Language of document : ECLI:EU:T:2013:446

Υπόθεση T‑396/10

Zucchetti Rubinetteria SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Βελγική, γερμανική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική και αυστριακή αγορά ειδών υγιεινής για μπάνια – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Συντονισμός σε αυξήσεις τιμών και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών – Έννοια της παράβασης – Ενιαία παράβαση – Σχετική αγορά – Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων – Σοβαρότητα – Συντελεστές»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Συνεκτίμηση των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων – Όρια – Τήρηση των γενικών αρχών δικαίου

(Άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

2.      Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Έννοια – Σφαιρική σύμπραξη – Κριτήρια – Ενιαίος στόχος – Τρόπος διαπράξεως της παραβάσεως – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Υποχρέωση οριοθετήσεως της σχετικής αγοράς – Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

4.      Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Συντονισμός και συνεργασία που δεν συμβιβάζονται με την υποχρέωση να καθορίζει κάθε επιχείρηση αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά – Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών – Αντικείμενο ή αποτέλεσμα νοθεύον τον ανταγωνισμό – Τεκμήριο – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως – Περιορισμένη συμμετοχή – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29, τρίτη περίπτωση)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή – Υπολογισμός του βασικού ποσού του προστίμου – Συνυπολογισμός των χαρακτηριστικών της παραβάσεως, εκτιμώμενης συνολικά

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 9 έως 11 και 21 έως 23)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Καθορισμός του προστίμου κατ’ αναλογία προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Βαρύτητα της συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως – Διάκριση – Σύμπραξη που περιλαμβάνει διάφορα σκέλη

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 17, 143-145)

2.      Σε υποθέσεις ανταγωνισμού, παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν προκύπτει μόνον από μεμονωμένες συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αντιμετωπίζονται από πλευράς κυρώσεων ως χωριστές παραβάσεις, αλλά και από σειρά συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών που συνδέονται μεταξύ τους κατά τέτοιον τρόπο ώστε πρέπει να θεωρούνται ως συστατικά στοιχεία ενιαίας παράβασης. Προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη ενιαίας παράβασης, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι οι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές, μολονότι αφορούν χωριστά προϊόντα, υπηρεσίες ή εδάφη, εντάσσονται σε συνολικό σχέδιο το οποίο εκτελείται ηθελημένα από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις που προσβλέπουν από κοινού στην επίτευξη αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σκοπού.

Στο πλαίσιο της εξέτασης του ζητήματος αν οι επίμαχες παράνομες πρακτικές συνιστούν πλείονες παραβάσεις ή μία ενιαία παράβαση, πρέπει να εξετάζεται όχι το αν οι επίμαχες πρακτικές αφορούν προϊόντα εμπίπτοντα σε μία και την αυτή αγορά, αλλά το αν οι επιχειρήσεις αυτές καθαυτές αντιμετώπιζαν τις εν λόγω πρακτικές ως μέρος συνολικού σχεδίου.

Η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι οι τρεις υποκατηγορίες των οικείων προϊόντων αποτελούν αντικείμενο ενιαίας παράβασης, μολονότι αφορούν χωριστές αγορές προϊόντων.

Η διαπίστωση ότι οι τρεις υποκατηγορίες των οικείων προϊόντων δεν αφορούν μία και την αυτή αγορά προϊόντων, καθόσον δεν χωρεί αμοιβαία υποκατάστασή τους από πλευράς προσφοράς ή ζήτησης και δεδομένου ότι διαφέρουν από άποψης τεχνολογικής, εμπορικής και αισθητικής, δεν κλονίζει τα πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω εναρμονισμένες πρακτικές πρέπει να εκληφθούν ως αποτελούσες τμήμα ενιαίας παράβασης, λαμβανομένης υπόψη της μεταξύ τους αλληλεξάρτησης και της ύπαρξης του εφαρμοσθέντος συνολικού σχεδίου.

(βλ. σκέψεις 25, 26, 30, 31, 36)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 28, 38)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 53-59, 89-92, 95)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 84, 132, 133)

6.      Σε υποθέσεις ανταγωνισμού, όπως προκύπτει από τα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, η μέθοδος που εφαρμόζει η Επιτροπή για τον καθορισμό των προστίμων περιλαμβάνει δύο στάδια. Καταρχάς, η Επιτροπή καθορίζει ένα βασικό ποσό για κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων. Ακολούθως, μπορεί να προσαρμόσει αναλόγως το βασικό αυτό ποσό, αυξάνοντας ή μειώνοντάς το σε σχέση με τις επιβαρυντικές ή τις ελαφρυντικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τη συμμετοχή καθεμιάς από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

Όσον αφορά, ειδικότερα, το πρώτο στάδιο της μεθόδου καθορισμού των προστίμων, σύμφωνα με τα σημεία 21 έως 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη (στο εξής: συντελεστής «σοβαρότητα της παράβασης») καθορίζεται μεταξύ 0 έως 30 %, αφού συνεκτιμηθούν ορισμένοι παράγοντες όπως η φύση της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των ενδιαφερομένων, η γεωγραφική έκταση της παράβασης και το αν εφαρμόστηκε ή όχι, λαμβανομένου υπόψη ότι οι συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών, περί κατανομής της αγοράς και περί περιορισμού της παραγωγής καταλέγονται, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Στο σημείο 25 των κατευθυντήριων γραμμών διευκρινίζεται ότι, ως μέτρο αποτρεπτικού χαρακτήρα, η Επιτροπή θα περιλάβει στο βασικό ποσό ένα ποσοστό βάσει του οποίου θα υπολογίζεται ένα επιπλέον ποσό (στο εξής: συντελεστής «επιπλέον ποσό») που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 και 25 % επί της αξίας των πωλήσεων, λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων παραγόντων.

Συνεπώς, η διαφορά σε επίπεδο γεωγραφικής έκτασης που απορρέει από τη συμμετοχή επιχειρήσεων, αφενός, στην ενιαία παράβαση στο σύνολό της που καλύπτει έξι χώρες της Ένωσης, και, αφετέρου, στο έδαφος ενός και μόνο κράτους μέλους, δικαιολογεί την εφαρμογή χωριστών συντελεστών «σοβαρότητα της παράβασης» και «επιπλέον ποσό». Πράγματι, μια παράβαση που καλύπτει έξι χώρες της Ένωσης και αφορά τρεις υποκατηγορίες προϊόντων δεν μπορεί βασίμως να θεωρηθεί ίσης σοβαρότητας με μια παράβαση που τελέστηκε στο έδαφος ενός μόνον κράτους μέλους και αφορά δύο υποκατηγορίες προϊόντων. Λαμβανομένης υπόψη της έκτασης των αποτελεσμάτων της στον ανταγωνισμό εντός της Ένωσης, αυτή η πρώτη παράβαση πρέπει να θεωρηθεί σοβαρότερη από τη δεύτερη.

(βλ. σκέψεις 103, 104, 118)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 111)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 120, 121)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 123)