Language of document : ECLI:EU:T:2022:509

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ(δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Ενέργεια – Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Κανονισμός (ΕΕ) 2019/942 – Απόφαση του συμβουλίου προσφυγών του ACER – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη μη υποκείμενη σε προσφυγή – Απαράδεκτο – Αρμοδιότητα του ACER – Άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 713/2009 – Άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942 – Άρθρο 9, παράγραφος 12, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1222 – Εφαρμοστέο δίκαιο – Κανονισμός (ΕΕ) 2019/943»

Στην υπόθεση T‑631/19,

Bundesnetzagentur für Elektrizität, Gas, Telekommunikation, Post und Eisenbahnen (BNetzA), με έδρα τη Βόννη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους H. Haller, N. Gremminger, L. Reiser, V. Vacha και C. Dietz-Polte, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), εκπροσωπούμενου από τους P. Martinet και E. Tremmel,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, V. Kreuschitz, F. Schalin, P. Škvařilová-Pelzl (εισηγήτρια) και I. Nõmm, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, ιδίως:

–        το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Σεπτεμβρίου 2019,

–        το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις 16 Δεκεμβρίου 2019, στις 30 Ιανουαρίου 2020 και στις 14 Απριλίου 2020, αντιστοίχως.

–        λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, κατόπιν προτάσεως του δευτέρου τμήματος, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος σύμφωνα με το άρθρο 28 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

–        λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα), κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, να απευθύνει, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, γραπτές ερωτήσεις προς τους διαδίκους, στις οποίες οι διάδικοι απάντησαν εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών,

–        λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου να ορίσει άλλον δικαστή για τη συμπλήρωση του δικαστικού σχηματισμού, λόγω κωλύματος ενός μέλους του δευτέρου πενταμελούς τμήματος,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 17ης Νοεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η προσφεύγουσα, Bundesnetzagentur für Elektrizität, Gas, Telekommunikation, Post und Eisenbahnen (BNetzA), με την ασκηθείσα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή της, ζητεί, αφενός, τη μερική ακύρωση της αποφάσεως αριθ. 02/2019 του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), της 21ης Φεβρουαρίου 2019, σχετικά με τις προτάσεις των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς των περιφερειών για τον υπολογισμό της δυναμικότητας Core οι οποίες αφορούν κοινή περιφερειακή μεθοδολογία για τον υπολογισμό της δυναμικότητας σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση (στο εξής: αρχική απόφαση) και, αφετέρου, την ακύρωση της αποφάσεως A-003-2019 του συμβουλίου προσφυγών του ACER, της 11ης Ιουλίου 2019, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή της κατά της αρχικής αποφάσεως (στο εξής: απόφαση του συμβουλίου προσφυγών).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/1222 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 2015, σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριων γραμμών για την κατανομή της δυναμικότητας και τη διαχείριση της συμφόρησης (ΕΕ 2015, L 197, σ. 24), καθορίζει μια σειρά απαιτήσεων σχετικά με τη διαζωνική κατανομή της δυναμικότητας και τη διαχείριση της συμφόρησης στην αγορά επόμενης ημέρας και στην ενδοημερήσια αγορά στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό κοινής μεθοδολογίας συντονισμένου υπολογισμού της δυναμικότητας (στο εξής: CCM) σε καθεμία από τις περιφέρειες υπολογισμού δυναμικότητας (στο εξής: CCR), σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 3, με τίτλο «Μεθοδολογίες υπολογισμού δυναμικότητας», του κεφαλαίου 1 του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 2015/1222. Το τμήμα αυτό του κανονισμού περιλαμβάνει τα άρθρα 20 έως 26, εκ των οποίων το άρθρο 20 καθορίζει τους κανόνες για την «[υ]ιοθέτηση της μεθόδου υπολογισμού δυναμικότητας με βάση τη ροή».

3        Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, και το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1222, οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς (στο εξής: ΔΣΜ) εκάστης CCR υποχρεούνται να διατυπώσουν πρόταση για CCM εντός των CCR που τους αφορούν και να την υποβάλουν προς έγκριση στις ενδιαφερόμενες εθνικές ρυθμιστικές αρχές (στο εξής: ΕΡΑ).

4        Κατά το άρθρο 9, παράγραφοι 10 και 12, του κανονισμού 2015/1222, οι αρμόδιες ΕΡΑ προσπαθούν στη συνέχεια να καταλήξουν σε συμφωνία και να λάβουν απόφαση σχετικά με την πρόταση των ΔΣΜ για CCM ή την τροποποιημένη πρόταση που καταρτίζουν οι ΔΣΜ κατόπιν αιτήματος των εν λόγω ΕΡΑ. Κατά το άρθρο 9, παράγραφοι 11 και 12, του κανονισμού 2015/1222, όταν οι ενδιαφερόμενες ΕΡΑ δεν κατέστη δυνατόν να καταλήξουν σε συμφωνία, ο ACER εκδίδει απόφαση σχετικά με την πρόταση των ΔΣΜ για CCM ή την τροποποιημένη πρότασή τους, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού (ΕΕ) 2019/942 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, για την ίδρυση του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ΕΕ 2019, L 158, σ. 22), πρώην άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ 2009, L 211, σ. 1).

5        Στην προκειμένη περίπτωση, στις 15 Σεπτεμβρίου 2017 οι ΔΣΜ της CCR Core (που περιλαμβάνει το Βέλγιο, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Κροατία, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία) υπέβαλαν προς έγκριση στις ΕΡΑ της εν λόγω CCR, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 7, και το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1222, δύο προτάσεις αφορώσες, αντίστοιχα, το περιφερειακό σχέδιο για CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση, οι οποίες καταρτίστηκαν σύμφωνα με τον ίδιο κανονισμό.

6        Στις 9 Μαρτίου 2018, οι ΕΡΑ της CCR Core υπέβαλαν, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222, δύο αιτήματα τροποποίησης που αφορούσαν, αντίστοιχα, καθεμία από τις δύο προτάσεις CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση.

7        Στις 4 Ιουνίου 2018 οι ΔΣΜ υπέβαλαν, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 12, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2015/1222, στις ΕΡΑ της CCR Core, τροποποιημένο κείμενο των δύο προτάσεων για CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση (στο εξής, από κοινού: δύο τροποποιημένες προτάσεις για CCM). Η τελευταία από τις εν λόγω ΕΡΑ τις παρέλαβε στις 19 Ιουνίου 2018.

8        Με επιστολές της 20ής Ιουλίου και της 21ης Αυγούστου 2018, η προεδρία του περιφερειακού φόρουμ των ρυθμιστικών αρχών ενέργειας της CCR Core (στο εξής: CERRF), ενημέρωσε, εν ολίγοις, τον ACER, εξ ονόματος όλων των ΕΡΑ της εν λόγω περιφέρειας, ότι δεν είχαν καταλήξει, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222, σε ομόφωνη συμφωνία προκειμένου να εγκρίνουν τις δύο τροποποιημένες προτάσεις για CCM, ούτε προκειμένου να ζητήσουν από τον ACER παράταση της δίμηνης προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να λάβουν απόφαση, υπολογιζομένης από την τελευταία υποβολή των εν λόγω προτάσεων, ούτε προκειμένου να ζητήσουν από τον ACER να αποφασίσει ο ίδιος για τις δύο τροποποιημένες προτάσεις για CCM.

9        Στις 18 Σεπτεμβρίου 2018 οι ΕΡΑ της CCR Core απέστειλαν στον ACER ένα «[α]νεπίσημο έγγραφο προερχόμενο από όλες τις [ΕΡΑ] της [CCR] Core σχετικά με το περιφερειακό σχέδιο των ΔΣΜ της [CCR] Core που αφορούσε [τις δύο τροποποιημένες προτάσεις για CCM]» (στο εξής: έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2018), προκειμένου να ενημερώσουν τον ACER, σύμφωνα με την ανακοίνωση της προεδρίας του CERRF που μνημονεύεται στην παράγραφο 8 ανωτέρω, για τις κοινές και για τις διαφορετικές θέσεις τους. Συναφώς, ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι οι δύο τροποποιημένες προτάσεις για CCM δεν λάμβαναν υπόψη όλα τα αιτήματα των ΕΡΑ για τροποποιήσεις, ότι οι εν λόγω προτάσεις δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς ή πλήρως συνεπείς και σύμφωνες με τον κανονισμό 2015/1222 και ότι δεν περιείχαν σαφείς, διαφανείς και εναρμονισμένους ορισμούς καθώς και καθορισμένα και δικαιολογημένα κατώτατα όρια και τιμές. Προσέθεσαν ότι, από τα 29 διαφορετικά σημεία των δύο τροποποιημένων προτάσεων για CCM, τα 19 είχαν εγκριθεί από τις ΕΡΑ, όπερ οι ΕΡΑ συνέστησαν στον ACER να λάβει υπόψη, ενώ 10 δεν είχαν εγκριθεί.

10      Βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των ΕΡΑ της CCR Core επί των δύο τροποποιημένων προτάσεων για CCM, ο ACER ήταν υποχρεωμένος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009, να εκδώσει απόφαση σχετικά με τις εν λόγω προτάσεις.

11      Μετά από δημόσια διαβούλευση που κινήθηκε σχετικά με τις δύο τροποποιημένες προτάσεις για CCM και αφού συνεργάστηκε με όλες τις ενδιαφερόμενες ΕΡΑ και τους ΔΣΜ, ο ACER εξέδωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222, την αρχική απόφαση. Με την εν λόγω απόφαση, ενέκρινε τις CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core, όπως αυτές παρατίθενται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της απόφασης αυτής.

12      Στις 23 Απριλίου 2019 η προσφεύγουσα άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της αρχικής αποφάσεως ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ACER (στο εξής: συμβούλιο προσφυγών), σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού 713/2009.

