Language of document : ECLI:EU:T:2019:766

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 24ης Οκτωβρίου 2019 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως– Θεσμικό δίκαιο – Υποχρέωση ανάθεσης στο CdT των αναγκαίων για τη λειτουργία του EUIPO μεταφραστικών εργασιών – Καταγγελία του διακανονισμού μεταξύ του CdT και του EUIPO – Δημοσίευση πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών – Ένσταση απαραδέκτου – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Μερική κατάργηση της δίκης – Εν μέρει απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑417/18,

Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CdT), εκπροσωπούμενο από τη J. Rikkert και τον M. Garnier,

προσφεύγον,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τους N. Bambara και D. Hanf,

καθού,

με αντικείμενο, κατά πρώτον, προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με την οποία ζητείται η ακύρωση, πρώτον, του εγγράφου του EUIPO της 26ης Απριλίου 2018 καθόσον γνωστοποιεί την πρόθεσή του να μην παρατείνει μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2018 τη διάρκεια του διακανονισμού που είχε συναφθεί το 2016 με το CdT, σχετικά με τις αναγκαίες για τη λειτουργία του EUIPO μεταφραστικές εργασίες, δεύτερον, του εγγράφου του EUIPO της 26ης Απριλίου 2018 καθόσον ενημερώνει το CdT σχετικά με την πρόθεσή του να λάβει, προληπτικά, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η αδιάλειπτη παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2018, ιδίως με τη δημοσίευση προκηρύξεων διαγωνισμών και, τρίτον, της απόφασης του EUIPO να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρόσκληση υποβολής προσφορών για την παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών με αριθμό αναφοράς 2018/S 114-258472, κατά δεύτερον, αίτημα να απαγορευθεί στο EUIPO να υπογράφει συμβάσεις στο πλαίσιο της εν λόγω πρόσκλησης και, κατά τρίτον, αίτημα να κριθεί παράνομη η δημοσίευση πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών από οργανισμό ή άλλο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του κανονισμό, μεταφραστικές υπηρεσίες παρέχει το CdT,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, J. Schwarcz (εισηγητή) και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Μαΐου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CdT) συνιστά οργανισμό που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2965/94 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1994 (ΕΕ 1994, L 314, σ. 1). Αποστολή του είναι να παρέχει μεταφραστικές υπηρεσίες στους αναφερόμενους στο άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού οργανισμούς, καθώς και στα όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου.

2        Όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2965/94, η δημιουργία ενός ειδικευμένου κέντρου αποτελεί πρακτική λύση στο πρόβλημα της κάλυψης των μεταφραστικών αναγκών σημαντικού αριθμού οργανισμών διασκορπισμένων στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2965/94, το CdT «παρέχει τις αναγκαίες μεταφραστικές υπηρεσίες για τη λειτουργία» του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ), νυν Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1).

4        Περαιτέρω, το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2965/94 προβλέπει ότι το CdT και οι μνημονευόμενοι στο πρώτο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου οργανισμοί, και συνεπώς το EUIPO, «θα ρυθμίσουν τις συγκεκριμένες μορφές της συνεργασίας τους».

5        Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη δήλωση 1 του κανονισμού 2965/94, επισημαίνει ότι «αποδίδει ύψιστη σπουδαιότητα στην εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής των αρχών της αποτελεσματικότητας και της οικονομίας».

6        Το άρθρο 148 του κανονισμού 2017/1001 ορίζει ότι «[τ]ις μεταφραστικές υπηρεσίες που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του [EUIPO] εξασφαλίζει το [CdT]». Το άρθρο αυτό αντιστοιχεί στο πρώην άρθρο 121 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

7        Στις 13 Δεκεμβρίου 2016 το CdT και το EUIPO συνήψαν διακανονισμό κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2965/94 (στο εξής: διακανονισμός του 2016).

8        Ο διακανονισμός του 2016 αντικατέστησε προγενέστερο διακανονισμό που συνάφθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2015.

9        Το άρθρο 11 του διακανονισμού του 2016 προέβλεπε τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του CdT και του EUIPO.

10      Το άρθρο 15 του διακανονισμού του 2016 όριζε την έναρξη ισχύος την 1η Ιανουαρίου 2017, καθώς και τη λήξη του στις 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, και προέβλεπε ότι ο εν λόγω διακανονισμός θα ανανεωνόταν σιωπηρά για διάστημα δώδεκα μηνών υπό τον όρο ότι δεν θα καταγγελλόταν με συστημένη επιστολή ενός εκ των συμβαλλομένων μερών δύο μήνες πριν από τη λήξη της ισχύος του.

11      Στις 26 Απριλίου 2018 το EUIPO απηύθυνε έγγραφο στο CdT (στο εξής: έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018), επισημαίνοντας τη δυσαρέσκειά του για τις παρασχεθείσες από το CdT υπηρεσίες και τους όρους κατά τους οποίους αυτές τιμολογούνταν. Περαιτέρω, το EUIPO ανέφερε την πρόθεσή του να καταγγείλει τον διακανονισμό του 2016 και, σε περίπτωση που δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί νέος διακανονισμός, να θέσει σε εφαρμογή σύστημα διασφάλισης των μεταφραστικών υπηρεσιών. Με το ίδιο έγγραφο, το EUIPO πρότεινε στο CdT να οργανώσει, το συντομότερο δυνατό, συνάντηση για τη σύναψη νέου διακανονισμού πριν τη λήξη του 2018. Διάφορες επιπλέον επιστολές ανταλλάχθηκαν προκειμένου να οριστεί η ημερομηνία της συνάντησης αυτής.

12      Στις 16 Ιουνίου 2018 το EUIPO δημοσίευσε, στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας, προκήρυξη διαγωνισμού για την παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών (2018/S 114-258472) (στο εξής: προκήρυξη διαγωνισμού), η οποία περιλάμβανε πρόσκληση υποβολής προσφορών (στο εξής: πρόσκληση υποβολής προσφορών).

