Language of document : ECLI:EU:C:2016:217

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 7ης Απριλίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑149/15

Sabrina Wathelet

κατά

Garage Bietheres & Fils SPRL

[αίτηση του Cour d’appel de Liège (Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Προστασία των καταναλωτών — Οδηγία 1999/44/ΕΚ — Πώληση και εγγυήσεις καταναλωτικών αγαθών — Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ — Έννοια του πωλητή — Ευθύνη επαγγελματία που ενεργεί ως ενδιάμεσος για έναν μη επαγγελματία πωλητή»





I –    Εισαγωγή

1.        Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο καταναλωτής που αγοράζει καταναλωτικό αγαθό από άλλον ιδιώτη δεν απολαύει της προστασίας της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (2). Συμβαίνει όμως το ίδιο όταν ένας επαγγελματίας, ενεργώντας επ’ ονόματι και για λογαριασμό ενός ιδιώτη, παρεμβαίνει στην πώληση, εμφανιζόμενος στον καταναλωτή ως πωλητής; Αυτό είναι το ζήτημα που τίθεται σ’ αυτήν την υπόθεση.

2.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, που υπέβαλε το cour d’appel de Liège (εφετείο Λιέγης, Βέλγιο), εντάσσεται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ενός καταναλωτή και ενός επαγγελματία που αφορά πώληση μεταχειρισμένου οχήματος. Το κύριο ζήτημα είναι αν ο επαγγελματίας, ο οποίος ενεργεί απλώς ως ενδιάμεσος για τον μη επαγγελματία κύριο του οχήματος, ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για έλλειψη συμφωνίας του οχήματος προς τους όρους της συμβάσεως.

3.        Σ’ αυτήν την αλληλουχία, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο ως προς το ζήτημα αν η έννοια του πωλητή, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44, περιλαμβάνει έναν επαγγελματία, όπως την εναγόμενη της κύριας δίκης, που παρεμβαίνει σε μια πώληση ως μεσολαβών («ενδιάμεσος») για έναν ιδιώτη, έστω και αν η ως άνω διάταξη δεν μνημονεύει την περίπτωση αυτή.

4.        Επομένως, το Δικαστήριο καλείται στην υπόθεση αυτή να διευκρινίσει το εύρος της έννοιας του πωλητή κατά την οδηγία 1999/44 και, κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

5.        Στην ανάλυση που ακολουθεί θα προβώ κατ’ αρχάς σε μερικές γενικές παρατηρήσεις σε σχέση με την έννοια του ενδιαμέσου και των τρόπων ερμηνείας της έννοιας του πωλητή που περιέχονται στην οδηγία 1999/44. Κατόπιν, με βάση μια ανάλυση τόσο της διατυπώσεως του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας όσο και του σκοπού της διατάξεως αυτής, θα εξετάσω το πεδίο στο οποίο έχει εφαρμογή η έννοια του πωλητή κατά την ως άνω διάταξη, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα. Τέλος, θα προσεγγίσω το ζήτημα της εκτιμήσεως από το εθνικό δικαστήριο, καθώς και το ζήτημα της αμοιβής του ενδιαμέσου.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α —      Η οδηγία 1999/44

6.        Η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 1999/44 παραπέμπει στο άρθρο 153 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 169 ΣΛΕΕ), που ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα των καταναλωτών και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, η [Ένωση] συμβάλλει στην προστασία […] των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και στην προώθηση του δικαιώματός τους για ενημέρωση […] για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους» (3).

7.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 της οδηγίας 1999/44 διευκρινίζουν τα εξής:

«(5)      [Εκτιμώντας] ότι η δημιουργία ενός ελάχιστου κοινού συνόλου κανόνων δικαίου των καταναλωτών, που θα ισχύει ανεξάρτητα από τον τόπο αγοράς των αγαθών εντός της Κοινότητας, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και θα τους επιτρέψει να αξιοποιήσουν καλύτερα τα πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς·

(6)      [Εκτιμώντας] ότι οι κυριότερες δυσκολίες τις οποίες συναντούν οι καταναλωτές και οι οποίες αποτελούν την κύρια πηγή διενέξεων με τους πωλητές αφορούν τη μη συμμόρφωση των αγαθών με τους συμβατικούς όρους· ότι θα πρέπει, επομένως, να υπάρξει προσέγγιση ως προς το θέμα αυτό των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν την πώληση καταναλωτικών αγαθών, χωρίς ωστόσο η προσέγγιση αυτή να θίξει τις διατάξεις και αρχές των εθνικών δικαίων περί συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης».

8.        Όσον αφορά την ευθύνη του πωλητή, η αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«(9)      [Εκτιμώντας] ότι ο πωλητής θα πρέπει να είναι ο άμεσος υπεύθυνος έναντι του καταναλωτή σε ό,τι αφορά την συμμόρφωση των αγαθών προς τους όρους της σύμβασης· ότι αυτή είναι η καθιερωμένη παραδοσιακή λύση στις έννομες τάξεις των κρατών μελών· ότι, εντούτοις, ο πωλητής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, όπως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, να στραφεί κατά του παραγωγού, κατά προηγούμενου πωλητή ο οποίος εντάσσεται στην ίδια αλυσίδα συμβάσεων ή κατ’ άλλου ενδιάμεσου, εκτός αν έχει παραιτηθεί από αυτό το δικαίωμα· ότι η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρχή της ελευθερίας σύναψης συμβάσεων μεταξύ του πωλητή, του παραγωγού, τυχόν προηγουμένου πωλητή ή παντός άλλου ενδιαμέσου· ότι οι κανόνες που καθορίζουν εναντίον ποίων μπορεί να στραφεί ο πωλητής και με ποιους τρόπους, πρέπει να προσδιορίζονται από το εθνικό δίκαιο».

9.        Η εν λόγω οδηγία, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, σκοπό έχει:

«[…] την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, με σκοπό την εξασφάλιση ενός στοιχειώδους ορίου ομοιόμορφης προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.»

10.      Προς τούτο, η οδηγία 1999/44 επιβάλλει στους πωλητές ορισμένες υποχρεώσεις έναντι των καταναλωτών, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση, με βάση το άρθρο 2, παράγραφος 1, να παραδίδουν στον καταναλωτή αγαθά που είναι σύμφωνα προς τους όρους της συμβάσεως πωλήσεως, και την υποχρέωση, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, κατά την οποία ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε έλλειψη συμφωνίας προς τους όρους της συμβάσεως που υφίσταται κατά την παράδοση του αγαθού.

11.      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 ορίζει την έννοια του πωλητή για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας ως εξής:

«πωλητής: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο συμβάσεως, πωλεί καταναλωτικά αγαθά στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας».

12.      Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, που επιγράφεται ως «Δικαίωμα προς επανόρθωση» [Aναγωγικώς άσκηση αγωγής], ορίζει τα εξής:

«Όταν ο τελικός πωλητής υπέχει ευθύνη έναντι του καταναλωτή λόγω έλλειψης συμμόρφωσης προς τους όρους της σύμβασης η οποία απορρέει από πράξη ή παράλειψη του παραγωγού, ενός προηγούμενου πωλητή ο οποίος εντάσσεται στην ίδια αλυσίδα συμβάσεων ή οποιουδήποτε άλλου ενδιαμέσου, ο τελικός πωλητής δικαιούται να στραφεί κατά του υπευθύνου ή των υπευθύνων στην αλυσίδα συμβάσεων. Η εθνική νομοθεσία ορίζει το ή τα πρόσωπα κατά των οποίων μπορεί να στραφεί ο τελικός πωλητής, καθώς και τις σχετικές αγωγές και προϋποθέσεις άσκησής τους.»

13.      Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία 1999/44 προβλέπει μόνον ένα ελάχιστο όριο εναρμονίσεως των εθνικών κανόνων για την προστασία των καταναλωτών (4). Συναφώς, το άρθρο 8, που επιγράφεται ως «Εθνικά δίκαια και στοιχειώδης προστασία», διευκρινίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Η άσκηση των παραχωρουμένων από την παρούσα οδηγία δικαιωμάτων δεν θίγει την άσκηση άλλων δικαιωμάτων που μπορεί να επικαλεσθεί ο καταναλωτής δυνάμει εθνικών κανόνων περί συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης.»

 Β —      Το βελγικό δίκαιο

14.      Η έννοια του πωλητή, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44, μεταφέρθηκε κατά γράμμα στο βελγικό δίκαιο με το άρθρο 1649 bis, § 2, περίπτωση 2o, του βελγικού code civil (αστικού κώδικα).