13      Το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε με απόφασή του τη διοικητική προσφυγή κατά της αρχικής αποφάσεως ως αβάσιμη.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις διατάξεις της αρχικής αποφάσεως που απαριθμούνται κατωτέρω καθώς και την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις αυτές, ήτοι:

–        το άρθρο 5, παράγραφοι 5 έως 9, του παραρτήματος Ι της αρχικής αποφάσεως·

–        το άρθρο 10, παράγραφος 4, δεύτερη ημιπερίοδος, και το άρθρο 10, παράγραφος 5, του παραρτήματος Ι της αρχικής αποφάσεως·

–        το άρθρο 16, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 16, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, σημείο vii, του παραρτήματος Ι της αρχικής αποφάσεως·

–        το άρθρο 5, παράγραφοι 5 έως 9, του παραρτήματος ΙΙ της αρχικής αποφάσεως·

–        το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ σημείο vii, του παραρτήματος ΙΙ της αρχικής αποφάσεως·

–        όλες τις διατάξεις των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της αρχικής αποφάσεως οι οποίες παραπέμπουν ρητώς στις προαναφερθείσες διατάξεις·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την αρχική απόφαση και την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών στο σύνολό τους,

–        να καταδικάσει τον ACER στα δικαστικά έξοδα.

15      Ο ACER ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού 

16      Ο ACER ζητεί να απορριφθεί η προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη, κατά το μέρος που βάλλει κατά της αρχικής αποφάσεως.

17      Πρώτον, ο ACER ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρμοδιότητας του συμβουλίου προσφυγών να επανεξετάζει τις αποφάσεις, όπως η αρχική απόφαση, τις οποίες έχει εκδώσει ο ίδιος και λαμβανομένου υπόψη του κανόνα περί εξαντλήσεως της εσωτερικής διαδικασίας προσφυγής που ισχύει για τους συνήθεις προσφεύγοντες, όπως η προσφεύγουσα, μόνον η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως. Δεύτερον, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η δίμηνη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της αρχικής αποφάσεως, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, είχε λήξει κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, η τελευταία είναι εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, προδήλως απαράδεκτη.

18      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα του ACER. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι η απαίτηση για αποτελεσματική δικαστική προστασία συνεπάγεται ότι τόσο η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών όσο και η αρχική απόφαση υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά της αρχικής αποφάσεως έχει παρέλθει, δεδομένου ότι ήταν υποχρεωμένη να εξαντλήσει την εσωτερική διαδικασία προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

19      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 14 ανωτέρω, τα ακυρωτικά αιτήματα της προσφεύγουσας στρέφονται τόσο κατά της αρχικής αποφάσεως όσο και κατά της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών.

20      Εν συνεχεία, πρέπει να σημειωθεί πρώτον ότι, ως ΕΡΑ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η προσφεύγουσα είναι νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Όσον αφορά δε τις προσφυγές νομικών προσώπων, το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[ο]ι πράξεις για τη δημιουργία λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης μπορούν να προβλέπουν ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων αυτών των λοιπών οργάνων ή οργανισμών που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των εν λόγω προσώπων».

21      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage, C‑596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22      Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά το αρμόδιο για τον τομέα της ενέργειας όργανο της Ένωσης, πρέπει να γίνει παραπομπή στον κανονισμό 2019/942, ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 713/2009 και άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο του 47, στις 4 Ιουλίου 2019, δηλαδή πριν ασκηθεί η παρούσα προσφυγή στις 21 Σεπτεμβρίου 2019 και κατά το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ της έκδοσης της αρχικής απόφασης στις 21 Φεβρουαρίου 2019 και της έκδοσης της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών στις 11 Ιουλίου 2019. Ο εν λόγω κανονισμός καθορίζει, μεταξύ άλλων, τους εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας και διαδικασίας του ACER.

23      Επομένως, στον βαθμό που ο κανονισμός 2019/942 δεν προβλέπει παρέκκλιση από τον μεταβατικό κανόνα δικαίου που παρατίθεται στη σκέψη 21 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, κατά τον οποίο κρίνεται το παραδεκτό της (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2016, Whirlpool Europe κατά Επιτροπής, T‑118/13, EU:T:2016:365, σκέψη 49, και διάταξη της 21ης Νοεμβρίου 2019, ZW κατά ΕΤΕπ, T‑727/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:809, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), οι δικονομικοί κανόνες που είχαν εφαρμογή επί της προσφυγής και καθόριζαν το παραδεκτό της ήταν οι προβλεπόμενοι στον κανονισμό 2019/942.

24      Τρίτον, όσον αφορά τις προϋποθέσεις ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της αρχικής αποφάσεως καθώς και κατά της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών, από το άρθρο 28, παράγραφος 1, και το άρθρο 29 του κανονισμού 2019/942, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 34 του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που επιθυμούν να προσβάλουν απόφαση του ACER η οποία απευθύνεται σ’ αυτά ή τα αφορά ατομικά και άμεσα μπορούν να προσφύγουν ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών και ότι, εφόσον τους παρέχεται τέτοια δυνατότητα, δικαιούνται να προσβάλουν παραδεκτώς ενώπιον του Δικαστηρίου μόνο την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών.

25      Τέλος, το άρθρο 29 του κανονισμού 2019/942 ορίζει ότι «[η] άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] για την ακύρωση απόφασης που εξέδωσε ο ACER σύμφωνα με τον […] κανονισμό [αυτόν] […], είναι δυνατή μόνον αφού εξαντληθούν οι διαδικασίες προσφυγής που αναφέρονται στο άρθρο 28 [του εν λόγω κανονισμού]».

26      Τα άρθρα 28, παράγραφος 1, και 29 του κανονισμού 2019/942, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 34 του εν λόγω κανονισμού, καθορίζουν τις ειδικές προϋποθέσεις και διαδικασίες για τις προσφυγές ακυρώσεως που μνημονεύονται στο άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως θεσπίστηκαν από τον νομοθέτη της Ένωσης με τη νομοθετική πράξη για τη σύσταση του ACER, δηλαδή τον κανονισμό 2019/942. Ως εκ τούτου, η ίδια η φύση της εξάντλησης της εσωτερικής διαδικασίας προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 28 του κανονισμού 2019/942, στο οποίο παραπέμπει ρητώς το άρθρο 29 του ίδιου κανονισμού, συνεπάγεται ότι το Δικαστήριο της Ένωσης επεμβαίνει, εφόσον απαιτείται, μόνο για να ελέγξει το τελικό αποτέλεσμα της εσωτερικής διαδικασίας προσφυγής, δηλαδή για να εξετάσει την απόφαση που ελήφθη μετά την εξάντληση της εν λόγω εσωτερικής διαδικασίας προσφυγής και, ως εκ τούτου, την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Heli-Flight κατά AESA, C‑61/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:59, σκέψεις 81 και 82).

27      Κατά συνέπεια, η προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως του ACER μπορεί, σε περίπτωση εσωτερικής προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής, να κριθεί παραδεκτή μόνον εφόσον βάλλει κατά της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών που απορρίπτει την εν λόγω εσωτερική προσφυγή (βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Heli-Flight κατά AΕSA, C‑61/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:59, σκέψη 84) ή, κατά περίπτωση, επικυρώνει την αρχική απόφαση. Κατά συνέπεια, οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα της υπό κρίση προσφυγής που στηρίζονται σε πλημμέλειες οι οποίες βαρύνουν ειδικώς την αρχική απόφαση και δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως βάλλοντα ωσαύτως κατά της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται μόνον επί της νομιμότητας της τελευταίας αποφάσεως (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Heli-Flight κατά AΕSA, T‑102/13, EU:T:2014:1064, σκέψη 32).

28      Στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα επισήμανε, στο σημείο 84 της προσφυγής, ότι η υπό κρίση προσφυγή βάλλει κατά της αρχικής αποφάσεως ως είχε μετά την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών. Κατά συνέπεια, κατά το μέρος που η τελευταία απόφαση στηρίζεται στην αιτιολογία της αρχικής αποφάσεως και μάλιστα επικυρώνει την αιτιολογία αυτή, είτε σιωπηρώς είτε ρητώς, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα της εν λόγω προσφυγής που βάλλουν κατά της αιτιολογίας αυτής πρέπει να κριθούν πλήρως λυσιτελή για τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών και, κατά συνέπεια, για τη στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως, κατά το μέρος που βάλλει κατά της τελευταίας αποφάσεως, δεδομένου ότι το εν λόγω αίτημα είναι το μόνο παραδεκτό. Αντιθέτως, το αίτημα ακυρώσεως κατά το μέρος που βάλλει κατά της αρχικής αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί της ουσίας

29      Προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έξι λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 9, παράγραφοι 7 και 12, του κανονισμού 2015/1222, λόγω του ότι ο ACER υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων του. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε νομική πλάνη όσον αφορά τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, καθόσον το συμβούλιο προσφυγών έπρεπε να δεχθεί να επανεξετάσει τη νομιμότητα της αρχικής αποφάσεως υπό το πρίσμα των άρθρων 14 έως 16, του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2019, L 158, σ. 54). Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε πολλαπλές παραβάσεις του κανονισμού 2019/943. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του κανονισμού 2015/1222. Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 9, παράγραφοι 7 και 12, του κανονισμού 2015/1222, καθόσον ο ACER υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του.

