Language of document : ECLI:EU:T:2021:629

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διεθνής καταχώριση με ισχύ στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Λεκτικό σήμα MASTIHACARE – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα – Περιγραφικός χαρακτήρας – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001»

Στην υπόθεση T‑60/20,

Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου, με έδρα τη Χίο (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από την Α.‑Ε. Μαλάμη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον Ε. Μαρκάκη,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 25ης Νοεμβρίου 2019 (υπόθεση R 692/2019-1), σχετικά με τη διεθνή καταχώριση με ισχύ στην Ευρωπαϊκή Ένωση του λεκτικού σήματος MASTIHACARE,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Α. Μαρκουλλή, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: Η. Πολλάλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Φεβρουαρίου 2020,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2020,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 26 Σεπτεμβρίου 2017 η προσφεύγουσα, Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου, υπέβαλε αίτηση επέκτασης της προστασίας διεθνούς καταχώρισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2        Η εν λόγω αίτηση κοινοποιήθηκε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως είχε τροποποιηθεί [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

3        Το σήμα που αποτελεί αντικείμενο της διεθνούς καταχώρισης για την οποία ζητήθηκε η επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το λεκτικό σημείο MASTIHACARE.

4        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στην κλάση 3, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

«Παρασκευάσματα για λεύκανση, ύλες για πλύσιμο (αλυσσίβα), παρασκευάσματα για καθαρισμό, στίλβωση, αφαίρεση λίπους και απόξεση· σαπούνια· λοσιόν για μετά το ξύρισμα, αφρός ξυρίσματος· είδη αρωματοποιίας, κοσμητικά, είδη κομμώσεως, αρώματα, αιθέρια έλαια, άλατα για το μπάνιο (όχι για ιατρικούς σκοπούς)· κοσμητικά παρασκευάσματα για το μπάνιο· μάσκες ομορφιάς, κρέμες και ουσίες περιποίησης προσώπου και σώματος, κρέμες ενυδάτωσης της επιδερμίδας, κρέμες με άρωμα για το σώμα και το πρόσωπο, κρέμες ματιών· κρέμες, λοσιόν και γαλάκτωμα καθαρισμού· προστασία για τα χείλη· οδοντοσμητικά, καθαριστικά στόματος (όχι για ιατρικούς λόγους), οδοντόπαστες, παρασκευάσματα για τον καθαρισμό και το πλύσιμο των δοντιών και του στόματος (όχι για ιατρικούς λόγους)· μαστιχέλαιο για κοσμητική χρήση και για καθαρισμό· οδοντόπαστες για κοσμητικούς και οδοντικούς σκοπούς σε μορφή ρητίνης και/ή σε μορφή σκόνης και/ή σε μορφή αιθέριου ελαίου και/ή σε μορφή υδατικού εκχυλίσματος· όλα τα παραπάνω προϊόντα περιέχουν μαστίχα Χίου».

5        Με επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2018, η εξετάστρια κοινοποίησε ειδοποίηση προσωρινής απόρριψης της προστασίας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001, για το σύνολο των επίμαχων προϊόντων.

6        Στις 26 Απριλίου 2018 η προσφεύγουσα γνωστοποίησε ότι εμμένει στην αίτησή της και αμφισβήτησε τα συμπεράσματα της εξετάστριας, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.

7        Με απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2019, η εξετάστρια απέρριψε στο σύνολό της την αίτηση προστασίας της διεθνούς καταχώρισης ως προς όλα τα επίμαχα προϊόντα, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001. Εξάλλου, απέρριψε τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι το εν λόγω σημείο είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως.

8        Στις 27 Μαρτίου 2019 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001, προσφυγή κατά της απόφασης της εξετάστριας.

9        Με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2019 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή βάσει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001.

