Language of document : ECLI:EU:T:2022:558

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας, Τρινιδάδ και Τομπάγκο και Ηνωμένων Πολιτειών – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1688 – Άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3 και 5 έως 8, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 – Πωλήσεις που πραγματοποιούνται μέσω συνδεδεμένων εταιριών – Κατασκευή της τιμής εξαγωγής – Ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης – Υπολογισμός της υποτιμολόγησης – Αιτιώδης συνάφεια – Άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 2016/1036 – Υπολογισμός του περιθωρίου ζημίας – Εξάλειψη της ζημίας»

Στην υπόθεση T‑744/19,

Methanol Holdings (Trinidad) Ltd, με έδρα την Couva (Τρινιδάδ και Τομπάγκο), εκπροσωπούμενης από τους B. Servais και V. Crochet, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Luengo και την P. Němečková,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την Achema AB, με έδρα την Jonava (Λιθουανία), εκπροσωπούμενη από τους B. O’Connor και M. Hommé, δικηγόρους,

και από

την Grupa Azoty S.A., με έδρα το Tarnów (Πολωνία),

την Grupa Azoty Zakłady Azotowe Puławy S.A., με έδρα το Puławy (Πολωνία),

εκπροσωπούμενες από τους B. O’Connor και M. Hommé, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, J. Svenningsen, R. Barents (εισηγητή), T. Pynnä και J. Laitenberger, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

αφού έλαβε υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιανουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Methanol Holdings (Trinidad) Ltd ζητεί την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/1688 της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 2019, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας, Τρινιδάδ και Τομπάγκο και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ 2019, L 258, σ. 21, στο εξής: προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός).

 Ιστορικό της διαφοράς

 Διοικητική διαδικασία

2        Στις 13 Αυγούστου 2018, κατόπιν καταγγελίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου (στο εξής: ΟΝΑ) καταγωγής Ρωσίας, Τρινιδάδ και Τομπάγκο και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ 2018, C 284, σ. 9).

3        Η έρευνα για τις πρακτικές ντάμπινγκ και τη ζημία αφορούσε τη χρονική περίοδο από την 1η Ιουλίου 2017 έως τις 30 Ιουνίου 2018 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των κρίσιμων για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων κάλυπτε τη χρονική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως τις 30 Ιουνίου 2018 (στο εξής: εξεταζόμενη περίοδος).

4        Το προϊόν που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας αφορά μείγματα ΟΝΑ σε υδατικό ή αμμωνιακό διάλυμα που μπορεί να περιέχει πρόσθετα, τα οποία εμπίπτουν επί του παρόντος στον κωδικό NC 3102 80 00 (στο εξής: υπό εξέταση προϊόν).

5        Η προσφεύγουσα, εταιρία διεπόμενη από το δίκαιο του Τρινιδάδ και Τομπάγκο, δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής και πώλησης μειγμάτων ΟΝΑ. Κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, η προσφεύγουσα πώλησε ΟΝΑ σε συνδεδεμένο πελάτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συγκεκριμένα την Helm AG (στο εξής: HAG). Η τελευταία μεταπώλησε στη συνέχεια ΟΝΑ σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση και σε δύο συνδεδεμένους πελάτες εγκατεστημένους στην Ένωση, ήτοι την Helm Engrais France (στο εξής: HEF) και την Helm Iberica (στο εξής: HIB). Η προσφεύγουσα είναι η μόνη παραγωγός-εξαγωγέας από το Τρινιδάδ και Τομπάγκο που συνεργάστηκε και οι εξαγωγές της αντιπροσώπευαν το 100 % των εξαγωγών από το εν λόγω κράτος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

6        Στις 10 Απριλίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/576, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας, Τρινιδάδ και Τομπάγκο και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ 2019, L 100, σ. 7, στο εξής: προσωρινός εκτελεστικός κανονισμός).

7        Στις 11 Απριλίου 2019 κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα ενημερωτικό έγγραφο με τα προσωρινά συμπεράσματα της Επιτροπής, η δε προσφεύγουσα υπέβαλε συναφώς τις παρατηρήσεις της στις 26 Απριλίου 2019.

8        Με επιστολή της 12ης Ιουλίου 2019, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις επί τη βάσει των οποίων επρόκειτο να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος, ιδίως από το Τρινιδάδ και Τομπάγκο. Στην αιτιολογική σκέψη 88 του εγγράφου που επισυναπτόνταν στην εν λόγω επιστολή, η Επιτροπή εξήγησε, μεταξύ άλλων, ότι αποφάσισε να ολοκληρώσει, υπό το πρίσμα της απόφασης της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234), τους υπολογισμούς σχετικά με την υποτιμολόγηση οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν κατά το προσωρινό στάδιο. Η προσφεύγουσα απάντησε στην επιστολή αυτή στις 22 Ιουλίου 2019.

9        Στις 8 Οκτωβρίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό.

10      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού προβλέπει την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ με τη μορφή ενός καθορισμένου ποσού 22,24 ευρώ ανά τόνο επί των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος της προσφεύγουσας στην Ένωση.