III – Τα περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

15.      Στις 24 Απριλίου 2012 η S. Wathelet αγόρασε ένα μεταχειρισμένο όχημα από μια επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων, ήτοι την εταιρία περιορισμένης ευθύνης Garage Bietheres & Fils SPRL (στο εξής: Garage Bietheres), αντί τιμήματος 4 000 ευρώ.

16.      Η S. Wathelet κατέβαλε ποσό 4 000 ευρώ στην Garage Bietheres. Δεν έλαβε εντούτοις ούτε απόδειξη πληρωμής ούτε τιμολόγιο πωλήσεως.

17.      Η Garage Bietheres πέρασε το όχημα από τον τεχνικό έλεγχο με δικές της δαπάνες και έστειλε την αίτηση ταξινομήσεως στην αρμόδια βελγική αρχή. Το κόστος αυτής της ταξινομήσεως ανέλαβε η S. Wathelet.

18.      Μερικούς μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 2012, το όχημα υπέστη βλάβη. Μεταφέρθηκε στο συνεργείο της Garage Bietheres για επισκευή. Εκεί διαγνώσθηκε θραύση κινητήρα.

19.      Με επιστολή με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 2012 προς την Garage Bietheres η S. Wathelet την όχλησε να της αποδώσει το όχημα, ζητώντας, μεταξύ άλλων, το τιμολόγιο πωλήσεως.

20.      Στις 17 Νοεμβρίου 2012 η S. Wathelet μετέβη στις εγκαταστάσεις της Garage Bietheres για να παραλάβει το όχημά της. Προσέκρουσε όμως σε άρνηση, διότι δεν δέχθηκε να υπογράψει ένα τιμολόγιο επισκευής 2 000 ευρώ, με ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 2012. Κατά την S. Wathelet, τότε μόνο πληροφορήθηκε ότι η Garage Bietheres δεν ήταν ο πωλητής του οχήματος, αλλά στην πραγματικότητα είχε απλώς αναλάβει τον ρόλο του ενδιαμέσου για έναν ιδιώτη (5).

21.      Με επιστολή, με ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 2012, προς την S. Wathelet η Garage Bietheres ισχυρίσθηκε ότι το όχημα που αγόρασε η S. Wathelet είχε εκτεθεί προς πώληση και ότι εξαρχής της είχε επισημανθεί ότι το όχημα ανήκε όχι στην Garage Bietheres, αλλά αντιθέτως σε έναν ιδιώτη. Κατά την Garage Bietheres, η θραύση κινητήρα συνιστά συνήθη κίνδυνο στο πλαίσιο της αγοράς ενός μεταχειρισμένου οχήματος μεταξύ ιδιωτών. Επομένως, η Garage Bietheres επέμεινε στην άρνησή της να παραδώσει το όχημα στην S. Wathelet αν δεν εξοφληθεί εξ ολοκλήρου το τιμολόγιο επισκευής 2 000 ευρώ. Η Garage Bietheres επισύναψε στο έγγραφό της απόδειξη για το ποσό των 4 000 ευρώ, συμπληρωμένη με το χέρι με το όνομα και το επίθετο του μη επαγγελματία κυρίου του οχήματος και του αγοραστή, δηλαδή της S. Wathelet. Το έγγραφο αυτό περιλαμβάνει μόνον την υπογραφή του μη επαγγελματία κυρίου του οχήματος.

22.      Στις 13 Δεκεμβρίου 2012 η Garage Bietheres επέδωσε στην S. Wathelet δικόγραφο αγωγής μετά κλήσεως προς εμφάνιση ενώπιον του tribunal de première instance de Verviers (πρωτοδικείου του Verviers), ζητώντας, μεταξύ άλλων, την πληρωμή, εντόκως, του τιμολογίου επισκευής 2 000 ευρώ της 17ης Νοεμβρίου 2012. Η Garage Bietheres υποστήριξε ότι το όχημα που αγόρασε η S. Wathelet ανήκε σε μια από τις πελάτισσές του και ότι η σύμβαση πωλήσεως ήταν σύμβαση πωλήσεως μεταξύ ιδιωτών.

23.      Η S. Wathelet αρνήθηκε την αγωγή της Garage Bietheres και άσκησε ανταγωγή, ζητώντας, με βάση τον βελγικό αστικό κώδικα, να λυθεί η σύμβαση πωλήσεως συνεπεία υπαναχωρήσεως με επιστροφή, εντόκως, του ποσού των 4 000 ευρώ. Επιπλέον, η S. Wathelet ζήτησε την καταβολή αποζημιώσεως ύψους 2 147,46 ευρώ. Υποστήριξε ότι η πώληση πραγματοποιήθηκε μεταξύ της ίδιας και της Garage Bietheres και ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η τελευταία δεν ήταν ο πωλητής.

24.      Το tribunal de première instance de Verviers δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της Garage Bietheres και υποχρέωσε την S. Wathelet να της καταβάλει εντόκως το ποσό των 2 000 ευρώ. Επιπλέον, το ως άνω δικαστήριο έκρινε αβάσιμη την ανταγωγή της S. Wathelet.

25.      Η S. Wathelet άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του cour d’appel de Liège, διατηρώντας τα αιτήματα που διατύπωσε πρωτοδίκως και ζητώντας, επικουρικώς, την άμεση απόδοση του οχήματος.

26.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίστανται σοβαρά, ακριβή και συγκλίνοντα τεκμήρια υπέρ του ότι η S. Wathelet δεν ήταν πληροφορημένη κατά τη σύναψη της συμβάσεως πωλήσεως για το ότι επρόκειτο για σύμβαση πωλήσεως μεταξύ ιδιωτών. Συναφώς, το εθνικό δικαστήριο θεωρεί αποδεδειγμένο ότι η S. Wathelet ουδέποτε συνάντησε τον κύριο του οχήματος και ότι η επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων ενήργησε ως ενδιάμεσος στο πλαίσιο της πωλήσεως, άνευ αμοιβής γι’ αυτό από τον κύριο του οχήματος.

IV – Το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

27.      Το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει ο όρος “πωλητής” καταναλωτικών αγαθών, κατά το άρθρο 1649 bis του βελγικού αστικού κώδικα, όπως προστέθηκε με τον νόμο [της 1ης Σεπτεμβρίου 1994] υπό τον τίτλο “νόμος για την προστασία των καταναλωτών στην περίπτωση πωλήσεως καταναλωτικών αγαθών”, που συνιστά μεταφορά στο βελγικό δίκαιο [της οδηγίας 1999/44, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών], την έννοια ότι αφορά όχι μόνο τον επαγγελματία ο οποίος υπό την ιδιότητα του πωλητή μεταβιβάζει την κυριότητα καταναλωτικού αγαθού σε καταναλωτή, αλλά επίσης τον επαγγελματία που παρεμβαίνει ως ενδιάμεσος για λογαριασμό μη επαγγελματία πωλητή, είτε αμείβεται είτε όχι για την παρέμβασή του, είτε πληροφόρησε είτε όχι τον υποψήφιο αγοραστή για το ότι ο πωλητής ήταν ιδιώτης;»

28.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Βελγική, η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν διεξήχθη.

V –    Νομική ανάλυση

 Α —      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.      Επί της έννοιας του ενδιαμέσου

29.      Υπό μορφή εισαγωγής, νομίζω ότι είναι χρήσιμες μερικές παρατηρήσεις ως προς την έννοια του ενδιαμέσου, η οποία καλύπτει μια σειρά καταστάσεων, τα νομικά αποτελέσματα των οποίων μπορούν να είναι διαφορετικά και να αποτελούν το αντικείμενο εθνικών παραλλαγών (6), δεδομένου ότι τα εθνικά δίκαια των συμβάσεων έχουν αποτελέσει το αντικείμενο πολύ περιορισμένης μόνο εναρμονίσεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο (7).

30.      Το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρίνισε υπό ποία έννοια χρησιμοποιεί τον όρο ενδιάμεσος στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

31.      Η οδηγία 1999/44, εξάλλου, δεν περιέχει κανέναν ορισμό του όρου του ενδιαμέσου, που εμφανίζεται στην αιτιολογική σκέψη 9 και στο άρθρο 4 αυτής, ενώ ούτε οι διατάξεις της οδηγίας ούτε οι προπαρασκευαστικές της εργασίες παρέχουν ένδειξη για το υπό ποία έννοια χρησιμοποιείται ο εν λόγω όρος σ’ αυτή την οδηγία. Ούτε το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διερωτηθεί ως προς αυτό το ζήτημα ή, ειδικότερα, ως προς τη θέση και την ευθύνη του ενδιαμέσου στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών.

