Language of document : ECLI:EU:F:2014:38

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 12ης Μαρτίου 2014

Υπόθεση F‑128/12

CR

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα συντηρούμενου τέκνου — Ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων — Πρόθεση παραπλανήσεως της Διοικήσεως — Απόδειξη — Μη δυνατότητα αντιτάξεως προς τη Διοίκηση της πενταετούς προθεσμίας για την υποβολή της αιτήσεως ανακτήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Διαδικασία προ της ασκήσεως της προσφυγής — Κανόνας της αντιστοιχίας — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας προβληθείσα για πρώτη φορά με την προσφυγή — Παραδεκτό»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο CR ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί ανακτήσεως, μετά την εκπνοή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, των ποσών τα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ως επίδομα συντηρούμενου τέκνου.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο CR φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής — Ταυτότητα αντικειμένου και υποθέσεως — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας προβαλλόμενη για πρώτη φορά στο πλαίσιο της προσφυγής — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος — Προθεσμία παραγραφής — Υπάλληλος που παραπλάνησε εσκεμμένως τη Διοίκηση — Μη αντιτάξιμο αυτής της προθεσμίας παραγραφής στη Διοίκηση — Παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85, εδ. 2)

3.      Υπάλληλοι — Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος — Προθεσμία παραγραφής — Υπάλληλος που παραπλάνησε εσκεμμένως τη Διοίκηση — Μη αντιτάξιμο αυτής της προθεσμίας παραγραφής στη Διοίκηση — Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85, εδ.2)

4.      Υπάλληλοι — Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος — Προθεσμία παραγραφής — Εξαίρεση — Πρόθεση του υπαλλήλου να παραπλανήσει τη Διοίκηση — Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85, εδ. 2)

1.      Θεωρήσεις αναγόμενες, αντιστοίχως, στον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, στη νομική φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας και στην αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποκλείουν το ενδεχόμενο να κριθεί απαράδεκτη μια ένσταση ελλείψεως νομιμότητας η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά με την προσφυγή για τον μοναδικό λόγο ότι δεν προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση που προηγήθηκε της εν λόγω προσφυγής.

Πρώτον, όσον αφορά τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, λαμβανομένης υπόψη της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία η ρύθμιση της Ένωσης αναπτύσσει όλα τα αποτελέσματά της εφόσον αρμόδιο δικαστήριο δεν διαπιστώσει την έλλειψη νομιμότητάς της, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν είναι δυνατόν να επιλέξει να μην εφαρμόσει ισχύουσα διάταξη γενικής ισχύος, την οποία θεωρεί ως αντιβαίνουσα σε κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, με μόνο σκοπό να καταστήσει δυνατή την εξώδικη επίλυση της διαφοράς. Μια τέτοια επιλογή πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να αποκλείεται σε περίπτωση που η προμνησθείσα αρχή ενεργεί στο πλαίσιο δέσμιας αρμοδιότητας, όπως στην περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85 του ΚΥΚ και η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να ζητήσει την επιστροφή των ποσών που έχουν ληφθεί αχρεωστήτως από κάποιον υπάλληλο. Στο πλαίσιο της ασκήσεως της δέσμιας αρμοδιότητας, η εν λόγω αρχή δεν δύναται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφαση την οποία προσέβαλε ο υπάλληλος, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία θεωρεί ότι είναι βάσιμη η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που βάλλει κατά της διατάξεως βάσει της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση.

Δεύτερον, όσον αφορά τη φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ αποτελεί έκφραση μιας γενικής αρχής διασφαλίζουσας το δικαίωμα κάθε διαδίκου να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση πράξεως κατά της οποίας αυτός μπορεί να ασκήσει προσφυγή, το κύρος προγενέστερης πράξεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης αποτελούσας τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως, αν ο εν λόγω διάδικος δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει απευθείας προσφυγή κατά της εν λόγω πράξεως, της οποίας υφίσταται ως εκ τούτου τις συνέπειες χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή της. Συνεπώς, σκοπός του άρθρου 277 ΣΛΕΕ είναι να προστατεύσει τον πολίτη από την εφαρμογή παράνομης κανονιστικής πράξεως, εξυπακουομένου ότι τα έννομα αποτελέσματα μιας δικαστικής αποφάσεως η οποία κηρύσσει το ανεφάρμοστο της εν λόγω πράξεως περιορίζονται στους διαδίκους της διαφοράς και ότι η δικαστική αυτή απόφαση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος της ίδιας της πράξεως, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη.

Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η επί ποινή απαραδέκτου υποχρέωση υποβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας με τη διοικητική ένσταση δύναται να συνάδει με τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η ίδια η φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας είναι να συμβιβάζει την αρχή της νομιμότητας με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

Τέλος, από το γράμμα του άρθρου 277 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η δυνατότητα ενός διαδίκου να θέσει υπό αμφισβήτηση πράξη γενικής ισχύος μετά την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής παρέχεται μόνο στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον δικαστή της Ένωσης. Συνεπώς, μια τέτοια ένσταση δεν είναι δυνατόν να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά της στο πλαίσιο μιας διαδικασίας με αντικείμενο διοικητική ένσταση.

Τρίτον και τελευταίο, το απαράδεκτο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλεται για πρώτη φορά με την προσφυγή συνιστά περιορισμό του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας δυσανάλογο προς τον σκοπό του κανόνα της αντιστοιχίας, ο οποίος συνίσταται στην παροχή δυνατότητας φιλικού διακανονισμού των διαφορών μεταξύ του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου και της Διοικήσεως. Πράγματι, ο επιδεικνύων τη συνήθη επιμέλεια υπάλληλος θεωρείται μεν ότι γνωρίζει τον ΚΥΚ, πλην όμως η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας συνεπάγεται ως εκ της φύσεώς της συλλογιστική συνιστάμενη στην εκτίμηση της νομιμότητάς του υπό το πρίσμα γενικών αρχών ή κανόνων δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, οπότε δεν μπορεί να απαιτείται από τον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που υποβάλλει τη διοικητική ένσταση, και που δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην εξειδικευμένες νομικές γνώσεις, να προτείνει μια τέτοια ένσταση κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο της διαδικασίας και δη επί ποινή απαραδέκτου στη συνέχεια.

(βλ. σκέψεις 32, 33, 35, 36, 38 έως 40, 44 και 45)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Μαρτίου 1978, 7/77, Ritter von Wüllerstorff und Urbair κατά Επιτροπής, σκέψη 7· 13 Φεβρουαρίου 1979, 101/78, Granaria, σκέψη 4· 6 Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, σκέψη 39· 3 Ιουλίου 1980, 6/79 και 97/79, Grassi κατά Συμβουλίου, σκέψη 15· 14 Ιουλίου 1983, 144/82, Detti κατά Δικαστηρίου, σκέψη 16· 19 Ιανουαρίου 1984, 262/80, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 6· 7 Ιουνίου 1988, 63/87, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 10· 5 Οκτωβρίου 2004, C‑475/01, Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 18

ΓΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑13/97, Losch κατά Δικαστηρίου, σκέψη 99· 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑154/96, Chvatal κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, σκέψη 112· 19 Μαΐου 1999, T‑34/96 και T‑163/96, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψη 168 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 12 Ιουλίου 2001, T‑120/99, Kik κατά ΓΕΕΑ (Kik), σκέψη 55· 23 Ιανουαρίου 2002, T‑386/00, Gonçalves κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 34· 25 Οκτωβρίου 2006, T‑173/04, Carius κατά Επιτροπής, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 17 Σεπτεμβρίου 2008, T‑218/06, Neurim Pharmaceuticals (1991) κατά ΓΕΕΑ — Eurim-Pharm Arzneimittel (Neurim PHARMACEUTICALS), σκέψη 52· 21 Νοεμβρίου 2013, F‑72/12 και F‑10/13, Roulet κατά Επιτροπής, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 7 Ιουνίου 2011, F‑64/10, Μαντζουράτος κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 22· 20 Ιουνίου 2012, F‑66/11, Cristina κατά Επιτροπής, σκέψη 34