30      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο ACER, εκδίδοντας την αρχική απόφαση, υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφοι 7 και 12, του κανονισμού 2015/1222, η αρμοδιότητα του ACER συνιστά δευτερεύουσα και επικουρική αρμοδιότητα, διότι αυτός κατέστη αρμόδιος μόνο όταν και στον βαθμό που οι ΕΡΑ δεν συμφώνησαν ώστε να λάβουν απόφαση επί των δύο τροποποιημένων προτάσεων για CCM. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το κείμενο του άρθρου 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222, σε άλλες γλώσσες, όπως η αγγλική, έχει ευρύτερη διατύπωση από το κείμενο στη γερμανική γλώσσα, στο οποίο παραπέμπει ο ACER. Δεύτερον, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, σκοπός του κανονισμού είναι η επίτευξη κοινών CCM, όπερ δεν σημαίνει ότι ο ACER μπορεί να αγνοήσει τις μερικές συμφωνίες που έχουν επιτευχθεί και τις απαιτήσεις που έχουν τεθεί σε επίπεδο ΕΡΑ. Συνεπώς, ο ACER θα πρέπει να λάβει υπόψη τυχόν μερικές συμφωνίες μεταξύ των ΕΡΑ και να αποφασίσει μόνο για τα σημεία διαφωνίας μεταξύ τους. Τρίτον, η προσφεύγουσα εξηγεί ότι, με την επιστολή της 20ής Ιουλίου 2018, οι ΕΡΑ ενημέρωσαν επισήμως τον ACER για το γεγονός ότι δεν είχαν καταλήξει σε πλήρη συμφωνία σχετικά με ορισμένα βασικά στοιχεία των δύο τροποποιημένων προτάσεων για CCM και ότι θα του γνωστοποιούσαν σε μεταγενέστερο στάδιο περαιτέρω λεπτομέρειες των μεταξύ τους συζητήσεων σχετικά με τα εν λόγω βασικά στοιχεία και ορισμένα άλλα ζητήματα, όπερ έπραξαν στη συνέχεια με την επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 2018. Ως εκ τούτου, κατά το χρονικό σημείο που ο ACER έλαβε την εν λόγω επιστολή, γνώριζε ήδη όλες τις θέσεις των ΕΡΑ και μόνο δέκα σημεία, τα οποία προσδιορίστηκαν συγκεκριμένα από τις ΕΡΑ με το έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, του υποβλήθηκαν για να αποφασίσει επ’ αυτών. Συνεπώς, ο ACER κακώς αποφάνθηκε με την αρχική απόφαση και επί σημείων που δεν του είχαν υποβληθεί προς κρίση, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2018. Τέταρτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η αρχική απόφαση αντιβαίνει στην αρχή της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία όλα τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να ενεργούν γενικώς με αυτοσυγκράτηση εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί και, ειδικότερα, ο ACER δεν πρέπει να αγνοεί τις επιμέρους συμφωνίες που έχουν επιτευχθεί και τις απαιτήσεις που έχουν τεθεί σε επίπεδο ΕΡΑ.

31      Ο ACER αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητεί να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως. Κατά τον ACER, το συμβούλιο προσφυγών ορθώς έκρινε με την απόφασή του ότι ο ACER ήταν αρμόδιος να εκδώσει την αρχική απόφαση και ότι, εκδίδοντάς την, ενήργησε εντός των ορίων της αρμοδιότητάς του.

32      Εν προκειμένω, σύμφωνα με τη διατυπωθείσα στη σκέψη 28 ανωτέρω κρίση ως προς το παραδεκτό της προσφυγής και τη λυσιτέλεια των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξή της, πρέπει να εξακριβωθεί αν το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον παρέλειψε να διαπιστώσει με την απόφασή του ότι ο ACER υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του εκδίδοντας την αρχική απόφαση, όπως ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα προς στήριξη της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

33      Συναφώς, από τη νομολογία σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, προκύπτει ότι η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση μιας πράξεως και παρέχει στο όργανο της Ένωσης εξουσία προς έκδοση της εν λόγω πράξεως πρέπει να ισχύει κατά τον χρόνο της εκδόσεώς της (βλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage, C‑596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Φεβρουαρίου 2011, Cantiere navale De Poli κατά Επιτροπής, T‑584/08, EU:T:2011:26, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών, η οποία είναι η μόνη πράξη της οποίας τη νομιμότητα μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει η προσφεύγουσα με την υπό κρίση προσφυγή (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), ήτοι στις 11 Ιουλίου 2019, ο κανονισμός 2019/942 ήταν ήδη σε ισχύ, είχε εφαρμογή και είχε ήδη αντικαταστήσει τον προηγουμένως εφαρμοστέο κανονισμό 713/2019 (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Επιπλέον, ο κανονισμός 2015/1222 ήταν επίσης σε ισχύ και είχε εφαρμογή από τις 14 Αυγούστου 2015, σύμφωνα με το άρθρο του 84, δηλαδή από την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 25 Ιουλίου 2015. Το δε άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρο 8 του κανονισμού 713/2009, και το άρθρο 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222 εξουσιοδοτούν τον ACER να αποφαίνεται ή να εκδίδει ατομικές αποφάσεις, εντός έξι μηνών, σχετικά με ρυθμιστικά ζητήματα ή προβλήματα που επηρεάζουν τις διασυνοριακές συναλλαγές ή τη διασυνοριακή ασφάλεια του συστήματος και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ΕΡΑ, όπως η έγκριση των CCM σε βάση επόμενης ημέρας ή σε ενδοημερήσια βάση εκάστης CCR, εάν οι αρμόδιες ΕΡΑ δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία εντός της προθεσμίας που τους έχει τεθεί ή εάν οι αρμόδιες ΕΡΑ έχουν υποβάλει στον ACER κοινό αίτημα προς τούτο. Κατά την ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών, μόνον οι διατάξεις αυτές μπορούσαν να αποτελέσουν τη νομική βάση για την εν λόγω απόφαση.

35      Συνεπώς, προκειμένου να εξετασθεί ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρο 8, του κανονισμού 713/2009, και το άρθρο 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222, προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι εν λόγω διατάξεις μπορούσαν να θεμελιώσουν την αρμοδιότητα του ACER να εγκρίνει οριστικά τις CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για την CCR Core, όπως παρατίθενται στα παραρτήματα I και II της απόφασης του συμβουλίου προσφυγών.

36      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα τους, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος [βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2018, COBRA, C‑192/17, EU:C:2018:554, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Ιανουαρίου 2020, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών), C‑122/18, EU:C:2020:41, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37      Στην προκειμένη περίπτωση, οι ΔΣΜ της CCR Core υπέβαλαν προς έγκριση, όπως όφειλαν βάσει του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 7, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1222, σε όλες τις ΕΡΑ της εν λόγω CCR προτάσεις για CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για την εν λόγω CCR. Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 10, του κανονισμού 2015/1222, οι ΕΡΑ έπρεπε να αποφασίσουν σχετικά με τις προτάσεις αυτές εντός προθεσμίας έξι μηνών από την παραλαβή τους από την τελευταία ενδιαφερόμενη ΕΡΑ. Ωστόσο, στον βαθμό που οι εν λόγω ΕΡΑ διατύπωσαν αιτήματα τροποποίησης των σχετικών προτάσεων για CCM, κατόπιν των οποίων οι ΔΣΜ υπέβαλαν προς έγκριση στις ΕΡΑ τις δύο τροποποιημένες προτάσεις για CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση, οι ΕΡΑ είχαν, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 12, του εν λόγω κανονισμού, πρόσθετη προθεσμία δύο μηνών μετά την υποβολή των εν λόγω τροποποιημένων προτάσεων για να λάβουν απόφαση επ’ αυτών. Δεν αμφισβητείται όμως ότι οι ΕΡΑ της CCR Core δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε συμφωνία επί των τροποποιημένων αυτών προτάσεων, εντός της προθεσμίας που είχαν κατά τα άνω στη διάθεσή τους, γεγονός για το οποίο ο ACER ενημερώθηκε με επιστολές της προεδρίας του CERRF της 20ής Ιουλίου και 21ης Αυγούστου 2018.

38      Συνεπώς, όπως ορθώς υποστηρίζει ο ACER, η αρμοδιότητά του να λάβει οριστική απόφαση σχετικά με τις δύο τροποποιημένες προτάσεις για CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση στηριζόταν, εν προκειμένω, στο γεγονός ότι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942 και στο άρθρο 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222, οι ΕΡΑ της CCR Core δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με τις εν λόγω προτάσεις εντός της δίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται για τον σκοπό αυτόν.

39      Πλην όμως, πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 6 του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρου 8 του κανονισμού 713/2009, και του άρθρου 9 του κανονισμού 2015/1222 δεν προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της άσκησης της εν λόγω αρμοδιότητας και πέραν της υποχρέωσης που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 11, του κανονισμού 2019/942 να διαβουλεύεται με τις ΕΡΑ και τους ενδιαφερόμενους ΔΣΜ κατά το στάδιο της εκπόνησης της απόφασής του, ο ACER δεσμευόταν από τις παρατηρήσεις των τελευταίων. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις ότι η αρμοδιότητα του ACER περιορίζεται στις πτυχές για τις οποίες οι ΕΡΑ δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε συμφωνία. Αντιθέτως, το άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009, και το άρθρο 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222 αντιμετωπίζουν τα «ρυθμιστικά ζητήματα» ή το «πρόβλημα» που εμπίπτει αρχικά στην αρμοδιότητα των ΕΡΑ και στη συνέχεια, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των ΕΡΑ, στην αρμοδιότητα του ACER ως ένα αδιαίρετο σύνολο του οποίου οι ΕΡΑ και κατόπιν ο ACER επιλαμβάνονται συνολικά χωρίς να γίνεται καμία τέτοια διάκριση. Επομένως, βάσει της διατύπωσής τους, το άρθρο 6 του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρο 8 του κανονισμού 713/2009, και το άρθρο 9 του κανονισμού 2015/1222 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, εάν οι αρμόδιες ΕΡΑ δεν καταλήξουν σε συμφωνία ως προς όλες τις πτυχές του ρυθμιστικού ζητήματος που τους έχει υποβληθεί εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, ο ACER έχει την αρμοδιότητα να λάβει απόφαση ο ίδιος επί του εν λόγω ζητήματος, χωρίς η αρμοδιότητά του να περιορίζεται στα συγκεκριμένα θέματα ή πτυχές επί των οποίων έχει αποκρυσταλλωθεί η διαφωνία μεταξύ των ΕΡΑ.

