Language of document : ECLI:EU:T:2012:434

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 19ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«ΕΤΠΑ – Μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής – Λειτουργικό πρόγραμμα στην περιοχή του στόχου 1 (1994-1999) του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας (Γερμανία)»

Στην υπόθεση T‑265/08,

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma, T. Henze, C. Blaschke και K. Petersen, επικουρούμενους από τον U. Karpenstein, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον J. M. Rodríguez Cárcamo, στη συνέχεια, από την N. Díaz Abad, επικουρούμενη από τον J. M. Rodríguez Cárcamo, και, τέλος, από τον A. Rubio González, abogados del Estado,

από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και N. Rouam,

και από

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τους C. Wissels, Y. de Vries, B. Koopman, M. Bulterman και J. Langer,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τις A. Steiblyté και B. Conte,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως C(2008) 1690 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2008, σχετικά με τη μείωση του ύψους της συνδρομής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) για λειτουργικό πρόγραμμα στην περιοχή του στόχου 1 του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας (Γερμανία) (1994-1999), σύμφωνα με την απόφαση C(94) 1939/5 της Επιτροπής, της 5ης Αυγούστου 1994,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 3 Σεπτεμβρίου 1993 η Γερμανική Κυβέρνηση υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αίτημα κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής, για τη χρηματοδότηση του λειτουργικού προγράμματος στην περιοχή του στόχου 1 του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας (Γερμανία) (1994-1999), το οποίο προέβλεπε την ενθάρρυνση των παραγωγικών επενδύσεων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (στο εξής: ΜΜΕ).

2        Στις 29 Ιουλίου 1994 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 94/628/ΕΚ, σχετικά με τη θέσπιση του κοινοτικού πλαισίου στήριξης για τις κοινοτικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις στις γερμανικές περιφέρειες τις οποίες αφορά ο στόχος 1, δηλαδή Mecklenburg-Vorpommern, Brandenburg, Sachsen-Anhalt, Sachsen, Thüringen και Βερολίνο (Ανατολικό) (ΕΕ L 250, σ. 18). Η απόφαση αυτή παρείχε τη δυνατότητα θεσπίσεως του λειτουργικού προγράμματος στα νέα ομοσπονδιακά κράτη (Länder).

3        Με την απόφαση C(94) 1939/5 της 5ης Αυγούστου 1994, η Επιτροπή ενέκρινε το λειτουργικό πρόγραμμα για το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας στην περιοχή του στόχου 1 στη Γερμανία (Arinco αριθ. 94.DE.16.005) (στο εξής: επίμαχη παρέμβαση), το οποίο προέβλεπε συμμετοχή των διαρθρωτικών ταμείων ύψους 1 021 771 000 Εcu, η οποία ανήλθε σε 1 086 827 000 ευρώ με την απόφαση C(99) 5087 της 29ης Δεκεμβρίου 1999, με συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) μεγίστου ύψους 1 020 719 000 ευρώ. Το Υπουργείο Οικονομίας και Μεταφορών του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας ορίσθηκε ως διαχειριστική αρχή.

4        Για το μέτρο 2.1 που αφορούσε τη στήριξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων ΜΜΕ, η απόφαση C(99) 5087 καθόρισε το συνολικό ποσό των δαπανών σε 674 104 000 ευρώ και τη συμμετοχή του ΕΤΠΑ σε 337 052 000 ευρώ.

5        Κατά τη διάρκεια του 2001, η Επιτροπή εξέτασε συστηματικώς τα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2082/93 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1993 (EE L 193, σ. 20) και βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) 2064/97 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 1997, για τον καθορισμό των λεπτομερών διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου όσον αφορά τον δημοσιονομικό έλεγχο των δράσεων που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία, ο οποίος διενεργείται από τα κράτη μέλη (ΕΕ L 290, σ. 1).

6        Στις 30 Ιανουαρίου 2002 η Επιτροπή υπέβαλε την τελική έκθεσή της για τα λειτουργικά προγράμματα των ομόσπονδων κρατών της Θουριγγίας και της Σαξονίας-Άνχαλτ, η οποία περιείχε συστάσεις.

7        Στις 24 Ιουνίου 2002 συντάχθηκε από ελεγκτική εταιρία η δήλωση του άρθρου 8 του κανονισμού 2064/97, η οποία διαβιβάστηκε στην Επιτροπή.

8        Με έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2002 οι γερμανικές αρχές υπέβαλαν αίτημα οριστικής πληρωμής το οποίο αφορούσε την επίμαχη παρέμβαση. Στις 27 Ιουνίου 2003, η Επιτροπή προέβη στην περάτωση της επίμαχης παρεμβάσεως και στην οριστική πληρωμή του αιτηθέντος ποσού.

9        Μετά την περάτωση της παρεμβάσεως, και συγκεκριμένα από 27 έως 31 Οκτωβρίου, από 10 έως 21 Νοεμβρίου, από 1 έως 5 Δεκεμβρίου και στις 11 Δεκεμβρίου 2003, το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πραγματοποίησε διάφορους επιτόπιους ελέγχους. Κατά τη διάρκεια του 2004, προέβη σε ανάλυση των αδύνατων σημείων της επίμαχης παρεμβάσεως, στο πλαίσιο εξετάσεως της δηλώσεως αξιοπιστίας για τη χρήση 2003. Εξετάστηκαν 28 σχέδια του μέτρου 2.1.

10      Στις 22 Ιουνίου 2004 το Ελεγκτικό Συνέδριο διαβίβασε την προσωρινή έκθεση ελέγχου του στις γερμανικές αρχές. Με έγγραφα της 31ης Αυγούστου και της 13ης Οκτωβρίου 2004, οι γερμανικές αρχές διαβίβασαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο πρόσθετες πληροφορίες.

11      Με έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 2005, το Ελεγκτικό Συνέδριο διαβίβασε την έκθεση ελέγχου του (στο εξής: έκθεση ελέγχου της 17ης Ιανουαρίου 2005) στις εθνικές αρχές. Η εν λόγω έκθεση αφορούσε την ύπαρξη μεμονωμένων και συστηματικών παρατυπιών σχετικά με συγκεκριμένες ενέργειες, όπως η χρηματοδότηση επιχειρήσεων οι οποίες δεν ενέπιπταν στον ορισμό των ΜΜΕ, η δήλωση μη επιλέξιμων δαπανών (μελλοντικά μισθώματα, ΦΠΑ, εκπτώσεις), ο εσφαλμένος υπολογισμός της μέγιστης συνδρομής και η έλλειψη δικαιολογητικών για ορισμένα είδη δαπανών όπως οι γενικές δαπάνες ή τα ίδια κεφάλαια. Η έκθεση κατέληγε στη διαπίστωση παρατυπιών στα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου της επίμαχης παρεμβάσεως. Το ποσοστό σφάλματος των 28 σχεδίων που αφορούσαν το μέτρο 2.1 ήταν 31,36 %.

12      Με έγγραφο της 19ης Οκτωβρίου 2006, η Επιτροπή διαβίβασε στις γερμανικές αρχές τα πρώτα αποτελέσματα από την εκ μέρους της εξέταση της εκθέσεως ελέγχου της 17ης Ιανουαρίου 2005 και ζήτησε από τις εν λόγω αρχές να της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

13      Βάσει της εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναλύσεως των αδύνατων σημείων, η Επιτροπή ανακοίνωσε στο ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας δημοσιονομικές διορθώσεις ύψους 135 εκατομμυρίων ευρώ. Εντούτοις, κατόπιν διμερών διαβουλεύσεων με το ομόσπονδο κράτος της Θουριγγίας αποσύρθηκαν ορισμένες επικρίσεις.

14      Με έγγραφο της 5ης Ιανουαρίου 2007, οι γερμανικές αρχές απάντησαν στο έγγραφο της Επιτροπής της 19ης Οκτωβρίου 2006, προβάλλοντας αντιρρήσεις για την εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων διά προβολής και προσκομίζοντας πρόσθετα δικαιολογητικά που να πιστοποιούν τον επιλέξιμο χαρακτήρα ορισμένων δαπανών.

15      Με την απόφαση C(2008) 1690 τελικό, της 30ής Απριλίου 2008 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή μείωσε τη χρηματοδοτική συνδρομή του ΕΤΠΑ στην επίμαχη παρέμβαση κατά 81 425 825,67 ευρώ, λόγω μεμονωμένων και συστηματικών παρατυπιών που είχαν διαπιστωθεί στο πλαίσιο του μέτρου 2.1, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88. Η Επιτροπή προέβαλε το ποσοστό σφάλματος σε όλο το μέτρο 2.1 λαμβάνοντας ως βάση ποσοστό σφάλματος ανερχόμενο σε 23,88 %. Υπολόγισε δε το ποσό των 1 232 012,70 ευρώ για τις μεμονωμένες παρατυπίες και το ποσό των 80 193 812,97 ευρώ για τις συστηματικές παρατυπίες.

16      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, τα διαπιστωθέντα συστηματικά σφάλματα είναι τα ακόλουθα:

–        χρηματοδότηση επιχειρήσεως η οποία δεν ήταν ΜΜΕ (σχέδια Maxit Baustoffwerke GmbH, arcon II Flachglasveredelung, Gothaer Fahrzeugwerk και CeWe Color AG),

–        τελικός δικαιούχος ο οποίος δεν πληρούσε τα εφαρμοστέα στις ΜΜΕ εθνικά κριτήρια για συμπληρωματική χρηματοδότηση ύψους 15 % (σχέδιο Tralag Landmaschinen GmbH),

–        δηλωθείσες απαράδεκτες δαπάνες που αφορούσαν συμβάσεις μισθώσεως (σχέδια TelePassport Service GmbH και Schuster Kunstofftechnik GmbH). 