11      Η προσφεύγουσα υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

 Σύνοψη των εκτιμήσεων επί των οποίων στηρίζεται ο προσβαλλόμενος εκτελεστικός κανονισμός

 Δειγματοληψία

12      Όσον αφορά τη δειγματοληψία των παραγωγών της Ένωσης, η Επιτροπή συμπεριέλαβε στο δείγμα τρεις παραγωγούς της Ένωσης, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν από κοινού περισσότερο από το 50 % του όγκου της συνολικής παραγωγής της Ένωσης και των πωλήσεών της.

13      Όσον αφορά τη δειγματοληψία των ανεξάρτητων εισαγωγέων, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ήταν σκόπιμο να προβεί σε αυτήν και απέστειλε ερωτηματολόγια στους τρεις εισαγωγείς που δέχθηκαν να συνεργαστούν.

14      Όσον αφορά τη δειγματοληψία των παραγωγών-εξαγωγέων στη Ρωσία, το Τρινιδάδ και Τομπάγκο και τις Ηνωμένες Πολιτείες (στο εξής: οικείες χώρες), μόνο δύο παραγωγοί-εξαγωγείς στη Ρωσία (ήτοι η Acron Group και η EuroChem Group), ένας στο Τρινιδάδ και Τομπάγκο (ήτοι η προσφεύγουσα) και ένας στις Ηνωμένες Πολιτείες (ήτοι η CF Industries Holdings, Inc.), δέχθηκαν να συνεργαστούν και να συμμετάσχουν στη δειγματοληψία. Λόγω του μικρού αριθμού των παραγωγών-εξαγωγέων που απάντησαν, η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαίο να γίνει δειγματοληψία.

 Υπό εξέταση προϊόν και ομοειδές προϊόν

15      Το προϊόν που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας αφορά μείγματα ΟΝΑ σε υδατικό ή αμμωνιακό διάλυμα που μπορεί να περιέχει πρόσθετα, τα οποία εμπίπτουν επί του παρόντος στον κωδικό NC 3102 80 00, καταγωγής Ρωσίας, Τρινιδάδ και Τομπάγκο και Ηνωμένων Πολιτειών.

16      Η Επιτροπή εκτίμησε ότι το υπό εξέταση προϊόν, το προϊόν που παράγεται και πωλείται στην εσωτερική αγορά των οικείων χωρών καθώς και το προϊόν που παράγεται και πωλείται στην Ένωση από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης συνιστούν ομοειδή προϊόντα.

 Ντάμπινγκ

17      Όσον αφορά την κανονική αξία των υπό εξέταση προϊόντων των παραγωγών-εξαγωγέων από το Τρινιδάδ και Τομπάγκο, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα ήταν εμφανώς η μόνη παραγωγός του υπό εξέταση προϊόντος στη χώρα αυτή κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

18      Στην περίπτωση της προσφεύγουσας, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας πωλήσεων ομοειδούς προϊόντος στην εσωτερική αγορά, η κανονική αξία κατασκευάστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3 και παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21, στο εξής: βασικός κανονισμός). Η κανονική αξία κατασκευάστηκε με την προσθήκη στο μέσο κόστος παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος του παραγωγού-εξαγωγέα που συνεργάστηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, αφενός, του πραγματικού ποσού των εξόδων πώλησης, των διοικητικών δαπανών και των λοιπών γενικών εξόδων (στο εξής: έξοδα ΠΔΓ) που ισχύει για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν από την προσφεύγουσα στην εγχώρια αγορά του Τρινιδάδ και Τομπάγκο και, αφετέρου, με την προσθήκη του πραγματικού ποσού του κέρδους που ισχύει για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων που πραγματοποιήθηκαν από την προσφεύγουσα στην ίδια εγχώρια αγορά.

19      Προκειμένου να καθορίσει την τιμή εξαγωγής, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα πραγματοποιούσε εξαγωγές προς την Ένωση μόνο μέσω συνδεδεμένων εταιριών οι οποίες ενεργούσαν ως εισαγωγείς κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Όλες οι πωλήσεις προς την Ένωση πραγματοποιήθηκαν μέσω συνδεδεμένου εισαγωγέα εγκατεστημένου στη Γερμανία. Ο εν λόγω συνδεδεμένος εισαγωγέας πώλησε το υπό εξέταση προϊόν σε ανεξάρτητους πελάτες στη Γερμανία ή σε συνδεδεμένες εταιρίες στη Γαλλία και την Ισπανία, οι οποίες με τη σειρά τους το πώλησαν σε ανεξάρτητους πελάτες στις αντίστοιχες εθνικές τους αγορές. Ως εκ τούτου, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε με βάση την τιμή στην οποία τα εισαγόμενα προϊόντα μεταπωλήθηκαν για πρώτη φορά στους ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές στην τιμή προκειμένου να συνεκτιμηθούν όλα τα έξοδα που ανέκυψαν μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ΠΔΓ και των εξόδων αραίωσης και ανάμειξης, καθώς και το εύλογο κέρδος.