13      Το σημείο I.3 της προκήρυξης διαγωνισμού παρέπεμπε στην ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία ήταν διαθέσιμα τα έγγραφα της σύμβασης και το σημείο II.1.1 αυτής περιείχε τον αριθμό αναφοράς AO/010/18.

14      Κατά το σημείο II.1.4 της προκήρυξης διαγωνισμού, «το πεδίο εφαρμογής της […] παρούσας πρόσκλησης υποβολής προσφορών είναι η εξασφάλιση μεταφραστικών υπηρεσιών σχετικά με τα εμπορικά σήματα, τα καταχωρημένα κοινοτικά σχέδια και τα γενικά διοικητικά έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

15      Κατά τα σημεία II.2.6 και II.2.7 της προκήρυξης διαγωνισμού, η σύμβαση είχε εκτιμώμενη αξία χωρίς φόρο προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) 40,8 εκατομμύρια ευρώ και αρχική διάρκεια 48 μηνών.

16      Όπως προκύπτει από το σημείο IV.2.2 της προκήρυξης διαγωνισμού, ως προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών ορίστηκε η 23η Ιουλίου 2018.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2018, το CdT άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18      Με το δικόγραφο της προσφυγής, το CdT ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση του EUIPO της 26ης Απριλίου 2018 περί καταγγελίας του διακανονισμού του 2016·

–        να ακυρώσει την απόφαση του EUIPO της 26ης Απριλίου 2018 με την οποία «οικειοποιείται το δικαίωμα να εφαρμόσει όλα τα αναγκαία προαπαιτούμενα μέτρα για τη διασφάλιση της συνέχειας των μεταφραστικών του υπηρεσιών, ιδίως με τη δημοσίευση προκηρύξεων διαγωνισμών»·

–        να ακυρώσει την απόφαση του EUIPO περί δημοσίευσης της πρόσκλησης υποβολής προσφορών·

–        να υποχρεώσει το EUIPO να μη συνάπτει συμβάσεις βάσει της πρόσκλησης υποβολής προσφορών·

–        να κρίνει παράνομη τη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού για μεταφραστικές υπηρεσίες από οργανισμό ή από οποιοδήποτε άλλο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του κανονισμό, μεταφραστικές υπηρεσίες παρέχει το CdT·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

19      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Ιουλίου 2018, το CdT άσκησε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Το EUIPO κατέθεσε παρατηρήσεις επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 17 Ιουλίου 2018.

20      Με διάταξη της 20ής Ιουλίου 2018, CdT κατά EUIPO (T‑417/18 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:502), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Σεπτεμβρίου 2018, το EUIPO προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

22      Με την ένσταση απαραδέκτου, το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει εν όλω την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει το CdT στα δικαστικά έξοδα που αφορούν την παρούσα διαδικασία και τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 5 Νοεμβρίου 2018, το CdT υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

24      Με τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου, το CdT ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να απορρίψει το σύνολο των αιτημάτων του EUIPO·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα·

–        να διατάξει κάθε νόμιμο μέτρο.

25      Στις 22 Ιανουαρίου 2019, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), στο πλαίσιο προβλεπόμενου στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, απηύθυνε γραπτή ερώτηση στους διαδίκους, στην οποία αυτοί απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

26      Το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε, κατά το άρθρο 130, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία, η οποία περιορίστηκε στο ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Μαΐου 2019. Κατόπιν σχετικού αιτήματος που υποβλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το EUIPO κοινοποίησε, στις 23 Μαΐου 2019, τον νέο διακανονισμό με το CdT, ο οποίος υπογράφηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2018 και θα ισχύει για τα έτη 2019 και 2020 (στο εξής: διακανονισμός του 2018). Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 3 Ιουνίου 2019.

 Σκεπτικό

28      Με το δικόγραφο της προσφυγής, το CdT υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το EUIPO παρέβη τα άρθρα 2 και 11 του κανονισμού 2965/94, το άρθρο 148 του κανονισμού 2017/1001 καθώς και το άρθρο 11 του διακανονισμού του 2016.

29      Με την ένσταση απαραδέκτου, το EUIPO ζητεί, σύμφωνα με το άρθρο 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Πρώτον, όπως υποστηρίζει το EUIPO, αφενός, οι πράξεις που προσβάλλει το CdT, δηλαδή το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 και η προκήρυξη διαγωνισμού, δεν συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εφόσον πρόκειται για προπαρασκευαστικές πράξεις οι οποίες δεν αποτελούν αποφάσεις και δεν αφορούν άμεσα το CdT. Αφετέρου, το απαράδεκτο της προσφυγής συνάγεται και από την ανεπάρκεια των νομικών επιχειρημάτων που προέβαλε το CdT. Δεύτερον, όσον αφορά την αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, το EUIPO διατείνεται ότι το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018, το οποίο εκδόθηκε βάσει του άρθρου 15 του διακανονισμού του 2016, εντάσσεται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο και δεν περιλαμβάνεται στις κατά το άρθρο 288 ΣΛΕΕ νομικές πράξεις, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

 Επί της παραδεκτής προβολής της ένστασης απαραδέκτου του EUIPO

30      Στο προοίμιο των παρατηρήσεών του επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε το EUIPO, το CdT δήλωσε ότι επαφίεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το παραδεκτό της εν λόγω αμιγώς τυπικού χαρακτήρα ενστάσεως.

31      Συναφώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με τη δήλωση αυτή, το CdT επιδιώκει να αμφισβητήσει το τυπικό στοιχείο της προβολής της ένστασης απαραδέκτου, πρέπει να τονιστεί ότι δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προς στήριξη της παράβασης του τύπου αυτού.