40      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το κείμενο του άρθρου 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222 στην αγγλική γλώσσα, το οποίο προβλέπει ότι ο ACER έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει σχετικά με τις προτάσεις των ΔΣΜ «[w]here the competent regulatory authorities have not been able to reach an agreement» ([ό]ταν δεν κατέστη δυνατό οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία), μπορεί να δώσει βάση στην άποψη ότι η αρμοδιότητα του ACER περιορίζεται στις πτυχές του ρυθμιστικού ζητήματος για τις οποίες οι ΕΡΑ δεν ήταν σε θέση να καταλήξουν σε συμφωνία.

41      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η χρησιμοποιούμενη σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατύπωση διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν πρέπει να αποτελεί τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διάταξης αυτής ούτε μπορεί να της αναγνωρισθεί υπεροχή έναντι των λοιπών γλωσσικών αποδόσεων. Πράγματι, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται με ομοιόμορφο τρόπο υπό το πρίσμα των αποδόσεών τους σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης (βλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2018, Tarragó da Silveira, C‑250/17, EU:C:2018:398, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων, μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2016, Ambisig, C‑46/15, EU:C:2016:530, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το χωρίο της αγγλικής απόδοσης που παρατίθεται στη σκέψη 40 ανωτέρω δεν διατυπώνει κανόνα ουσιωδώς διάφορο από εκείνον που προκύπτει από τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις, όπως η τσεχική, η γερμανική ή η γαλλική, κατά τις οποίες ο ACER είναι αρμόδιος να αποφασίζει, αντιστοίχως, «[p]okud příslušné regulační orgány nedokážou […] dosáhnout dohody», «[f]alls es den Regulierungsbehörden nicht gelingt, […] eine Einigung […] zu erzielen» ή «[l]orsque les autorités de régulation compétentes ne sont pas parvenues à un accord». Η δε διατύπωση των άλλων αυτών γλωσσικών αποδόσεων ενισχύει την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης υπό την έννοια που εκτίθεται στη σκέψη 39 ανωτέρω.

43      Δεύτερον, αυτή η κατά γράμμα ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρου 8 του κανονισμού 713/2009, και του άρθρου 9, παράγραφος 12, του κανονισμού 2015/1222, επιρρωννύεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και από τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός του οποίου αποτελούν μέρος οι εν λόγω διατάξεις, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού.

44      Εν προκειμένω, από την αιτιολογική έκθεση της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας [COM(2007) 530 τελικό], βάσει της οποίας εκδόθηκε ο κανονισμός 713/2009, προκύπτει ότι οι διατάξεις που περιέχονται στην εν λόγω πρόταση βασίζονταν, μεταξύ άλλων, στη διαπίστωση ότι, «[μ]ολονότι [είχε] αναπτυχθεί σημαντικά η εσωτερική αγορά ενέργειας, εξακολουθ[ούσε] να υπάρχει κανονιστικό χάσμα σε διασυνοριακά ζητήματα» και ότι «[η] […] θεώρηση […], που στην πράξη συνήθως απαιτ[ούσε] τη συμφωνία 27 ρυθμιστικών αρχών και άνω των 30 διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς για να καταλήξει σε συμφωνία, δεν παρ[ήγε] ικανοποιητικά αποτελέσματα» και ότι «δεν απέδωσε πραγματικές αποφάσεις για τα δύσκολα ζητήματα, οι οποίες χρειάζεται […] να ληφθούν». Για τους λόγους αυτούς, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί «[ο] οργανισμός [ο οποίος] θα συμπληρώνει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τις κανονιστικές εργασίες που επιτελούνται σε εθνικό επίπεδο από τις ρυθμιστικές αρχές», ιδίως μέσω της χορήγησης «[ε]ξουσ[ιών] λήψης μεμονωμένων αποφάσεων». Οι εξουσίες αυτές επρόκειτο να ανατεθούν στον ACER «[π]ροκειμένου να χειρίζεται ιδιαίτερα διασυνοριακά ζητήματα», ιδίως «να αποφασίζει για το εφαρμοστέο κανονιστικό καθεστώς σε υποδομή εγκατεστημένη στην επικράτεια περισσότερων του ενός κρατών μελών», όπως προβλέφθηκε εν τέλει στο άρθρο 8 του κανονισμού 713/2009.

45      Επιπλέον, από την αιτιολογική έκθεση της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας [COM(2016) 863 τελικό], βάσει της οποίας εκδόθηκε ο κανονισμός 2019/942, προκύπτει ότι οι διατάξεις που περιέχονταν στην πρόταση αυτήν αποσκοπούσαν, μεταξύ άλλων, στην «προσαρμογή της ρυθμιστικής εποπτείας στις περιφερειακές αγορές». Ειδικότερα, δεν φαινόταν πλέον κατάλληλο για τη νέα πραγματικότητα των αγορών αυτών το γεγονός ότι «όλες οι κύριες κανονιστικές αποφάσεις λαμβάνοντα[ν] από εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου [ήταν] αναγκαία κοινή περιφερειακή λύση» και ότι «η ρυθμιστική εποπτεία παρ[έμενε] κατακερματισμένη, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος αντικρουόμενων αποφάσεων και περιττών καθυστερήσεων». Για τους λόγους αυτούς θεωρήθηκε ότι «[η] ενίσχυση των εξουσιών του ACER για εκείνα τα διασυνοριακά ζητήματα που απαιτού[σαν] συντονισμένη περιφερειακή απόφαση θα συμβάλει στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη λήψη αποφάσεων για διασυνοριακά ζητήματα», ενώ σημειώνεται ότι «[ο]ι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, που λαμβάνουν αποφάσεις στο πλαίσιο του ACER σχετικά με τα ζητήματα αυτά με κατά πλειοψηφία ψηφοφορία θα εξακολουθ[oύσα]ν να συμμετέχουν πλήρως στη διαδικασία». Η χορήγηση «περιορισμέν[ων] πρόσθετ[ων] αρμοδι[οτήτων]» στον ACER θεωρήθηκε ότι συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας, στον βαθμό που ο ACER παρεμβαίνει «σε εκείνους τους τομείς στους οποίους η κατακερματισμένη εθνική διαδικασία λήψης αποφάσεων για θέματα διασυνοριακού χαρακτήρα θα προκαλούσε προβλήματα ή ασυνέπειες για την εσωτερική αγορά». Επιπλέον, θεωρήθηκε ότι συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, στον βαθμό που «[ο] ACER [καλούνταν] να αναλάβει πρόσθετα καθήκοντα, ιδίως στην περιφερειακή λειτουργία του συστήματος ενέργειας, με παράλληλη διατήρηση του κεντρικού ρόλου των [ΕΡΑ] στη ρύθμιση της ενέργειας». Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση κανονισμού, στο «κεφάλαιο [Ι,] καθόριζ[ε] […] διάφορα νέα καθήκοντα για τον ACER όσον αφορά […] την εποπτεία των ορισθέντων διαχειριστών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για την έγκριση μεθόδων και προτάσεων σχετικά με την επάρκεια της παραγωγής και την ετοιμότητα αντιμετώπισης κινδύνων». Τα εν λόγω νέα καθήκοντα του ACER επισημοποιήθηκαν στο άρθρο 6, παράγραφος 10, του κανονισμού 2019/942.

46      Από την αιτιολογική έκθεση των εν λόγω προτάσεων κανονισμού προκύπτει η σαφής πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να καταστήσει τη λήψη αποφάσεων για δύσκολα αλλά αναγκαία διασυνοριακά ζητήματα αποτελεσματικότερη και ταχύτερη, ενισχύοντας τις εξουσίες του ACER για τη λήψη ατομικών αποφάσεων κατά τρόπο που να συμβιβάζεται με τη διατήρηση του κεντρικού ρόλου των ΕΡΑ στη ρύθμιση της ενέργειας.