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 4 Ιουλίου 2008, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

18      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19      Επιτράπηκε στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία και στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών να παρέμβουν στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους κατά την προφορική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

21      Κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

22      Με έγγραφο που καταχωρίστηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2011, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέβαλε ορισμένες παρατηρήσεις επί της εκθέσεως ακροατηρίου που αφορούσαν το καθεστώς εσωτερικών οδηγιών της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με τις καθαρές δημοσιονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88 (στο εξής: εσωτερικές οδηγίες) και την ερμηνεία ορισμένων σημείων της εκθέσεως ελέγχου της 17ης Ιανουαρίου 2005.

23      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Σεπτεμβρίου 2011.

 Σκεπτικό

24      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται, αντιστοίχως, ο πρώτος και ο δεύτερος, σε παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, ο τρίτος σε παράλειψη επιτόπιου ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής, ο τέταρτος σε παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της συνεργασίας και ο πέμπτος σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 λόγω μη συνδρομής των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη διενέργεια μειώσεως

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι τα καταλογιστέα σε βάρος των εθνικών αρχών διοικητικά σφάλματα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88

 Επιχειρήματα των διαδίκων

25      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι οι επικρίσεις της Επιτροπής, ακόμα και αν θεωρηθούν ορθές επί της ουσίας, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως παρατυπίες, διότι συνιστούν απλά διοικητικά σφάλματα, τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, εκτός εάν καταλήγουν σε σημαντική και μη κοινοποιηθείσα στην Επιτροπή τροποποίηση της επίμαχης ενέργειας ή του επίμαχου μέτρου.

26      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατείνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διατάξεως του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα. Επισημαίνει ότι η οικεία διάταξη στην ολλανδική γλώσσα απαιτεί υπαίτια συμπεριφορά του οικονομικού φορέα. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκτιμά ότι ο ορισμός αυτός είναι εφαρμοστέος σε όλους τους τομεακούς κανονισμούς, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού 4253/88, δεδομένου ότι ο ίδιος όρος «παρατυπία» απαντάται σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 [στην ελληνική απόδοση του εν λόγω άρθρου «αντικανονικότητα»], και του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95. Κατά τη γνώμη της, σε περίπτωση διαφορετικής ερμηνείας του όρου «παρατυπία» που περιέχουν οι δύο κανονισμοί, θα παραβιαζόταν η αρχή της ομοιομορφίας του κοινοτικού δικαίου.

27      Εξάλλου, η άποψη της Επιτροπής ότι πρέπει να ερμηνευτεί διαφορετικά ο όρος «παρατυπία» στον κανονισμό 2988/95 και στον κανονισμό 4253/88 δεν περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκθέτει στις σκέψεις 26 και 27 ότι οι παρατυπίες απορρέουν από πράξεις ή παραλείψεις των τελικών δικαιούχων.

28      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι, υπό το πρίσμα του κανονισμού 2988/95 και του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88, η δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με οικονομικούς φορείς, οι οποίοι είναι δημόσιες ή ιδιωτικές ανταγωνιστικές επιχειρήσεις πωλήσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών. Οι επικρίσεις της Επιτροπής αφορούν απλά διοικητικά σφάλματα, όπως η επίσημη λογιστική καταχώριση μη ΜΜΕ στον άξονα προτεραιότητας 2.1 του λειτουργικού προγράμματος του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας, η χορήγηση, όπως υποστηρίζεται, υπέρμετρης κρατικής ενισχύσεως σε δύο επιχειρήσεις στο πλαίσιο μισθώσεως-πωλήσεως, ή η χορήγηση ενισχύσεων που συνιστούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις βάσει διατάξεων διοικητικής φύσεως.

29      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει επιπροσθέτως ότι, όπως προκύπτει από τη δήλωση στα πρακτικά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σημείωση 10 των πρακτικών ρυθμίσεων της 11ης Απριλίου 2002 της Επιτροπής, σχετικά με την υποχρέωση γνωστοποιήσεως των παρατυπιών, οι πράξεις και οι παραλείψεις της δημόσιας διοίκησης δεν μπορούν να συνιστούν παρατυπίες, διότι δεν μπορούν να καταλογιστούν σε οικονομικούς φορείς.

30      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί, επίσης, τον λυσιτελή χαρακτήρα της παραπομπής που περιέχεται στη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑199/03, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑8027), διότι η ύπαρξη παρατυπιών εκ μέρους των οικονομικών φορέων δεν είχε αμφισβητηθεί από την Ιρλανδική Κυβέρνηση.

31      Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο παραλληλισμός εκ μέρους της Επιτροπής, με τις σκέψεις 25 και 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της νομικής βάσεως του ΕΤΠΑ με εκείνη του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) είναι επίσης άνευ σημασίας, στο μέτρο που το δικαίωμα του ΕΓΤΠΕ να προβαίνει σε δημοσιονομικές διορθώσεις λόγω διοικητικών σφαλμάτων ή ανεπαρκειών των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου αναγνωρίζεται ρητώς από τον κοινοτικό νομοθέτη, ενώ στην περίπτωση του ΕΤΠΑ, απαιτείται ουσιώδης τροποποίηση του λειτουργικού προγράμματος. Η μόνη νομική βάση στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί, εν προκειμένω, η Επιτροπή για τη μείωση της κοινοτικής συνδρομής είναι ο κανονισμός (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά Ταμεία (ΕΕ L 161, σ. 1) ο οποίος όμως ισχύει μόνο για μεταγενέστερες περιόδους χρηματοδοτήσεως.

32      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αρνείται, βάσει της αρχής της περιορισμένης αρμοδιότητας που απορρέει από το άρθρο 5 ΕΚ, τη δυνατότητα επικλήσεως της νομολογίας σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (EE ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93) για να δικαιολογηθούν οι εξουσίες ανακτήσεως βάσει του κανονισμού 4253/88.

33      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, επίσης, ότι καμία κοινοτική διάταξη δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβεί σε δημοσιονομικές διορθώσεις για αμιγώς εθνικά διοικητικά σφάλματα, καθόσον το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 απαιτεί ρητώς παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Η γενική αρχή της καλής πίστεως που στηρίζεται στο άρθρο 10 ΕΚ δεν μπορεί να δικαιολογήσει παρέκκλιση από την εν λόγω θεμελιώδη κατανομή αρμοδιοτήτων, αλλά στηρίζεται στην οργανική και διαδικαστική αυτοτέλεια των κρατών μελών.

34      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

35      Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να μειώσει ή να αναστείλει τη συνδρομή για ορισμένη παρέμβαση, αν επιβεβαιωθεί η ύπαρξη παρατυπίας κατόπιν της εξετάσεως που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού. Εντούτοις, το άρθρο αυτό δεν ορίζει τον υπαίτιο της παρατυπίας κατά την εκτέλεση της ενέργειας ή του μέτρου που χρηματοδοτείται από τα Ταμεία.

36      Όσον αφορά το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περί παραλληλισμού του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, ο οποίος έχει την έννοια ότι μια παρατυπία μπορεί να είναι μόνο παράβαση διατάξεως του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρέουσα από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, πρέπει να επισημανθεί ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν αυτοτελώς, διότι επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και δεν έχουν το ίδιο πεδίο εφαρμογής. Κατ’ ουσίαν, ο κανονισμός 2988/95 θεσπίζει ένα γενικό νομικό πλαίσιο με σκοπό την πάταξη της απάτης, η οποία εξ ορισμού δεν μπορεί να διαπράττεται από εθνική αρχή, ενώ ο κανονισμός 4253/88 αφορά τη σχέση μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 2006, T‑282/04, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 83).

37      Επιβάλλεται, επίσης, η διαπίστωση ότι οι εθνικές αρχές ευθύνονται για την ορθή χρήση των κοινοτικών ταμείων και έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τους, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, την πραγματική και νομότυπη εκτέλεση των πράξεων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο. Η Επιτροπή επιτελεί συμπληρωματική απλώς λειτουργία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 1990, C‑366/88, Γαλλία κατά Επιτροπής, σ. I‑3571, σκέψεις 19 και 20).

38      Δεν αμφισβητείται επίσης ότι, με το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88, δεν γίνεται καμία ποσοτικής ή ποιοτικής φύσεως διάκριση μεταξύ των παρατυπιών που μπορούν να επιφέρουν μείωση της συνδρομής. Το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ακόμη και παρατυπίες χωρίς συγκεκριμένο οικονομικό αντίκτυπο μπορούν να πλήξουν σοβαρά τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και να διακυβεύσουν τη συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης και, για τον λόγο αυτό, να δικαιολογήσουν την εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων εκ μέρους της Επιτροπής (απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 29 επ.).

39      Διοικητικό σφάλμα το οποίο συνίσταται στο ότι τα προβλεπόμενα από το σχέδιο χρηματοδοτήσεως ποσά δεν συμπίπτουν με τα ποσά της αιτήσεως πληρωμής μπορεί, για παράδειγμα, να αποτελεί παρατυπία δυνάμενη να δικαιολογήσει τη μείωση της συνδρομής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Ιανουαρίου 2009, T‑74/07, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑107, σκέψεις 34 επ.).

40      Εξάλλου, το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές έχουν κεντρικό ρόλο στην εφαρμογή των μέτρων των διαρθρωτικών ταμείων συνηγορεί υπέρ μιας διασταλτικής ερμηνείας του όρου «παρατυπία». Πράγματι, ένα σφάλμα των εν λόγω αρχών συνιστά παρατυπία, κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, βάσει της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 274 ΕΚ και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 10 ΕΚ, τα οποία δεν παρέχουν ασυλία στα κράτη μέλη, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88 είναι η μόνη διάταξη που επιτρέπει τη μείωση του ποσού της συνδρομής, αν η παρέμβαση δεν εξελιχθεί όπως είχε αρχικώς προβλεφθεί (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 2002, C‑500/99 P, Conserve Italia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑867, σκέψη 88).