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της υπό κρίση προσφυγής

32      Όπως υποστηρίζει το EUIPO, ο διακανονισμός του 2016 δεν περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας παρέχουσα στον δικαστή της Ένωσης αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί διαφοράς σχετικής με τον εν λόγω διακανονισμό, και τούτο παρά το γεγονός ότι θα ήταν δυνατή η προσθήκη τέτοιας ρήτρας δυνάμει του άρθρου 118, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 145, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψης του διακανονισμού του 2016. Το EUIPO υπογραμμίζει ότι η ρήτρα αυτή θέτει συγκεκριμένα σε εφαρμογή την προβλεπόμενη στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ γενική διάταξη. Κατά το EUIPO, υπό τις συνθήκες αυτές, ο δικαστής της Ένωσης δεν δύναται να κρίνει ότι είναι αρμόδιος να ακυρώσει πράξεις αμιγώς συμβατικής φύσεως. Το EUIPO στηρίζεται συναφώς στην απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Applied Microengineering κατά Επιτροπής (T‑387/09, EU:T:2012:501, σκέψη 37).

33      Το CdT εκτιμά ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή καθόσον αφορά το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018, δεδομένου ότι η σχέση του με το EUIPO δεν εντάσσεται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο, αλλά, αντιθέτως, πρόκειται για διοργανική σχέση διεπόμενη από τους κανονισμούς 2965/94 και 2017/1001. Ο διακανονισμός του 2016 είχε ως αποκλειστικό σκοπό να εφαρμόσει τις προβλεπόμενες από τους κανονισμούς αυτούς αρχές.

34      Συναφώς, πρέπει να διαπιστωθεί αν, όπως υποστηρίζει το EUIPO, η υπό κρίση προσφυγή εμπίπτει σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο για το οποίο το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο.

35      Πράγματι, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ελέγχουν μόνον τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα και παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή τους (απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, CEVA κατά Επιτροπής, T‑428/07 και T‑455/07, EU:T:2010:240, σκέψη 51), εντούτοις η αρμοδιότητα αυτή αφορά μόνον τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ, τις οποίες τα θεσμικά αυτά όργανα καλούνται να θεσπίσουν υπό τους όρους που προβλέπει η Συνθήκη, κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (πρβλ. διατάξεις της 10ης Μαΐου 2004, Mus ée Grévin κατά Επιτροπής, T‑314/03 και T‑378/03, EU:T:2004:139, σκέψεις 62, 63 και 81, και της 26ης Φεβρουαρίου 2007, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑205/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:59, σκέψη 39). Αντιθέτως, οι εκδιδόμενες από τα θεσμικά όργανα πράξεις που εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω ακριβώς της φύσεώς τους, στις κατά το άρθρο 288 ΣΛΕΕ πράξεις, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (διάταξη της 10ης Μαΐου 2004, Mus ée Grévin κατά Επιτροπής, T‑314/03 και T‑378/03, EU:T:2004:139, σκέψη 64, και απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, CEVA κατά Επιτροπής, T‑428/07 και T‑455/07, EU:T:2010:240, σκέψη 52).

36      Εν προκειμένω, ο διακανονισμός του 2016 συνάφθηκε βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2965/94, όπως παραδέχθηκε το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ο διακανονισμός αυτός, ο οποίος παραπέμπει ρητώς στον εν λόγω κανονισμό, εντάσσεται στο πλαίσιο της διάταξης αυτής καθώς και σε εκείνο του άρθρου 148 του κανονισμού 2017/1001.

37      Κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω δύο διατάξεων, το CdT παρέχει τις αναγκαίες για τη λειτουργία του EUIPO μεταφραστικές υπηρεσίες στο πλαίσιο διακανονισμού βάσει του οποίου καθορίζονται οι συγκεκριμένες μορφές της συνεργασίας τους.

38      Επιπροσθέτως επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 2965/94 διακρίνει τους «διακανονισμούς», κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, τους οποίους το CdT συνάπτει με τους οργανισμούς ή τα θεσμικά όργανα που μνημονεύονται στην εν λόγω διάταξη και οι οποίοι ρυθμίζουν τις συγκεκριμένες μορφές της συνεργασίας τους από τις απλές συμβατικές σχέσεις οι οποίες ρυθμίζονται λεπτομερώς από χωριστή διάταξη του κανονισμού 2965/94, δηλαδή το άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει απλώς ότι η συμβατική ευθύνη του CdT διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στην εκάστοτε σύμβαση και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται στις συμβάσεις που συνάπτει το CdT. Επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή μνημονεύει τις συμβάσεις που συνάπτει το CdT, ενώ το άρθρο 2 του κανονισμού 2965/94 αφορά τους διακανονισμούς που συνάπτονται με το CdT.

39      Τέλος, μολονότι, στο έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018, το EUIPO γνωστοποίησε την πρόθεσή του να μην παρατείνει τη διάρκεια του διακανονισμού του 2016 για το επόμενο έτος βάσει του άρθρου 15 του διακανονισμού αυτού (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός αυτό ουδόλως μεταβάλλει την υποχρέωση του EUIPO να συμμορφώνεται με τις διατάξεις των κανονισμών 2965/94 και 2017/1001, με συνέπεια οι περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση να μην μπορούν να θεωρηθούν αμιγώς συμβατικές. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το EUIPO παραδέχθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι από τους κανονισμούς 2965/94 και 2017/1001 απορρέει η υποχρέωση τόσο του EUIPO όσο και του CdT να συνάπτουν διακανονισμό σχετικά με τις συγκεκριμένες μορφές της συνεργασίας τους. Ως εκ τούτου, το EUIPO υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ίδιο μόνο σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης δύναται να εξασφαλίζει, προσωρινά, την παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών, τούτο δε μέχρι να επιλύσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οποιαδήποτε διαφορά έχει το EUIPO με το CdT.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπό κρίση διαφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της παρούσας προσφυγής.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής που βάλλει κατά του εγγράφου της 26ης Απριλίου 2018, καθόσον γνωστοποιεί την πρόθεση του EUIPO να μην παρατείνει τη διάρκεια του διακανονισμού του 2016 μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2018

