερα της ημερομηνίας αυτής στοιχεία που επικαλέστηκαν οι διάδικοι, όπως είναι η φερόμενη αδράνεια της Επιτροπής μετά την αίτηση παροχής πληροφοριών του 2001 ή η απόφαση του 2004 σχετικά με τα ολλανδικά ναυπηγεία.

199    Όσον αφορά τα αποτελέσματα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ τον Απρίλιο του 2007, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η απόφαση αυτή εξάλειψε κάθε νομική αβεβαιότητα, καθόσον βάσει της απόφασης αυτής ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας θα έπρεπε να θεωρήσει ότι καθεστώς παρόμοιο με το καθεστώς STL θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση. Συναφώς, επισημαίνεται ότι από την απόφαση περί των γαλλικών φορολογικών ΟΟΣ προκύπτει ότι ένα σύστημα για τη ναυπήγηση ποντοπόρων πλοίων και τη διάθεσή τους σε ναυτιλιακές εταιρίες, μέσω ΟΟΣ και συμβάσεων χρηματοδοτικής μισθώσεως, το οποίο παρείχε ορισμένα φορολογικά πλεονεκτήματα, ήταν δυνατό να συνιστά καθεστώς κρατικών ενισχύσεων. Μολονότι είναι αληθές ότι το επίμαχο καθεστώς στην απόφαση για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ δεν ήταν όμοιο με το καθεστώς STL, δεν προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο ότι οι μεταξύ τους διαφορές ήταν εντονότερες από τις αντίστοιχες μεταξύ του καθεστώτος STL και του εξετασθέντος καθεστώτος στην απόφαση Brittany Ferries, την οποία επικαλέστηκαν το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

200    Επιπλέον, oi περιστάσεις τις οποίες επικαλέστηκαν το Βασίλειο της Ισπανίας, η Lico και η PYMAR οι οποίες είναι μεταγενέστερες της δημοσιεύσεως της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η δημοσίευση αυτή να εξάλειψε την κατάσταση νομικής αβεβαιότητας, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή.

201    Πρώτον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το έγγραφο της αρμόδιας επιτρόπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός» της 9ης Μαρτίου 2009 δεν ήταν ικανό να συμβάλει στη δημιουργία ή τη διατήρηση καταστάσεως νομικής αβεβαιότητας, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων στη σκέψη 174. Συγκεκριμένα, το έγγραφο αυτό αναφέρει απλώς ότι το καθεστώς STL δεν δημιουργούσε δυσμενή διάκριση εις βάρος ναυπηγείων άλλων κρατών μελών και προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν σκόπευε να λάβει πρόσθετα μέτρα «στο στάδιο αυτό».

202    Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη αδράνεια της Επιτροπής για παρατεταμένο χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται απλώς για ένα από τα στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου ή για απαραίτητη και σωρευτική προϋπόθεση όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν παρέμεινε εν προκειμένω αδρανής για μη εύλογο χρονικό διάστημα.

203    Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η εξέταση πρέπει να περιοριστεί στο χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση, τον Απρίλιο του 2007, της αποφάσεως για τους γαλλικούς φορολογικούς ΟΟΣ, δεδομένου ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή αναγνώρισε την ύπαρξη καταστάσεως νομικής αβεβαιότητας, επισημαίνεται ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στην υπό κρίση υπόθεση δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2011, ήτοι περίπου τεσσεράμισι έτη αργότερα.

204    Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 259 και 261 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, από τις οκτώ αιτήσεων παροχής πληροφοριών που απέστειλε η Επιτροπή στις ισπανικές αρχές, οι έξι απεστάλησαν κατά το διάστημα που μνημονεύεται στη σκέψη 203 ανωτέρω και ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν περίπλοκα, γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Για τους λόγους αυτούς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέμεινε αδικαιολογήτως αδρανής για μη εύλογο χρονικό διάστημα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

205    Όσον αφορά την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής (223/85, EU:C:1987:502, σκέψεις 12 και 14), την οποία επικαλούνται η Lico και η PYMAR προς στήριξη του αιτήματός τους, με την οποία κρίθηκε υπερβολικά μεγάλο ένα χρονικό διάστημα 26 μηνών, επισημαίνεται ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις της υποθέσεως επηρέασαν αποφασιστικά τη λύση που δέχθηκε το Δικαστήριο, οπότε αυτή δεν μπορεί απλώς να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν και σε άλλες περιπτώσεις. Ειδικότερα, η ενίσχυση την οποία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής (223/85, EU:C:1987:502), είχε κοινοποιηθεί επισήμως στην Επιτροπή, αν και καθυστερημένα μετά τη χορήγησή της. Εξάλλου, συνδεόταν με πρόσθετα έξοδα αφορώντα ενισχύσεις οι οποίες είχαν προηγουμένως εγκριθεί από την Επιτροπή. Τέλος, η εξέταση της συμβατότητας της ενισχύσεως δεν απαιτούσε ενδελεχή έρευνα (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Comune di Milano κατά Επιτροπής, T‑167/13, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:940, σκέψη 158). Όλες αυτές οι εξαιρετικές περιστάσεις σαφώς διαφέρουν από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, στο πλαίσιο της οποίας οι επίδικες ενισχύσεις ουδέποτε κοινοποιήθηκαν, η Επιτροπή απέστειλε πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις ισπανικές αρχές κατά τη διάρκεια του εν λόγω χρονικού διαστήματος και τα μέτρα παρουσίαζαν μη αμελητέα περιπλοκότητα. Κατά συνέπεια, η Lico και η PYMAR δεν μπορούν να επικαλεστούν λυσιτελώς τη λύση που έγινε δεκτή με την εν λόγω απόφαση.