47      Αυτό συνάδει επίσης με ορισμένους από τους σκοπούς που επιδιώκονται με τους κανονισμούς 713/2009 και 2019/942. Πράγματι, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 2019/942, πρώην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 713/2009, τα κράτη μέλη πρέπει να συνεργάζονται στενά εξαλείφοντας τους φραγμούς στις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου με σκοπό την επίτευξη των στόχων της ενωσιακής ενεργειακής πολιτικής και ένας ανεξάρτητος κεντρικός οργανισμός, δηλαδή ο ACER, ιδρύθηκε για να καλύψει το κενό στο ρυθμιστικό πλαίσιο σε ενωσιακό επίπεδο και να συμβάλει στην αποτελεσματική λειτουργία των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 2019/942, πρώην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 713/2009, ο ACER πρέπει να εξασφαλίζει τον κατάλληλο συντονισμό και, εν ανάγκη, τη συμπλήρωση σε ενωσιακή κλίμακα των ρυθμιστικών καθηκόντων που έχουν αναλάβει οι ρυθμιστικές αρχές. Διαθέτει ως εκ τούτου, όπως ορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34 του κανονισμού 2019/942, πρώην αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19 του κανονισμού 713/2009, τις κατάλληλες εξουσίες για την άσκηση των ρυθμιστικών καθηκόντων του με αποτελεσματικότητα, διαφάνεια, σύνεση και, προπάντων, με ανεξαρτησία έναντι των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου καθώς και των ΔΣΜ και των καταναλωτών. Πρέπει να ασκεί τις εν λόγω εξουσίες μεριμνώντας για τη συμβατότητα των αποφάσεων αυτών με την ενεργειακή νομοθεσία της Ένωσης, υπό τον έλεγχο του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο αποτελεί μέρος του ACER, αλλά είναι συγχρόνως ανεξάρτητο εντός του ACER, καθώς και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

48      Επομένως, έχουν χορηγηθεί στον ACER, μεταξύ άλλων, ίδιες ρυθμιστικές εξουσίες και εξουσίες λήψης αποφάσεων, τις οποίες ασκεί με ανεξαρτησία και με δική του ευθύνη, προκειμένου να μπορεί να αναπληρώνει τις ΕΡΑ όταν παρά την εθελοντική συνεργασία τους δεν είναι σε θέση να λάβουν ατομικές αποφάσεις για συγκεκριμένα ζητήματα ή προβλήματα που εμπίπτουν στη ρυθμιστική τους αρμοδιότητα. Όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 45 του κανονισμού 2019/942, πρώην αιτιολογικές σκέψεις 6 και 29 του κανονισμού 713/2009, ο ACER καθίσταται αρμόδιος να αποφασίζει, με ανεξαρτησία και με δική του ευθύνη, για ρυθμιστικά ζητήματα ή για προβλήματα τα οποία είναι σημαντικά για την αποτελεσματική λειτουργία των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, μόνο όταν και στον βαθμό που, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 ΣΕΕ, οι στόχοι της Ένωσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς μέσω της συνεργασίας των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, λόγω έλλειψης συνολικής συμφωνίας μεταξύ των ΕΡΑ τους για ρυθμιστικά ζητήματα ή για προβλήματα που εμπίπτουν αρχικά στην αρμοδιότητά τους.

49      Επομένως, η λογική του συστήματος στο οποίο στηρίζονται το άρθρο 6 του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρο 8 του κανονισμού 713/2009, και το άρθρο 9 του κανονισμού 2015/1222 είναι ότι, όταν οι ΕΡΑ σε επίπεδο κρατών μελών δεν έχουν κατορθώσει να λάβουν, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ατομική απόφαση για ρυθμιστικά ζητήματα ή για προβλήματα εμπίπτοντα στην αρμοδιότητά τους, τα οποία είναι σημαντικά για την αποτελεσματική λειτουργία των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η εκπόνηση των περιφερειακών CCM που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, και παράγραφος 7, στοιχείο α), και στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1222, η αρμοδιότητα για λήψη της εν λόγω αποφάσεως ανήκει στον ACER, χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα διατήρησης μέρους της αρμοδιότητας αυτής σε εθνικό επίπεδο από τις ΕΡΑ, π.χ. για ορισμένα από τα ρυθμιστικά ζητήματα ή για ορισμένες από τις πτυχές του επίμαχου προβλήματος για τα οποία έχουν καταλήξει σε συμφωνία.

50      Εξάλλου, στον βαθμό που ο ACER ασκεί την αρμοδιότητά του με πλήρη ανεξαρτησία και με δική του ευθύνη, το συμβούλιο προσφυγών ορθώς αναφέρει, στο σημείο 157 της απόφασής του, ότι ο ACER δεν δεσμεύεται από τη θέση που λαμβάνουν οι αρμόδιες ΕΡΑ επί ορισμένων ρυθμιστικών ζητημάτων ή ορισμένων πτυχών των προβλημάτων που τους υποβλήθηκαν και επί των οποίων είχαν καταλήξει σε συμφωνία, ιδίως όταν θεωρεί ότι η θέση αυτή δεν είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο στον τομέα της ενέργειας. Άλλωστε, ούτε η προσφεύγουσα αμφισβητεί, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, την ανωτέρω εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών.

51      Επιπλέον, στον βαθμό που έχουν χορηγηθεί στον ACER ίδιες εξουσίες λήψης αποφάσεων προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελεί αποτελεσματικά τα ρυθμιστικά του καθήκοντα, το άρθρο 6 του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρο 8 του κανονισμού 713/2009, και το άρθρο 9 του κανονισμού 2015/1222 πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι επιτρέπουν στον ACER να τροποποιεί τις προτάσεις των ΔΣΜ, πριν από την έγκρισή τους, για να διασφαλίζει τη συμβατότητά τους με το ενωσιακό δίκαιο στον τομέα της ενέργειας. Η εξουσία αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου ο ACER να ασκεί αποτελεσματικά τα ρυθμιστικά του καθήκοντα, δεδομένου ότι, όπως ορθώς επισήμανε το συμβούλιο προσφυγών στη σκέψη 150 της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν υπάρχει καμία διάταξη στον κανονισμό 2019/942, πρώην κανονισμό 713/2009, ή στον κανονισμό 2015/1222 η οποία να προβλέπει ότι ο ACER μπορεί να ζητήσει από τους ΔΣΜ να τροποποιήσουν την πρότασή τους πριν την εγκρίνει, όπως προβλέπεται για παράδειγμα σχετικά με τις ΕΡΑ στο άρθρο 9, παράγραφος 12, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2015/1222. Πράγματι, οι τελευταίες αυτές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης και συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών ΕΡΑ, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 10, του κανονισμού 2015/1222, προκειμένου να διευκολυνθεί η συμφωνία μεταξύ τους, αλλά όχι επί αυτής καθεαυτήν της εξουσίας λήψης αποφάσεων που έχει απονεμηθεί στον ACER ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 12, τρίτη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού.

52      Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι στον κανονισμό 2019/942, πρώην κανονισμό 713/2009, οι εξουσίες λήψης αποφάσεων από τον ACER κατέστησαν σύμφωνες με τη διατήρηση του κεντρικού ρόλου που αναγνωρίζεται στις ΕΡΑ στον τομέα της ρύθμισης της ενέργειας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 713/2009, ο ACER, μέσω του διευθυντή του, εκδίδει ή εγκρίνει τις αποφάσεις του μόνον αφού λάβει τη συγκατάθεση του ρυθμιστικού συμβουλίου, στο οποίο εκπροσωπούνται όλες οι ΕΡΑ καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάθε δε μέλος του συμβουλίου έχει μία ψήφο, ενώ το συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία δύο τρίτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 και στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, πρώην άρθρο 14 του κανονισμού 713/2009.

53      Ως εκ τούτου, ο σκοπός του άρθρου 6 του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρου 8 του κανονισμού 713/2009, και του άρθρου 9 του κανονισμού 2015/1222, καθώς και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται οι εν λόγω διατάξεις, επιβεβαιώνουν ότι, εάν οι αρμόδιες ΕΡΑ δεν καταλήξουν σε συμφωνία για όλες τις πτυχές του ρυθμιστικού προβλήματος που τους έχει υποβληθεί εντός της προθεσμίας που τους έχει ταχθεί προς τούτο, ο ACER έχει την εξουσία να αποφασίσει ο ίδιος επί του προβλήματος, με την επιφύλαξη της διατήρησης του κεντρικού ρόλου των ΕΡΑ μέσω της σύμφωνης γνώμης του ρυθμιστικού συμβουλίου, χωρίς η αρμοδιότητά του αυτή να περιορίζεται στις συγκεκριμένες πτυχές επί των οποίων έχει αποκρυσταλλωθεί η διαφωνία μεταξύ των ΕΡΑ.

54      Τρίτον, η εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 6 του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρου 8 του κανονισμού 713/2009, και του άρθρου 9 του κανονισμού 2015/1222 δεν μπορεί να αμφισβητηθεί υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης.

55      Πρώτον, από το άρθρο 9, παράγραφος 1, και παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1222 προκύπτει ότι καθεμία από τις περιφερειακές CCM νοείται ως αδιαίρετο ρυθμιστικό σύνολο, το οποίο υπόκειται σε ενιαία έγκριση από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές. Συνεπώς, το συμβούλιο προσφυγών ορθώς επισήμανε, στο σημείο 156 της απόφασής του, ότι «ενδέχεται να μην είναι δυνατόν να ληφθεί απόφαση σχετικά με μια πτυχή των εν λόγω CCM (η οποία αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας [μεταξύ των ΕΡΑ]) χωρίς να τροποποιηθεί μια άλλη πτυχή [των ίδιων CCM] (επί της οποίας υπάρχει συμφωνία [μεταξύ των εν λόγω ΕΡΑ]), λαμβανομένων υπόψη των πιθανών αλληλεπιδράσεων και διασταυρούμενων επιδράσεων [που υπάρχουν] μεταξύ των διαφόρων [σχετικών] πτυχών». Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, την εν λόγω εκτίμηση του συμβουλίου προσφυγών ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι, εν προκειμένω, τα ρυθμιστικά ζητήματα ή οι πτυχές των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core επί των οποίων οι ΕΡΑ της εν λόγω CCR δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε συμφωνία, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, μπορούσαν να αποσπασθούν από τα άλλα ζητήματα ή τις άλλες πτυχές που καλύπτονται από τις εν λόγω CCM.

56      Δεύτερον, και στο μέτρο που η προσφεύγουσα παραπέμπει, συναφώς, στο περιεχόμενο του εγγράφου της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για έγγραφο το οποίο εκδόθηκε από τις ΕΡΑ και δεν είναι νομικά δεσμευτικό για τον ACER ούτε μπορεί να επηρεάσει τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 του κανονισμού 2019/942, πρώην άρθρου 8 του κανονισμού 713/2009, ή του άρθρου 9 του κανονισμού 2015/1222 ή τις αρμοδιότητες ή τα καθήκοντα του ACER που απορρέουν από τα άρθρα αυτά. Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι το έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2018 διαχωρίζει σαφώς τα ρυθμιστικά ζητήματα ή τις πτυχές των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core επί των οποίων οι ΕΡΑ της εν λόγω CCR κατόρθωσαν να καταλήξουν σε συμφωνία από εκείνα επί των οποίων δεν κατέληξαν σε συμφωνία εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και τα οποία, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ACER δεν επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου.