20      Η Επιτροπή συνέκρινε στη συνέχεια την κανονική αξία με την τιμή εξαγωγής της προσφεύγουσας βάσει τιμών εκ του εργοστασίου. Προκειμένου να διασφαλίσει μια δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, η Επιτροπή πραγματοποίησε προσαρμογές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να συνεκτιμήσει τις εκπτώσεις, τις μειώσεις και τις διαφορές των ποσοτήτων, τα έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα καθώς και το κόστος πίστωσης.

21      Κατά την εν λόγω σύγκριση, η Επιτροπή υπολόγισε το περιθώριο ντάμπινγκ για την προσφεύγουσα καθώς και για άλλους ενδεχόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς. Το περιθώριο ντάμπινγκ για την προσφεύγουσα καθορίστηκε με τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό σε 55,8 %.

 Ορισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

22      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το ομοειδές προϊόν κατασκευαζόταν από 20 γνωστούς παραγωγούς της Ένωσης κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Οι εταιρίες αυτές αποτελούν, από κοινού, τον «ενωσιακό κλάδο παραγωγής» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

23      Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης ότι για τη δειγματοληψία επελέγησαν τρεις από τους εν λόγω παραγωγούς, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος στην Ένωση.

 Ζημία

24      Η Επιτροπή εκτίμησε ότι μια σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των εισαγωγών από τις οικείες χώρες ήταν δυνατή, εφόσον συνέτρεχαν οι σχετικές προϋποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

25      Στο πλαίσιο της ανάλυσης του όγκου των εισαγωγών, η Επιτροπή διαπίστωσε αύξηση κατά 64 % του όγκου των εισαγωγών από τις οικείες χώρες κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, καθώς και αύξηση κατά 72 % των μεριδίων της αγοράς των εν λόγω εισαγωγών, τα οποία κυμαίνονταν από 21,9 έως 37,7 % κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, ο όγκος των εισαγωγών από το Τρινιδάδ και Τομπάγκο μειώθηκε και το μερίδιο που του αναλογούσε στην αγορά μειώθηκε από 10,2 σε 8,1 %.

26      Στο πλαίσιο της ανάλυσης των επιπτώσεων στις τιμές, η Επιτροπή συνέκρινε, στον προσωρινό εκτελεστικό κανονισμό, τις τιμές των παραγωγών που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα των παραγωγών της Ένωσης με εκείνες των συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων στις οικείες χώρες. Ειδικότερα, προκειμένου να καθορισθεί η υποτιμολόγηση κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ, αφενός, των σταθμισμένων μέσων τιμών που χρεώθηκαν ανά τύπο προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο εισαγωγών από τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς των οικείων χωρών προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην αγορά της Ένωσης, τιμές οι οποίες καθορίσθηκαν επί τη βάσει κόστους, ασφάλισης και ναύλου (CAF) και προσαρμόστηκαν καταλλήλως για να συνεκτιμηθούν οι τελωνειακοί δασμοί και τα έξοδα μετά την εισαγωγή και, αφετέρου, των αντίστοιχων σταθμισμένων μέσων τιμών πώλησης που χρεώθηκαν στους ανεξάρτητους πελάτες στην αγορά της Ένωσης ανά τύπο προϊόντος των ενωσιακών παραγωγών που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα.

27      Η Επιτροπή συνέκρινε, ως εκ τούτου, την οριακή τιμή CΑF της Ένωσης των παραγωγών-εξαγωγέων με την τιμή εκ του εργοστασίου των παραγωγών της Ένωσης, η οποία αντιπροσωπεύει το 60 % των πωλήσεων των τελευταίων. Εντούτοις, για τις πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που περιλαμβάνουν έξοδα θαλάσσιας μεταφοράς για την παράδοση των οικείων προϊόντων σε λιμένες όπως η Ρουέν (Γαλλία) και η Γάνδη (Βέλγιο), που αντιπροσωπεύουν το 40 % των πωλήσεων των παραγωγών της Ένωσης, κρίθηκε σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν οι τιμές παράδοσης στους εν λόγω λιμένες αντί να υπολογιστούν τιμές «εκ του εργοστασίου».

28      Συνεπώς, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά 6,8 % κατά μέσο όρο. Ειδικότερα, εκτίμησε ότι το μέσο σταθμισμένο περιθώριο υποτιμολόγησης ήταν 6,2 % για τις εισαγωγές από το Τρινιδάδ και Τομπάγκο.

29      Η Επιτροπή εκτίμησε, εν συνεχεία, τις επιπτώσεις των εισαγωγών στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής λαμβάνοντας υπόψη διαφορετικούς μακροοικονομικούς και μικροοικονομικούς δείκτες.