206    Κατόπιν των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της παραβιάσεως των αρχών που διέπουν την ανάκτηση λόγω της μεθόδου υπολογισμού του ποσού της ασύμβατης ενισχύσεως

207    Με το δικόγραφο της προσφυγής τους στην υπόθεση T‑719/13, η Lico και η PYMAR προβάλλουν επικουρικώς λόγο ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παραβίαση των αρχών που διέπουν την ανάκτηση των ενισχύσεων λόγω της μεθόδου υπολογισμού του ποσού της προς ανάκτηση ασύμβατης ενισχύσεως. Κατά την άποψή τους, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την απαίτηση ανακτήσεως ποσού υψηλότερου από την ενίσχυση την οποία πράγματι έλαβαν οι επενδυτές.

208    Η Lico και η PYMAR θεωρούν ότι η διατύπωση της μεθόδου υπολογισμού του ποσού των ενισχύσεων είναι συγκεχυμένη και διφορούμενη. Ειδικότερα, επικρίνουν την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που φαίνεται να διατάσσει την ανάκτηση του συνόλου της ενισχύσεως από τους επενδυτές μολονότι ένα μέρος του φορολογικού πλεονεκτήματος μεταφέρεται στις ναυτιλιακές εταιρίες. Συγκεκριμένα, φρονούν ότι πρέπει να εξαιρεθεί από τη διαταγή ανακτήσεως το μέρος της ενισχύσεως που πράγματι μεταφέρθηκε σε άλλους επιχειρηματίες, έστω και αν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν επέβαλλε τη μεταφορά μέρους της ενισχύσεως.

209    Η Lico και η PYMAR υποστηρίζουν ότι το ποσό του οικονομικού πλεονεκτήματος που αποκομίζει κάθε δικαιούχος δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη στο ποσό των κρατικών πόρων που χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις περιπτώσεις, έστω και αν αυτό συμβαίνει συχνά.

210    Επιπλέον, η ανάκτηση ποσού υψηλότερου από την πράγματι ληφθείσα από τους επενδυτές ενίσχυση τους περιάγει σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, αντί να αποκαθιστά την προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση.

211    Με τις παρατηρήσεις τους επί της συνέχειας της διαδικασίας στην υπόθεση T‑719/13 RENV, οι Bankia κ.λπ. υποστηρίζουν ότι η διαταγή ανακτήσεως του συνόλου της ενισχύσεως από τους επενδυτές, ενώ έχουν λάβει μόνον το 10 έως 15 % του πλεονεκτήματος, είναι παράνομη. Επισημαίνουν ότι αντικείμενο της ανακτήσεως δεν είναι η επιβολή κυρώσεως αλλά μόνον η εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από τη χορήγηση της ενισχύσεως. Η ανάκτηση ποσού υψηλότερου από το πράγματι αποκτηθέν πλεονέκτημα προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού προς όφελος των ανταγωνιστών των αποδεκτών της ενισχύσεως.

212    Επιπλέον, οι Bankia κ.λπ. επισημαίνουν ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι ΟΟΣ και οι επενδυτές ενεργούσαν ως μεσάζοντες οι οποίοι μετέφεραν το πλεονέκτημα στις ναυτιλιακές εταιρίες. Εξάλλου, η Επιτροπή δέχθηκε επίσης ότι ο τρόπος κατανομής του πλεονεκτήματος γνωστοποιούνταν εκ των προτέρων στις ισπανικές αρχές, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως εγκρίσεως της πρόωρης αποσβέσεως. Επιπλέον, η προηγούμενη υπογραφή της συμβάσεως περί καθορισμού των λεπτομερειών κατανομής μεταξύ των συμβαλλομένων αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την πρόσβαση στο καθεστώς STL.

213    Οι Bankia κ.λπ. προβάλλουν ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπήρχε κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα στις ναυτιλιακές εταιρίες, διότι η μεταφορά του πλεονεκτήματος απέρρεε από ιδιωτικές συμβάσεις, και καθόσον κήρυξε συγχρόνως άκυρες τις ρήτρες των ιδιωτικών αυτών συμβάσεων οι οποίες παρείχαν στους επενδυτές τη δυνατότητα να ανακτήσουν το πλεονέκτημα από εκείνους που πράγματι το αποκόμισαν, και δη από τις ναυπηγικές επιχειρήσεις.

