Language of document : ECLI:EU:T:2007:78

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 7ης Μαρτίου 2007

Υπόθεση T-110/04

Paulo Sequeira Wandschneider

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Περίοδος αξιολογήσεως 2001/2002 – Προσφυγή ακυρώσεως – Αιτιολογία – Αξιολόγηση των προσόντων – Αποδεικτικά στοιχεία – Αγωγή αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2003 με την οποία καταρτίστηκε έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2001 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002 και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως.

Απόφαση: Ακυρώνεται η απόφαση της 23ης Απριλίου 2003 με την οποία καταρτίστηκε έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2001 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002. Απορρίπτεται η αγωγή αποζημιώσεως. Η Επιτροπή καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Κατάρτιση – Καθυστέρηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

2.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Αλλαγή της μεθόδου βαθμολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

4.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Υποχρέωση συμβιβασμού της αναγκαίας ανεξαρτησίας σκέψεως με την ιεραρχική οργάνωση της δημόσιας διοικήσεως

5.      Υπάλληλοι – Αρχές – Καθήκον προνοίας που έχει η διοίκηση – Αρχή της χρηστής διοικήσεως

1.      Μια έκθεση βαθμολογίας δεν μπορεί να ακυρωθεί, εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι καταρτίστηκε με καθυστέρηση. Ναι μεν η καθυστέρηση σχετικά με την κατάρτιση μιας εκθέσεως βαθμολογίας ενδέχεται να δημιουργήσει δικαίωμα αποζημιώσεως του σχετικού υπαλλήλου, πλην όμως δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της εκθέσεως βαθμολογίας και επομένως να δικαιολογήσει την ακύρωσή της.

(βλ. σκέψη 39)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 7 Μαΐου 2003, T‑278/01, den Hamer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑6139 και II‑665, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Όταν ένα κοινοτικό όργανο σκοπεύει, αντικαθιστώντας μια μέθοδο αξιολογήσεως με μιαν άλλη, να διαφοροποιήσει και να εξατομικεύσει πιο πολύ τις αναλυτικές κρίσεις που διατυπώθηκαν σχετικά με τους υπαλλήλους κατά τη βαθμολόγησή τους, αυτή η αλλαγή μεθόδου συνεπάγεται αναγκαστικά ότι η αντιστοίχηση της παλαιάς με τη νέα μέθοδο βαθμολογίας δεν μπορεί να γίνει με έναν αμετάβλητο μηχανισμό συσχετίσεως. Κατά συνέπεια, η τροποποίηση των παραμέτρων αξιολογήσεως καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή τη σύγκριση μεταξύ της παλαιάς και της νέας αξιολογήσεως ενός υπαλλήλου.

(βλ. σκέψη 104)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 22 Φεβρουαρίου 1990, T‑40/89, Turner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑55, σκέψη 23· ΠΕΚ, 13 Ιουλίου 2006, T‑165/04, Βουνάκης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. Ι-Α-2-155 και ΙΙ-Α-2-735, σκέψη 141

3.      Η διοίκηση έχει την υποχρέωση να αιτιολογεί με εμπεριστατωμένο και επαρκή τρόπο τις εκθέσεις βαθμολογίας. Τα γενικής φύσεως σχόλια που συνοδεύουν τις αναλυτικές εκτιμήσεις πρέπει να παρέχουν στον βαθμολογούμενο τη δυνατότητα να αξιολογήσει τη βασιμότητά τους με πλήρη γνώση της υποθέσεως και, εν ανάγκη, στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο, οπότε πρέπει να υπάρχει συνοχή μεταξύ των εκτιμήσεων αυτών και των σχολίων που προορίζονται να τις δικαιολογήσουν.

Εν προκειμένω, στο πλαίσιο του συστήματος βαθμολογίας που έχει εισαγάγει η Επιτροπή, οι τελικές εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας είναι εκείνες που μπορούν να είναι βλαπτικές για τον υπάλληλο και, επομένως, εκείνες που πρέπει να είναι αιτιολογημένες, και όχι κάθε μία από τις παρατηρήσεις ή εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν διαδοχικά από τον αξιολογητή, τον βαθμολογητή, την ίσης εκπροσωπήσεως επιτροπή αξιολογήσεως και τον κατ’ ένσταση αξιολογητή, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

Επί πλέον, ναι μεν δεν δύναται να απαιτηθεί οι ανώτεροι ενός υπαλλήλου στην ιεραρχία να αναφέρουν, σε πρακτικά συσκέψεων, εκθέσεις, υπηρεσιακά σημειώματα ή άλλα έγγραφα, κάθε επιλήψιμη ή επικριτέα συμπεριφορά ή στάση του εν λόγω υπαλλήλου, πλην όμως η έλλειψη οποιουδήποτε συγκεκριμένου στοιχείου υπέρ μιας κριτικής ή αιτιάσεως σχετικά με τη συμπεριφορά του βαθμολογούμενου υπαλλήλου δεν παρέχει σε αυτόν τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν είναι πραγματικές οι συμπεριφορές που του προσάπτονται ή αν είναι βάσιμες οι εκτιμήσεις που έγιναν σχετικά με τις συμπεριφορές αυτές ούτε στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του, οπότε συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 108, 110 και 117)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 21 Οκτωβρίου 1992, T‑23/91, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2377, σκέψη 41· ΠΕΚ, 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑81 και II‑389, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· Βουνάκης κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 84

4.      Η ανεξαρτησία σκέψεως που ο υπάλληλος πρέπει να επιδεικνύει κατά την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων δεν μπορεί να έρθει σε αντίφαση με το γεγονός ότι ο υπάλληλος ανήκει σε μια ομάδα με ιεραρχική δομή και οφείλει, υπό την ιδιότητά του ως υπαλλήλου, να ακολουθεί τις οδηγίες των ανωτέρων του στην ιεραρχία, εκτός αν ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) προβλέπει εξαίρεση σχετικά.

(βλ. σκέψη 154)

5.      Το καθήκον προνοίας που η διοίκηση έχει έναντι των υπαλλήλων της, το οποίο αντικατοπτρίζει την εξισορρόπηση των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τα οποία ο ΚΥΚ έχει δημιουργήσει στις σχέσεις μεταξύ της δημοσίας αρχής και των υπαλλήλων της, και η αρχή της χρηστής διοικήσεως συναντώνται προκειμένου η προϊσταμένη αρχή, όταν αποφαίνεται σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου της, να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το υπηρεσιακό συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του σχετικού υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 184 και 185)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 5 Φεβρουαρίου 1997, T‑207/95, Ibarra Gil κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑13 και II‑31, σκέψη 75· ΠΕΚ, 16 Ιουλίου 1998, T‑93/96, Presle κατά Cedefop, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑387 και II‑1111, σκέψη 83· ΠΕΚ, 16 Μαρτίου 2004, T‑11/03, Afari κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑65 και II‑267, σκέψεις 42 και 217