30      Με βάση την ανάλυση των δεικτών ζημίας που πραγματοποίησε, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

31      Στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, η Επιτροπή αποφάσισε να ολοκληρώσει τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234), με δυο συμπληρωματικούς υπολογισμούς οι οποίοι, κατά την άποψή της, παρείχαν τη δυνατότητα να αποδειχθεί σαφέστερα ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο πρακτικών ντάμπινγκ πραγματοποιήθηκαν σε τιμές κατώτερες από εκείνες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ανεξαρτήτως της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε.

32      Η Επιτροπή επισήμανε επίσης στον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό ότι, πέραν της διαπίστωσης της ύπαρξης υποτιμολόγησης, η έρευνα κατέδειξε περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν σημαντικό πάγωμα των τιμών στην αγορά της Ένωσης κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υποτιμολόγηση ήταν μόνο ένας εκ των παραγόντων στο πλαίσιο μιας πολύ μεγαλύτερης ανάλυσης των επιπτώσεων στις τιμές, στην οποία η συμπίεση και το πάγωμα των τιμών ήταν κύρια επιχειρήματα για την αιτιώδη συνάφεια.

33      Συνεπώς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

 Αιτιώδης συνάφεια

34      Κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου και σε πλαίσιο μείωσης της κατανάλωσης στην Ένωση, η Επιτροπή διαπίστωσε, στον προσωρινό εκτελεστικό κανονισμό, ότι ο όγκος των εισαγωγών από τις οικείες χώρες καθώς και τα μερίδιά τους στην αγορά αυξήθηκαν σημαντικά, ενώ οι τιμές από τις οικείες χώρες μειώθηκαν, κατά μέσο όρο, κατά 33 %. Διαπίστωσε επίσης ότι η αύξηση του μεριδίου αγοράς των εισαγωγών συνέπιπτε με παρόμοια μείωση του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Λαμβανομένου υπόψη ότι τα ΟΝΑ είναι ένα ευαίσθητο εμπόρευμα ως προς τις τιμές, ότι το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τις οικείες χώρες ήταν 37,7 % κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας και ότι οι εν λόγω εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω εισαγωγές είχαν σημαντικές ζημιογόνες συνέπειες.

35      Στον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης των παραγωγών της Ένωσης. Επισήμανε ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας ελήφθησαν υπόψη πολλοί άλλοι παράγοντες πέραν της διαπίστωσης της υποτιμολόγησης στο πλαίσιο των συνεπειών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Συνεπώς, η συμπίεση και το πάγωμα των τιμών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας που προκλήθηκαν από τις οικείες εισαγωγές συνιστούσαν κρίσιμα επιχειρήματα για την αιτιώδη συνάφεια.

36      Αφού εξέτασε και άλλους παράγοντες, ήτοι ιδίως την παγκόσμια τιμή της ουρίας και την αύξηση των δαπανών των παραγωγών της Ένωσης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανένας από τους παράγοντες αυτούς δεν κατέλυσε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες και της σημαντικής ζημίας την οποία υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

 Επίπεδο των μέτρων και συμφέρον της Ένωσης

37      Για να καθορίσει το επίπεδο των μέτρων, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον ένας δασμός χαμηλότερος από το περιθώριο ντάμπινγκ θα επαρκούσε για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

38      Στην περίπτωση του Τρινιδάδ και Τομπάγκο, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να θεσπισθούν προσωρινά μέτρα αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού του άρθρου 7, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Συνέκρινε τα περιθώρια ζημίας και τα περιθώρια ντάμπινγκ και το ύψος των δασμών καθορίστηκε στο επίπεδο των χαμηλότερων περιθωρίων ντάμπινγκ και ζημίας. Κατόπιν της θέσπισης προσωρινών μέτρων, επανεξέτασε σε περιορισμένη έκταση τον υπολογισμό των μελλοντικών δαπανών για το σχέδιο δράσης, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2δ, του ίδιου κανονισμού. Εκτίμησε το προσδοκώμενο κόστος των δικαιωμάτων εκπομπής της Ένωσης και αποφάσισε ότι η μέση τιμή για τα ποσοστά εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα (CO2) της Ένωσης είχε καθοριστεί οριστικά στα 25,81 ευρώ ανά παραγόμενο τόνο CO2, έναντι 24,14 ευρώ ανά παραγόμενο τόνο CO2 στο προσωρινό στάδιο. Επανεξετάσθηκαν επίσης και άλλα στοιχεία υπολογισμού. Συνεπώς, καθορίσθηκε μια πρόσθετη δαπάνη 3,8 % (αντί 3,7 % στο προσωρινό στάδιο) και η δαπάνη αυτή προστέθηκε στη μη ζημιογόνο τιμή.

 Μέτρα αντιντάμπινγκ

39      Όσον αφορά τη μορφή των μέτρων αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή επέλεξε να ορίσει έναν συγκεκριμένο δασμό.

40      Ως εκ τούτου, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ καθορίστηκε, σε τελευταίο στάδιο, σε κυμαινόμενο ύψος, σύμφωνα με τις οικείες εταιρίες, μεταξύ 22,24 και 42,47 ευρώ ανά τόνο του υπό εξέταση προϊόντος. Για την προσφεύγουσα, ο δασμός αυτός ανήλθε στο ποσό των 22,24 ευρώ ανά τόνο του υπό εξέταση προϊόντος.