10      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελούνταν από τον μέσο ελληνόφωνο και αγγλόφωνο καταναλωτή της Ένωσης. Δεύτερον, εκτίμησε ότι το επίμαχο σήμα αποτελούνταν από το λεκτικό στοιχείο «mastiha», που σημαίνει κατ’ ουσίαν «μαστίχα», και από το λεκτικό στοιχείο «care», που δηλώνει την «παροχή του αναγκαίου για την υγεία, την ευεξία, τη συντήρηση και την προστασία κάποιου». Εξ αυτών συνήγαγε ότι ο συνδυασμός των ως άνω δύο λεκτικών στοιχείων αφορά, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, προϊόν που περιέχει μαστίχα και χρησιμοποιείται για τη βελτίωση ή τη διατήρηση της υγείας ή της ευεξίας και ότι, ως εκ τούτου, το επίμαχο σήμα περιέγραφε τον σκοπό και τη λειτουργία των επίμαχων προϊόντων. Εκτίμησε, εξάλλου, ότι ο περιγραφικός χαρακτήρας δεν αναιρούνταν από το γεγονός ότι το σήμα MASTIHACARE είχε καταχωριστεί στην Ελλάδα και ότι οι όροι «mastiha» ή «mastihashop» έχαιραν φήμης στην Ελλάδα. Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το επίμαχο σήμα δεν μπορούσε να τύχει προστασίας ως διεθνής καταχώριση με ισχύ στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001. Τρίτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, δεδομένου ότι το σημείο από το οποίο αποτελείται το επίμαχο σήμα αναφερόταν σε χαρακτηριστικά των επίμαχων προϊόντων, στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού. Τέλος, τέταρτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το επίμαχο σήμα δεν μπορούσε να τύχει προστασίας δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001, διότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα δεν αποδείκνυαν ότι το σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως. Ειδικότερα, μολονότι η προσφεύγουσα απέδειξε τη φήμη της «μαστίχας», καθώς και την ευρεία χρήση του σήματος MASTIHASHOP κυρίως στην Ελλάδα, αυτό δεν συνέβη όσον αφορά το επίμαχο λεκτικό σήμα MASTIHACARE.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να δεχθεί τη διεθνή καταχώριση του σήματος MASTIHACARE με ισχύ στην Ευρωπαϊκή Ένωση για όλα τα προϊόντα για τα οποία ζητείται·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά της έξοδα.

12      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

13      Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από το δεύτερο αίτημα της προσφυγής, με το οποίο ζητούσε «[ν]α γίνει δεκτό το [...] διεθνές σήμα “MASTIHACARE” με επέκταση στην [Ένωση] για όλα τα προϊόντα που διακρίνει στην κλάση 3», δήλωση η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη.

14      Δεδομένου ότι η επίμαχη εν προκειμένω αίτηση υποβλήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2017, ημερομηνία η οποία είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, η παρούσα διαφορά διέπεται από τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 207/2009, όπως είχε τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21), ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 23 Μαρτίου 2016 (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2014, Bimbo κατά ΓΕΕΑ, C‑591/12 P, EU:C:2014:305, σκέψη 12, και της 18ης Ιουνίου 2020, Primart κατά EUIPO, C‑702/18 P, EU:C:2020:489, σκέψη 2 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εξάλλου, στο μέτρο που, κατά πάγια νομολογία, οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η διαφορά διέπεται από τις διαδικαστικές διατάξεις του κανονισμού 2017/1001.

15      Επομένως, εν προκειμένω, όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες, οι παραπομπές στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001, στις οποίες προέβησαν το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση και οι διάδικοι στην επιχειρηματολογία τους, πρέπει να νοηθούν ως παραπομπές στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009.

16      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα επικαλείται δύο λόγους ακυρώσεως, προβάλλοντας με τον πρώτο παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2017/1001) και με τον δεύτερο παράβαση του άρθρου 94, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

Α.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009

17      Με τον λόγο αυτόν ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι έκρινε ότι το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό και στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

1.      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

18      Υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα. Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), το άρθρο 7, παράγραφος 1, εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Ένωσης.

19      Ο διακριτικός χαρακτήρας σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, σημαίνει ότι το σήμα αυτό καθιστά δυνατό να εξατομικευθεί το προϊόν ή η υπηρεσία ως προς τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση και, επομένως, να διακρίνεται το προϊόν ή η υπηρεσία από αντίστοιχα προϊόντα ή υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων (βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, Audi κατά ΓΕΕΑ, C‑398/08 P, EU:C:2010:29, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Ένα σημείο μπορεί να καθιστά δυνατή την εξατομίκευση της προέλευσης των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζει και να έχει συνεπώς διακριτικό χαρακτήρα, όταν απαιτεί μια ερμηνευτική προσπάθεια εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού και παρουσιάζει ορισμένη πρωτοτυπία και ικανότητα να εντυπώνεται στη μνήμη οι οποίες καθιστούν την απομνημόνευσή του ευχερή (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, Audi κατά ΓΕΕΑ, C‑398/08 P, EU:C:2010:29, σκέψη 59).

21      Αφετέρου, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προελεύσεως ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας.

22      Απαγορεύοντας την καταχώριση ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τέτοιου είδους σημείων ή ενδείξεων, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος απαιτεί να μπορούν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα από όλους τα σημεία ή οι ενδείξεις που είναι περιγραφικά των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Επομένως, η διάταξη αυτή εμποδίζει να επιφυλάσσονται τέτοιου είδους σημεία ή ενδείξεις σε μία μόνον επιχείρηση, δυνάμει της καταχωρίσεώς τους ως σημάτων (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C‑108/97 και C‑109/97, EU:C:1999:230, σκέψη 25, και της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 31), ή να μονοπωλεί μια επιχείρηση τη χρήση ενός περιγραφικού όρου, εις βάρος των λοιπών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστών της, με συνέπεια τον περιορισμό του διαθέσιμου για την περιγραφή των προϊόντων τους λεξιλογίου [βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 2019, Fissler κατά EUIPO (vita), T‑423/18, EU:T:2019:291, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

23      Επιπλέον, σημεία και ενδείξεις δυνάμενα να χρησιμεύσουν στις συναλλαγές για τη δήλωση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του προϊόντος ή της υπηρεσίας για τα οποία ζητείται η καταχώριση τεκμαίρονται, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, ως ακατάλληλα να επιτελούν την κύρια λειτουργία του σήματος [αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 30, και της 7ης Νοεμβρίου 2014, Kaatsu Japan κατά ΓΕΕΑ (KAATSU), T‑567/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:937, σκέψη 28].