41      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβεί σε δημοσιονομικές διορθώσεις για αμιγώς εθνικά διοικητικά σφάλματα στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος χορηγήσεως επιδοτήσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο δικαιούχος οφείλει να συμμορφωθεί με μια σειρά υποχρεώσεων των οποίων ο καθορισμός και ο έλεγχος εμπίπτουν, κυρίως, στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Μια διαφορετική ερμηνεία δεν θα μπορούσε εύκολα να συμβιβαστεί με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της καλής πίστεως. Εξάλλου, ακόμα και αν η Επιτροπή προσάπτει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εθνικά διοικητικά σφάλματα, τα σφάλματα αυτά αφορούν την κατανομή της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης.

42      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 κατά τρόπο που να αποκλείει από την έννοια της «παρατυπίας» τα σφάλματα των εθνικών διοικήσεων θα περιόριζε την πρακτική αποτελεσματικότητα του κανόνα που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη.

43      Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι καταλογιστέες σε εθνικές διοικητικές αρχές παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88. Δεδομένου ότι ο ρόλος των εθνικών αρχών είναι καθοριστικός για την εφαρμογή των μέτρων των διαρθρωτικών ταμείων, οποιαδήποτε εκ μέρους τους παράβαση πρέπει να θεωρείται ως «παρατυπία» κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88.

44      Επομένως, το υπό εξέταση σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς και στηρίζεται στην αμφισβήτηση της υπάρξεως των παρατυπιών που διαπίστωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση

45      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υφίστανται παρατυπίες εκ μέρους των αρμοδίων διοικητικών αρχών και ότι είναι αβάσιμες οι επικρίσεις της Επιτροπής σχετικά με την αποτελεσματικότητα των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου.

 Επί των εσφαλμένων εκτιμήσεων της Επιτροπής σχετικά με τον μη επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που αφορούν προγράμματα για επιχειρήσεις που δεν είναι ΜΜΕ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

46      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει συναφές διοικητικό σφάλμα δεδομένου, αφενός, ότι τα οικεία σχέδια μπορούσαν να υποστηριχθούν και να περιληφθούν στους λογαριασμούς βάσει των κριτηρίων του άξονα προτεραιότητας 1.1 του λειτουργικού προγράμματος και, αφετέρου, ότι δεν υπήρξε επιφύλαξη για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, καίτοι η προϋπόθεση αυτή απαιτείται από το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88.

47      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκτιμά ότι η λογιστική καταχώριση και η διαχείριση των χρηματοδοτικών συνδρομών για τις μη ΜΜΕ βάσει του άξονα προτεραιότητας 2.1 δεν είχε ούτε ως ενδεχόμενο επακόλουθο αδικαιολόγητες δαπάνες. Συγκεκριμένα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι οι πέντε επιχειρήσεις που περιελήφθησαν στον άξονα προτεραιότητας 2.1 πληρούσαν την προϋπόθεση των διαπεριφερειακών πωλήσεων που απαιτούσε ο άξονας 1.1, προβλέποντας ρητώς ότι οι παραγωγικές επενδύσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν «ανεξαρτήτως του μεγέθους της επιχειρήσεως». Στο πλαίσιο αυτό, οι επικρίσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αφορούσαν την παράνομη χρηματοδοτική συνδρομή ορισμένων επιχειρήσεων, αλλά μόνο τη λογιστική καταχώριση της ενισχύσεως στο λειτουργικό πρόγραμμα.

48      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

49      Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούν διάφορα σχέδια.

50      Όσον αφορά το σχέδιο Tralag Landmaschinen, όπως επισημαίνεται στο σημείο 46 του συνημμένου πίνακα της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπήρξε παράβαση του ορισμού των ΜΜΕ που προβλέπει το κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση 94/628, αλλά παράβαση του ορισμού που προβλέπει το 24ο σχέδιο-πλαίσιο κοινού συμφέροντος με τίτλο «Βελτίωση των περιφερειακών οικονομικών δομών» για την περίοδο 1995-1999, το οποίο εκδόθηκε από την επιτροπή σχεδιασμού του Bundestag (Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου της Γερμανίας) στις 27 Απριλίου 1995, ορισμός ο οποίος έπρεπε να τηρηθεί βάσει της γενικής αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 10 ΕΚ. Πράγματι, η διάταξη αυτή προβλέπει συμπληρωματική χρηματοδότηση ύψους 15 % για επιχειρήσεις που δεν απασχολούν πάνω από 250 εργαζομένους, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην περίπτωση της Tralag Landmaschinen, η οποία εντούτοις επωφελήθηκε από την εν λόγω χρηματοδότηση. Συνεπώς, η επιχείρηση αυτή δεν δικαιούνταν συμπληρωματική χρηματοδότηση ύψους 15 %.

51      Όσον αφορά το σχέδιο που αφορά την ανωτέρω επιχείρηση καθώς και τέσσερα άλλα σχέδια που αφορούν τις επιχειρήσεις Maxit Baustoffwerke GmbH, arcon II Flachglasveredelung, Gothaer Fahrzeugwerk και CeWe Color AG, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 52, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1260/1999, η αίτηση οριστικής πληρωμής που αφορούσε τις παρεμβάσεις της περιόδου προγραμματισμού 1994‑1999 έπρεπε να υποβληθεί στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2003, χωρίς καμία δυνατότητα μεταγενέστερης τροποποιήσεως. Τα πέντε επίμαχα σχέδια περιελήφθησαν στους λογαριασμούς βάσει του μέτρου 2.1. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 8 ανωτέρω, η αίτηση οριστικής πληρωμής υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 18 Ιουλίου 2002, και η πληρωμή εκ μέρους της Επιτροπής πραγματοποιήθηκε στις 27 Ιουνίου 2003, συνεπώς οι γερμανικές αρχές δεν μπορούν ευλόγως να διατείνονται ότι τα εν λόγω σχέδια ήταν επιλέξιμα βάσει του μέτρου 1.1. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εσφαλμένες λογιστικές καταχωρίσεις συνιστούν δήλωση μη επιλέξιμων δαπανών βάσει του μέτρου 2.1 της επίμαχης παρεμβάσεως, μη επιδεχόμενη τροποποίηση μετά τις 31 Μαρτίου 2003.

52      Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, για την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως αρκεί η ύπαρξη των εν λόγω παρατυπιών, χωρίς να απαιτείται ο κοινοτικός προϋπολογισμός να έχει υποστεί συγκεκριμένη χρηματοοικονομική ζημία (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, σκέψεις 25 έως 27, 31, 58 και 59).

53      Τέλος, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν περιορίστηκε απλώς στο να επικρίνει τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων που δεν ήταν ΜΜΕ στο πλαίσιο του μέτρου 2.1, αλλά διαπίστωσε ότι οι επίμαχες πράξεις ουδόλως μπορούσαν να τύχουν κοινοτικής ενισχύσεως.

54      Το εν λόγω επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

 Επί της διακρίσεως μεταξύ μισθώσεως-πωλήσεως και χρηματοδοτικής μισθώσεως και της δυνατότητας εφαρμογής των δελτίων εργασιών και των διεθνών λογιστικών προτύπων 17

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

55      Όσον αφορά τις πράξεις αριθ. 38 TelePassport Service GmbH και αριθ. 44 Schuster Kunststofftechnik GmbH για τις οποίες οι δαπάνες κρίθηκαν μη επιλέξιμες, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί τη διάκριση που γίνεται από την Επιτροπή μεταξύ μισθώσεως-πωλήσεως και χρηματοδοτικής μισθώσεως, αφενός, και τη δυνατότητα εφαρμογής του δελτίου εργασιών αριθ. 20, το οποίο επισυνάπτεται στην απόφαση 97/321/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1997, που τροποποιεί τις αποφάσεις με τις οποίες εγκρίνονται τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, τα ενιαία έγγραφα προγραμματισμού και οι κοινοτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες λαμβάνονται αναφορικά με τη Γερμανία (ΕΕ L 146, σ. 9) (στο εξής: δελτίο εργασιών αριθ. 20) και των διεθνών λογιστικών προτύπων 17, αφετέρου.

56      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η μίσθωση-πώληση δεν είναι ένα «είδος χρηματοδοτικής μισθώσεως», όπως εκτιμά η Επιτροπή. Κύριος σκοπός της συμβάσεως μισθώσεως-πωλήσεως είναι η κτήση ενός οικονομικού αγαθού, η οποία συντελείται, από λογιστικής απόψεως, κατά τη σύναψη της συμβάσεως. Όσον αφορά τη χρηματοδοτική μίσθωση, ο σκοπός της περιορίζεται απλώς στη διάθεση ορισμένου αγαθού προς χρήση, τα δε μισθώματα συνιστούν το αντάλλαγμα για την εν λόγω διάθεση του αγαθού. Ο περιορισμός της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής σε 60 δόσεις της μισθώσεως-πωλήσεως είναι, συνεπώς, αδικαιολόγητος. Εξάλλου, η τιμή που υπολογίζεται για τη μίσθωση-πώληση δεν αντιστοιχεί στη διάθεση, αλλά σε μέρος της τιμής πωλήσεως, με αποτέλεσμα η άποψη της Επιτροπής να μην επάγεται καμία διαφοροποίηση αναλόγως του αν ο δανειστής είναι τράπεζα ή ο πωλητής ενός μηχανήματος.