214    Με τις παρατηρήσεις της επί της συνέχειας της διαδικασίας στην υπόθεση T‑719/13 RENV, η Aluminios Cortizo υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική στο μέτρο που η Επιτροπή, ενώ αναγνώρισε ότι το 85 έως 90 % του πλεονεκτήματος είχε μεταφερθεί στις ναυτιλιακές εταιρίες, διέταξε την ανάκτηση του συνόλου της ενισχύσεως από τους επενδυτές.

215    Η Aluminios Cortizo επισημαίνει επίσης ότι από σχέδιο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή σκόπευε να διατάξει την ανάκτηση της ενισχύσεως από τις ναυτιλιακές εταιρίες.

216    Η Επιτροπή αμφισβητεί την εν λόγω επιχειρηματολογία.

217    Κατά τη νομολογία, η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως διά της ανακτήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της και αποσκοπεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται εφόσον οι επίμαχες ενισχύσεις, προσαυξημένες ενδεχομένως με τους τόκους υπερημερίας, επιστραφούν από τον δικαιούχο ή, διατυπωμένο διαφορετικά, από τις επιχειρήσεις οι οποίες πράγματι τις καρπώθηκαν. Με την επιστροφή αυτή, ο λαβών χάνει πράγματι το πλεονέκτημα του οποίου απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και τα πράγματα επανέρχονται στην προ της καταβολής κατάσταση. Επομένως, ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την επιστροφή μιας παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως είναι η εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού την οποία προκάλεσε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που παρέσχε η παράνομη ενίσχυση (απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑277/00, EU:C:2004:238, σκέψεις 74 έως 76· πρβλ. επίσης, απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑303/88, EU:C:1991:136, σκέψη 57).

218    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η Lico και η PYMAR, υποστηριζόμενες από τους Bankia κ.λπ. και την Aluminios Cortizo, αμφισβητούν κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διατάσσει την ανάκτηση του συνόλου της ενισχύσεως από τους επενδυτές, ενώ το 85 έως 90 % του πλεονεκτήματος μεταφερόταν συστηματικά στις ναυτιλιακές εταιρίες, όπως αναγνωρίζει η προσβαλλόμενη απόφαση.

219    Το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι οι ναυτιλιακές εταιρίες δεν ήταν οι αποδέκτες της ενισχύσεως, συμπέρασμα το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, είχε ως συνέπεια ότι η διαταγή ανακτήσεως αφορούσε αποκλειστικώς και συνολικά τους επενδυτές, οι οποίοι, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι οι μόνοι αποδέκτες ολόκληρης της ενισχύσεως λόγω της διαφάνειας των ΟΟΣ. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει της λογικής που ακολουθεί, δεν ενέχει σφάλμα καθόσον διατάσσει την ανάκτηση του συνόλου της ενισχύσεως από τους επενδυτές, μολονότι αυτοί μετέφεραν μέρος του πλεονεκτήματος σε άλλες επιχειρήσεις, δεδομένου ότι αυτές δεν θεωρούνται αποδέκτες της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι επενδυτές ήταν εκείνοι οι οποίοι καρπώθηκαν πράγματι την ενίσχυση, δεδομένου ότι η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν τους επέβαλλε τη μεταφορά μέρους της ενισχύσεως σε τρίτους.

220    Ως εκ τούτου, η διαταγή ανακτήσεως δεν μπορεί να νοηθεί ως κύρωση πλήττουσα τους επενδυτές ή ως μέτρο που δημιουργεί στρέβλωση του ανταγωνισμού προς όφελος των ανταγωνιστών τους, όπως υποστηρίζουν οι Bankia κ.λπ.

221    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

222    Με την αρχική απόφαση, η Επιτροπή είχε καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα των κυρίων διαδίκων. Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των εξόδων για όλες τις διαδικασίες, σύμφωνα με το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας.

223    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

224    Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκε στην υπόθεση T‑515/13 RENV, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της αρχικής διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

225    Δεδομένου ότι η Lico και η PYMAR ηττήθηκαν στην υπόθεση T‑719/13 RENV, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της αρχικής διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

226    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Εν προκειμένω, πρέπει να κριθεί ότι οι Bankia κ.λπ. και η Aluminios Cortizo φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους που αφορούν τη διαδικασία αναπομπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποθέσεως C128/16 P και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των υποθέσεων T515/13 και T515/13 RENV.

3)      Η Lico Leasing, SA και η Pequeños y Medianos Astilleros Sociedad de Reconversión, SA φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποθέσεως C128/16 P και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των υποθέσεων T719/13 και T719/13 RENV.

4)      Οι Bankia, SA και οι λοιποί παρεμβαίνοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται σε παράρτημα καθώς και η Aluminios Cortizo, SAU φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους που αφορούν τη διαδικασία αναπομπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Collins

Ηλιόπουλος

Barents

Passer

 

      De Baere

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Σεπτεμβρίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.


1      Ο κατάλογος των παρεμβαινόντων παρατίθεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.