32.      Εντούτοις, ο όρος «ενδιάμεσος» εμπεριέχεται σε άλλες οδηγίες που αφορούν την προστασία του καταναλωτή. Πολλές από αυτές περιέχουν ρητό ορισμό αυτού του όρου, που αναφέρεται σε κάθε πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό άλλου (8). Ο ορισμός αυτός καλύπτει τόσο τον επαγγελματία που ενεργεί ιδίω ονόματι, ο οποίος θεωρείται γενικώς ως δεσμευόμενος από τη σύμβαση δυνάμει του εθνικού δικαίου των συμβάσεων (9), όσο και αυτόν που ενεργεί εξ ονόματος άλλου προσώπου, το οποίο, αντιθέτως, δεν θεωρείται γενικώς ως συμβαλλόμενο μέρος (10).

33.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι ο κύριος του σχετικού οχήματος βεβαίωσε ότι το όχημα του ανήκε, ότι επρόκειτο για «σύμβαση πωλήσεως μεταξύ ιδιωτών και ότι η επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων ενήργησε απλώς ως ενδιάμεσος». Επιπλέον, στην απόφαση περί παραπομπής εκτίθεται ότι το αντίτιμο της πωλήσεως παραδόθηκε τελικά στον κύριο του οχήματος (11).

34.      Μπορώ να συναγάγω από αυτό ότι ο ενδιάμεσος εν προκειμένω, η Garage Bietheres, παρενέβη στην πώληση εξ ονόματος και για λογαριασμό του κυρίου του οχήματος.

35.      Κατά συνέπεια, θα στηριχθώ, στην ανάλυση που ακολουθεί, σε έναν ορισμό της έννοιας του ενδιαμέσου που συμπεριλαμβάνει κάθε επαγγελματία ο οποίος, στο πλαίσιο πωλήσεως καταναλωτικού αγαθού, παρεμβαίνει έναντι του καταναλωτή εξ ονόματος και για λογαριασμό του μη επαγγελματία κυρίου του πωλούμενου αγαθού (12).

36.      Επιπλέον, ελλείψει ενδείξεων περί του αντιθέτου, μπορώ να θεωρήσω κατά τεκμήριο ότι η Garage Bietheres εξουσιοδοτήθηκε από τον κύριο του οχήματος να το πωλήσει. Επομένως, η ανάλυσή μου αφορά μόνο την περίπτωση κατά την οποία ο ενδιάμεσος ενεργεί κατ’ εξουσιοδότηση.

2.      Επί του αντικειμένου του προδικαστικού ερωτήματος

37.      Με το προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία της έννοιας του πωλητή κατά το άρθρο 1649 bis του βελγικού αστικού κώδικα, το οποίο προστέθηκε με τον νόμο της 1ης Σεπτεμβρίου 1994, προκειμένου να μεταφερθεί στο βελγικό δίκαιο το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44.

38.      Πρέπει να τονιστεί προκαταρκτικώς ότι, όταν επιληφθεί μιας υποθέσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας των Συνθηκών, καθώς και επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εξέταση μόνο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει το περιεχόμενο των εθνικών διατάξεων και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει αυτές να εφαρμόζονται (13).

39.      Επομένως, το προδικαστικό ερώτημα, κατά την αληθή του έννοια, σκοπό έχει να διαπιστωθεί ερμηνευτικώς αν η κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 έννοια του πωλητή περιλαμβάνει τον επαγγελματία που ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό ενός ιδιώτη, είτε αμείβεται είτε όχι για την παρέμβασή του και είτε πληροφόρησε είτε όχι τον καταναλωτή για το ότι ο πωλητής είναι ιδιώτης.

3.      Επί του τρόπου της ερμηνείας

40.      Πριν πραγματευθώ τα της ερμηνείας της κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 έννοιας του πωλητή, θα εκθέσω μερικές γενικές παρατηρήσεις που νομίζω ότι είναι εποικοδομητικές εν προκειμένω.

41.      Πρώτον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την ανάγκη τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της εφαρμογής της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να δίδεται, σε όλη την Ένωση, αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία, λαμβανομένων υπόψη των συμφραζομένων της διατάξεως και του σκοπού που επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση (14).

42.      Ο ορισμός του πωλητή στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44, δεδομένου ότι δεν περιέχει καμία παραπομπή στα εθνικά δίκαια, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά αυτοτελή έννοια του ενωσιακού δικαίου, η οποία δεν μπορεί να αντλεί το περιεχόμενό της παρά μόνον από τις πηγές του δικαίου της Ένωσης.

43.      Δεύτερον, μολονότι ο όρος πωλητής περιέχεται σε άλλες πράξεις του ενωσιακού δικαίου (15), ο ειδικός ορισμός που δίδεται με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 απαντά μόνο στην οδηγία αυτή. Επομένως, πρόκειται για μεμονωμένη έννοια, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των σκοπών που επιδιώκονται με αυτή την οδηγία, καθώς και υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης λειτουργικής θέσεως του πωλητή στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας (16).

44.      Τρίτον, η έννοια του πωλητή κατά την οδηγία 1999/44 πρέπει κατ’ ανάγκη να έχει αντικειμενικό χαρακτήρα με βάση ορισμένα επαληθεύσιμα στοιχεία, που απορρέουν από το κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας («σύμβαση», πώληση «καταναλωτικού αγαθού», «εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα»).

45.      Η έννοια αυτή είναι επίσης λειτουργική και σχετική, καθόσον απορρέει από τη λειτουργική θέση του προσώπου σε μια ιδιαίτερη οικονομική συναλλαγή (17). Συγκεκριμένα, ο πωλητής «πωλεί» ένα καταναλωτικό αγαθό σε έναν καταναλωτή στο πλαίσιο συμβάσεως πωλήσεως. Συνεπώς, ο προσδιορισμός των προσώπων που καλύπτονται από το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 δεν είναι στατικός, αλλά εξαρτάται από τη θέση τους σε συγκεκριμένη συμβατική σχέση. Η λειτουργική θέση του πωλητή πρέπει να εκτιμάται κατά κύριο λόγο από την πλευρά του καταναλωτή, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο της προστασίας που παρέχει αυτή η οδηγία.

 Β —   Επί της ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44

1.      Επί της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ

46.      Κατά τη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44, η έννοια του πωλητή καλύπτει:

«το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο συμβάσεως, πωλεί καταναλωτικά αγαθά στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας».

47.      Ο ορισμός της έννοιας του πωλητή κατά την οδηγία 1999/44 δεν παραπέμπει επομένως σ’ αυτή του ενδιαμέσου και, από γενικότερη άποψη, η οδηγία δεν ρυθμίζει ρητώς την ευθύνη του ενδιαμέσου έναντι του καταναλωτή (18). Ούτε προκύπτει ότι το ζήτημα της ευθύνης του ενδιαμέσου αποτέλεσε το αντικείμενο συζητήσεως κατά τη νομοθετική διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της οδηγίας αυτής (19), το κεντρικό θέμα της οποίας είναι η σχέση μεταξύ του πωλητή και του καταναλωτή, οι οποίοι είναι τα κύρια υποκείμενα δικαίου της οδηγίας.

48.      Η έλλειψη μνείας στην οδηγία 1999/44 για την ευθύνη του ενδιαμέσου έναντι του καταναλωτή είναι πολλώ μάλλον αξιοσημείωτη, καθόσον ο Ευρωπαίος νομοθέτης αποφάσισε να συμπεριλάβει τον ενδιάμεσο μεταξύ των επιχειρηματιών που ευθύνονται έναντι του καταναλωτή σε πολλές άλλες οδηγίες οι οποίες αφορούν την προστασία του καταναλωτή (20).

49.      Επιπλέον, ο όρος «ενδιάμεσος» μνημονεύεται στην οδηγία 1999/44 μόνο σε σχέση με την ευθύνη του έναντι του τελικού πωλητή. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 4 της οδηγίας, όταν ο τελικός πωλητής υπέχει ευθύνη έναντι του καταναλωτή λόγω ελλείψεως συμμορφώσεως προς τους όρους της συμβάσεως, η οποία απορρέει από πράξη ή παράλειψη του παραγωγού, ενός προηγούμενου πωλητή ο οποίος εντάσσεται στην ίδια αλυσίδα συμβάσεων ή «οποιουδήποτε άλλου ενδιαμέσου», ο τελικός πωλητής δικαιούται να στραφεί κατά του υπευθύνου ή των υπευθύνων στην αλυσίδα συμβάσεων. Συναφώς, το δεύτερο μέρος του ως άνω άρθρου ορίζει ειδικότερα ότι ο προσδιορισμός αυτών που ευθύνονται, καθώς και οι αγωγές και οι σχετικές προϋποθέσεις ασκήσεως, καθορίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο (21).