57      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά και εμμένει στην αυτοτελή ερμηνεία των όρων του κοινοτικού δικαίου και στην άποψη ότι η κτήση αγαθών διά μισθώσεως-πωλήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αγοραπωλησία, λαμβανομένου υπόψη ότι οι τελικοί δικαιούχοι απέκτησαν την πλήρη κυριότητα των αγαθών μόλις μετά την παρέλευση 60 μηνών και αφού κατέβαλαν όλες τις δόσεις, ενώ στην περίπτωση των οικείων σχεδίων, τούτο συνέβη μόνο μετά την περάτωση της κοινοτικής παρεμβάσεως.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

58      Κατά πάγια νομολογία, στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της, πρέπει να δίδεται αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία, με βάση τα συμφραζόμενα της διατάξεως και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑287/98, Linster, Συλλογή 2000, σ. I‑6917, σκέψη 43, και της 18ης Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro, Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11). Επιπροσθέτως, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η απόφασή της 97/321 σχετικά με την επιλεξιμότητα των δαπανών είχε ως αποδέκτη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν δικαιολογεί τη μη αυτοτελή και ενιαία ερμηνεία του περιεχομένου της, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αποτελεί μέρος ενός συνόλου δεκαπέντε παρόμοιων αποφάσεων, οι οποίες απεστάλησαν κατά την ίδια ημερομηνία στα τότε δεκαπέντε κράτη μέλη και δημοσιεύθηκαν ταυτοχρόνως.

59      Όσον αφορά την ουσία του επιχειρήματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η κτήση αγαθών στο πλαίσιο μισθώσεως-πωλήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πλήρως επιλέξιμη αγοραπωλησία, δεδομένου ότι οι τελικοί δικαιούχοι δεν κατέβαλαν τη συνολική τιμή πωλήσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου επιλεξιμότητας. Ειδικότερα, οι τελικοί δικαιούχοι απέκτησαν την πλήρη κυριότητα των αγαθών μόλις μετά την παρέλευση 60 μηνών και αφού κατέβαλαν όλες τις δόσεις, ενώ στην περίπτωση των οικείων σχεδίων, τούτο συνέβη μόνο μετά το κλείσιμο της κοινοτικής παρεμβάσεως.

60      Όσον αφορά τα διεθνή λογιστικά πρότυπα 17, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παραπομπή στα εν λόγω πρότυπα με την αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως είναι καθοριστική, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει μόνον επικουρικώς στα πρότυπα αυτά, ως γενικώς αναγνωρισμένους λογιστικούς κανόνες για την ερμηνεία του όρου «χρηματοδοτική μίσθωση».

61      Τέλος, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των δελτίων εργασιών που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 1997 (στο μέτρο που οι διατάξεις των δελτίων αυτών, που παρατίθενται στο παράρτημα τα αποφάσεως 97/321 επιβάλλουν νέες ή πρόσθετες επιβαρύνσεις στα κράτη μέλη ή στους δικαιούχους), πρέπει να διαπιστωθεί ότι η έννοια της επιλεξιμότητας δεν προβλέφθηκε με την απόφαση αυτή και ότι τα δελτία που επισυνάπτονται στην εν λόγω απόφαση κωδικοποιούν απλώς την υφιστάμενη πρακτική, καθορίζοντας για τις δαπάνες της χρηματοδοτικής μισθώσεως τον προϋφιστάμενο κανόνα, κατά τον οποίο οι μελλοντικές δαπάνες δεν είναι επιλέξιμες. Συνεπώς, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής του δελτίου αριθ. 20.

62      Το εν λόγω επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού εκ μέρους της Επιτροπής ορισμένων παρατυπιών ως συστηματικών


–       Επιχειρήματα των διαδίκων

63      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίζεται στην εσφαλμένη θέση ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο χαρακτήρισε τη συνδρομή στις μη ΜΜΕ βάσει του άξονα προτεραιότητας 2.1 του λειτουργικού προγράμματος ως συστηματικό σφάλμα. Συναφώς, προσάπτει στην Επιτροπή ότι προέβαλε το ποσοστό σφάλματος 23,88 % στο σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στον άξονα προτεραιότητας 2.1 του λειτουργικού προγράμματος λόγω του συστηματικού χαρακτήρα των σφαλμάτων, ενώ το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν καταλόγισε συστηματικά σφάλματα σε κανένα από τα ανωτέρω πέντε σχέδια. Αν δεν υπήρχε ένα τέτοιο ουσιώδες σφάλμα, η βάση υπολογισμού θα ήταν εντελώς διαφορετική. Και δεν θα μπορούσε να συναχθεί από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Επιτροπή δεν συμμερίστηκε την εκτίμηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως υποστηρίζει.

64      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

65      Όσον αφορά την προβαλλόμενη αντίφαση μεταξύ της προσβαλλομένης αποφάσεως και των συμπερασμάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το γράμμα του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88 ουδόλως προκύπτει ότι, κατά την άσκηση των προνομίων που απονέμει το άρθρο αυτό, η Επιτροπή δεσμεύεται από τις παρατηρήσεις του ελεγκτικού οργάνου. Αντιθέτως, στην Επιτροπή απόκειται να εκτιμήσει η ίδια τις διαπιστωθείσες παρατυπίες. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση απηχεί την εκτίμηση της Επιτροπής και όχι του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

66      Εξάλλου, οι εσφαλμένες λογιστικές καταχωρίσεις που αφορούν επιχειρήσεις οι οποίες δεν είναι ΜΜΕ είναι συστηματικού χαρακτήρα, στο μέτρο που απηχούν την ανεπάρκεια διαχειρίσεως, ελέγχου ή λογιστικού ελέγχου, η οποία διαπιστώθηκε επανειλημμένως και απαντάται πιθανότατα και σε μια σειρά παρεμφερών περιπτώσεων. Η Επιτροπή χαρακτήρισε, συνεπώς, ορθώς τις εσφαλμένες λογιστικές καταχωρίσεις που αφορούσαν επιχειρήσεις οι οποίες δεν ήταν ΜΜΕ ως συστηματικές παρατυπίες.

67      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το εν λόγω επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

 Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού εκ μέρους της Επιτροπής των ελέγχων του 5 % ως ανεπαρκών και επί του συναχθέντος συμπεράσματος περί ανεπάρκειας των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί την επίκριση της Επιτροπής περί ανεπάρκειας των ελέγχων του 5 %, βάσει του κανονισμού 2064/97, και εκτιμά ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί παρατυπία.

69      Πρώτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από το τελικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε από εξωτερικούς ελεγκτές βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού 2064/97, οι «έλεγχοι του 5 %» ήταν κατά το κύριο μέρος τους αξιόπιστοι και πληρούσαν τις επιταγές του άρθρου 3 του κανονισμού αυτού. Ούτε το Ελεγκτικό Συνέδριο ούτε οι εξωτερικοί ελεγκτές προσήψαν στις αρχές του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας ότι δεν τήρησαν τις επιταγές που είχε θέσει η Επιτροπή για τον έλεγχο του συστήματος.

70      Δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί την επίκριση της Επιτροπής ότι οι «κατάλογοι ελέγχου» που χρησιμοποιήθηκαν για τους ελέγχους του 5 % δεν περιελάμβαναν τις κατευθυντήριες γραμμές που περιείχαν τα δελτία εργασιών. Φρονεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές, ακόμα και χωρίς να έχουν ρητώς περιληφθεί στους καταλόγους ελέγχου, αποτελούσαν φυσικά και αναμφισβήτητα αναπόσπαστο μέρος των ελέγχων του 5 %.

71      Τρίτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκτιμά ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής είναι αντιφατική, διότι δεν περιέλαβε την επίκριση αυτή στο πρωτόκολλο «Ventura» της 23ης Ιουλίου 1998 ούτε στην έκθεσή της της 30ής Ιανουαρίου 2002.

72      Τέταρτον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επισημαίνει ότι το γεγονός ότι οι έλεγχοι του 5 % κατέδειξαν μικρότερο ποσοστό σφαλμάτων από το ποσοστό που προέκυψε από την έρευνα του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορεί από μόνο του να θέσει υπό αμφισβήτηση τα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου των αρμοδίων αρχών. Η διαφορά ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ανέλυσε τα προδήλως αδύνατα σημεία του συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου, ενώ οι έλεγχοι του 5 % ήταν τυχαίοι, όπως επέβαλε ο κανονισμός. Καίτοι ο δειγματοληπτικός έλεγχος είναι αντιπροσωπευτικός, η εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανάλυση των αδύνατων σημείων έχει ως σκοπό τον προσδιορισμό των κινδύνων.

73      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά, επισημαίνοντας ότι δεν έγινε καμία δημοσιονομική διόρθωση για την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών που είχε διαπιστώσει το Ελεγκτικό Συνέδριο στα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

74      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι ανεπάρκειες που διαπίστωσε το Ελεγκτικό Συνέδριο στα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου της επίμαχης παρεμβάσεως, στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή αρχής γενομένης από την αιτιολογική σκέψη 11 της εν λόγω αποφάσεως, δεν συνιστούν αυτοτελή λόγο μειώσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής. Η μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στηρίζεται στη διόρθωση μεμονωμένων παρατυπιών και σε δημοσιονομική διόρθωση διά προβολής όσον αφορά τις συστηματικές παρατυπίες. Καμία δημοσιονομική διόρθωση δεν έγινε για την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών που είχε διαπιστώσει το Ελεγκτικό Συνέδριο στα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου. Το επιχείρημα αυτό είναι συνεπώς αλυσιτελές.

75      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 λόγω υπολογισμού του ύψους της μειώσεως διά προβολής

 Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται στον παράνομο χαρακτήρα της προβολής που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό του ύψους της μειώσεως δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88

 Ως προς το ζήτημα αν υφίσταται δικαίωμα προβολής βάσει του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

76      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, το οποίο πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του τίτλου του, η Επιτροπή μπορεί να προβεί μόνο σε μείωση, αναστολή ή κατάργηση της οικείας ενέργειας ή του οικείου μέτρου. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού αφορά συγκεκριμένη μεμονωμένη περίπτωση, η δε παράγραφος 3 αφορά την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η δημοσιονομική διόρθωση περιορίζεται ρητώς στα ποσά τα οποία, όπως προκύπτει με σαφήνεια, έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως.