57      Πράγματι, στο έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, οι ΕΡΑ της CCR Core διαπίστωσαν, εντελώς ανεπίσημα, ότι οι προτάσεις των ΔΣΜ σχετικά με τις CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για την εν λόγω CCR δεν τηρούσαν όλες τις απαιτήσεις του κανονισμού 2015/1222, ότι «απείχαν πολύ από το να είναι εφαρμόσιμες» και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να τις εγκρίνουν ως είχαν. Επιπλέον, σημείωσαν ότι οι εν λόγω προτάσεις δεν βασίζονταν σε σαφείς, διαφανείς και ακριβείς ορισμούς και σε σαφώς καθορισμένα και αιτιολογημένα όρια και τιμές. Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι το γεγονός ότι οι αρμόδιες ΕΡΑ δεν ενέκριναν τις προτάσεις των ΔΣΜ σχετικά με τις CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core οφειλόταν, στην προκειμένη περίπτωση, όχι τόσο στην ύπαρξη διαφωνιών μεταξύ των αρμόδιων ΕΡΑ επί ορισμένων ζητημάτων ή επί ορισμένων ειδικών και συγκεκριμένων πτυχών των εν λόγω CCM όσο στον εντοπισμό ενός σοβαρού γενικού προβλήματος συμβατότητας των προτάσεων που τους υπέβαλαν οι ΔΣΜ με τον κανονισμό 2015/1222.

58      Επιπλέον και σε κάθε περίπτωση, από το έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2018 προκύπτει ότι με το έγγραφο αυτό οι ΕΡΑ της CCR Core διαπίστωσαν όχι τόσο την ύπαρξη διαφωνιών μεταξύ τους για ορισμένα ρυθμιστικά ζητήματα ή για ορισμένες ειδικές και συγκεκριμένες πτυχές των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core όσο την αδυναμία επίτευξης ολοκληρωμένης συμφωνίας επί των εν λόγω ζητημάτων ή πτυχών. Πράγματι, στο εν λόγω έγγραφο ορισμένα ζητήματα μνημονεύονται τόσο ως σημεία συμφωνίας όσο και ως σημεία διαφωνίας. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, με τη μεθοδολογία για την επιλογή των κρίσιμων στοιχείων του δικτύου και των απρόβλεπτων συμβάντων που χρησιμοποιούνται για υπολογισμό της δυναμικότητας, την ενσωμάτωση των μακροπρόθεσμα κατανεμομένων δυναμικοτήτων ή τη μεθοδολογία για την έγκριση της δυναμικότητας. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορισμένα ρυθμιστικά ζητήματα ή ορισμένες ειδικές και συγκεκριμένες πτυχές των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση που αφορούσαν την εν λόγω CCR θα μπορούσαν να αποσπαστούν από τα υπόλοιπα, γεγονός παραμένει ότι τα σημεία συμφωνίας ή διαφωνίας μεταξύ των ΕΡΑ της περιφέρειας Core σχετικά με τις CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση που αφορούσαν την εν λόγω CCR δεν συνέπιπταν, στην προκειμένη περίπτωση, με σαφώς οριοθετημένα ρυθμιστικά ζητήματα ή πτυχές των εν λόγω CCM.

59      Τέλος, από το περιεχόμενο του εγγράφου της 18ης Σεπτεμβρίου 2018 προκύπτει σαφώς ότι οι ΕΡΑ της CCR Core ανέμεναν από τον ACER να ελέγχει και να διασφαλίζει, στο πλαίσιο της άσκησης της αρμοδιότητάς του, ότι οι CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core περιέχουν τους αναγκαίους κανόνες για την αποφυγή αθέμιτης διάκρισης μεταξύ των εσωτερικών ανταλλαγών και των ανταλλαγών μεταξύ ζωνών προσφοράς, όπως απαιτείται από το άρθρο 21, παράγραφος, 1 στοιχείο, β), σημείο ii, του κανονισμού 2015/1222, ρυθμιστικό ζήτημα επί του οποίου δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε ολοκληρωμένη συμφωνία. Ωστόσο, η επιδίωξη ενός τέτοιου σκοπού θα μπορούσε να συνεπάγεται την επανεξέταση και ενδεχομένως την τροποποίηση των κανόνων για τον υπολογισμό της δυναμικότητας, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή τους με τους κανόνες που αποσκοπούν ειδικά στην αποτροπή των διακρίσεων μεταξύ των εσωτερικών ανταλλαγών και των ανταλλαγών μεταξύ ζωνών προσφοράς. Εν πάση περιπτώσει, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι τούτο συνέβη εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι διατάξεις των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της αρχικής αποφάσεως κατά των οποίων βάλλει η προσφεύγουσα θεσπίστηκαν προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων στις εσωτερικές ανταλλαγές και στις ανταλλαγές μεταξύ των ζωνών προσφοράς. Αυτό καταδεικνύει, για άλλη μια φορά, ότι τα σημεία συμφωνίας ή διαφωνίας μεταξύ των ΕΡΑ της περιφέρειας Core σχετικά με τις CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση που αφορούσαν την εν λόγω CCR δεν συνέπιπταν κατ’ ανάγκη με σαφώς οριοθετημένα ρυθμιστικά ζητήματα ή πτυχές των εν λόγω CCM.

60      Τρίτον, τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας περί παραβιάσεως της αρχής της επικουρικότητας, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει προς στήριξή του κανένα εμπεριστατωμένο επιχείρημα το οποίο να καταδεικνύει την παραβίαση της εν λόγω αρχής. Στην προκειμένη περίπτωση, η αρχική απόφαση και η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών ελήφθησαν σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό 713/2009 και στον κανονισμό 2015/1222, οι οποίες προβλέπουν, σύμφωνα με τις αρχές της δοτής αρμοδιότητας, της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 5 ΣΕΕ και όπως υπενθυμίζεται, πλέον, στην αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 2019/942, ότι ο ACER δεν καθίσταται αρμόδιος να εκδίδει ατομικές αποφάσεις για ρυθμιστικά ζητήματα ή προβλήματα που αρχικά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ΕΡΑ παρά μόνο σε σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις και για ζητήματα που συνδέονται αυστηρά με τους σκοπούς για τους οποίους έχει ιδρυθεί ο ACER (βλ. σκέψεις 37 και 48 ανωτέρω). Πράγματι, οι διαδικασίες αυτές διασφαλίζουν ότι ο ACER παρεμβαίνει μόνον επικουρικώς προς τις ΕΡΑ, όταν οι ΕΡΑ δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία για ρυθμιστικά ζητήματα ή για προβλήματα σημαντικά για την αποτελεσματική λειτουργία των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως διευκρινίζεται στις παραγράφους 52 και 53 ανωτέρω, στον κανονισμό 2019/942, πρώην κανονισμό 713/2009, οι παρασχεθείσες στον ACER ίδιες εξουσίες λήψης αποφάσεων έχουν συμβιβασθεί με τη διατήρηση του κεντρικού ρόλου που αναγνωρίζεται στις ΕΡΑ μέσω της σύμφωνης γνώμης του ρυθμιστικού συμβουλίου. Επομένως, η αιτίαση της προσφεύγουσας που αφορά παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας πρέπει να απορριφθεί.

61      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το συμβούλιο προσφυγών δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη παραλείποντας να διαπιστώσει με την απόφασή του ότι ο ACER, εκδίδοντας τη αρχική απόφαση, υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του καθόσον αποφάνθηκε επί σημείων των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core επί των οποίων, σύμφωνα με το έγγραφο της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, υπήρξε συμφωνία μεταξύ των ΕΡΑ της εν λόγω CCR.

62      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δίκαιου, καθόσον έπρεπε να δεχθεί να εξετάσει τη νομιμότητα της αρχικής αποφάσεως υπό το πρίσμα των άρθρων 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943.

63      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε, με την απόφασή του, σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον, κατ’ ουσίαν, δεν έλεγξε τη νομιμότητα της αρχικής αποφάσεως υπό το πρίσμα των άρθρων 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943, τα οποία ο ACER θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη του στην αρχική απόφαση.

64      Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο συμβούλιο προσφυγών ότι δεν εφάρμοσε τα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943, μολονότι τα άρθρα αυτά ήταν ήδη σε ισχύ κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως από το συμβούλιο. Υπενθυμίζει ότι ο έλεγχος της νομιμότητας μιας πράξης της Ένωσης διενεργείται με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που επικρατεί κατά τον χρόνο έκδοσής της. Υποστηρίζει όμως, αφενός, ότι ο κανονισμός 2019/943 άρχισε να ισχύει στις 4 Ιουλίου 2019, δηλαδή μετά την έκδοση της αρχικής αποφάσεως, αλλά πριν από την έκδοση της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών. Αφετέρου, η υπό κρίση προσφυγή βάλλει κατά της αρχικής αποφάσεως, όπως αυτή επικυρώθηκε με την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, δηλαδή, κατ’ ουσίαν, κατά δύο αποφάσεων που αποτελούν μία και την αυτή νομική πράξη. Ως εκ τούτου, το συμβούλιο προσφυγών ήταν υποχρεωμένο να εφαρμόσει τον κανονισμό 2019/943, κατά μείζονα λόγο διότι με την απόφασή του προέβη σε νέα, αυτοτελή και πλήρη εξέταση της υπόθεσης, η οποία του παρείχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη τις νέες νομικές εξελίξεις που είχαν εν τω μεταξύ επέλθει, όπως η έναρξη ισχύος των άρθρων 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943.