50.      Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμώ ως δεδομένο, όπως και η Βελγική, η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ότι η έννοια του πωλητή, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44, δεν καλύπτει τον επαγγελματία που ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό ενός ιδιώτη, ο οποίος παρεμβαίνει προδήλως υπ’ αυτή την ιδιότητα σε μια πώληση προς τον καταναλωτή. Επομένως, ο επαγγελματίας αυτός δεν «πωλεί» καταναλωτικά αγαθά «στο πλαίσιο συμβάσεως», αλλά παρεμβαίνει απλώς και μόνο σε μια πώληση μεταξύ ιδιωτών, στην οποία δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

51.      Κατ’ εμέ, όμως, η διαπίστωση αυτή δεν αποκλείει καθεαυτή το να μπορεί ένας επαγγελματίας που ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό ενός ιδιώτη να θεωρηθεί, αναλόγως της περιπτώσεως, ως πωλητής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 αν, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, του δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί ως πωλητής. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο επαγγελματίας εμφανίζεται, από την άποψη του καταναλωτή, ως «πωλών» καταναλωτικά αγαθά, «στο πλαίσιο συμβάσεως», «στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας». Περαιτέρω, η κατάσταση αυτή φαίνεται συγκρίσιμη με εκείνη στην οποία ο ενδιάμεσος ενεργεί ιδίω ονόματι (22). Ο ενδιάμεσος, κατά γενικό κανόνα, δεσμεύεται από τη σύμβαση (23) και, κατά συνέπεια, πρέπει να λογίζεται ως πωλητής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44.

52.      Ο σχετικά ευρύς ορισμός της έννοιας του πωλητή που περιέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 συνηγορεί υπέρ της εντάξεως στο πεδίο εφαρμογής της του επαγγελματία ο οποίος, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί ως πωλητής.

53.      Το ζήτημα που τίθεται είναι αν η συγκεκριμένη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 αντιτίθεται σε μια τέτοια ερμηνεία.

54.      Στη διαφορά της κύριας δίκης, το κύριο ζήτημα σχετικά με τη διατύπωση αφορά ευθύς εξ αρχής, όπως αντιλαμβάνομαι, τις εκφράσεις «στο πλαίσιο συμβάσεως» και «πωλεί καταναλωτικά αγαθά», δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ως αποδεδειγμένο ότι η Garage Bietheres πωλεί καταναλωτικά αγαθά στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας (24).

 α)     Επί της εκφράσεως «στο πλαίσιο συμβάσεως»

55.      Ούτε το κείμενο ούτε οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 1999/44 (25) αποσαφηνίζουν το ακριβές περιεχόμενο της εκφράσεως «στο πλαίσιο συμβάσεως». Επομένως, προκειμένου να προσδιορισθεί το νόημα της εκφράσεως αυτής, πρέπει να ανατρέξουμε στη συνήθη έννοιά της στην καθημερινή γλώσσα, λαμβάνοντας πάντως υπόψη τα συμφραζόμενά της και τους σκοπούς που επιδιώκει η ρύθμιση, της οποίας αποτελεί μέρος (26).

56.      Συμμερίζομαι την ανάλυση της Επιτροπής, κατά την οποία η έκφραση «στο πλαίσιο συμβάσεως» προϋποθέτει την ύπαρξη συμβάσεως, είτε γραπτής είτε προφορικής.

57.      Όσον αφορά την έκφραση αυτή, η Επιτροπή τονίζει ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν υπήρχε σύμβαση πωλήσεως και, ενδεχομένως, μεταξύ ποιων μερών συνήφθη αυτή, ειδικότερα δε αν συνήφθη μεταξύ ενός καταναλωτή και ενός πωλητή κατά την έννοια της οδηγίας 1999/44.

58.      Η Βελγική, η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση προβάλλουν ότι μόνον το πρόσωπο που είναι συμβαλλόμενο μέρος ως πωλητής ευθύνεται άμεσα έναντι του καταναλωτή στο πλαίσιο της συμβάσεως πωλήσεως. Επομένως, το μόνο ζήτημα που τίθεται, όσον αφορά την έννοια του πωλητή κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44, είναι το ποιος είναι ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή (27).

59.      Δεν συμμερίζομαι πλήρως την προσέγγιση αυτή, κατά την οποία η έννοια του πωλητή συνδέεται στενά με τον προσδιορισμό των μερών της συμβάσεως.

60.      Βεβαίως, ο πωλητής, κατά την έννοια της οδηγίας 1999/44, είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων το πρόσωπο που υποχρεώνεται μέσω συμβάσεως να παραδώσει το πωλούμενο αγαθό. Παρά ταύτα, για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 1999/44, πρέπει να γίνεται διάκριση, κατά τη γνώμη μου, μεταξύ, αφενός, του προσδιορισμού των συμβαλλομένων μερών και, αφετέρου, του προσδιορισμού του πωλητή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44.

61.      Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να υπενθυμισθεί ο χαρακτήρας του ελάχιστου ορίου εναρμονίσεως που θεσπίζεται με αυτή την οδηγία. Ο προσδιορισμός των συμβαλλομένων μερών εξαρτάται από τους γενικούς κανόνες των κρατών μελών που έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις πωλήσεως, οι οποίοι δεν έχουν εναρμονισθεί με την εν λόγω οδηγία (28).

62.      Από αυτό συνάγεται, κατ’ εμέ, ότι ο προσδιορισμός των συμβαλλομένων μερών δυνάμει των εθνικών δικαίων δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία σε σχέση με την απαιτούμενη από το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας εκτίμηση. Επομένως, η έννοια του πωλητή, ως αυτοτελής έννοια του ενωσιακού δικαίου, αντλεί το περιεχόμενό της μόνον από τις πηγές του ενωσιακού δικαίου. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται, επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας, που είναι η επίτευξη ενός ελάχιστου ορίου ομοιόμορφης προστασίας των καταναλωτών εντός της Ένωσης, όποιος και αν είναι ο τόπος πωλήσεως των αγαθών (29).

63.      Κατά συνέπεια, η έκφραση «στο πλαίσιο συμβάσεως» δεν προϋποθέτει καθεαυτή την ύπαρξη συμβάσεως και άρα δεν αντιτίθεται στην ερμηνεία υπέρ της οποίας τάσσομαι και κατά την οποία ο επαγγελματίας που ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό ενός ιδιώτη πρέπει να λογίζεται ως πωλητής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 αν, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί υπ’ αυτή την ιδιότητα.

 β)     Επί της εκφράσεως «πωλεί καταναλωτικά αγαθά»

64.      Κατά τη συνήθη έννοια της καθημερινής γλώσσας, ο όρος «πωλεί» σημαίνει ότι ένα πρόσωπο, ο πωλητής, μεταβιβάζει ένα αγαθό σε άλλον, τον αγοραστή, αντί πληρωμής ενός ποσού που αποτελεί το τίμημα του αγαθού.

65.      Όπως υπογραμμίζει η Βελγική Κυβέρνηση, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 δεν προβλέπει ότι ο πωλητής πρέπει να είναι ο κύριος του πωλούμενου αγαθού (30).

66.      Ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως προς αυτή την κατεύθυνση στο κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 και στις προπαρασκευαστικές εργασίες της, βρίσκω παράλογη μια αυστηρή ερμηνεία της διατάξεως αυτής, κατά την οποία πωλητής είναι μόνον ο κύριος του πωλούμενου αγαθού, λόγω του γεγονότος ότι ο ενδιάμεσος που ενεργεί ιδίω ονόματι δεσμεύεται, κατά γενικό κανόνα, από τη σύμβαση (31) έστω και αν δεν είναι ο κύριος του πωλούμενου αγαθού.

67.      Υπενθυμίζω επίσης ότι η οδηγία καλύπτει μόνον ένα πολύ περιορισμένο μέρος των γενικών κανόνων των κρατών μελών που έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις πωλήσεως και δεν επηρεάζει τις εθνικές ρυθμίσεις που αφορούν την ιδιοκτησία.

68.      Επιπλέον, η οδηγία 1999/44 αφορά κυρίως τα καταναλωτικά αγαθά και την ευθύνη για την έλλειψη συμφωνίας προς τους όρους της συμβάσεως. Σ’ αυτή την αλληλουχία, από την άποψη του καταναλωτή, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο προστασίας της οδηγίας αυτής, δεν φαίνεται να έχει σημασία αν ο κύριος και ο πωλητής του αγαθού είναι οπωσδήποτε το ίδιο πρόσωπο.