2.      Η παραγραφή, εμποδίζοντας το ενδεχόμενο να αμφισβητούνται επ’ αόριστον καταστάσεις που έχουν παγιωθεί με την παρέλευση του χρόνου, κατατείνει στο να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου, αλλά μπορεί επίσης να επιτρέψει την παγίωση καταστάσεων οι οποίες, τουλάχιστον αρχικώς, ήταν αντίθετες προς τον νόμο. Κατά συνέπεια, η έκταση στην οποία γίνεται προσφυγή στην παραγραφή απορρέει από συμβιβασμό μεταξύ των απαιτήσεων της ασφάλειας δικαίου και εκείνων της νομιμότητας σε συνάρτηση με τις ιστορικές και κοινωνικές περιστάσεις που επικρατούν στην κοινωνία σε μια συγκεκριμένη εποχή. Για τον λόγο αυτό, η παραγραφή εμπίπτει αποκλειστικώς στην επιλογή του νομοθέτη. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν μπορεί να κινδυνεύει να επικριθεί από τον δικαστή της Ένωσης λόγω των επιλογών στις οποίες προβαίνει όσον αφορά τη θέσπιση κανόνων περί παραγραφής και τον καθορισμό των αντίστοιχων προθεσμιών.

Το γεγονός ότι δεν προβλέπεται, στο άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, δυνατότητα αντιτάξεως, έναντι της Διοικήσεως, της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής της αξιώσεώς της προς ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων όταν η Διοίκηση μπορεί να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος την παραπλάνησε εσκεμμένως δεν είναι ικανό να αποτελέσει, αυτό καθαυτό, παρανομία υπό το πρίσμα της τηρήσεως της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

(βλ. σκέψεις 48 και 49)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 6 Οκτωβρίου 2005, T‑22/02 και T‑23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψεις 82 και 83

3.      Δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η νομιμότητα μιας ρυθμίσεως της Ένωσης εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα μέσα που θεσπίζει είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται νομίμως από την εν λόγω ρύθμιση και δεν υπερβαίνουν αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να χρησιμοποιείται, καταρχήν, το λιγότερο επαχθές.

Ο σκοπός που επιδιώκεται με το άρθρο 85 του ΚΥΚ είναι προφανώς η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στο ειδικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των υπαλλήλων τους, δηλαδή των προσώπων που υπέχουν ιδιαίτερο καθήκον πίστεως, όπως προβλέπεται ειδικότερα στο άρθρο 11 του ΚΥΚ, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο υπάλληλος ρυθμίζει τη συμπεριφορά του λαμβάνοντας αποκλειστικώς υπόψη του «τα συμφέροντα της Ένωσης» και ασκεί τα καθήκοντά που του ανατίθενται «τηρώντας το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι της Ένωσης».

Το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ υποχρεώνει τη Διοίκηση να ζητήσει την πλήρη απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στην ιδιαίτερη περίπτωση κατά την οποία είναι σε θέση να αποδείξει ότι ένας υπάλληλος την παραπλάνησε εσκεμμένως και δη κατά παράβαση του προαναφερθέντος καθήκοντος πίστεως. Στο πλαίσιο αυτό, η μη δυνατότητα αντιτάξεως της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

(βλ. σκέψεις 60 έως 63)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 28 Μαρτίου 2012, F‑36/10, Rapone κατά Επιτροπής, σκέψη 50

4.      Κατά το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, η αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού πρέπει να γίνεται το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Εντούτοις, η πενταετής αυτή προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής όταν η εν λόγω αρχή είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος παραπλάνησε εσκεμμένως τη Διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού. Από τη διατύπωση του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ συνάγεται ότι εναπόκειται στη Διοίκηση να αποδείξει την πρόθεση του υπαλλήλου να την παραπλανήσει.

Εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στηρίζει το αίτημά της περί επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων στο ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος είχε πολλάκις υποβάλει ψευδείς δηλώσεις στη Διοίκηση και ότι αυτές οι ψευδείς δηλώσεις προέρχονταν από έναν υψηλόβαθμο υπάλληλο, που είχε εμπειρία, ως νομικός, σε θέματα του ΚΥΚ και ο οποίος δεν αμφισβήτησε είτε ότι γνώριζε τον παράτυπο χαρακτήρα της καταβολής είτε ότι όφειλε να τον γνωρίζει, αποδεικνύει, επαρκώς κατά νόμον, την πρόθεση του εν λόγω υπαλλήλου να την παραπλανήσει.

(βλ. σκέψεις 67, 68, 72 και 73)