41      Το EUIPO υποστηρίζει ότι το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 δεν συνιστά πράξη η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ο προβαλλόμενος «παράνομος χαρακτήρας» του εγγράφου αυτού θα είχε ως συνέπεια να καταστεί το άρθρο 15 του διακανονισμού του 2016 κενό περιεχομένου. Το EUIPO υπογραμμίζει ότι το CdT δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του εν λόγω άρθρου σε σχέση με το άρθρο 148 του κανονισμού 2017/1001. Επιπροσθέτως, το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 δεν συνιστά προπαρασκευαστική πράξη. Όπως ισχυρίζεται το EUIPO, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 θεωρείται πράξη η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων και χαρακτηρίζεται ως απόφαση έναντι του CdT, τα αποτελέσματά της είναι μελλοντικά και αβέβαια.

42      Το CdT υποστηρίζει ότι το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018, του οποίου οι όροι είναι σαφείς και δεν επιδέχονται παρερμηνεία, δεν συνιστά απλώς προπαρασκευαστική πράξη αλλά την κοινοποίηση της οριστικής και τελικής απόφασης περί διακοπής της συνεργασίας μεταξύ των δύο συμβαλλομένων. Επομένως, η απόφαση αυτή, η οποία αποτελεί πράξη δεκτική προσβολής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, αφορά άμεσα τους εν λόγω συμβαλλόμενους. Κατά το CdT, τα αποτελέσματα του εγγράφου της 26ης Απριλίου 2018 ουδόλως είναι μελλοντικά και αβέβαια, δεδομένου ότι το EUIPO προσδιόρισε την ημερομηνία καταγγελίας του διακανονισμού του 2016. Εντούτοις, η υπογραφή νέου διακανονισμού είναι υποθετική και αβέβαιη. Συγκεκριμένα, η μη παράταση της διάρκειας του διακανονισμού του 2016 και η δημοσίευση της πρόσκλησης υποβολής προσφορών συνιστούν σύνολο συγκλινουσών ενδείξεων το οποίο αποδεικνύει τη βούληση του EUIPO να καταγγείλει τον εν λόγω διακανονισμό προκειμένου να παύσει τη συνεργασία του με το CdT, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να θέσει σε εφαρμογή τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και μεταφραστικών υπηρεσιών, από την 1η Ιανουαρίου 2019. Περαιτέρω, κατά τη λύση της συνεργασίας του με το CdT, το EUIPO επικαλέστηκε καταχρηστικώς το άρθρο 15 του διακανονισμού του 2016, παραβαίνοντας τις διατάξεις των κανονισμών 2965/94 και 2017/1001.

43      Συναφώς, όπως επισημάνθηκε, συνιστά πράξη ή απόφαση που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κάθε μέτρο του οποίου τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική θέση του (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, και της 16ης Ιουλίου 1998, Regione Toscana κατά Επιτροπής, T‑81/97, EU:T:1998:180, σκέψη 21).

44      Ειδικότερα, όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει περισσότερα στάδια, ιδίως εφόσον αποτελούν κατάληξη μιας εσωτερικής διαδικασίας, συνιστούν πράξη δυνάμενη να προσβληθεί μόνο τα μέτρα που καθορίζουν οριστικώς τη στάση του οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 10, και της 10ης Ιουλίου 1990, Automec κατά Επιτροπής, T‑64/89, EU:T:1990:42, σκέψη 42).

45      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina, C‑519/07 P, EU:C:2009:556, σκέψη 63, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55).

46      Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς. Δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 56).

47      Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, υπό το πρίσμα του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, άλλως η προσφυγή είναι απαράδεκτη, πρέπει δε να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως [απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 57, και διάταξη της 23ης Μαΐου 2019, Fujifilm Recording Media κατά EUIPO – iTernity (d:ternity), T‑609/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:366, σκέψη 25].

48      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν η προσφυγή κατά του εγγράφου της 26ης Απριλίου 2018, καθόσον γνωστοποιεί την πρόθεση του EUIPO να μην παρατείνει τη διάρκεια του διακανονισμού του 2016, πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού.

49      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, προς απάντηση στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στους διαδίκους στις 22 Ιανουαρίου 2019, το CdT και το EUIPO προέβαλαν μεταξύ άλλων το γεγονός ότι, κατόπιν διαπραγματεύσεων, επιτεύχθηκε συμφωνία για τα έτη 2019 και 2020, δηλαδή ο διακανονισμός του 2018.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 περιείχε τελική απόφαση ή αν, όπως υποστηρίζει το EUIPO, πρόκειται απλώς για προπαρασκευαστική πράξη με αβέβαια αποτελέσματα η οποία δεν αφορά άμεσα το CdT, πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος διατηρείται μετά την υπογραφή του νέου διακανονισμού του 2018 (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 57).

51      Διαπιστώνεται, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό έγγραφο του διακανονισμού του 2018, το οποίο απηύθυνε ο εκτελεστικός διευθυντής του EUIPO στις 6 Δεκεμβρίου 2018 στη διευθύντρια του CdT, η υπογραφή του διακανονισμού του 2018 είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών για συνεργασία εκ μέρους των δύο οργανισμών.

52      Στη συνέχεια, από το άρθρο 15 του διακανονισμού του 2018 συνάγεται ότι αυτό αφορά πράγματι, όπως επισήμαναν οι διάδικοι απαντώντας στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020. Κατά το εν λόγω άρθρο, έξι μήνες πριν από την ημερομηνία αυτή, οι συμβαλλόμενοι οφείλουν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις προκειμένου να καταλήξουν σε νέο διακανονισμό.