 Αιτήματα των διαδίκων

41      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό στον βαθμό που την αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, Achema AB, Grupa Azoty S.A.  και Grupa Azoty Zakłady Azotowe Puławy S.A., ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

43      Με τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή σχετικά με τον καθορισμό των περιθωρίων της υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές παραβιάζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3 και 5 έως 8, του βασικού κανονισμού, τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) καθώς και την αρχή της δίκαιης σύγκρισης.

44      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή στηρίχθηκε στις τιμές των ΟΝΑ που πωλήθηκαν αντιστοίχως από την HAG, την HEF και την HIB σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, έπειτα αφαίρεσε τα έξοδα ΠΔΓ της HAG, της HEF και της HIB, καθώς και ένα επικερδές περιθώριο της τάξης του 4 % των συνεργασθέντων ανεξάρτητων εισαγωγέων. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στη συνέχεια προσέθεσε ένα ευρώ ανά τόνο για να καλύψει τα έξοδα μετά την εισαγωγή. Ουσιαστικά, όπως επισημάνθηκε και στην αιτιολογική σκέψη 128 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, για τον υπολογισμό των περιθωρίων υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, η Επιτροπή εφάρμοσε κατ’ αναλογίαν το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού που αφορά την κατασκευή της τιμής εξαγωγής με σκοπό τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ.

45      Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται, αφενός, ότι ο μοναδικός λόγος που προβλήθηκε από την προσφεύγουσα αναλύεται ουσιαστικά σε τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος προβάλλεται ότι η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των περιθωρίων υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές παραβιάζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, με το δεύτερο σκέλος προβάλλεται ότι η εν λόγω μέθοδος παραβιάζει το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 8, του εν λόγω κανονισμού, εφόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις τιμές που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους ανεξάρτητους πελάτες και δεν συνέκρινε τις τιμές στο ίδιο στάδιο εμπορίας και με το τρίτο σκέλος προβάλλεται ότι ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ υπερβαίνει το αναγκαίο επίπεδο για τον αποκλεισμό της ζημίας που προκλήθηκε στη βιομηχανία της Ένωσης, παραβιάζοντας το άρθρο 9, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού.

46      Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές εντός της Ένωσης πρέπει να εξετασθούν από διάφορες οπτικές γωνίες. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει στην πραγματικότητα την εξέτασή τους από την Επιτροπή από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, ήτοι την υποτιμολόγηση, τη συμπίεση και το πάγωμα των τιμών.

47      Εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην ίδια τιμή εξαγωγής που κατασκεύασε για να υπολογίσει την υποτιμολόγηση (συγκριτικά με την τιμή πώλησης των παραγωγών της Ένωσης) και την πώληση σε χαμηλότερες τιμές (συγκριτικά με την τιμή στόχο).

48      Εν τοις πράγμασι και όσον αφορά την υποτιμολόγηση, η Επιτροπή προέβη σε δειγματοληψία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής συμπεριλαμβάνοντας στο δείγμα τους παραγωγούς που αντιπροσωπεύουν το 50 % του όγκου της συνολικής παραγωγής της Ένωσης και των πωλήσεών της. Επίσης, κατασκεύασε τις τιμές εξαγωγής της προσφεύγουσας επί τη βάσει των τιμών που χρεώθηκαν από τους συνδεδεμένους με αυτήν εισαγωγείς στους ανεξάρτητους πελάτες, αφαιρώντας τα έξοδα ΠΔΓ καθώς και επικερδές περιθώριο 4 % (και προσθέτοντας ένα ευρώ ανά τόνο για την κάλυψη των εξόδων μετά την εισαγωγή). Στη συνέχεια, συνέκρινε αυτές τις κατασκευασμένες τιμές εξαγωγής με τις τιμές εργοστασίου του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (για το 60 % των πωλήσεων) και τις τιμές CAF για τους λιμένες της Ρουέν και της Γάνδης (για το 40 % των πωλήσεων). Από το αποτέλεσμα της εν λόγω σύγκρισης προέκυψε υποτιμολόγηση. Τέλος, στον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό και υπό το πρίσμα της απόφασης της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234), η Επιτροπή ολοκλήρωσε τον υπολογισμό, ο οποίος πραγματοποιήθηκε κατά το στάδιο του προσωρινού εκτελεστικού κανονισμού, με έναν πρώτο συμπληρωματικό υπολογισμό, ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 114 του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού, και με έναν δεύτερο επικουρικό υπολογισμό, ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 115 του ίδιου κανονισμού, οι οποίοι, αμφότεροι, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη υποτιμολόγησης.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των περιθωρίων υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές παραβιάζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

49      Αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, στο οποίο έκανε μνεία η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 128 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, παραβιάζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

50      Πρώτον, η προσφεύγουσα επικαλείται τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, από την οποία προκύπτει ότι «[…] η ερμηνεία του όρου [“ζημία”] διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου». Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη δεν κάνει μνεία στο άρθρο 2, παράγραφος 9, του εν λόγω κανονισμού. Δεύτερον, η τελευταία αυτή διάταξη αφορά, κατά την προσφεύγουσα, την κατασκευή της τιμής εξαγωγής με σκοπό τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και όχι των περιθωρίων υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές. Τρίτον, καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού δεν προβλέπει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 9, μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ «αναλογίαν» με σκοπό τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας.