69.      Κατ’ άλλη διατύπωση, στο πλαίσιο της οδηγίας 1999/44, για να μπορεί να ενεργεί ως πωλητής, ο εμπλεκόμενος επιχειρηματίας δεν χρειάζεται να είναι κατ’ ανάγκη ο κύριος του αγαθού (32). Δεν υπάρχει επομένως κανένας λόγος να περιορίζεται το περιεχόμενο της έννοιας του πωλητή στον κύριο του πωλούμενου αγαθού.

2.      Επί της τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ

70.      Η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 έρχεται επίκουρος της γραμματικής ερμηνείας της διατάξεως αυτής, κατά την οποία επαγγελματίας που ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό ιδιώτη μπορεί να θεωρηθεί ως πωλητής κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως αν, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί ως πωλητής.

71.      Το κύριο έργο του πωλητή στο πλαίσιο της οδηγίας 1999/44 είναι η παράδοση στον καταναλωτή αγαθού σύμφωνου προς τη σύμβαση πωλήσεως και η επισκευή ή η αντικατάστασή του στην περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας προς τους όρους της συμβάσεως (33). Προς τούτο, η έννοια του πωλητή κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, οριοθετεί τον κύκλο των προσώπων κατά των οποίων μπορεί να στραφεί ο καταναλωτής στην περίπτωση κατά την οποία το αγαθό δεν είναι σύμφωνο προς τους όρους της συμβάσεως.

72.      Επομένως, η εκ μέρους του καταναλωτή γνώση της ταυτότητας του πωλητή είναι προδήλως επιτακτική στην περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας προς τους όρους της συμβάσεως. Εξάλλου, η γνώση της ταυτότητας του πωλητή θα μπορούσε επίσης να έχει αποφασιστική σημασία για τον καταναλωτή, ο οποίος πρέπει να επιλέγει μεταξύ περισσότερων πωλητών, δεδομένου ότι ο καταναλωτής αξιολογεί τότε την πείρα, τον επαγγελματισμό και τη φερεγγυότητα του πωλητή, καθώς και την ικανότητά του να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ευθύνη του στις περιπτώσεις ελλείψεως συμφωνίας προς τους όρους της συμβάσεως.

73.      Στην περίπτωση κατά την οποία ένας επαγγελματίας παρεμβαίνει ως ενδιάμεσος για έναν ιδιώτη, όπως εν προκειμένω, η άγνοια του καταναλωτή ως προς την ταυτότητα του πωλητή θα είχε ακόμη πιο βλαπτικές συνέπειες, εφόσον ο καταναλωτής βρίσκεται σε άγνοια της νομικής του καταστάσεως και των ενδίκων βοηθημάτων που διαθέτει. Επομένως, όταν αποδεικνύεται ότι ο πωλητής είναι ιδιώτης, ο δεσμευτικός χαρακτήρας των δικαιωμάτων του καταναλωτή, που καθιερώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/44, δεν ισχύει και ο καταναλωτής δεν απολαύει της προστασίας της εν λόγω οδηγίας. Κατά συνέπεια, ο μη επαγγελματίας πωλητής θα μπορούσε να απαλλάσσεται, μεταξύ άλλων, κάθε ευθύνης για τα μη εμφανή ελαττώματα του πωλούμενου αγαθού. Το παράδειγμα αυτό είναι κατά μείζονα λόγο βαρύνουσας σημασίας στο πλαίσιο της αγοράς ενός μεταχειρισμένου οχήματος.

74.      Από αυτό συνάγεται ότι η αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή συνεπάγεται ότι αυτός γνωρίζει ότι ο πωλητής είναι ιδιώτης. Όπως τονίζει η Βελγική Κυβέρνηση, αυτή η πληροφορία είναι συγκρίσιμη προς «ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, σε σχέση με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση να προβεί σε αγορά», πληροφορίες που ο πωλητής οφείλει να παράσχει στον καταναλωτή δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ (34).

75.      Επομένως, για να εξασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 1999/44 απαιτείται, κατ’ εμέ, να ακολουθηθεί η ερμηνεία υπέρ της οποίας τάσσομαι και να συμπεριληφθεί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου της 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ο επαγγελματίας που ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό ιδιώτη, ο οποίος, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί ως πωλητής. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο ενδιάμεσος, όπως το αντιλαμβάνομαι, έχει προβεί σε «αμετάκλητη επιλογή» και δεν θα πρέπει να διαφεύγει από τις ευθύνες του στην περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας του αγαθού προς τους όρους της συμβάσεως και να παραπέμπει τον καταναλωτή στον ιδιώτη, ο οποίος θα μπορούσε να είναι μη ανευρέσιμος ή ακόμη και αφερέγγυος (35).

76.      Βρίσκω την προτεινόμενη ερμηνεία σύμφωνη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία το σύστημα προστασίας που θεσπίζουν οι οδηγίες της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών στηρίζεται στην ιδέα ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως (36).

77.      Όταν ο καταναλωτής δεν έχει πληροφορηθεί ότι ο πωλητής είναι ιδιώτης, υφίσταται μεγάλη ασυμμετρία πληροφορήσεως μεταξύ του καταναλωτή και του ενδιαμέσου (37). Αυτή η ασυμμετρία μπορεί να θεραπευθεί μόνο με πρωτοβουλία του ενδιαμέσου, ο οποίος μπορεί εξάλλου γενικώς εύκολα να διευθετήσει την κατάσταση (38). Επιπλέον, η ασυμμετρία της πληροφορήσεως δημιουργείται συχνά ή, τουλάχιστον, διατηρείται από τον ενδιάμεσο. Αυτό επιρρωννύει την άποψη ότι η ευθύνη του πωλητή δυνάμει της οδηγίας 1999/44 πρέπει να μπορεί να βαρύνει τον ενδιάμεσο ο οποίος, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί ως πωλητής.

78.      Η αντίθετη ερμηνεία, που θα απέκλειε εν πάση περιπτώσει τον επαγγελματία που ενεργεί ως ενδιάμεσος από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44, θα έθιγε τον γενικό σκοπό που επιδιώκεται με την ευρωπαϊκή ρύθμιση στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών και καθιερώνεται με το άρθρο 169 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 153 ΕΚ), ήτοι την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και, κατά συνέπεια, την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, που είναι θεμελιώδης για την εσωτερική αγορά.

 Γ —   Επί της εκτιμήσεως στην οποία θα προβεί το εθνικό δικαστήριο

79.      Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως και το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων (39), αν ο επαγγελματίας μπορεί να θεωρηθεί ως πωλητής κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44, δηλαδή αν, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί ως πωλητής του σχετικού αγαθού.

80.      Παρά ταύτα, νομίζω ότι είναι σκόπιμο να εκθέσω μερικές σκέψεις γενικής φύσεως ως προς την εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου.

81.      Πρώτον, πρέπει να υπενθυμισθεί η παραδοχή κατά την οποία η οδηγία 1999/44 δεν καλύπτει την ευθύνη του ενδιαμέσου έναντι του καταναλωτή (40). Συνεπώς, κατ’ εμέ, το να υποχρεώνεται ο ενδιάμεσος να φέρει την ευθύνη του πωλητή δυνάμει της οδηγίας αυτής πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση.

82.      Κατά συνέπεια, ο ενδιάμεσος που απλώς φέρει σε επαφή τον καταναλωτή με τον μη επαγγελματία κύριο του αγαθού δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να λογίζεται ως ο πωλητής κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας. Για να καταλογισθεί αυτή η ευθύνη στον ενδιάμεσο, θα πρέπει τουλάχιστον να έχει αυτός συμμετάσχει ενεργώς στην πώληση.

83.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις που συνδέονται με τη θέση του επαγγελματία στην εν λόγω πώληση, προπάντων δε το γεγονός ότι το αγαθό εκτέθηκε στο κατάστημα του επαγγελματία.

84.      Κατά γενικό κανόνα, μια τέτοια διαπίστωση παρέχει έρεισμα, κατ’ εμέ, για τη συναγωγή ισχυρού τεκμηρίου ότι ο καταναλωτής είχε την εντύπωση ότι ο επαγγελματίας ενεργούσε ως πωλητής. Σε μια τέτοια κατάσταση, εναπόκειται, κατά την αντίληψή μου, στον επαγγελματία που θέλει να απαλλαγεί της ευθύνης δυνάμει της οδηγίας 1999/44 να αποδείξει ότι ο καταναλωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, κατά το χρονικό σημείο της συνάψεως της συμβάσεως πωλήσεως, ότι ο πωλητής ήταν ιδιώτης. Τονίζω ότι θα είναι, γενικώς, εύκολο για τον επαγγελματία να αποδείξει ότι ο καταναλωτής είχε γνώση της ταυτότητας του μη επαγγελματία πωλητή. Του αρκεί να προσκομίσει την απόδειξη ότι πληροφόρησε σχετικά τον καταναλωτή, πράγμα που αναμφισβήτητα ο ενδιάμεσος είναι ο πιο ικανός να το πράξει.