24      Κατά πάγια νομολογία, για να απορριφθεί αίτηση καταχώρισης με βάση το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν απαιτείται τα σημεία και οι ενδείξεις που συνθέτουν το σήμα και εμπίπτουν στο εν λόγω άρθρο να χρησιμοποιούνται όντως, κατά το χρονικό σημείο της αίτησης καταχώρισης, για την περιγραφή προϊόντων ή υπηρεσιών όπως εκείνα για τα οποία υποβάλλεται η αίτηση ή για χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ως άνω προϊόντων ή υπηρεσιών. Αρκεί τα εν λόγω σημεία ή οι εν λόγω ενδείξεις να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τέτοιους σκοπούς. Έτσι, κατ’ εφαρμογήν της ως άνω διάταξης, είναι απαράδεκτη η καταχώριση λεκτικού σημείου αν, σε μία τουλάχιστον από τις ενδεχόμενες σημασίες του, είναι δηλωτικό χαρακτηριστικού γνωρίσματος των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών [πρβλ. αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 32, και της 31ης Μαΐου 2016, Warimex κατά EUIPO (STONE), T‑454/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:325, σκέψη 83].

25      Ως εκ τούτου, για να εμπίπτει ένα σημείο στην απαγόρευση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να παρουσιάζει αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση με τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, βάσει της οποίας το ενδιαφερόμενο κοινό δύναται να αντιληφθεί αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη την περιγραφή των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή ένα χαρακτηριστικό τους [βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2016, Raimund Schmitt Verpachtungsgesellschaft κατά EUIPO (Brauwelt), T‑56/15, EU:T:2016:618, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

26      Ως προς το ζήτημα αυτό, διευκρινίζεται ότι η εκ μέρους του νομοθέτη επιλογή της λέξεως «χαρακτηριστικό» αναδεικνύει το γεγονός ότι τα σημεία τα οποία αφορά η εν λόγω διάταξη είναι μόνον αυτά τα οποία χρησιμεύουν για να δηλώσουν μια ευκόλως αναγνωρίσιμη από τους κύκλους των ενδιαφερομένων ιδιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Συνεπώς, μπορεί να υπάρξει άρνηση καταχώρισης σημείου βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, μόνον αν είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι θα αναγνωρισθεί πράγματι από τους κύκλους των ενδιαφερομένων ως περιγραφή ενός εκ των εν λόγω χαρακτηριστικών (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σημείου πρέπει να εκτιμάται, αφενός, σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση και, αφετέρου, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το ενδιαφερόμενο κοινό το εν λόγω σημείο [πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Eurocool Logistik κατά ΓΕΕΑ (EUROCOOL), T‑34/00, EU:T:2002:41, σκέψη 38, και της 7ης Νοεμβρίου 2014, KAATSU, T‑567/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:937, σκέψη 30].

28      Τέλος, επισημαίνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι η καταχώριση ενός σημείου πρέπει να μη γίνεται δεκτή ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Ένωσης (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, C‑383/99 P, EU:C:2001:461, σκέψη 41) και ότι τμήμα της Ένωσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής μπορεί να αποτελεί και ένα μόνο κράτος μέλος [πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Couture Tech κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση του σοβιετικού εμβλήματος), T‑232/10, EU:T:2011:498, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι η καταχώριση ενός σημείου πρέπει να μη γίνεται δεκτή όταν αυτό έχει περιγραφικό χαρακτήρα ή όταν στερείται διακριτικού χαρακτήρα στη γλώσσα ενός κράτους μέλους, έστω και αν είναι δυνατή η καταχώρισή του εντός άλλου κράτους μέλους (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, DKV κατά ΓΕΕΑ, C‑104/00 P, EU:C:2002:506, σκέψη 40).

29      Από τις ανωτέρω εισαγωγικές παρατηρήσεις προκύπτει ότι, για να εξεταστεί το βάσιμο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει προηγουμένως να προσδιοριστεί η σημασία του όρου «mastihacare», η οποία πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τον όρο αυτό [πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Lancôme κατά ΓΕΕΑ – CMS Hasche Sigle (COLOR EDITION), T‑160/07, EU:T:2008:261, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο μέσος καταναλωτής, μολονότι αντιλαμβάνεται συνήθως ένα σήμα ως μια ολότητα και δεν επιδίδεται σε εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του, εντούτοις, αντιλαμβανόμενος ένα λεκτικό σημείο, θα το αναλύσει σε λεκτικά στοιχεία τα οποία, γι’ αυτόν, υποδηλώνουν μια συγκεκριμένη έννοια ή ομοιάζουν προς λέξεις τις οποίες γνωρίζει [βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), T‑256/04, EU:T:2007:46, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

2.      Επί του ενδιαφερόμενου κοινού

31      Όπως προκύπτει από τα σημεία 5 και 11 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελούνταν από το ευρύ ελληνόφωνο και αγγλόφωνο κοινό της Ένωσης, εκτίμηση της οποίας διαπιστώνεται η ορθότητα.