51      Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η λογική που οδήγησε στην κατασκευή της τιμής εξαγωγής, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, όσον αφορά τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ένωση από τις συνδεδεμένες εταιρίες, στηρίζεται στο ότι η τιμή αυτή δεν είναι αξιόπιστη λόγω των σχέσεων μεταξύ των μερών. Κατά την ίδια, η λογική αυτή δεν εφαρμόζεται κατά τον καθορισμό της τιμής που θα χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των περιθωρίων υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, στο μέτρο που η πραγματική τιμή που χρεώθηκε από την HAG, την HEF και την HIB στους ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση είναι, εξ ορισμού, αξιόπιστη, εφόσον χρεώνεται μεταξύ μερών που δεν έχουν κανέναν σύνδεσμο με τις εταιρίες αυτές. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι τα σφάλματα που προσδιορίζονται με τη μέθοδο που εφάρμοσε η Επιτροπή επηρεάζουν επίσης το κύρος του υπολογισμού των περιθωρίων υποτιμολόγησης των Ρώσων παραγωγών-εξαγωγέων, στο μέτρο που οι ίδιοι πωλούν επίσης τα προϊόντα τους μέσω συνδεδεμένων εμπόρων.

52      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

53      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 128 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού διαλαμβάνει ότι:

«[ό]σον αφορά τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης (ιδίως την τιμή εξαγωγής), η Επιτροπή πρέπει να προσδιορίσει το πρώτο σημείο κατά το οποίο λαμβάνει (ή μπορεί να λάβει) χώρα ο ανταγωνισμός με τους ενωσιακούς παραγωγούς στην αγορά της Ένωσης. Αυτό το σημείο είναι στην πραγματικότητα η τιμή αγοράς από τον πρώτο μη συνδεδεμένο εισαγωγέα, διότι η εταιρεία έχει καταρχήν την επιλογή να προμηθευτεί είτε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής είτε από προμηθευτές στο εξωτερικό. Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να βασίζεται στην τιμή εξαγωγής στα σύνορα της Ένωσης, η οποία θεωρείται ότι είναι επιπέδου συγκρίσιμου με την τιμή εκ του εργοστασίου του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Στην περίπτωση των εξαγωγικών πωλήσεων μέσω συνδεδεμένων εισαγωγέων, το χρονικό σημείο σύγκρισης θα πρέπει να είναι αμέσως μετά τη διέλευση του αγαθού από τα σύνορα της Ένωσης και όχι σε μεταγενέστερο στάδιο της αλυσίδας διανομής, π.χ. κατά την πώληση στον τελικό χρήστη του αγαθού. Συνεπώς, κατ’ αναλογίαν προς την προσέγγιση που ακολουθείται για τους υπολογισμούς του περιθωρίου ντάμπινγκ, η τιμή εξαγωγής κατασκευάζεται με βάση την τιμή μεταπώλησης στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη, δεόντως προσαρμοσμένη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο είναι η μοναδική διάταξη του βασικού κανονισμού που παρέχει καθοδήγηση σχετικά με την κατασκευή της τιμής εξαγωγής, η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του είναι δικαιολογημένη. Όσον αφορά τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή επισήμανε ότι η χρήση του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού δεν οδηγούσε σε ασύμμετρη σύγκριση (σε αντιδιαστολή με την υπόθεση Jindal Saw) διότι για τη σύγκριση της υποτιμολόγησης η τιμή-στόχος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατασκευάστηκε ώστε να περιλαμβάνει το κόστος παραγωγής, τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το στοχευόμενο κέρδος της οντότητας παραγωγής και, συνεπώς, είναι συγκρίσιμη με την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής. Με άλλα λόγια, τα έξοδα των συνδεδεμένων οντοτήτων πώλησης των ενωσιακών παραγωγών δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη σύγκριση της τιμής-στόχου του ενωσιακού κλάδου παραγωγής με την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής.»

54      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προβλέπει ως προς τον όρο «ζημία» ότι, «εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος “ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής».

55      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση, αφενός, του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, και, αφετέρου, των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

56      Όσον αφορά, ειδικότερα, την επίδραση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει την υποχρέωση να εξετάζεται κατά πόσον οι εισαγωγές αυτές πραγματοποιήθηκαν όντως σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή την παρακώλυση, σε σημαντικό βαθμό, της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση.