77      Προσθέτει ότι ο κανονισμός 4253/88 είναι διαφορετικός από την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ βάσει του κανονισμού 729/70, του οποίου το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, επιτρέπει ρητώς στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη, κατά τον υπολογισμό της δημοσιονομικής διορθώσεως, την έκταση των αποκλίσεων που έχουν διαπιστωθεί, τη φύση και τη βαρύτητα της παραβάσεως, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

78      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι πριν από τη δημοσίευση του κανονισμού 1260/1999, ο οποίος αφορούσε την περίοδο χρηματοδοτήσεως 2000-2006, δεν υπήρχε λεπτομερές νομικό πλαίσιο που να καθορίζει σαφώς τα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα να είναι αμφισβητήσιμη η δυνατότητα δημοσιονομικών διορθώσεων διά προβολής. Ο κανονισμός 2064/97 δεν συνιστά νομική βάση και επιπροσθέτως δεν προβλέπει καμία διαδικασία προβολής για τη διενέργεια δημοσιονομικών διορθώσεων.

79      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσθέτει ότι, το γεγονός ότι είναι συχνά αδύνατος ο επακριβής αριθμητικός προσδιορισμός των συστηματικών παρατυπιών, δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα προβολής βάσει του κανονισμού 4253/88.

80      Το Βασίλειο της Ισπανίας παραδέχεται ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή έχει ορισμένη ευχέρεια εκτιμήσεως σε σχέση με το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88. Εντούτοις, η χρησιμοποίηση της τεχνικής της προβολής συνεπάγεται τη μείωση της ενισχύσεως που έχει χορηγηθεί σε ορισμένο σχέδιο βάσει τεκμηρίου και όχι βάσει επαληθεύσεως. Μια τέτοια δυνατότητα όχι μόνο δεν προβλέπεται από το επίμαχο άρθρο, αλλά είναι αντίθετη προς το πνεύμα του και τον σκοπό που επιδιώκει. Αντιθέτως προς όσα επισημαίνει η Επιτροπή, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, C‑443/97, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑2415), δεν δικαιολόγησε την εφαρμογή της τεχνικής της προβολής. Εξάλλου, το Βασίλειο της Ισπανίας υπενθυμίζει ότι για την εν λόγω προβολή απαιτείται η διαπίστωση συστηματικών παρατυπιών βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος, γεγονός το οποίο δεν συντρέχει εν προκειμένω.

81      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει, επίσης, ότι δεν υπάρχει καμία νομική βάση για την ανωτέρω προβολή στο πλαίσιο του άρθρου 24 του κανονισμού 4235/88 και επισημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται πώς οι αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της καλόπιστης συνεργασίας, στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή, μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη διασταλτική ερμηνεία του ανωτέρω άρθρου. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να διεκδικεί νέες αρμοδιότητες διά των εσωτερικών οδηγιών, οι οποίες δεν είναι σε θέση να αποτελέσουν δικαιολογητική βάση της προβολής. Η έκταση των προνομίων της Επιτροπής δεν καθορίζεται από την ίδια, αλλά αποτελεί προνόμιο του νομοθέτη της Ένωσης. Το αντίθετο δεν συνάγεται ούτε από την προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής. Τέλος, η προβολή πρέπει να μη θίγει τις διαδικαστικές εγγυήσεις, καθόσον η τότε ισχύουσα νομοθεσία δεν προέβλεπε κανέναν αντίστοιχο κανόνα δικαίου.

82      Η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί, πρώτον, ότι κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994‑1999, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει δημοσιονομική διόρθωση διά προβολής ελλείψει εννόμου βάσεως. Συγκεκριμένα, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88 προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει δημοσιονομικές διορθώσεις μόνον ατομικώς. Τούτο διακρίνει το καθεστώς που ίσχυε για τις δημοσιονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο του ΕΤΠΑ κατά την περίοδο προγραμματισμού 1994-1999 από το καθεστώς που ισχύει για την εκκαθάριση λογαριασμών στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων. Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, το Δικαστήριο έχει δεχθεί την εφαρμογή της μεθόδου της προβολής (αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2002, C‑118/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑747, και της 4ης Μαρτίου 2004, C‑344/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2081). Συνεπώς, κατά τη νομολογία, η εφαρμογή της μεθόδου της προβολής δεν απαγορεύεται κατ’ αρχήν. Αντιθέτως, το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88 προβλέπει ρητώς ότι η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει ατομικώς δημοσιονομικές διορθώσεις μόνον όταν διαπιστώνει παρατυπία. Η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει διορθώσεις διά προβολής μόνο δυνάμει του κανονισμού 1260/1999. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η εφαρμογή της μεθόδου της προβολής απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από τον κανονισμό 4253/88.

83      Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εφαρμόζει δημοσιονομικές διορθώσεις διά προβολής στο πλαίσιο του κανονισμού 4253/88, στο μέτρο που, αφενός, ο κανονισμός αυτός δεν προβλέπει τις προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής της μεθόδου και, αφετέρου, δεν καθορίζει σχετικώς ένα πλαίσιο αυστηρών διαδικαστικών εγγυήσεων. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να έχει τη δυνατότητα εφαρμογής διορθώσεων διά προβολής, μόνον εάν χρησιμοποιεί τυχαίο και αντιπροσωπευτικό δείγμα πράξεων με ομοιογενή χαρακτηριστικά. Οι προϋποθέσεις και εγγυήσεις πρέπει να προβλέπονται με δεσμευτική πράξη και δεν αρκεί να προβλέπονται με απλές κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, η δε Επιτροπή δεν μπορεί να τις επικαλείται για να δικαιολογήσει τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της προβολής. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, αυτές οι εσωτερικές οδηγίες δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα και δεν έχουν δεσμευτική ισχύ. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποτελέσουν νομική βάση της προβολής.

84      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

85      Από το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να μειώσει τη συνδρομή για την οικεία ενέργεια ή για το οικείο μέτρο, όταν διαπιστώνει, κατόπιν της κατ’ αντιμωλίαν εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 24, παράγραφος 1, ορισμένη παρατυπία όπως μια σημαντική τροποποίηση που επηρεάζει τη φύση ή τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ενέργειας ή του μέτρου. Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 δεν διακρίνει ποσοτικώς ή ποιοτικώς τις παρατυπίες που μπορούν να επισύρουν τη μείωση μιας συνδρομής.

86      Η διάταξη αυτή παρέχει, συνεπώς, στην Επιτροπή την εξουσία μειώσεως και μεγάλη ευχέρεια εκτιμήσεως, χωρίς να θέτει όρια ως προς την επιλογή των μεθόδων που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή για τον καθορισμό του ποσού της μειώσεως.

87      Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν μπορεί να δικαιολογηθεί, εν προκειμένω, η χρησιμοποίηση της μεθόδου της προβολής.

88      Πρώτον, το ζήτημα αν το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβεί σε δημοσιονομικές διορθώσεις χρησιμοποιώντας την εν λόγω μέθοδο εξαρτάται από την ερμηνεία της φράσεως «αν επιβεβαιωθεί ότι υπάρχει αντικανονικότητα» κατά το γράμμα της εν λόγω διατάξεως.

89      Κατά την άσκηση της εξουσίας επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων, η μέθοδος που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για τον καθορισμό του αποδοτέου ποσού πρέπει να συνάδει προς τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88.

90      Σκοπός της ανωτέρω διατάξεως είναι η παροχή της δυνατότητας δημοσιονομικής διορθώσεως, όταν οι δαπάνες για τις οποίες ζητήθηκε χρηματοδότηση δεν έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα επαρκούς μειώσεως της συνδρομής.

91      Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ποσό της διορθώσεως εξαρτάται από την οικονομική ζημία που έχει υποστεί ο προϋπολογισμός της Ένωσης, όπως αυτή προκύπτει από τον έλεγχο. Η ζημία αυτή πρέπει να διορθωθεί στο σύνολό της, διότι τυχόν μη εκπλήρωση της εν λόγω υποχρεώσεως συνιστά παραβίαση της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως, την οποία οφείλουν να τηρούν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 274 ΕΚ. Συνεπώς, η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα μειώσεως της συνδρομής, στο μέτρο που τούτο αντανακλά την έκταση της παρατυπίας που διαπίστωσε στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88.

92      Επιπροσθέτως, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί σε υποθέσεις όσον αφορά τις επίμαχες παρατυπίες, αλλά οφείλει να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο ότι οι παρατυπίες αυτές δεν περιορίζονται μόνο στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που εξέτασε. Προκειμένου δε να αποδείξει ότι οι παρατυπίες δεν περιορίζονται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που εξέτασε, αρκεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρεί έναντι όλων των ελέγχων που πραγματοποίησε το οικείο κράτος μέλος. Δεν οφείλει να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια όλων των ελέγχων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 58).

93      Αυτή η ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το καθεστώς του κανονισμού 4253/88 δεν προβλέπει συστηματικό έλεγχο εκ μέρους της Επιτροπής, τον οποίο δεν είναι, εξάλλου, κατ’ ουσία σε θέση να διασφαλίσει η Επιτροπή, διότι στερείται της αναγκαίας εγγύτητας για τη λήψη των αναγκαίων πληροφοριών από τους επιχειρηματίες.

94      Οσάκις η Επιτροπή προσκομίζει επαρκή στοιχεία που να εγείρουν σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες για το σύνολο των εθνικών ελέγχων, εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να αποδείξει την ανακρίβεια αυτών που υποστηρίζει η Επιτροπή, προσκομίζοντας λεπτομερέστερα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά αποτελέσματα των ελέγχων. Αν το κράτος μέλος δεν προσκομίσει τέτοια στοιχεία, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι οι παρατυπίες δεν περιορίζονταν μόνο στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που εξέτασε.