3.      Επί του σημασιολογικού περιεχομένου του σημείου

32      Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το επίμαχο σήμα απαρτίζεται από δύο λεκτικά στοιχεία. Στο σημείο 17 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι το πρώτο στοιχείο «mastiha», που είναι μεταγραφή της ελληνικής λέξης «μαστίχα», σημαίνει «αρωματικό κόμμι ή ρητίνη που εκκρίνεται από τον φλοιό μεσογειακού δέντρου και χρησιμοποιείται για τη δημιουργία βερνικιού και τσίκλας και ως μπαχαρικό». Ως προς το δεύτερο στοιχείο «care» επισήμανε ότι με τον όρο αυτόν νοείται η «παροχή του αναγκαίου για την υγεία, την ευεξία, τη συντήρηση και την προστασία κάποιου».

33      Οι ως άνω ορισμοί δεν αμφισβητούνται από την προσφεύγουσα και, επομένως, πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση του περιγραφικού χαρακτήρα του επίμαχου σημείου. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε ότι με τον συνδυασμό των δύο αυτών στοιχείων, ήτοι με τον όρο «mastihacare», νοείται κατά λέξη προϊόν που περιέχει μαστίχα Χίου και χρησιμοποιείται για τη βελτίωση ή τη διατήρηση της υγείας ή της ευεξίας. Αντιθέτως, επικρίνει την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι το σήμα MASTIHACARE έχει αυτή τη σημασία κατά την αντίληψη του μέσου ελληνόφωνου και αγγλόφωνου καταναλωτή. Κατά την άποψή της, η περιγραφική σημασία του όρου αυτού δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή, όπως επιτάσσει η νομολογία, ούτε από τον ελληνόφωνο ούτε από τον αγγλόφωνο μέσο καταναλωτή και, επομένως, το τμήμα προσφυγών έσφαλε κρίνοντας, στο σημείο 18 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιληφθεί ότι με τον όρο «mastihacare» προσδιορίζεται κάτι που περιέχει μαστίχα Χίου και χρησιμοποιείται για τη βελτίωση ή τη διατήρηση της υγείας ή της ευεξίας.

34      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν ήταν βάσιμη η εκτίμηση του EUIPO ότι, κατά την αντίληψη του ελληνόφωνου και αγγλόφωνου ενδιαφερόμενου κοινού, υπήρχε αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση μεταξύ του όρου «mastihacare» και των επίμαχων προϊόντων [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Ellos κατά ΓΕΕΑ (ELLOS), T‑219/00, EU:T:2002:44, σκέψη 42].

35      Ως προς το ζήτημα αυτό, διευκρινίζεται ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, αρκεί το τμήμα προσφυγών να έχει κρίνει βασίμως ότι το επίμαχο σήμα έχει περιγραφικό χαρακτήρα ως προς το ένα από τα δύο τμήματα του ενδιαφερόμενου κοινού, προκειμένου να αποκλειστεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, η επέκταση της προστασίας του εν λόγω σήματος ως διεθνούς καταχώρισης με ισχύ στην Ένωση.

α)      Επί της αντίληψης του ενδιαφερόμενου ελληνόφωνου κοινού για το σημείο

36      Όσον αφορά το ελληνόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό, η προσφεύγουσα επισημαίνει, κατά πρώτον, ότι ο όρος «mastihacare» στερείται σημασιολογικού περιεχομένου. Ειδικότερα, ο ελληνόφωνος καταναλωτής δεν γνωρίζει απαραίτητα την αγγλική γλώσσα και δεν θα κατανοήσει αυτόματα ούτε τους λατινικούς κεφαλαίους χαρακτήρες «Μ» «Α» «S» «Τ» «Ι» «Η» και «Α» ούτε τη δεύτερη λέξη «care», που απαρτίζουν το επίμαχο σήμα.