65      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στον ACER, κατά πρώτον, ότι με την αρχική του απόφαση παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Εν προκειμένω, υποστηρίζει ότι, κατά την έκδοση της αρχικής αποφάσεως, ο ACER είχε ήδη ακριβή γνώση των ουσιωδών απαιτήσεων που θα περιέχονταν στα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943. Πράγματι, κατ’ αρχάς, η εν λόγω απόφαση ελήφθη σε προχωρημένο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας, όταν τα προαναφερθέντα άρθρα του εν λόγω κανονισμού είχαν διαμορφωθεί και εγκριθεί από όλες τις αρμόδιες επιτροπές του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Περαιτέρω, ο Τύπος είχε ήδη δημοσιεύσει λεπτομερή άρθρα σχετικά με τον νέο κανονισμό 2019/943. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Φεβρουαρίου 2019, επέστησε την προσοχή του ACER στις απαιτήσεις των άρθρων 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943 καθώς και στις αμφιβολίες της περί του αν συμβιβάζονταν με τις εν λόγω απαιτήσεις οι CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core τις οποίες σκόπευε να υιοθετήσει ο ACER. Τέλος, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, μολονότι στην αρχική απόφαση υπήρχαν αρκετές αναφορές στις διατάξεις του νέου κανονισμού 2019/943, οι αναφορές αυτές αφορούσαν πτυχές που υποστήριζαν τη θέση του ACER, γεγονός που συνιστούσε αυθαίρετη και επιλεκτική συνεκτίμηση του μελλοντικού δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας.

66      Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στον ACER ότι με την αρχική του απόφαση παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1997, Opel Austria κατά Συμβουλίου, T‑115/94, EU:T:1997:3), η αρχή της ασφάλειας δικαίου μπορεί να απαιτεί, εντός ορισμένων ορίων, να λαμβάνονται υπόψη και μελλοντικές νομικές πράξεις, ιδίως όταν μια τέτοια πράξη είναι προβλέψιμη, επαρκώς προσδιορισμένη και ασυμβίβαστη με τους κανόνες που πρόκειται να θεσπιστούν.

67      Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα απορρίπτει ως αλυσιτελές το επιχείρημα του ACER που βασίζεται σε ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας. Κατά την προσφεύγουσα πρέπει, αφενός, να γίνεται διάκριση μεταξύ της εφαρμογής του μελλοντικού δικαίου της Ένωσης και της υποχρέωσης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να ενσωματώνουν στις αποφάσεις τους τη μελλοντική εξέλιξη του δικαίου που μπορεί ήδη να προβλεφθεί και, αφετέρου, να αποφεύγεται η λήψη μέτρων που έρχονται σε σύγκρουση με μελλοντικές νομικές πράξεις ανώτερης τάξης.

68      Ο ACER αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητεί την απόρριψη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Πρώτον, ισχυρίζεται ότι, κατά την εξέταση της αρχικής αποφάσεως, το συμβούλιο προσφυγών όφειλε να ελέγξει αν με την εν λόγω απόφαση έσφαλε κατά τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Εν προκειμένω, υποστηρίζει ότι έπρεπε να εκδώσει τις αποφάσεις του με βάση την πραγματική κατάσταση και τις νομικές διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσής τους. Πλην όμως, κατά την ημερομηνία έκδοσης της αρχικής αποφάσεως, ο κανονισμός 2019/943 και ιδίως τα άρθρα 14 έως 16 δεν είχαν ακόμη αρχίσει να ισχύουν και δεν είχαν ακόμη καν εγκριθεί οριστικά από τον νομοθέτη της Ένωσης. Ως εκ τούτου, ορθώς ο ACER δεν στήριξε την αρχική απόφαση στον κανονισμό 2019/943 και ιδίως στα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού αυτού και, κατά συνέπεια, ορθώς το συμβούλιο προσφυγών δεν εξέτασε την εν λόγω απόφαση υπό το πρίσμα των άρθρων αυτών, τα οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών. Ο ACER αμφισβητεί επίσης τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά τον αυτοτελή χαρακτήρα της επανεξέτασης της αρχικής αποφάσεως από το συμβούλιο προσφυγών. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/942, το συμβούλιο προσφυγών δεν έχει την αρμοδιότητα να αντικαταστήσει την αρχική απόφαση με δική του απόφαση ούτε να αποφανθεί το ίδιο για την υπόθεση. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το συμβούλιο προσφυγών έλαβε υπόψη στην απόφασή του τις νέες νομικές εξελίξεις, που επήλθαν μετά την έκδοση της αρχικής αποφάσεως, αυτό δεν σημαίνει ότι το συμβούλιο προσφυγών όφειλε να ελέγξει τη συμβατότητα της αρχικής αποφάσεως με συγκεκριμένες διατάξεις του κανονισμού 2019/943 που άρχισαν να ισχύουν μετά την έκδοσή της.

69      Δεύτερον, ο ACER υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της αρχικής αποφάσεως, η νομοθετική διαδικασία σχετικά με τον κανονισμό 2019/943 βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη και ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν αποτελούσε μέρος της ισχύουσας έννομης τάξης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γνωρίζει αν ο κανονισμός αυτός θα θεσπιζόταν πράγματι και, κατά μείζονα λόγο, ποιο θα ήταν το περιεχόμενό του και η ακριβής ημερομηνία έκδοσής του. Σύμφωνα με τον ACER, δεν ήταν ούτε προφανές ούτε προβλέψιμο ότι η αρχική απόφαση θα μπορούσε να είναι ασυμβίβαστη με ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 2019/943 που θεσπίστηκαν αργότερα. Κατά συνέπεια, ο ACER δεν μπορούσε να βασίσει την αρχική απόφαση στις εν λόγω διατάξεις. Επιπλέον, ο ACER θεωρεί ως άνευ σημασίας, αφενός, το ζήτημα κατά πόσον οι νομοθετικές προτάσεις ήταν γνωστές ή όχι σε αυτόν κατά τον χρόνο έκδοσης της αρχικής αποφάσεως και, αφετέρου, το γεγονός ότι στην εν λόγω απόφαση είχε αναφερθεί στον προτεινόμενο νέο κανονισμό.

70      Κατά δεύτερον, ο ACER υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με την υπόθεση στην οποία εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1997, Opel Austria κατά Συμβουλίου (T‑115/94, EU:T:1997:3), στην υπό κρίση υπόθεση, ο κανονισμός 2019/943 δεν είχε θεσπισθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως, με αποτέλεσμα ο ACER να μην έχει καμία βεβαιότητα ούτε ως προς το ακριβές περιεχόμενό του ούτε ως προς την ημερομηνία κατά την οποία θα άρχιζε να ισχύει. Επομένως, ορθώς το συμβούλιο προσφυγών έκρινε με την απόφασή του ότι η λύση που εφαρμόστηκε στην απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1997 στην υπόθεση Opel Austria κατά Συμβουλίου (T‑115/94, EU:T:1997:3) δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

71      Κατά τρίτον, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν παραβιάστηκαν στην προκειμένη περίπτωση, διότι η αρχική απόφαση περιείχε, κατά τον χρόνο έκδοσής της, σαφείς διατάξεις την εφαρμογή των οποίων μπορούσαν να προβλέψουν οι ενδιαφερόμενοι.

72      Κατά τέταρτον, ο ACER υπογραμμίζει ότι οι αρχές της καλόπιστης συνεργασίας, της θεσμικής ισορροπίας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου δεν του επιτρέπουν να αγνοεί την ισχύουσα νομοθεσία και να εκδίδει απόφαση βάσει απλών νομοθετικών προτάσεων.

73      Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της εσωτερικής προσφυγής της ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, επικαλέστηκε την ύπαρξη αποκλίσεων ή ασυνεπειών μεταξύ των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core οι οποίες είχαν εγκριθεί από τον ACER με την αρχική απόφαση και των απαιτήσεων που διέπουν, σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943, την έγκριση τέτοιων CCM.

74      Με την απόφασή του, το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε τις αιτιάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα ενώπιόν του, με την αιτιολογία ότι τα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943 δεν ασκούσαν επιρροή στον έλεγχο της νομιμότητας της αρχικής αποφάσεως την οποία εξέδωσε ο ACER, δεδομένου ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν είχε ακόμη εφαρμογή κατά τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω αποφάσεως.

75      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, επικαλέστηκε ειδικά παράβαση των σχετικών διατάξεων του κανονισμού 2019/943, πρέπει να εξακριβωθεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου αυτού, αν το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να ελέγξει, με την απόφασή του, τη νομιμότητα των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core οι οποίες είχαν εγκριθεί από τον ACER με την αρχική απόφαση, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που διέπουν την έγκριση των εν λόγω CCM, σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943.

76      Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 2019/943, ο κανονισμός αυτός προβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 70 αυτού, στην αναδιατύπωση του κανονισμού (ΕΚ) 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1228/2003 (ΕΕ 2009, L 211, σ. 15). Αφετέρου, ο κανονισμός 2019/943 έχει ως σκοπό, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 4 αυτού, τη θέσπιση κανόνων για τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

77      Συγκεκριμένα, τα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943 εμπίπτουν στο τιτλοφορούμενο «Κατανομή δυναμικότητας» τμήμα 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ, με τίτλο «Πρόσβαση στο δίκτυο και διαχείριση της συμφόρησης», του εν λόγω κανονισμού. Αφορούν αντίστοιχα την «[ε]πανεξέταση των ζωνών προσφοράς» (άρθρο 14), τα «[σ]χέδια δράσης» (άρθρο 15) και τις «[γ]ενικές αρχές κατανομής δυναμικότητας και διαχείρισης της συμφόρησης» (άρθρο 16). Τα εν λόγω άρθρα παρέχουν, επομένως, ένα πλαίσιο για την κατανομή της δυναμικότητας στις αγορές διασυνοριακών ανταλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση και, ως εκ τούτου, καθορίζουν τις απαιτήσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εγκριθούν οι CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω άρθρα περιέχουν, κατ’ αρχήν, κανόνες ουσιαστικού δικαίου που διέπουν την έκδοση των εν λόγω CCM.