53      Τέλος, από την ερμηνεία του διακανονισμού του 2018 προκύπτει επίσης ότι προβλέπεται και ρυθμίζεται η συνεργασία μεταξύ του EUIPO και του CdT, σχετικά με τις μεταφραστικές υπηρεσίες που το CdT οφείλει να παράσχει. Ο διακανονισμός του 2018 περιέχει λεπτομερή στοιχεία, τα οποία αφορούν μεταξύ άλλων τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά την πραγματοποίηση των μεταφράσεων, ή επίσης τεχνικά παραρτήματα σχετικά με τις προθεσμίες, τις τιμές, τις λεγόμενες πολυγλωσσικές υπηρεσίες και άλλα ζητήματα.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 συνιστά πράξη δεκτική προσβολής και αν περιέχει τελική απόφαση περί καταγγελίας του διακανονισμού του 2016, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν μεσολάβησε χρονικό διάστημα μετά την αποστολή του εγγράφου της 26ης Απριλίου 2018 κατά το οποίο η σχέση μεταξύ του CdT και του EUIPO να μην ρυθμίστηκε από διακανονισμό που υπογράφηκε από τους δύο οργανισμούς. Συγκεκριμένα, η ισχύς του διακανονισμού του 2016 έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2018 και ο νέος διακανονισμός του 2018 τέθηκε άμεσα σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2019 (βλ. σκέψη 52 ανωτέρω). Επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το CdT είχε, αρχικά, έννομο συμφέρον να προσβάλει απόφαση που φέρεται να περιέχεται στο έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018, διαπιστώνεται ότι έπαυσε να έχει το συμφέρον αυτό λόγω της σύναψης του νέου διακανονισμού του 2018. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί κατά πόσον η ακύρωση της απόφασης που περιλαμβάνεται στο έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 θα βελτίωνε τη θέση του CdT. Ειδικότερα, το CdT δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει έννομο συμφέρον για την έκδοση, από το Γενικό Δικαστήριο, αμιγώς αναγνωριστικής απόφασης η οποία να υπενθυμίζει την υποχρέωση συνεργασίας μεταξύ του EUIPO και αυτού. Ομοίως, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του CdT, οι οποίοι δεν τεκμηριώνονται κατά τα λοιπά, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η ίδια του η ύπαρξη.

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον του CdT να ακυρωθεί η απόφαση του EUIPO περί καταγγελίας του διακανονισμού του 2016, που φέρεται να περιέχεται στο έγγραφο της 28ης Απριλίου 2018, έπαυσε, εν πάση περιπτώσει, να υφίσταται μετά τη σύναψη του διακανονισμού του 2018.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής που βάλλει κατά του εγγράφου της 26ης Απριλίου 2018, καθόσον γνωστοποιεί την πρόθεση του EUIPO να λάβει, προληπτικά, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η αδιάλειπτη παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2018

56      Το EUIPO υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 απλώς εκφράζει μια προσωρινή θέση, με αποτέλεσμα να μην συνιστά βλαπτική πράξη. Κατά το EUIPO, ήταν δυνατό να επιλεχθούν εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με τη δημοσίευση της προκήρυξης διαγωνισμού.

57      Το CdT υποστηρίζει ότι το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 παρήγαγε έννομα αποτελέσματα έναντι αυτού. Η απόφαση του EUIPO να λάβει μονομερώς τα αναγκαία μέτρα είναι παράνομη ως αντίθετη στους κανονισμούς 2965/94 και 2017/1001 καθώς και στο άρθρο 11 του διακανονισμού του 2016. Το εναλλακτικό μέτρο, το οποίο συνίσταται στην ενσωμάτωση των μεταφραστικών υπηρεσιών στο EUIPO, θα ισοδυναμούσε με δικαιολόγηση της δημιουργίας σημαντικού αριθμού θέσεων, εντός του EUIPO, και θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου το σύνολο των διατάξεων που ορίζουν ότι το CdT αποτελεί ένα ειδικευμένο ενιαίο κέντρο για την κάλυψη των μεταφραστικών αναγκών του EUIPO. Όπως ισχυρίζεται το CdT, το EUIPO έθεσε διττώς τέρμα στη σχέση τους, πρώτον, με το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 και, δεύτερον, με την κίνηση της διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Κατά παραβίαση των αρχών που τέθηκαν με τους κανονισμούς 2965/94 και 2017/1001, το EUIPO δρομολόγησε, με το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018, διαδικασία που περιελάμβανε πλείονες μεταγενέστερες αποφάσεις, η οποία κατέληξε στην έναρξη της διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

58      Συναφώς, το CdT δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντά του μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή του, καθώς το έγγραφο αυτό ανέφερε ότι το EUIPO «διατηρούσε το δικαίωμα» να λάβει, προληπτικά και για να καλύψει το ενδεχόμενο να μην έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις πριν από τη λήξη του 2018, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την αδιάλειπτη παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2018.

59      Συγκεκριμένα, όπως αναγνώρισε το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καμία συγκεκριμένη απόφαση δεν λήφθηκε σχετικά με το ζήτημα αυτό κατά την ημερομηνία αποστολής του εγγράφου της 26ης Απριλίου 2018. Στο έγγραφο αυτό χρησιμοποιείται αόριστη διατύπωση όσον αφορά τα μέτρα τα οποία το EUIPO επιφυλασσόταν να λάβει προληπτικά. Εξάλλου, από την απάντηση του EUIPO στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου συνάγεται ότι, λόγω της σύναψης του νέου διακανονισμού του 2018, η εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων προκειμένου να διασφαλιστούν οι μεταφραστικές υπηρεσίες τις οποίες χρειάζεται το EUIPO ελλείψει της συνέχισης παροχής μεταφραστικών υπηρεσιών από το CdT δεν αποδείχθηκε αναγκαία.