85.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο μπορεί επίσης να λάβει υπόψη τις ακόλουθες περιστάσεις, προκειμένου να διαπιστώσει αν ο επαγγελματίας, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, έδωσε την εντύπωση ότι ενεργεί ως πωλητής:

–        τις συγκεκριμένες ενέργειες του επαγγελματία στο πλαίσιο της πωλήσεως,

–        το μέγεθος της αλληλογραφίας και τον διάλογο μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία,

–        το γεγονός ότι ο καταναλωτής κατέβαλε το τίμημα του αγαθού στον επαγγελματία, και

–        τις δαπάνες στις οποίες προέβη ο επαγγελματίας σε σχέση με την πώληση, εφόσον ο καταναλωτής είχε γνώση αυτών.

86.      Το αιτούν δικαστήριο μπορεί επίσης να διαπιστώσει αν ο επαγγελματίας πωλεί, γενικώς, καταναλωτικά αγαθά του συγκεκριμένου είδους που αποτελεί το αντικείμενο της επίμαχης πωλήσεως και να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό.

87.      Δεύτερον, νομίζω ότι είναι σαφές ότι η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας της προστασίας των καταναλωτών δεν μπορεί να βαίνει μέχρι του σημείου ολοκληρωτικής άρσεως των συνεπειών της πλήρους αδράνειας του οικείου καταναλωτή (41). Επομένως, ο ενδιάμεσος δεν θα πρέπει να θεωρείται ως πωλητής κατά την έννοια της οδηγίας 1999/44 όταν το εθνικό δικαστήριο εκτιμά ότι ο μέσος καταναλωτής, δηλαδή ο καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (42), δεν θα μπορούσε δικαιολογημένα να αγνοεί, κατά το χρονικό σημείο της συνάψεως της συμβάσεως πωλήσεως, ότι ο επαγγελματίας ενεργούσε μόνον ως ενδιάμεσος για έναν ιδιώτη (43). Συναφώς, μια γραπτή σύμβαση πωλήσεως, που περιέχει το όνομα του μη επαγγελματία πωλητή, αποτελεί πολύ ισχυρή ένδειξη γνώσεως αυτού του στοιχείου από τον καταναλωτή, εφόσον το εν λόγω έγγραφο έχει παραδοθεί στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πωλήσεως.

 Δ —   Επί της αμοιβής του ενδιαμέσου

88.      Το ζήτημα της αμοιβής του ενδιαμέσου για την παρέμβασή του συνδέεται με τη συμβατική σχέση μεταξύ του μη επαγγελματία κυρίου του αγαθού και του ενδιαμέσου, η οποία, γενικώς, κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 1999/44, εκτός όσον αφορά το δικαίωμα του τελικού πωλητή να στραφεί αναγωγικώς, κατά το άρθρο 4 αυτής, κατά του ενδιαμέσου στην περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας προς τους όρους της συμβάσεως, η οποία απορρέει από πράξη ή παράλειψη του ενδιαμέσου (44).

89.      Επιπλέον, το γεγονός ότι ο ενδιάμεσος αμείβεται ή όχι δεν νομίζω ότι έχει σημασία από την άποψη του καταναλωτή. Γενικώς, ο καταναλωτής δεν έχει καν γνώση του γεγονότος ότι ο ενδιάμεσος αμείβεται ή όχι.

90.      Επομένως, εκτιμώ, όπως και η Επιτροπή και η Αυστριακή Κυβέρνηση, ότι το αν ο ενδιάμεσος αμείβεται ή όχι για την παρέμβασή του δεν έχει σημασία για την εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, που σκοπό έχει να διαπιστώνεται αν ο επαγγελματίας πρέπει να θεωρηθεί ως ο πωλητής κατά την έννοια της οδηγίας (45).

91.      Εκ πρώτης όψεως, η επιβολή στον ενδιάμεσο των υποχρεώσεων του πωλητή που απορρέουν από την οδηγία 1999/44, ενώ δεν έχει λάβει καμία αμοιβή ή, το πολύ, έχει λάβει μια πολύ ισχνή αμοιβή, μπορεί να φαίνεται παράλογο.

92.      Εντούτοις, πρέπει να υπενθυμισθεί ότι ο ενδιάμεσος δεν φέρει κατ’ ανάγκη το τελικό οικονομικό βάρος. Αντιθέτως, σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας του πωλούμενου αγαθού προς τους όρους της συμβάσεως, το κόστος της οποίας θα βάρυνε τον ενδιάμεσο ως πωλητή κατά την έννοια της οδηγίας 1999/44, ο ενδιάμεσος θα μπορεί να στραφεί αναγωγικώς, δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 1999/44 και των όρων που προβλέπονται από το σχετικό εθνικό δίκαιο, κατά του υπευθύνου ή των υπευθύνων, δηλαδή, γενικώς, του μη επαγγελματία κυρίου του αγαθού.

93.      Όντως, η ερμηνεία, υπέρ της οποίας τάσσομαι, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44 συνεπάγεται μόνον ότι ο ενδιάμεσος αποδέχεται τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του μη επαγγελματία κυρίου του αγαθού, πράγμα που αποτελεί εντούτοις στοιχείο θεμελιώδους σημασίας για τον καταναλωτή. Βρίσκω το αποτέλεσμα αυτό κάθε άλλο παρά παράλογο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ενδιάμεσος μπορεί εύκολα να εξαλείψει τον κίνδυνο αυτόν, πληροφορώντας τον καταναλωτή για την ταυτότητα του μη επαγγελματία πωλητή ή προσθέτοντας ένα ασφάλιστρο κινδύνου στην αμοιβή που καθορίζεται για την παρέμβαση.

VI – Πρόταση

94.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο υποβληθέν από το Cour d’appel de Liège προδικαστικό ερώτημα:

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, έχει την έννοια ότι συμπεριλαμβάνει τον επαγγελματία που ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό ενός ιδιώτη, είτε αμείβεται είτε όχι για την παρέμβασή του, όταν ο ενδιάμεσος, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί ως πωλητής.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      ΕΕ L 171, σ. 12.


3 —      Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης ΕΚ του 1997 (ΕΕ C 340, σ. 173).


4 —      Με την πρότασή της οδηγίας της 8ης Οκτωβρίου 2008, που είχε ως κατάληξη την έκδοση της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών [COM(2008) 614 τελικό], η Επιτροπή είχε προτείνει να αντικατασταθούν τέσσερις οδηγίες, μεταξύ των οποίων η οδηγία 1999/44, από «ένα μόνο οριζόντιο νομοθέτημα», στηριζόμενο σε πλήρη εναρμόνιση στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή απορρίφθηκε από το Συμβούλιο. Το τελικό κείμενο της οδηγίας 2011/83, της 25ης Οκτωβρίου 2011 (ΕΕ L 304, σ. 64), δεν περιέχει παρά μία μόνο τροποποίηση της οδηγίας 1999/44 (το νέο άρθρο 8α), που επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση, εάν εγκρίνουν αυστηρότερες διατάξεις προστασίας των καταναλωτών από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 3, και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 1999/44, να ενημερώνουν σχετικώς την Επιτροπή.


5 —      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η ιδιοκτήτρια του οχήματος δεν έλαβε το πλήρες αντίτιμο της πωλήσεως, δεδομένου ότι η Garage Bietheres παρακράτησε ποσό 800 ευρώ, λόγω των επισκευών που πραγματοποιήθηκαν στο όχημα, προκειμένου αυτό να εκτεθεί προς πώληση.


6 —      Βλ. «Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law, Draft Common Frame of Reference (DCFR)», έγγραφο που καταρτίσθηκε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής από την Ομάδα μελετών για τον ευρωπαϊκό αστικό κώδικα και την ομάδα Κοινοτικό Κεκτημένο, 2009, βιβλίο II, κεφάλαιο 6, με τον τίτλο «Representation».