95      Η απόφαση περί μειώσεως πρέπει να αντανακλά την εν λόγω συστηματική διάσταση των παρατυπιών. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της πληροφορίες για το σύνολο των ελέγχων που έχει διενεργήσει το οικείο κράτος μέλος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η χρησιμοποίηση της μεθόδου της προβολής αποτελεί το επαρκέστερο μέσο για τη διασφάλιση των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88. Εφόσον αποδεικνύεται η συστηματική διάσταση των παρατυπιών, η μείωση της συνδρομής δεν στηρίζεται, κατά συνέπεια, σε απλή υπόθεση της Επιτροπής, αλλά σε αποδεδειγμένο γεγονός.

96      Η Επιτροπή εξακολουθεί, πάντως, να οφείλει να τηρεί τους κανόνες δικαίου της Ένωσης που απορρέουν ιδίως από την αρχή της αναλογικότητας. Το ζήτημα αν τήρησε την αρχή αυτή κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα εξεταστεί κατωτέρω στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

97      Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 δεν απαγορεύει την εκ μέρους της Επιτροπής χρησιμοποίηση της μεθόδου της προβολής για τη θεμελίωση δημοσιονομικής διορθώσεως.

98      Εξάλλου, καίτοι ο κανονισμός 2064/97 δεν προβλέπει τη διενέργεια δημοσιονομικών διορθώσεων διά προβολής, τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι ο κανονισμός αυτός συνιστά εκτελεστικό κανονισμό που στηρίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 4253/88, το οποίο καθορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν τα εφαρμοζόμενα από τα κράτη μέλη συστήματα δημοσιονομικού ελέγχου στον τομέα των μέτρων που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία.

99      Το εν λόγω επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Ως προς το ζήτημα αν υφίσταται δικαίωμα προβολής βάσει εσωτερικών οδηγιών


–       Επιχειρήματα των διαδίκων

100    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι, επίσης, της γνώμης ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τη μέθοδο της προβολής βάσει εσωτερικών οδηγιών της, ιδίως, λόγω του αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα τους και διότι δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

101    Επίσης, το περιεχόμενο των εν λόγω οδηγιών δεν είναι αποδεκτό από τα κράτη μέλη, τα οποία έχουν επανειλημμένως προβάλει αντιρρήσεις. Η Επιτροπή δεν μπορεί, συνεπώς, να επικαλείται ένα κανονιστικό κείμενο το οποίο δεν έχει εγκριθεί από τα κράτη μέλη.

102    Τέλος, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται με την αιτιολογική σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι δεν προβλέπονται οι προϋποθέσεις και το μέγιστο ποσό των εφάπαξ διορθώσεων ή των διορθώσεων διά προβολής και δεν καθορίζεται καμία μέθοδος υπολογισμού.

103    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

104    Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88. Ακολούθως, από την προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις εσωτερικές οδηγίες ως νομική βάση της εν λόγω αποφάσεως.

105    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έχει εξετάσει το ζήτημα της ισχύος των εσωτερικών οδηγιών στο πλαίσιο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Ισπανία κατά Επιτροπής. Το Βασίλειο της Ισπανίας είχε ζητήσει την ακύρωση των εσωτερικών οδηγιών, εκτιμώντας ότι βαρύνουν τα κράτη μέλη επαπειλώντας νέες χρηματικές ποινές και ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια για την έκδοση τέτοιου είδους πράξεων.

106    Η Επιτροπή προέβαλε την ένσταση απαραδέκτου, υποστηρίζοντας ότι οι εσωτερικές οδηγίες δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη πρόσθετες υποχρεώσεις σε σχέση με εκείνες που ήδη προβλέπει το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88, ότι δεν επηρεάζουν την προϋφιστάμενη νομική κατάσταση και ότι δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.

107    Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, η Επιτροπή δικαιούται να μειώσει ή να αναστείλει τη συνδρομή. Επισημαίνει ότι τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να εκδώσει εσωτερικές οδηγίες σχετικά με τις δημοσιονομικές διορθώσεις στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88 και να αναθέσει στις οικείες υπηρεσίες την εφαρμογή τους. Οι εσωτερικές οδηγίες επισημαίνουν, συνεπώς, τις γενικές γραμμές βάσει των οποίων η Επιτροπή προτίθεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88, να εκδίδει τελικώς ατομικές αποφάσεις, των οποίων η νομιμότητα μπορεί να αμφισβητείται από το οικείο κράτος μέλος ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Κατά τη νομολογία, παρόμοια πράξη της Επιτροπής, η οποία απηχεί απλώς την πρόθεσή της να ακολουθήσει συγκεκριμένη γραμμή συμπεριφοράς κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που της απένειμε το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88, δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως σκοπούσα στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 114/86, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 5289, σκέψη 13, και της 5ης Μαΐου 1998, C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι‑2265, σκέψη 28).

108    Τέτοιες κατευθυντήριες γραμμές απηχούν απλώς την πρόθεση της Επιτροπής να ακολουθήσει συγκεκριμένη γραμμή συμπεριφοράς κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που της απονέμει το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88.

109    Το Δικαστήριο συμπεραίνει εκ των ανωτέρω ότι οι εσωτερικές οδηγίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πράξη σκοπούσα στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων και, ως εκ τούτου, η προσφυγή ακυρώσεως του Βασιλείου της Ισπανίας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

110    Συνεπώς, κρίνοντας την προσφυγή απαράδεκτη για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, το Δικαστήριο διέκρινε τις εσωτερικές οδηγίες από τις ατομικές αποφάσεις που εκδίδονται βάσει αυτών.

111    Από την προπαρατεθείσα νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να παραπέμπει στις εσωτερικές οδηγίες για να ενισχύει τη διαφάνεια των ατομικών αποφάσεων που απευθύνονται στα κράτη μέλη. Επιπροσθέτως, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 104 ανωτέρω, το άρθρο 24 του κανονισμού 4253/88 αποτελεί τη μόνη νομική βάση που εκθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση.

112    Το εν λόγω επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

113    Το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς και στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε, εν προκειμένω, να προβεί σε προβολή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

114    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η προβολή στηρίζεται σε μη αντιπροσωπευτικό δείγμα. Ειδικότερα, φρονεί ότι από κανένα σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι οι έλεγχοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στους οποίους η Επιτροπή στηρίζει τα συμπεράσματά της, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας αντιπροσωπευτικού ελέγχου διά δειγματοληψίας, διαδικασία την οποία δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει. Ενώ με τη διαδικασία στατιστικής δειγματοληψίας επιδιώκεται η συνολική εκτίμηση βάσει αντιπροσωπευτικών συνηθισμένων περιπτώσεων, η ανάλυση των αδύνατων σημείων παρέχει εκ προοιμίου τη δυνατότητα επιλογής του είδους του ελέγχου και των επιδιωκόμενων σκοπών. Η Επιτροπή, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, επέδειξε συμπεριφορά αντίθετη προς την επιβαλλόμενη βάσει του σημείου 6 των εσωτερικών οδηγιών της και βάσει της σκέψεως 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

115    Όσον αφορά τον παραλληλισμό στον οποίο προέβη η Επιτροπή με το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή παρέλειψε το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που εφαρμόζονται στον τομέα αυτό παρέχουν τη δυνατότητα μέγιστης προβολής της τάξεως του 10 % μόνο σε περίπτωση που υφίσταται κίνδυνος υπερβολικά μεγάλης και γενικευμένης ζημίας. Εν προκειμένω, το ποσοστό ήταν 23,88 % και δεν προβλήθηκε η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου.

116    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

117    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, προκειμένου να καθορίσει το δείγμα βάσει του οποίου πραγματοποίησε τον έλεγχό του, ενήργησε σύμφωνα με το πρόγραμμα ελέγχου DAS 2003 και τις εσωτερικές οδηγίες του, επιλέγοντας τυχαία 30 πράξεις εκ των οποίων οι 28 ενέπιπταν στο μέτρο 2.1, το δε μέγεθος του δείγματος επελέγη βάσει του είδους του Ταμείου.

118    Όπως προκύπτει, οι έλεγχοι που πραγματοποίησε το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι κατάλληλοι, αντικειμενικοί και αντιπροσωπευτικοί και το Ελεγκτικό Συνέδριο εργάστηκε βάσει μιας μεθόδου αντιπροσωπευτικής δειγματοληψίας, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να δικαιούται να προβεί σε προβολή.

119    Εξάλλου, οι οδηγίες που αφορούν το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων δεν μπορούν να εφαρμοστούν εν προκειμένω, για τον πρόσθετο λόγο ότι τα ποσοστά που εκθέτει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εφαρμόζονται στις εφάπαξ διορθώσεις και όχι στις διορθώσεις διά προβολής. Σκοπός της προβολής είναι η αποφυγή εφάπαξ διορθώσεων, και αντ’ αυτής η προβολή του ποσοστού σφάλματος σε αντιπροσωπευτικό δείγμα επί του συνολικού πληθυσμού από τον οποίο προήλθε το δείγμα.

120    Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί όπως και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην απουσία επιτόπιων ελέγχων της Επιτροπής πριν από τη διενεργηθείσα μείωση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

121    Κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το γεγονός ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στην ανάλυση των αδύνατων σημείων συνιστά σοβαρή διαδικαστική πλημμέλεια, κατά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, το οποίο θέτει δεσμευτικό διαδικαστικό κανόνα που επιβάλλει επιτόπιο δειγματοληπτικό έλεγχο των δράσεων που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία. Η ανάλυση των αδύνατων σημείων εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη διαδικασία ελέγχων διά αντιπροσωπευτικών δειγματοληψιών που διενεργούν οι υπηρεσίες της Επιτροπής.

122    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

123    Όσον αφορά την επίκριση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με τη μη πραγματοποίηση ελέγχων από την ίδια την Επιτροπή, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88 προβλέπει ότι, αν η εκτέλεση ενέργειας ή μέτρου δικαιολογεί τμήμα μόνο της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει χορηγηθεί, «η Επιτροπή προβαίνει σε εξέταση».