60      Τέλος, ακόμη και αν η δημοσίευση της προκήρυξης διαγωνισμού, η οποία περιλαμβάνει πρόσκληση υποβολής προσφορών, από το EUIPO, ερμηνεύεται, από το CdT, ως συγκεκριμένο μέτρο που λήφθηκε προκειμένου να διασφαλιστούν οι μεταφραστικές υπηρεσίες τις οποίες χρειαζόταν το EUIPO, πρέπει να γίνει παραπομπή στην ανάλυση η οποία εκτίθεται κατωτέρω.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής που βάλλει κατά της απόφασης του EUIPO να κινήσει τη διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών

61      Το EUIPO προβάλλει ότι η προκήρυξη διαγωνισμού δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική κατάσταση του CdT και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συναφώς, κατά την άποψη του EUIPO, το συμφέρον του CdT δεν είναι γεγενημένο και ενεστώς.

62      Το CdT υποστηρίζει ότι η προσφυγή του δεν βάλλει κατά της προκήρυξης διαγωνισμού, αλλά κατά της απόφασης έναρξης της διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών, η οποία λήφθηκε κατά παράβαση των κανονισμών 2965/94 και 2017/1001. Το έννομο συμφέρον του είναι άμεσο και ειδικό, δεδομένου ότι μνημονεύεται ρητά στους εν λόγω κανονισμούς ως ο αποκλειστικός πάροχος μεταφραστικών υπηρεσιών στο EUIPO. Η σχέση μεταξύ των δυο οργανισμών αναλύεται επίσης στις σκέψεις 38, 39 και 50 της διάταξης της 20ής Ιουλίου 2018, CdT κατά EUIPO (T‑417/18 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:502). Επιπροσθέτως, όπως ισχυρίζεται το CdT, η απόφαση δημοσίευσης της πρόσκλησης υποβολής προσφορών έβλαψε σημαντικά τη φήμη του, ειδικότερα δεδομένου ότι οι υπόλοιποι οργανισμοί της Ένωσης, οι οποίοι είναι πελάτες του, είχαν επίγνωση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου.

63      Τέλος, το CdT υποστηρίζει ότι το έννομο συμφέρον του είναι γεγενημένο και ενεστώς, διότι η παράβαση των κανονισμών 2965/94 και 2017/1001, εκ μέρους του EUIPO, διαπιστώθηκε ήδη από τη δημοσίευση της πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Μολονότι το EUIPO σαφώς επιδίωκε να αλλάξει πάροχο, ο ισχυρισμός του ότι έλαβε υπόψη αποκλειστικώς «τις τάσεις της αγοράς» αποδεικνύει την κακή πίστη του. Το άμεσο και ενεστώς συμφέρον του CdT θεμελιώνεται καθόσον, αν δεν ακυρωθεί η πρόσκληση υποβολής προσφορών, αυτό δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμο από την 1η Ιανουαρίου 2019 και, σε περίπτωση που το EUIPO πρέπει να συνάψει τις συμβάσεις βάσει της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, θα τεθεί σε κίνδυνο η ύπαρξη του CdT. Το CdT ζητεί κάθε διάδικος να τεθεί στην ίδια νομική κατάσταση με εκείνη στην οποία βρισκόταν πριν από τη φερόμενη παράνομη δημοσίευση της πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

64      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά κανόνα, η δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού δεν μπορεί να συνιστά απόφαση δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως ή βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που τέτοιες προκηρύξεις διαγωνισμών παρέχουν στους ενδιαφερομένους απλώς τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία και υποβολής προσφοράς (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 2008, Sogelma κατά AER, T‑411/06, EU:T:2008:419, σκέψη 86, και της 29ης Οκτωβρίου 2015, Direct Way και Direct Way Worldwide κατά Κοινοβουλίου, T‑126/13, EU:T:2015:819, σκέψη 27).

65      Εν προκειμένω, ειδικότερα, πρέπει να εξεταστεί αν το CdT δύναται να προσβάλλει παραδεκτά την απόφαση κίνησης της διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών, την οποία υποστηρίζεται ότι έλαβε το EUIPO κατά παράβαση των κανονισμών 2965/94 και 2017/1001, δεδομένου ότι το CdT ισχυρίζεται ότι, αφενός, αυτό μνημονεύεται στους εν λόγω κανονισμούς ως ο «αποκλειστικός» πάροχος μεταφραστικών υπηρεσιών στο EUIPO και, αφετέρου, ζητεί την ακύρωση της προκήρυξης διαγωνισμού ως εξειδικευμένος οργανισμός της Ένωσης και όχι ως προσφέρων.

66      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του προβαλλόμενου αποκλειστικού χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ του CdT και του EUIPO όσον αφορά τις αναγκαίες για τη λειτουργία του τελευταίου μεταφραστικές εργασίες, δεν συνάγεται από τη δημοσίευση της προκήρυξης διαγωνισμού, η οποία περιελάμβανε πρόσκληση υποβολής προσφορών, ότι δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν, ταυτόχρονα με τη διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών, διαπραγματεύσεις όπως αυτές που προβλέπονται στο έγγραφο της 26ης Απριλίου 2018 μεταξύ του EUIPO και του CdT. Εξάλλου, όπως επιβεβαίωσε το EUIPO απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών δεν είχε ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία σύναψης του διακανονισμού του 2018.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της διευκρίνισης του EUIPO, ότι η εν λόγω προκήρυξη διαγωνισμού αποσκοπούσε στο να του επιτρέψει να συγκεντρώσει ακριβέστερες πληροφορίες ως προς τις τιμές των επίμαχων υπηρεσιών στην αγορά, ώστε να διαπραγματευτεί με το CdT γνωρίζοντας τα σχετικά στοιχεία, πρέπει να τονιστεί ότι το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 56), δηλαδή κατάσταση που προκύπτει από ενδεχόμενη ανάθεση της επίμαχης σύμβασης σε συγκεκριμένο προσφέροντα. Εν προκειμένω, το γεγονός και μόνον ότι το CdT ζητεί την ακύρωση της πρόσκλησης υποβολής προσφορών ως εξειδικευμένος οργανισμός της Ένωσης και όχι ως προσφέρων ουδόλως μεταβάλλει την ανάλυση αυτή, δεδομένου ότι το CdT εξακολουθεί να οφείλει να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

68      Επιπλέον, ορθώς το EUIPO υποστηρίζει ότι η δημοσίευση της προκήρυξης διαγωνισμού, η οποία περιλαμβάνει πρόσκληση υποβολής προσφορών, δεν το υποχρεώνει να αναθέσει την επίμαχη σύμβαση.