7 —      Βλ., εντούτοις, την πρόταση της Επιτροπής της 11ης Οκτωβρίου 2011 για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων [COM(2011) 635 τελικό] που σταθμίζει τη δυνατότητα καταρτίσεως, ως προς τις διασυνοριακές συμβάσεις, «ενός αυτόνομου ενιαίου συνόλου κανόνων του δικαίου των συμβάσεων, περιλαμβανομένων διατάξεων για την προστασία των καταναλωτών, δηλαδή ενός κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων, το οποίο θα λειτουργεί ως ένα δεύτερο καθεστώς δικαίου των συμβάσεων εντός του πλαισίου του εθνικού δικαίου εκάστου κράτους μέλους» (σημείο 1, σ. 4, της προτάσεως), εφόσον οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν σ’ αυτό.


8 —      Βλ., μεταξύ άλλων, το άρθρο 2 της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ L 372, σ. 31) (που καταργήθηκε με την οδηγία 2011/83), και το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2008/122/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2009, για την προστασία των καταναλωτών ως προς ορισμένες πτυχές των συμβάσεων χρονομεριστικής μίσθωσης, μακροπρόθεσμων προϊόντων διακοπών, μεταπώλησης και ανταλλαγής (ΕΕ L 33, σ. 10). Βλ., επίσης, το άρθρο 2, σημείο 2, της προτάσεως της Επιτροπής της 8ης Οκτωβρίου 2008, για την οδηγία 2011/83, μνημονευθείσα ανωτέρω (υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων).


9 —      Βλ. «Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law, Draft Common Frame of Reference (DCFR)», όπ.π., βιβλίο II, κεφάλαιο 6, υποσημείωση I.1 του σημείου II.-6:106, με τίτλο «Representative acting in own name».


10 —      Όπ.π., σημείο II.6:105, με τίτλο «When representative’s act affects principal’s legal position».


11 —      Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.


12 —      Δηλαδή σε έναν πιο περιορισμένο ορισμό από αυτόν που χρησιμοποιείται στις μνημονευθείσες στην υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων πράξεις της Ένωσης.


13 —      Απόφαση Innoventif (C‑453/04, EU:C:2006:361, σκέψη 29) και διάταξη Koval’ský (C‑302/06, EU:C:2007:64, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Seattle Genetics (C‑471/14, EU:C:2015:659, σκέψη 23), και Axa Belgium (C‑494/14, EU:C:2015:692, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


15 —      Βλ., μεταξύ άλλων, το άρθρο 3, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών (ΕΕ L 364, σ. 1).


16 —      Αντιστρόφως, ο ορισμός του «καταναλωτή», που περιέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 1999/44, απαντά και πάλι σε άλλα νομοθετικά κείμενα της Ένωσης. Βλ., μεταξύ άλλων, το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29), και το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ L 144, σ. 19). Η τελευταία αυτή οδηγία καταργήθηκε με την οδηγία 2011/83.


17 —      Το Δικαστήριο, με παρόμοιο τρόπο, έκρινε ότι η έννοια του καταναλωτή κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 έχει «αντικειμενικό χαρακτήρα» και ότι «πρέπει να εκτιμάται βάσει λειτουργικού κριτηρίου, το οποίο συνίσταται στην εκτίμηση περί του αν η επίμαχη συμβατική σχέση εντάσσεται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν σχετίζονται με την άσκηση επαγγέλματος» (διάταξη Tarcău, C‑74/15, EU:C:2015:772, σκέψη 27). Βλ., επίσης, απόφαση Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 21) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Costea (C‑110/14, EU:C:2015:271, σημείο 28). Βλ., ως προς την έννοια του καταναλωτή κατά το άρθρο 13 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες, στις 27 Σεπτεμβρίου 1968 (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), απόφαση Benincasa (C‑269/95, EU:C:1997:337, σκέψη 16), όπου το Δικαστήριο τόνισε τη «θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και τον σκοπό αυτής».


18 —      Βλ., ομοίως, το Πράσινο Βιβλίο σχετικά με την επανεξέταση του κοινοτικού κεκτημένου για την προστασία των καταναλωτών [COM(2006) 744 τελικό, σημείο 4.2].


19 —      Αντιθέτως, η δυνατότητα να συμπεριληφθούν διατάξεις για την ευθύνη του παραγωγού έναντι του καταναλωτή αποτέλεσε το αντικείμενο συζητήσεως. Βλ., μεταξύ άλλων, το Πράσινο Βιβλίο για τις εγγυήσεις των καταναλωτικών αγαθών και την εξυπηρέτηση του πελάτη μετά την πώληση [COM(93) 509 τελικό]· το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 1994, σχετικά με το Πράσινο Βιβλίο για τις εγγυήσεις των καταναλωτικών αγαθών και την εξυπηρέτηση του πελάτη μετά την πώληση (ΕΕ C 205, σ. 562)· Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 1996, επί της προτάσεως της οδηγίας (σημεία 1.4 και 2.5, ΕΕ 1997, C 66, σ. 5)· Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 1998, σχετικά με την πρόταση της οδηγίας (τις τροποποιήσεις 4, 5 και 25, ΕΕ C 104, σ. 30), και την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής [COM(1998) 217 τελικό, σημείο 5].


20 —      Βλ. υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων.


21 —      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 1999/44, η οποία διευκρινίζει ότι η οδηγία αυτή «δεν θίγει την αρχή της ελευθερίας σύναψης συμβάσεων μεταξύ του πωλητή, του παραγωγού, τυχόν προηγουμένου πωλητή ή παντός άλλου ενδιαμέσου». Ομοίως, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177, σ. 6), ορίζει ότι «το ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι των τρίτων τον αντιπροσωπευόμενο […]» αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.


22 —      Οι δύο καταστάσεις μνημονεύονται επίσης παραλλήλως στο «Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law, Draft Common Frame of Reference (DCFR)», όπ.π., βιβλίο II, κεφάλαιο 6, σημείο II.-6:106: «When the representative, despite having authority, does an act in the representative’s own name or otherwise in such a way as not to indicate to the third party an intention to affect the legal position of a principal, the act affects the legal position of the representative in relation to the third party as if done by the representative in a personal capacity». Βλ., επίσης, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την αντιπροσώπευση στις διεθνείς πωλήσεις εμπορευμάτων, που υπογράφηκε στη Γενεύη, στις 17 Φεβρουαρίου 1983, κατά το οποίο οι πράξεις δεσμεύουν τον ενδιάμεσο και τον τρίτο μόνον αν «a) ο τρίτος δεν γνώριζε ή δεν όφειλε να γνωρίζει την ιδιότητα του ενδιαμέσου, ή b) προκύπτει από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μεταξύ άλλων από την αναφορά σε σύμβαση αντιπροσωπείας, ότι ο ενδιάμεσος είχε την πρόθεση να δεσμευθεί μόνον ο ίδιος».


23 —      Βλ. σημείο 32 των παρουσών προτάσεων.


24 —      Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς ως προς το αν η έκφραση «στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας» συνεπάγεται ότι ο επαγγελματίας πρέπει να πωλεί γενικώς καταναλωτικά αγαθά του συγκεκριμένου είδους που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας πωλήσεως. Βρίσκω μια τέτοια ερμηνεία υπερβολική. Αυτό δεν αποκλείει, εντούτοις, το ενδεχόμενο να έχει σημασία το γεγονός αυτό για την εκτίμηση που σκοπεί στην εξακρίβωση του αν ο ενδιάμεσος, με την εμφάνισή του στον καταναλωτή, έδωσε την εντύπωση ότι ενεργεί ως πωλητής. Βλ. σημείο 86 των παρουσών προτάσεων.


25 —      Όντως, η έκφραση «στο πλαίσιο συμβάσεως» δεν υπήρχε στην αρχική πρόταση της Επιτροπής [Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πώληση και τις εγγυήσεις καταναλωτικών αγαθών, COM(95) 520 τελικό], της 23ης Αυγούστου 1996, αλλ’ ούτε και στην τροποποιημένη πρόταση [Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πώληση και τις εγγυήσεις καταναλωτικών αγαθών, COM(98) 217 τελικό], της 1ης Απριλίου 1998. Η έκφραση αυτή προστέθηκε στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, άνευ εξηγήσεως, με την κοινή θέση (ΕΚ) 51/98, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο για την έκδοση της οδηγίας 1999/44 (ΕΕ C 333, σ. 46), και έγινε δεκτή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την απόφασή του της 17ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με την κοινή θέση που καθόρισε το Συμβούλιο (ΕΕ 1999, C 98, σ. 226).


26 —      Βλ. απόφαση Content Services (C‑49/11, EU:C:2012:419, σκέψη 32).


27 —      Βλ. επίσης Reich, N., Micklitz, H. W., Rott, P., και Tonner, K., European Consumer Law, 2η έκδ., Intersentia, σ. 173, καθώς και Bianca, M., και Grundmann, S. (εκδ.), EU Sales Directive, Commentary, Intersentia, σ. 114.