37      Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ο Έλληνας καταναλωτής, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αναγνωρίζει και κατανοεί τους όρους «mastiha» και «care», θα θεωρήσει ότι ο όρος «mastiha» προσδιορίζει προϊόντα τα οποία προέρχονται ειδικώς από την ίδια, οπότε επιτελείται η λειτουργία προέλευσης του σήματος, δεδομένου ότι ο όρος αυτός έχει επικρατήσει στις συναλλαγές στην Ελλάδα. Αυτό επιβεβαιώνεται σαφώς από πλειάδα δικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων εθνικών διοικητικών αρχών. Επιπλέον, ο Έλληνας καταναλωτής θα θεωρήσει τον πρώτο όρο ως κυρίαρχο και θα εκλάβει τον δεύτερο ως περιγραφικό. Η προσφεύγουσα συνάγει από τα ανωτέρω ότι, δεδομένης της επικράτησης του όρου «mastiha» στις συναλλαγές στην Ελλάδα ως διακριτικού γνωρίσματος και της σύνδεσής του στη συνείδηση των Ελλήνων καταναλωτών με την ίδια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σήμα MASTIHACARE έχει επίσης επικρατήσει στις συναλλαγές στην Ελλάδα λόγω της αποκλειστικής χρήσης του από την προσφεύγουσα συνεταιριστική ένωση ήδη από την ίδρυσή της το 1938. Η προσφεύγουσα προσάπτει περαιτέρω στο τμήμα προσφυγών ότι, ενώ δέχθηκε στο σημείο 22 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η ίδια είχε αποδείξει τη φήμη της λέξης «mastiha» και ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αναγνωρίζει τον όρο «mastihashop», εντούτοις δεν έκρινε ότι το σήμα MASTIHACARE έχει αποκτήσει διακριτική ικανότητα.

38      Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το σήμα MASTIHACARE έχει καταχωριστεί στην Ελλάδα αποδεικνύει τον διακριτικό του χαρακτήρα και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράλογη.

39      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

40      Πρώτον, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι ο όρος «mastihacare» στερείται σημασιολογικού περιεχομένου όσον αφορά τον ελληνόφωνο καταναλωτή (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω).

41      Αφενός, όσον αφορά το στοιχείο «mastiha», το επιχείρημα ότι ο ελληνόφωνος καταναλωτής δεν θα κατανοήσει αυτόματα τη σειρά κεφαλαίων χαρακτήρων «Μ» «Α» «S» «Τ» «Ι» «Η» και «Α» έρχεται σε αντίφαση με τις δικαστικές αποφάσεις, τις αποφάσεις εθνικών διοικητικών αρχών και τις προηγούμενες αποφάσεις του EUIPO τις οποίες παραθέτει η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής της. Πράγματι, από αυτές προκύπτει ότι η λέξη «mastiha» είναι η μεταγραφή της ελληνικής λέξης «μαστίχα», δηλαδή μιας ρητίνης που συλλέγεται από τα μαστιχόδεντρα στο νησί της Χίου, και ότι ο όρος αυτός έχει ορισμένη σημασία κατά την αντίληψη του ελληνόφωνου καταναλωτή. Εξάλλου, από απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που παραθέτει η προσφεύγουσα στο σημείο 27 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι «η διαφημιστική και εγγυητική λειτουργία που επιτελούν οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης [...], όσον αφορά τον Έλληνα καταναλωτή και σε σχέση με το προϊόν Π.Ο.Π. “Μαστίχα Χίου”, εντοπίζεται στο όνομα του προϊόντος “Μαστίχα”, αφού γι’ αυτόν είναι αυτονόητο ότι το συγκεκριμένο παραδοσιακό προϊόν, το οποίο χαίρει μεγάλης φήμης και έχει επικρατήσει στις συναλλαγές λόγω της μακροχρόνιας (από το έτος 1938) διάθεσής του στην αγορά, παράγεται αποκλειστικά στη Χίο». Κατά συνέπεια, το ελληνόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό θα είναι σε θέση να κατανοήσει ότι ο όρος «mastihacare» περιέχει τη λέξη «mastiha» που είναι η μεταγραφή της ελληνικής λέξης «μαστίχα» και ότι το προϊόν ενώπιόν του έχει σχέση με τη ρητίνη που συλλέγεται από τα μαστιχόδεντρα της Χίου.

42      Αφετέρου, όσον αφορά το στοιχείο «care», σε αντίθεση προς όσα υποστήριξε η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι το ελληνόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό δεν έχει επαρκή γνώση της αγγλικής γλώσσας για να αντιληφθεί το νόημα της λέξης «care». Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι η αγγλική είναι γλώσσα με παγκόσμια διάδοση [πρβλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Poloplast κατά ΓΕΕΑ – Polypipe (P), T‑189/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:611, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία] και διαπιστώνεται ότι η λέξη «care» ανήκει στο βασικό λεξιλόγιο της αγγλικής γλώσσας, το οποίο είναι κατανοητό για μεγάλο μέρος των καταναλωτών της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τουλάχιστον σημαντικό μέρος των ελληνόφωνων καταναλωτών θα κατανοεί τη σημασία του ως άνω όρου. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τους Κύπριους καταναλωτές, οι οποίοι αποτελούν τμήμα του ελληνόφωνου κοινού, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται και διδάσκεται ευρέως στην Κυπριακή Δημοκρατία.