69      Πράγματι, διαπιστώνεται ότι από την πρόσκληση υποβολής προσφορών συνάγεται ότι το EUIPO δεν δεσμευόταν από αυτήν κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής της. Επισημαινόταν ρητώς ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις του EUIPO θα ίσχυαν μόνον από την ημερομηνία υπογραφής σύμβασης με τον προσφέροντα που θα επιλεγόταν. Προβλεπόταν επίσης ότι, έως την εν λόγω υπογραφή, το EUIPO θα είχε τη δυνατότητα να παραιτηθεί από τον δημοσιευθέντα διαγωνισμό ή να τερματίσει τη διαδικασία υποβολής προσφορών. Περαιτέρω, το EUIPO επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ήταν αμφίβολη η υπογραφή σύμβασης κατόπιν της πρόσκλησης υποβολής προσφορών. Συγκεκριμένα, τούτο εξαρτάται, κατά το EUIPO, από τα αποτελέσματα της εφαρμογής του νέου διακανονισμού του 2018 και τις συνεπακόλουθες αλλαγές.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι το EUIPO και το CdT συνήψαν νέο διακανονισμό για τα έτη 2019 και 2020, μολονότι το CdT γνώριζε την ύπαρξη της διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών, απλώς επιβεβαιώνει, ελλείψει οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου ή αριθμητικής εκτίμησης που να παρέχει τη δυνατότητα να αξιολογηθεί συγκεκριμένα η επίδραση της δημοσίευσης της προκήρυξης διαγωνισμού, η οποία περιελάμβανε πρόσκληση υποβολής προσφορών, στη φήμη του CdT, ότι αυτή δεν επηρεάστηκε αρνητικά από την εν λόγω δημοσίευση. Το CdT δεν μπορεί να προβάλλει λυσιτελώς τον ισχυρισμό του ότι το EUIPO «δεν δέχτηκε καν να ακυρώσει τη διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών που είχε κινήσει». Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός ότι το CdT δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμο μετά την 1η Ιανουαρίου 2019.

71      Όσον αφορά τον ισχυρισμό του CdT, τον οποίο προέβαλε ως απάντηση στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, συγκρίνοντας, αφενός, τον μειωμένο αριθμό των φακέλων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που του απέστειλε το EUIPO για μετάφραση κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2018 έως τον Ιανουάριο του 2019 και, αφετέρου, τις στατιστικές που δημοσίευσε το EUIPO, οι οποίες καταδεικνύουν αύξηση του αριθμού των αιτήσεων καταχώρισης σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες κατατέθηκαν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, διαπιστώνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός αυτός δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα του παραδεκτού. Εξάλλου, ο ισχυρισμός αυτός δεν συνδυάζεται με κανένα αριθμητικό στοιχείο και δεν αφορά το χρονικό διάστημα το οποίο μνημονεύει ο νέος διακανονισμός που εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2019.

72      Τέλος, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του CdT, η πρόσκληση υποβολής προσφορών δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το CdT δεν θα ήταν οικονομικά βιώσιμο από την 1η Ιανουαρίου 2019 και «ως εκ τούτου, οποιοσδήποτε διακανονισμός ο οποίος, κατ’ εξαίρεση, θα συναφθεί θα καταστεί άνευ αντικειμένου, στο μέτρο που η μεταφραστική εργασία θα πραγματοποιηθεί από τους προσφέροντες που επέλεξε το EUIPO». Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το CdT επιβεβαίωσε ότι, λόγω της σύναψης του διακανονισμού του 2018, δεν βρισκόταν «πλέον σε τόσο καταστροφική» κατάσταση. Επομένως, η σύναψη του διακανονισμού του 2018 και το περιεχόμενο αυτού αναιρούν τους ισχυρισμούς του CdT.

73      Υπό τις συνθήκες αυτές, το CdT δεν απέδειξε ότι επηρεάστηκε από τη φερόμενη απόφαση του EUIPO να καταγγείλει μονομερώς τη σχέση μεταξύ των διαδίκων και να δημοσιεύσει πρόσκληση υποβολής προσφορών.

 Επί του παραδεκτού του αιτήματος του CdT να απαγορευθεί στο EUIPO να υπογράφει συμβάσεις στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών

74      Το EUIPO υποστηρίζει ότι το CdT δεν προβάλλει κανέναν λόγο προς στήριξη του αιτήματός του να απαγορευθεί στο EUIPO να υπογράφει συμβάσεις που ενδέχεται να συναφθούν μετά από την έκδοση απόφασης ανάθεσης της σύμβασης στον εν δυνάμει επιλεγέντα προσφέροντα, κατόπιν της διαδικασίας που ακολουθεί τη δημοσίευση της προκήρυξης διαγωνισμού, η οποία περιλαμβάνει πρόσκληση υποβολής προσφορών.

