Language of document : ECLI:EU:F:2013:155

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2013

Υπόθεση F‑93/12

Luigi D’Agostino

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχος υπάλληλος – Άρθρο 3α του ΚΛΠ – Μη ανανέωση συμβάσεως – Καθήκον μέριμνας – Συμφέρον της υπηρεσίας – Πλήρης και εμπεριστατωμένη εξέταση σε όλες τις υπηρεσίες για εξεύρεση δυνατότητας απασχολήσεως που να αντιστοιχεί στα προβλεπόμενα στη σύμβαση καθήκοντα»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο L. D’Agostino ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 1ης Δεκεμβρίου 2011, περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς του ως συμβασιούχου υπαλλήλου, και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης και των βλαβών εις βάρος της επαγγελματικής σταδιoδρoμίας και της υγείας του που απορρέουν από την απόφαση αυτή, και, αφετέρου, χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του παράνομου χαρακτήρα της εκθέσεως αξιολογήσεώς του για το έτος 2010.

Απόφαση:      Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως του L. D’Agostino ακυρώνεται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στo ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων του L. D’Agostino. Ο L. D’Agostino φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προσφυγή – Προθεσμίες – Διαδοχικές ενστάσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § 3)

2.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση – Πεδίο εφαρμογής – Διατήρηση της συμβατικής καταστάσεως υπαλλήλου – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α και 24· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 87)

3.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Καθήκον μέριμνας που υπέχει η Διοίκηση – Συνεκτίμηση των συμφερόντων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 11)

4.      Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Ακύρωση αποφάσεως περί μη ανανεώσεως συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου – Δυνατότητα της Διοικήσεως να εκδώσει νέα απόφαση σύμφωνη με τη δικαστική απόφαση – Απόρριψη της αιτήσεως αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας που προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Δύο διαδοχικές ενστάσεις ασκηθείσες εντός της προβλεπόμενης στον ΚΥΚ προθεσμίας κατά της ίδιας αποφάσεως είναι αμφότερες παραδεκτές και δυνάμενες να σηματοδοτήσουν την έναρξη των προθεσμιών για την άσκηση ένδικης προσφυγής. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό, για τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής, ότι η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία παραλαβής της αποφάσεως με την οποία η Διοίκηση έλαβε θέση επί όλων των επιχειρημάτων που είχε διατυπώσει ο προσφεύγων εντός της προθεσμίας υποβολής ενστάσεως. Αν ο προσφεύγων έχει υποβάλει εμπροθέσμως δεύτερη ένσταση έχουσα το ίδιο περιεχόμενο με την πρώτη, ιδίως ως προς το ότι δεν περιέχει κανένα νέο αίτημα ούτε νέα αιτίαση ούτε κανένα νέο αποδεικτικό στοιχείο, η απόφαση που απορρίπτει τη δεύτερη αυτή ένσταση πρέπει να θεωρηθεί ως αμιγώς βεβαιωτική πράξη της απορριπτικής της πρώτης ενστάσεως αποφάσεως, οπότε η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής τρέχει από την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως. Αντιθέτως, εάν η δεύτερη ένσταση περιέχει νέα στοιχεία σε σχέση με την πρώτη, η απόφαση που απορρίπτει τη δεύτερη ένσταση πρέπει να θεωρηθεί ως νέα απόφαση, η οποία έχει εκδοθεί, κατόπιν επανεξετάσεως της απορριπτικής της πρώτης ενστάσεως αποφάσεως, υπό το πρίσμα της δεύτερης ενστάσεως.

(βλ. σκέψεις 29 και 30)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 8 Νοεμβρίου 2000, T‑44/97, Ghignone κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψεις 39 και 41· 11 Δεκεμβρίου 2007, T‑66/05, Sack κατά Επιτροπής, σκέψη 41