28 —      Στην αιτιολογική έκθεση της προτάσεώς της για την οδηγία, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η οδηγία 1999/44 αφήνει κατά μέρος τους γενικούς κανόνες των κρατών μελών που έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις πωλήσεως, όπως και αυτούς που αφορούν την κατάρτιση της συμβάσεως, και στα ελαττώματα της συμπτώσεως βουλήσεως κ.λπ. Επιπλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η πρόταση αυτή σκοπό έχει να καλύψει μόνον ένα περιορισμένο μέρος των ζητημάτων που ανακύπτουν από την πώληση των καταναλωτικών αγαθών. Βλ. την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πώληση και τις εγγυήσεις καταναλωτικών αγαθών [COM(95) 520 τελικό], παράγραφος II, στοιχείο δʹ, και παράγραφος III, στο άρθρο 7 [νυν άρθρο 8 της οδηγίας 1999/44].


29 —      Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 1999/44. Με τη γνωμοδότησή της τής 27ης Νοεμβρίου 1996 επί της προτάσεως της Επιτροπής για την οδηγία 1999/44, σημείο 2.1, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή τονίζει τον σκοπό της εξασφαλίσεως στον καταναλωτή, στην περίπτωση αγοράς εντός άλλου κράτους μέλους προϊόντος που αποδεικνύεται ελαττωματικό, προστασίας παρόμοιας προς αυτή που θα του εξασφαλιζόταν στο κράτος όπου κατοικεί.


30 —      Αντιθέτως, δεν συμμερίζομαι πλήρως την άποψη της Αυστριακής Κυβερνήσεως ότι δεν απαιτείται αυτομάτως, λόγω του κειμένου του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, να υφίσταται μεταβίβαση κυριότητας. Κατά τη γνώμη μου, ο όρος «πωλεί» συνεπάγεται μεταβίβαση κυριότητας στον καταναλωτή. Αυτό δεν αποκλείει, όπως τονίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, σύμβαση πωλήσεως με παρακράτηση της κυριότητας, αλλά σημαίνει μόνον ότι η σύμβαση αφορά τη μεταβίβαση κυριότητας επί καταναλωτικού αγαθού.


31 —      Βλ. σημείο 32 των παρουσών προτάσεων.


32 —      Μολονότι αληθεύει ότι ο επαγγελματίας που δεν είναι ο κύριος του αγαθού δεν έχει γενικώς τη δυνατότητα, χωρίς τη συναίνεση του κυρίου, να προβεί στην επισκευή ή στην αντικατάσταση του αγαθού, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 1999/44, σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας προς τους όρους της συμβάσεως το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής παρέχει ρητώς στον καταναλωτή το δικαίωμα να απαιτήσει προσήκουσα μείωση του τιμήματος, ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, αν ο πωλητής δεν προβεί σε επανόρθωση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, απαιτήσεις στις οποίες ασφαλώς μπορεί να ανταποκριθεί ένας τέτοιος επαγγελματίας.


33 —      Βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, και άρθρο 3 της οδηγίας 1999/44.


34 —      Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149, σ. 22). Στο άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 μνημονεύεται, ως παράδειγμα ουσιώδους πληροφορίας, «η γεωγραφική διεύθυνση και η ταυτότητα του εμπορευομένου, όπως η εμπορική επωνυμία του και όπου ενδείκνυται, η γεωγραφική διεύθυνση και η ταυτότητα του εμπορευομένου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί».


35 —      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψεις 50 και 51), που αφορούσε τον χαρακτηρισμό μια συμβάσεως ως περιλαμβανόμενης στις «συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που τις καταρτίζει», κατά την έννοια του άρθρου 13 της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27 Σεπτεμβρίου 1968. Η υπόθεση αφορούσε την αντίστροφη κατάσταση, όπου ο καταναλωτής εμφανιζόταν ως ενεργών υπό επαγγελματική ιδιότητα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση κατά την οποία τα αντικειμενικά περιστατικά που προκύπτουν από τη δικογραφία δεν αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον ότι η οικονομική πράξη για την οποία συνήφθη η σύμβαση με διττό σκοπό είχε μη αμελητέο επαγγελματικό σκοπό, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει «να εξακριβώσει […] αν ο αντισυμβαλλόμενος θεμιτά δεν μπορούσε να αγνοεί τον εξωεπαγγελματικό σκοπό της σχετικής οικονομικής πράξεως λόγω του γεγονότος ότι στην πραγματικότητα ο φερόμενος [ως] καταναλωτής, με τη συμπεριφορά του έναντι του μελλοντικού αντισυμβαλλομένου του, έδωσε σε αυτόν την εντύπωση ότι ενεργεί για επαγγελματικούς σκοπούς». Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Gruber (C‑464/01, EU:C:2004:529, σημείο 51).


36 —      Βλ., όσον αφορά την οδηγία 1999/44, απόφαση Faber (C‑497/13, EU:C:2015:357, σκέψη 42), και, όσον αφορά την οδηγία 93/13, αποφάσεις Bucura (C‑348/14, EU:C:2015:447, σκέψη 52), Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), BBVA (C‑8/14, EU:C:2015:731, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και Kušionová (C‑34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και τη διάταξη Tarcău (C‑74/15, EU:C:2015:772, σκέψη 24).


37 —      Βλ., παρομοίως, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Faber (C‑497/13, EU:C:2014:2403, σημείο 66), ως προς τη συμφωνία των παραδοθέντων αγαθών προς τους όρους της συμβάσεως.


38 —      Βλ., επίσης, το άρθρο 7 της προτάσεως οδηγίας της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 2008, μνημονευθείσας στην υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων. Με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της προτάσεως αυτής, η Επιτροπή πρότεινε να υποχρεώνεται ο μεσάζων, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, να γνωστοποιεί στον καταναλωτή ότι ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό κάποιου άλλου καταναλωτή και ότι η σύμβαση που συνάπτεται δεν θεωρείται ως σύμβαση μεταξύ του καταναλωτή και του εμπόρου, αλλά ως σύμβαση μεταξύ δύο καταναλωτών, η οποία, για τον λόγο αυτόν, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Επιπλέον, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, ο μεσάζων ο οποίος δεν ικανοποιεί την υποχρέωσή του πληροφορήσεως κρίνεται ότι έχει συνάψει τη σύμβαση για λογαριασμό του. Το άρθρο 7 της προτάσεως δεν έγινε πάντως δεκτό. Βλ., μεταξύ άλλων, τον γενικό προσανατολισμό του Συμβουλίου, της 24ης Ιανουαρίου 2011 [2008/196 (COD)], και τις τροποποιήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 24ης Μαρτίου 2011, ως προς την πρόταση της Επιτροπής (ΕΕ 2012, C 247E, σ. 55).


39 —      Βλ., συναφώς, όσον αφορά την έννοια του καταναλωτή, αποφάσεις Faber (C‑497/13, EU:C:2015:357, σκέψεις 38-48), και Costea (C‑110/14, EU:C:2015:538, σκέψεις 22 και 23), καθώς και διάταξη Tarcău (C‑74/15, EU:C:2015:772, σκέψη 28).


40 —      Βλ. σημείο 50 των παρουσών προτάσεων.


41 —      Βλ. απόφαση Kušionová (C 34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


42 —      Βλ. απόφαση Bucura (C‑348/14, EU:C:2015:447, σκέψη 56).


43 —      Βλ., ομοίως, απόφαση Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, σκέψη 51), που αφορούσε τον χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως «συμβάσε[ως] που ο σκοπός [της] μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που [την] καταρτίζει» κατά την έννοια του άρθρου 13 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες, στις 27 Σεπτεμβρίου 1968.


44 —      Βλ. σημείο 12 των παρουσών προτάσεων.


45 —      Η Γερμανική Κυβέρνηση προβάλλει ότι το γεγονός ότι ο επαγγελματίας λαμβάνει από τον κύριο του αγαθού αμοιβή για την παρέμβασή του μπορεί να αποτελεί ένδειξη του ότι πωλεί όχι ιδίω ονόματι, αλλά εξ ονόματος του κυρίου του αγαθού, εφόσον ο καταναλωτής έχει γνώση αυτής της αμοιβής. Μολονότι συμφωνώ με αυτή την άποψη, διερωτώμαι αν η εν λόγω υποθετική περίπτωση θα μπορούσε να συντρέξει συγκεκριμένα, δεδομένου ότι σπανίως ο καταναλωτής έχει συνείδηση της συμβατικής σχέσεως μεταξύ του πωλητή και του ενδιαμέσου.