43      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο ο όρος «mastihacare» γίνεται αντιληπτός από τον ελληνόφωνο καταναλωτή ως διακριτικό σημείο το οποίο καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό προϊόντων ως προερχόμενων από την προσφεύγουσα, οπότε επιτελείται η λειτουργία προέλευσης του επίμαχου σήματος, πολλώ δε μάλλον δεδομένου ότι, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών έχει αναγνωρίσει τη φήμη των όρων «mastiha» και «mastihashop» (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω).

44      Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι, κατά πάγια νομολογία, η περίσταση αυτή δεν είναι κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009, το οποίο περιέχει διατάξεις που αφορούν αποκλειστικά τα εγγενή χαρακτηριστικά του σημείου του οποίου ζητείται η καταχώριση. Η χρήση στην πράξη του σημείου του οποίου ζητείται η καταχώριση εκτιμάται μόνο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001), διάταξη που επιτρέπει την καταχώριση σημείου το οποίο αρχικώς δεν είχε διακριτικό χαρακτήρα, αλλά τον απέκτησε για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση λόγω της χρήσης που του έχει γίνει [πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Ortlieb Sportartikel κατά EUIPO (Απεικόνιση οκταγώνου), T‑449/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:386, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Δεδομένου ότι η εξέταση της περίστασης που επικαλείται η προσφεύγουσα συνεπάγεται την εκτίμηση των ιδιοτήτων που θα μπορούσε να έχει αποκτήσει, για το ενδιαφερόμενο κοινό, το επίμαχο σήμα διά της χρήσεώς του, ώστε το κοινό αυτό να προσδιορίζει τα επίμαχα προϊόντα ως προερχόμενα από αυτήν, η περίσταση αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης του εγγενούς περιγραφικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 [πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Crédit Mutuel Arkéa κατά EUIPO – Confédération nationale du Crédit mutuel (Crédit Mutuel), T‑13/18, EU:T:2019:673, σκέψη 62].

45      Ομοίως, όπως τόνισε το EUIPO, η παραχώρηση, από τις ελληνικές αρχές στην προσφεύγουσα, του αποκλειστικού δικαιώματος εκμετάλλευσης της «μαστίχας» και των παραγώγων της δεν είναι κρίσιμη κατά την εκτίμηση του περιγραφικού χαρακτήρα του επίμαχου σήματος ή του εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα του. Πράγματι, η περίσταση αυτή δεν επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται και κατανοεί τον όρο «mastihacare» αυτόν καθ’ εαυτόν όσον αφορά τα επίμαχα προϊόντα, αλλά θα μπορούσε, το πολύ, να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος αν το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει διά της χρήσεώς του τέτοιον διακριτικό χαρακτήρα ώστε να μπορεί να προσδιορίζει την εμπορική προέλευση των σχετικών προϊόντων από συγκεκριμένο οικονομικό φορέα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Crédit Mutuel, T‑13/18, EU:T:2019:673, σκέψη 63).

46      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι το ενδεχόμενο το ελληνόφωνο κοινό να μπορεί να αναγνωρίσει τους όρους «mastiha» ή «mastihacare» ως διακρίνοντες τα προϊόντα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να αποκλείσει, εν προκειμένω, την εφαρμογή των απόλυτων λόγων απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το επίμαχο σήμα μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

47      Πλην όμως, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 ενώπιον των οργάνων του EUIPO, όχι όμως και στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε εξάλλου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως δεν αφορά ρητώς παράβαση της διάταξης αυτής.

48      Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα δήλωσε, εν συνόψει, ότι, μολονότι κανένας λόγος ακυρώσεως δεν αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, εντούτοις με το δικόγραφό της αμφισβητεί εν μέρει τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στα σημεία 30 έως 45 της προσβαλλόμενης απόφασης, στα οποία το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το επίμαχο σήμα δεν μπορούσε να τύχει προστασίας βάσει της διάταξης αυτής, επειδή τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν ήταν ικανά να αποδείξουν ότι είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως. Αυτό ισχύει, κατά την άποψή της, και για τα σημεία 26 και 33 του δικογράφου της προσφυγής με τα οποία υποστήριξε ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα.

49      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι τα σημεία αυτά περιλαμβάνονται στο τμήμα του δικογράφου της προσφυγής που αφορά ειδικώς την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009. Αφετέρου, δεν μπορεί να χωρήσει ερμηνεία των εν λόγω σημείων του δικογράφου της προσφυγής υπό την έννοια της προβολής, εκ μέρους της προσφεύγουσας, λόγου ακυρώσεως σχετικού με παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009.