124    Εντούτοις, η συναγωγή από την εν λόγω διατύπωση του συμπεράσματος ότι η Επιτροπή οφείλει να πραγματοποιεί η ίδια τους απαιτούμενους ελέγχους θα ήταν μια υπερβολικά αυστηρή ερμηνεία η οποία θα παραβίαζε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, επαγόμενη τον κατακερματισμό των ελέγχων και, κατ’ επέκταση, την απώλεια κοινοτικών πόρων.

125    Επιπροσθέτως, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή, κατά την εκτέλεση της αποστολής του ελέγχου της χρήσεως των κοινοτικών ταμείων, δικαιούται να χρησιμοποιεί διάφορες πηγές πληροφοριών. Το Γενικό Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι αρκεί η απλή παραπομπή σε στοιχεία που συνέλεξαν οι εθνικές αρχές. Όπως επισημάνθηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑199/99, Sgaravatti Mediterranea κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑3731, σκέψη 45), όταν οι εθνικές αρχές προβαίνουν σε ενδελεχή έλεγχο της τηρήσεως των χρηματοδοτικών υποχρεώσεων του δικαιούχου κοινοτικής επιδοτήσεως, η Επιτροπή μπορεί νομίμως να στηριχθεί στις εμπεριστατωμένες πραγματικές διαπιστώσεις τους και να καθορίσει βάσει αυτών αν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη παρατυπιών που δικαιολογούν την επιβολή κυρώσεως βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, όπως έχει τροποποιηθεί. Η νομολογία αυτή επικυρώθηκε με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T‑154/06, Ιταλία κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 42).

126    Αντιθέτως, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη δεν θα υποστούν καμία ζημία από διαδικαστικής ή ουσιαστικής απόψεως, από την επιλογή του είδους των ελέγχων και των προσώπων που τους διενεργούν. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν είναι ισοδύναμες οι διαδικαστικές εγγυήσεις και οι πρακτικές συνέπειες των ελέγχων που πραγματοποίησε το Ελεγκτικό Συνέδριο.

127    Όσον αφορά τις δικονομικές εγγυήσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο ειδών έλεγχοι που πραγματοποίησαν η Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι συγκρίσιμοι. Στις εν λόγω δύο περιπτώσεις, πρέπει να τηρούνται τα δικαιώματα άμυνας, να εφαρμόζονται κανόνες ελέγχου υψηλού επιπέδου, το κράτος μέλος πρέπει να ενημερώνεται πριν από την πραγματοποίηση επιτόπιου ελέγχου, οι εκπρόσωποι των εθνικών αρχών μπορούν να συμμετέχουν στον έλεγχο και το οικείο κράτος μέλος πρέπει να καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των αποτελεσμάτων του ελέγχου.

128    Αντιθέτως, οι προβλέψιμες πρακτικές συνέπειες των δύο ειδών ελέγχων δεν είναι συγκρίσιμες, καθόσον η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν έχει δεσμευτική ισχύ και οι δημοσιονομικές διορθώσεις δεν μπορούν να επιβληθούν αμέσως βάσει αυτής.

129    Πράγματι, το Ελεγκτικό Συνέδριο και η Επιτροπή έχουν διακριτό ρόλο στη διαδικασία του κοινοτικού προϋπολογισμού. Κατά το άρθρο 246 ΕΚ, το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζει τον έλεγχο των λογαριασμών. Κατά το άρθρο 248, παράγραφος 1, ΕΚ, ελέγχει το σύνολο των εσόδων και των εξόδων της Κοινότητας και εγχειρίζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο δήλωση που βεβαιώνει την ακρίβεια των λογαριασμών και τη νομιμότητα και κανονικότητα των σχετικών πράξεων. Συνεπώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο οφείλει, μεταξύ άλλων, να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής διαχείριση των πόρων των κοινοτικών ταμείων. Το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπιστώνει την υφιστάμενη κατάσταση και υποβάλλει συστάσεις για τη βέλτιστη διαχείριση των κεφαλαίων. Η Επιτροπή έχει συμπληρωματικό ρόλο, ο οποίος συνίσταται στην ανάκτηση των πόρων, όταν διαπιστώνονται παρατυπίες κατά την εφαρμογή των σχεδίων.

130    Ως εκ τούτου, από συστηματικής απόψεως, δεν ταυτίζονται οι ρόλοι και τα καθήκοντα των δύο οργάνων και η Επιτροπή δεν μπορεί να υιοθετεί αυτομάτως τα συμπεράσματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

131    Κατά κανόνα συνάγεται ότι ο έλεγχος που απαιτείται από το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88 δεν είναι απαραίτητο να διενεργείται από μονίμους ή εκτάκτους υπαλλήλους της Επιτροπής. Η Επιτροπή οφείλει εντούτοις, αφενός, να διασφαλίζει ότι οι διορθώσεις που πραγματοποιεί, βάσει των ελέγχων που διενεργούν τρίτοι, δεν είναι αυτόματες, αλλά στηρίζονται στην ανάλυση των δεδομένων και των αποτελεσμάτων των ελέγχων σε συνεργασία με το οικείο κράτος μέλος και, αφετέρου, να εκδίδει την απόφασή της βάσει των εν λόγω ελέγχων και διαδοχικών διαβουλεύσεων.

132    Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν, κατά τη διοικητική διαδικασία, στο πλαίσιο συνεργασίας με τις εθνικές αρχές, η Επιτροπή παρέσχε πράγματι στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του επί των διαπιστώσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και επί των διορθώσεων που σκόπευε να επιβάλει βάσει των εν λόγω διαπιστώσεων.

133    Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, μετά τον λογιστικό έλεγχο, οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξέτασαν, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88, τη βάση των διαπιστώσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ζήτησαν από τις γερμανικές αρχές να τους παράσχουν πληροφορίες και συμπληρωματικά στοιχεία. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής απέστειλαν στις γερμανικές αρχές τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου με έγγραφο της 19ης Οκτωβρίου 2006. Οι γερμανικές αρχές απάντησαν με έγγραφο της 5ης Ιανουαρίου 2007, προβάλλοντας αντιρρήσεις στην εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων διά προβολής στο πλαίσιο των λειτουργικών προγραμμάτων για την περίοδο 1994-1999. Με έγγραφο της 23ης Απριλίου 2007, η Επιτροπή κάλεσε τις γερμανικές αρχές σε διμερή συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 8 Μαΐου 2007 στις Βρυξέλλες. Κατά την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την εφαρμογή δημοσιονομικής διορθώσεως δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία. Εντούτοις, οι γερμανικές αρχές ανέλαβαν την υποχρέωση να παράσχουν, εντός των δύο εβδομάδων που έπονταν της συναντήσεως, άλλα πειστικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών και δράσεων. Οι πληροφορίες αυτές διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2007.

134    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέσχε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τη δυνατότητα να εκφράσει επαρκώς τις απόψεις της επί των συμπερασμάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και εξέτασε δεόντως τη συγκεκριμένη περίπτωση στο πλαίσιο της συνεργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88, μειώνοντας μεταξύ άλλων το ποσό των αρχικώς προβλεπομένων δημοσιονομικών διορθώσεων (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

135    Συνεπώς, μετά την εν λόγω διαδικασία, η Επιτροπή υιοθέτησε κατ’ ουσίαν τα αποτελέσματα του ελέγχου που είχε πραγματοποιήσει το Ελεγκτικό Συνέδριο και τήρησε, εν πάση περιπτώσει, τις διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ του κράτους μέλους.

136    Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως.

4.     Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της συνεργασίας λόγω μη διατυπώσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, επιφυλάξεων όσον αφορά την εσφαλμένη λογιστική μεταχείριση των επιχειρήσεων που δεν ήταν ΜΜΕ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

137    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη, με την απόφαση της 5ης Αυγούστου 1994, την απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1996 ή την απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με τη λογιστική καταχώριση ως ΜΜΕ επιχειρήσεων που απασχολούσαν πάνω από 500 εργαζομένους, δημιουργώντας ευλόγως την πεποίθηση στις γερμανικές αρχές ότι η Επιτροπή δεν θα προβάλει συναφώς αντιρρήσεις. Η Επιτροπή, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι εν μέρει υπεύθυνη για όσα επικρίνει. Η επιβληθείσα εκ μέρους της Επιτροπής προβολή, η οποία στηριζόταν στην ύπαρξη συστηματικών σφαλμάτων, συνισταμένων στην εσφαλμένη λογιστική καταχώριση των δημοσιονομικών συνδρομών για τις ΜΜΕ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ευθύνη της, παραβιάζει προφανώς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της καλόπιστης συνεργασίας.

138    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι η παράλειψη της Επιτροπής είναι ακόμα πιο σημαντική για τον λόγο ότι το 1997 και το 1999 η Επιτροπή έλαβε τις ετήσιες εκθέσεις σχετικά με την αξιολόγηση των παρεμβάσεων του ΕΤΠΑ, στις οποίες περιλαμβάνονταν επιχειρήσεις που απασχολούσαν τουλάχιστον 500 εργαζομένους στο πλαίσιο του μέτρου για τις ΜΜΕ, χωρίς να ασκήσει καμία κριτική. Στην τελική έκθεση του 2002 δεν γινόταν, επίσης, καμία κριτική επί του θέματος αυτού.

139    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

140    Όπως υπομνήσθηκε στο πλαίσιο εξετάσεως των προηγούμενων λόγων ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 37 και 39 ανωτέρω), τα κράτη μέλη είναι, καταρχάς, υπεύθυνα για τη διασφάλιση της προσήκουσας υλοποιήσεως των δράσεων που χρηματοδούνται από το ΕΤΠΑ.