57      Συνεπώς, από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 54 έως 56 ανωτέρω προκύπτει ότι δεν προβλέπουν καμία συγκεκριμένη μέθοδο όσον αφορά τον καθορισμό των συνεπειών των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ως προς τις τιμές των ομοειδών προϊόντων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑301/16, EU:T:2019:234, σκέψη 175).

58      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σύμφωνα με την οποία, για τον καθορισμό της ύπαρξης ζημίας για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αποκλείει τη χρήση κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, του ίδιου κανονισμού.

59      Ως εκ τούτου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 55 ανωτέρω, ο καθορισμός της ύπαρξης μιας τέτοιας ζημίας προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, αντικειμενική και δίκαιη εξέταση των συνεπειών των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές (βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑301/16, EU:T:2019:234, σκέψη 176 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), όπερ πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου ακύρωσης, ο οποίος πρέπει να ληφθεί υπόψη από κοινού με το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

60      Επιπροσθέτως, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η τιμή που χρεώθηκε από τους εισαγωγείς που συνδέονται με ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση είναι αξιόπιστη και ότι η κατασκευή τιμής εξαγωγής δεν είναι απαραίτητη, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι, κατ’ αρχήν, «ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Ένωση». Μόνον όταν «δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου», επιτρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού την κατασκευή της τιμής εξαγωγής με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο πελάτη.

61      Συνεπώς, από το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα μπορούν να θεωρήσουν ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι αξιόπιστη σε δύο περιπτώσεις, πρώτον, όταν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου ή, δεύτερον, λόγω συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου. Πέραν των περιπτώσεων αυτών, τα θεσμικά όργανα οφείλουν, όταν υφίσταται τιμή εξαγωγής, να προσδιορίζουν το ντάμπινγκ βάσει της τιμής αυτής (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 2002, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, T‑88/98, EU:T:2002:280, σκέψη 49, και της 25ης Οκτωβρίου 2011, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑190/08, EU:T:2011:618, σκέψη 26).

62      Δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, η προσφεύγουσα εξήγαγε προς την Ένωση μόνο από τον συνδεδεμένο με αυτήν εισαγωγέα, ήτοι την HAG, η οποία κατέχει επίσης την προσφεύγουσα.

63      Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη τη σχέση αυτή στο πλαίσιο του σκοπού κατασκευής της τιμής εξαγωγής. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, χωρίς να την αντικρούσει επ’ αυτού η προσφεύγουσα, η τιμή εξαγωγής που δηλώθηκε στο τελωνείο από την τελευταία δεν είναι αξιόπιστη ακριβώς λόγω της ύπαρξης ενδοομιλικής σχέσης.

64      Ως εκ τούτου, το παρόν σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των περιθωρίων υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές παραβιάζει το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 8, του βασικού κανονισμού, εφόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις τιμές που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους ανεξάρτητους πελάτες και δεν συνέκρινε τις τιμές στο ίδιο στάδιο εμπορίας

65      Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η τιμή των παραγωγών-εξαγωγέων που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης, καθώς επίσης και για τον υπολογισμό του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές και, ως εκ τούτου, για τον καθορισμό του περιθωρίου ζημίας, έπρεπε να καθοριστεί επί τη βάσει των τιμών που πραγματικά χρεώθηκαν από τον παραγωγό-εξαγωγέα στην αγορά της Ένωσης και ανταγωνίζονται τις τιμές των ενωσιακών παραγωγών. Συναφώς, η προσφεύγουσα αναφέρεται στις αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑107/08, EU:T:2011:704, σκέψεις 62 και 63), και της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234, σκέψη 187). Η κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής εν προκειμένω αντιπροσωπεύει μόνο ένα τμήμα της τιμής που πραγματικά χρεώθηκε από την HAG, την HEF και την HIB στους ανεξάρτητους πελάτες τους.

66      Κατά την προσφεύγουσα, για να συμμορφωθεί με τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή έπρεπε να συγκρίνει τις πραγματικές τιμές των ΟΝΑ που πωλήθηκαν από την HAG, την HEF και την HIB στους ανεξάρτητους πελάτες τους στην Ένωση με την τιμή πώλησης και την τιμή στόχο που εφαρμόστηκαν από τους ενωσιακούς παραγωγούς προς τους ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση. Πρόκειται για τις τιμές τις οποίες λαμβάνουν υπόψη οι ανεξάρτητοι πελάτες στην Ένωση για να αποφασίσουν αν θα αγοράσουν τα ΟΝΑ από την HAG, την HEF και την HIB ή από παραγωγούς της Ένωσης και τους συνδεδεμένους με αυτούς εμπόρους. Μόνο κατά το στάδιο αυτό μπορεί να υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των ΟΝΑ που παράγει η προσφεύγουσα και των ΟΝΑ που παράγουν οι ενωσιακοί παραγωγοί, διότι ο πρώτος ανεξάρτητος πελάτης δεν γνωρίζει την εσωτερική οργανωτική δομή του ομίλου του πωλητή ούτε μπορεί να εκτιμήσει την υφιστάμενη τιμή σε προγενέστερο στάδιο. Εξάλλου, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι το κρίσιμο «σημείο ανταγωνισμού» για τον υπολογισμό των περιθωρίων υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές έπρεπε να είναι η τιμή που χρεώθηκε στους ανεξάρτητους πελάτες στους λιμένες της Γάνδης και της Ρουέν.