50      Πράγματι, μολονότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διατύπωση των λόγων ακυρώσεως δεν απαιτείται να ακολουθεί την ορολογία και την απαρίθμηση που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό Διαδικασίας, και ιδίως στο άρθρο 76, στοιχείο δʹ, και μολονότι η έκθεση των λόγων αυτών μέσω αναφοράς στο ουσιαστικό περιεχόμενό τους και όχι στον νομικό χαρακτηρισμό τους μπορεί να κριθεί επαρκής, εντούτοις, σε κάθε περίπτωση οι λόγοι αυτοί πρέπει να συνάγονται από το δικόγραφο της προσφυγής κατά τρόπο αρκούντως σαφή [πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, Smarter Travel Media κατά EUIPO (SMARTER TRAVEL), T‑290/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:651, σκέψη 90]. Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι, όσον αφορά το άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε ρητώς μόνον παράβαση της παραγράφου 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και ουδόλως αναφέρθηκε στην παράγραφο 3 ή στις βάσει αυτής εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών. Εξάλλου, η αοριστία του δικογράφου της προσφυγής ως προς το σημείο αυτό δεν παρέσχε στο EUIPO, όπως αυτό ορθώς επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τη δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά του, όπερ επιβεβαιώνεται ιδίως από την απουσία στα δικόγραφά του απάντησης σε λόγο ακυρώσεως που να αφορά φερόμενη παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η προσφεύγουσα είχε την πρόθεση να προβάλει τέτοιο λόγο ακυρώσεως, διαπιστώνεται ότι προδήλως δεν έχουν τηρηθεί οι συγκεκριμένες απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας που απορρέουν από το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

51      Τέλος, τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η καταχώριση του σήματος MASTIHACARE στην Ελλάδα αποδεικνύει τον διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος. Πράγματι, όπως υπενθύμισε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 20 της προσβαλλόμενης απόφασης, από τη νομολογία προκύπτει ότι το καθεστώς των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα αυτοτελές σύστημα, το οποίο αποτελείται από σύνολο κανόνων και έχει δικούς του σκοπούς, η δε εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη από κάθε εθνικό σύστημα. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα καταχωρίσεως ενός σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης. Επομένως, το EUIPO και, εφόσον επιληφθεί, ο δικαστής της Ένωσης δεν δεσμεύονται από απόφαση εκδοθείσα εντός κράτους μέλους ή εντός τρίτης χώρας η οποία δέχεται ότι το ίδιο αυτό σημείο μπορεί να καταχωρισθεί ως εθνικό σήμα [πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), T‑106/00, EU:T:2002:43, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η σημασία του όρου «mastihacare» δεν θα γινόταν αμέσως αντιληπτή από τουλάχιστον σημαντικό μέρος του ελληνόφωνου ενδιαφερόμενου κοινού ως περιγραφική των επίμαχων προϊόντων. Συνεπώς, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το επίμαχο σήμα περιέγραφε τον σκοπό και τη λειτουργία των επίμαχων προϊόντων τουλάχιστον όσον αφορά το ελληνόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό και ότι δεν μπορούσε να τύχει προστασίας ως διεθνής καταχώριση με ισχύ στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

53      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το επίμαχο σήμα θα μπορούσε να μη γίνει δεκτό για καταχώριση δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 μόνον αν το ενδιαφερόμενο κοινό χρησιμοποιούσε πράγματι, κατά συνήθη τρόπο, τη λέξη «mastihacare» για τον προσδιορισμό των προϊόντων που καλύπτονται από την αίτηση καταχώρισης. Πράγματι, όπως υποστήριξε το EUIPO και προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 24 ανωτέρω, για να απορριφθεί αίτηση καταχώρισης επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν απαιτείται τα κατά τη διάταξη αυτή σημεία και ενδείξεις που συνθέτουν το σήμα να χρησιμοποιούνται πράγματι, κατά το χρονικό σημείο της αίτησης καταχώρισης, για την περιγραφή προϊόντων ή υπηρεσιών όπως εκείνα για τα οποία υποβάλλεται η αίτηση ή χαρακτηριστικών των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών. Αρκεί τα σημεία ή οι ενδείξεις να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τέτοιους σκοπούς.

β)      Επί της αντίληψης του αγγλόφωνου ενδιαφερόμενου κοινού για το σημείο

54      Όσον αφορά το αγγλόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο όρος «mastiha» δεν έχει καμία σημασία γι’ αυτό. Προσθέτει ότι η άποψή της επιβεβαιώνεται από τις κρίσεις του EUIPO σε τέσσερις προγενέστερες αποφάσεις στις υποθέσεις R 0496/2015-1, Β 002786260, R 983/2015 και R 2719/2014-1. Υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, η αντίθετη άποψη επί του ίδιου ζητήματος που έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στον ενιαίο χαρακτήρα των αποφάσεων του EUIPO. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την εκτίμησή του ότι οι προηγούμενες αποφάσεις του EUIPO δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στην υπό κρίση υπόθεση. Συνάγει δε από τα ανωτέρω ότι, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω προγενέστερων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών θα έπρεπε να κρίνει ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα για τους αγγλόφωνους καταναλωτές.

55      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας αυτής.