141    Επιπροσθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανονισμός 4253/88 δεν προβλέπει κανένα δικονομικό κανόνα ο οποίος να εξαρτά το δικαίωμα της Επιτροπής να μειώνει ή να καταργεί τη συνδρομή από την προϋπόθεση της άρσεως των αμφιβολιών σχετικά με τη χρηστή διαχείριση του προγράμματος πριν από το κλείσιμο της παρεμβάσεως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 79 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑176/06, Sviluppo Italia Basilicata κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

142    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2005, T‑347/03, Branco κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2555, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 23ης Φεβρουαρίου 2006, T‑282/02, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑319, σκέψη 77).

143    Καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή της παρέσχε διαβεβαιώσεις ότι οι επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 500 εργαζομένους θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ΜΜΕ και να τύχουν, ως εκ τούτου, χρηματοδοτικής συνδρομής. Κατά συνέπεια, δεν παραβιάστηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

144     Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η ανοχή προγενέστερων παρατυπιών δεν θεμελιώνει, βάσει της αρχής της ασφάλειας δικαίου ή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κανένα δικαίωμα του οικείου κράτους μέλους να απαιτεί την ίδια αντιμετώπιση και για τις τρέχουσες παρατυπίες (προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 68).

145    Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

5.     Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω υπέρμετρης μειώσεως της συνδρομής που αποφάσισε η Επιτροπή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

146    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε τη γενική αρχή της αναλογικότητας, προβαίνοντας σε υπέρμετρη μείωση διά προβολής που αφορούσε το σύνολο της περιόδου προγραμματισμού. Συγκεκριμένα, τα σφάλματα που διαπίστωσε το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν μπορούν, κατά τη γνώμη της, να δικαιολογήσουν τη γενική επίκριση περί δυσλειτουργίας των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας κατά τη διάρκεια των ετών 1994 έως 1999. Η διαπίστωση αυτή δεν συνάδει με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής το 1998 και το 2002, καθώς και με την τελική έκθεση ελεγκτών έναντι της οποίας η Επιτροπή δεν προέβαλε καμία αντίρρηση. Η τελική πληρωμή της 23ης Ιουνίου 2003 πραγματοποιήθηκε για τον λόγο ακριβώς ότι η Επιτροπή δεν είχε διατυπώσει ουσιαστικές επιφυλάξεις σχετικά με το σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου.

147    Επιπροσθέτως, ακόμα και αν η χρηματοδοτική μίσθωση και η μίσθωση-πώληση ενέπιπταν στο ίδιο πλαίσιο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπήγαγε τη χρηματοδοτική μίσθωση σε κανονιστικούς περιορισμούς μόλις από 1ης Μαΐου 1997.

148    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκτιμά ότι η προβολή δεν είναι αποδεκτή ούτε στην περίπτωση της Tralag Landmaschinen GmbH, διότι η εν λόγω επιχείρηση έλαβε συμπληρωματική ενίσχυση κατά 15 % δυνάμει του 24ου σχεδίου-πλαισίου, ενώ το σχέδιο αυτό τέθηκε σε εφαρμογή μόλις στις 17 Μαρτίου 1995.

149    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

150    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν είχε διατυπώσει ουσιαστικές επιφυλάξεις σχετικά με το σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το επιχείρημα αυτό αφορά, κατ’ ουσίαν, την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα για προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Branco κατά Επιτροπής, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, σκέψη 77).

151    Όμως από τον φάκελο της υποθέσεως ή τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν προκύπτει ότι αυτή έλαβε τις εν λόγω συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Επιτροπής. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

152    Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εν λόγω αρχή επιτάσσει οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην βαίνουν πέραν των ορίων του πρόσφορου και αναγκαίου για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού. Συγκεκριμένα, βάσει της αρχής αυτής, σε περίπτωση παραβάσεως υποχρεώσεως της οποίας η τήρηση έχει θεμελιώδη σημασία για την εύρυθμη λειτουργία ενός κοινοτικού συστήματος, η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να είναι η απώλεια δικαιώματος προβλεπομένου από τη νομοθεσία της Ένωσης, όπως είναι το δικαίωμα χρηματοδοτικής συνδρομής (προπαρατεθείσα απόφαση Sgaravatti Mediterranea κατά Επιτροπής, σκέψεις 134 και 135).

153    Συναφώς, από πάγια νομολογία σχετικά με το ΕΓΤΠΕ, η οποία ισχύει κατ’ αναλογία και εν προκειμένω, προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί ακόμα και να αρνηθεί την επιβάρυνση των Ταμείων με το σύνολο των δαπανών, αν διαπιστώσει ότι δεν υφίστανται επαρκείς μηχανισμοί ελέγχου (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑263/98, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑6063, σκέψη 125). Εντούτοις, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί να μη βαίνουν οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την πραγματοποίηση του σκοπού που επιδιώκουν (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland, Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 25). Αν, στο πλαίσιο της αποστολής της που συνίσταται στην εκκαθάριση των λογαριασμών, η Επιτροπή, αντί να αρνηθεί τη χρηματοδότηση του συνόλου των δαπανών, προσπαθεί να θεσπίσει κανόνες που σκοπούν να επιφέρουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου που συνιστούν για το ΕΓΤΠΕ οι διάφορες διαβαθμίσεις της ελλείψεως ελέγχου, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι τα κριτήρια αυτά είναι αυθαίρετα και άδικα (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1996, C‑50/94, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑3331, σκέψη 28).

154    Συνεπώς, τίποτα δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να επιβάλει δημοσιονομικές διορθώσεις.

155    Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε, με το σημείο 6 των εσωτερικών οδηγιών, ότι, όταν πρόκειται να προβεί σε πρόβλεψη, οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ιδιομορφία της εμπλεκομένης στην ως άνω υστέρηση διοικητικής δομής, την πιθανή έκταση των καταχρήσεων, τη συχνότητά τους καθώς και τα αποτελέσματά τους.

156    Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω (βλ. σκέψη 85), η Επιτροπή έχει ορισμένη διακριτική ευχέρεια βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, η οποία της παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμενες να διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως που προβλέπει το άρθρο 274 ΕΚ, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.

157    Όπως επισημάνθηκε επίσης ανωτέρω, η Επιτροπή ανέλυσε τα αποτελέσματα των ελέγχων που είχε πραγματοποιήσει το Ελεγκτικό Συνέδριο και μείωσε πράγματι το ποσό των αρχικώς προβλεπομένων διορθώσεων.

158    Εν προκειμένω, μεγάλο μέρος των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν μετά τις διαβουλεύσεις με τις γερμανικές αρχές, όπως η εσφαλμένη λογιστική καταχώριση επιχειρήσεων που δεν ήταν ΜΜΕ ή ο απαράδεκτος χαρακτήρας των δαπανών που δηλώθηκαν στο πλαίσιο συμβάσεων μισθώσεως, απηχεί μια συστηματική ανεπάρκεια διαχειρίσεως, ελέγχου ή λογιστικού ελέγχου όσον αφορά το μέτρο 2.1, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου προγραμματισμού 1994-1999. Και είναι πολύ πιθανό ότι η ανεπάρκεια αυτή απαντάται και σε μια σειρά παρεμφερών περιπτώσεων. Συνεπώς, η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς τη μέθοδο της προβολής, κυρίως λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που αποδίδεται στην ορθή λειτουργία της εθνικής διοικήσεως, η οποία είναι, καταρχάς, υπεύθυνη για τη διασφάλιση της προσήκουσας εφαρμογής των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από τα Ταμεία (βλ. σκέψεις 37 και 39 ανωτέρω) και η οποία, όπως έχει υπομνησθεί επανειλημμένως στο πλαίσιο του κανονισμού 4253/88, πρέπει να ενεργεί σε συνεργασία με την Επιτροπή.

159    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

160    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

161    Καθόσον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

162    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι παρεμβαίνοντες φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Σεπτεμβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 λόγω μη συνδρομής των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη διενέργεια μειώσεως

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι τα καταλογιστέα σε βάρος των εθνικών αρχών διοικητικά σφάλματα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς και στηρίζεται στην αμφισβήτηση της υπάρξεως των παρατυπιών που διαπίστωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση

Επί των εσφαλμένων εκτιμήσεων της Επιτροπής σχετικά με τον μη επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών που αφορούν προγράμματα για επιχειρήσεις που δεν είναι ΜΜΕ

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της διακρίσεως μεταξύ μισθώσεως-πωλήσεως και χρηματοδοτικής μισθώσεως και της δυνατότητας εφαρμογής των δελτίων εργασιών και των διεθνών λογιστικών προτύπων 17

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού εκ μέρους της Επιτροπής ορισμένων παρατυπιών ως συστηματικών

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού εκ μέρους της Επιτροπής των ελέγχων του 5 % ως ανεπαρκών και επί του συναχθέντος συμπεράσματος περί ανεπάρκειας των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2. Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 λόγω υπολογισμού του ύψους της μειώσεως διά προβολής

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο στηρίζεται στον παράνομο χαρακτήρα της προβολής που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό του ύψους της μειώσεως δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88

Ως προς το ζήτημα αν υφίσταται δικαίωμα προβολής βάσει του άρθρου 24 του κανονισμού 4253/88

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Ως προς το ζήτημα αν υφίσταται δικαίωμα προβολής βάσει εσωτερικών οδηγιών

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς και στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε, εν προκειμένω, να προβεί σε προβολή

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην απουσία επιτόπιων ελέγχων της Επιτροπής πριν από τη διενεργηθείσα μείωση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

4. Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και της συνεργασίας λόγω μη διατυπώσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, επιφυλάξεων όσον αφορά την εσφαλμένη λογιστική μεταχείριση των επιχειρήσεων που δεν ήταν ΜΜΕ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

5. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω υπέρμετρης μειώσεως της συνδρομής που αποφάσισε η Επιτροπή

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.