75      Το CdT ισχυρίζεται ότι εξέθεσε σαφώς τους λόγους ακυρώσεως. Πράγματι, το CdT επισήμανε ότι οι αποφάσεις περί μονομερούς καταγγελίας της σχέσης μεταξύ των διαδίκων και δημοσίευσης πρόσκλησης υποβολής προσφορών ελήφθησαν κατά παράβαση των κανονισμών 2965/94 και 2017/1001. Επομένως, οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση, περιλαμβάνουσα την απόφαση ανάθεσης της σύμβασης και τη σύναψη συμβάσεων στο πλαίσιο αυτό, ήταν επίσης παράνομη και στερούνταν νόμιμης βάσης. Το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο, απαγορεύοντας στο EUIPO να συνάπτει μελλοντικές συμβάσεις βάσει της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, επιβάλλει υποχρέωση «παράλειψης» είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, πρόκειται απλώς για τη λογική συνέχεια της ακύρωσης της πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

76      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης και, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται, στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων του, να απευθύνει διαταγή στα θεσμικά όργανα της Ένωσης (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, DSM κατά Επιτροπής, C‑5/93 P, EU:C:1999:364, σκέψη 36, και της 24ης Φεβρουαρίου 2000, ADT Projekt κατά Επιτροπής, T‑145/98, EU:T:2000:54, σκέψη 83). Σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως, απόκειται στο αρμόδιο θεσμικό όργανο να λάβει, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως περί ακυρώσεως (αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 1998, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, T‑67/94, EU:T:1998:7, σκέψη 200, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑465/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:324, σκέψη 35). Η εν λόγω νομολογία εφαρμόζεται, κατ’ αναλογίαν, στους οργανισμούς της Ένωσης.

77      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη 73 ανωτέρω, το CdT δεν απέδειξε ότι έχει γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον για να προσβάλει την απόφαση του EUIPO περί δημοσίευσης της προκήρυξης διαγωνισμού, η οποία περιλαμβάνει πρόσκληση υποβολής προσφορών. Αφετέρου, διαπιστώθηκε ότι το EUIPO δεν υποχρεούνταν να προβεί στην ανάθεση της επίμαχης σύμβασης και, ως εκ τούτου, δεν ήταν εκ των προτέρων δεδομένο ότι θα συνήπτε σύμβαση με προσφέροντα ή ακόμη ότι θα γνωστοποιούσε τον ενδεχόμενο αριθμό των μεταφράσεων που θα ανέθετε.

78      Τέλος, και εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τις υποθετικές επικαλύψεις με τον διακανονισμό του 2018 που μπορεί να προκύψουν κατόπιν ενδεχόμενης μελλοντικής ανάθεσης σύμβασης σε προσφέροντα κατά το πέρας της διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών, αυτές δεν αφορούν την υπό κρίση ένσταση απαραδέκτου.

79      Επομένως, το αίτημα του CdT να απαγορευθεί στο EUIPO να υπογράφει συμβάσεις στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής προσφορών είναι απαράδεκτο.

 Επί του παραδεκτού του αιτήματος του CdT να κριθεί παράνομη η δημοσίευση πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών από οργανισμό ή άλλο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του κανονισμό, μεταφραστικές υπηρεσίες παρέχει το CdT

80      Το EUIPO υποστηρίζει ότι κατά πάγια νομολογία το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να εκδίδει αναγνωριστικές αποφάσεις στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που ασκεί κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, δεν υφίσταται μέσο παροχής ένδικης προστασίας της Ένωσης που να παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση με την οποία «αναγνωρίζει» ότι η δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού είναι παράνομη.

81      Το CdT επισημαίνει ότι δεν ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει άκυρο το σύνολο των δημοσιεύσεων προκήρυξης διαγωνισμού, αλλά μόνο τη δημοσίευση της πρόσκλησης υποβολής προσφορών για την παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών στην περίπτωση οργανισμών της Ένωσης των οποίων ο ιδρυτικός κανονισμός προβλέπει ότι το CdT διασφαλίζει τις μεταφραστικές υπηρεσίες.

82      Διαπιστώνεται ότι το υπό κρίση αίτημα του CdT έχει την έννοια είτε ότι αποσκοπεί στην έκδοση αναγνωριστικής απόφασης είτε ότι με αυτό ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να απευθύνει διαταγές στο EUIPO ή σε άλλους οργανισμούς της Ένωσης, πράγμα αντίθετο προς τη μνημονευόμενη στη σκέψη 76 ανωτέρω νομολογία.

83      Επομένως, το υπό κρίση αίτημα του CdT πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

84      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, καταργείται η δίκη ως προς τα αιτήματα της προσφυγής με την οποία ζητείται η ακύρωση της απόφασης περί καταγγελίας του διακανονισμού του 2016. Η προσφυγή είναι απαράδεκτη κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

85      Κατά το άρθρο 135, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμη και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμη και πριν από την έναρξη της δίκης, ιδίως αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα τα οποία το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

86      Εν προκειμένω, η στάση που τήρησε το EUIPO κατά τις διαπραγματεύσεις με το CdT, όσον αφορά την αμοιβαία συνεργασία τους στον τομέα των μεταφραστικών υπηρεσιών, περιήγαγε το CdT σε κατάσταση αβεβαιότητας εξαιτίας της οποίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, στο μέτρο που δεν διασφαλίστηκε η συνέχιση της συνεργασίας με το EUIPO από 1ης Ιανουαρίου 2019. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο καταδικάζει το EUIPO, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, στο ήμισυ των εξόδων του CdT, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑417/18 R.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καταργεί τη δίκη ως προς τα αιτήματα της προσφυγής με την οποία ζητείται η ακύρωση της απόφασης περί καταγγελίας του συναφθέντος στις 13 Δεκεμβρίου 2016 διακανονισμού μεταξύ του Μεταφραστικού Κέντρου των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CdT) και του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO).

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Το EUIPO φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και το ήμισυ των εξόδων του CdT, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T417/18 R.

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Οκτωβρίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.