56      Επισημαίνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, κατά την οποία η καταχώριση ενός σημείου πρέπει να μη γίνεται δεκτή ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Ένωσης και, αφετέρου, της διαπίστωσης που έγινε στη σκέψη 52 ανωτέρω, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας σχετικά με την αντίληψη του αγγλόφωνου ενδιαφερόμενου κοινού για το σημείο από το οποίο αποτελείται το επίμαχο σήμα. Πράγματι, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι το αγγλόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό δεν αντιλαμβάνεται, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, την περιγραφική σημασία του επίμαχου σήματος, δεν θα κλονιζόταν η ορθότητα της εκτίμησης του τμήματος προσφυγών ότι το σήμα αυτό ήταν περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων όσον αφορά το ελληνόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό και επομένως δεν μπορούσε να τύχει προστασίας ως διεθνής καταχώριση με ισχύ στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

57      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Β.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001

58      Με τον λόγο αυτόν ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής από δύο απόψεις. Πρώτον, το τμήμα προσφυγών δεν αιτιολόγησε την εκτίμησή του ότι το επίμαχο σήμα δεν έχει διακριτικό χαρακτήρα, μολονότι δέχθηκε ότι η ίδια απέδειξε τη φήμη της λέξης «mastiha» και την ευρεία χρήση του σήματος «MASTIHASHOP», κυρίως στην Ελλάδα. Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών δεν αιτιολόγησε γιατί δεν έλαβε υπόψη την εκτίμηση του EUIPO που διαλαμβάνεται στις προηγούμενες αποφάσεις του, σύμφωνα με την οποία η λέξη «mastiha» διαθέτει επαρκή διακριτικό χαρακτήρα για τον αγγλόφωνο καταναλωτή, διότι η σημασία της δεν γίνεται αντιληπτή από αυτόν.

59      Το EUIPO αμφισβητεί τη βασιμότητα του ως άνω λόγου ακυρώσεως.

60      Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το τμήμα προσφυγών έχει ως διττό σκοπό, αφενός, να παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, να καθιστά δυνατή την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως. Προς τούτο, από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, ενώ δεν απαιτείται να παρατίθενται εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις προμνησθείσες απαιτήσεις πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, EUIPO κατά Puma, C‑564/16 P, EU:C:2018:509, σκέψεις 64 και 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογία που παρατίθεται στο σημείο 22 της προσβαλλόμενης απόφασης, παρότι λακωνική, παρέχει τη δυνατότητα κατανόησης της συλλογιστικής του τμήματος προσφυγών. Πράγματι, το τμήμα προσφυγών, αφού εξέθεσε, στα σημεία 17 έως 21 της προσβαλλόμενης απόφασης, τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο σήμα ήταν περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό, υπογράμμισε, στο σημείο 22, ότι το συμπέρασμα αυτό δεν μπορούσε να κλονιστεί λόγω της φήμης του όρου «mastiha» και του σήματος MASTIHASHOP, δεδομένου ότι αντικείμενο εξέτασης υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 αποτελούσε το επίμαχο σήμα MASTIHACARE και όχι τα σημεία MASTIHA ή MASTIHASHOP.

62      Επομένως, όπως και το EUIPO υποστηρίζει, προκύπτει σαφώς ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε, αφενός, ότι η τυχόν διακριτική ικανότητα, εγγενής ή κτηθείσα, την οποία ενδεχομένως είχε ένα από τα συστατικά στοιχεία του επίμαχου σήματος, ήτοι ο όρος «mastiha», δεν αρκούσε για να προσδώσει διακριτικό χαρακτήρα στο σήμα αυτό στο σύνολό του. Αφετέρου, έκρινε εμμέσως πλην σαφώς ότι η φήμη του όρου «mastiha» και του σήματος MASTIHASHOP δεν κλόνιζε την εξέταση του περιγραφικού χαρακτήρα του σημείου, από το οποίο αποτελείται το επίμαχο σήμα, σε σχέση με τα προϊόντα που αυτό προσδιορίζει στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού.

63      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση της προσφεύγουσας.

64      Η δε δεύτερη αιτίαση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, κατά την οποία το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να αιτιολογήσει τη μη λήψη υπόψη των προγενέστερων αποφάσεων του EUIPO (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι δεν είναι ικανή να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Πράγματι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκής και αποδεικνυόταν ότι το αγγλόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό δεν αντιλαμβάνεται την περιγραφική σημασία του επίμαχου σήματος, από τη σκέψη 52 ανωτέρω προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι το σήμα αυτό ήταν περιγραφικό των επίμαχων προϊόντων όσον αφορά το ελληνόφωνο ενδιαφερόμενο κοινό και, επομένως, δεν μπορούσε να τύχει προστασίας ως διεθνής καταχώριση με ισχύ στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

65      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 IV.      Επί των δικαστικών εξόδων

66      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του EUIPO.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου στα δικαστικά έξοδα.

Mαρκουλλή

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Σεπτεμβρίου 2021.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Σ. Παπασάββας


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.