78      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι ένας νέος κανόνας δικαίου έχει εφαρμογή από της ενάρξεως ισχύος της πράξεως με την οποία θεσπίζεται και, μολονότι δεν εφαρμόζεται επί των εννόμων καταστάσεων οι οποίες γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν οριστικώς υπό το κράτος του προγενέστερου νόμου, εφαρμόζεται εντούτοις στα μελλοντικά τους αποτελέσματα, καθώς και στις νέες έννομες καταστάσεις. Το αντίθετο ισχύει, υπό την επιφύλαξη της αρχής της μη αναδρομικότητας των νομικών πράξεων, μόνο σε περίπτωση που ο νέος αυτός κανόνας συνοδεύεται από ειδικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής του (βλ. αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, Azienda Municipale Ambiente, C‑15/19, EU:C:2020:371, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 15ης Ιουνίου 2021, Facebook Ireland κ.λπ. C‑645/19, EU:C:2021:483, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, A2A, C‑89/14, EU:C:2015:537, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Ωστόσο, ο κανονισμός 2019/943 εκδόθηκε στις 5 Ιουνίου 2019 και, δεδομένου ότι δημοσιεύθηκε στις 14 Ιουνίου 2019, άρχισε να ισχύει στις 4 Ιουλίου 2019, σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 1, αυτού, δηλαδή μετά την έκδοση της αρχικής αποφάσεως στις 21 Φεβρουαρίου 2019 και πριν από την έκδοση της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών στις 11 Ιουλίου 2019. Θα πρέπει να προστεθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2019/943, κατ’ εξαίρεση από τη γενική αρχή της εφαρμογής του από την 1η Ιανουαρίου 2020, η οποία απορρέει από το άρθρο 71, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, τα άρθρα 14 και 15 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού, δηλαδή από τις 4 Ιουλίου 2019. Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 16 του κανονισμού 2019/943, ειδικώς για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 7, και του άρθρου 15, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της αρχικής αποφάσεως, τα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943 δεν είχαν ακόμη τεθεί σε ισχύ ούτε είχαν εφαρμογή, ενώ ήταν εφαρμοστέα, αν και με ορισμένους περιορισμούς στην περίπτωση του άρθρου 16, κατά τον χρόνο έκδοσης της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών.

80      Στην προκειμένη περίπτωση, η επίμαχη νομική κατάσταση ανάγεται στην τελική έγκριση από τον ACER των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση, η νομιμότητα των οποίων αμφισβητείται στην υπό κρίση διαφορά.

81      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι οι διαδικαστικές διατάξεις του άρθρου 28, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/942, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 21 ανωτέρω, αναθέτουν στο συμβούλιο προσφυγών την εξουσία να επικυρώνει την αρχική απόφαση ή να παραπέμπει την υπόθεση στον ACER σε περίπτωση διαφωνίας. Οι εν λόγω διατάξεις επέφεραν τροποποίηση σε σχέση με τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 5, του κανονισμού 713/2009, οι οποίες εξουσιοδοτούσαν το συμβούλιο προσφυγών να ασκεί κάθε εξουσία που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ACER ή να παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο του ACER. Σύμφωνα με το διαδικαστικό σύστημα του κανονισμού 2019/942, το συμβούλιο προσφυγών δεν μπορεί πλέον, όπως πριν, να τροποποιεί την αρχική απόφαση που υποβλήθηκε στην κρίση του. Ωστόσο, αυτό δεν μεταβάλλει το περιεχόμενο και την έκταση του ελέγχου της εν λόγω απόφασης.

82      Πράγματι, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό 2019/942 πρέπει να θεωρούνται ότι αντικαθιστούν τις αποφάσεις που έλαβε αρχικά ο ACER, όπως ακριβώς και στο πλαίσιο του προηγουμένως ισχύοντος διαδικαστικού συστήματος (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Heli-Flight κατά EASA, C‑61/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:59, σκέψη 84). Όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ασκείται προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών κατά απόφασης του ACER σχετικά με CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση, η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών που επικυρώνει την εν λόγω απόφαση είναι αυτή που καθορίζει οριστικά τη θέση του ACER σχετικά με την υπό κρίση μεθοδολογία, μετά από πλήρη εξέταση της επίμαχης κατάστασης εκ μέρους του συμβουλίου προσφυγών, τόσο από την άποψη των πραγματικών περιστατικών όσο και από νομική άποψη, υπό το πρίσμα του δικαίου το οποίο έχει εφαρμογή κατά τον χρόνο που αποφαίνεται το συμβούλιο προσφυγών.

83      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι οι CCM των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται στην υπό κρίση διαφορά εγκρίθηκαν οριστικά από τον ACER, κατά την ημερομηνία κατά την οποία το συμβούλιο προσφυγών εξέδωσε την απόφασή του περί επικύρωσης της νομιμότητας των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core οι οποίες είχαν εγκριθεί από τον ACER με την αρχική απόφαση, ήτοι στις 11 Ιουλίου 2019.

84      Κατά συνέπεια, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος και εφαρμογής των άρθρων 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943, δηλαδή στις 4 Ιουλίου 2019, οι CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core δεν είχαν ακόμη εγκριθεί οριστικά από τον ACER. Επομένως, κατά την ημερομηνία εκείνη, η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση κατάσταση, όπως προσδιορίζεται στη σκέψη 80 ανωτέρω, έπρεπε να εξετασθεί ως μελλοντική και, επομένως, νέα έννομη κατάσταση ή, τουλάχιστον, ως κατάσταση που δημιουργήθηκε, αλλά δεν διαμορφώθηκε οριστικά, υπό το καθεστώς των προηγούμενων κανόνων, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 78 ανωτέρω, και οι νέοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου που θεσπίστηκαν με τα εν λόγω άρθρα και ίσχυαν κατά τον χρόνο διαμόρφωσης της κατάστασης έπρεπε να εφαρμοστούν αμέσως επ’ αυτής.

85      Ως εκ τούτου, το συμβούλιο προσφυγών όφειλε, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εξέδωσε την απόφασή του, να εξακριβώσει κατά πόσον οι CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core οι οποίες είχαν εγκριθεί από τον ACER με την αρχική απόφαση μπορούσαν να επικυρωθούν νομικά υπό το πρίσμα των νέων κανόνων για την έγκριση των εν λόγω CCM, οι οποίοι απορρέουν από τα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943, στον βαθμό που οι κανόνες αυτοί είχαν ήδη εφαρμογή (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω).

86      Οποιαδήποτε άλλη λύση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια παράδοξη κατάσταση στην οποία ο ACER, ενδεχομένως μέσω του συμβουλίου προσφυγών, θα μπορούσε να εισαγάγει στην έννομη τάξη μεθοδολογίες οι οποίες, κατά τη στιγμή της τελικής τους έγκρισης, αφενός θα βασίζονταν σε κανονισμό που δεν θα είχε πλέον εφαρμογή και, αφετέρου, δεν θα ήταν σύμφωνες με τον νέο κανονισμό που θα είχε εν τω μεταξύ καταστεί εφαρμοστέος.

87      Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε με την απόφασή του σε νομική πλάνη, καθόσον δεν εξακρίβωσε αν οι CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core οι οποίες εγκρίθηκαν από τον ACER με την αρχική του απόφαση πληρούσαν τις απαιτήσεις των άρθρων 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943, τις οποίες επικαλέστηκε ρητά η προσφεύγουσα με την εσωτερική προσφυγή της ενώπιον του συμβουλίου, στον βαθμό που αυτές ήταν εφαρμοστέες. Μόνον η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα θα μπορούσε να παράσχει στο συμβούλιο προσφυγών τη δυνατότητα να αποφασίσει, υπό το πρίσμα των νέων ισχυόντων κανόνων ουσιαστικού δικαίου οι οποίοι απορρέουν από τα άρθρα 14 έως 16 του κανονισμού 2019/943, να παραπέμψει στον ACER την έγκριση των CCM σε βάση επόμενης ημέρας και σε ενδοημερήσια βάση για τη CCR Core, προκειμένου αυτός να τις προσαρμόσει στους εν λόγω κανόνες ή να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα, σε σχέση με τους κανόνες αυτούς, των CCM που είχαν εγκριθεί από τον ACER, με απόφαση που θα αντικαθιστούσε την αρχική απόφαση.

88      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το συμβούλιο προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την έκδοση της αποφάσεώς του, όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στην υπό κρίση κατάσταση, πλάνη η οποία μπορεί να επηρέασε την ορθότητα της αποφάσεως αυτής.

89      Κατά συνέπεια και χωρίς καν να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως και οι λοιπές αιτιάσεις της προσφεύγουσας, η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

91      Δεδομένου ότι ο ACER ηττήθηκε ως προς το κύριο μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση A-003-2019 του συμβουλίου προσφυγών του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) της 11ης Ιουλίου 2019.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή ως απαράδεκτη.

3)      Καταδικάζει τον ACER στα δικαστικά έξοδα.

Tomljenović

Kreuschitz

Schalin

Škvařilová-Pelzl

 

      Nõmm

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Σεπτεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.