ΔΔΔΕΕ: 11 Δεκεμβρίου 2008, F‑58/07, Collotte κατά Επιτροπής, σκέψη 32

2.      Οι διατάξεις του άρθρου 12α του ΚΥΚ που απαγορεύουν κάθε μορφή ηθικής παρενοχλήσεως και οι οποίες έχουν εφαρμογή στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 87 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται το θεσμικό όργανο να λύει, για θεμιτό λόγο συνδεόμενο με το συμφέρον της υπηρεσίας και ξένο προς κάθε γεγονός παρενοχλήσεως, μια συμβατική σχέση για τον λόγο και μόνον ότι μια τέτοια απόφαση να μη συνεχίσει τη σχέση εργασίας θα μπορούσε να θίξει, ιδίως από οικονομικής ή ψυχολογικής απόψεως, τα συμφέροντα του συμβασιούχου. Ομοίως, καίτοι οι συμβασιούχοι υπάλληλοι δύνανται να επικαλούνται τις διατάξεις του άρθρου 24 για να ζητήσουν από το θεσμικό όργανο προστασία έναντι περιστατικών παρενοχλήσεως την οποία υφίστανται, εντούτοις δεν μπορούν να τις επικαλούνται λυσιτελώς για να ζητήσουν, ως αρωγή, τη διατήρηση του συμβατικού τους καθεστώτος, δεδομένου ότι δεν είναι αυτός, εν πάση περιπτώσει, ο σκοπός αυτό ενός τέτοιου άρθρου.

(βλ. σκέψη 52)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 5 Ιουνίου 2012, F‑71/10, Cantisani κατά Επιτροπής, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Το καθήκον μέριμνας συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ιδίως ότι, όταν η αρμόδια αρχή αποφασίζει σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου ή συμβασιούχου, τούτο δε ακόμη και στο πλαίσιο ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, συνεκτιμά το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να έχουν επιρροή στην απόφασή της. Η αρμόδια αρχή οφείλει, στο πλαίσιο αυτό, να λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και εκείνο του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

Κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας, μολονότι ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να ελέγξει την επιλογή της πολιτικής προσωπικού που προτίθεται να ακολουθήσει ένα θεσμικό όργανο προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή που του ανατίθεται, δύναται ωστόσο θεμιτώς, οσάκις επιλαμβάνεται αιτήματος ακυρώσεως αποφάσεως περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου, να επιβεβαιώνει ότι οι λόγοι επί των οποίων η Διοίκηση θεμελιώνει την απόφασή της δεν είναι ικανοί να διακυβεύσουν τα κριτήρια και τους βασικούς όρους που καθορίζει ο νομοθέτης με τον ΚΥΚ και το ΚΛΠ και οι οποίοι σκοπούν στην εξασφάλιση στους συμβασιούχους υπαλλήλους της δυνατότητας να επιτύχουν μακροπρόθεσμα, εφόσον χρειαστεί, ορισμένη σταθερότητα στην απασχόλησή τους.

(βλ. σκέψη 56)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Μαΐου 1980, 33/79 et 75/79, Kuhner κατά Επιτροπής, σκέψη 22· 29 Οκτωβρίου 1981, 125/80, Arning κατά Επιτροπής, σκέψη 19

ΓΔΕΕ: 6 Ιουλίου 1999, T‑112/96 και T‑115/96, Séché κατά Επιτροπής, σκέψεις 147 έως 149· 2 Μαρτίου 2004, T‑14/03, Di Marzio κατά Επιτροπής, σκέψεις 99 και 100

ΔΔΔΕΕ: 13 Ιουνίου 2012, F‑63/11, Macchia κατά Επιτροπής, σκέψη 60, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑368/12 P

4.      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί να υποχρεώσει το καθού‑εναγόμενο όργανο σε καταβολή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων λόγω της μη ανανεώσεως της συμβάσεώς του, όταν η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται για τον λόγο ότι η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή δεν προέβη, στο πλαίσιο του καθήκοντος της μέριμνας, σε πλήρη και εμπεριστατωμένη εξέταση των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα του συμφέροντος της υπηρεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να αποκλειστεί ότι η αρχή αυτή εκτιμά ότι μπορεί να εκδώσει εκ νέου μία απόφαση μη ανανεώσεως της συμβάσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος έπειτα από πλήρη και εμπεριστατωμένη επανεξέταση της καταστάσεως εργασίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος με συνεκτίμηση των αναγκών της υπηρεσίας και των επαγγελματικών του ικανοτήτων.

(βλ. σκέψεις 77 έως 79)