67      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των περιθωρίων υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές παραβιάζει το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 8, του βασικού κανονισμού. Κατά την ίδια, συγκρίνοντας την τιμή της προσφεύγουσας και της HAG, η οποία διαμορφώθηκε τεχνητώς, με τις τιμές που εφάρμοσαν οι παραγωγοί της Ένωσης σχετικά με τους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες τους, η Επιτροπή δεν συνέκρινε τις τιμές κατά το ίδιο στάδιο εμπορίας. Η Επιτροπή έπρεπε προεχόντως να συγκρίνει τις τιμές του υπό εξέταση προϊόντος που χρεώθηκαν από την HAG, την HEF και την HIB στους ανεξάρτητους πελάτες τους στην Ένωση με τις τιμές του υπό εξέταση προϊόντος που χρεώθηκαν από τους ενωσιακούς παραγωγούς και τις συνδεδεμένες με αυτούς εταιρίες στους ανεξάρτητους πελάτες τους στην Ένωση.

68      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μέθοδος που εφάρμοσε η Επιτροπή παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης στον υπολογισμό των περιθωρίων υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, διότι η ίδια μεταχειρίζεται με τον ίδιο τρόπο την κατάσταση κατά την οποία οι παραγωγοί-εξαγωγείς δημιούργησαν εταιρίες πώλησης συνδεδεμένες με την Ένωση και την κατάσταση κατά την οποία πωλούν άμεσα τα εμπορεύματά τους σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση.

69      Επιπροσθέτως, κατά την προσφεύγουσα, το σφάλμα κατά τον υπολογισμό της τιμής του παραγωγού-εξαγωγέα που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης καθιστά, κατ’ ανάγκη, εσφαλμένο και τον καθορισμό του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, διότι η ίδια τιμή του παραγωγού-εξαγωγέα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί και στους δυο υπολογισμούς. Ομοίως, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το σφάλμα που αφορά τον καθορισμό της υποτιμολόγησης αναιρεί επίσης τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με τη συμπίεση και το πάγωμα των τιμών, δεδομένου ότι τα σφάλματα αυτά αποδυναμώνουν με τη σειρά τους το σύνολο των επιχειρημάτων της Επιτροπής σχετικά με τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια.

70      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

71      Συναφώς, πρέπει να εξετασθούν, αφενός, συνολικά οι αιτιάσεις που αφορούν την παραβίαση της νομολογίας όπως και την παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 5 έως 8, του βασικού κανονισμού και, αφετέρου, η αιτίαση που αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

72      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στη σκέψη 176 της απόφασης της 10η Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε:

«Ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης των επίμαχων εισαγωγών πραγματοποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, για τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ως συνέπεια των εισαγωγών αυτών και χρησιμοποιείται, ευρύτερα, για την αξιολόγηση της ζημίας αυτής και τον προσδιορισμό του περιθωρίου ζημίας, δηλαδή του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας αυτής. Η υποχρέωση αντικειμενικής εξέτασης των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, η οποία προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 2, επιβάλλει να πραγματοποιείται δίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος και της τιμής του ομοειδούς προϊόντος του εν λόγω κλάδου παραγωγής κατά τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο έδαφος της Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της σύγκρισης αυτής, οι τιμές πρέπει να συγκρίνονται στο ίδιο στάδιο εμπορίας. Πράγματι, μια σύγκριση μεταξύ τιμών που διαμορφώνονται σε διαφορετικά στάδια εμπορίας, δηλαδή χωρίς τη συνεκτίμηση του συνόλου των δαπανών που αφορούν το συγκεκριμένο στάδιο εμπορίας το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη, οδηγεί οπωσδήποτε σε τεχνητά αποτελέσματα που καθιστούν αδύνατη την ορθή εκτίμηση της ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Μια τέτοια δίκαιη σύγκριση αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα του υπολογισμού της ζημίας του εν λόγω κλάδου παραγωγής.»

73      Στις σκέψεις 188 και 189 της απόφασης της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε:

«188      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις τιμές των πωλήσεων που πραγματοποίησαν οι συνδεδεμένες με τον βασικό παραγωγό της Ένωσης εταιρίες πωλήσεων για τον καθορισμό της τιμής του ομοειδούς προϊόντος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, αλλά δεν έλαβε υπόψη τις τιμές των πωλήσεων των εταιριών πωλήσεων της Jindal Saw για τον καθορισμό της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος που παρήγε η τελευταία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης έγινε μέσω σύγκρισης τιμών στο ίδιο στάδιο εμπορίας.

189      Όπως όμως προκύπτει […] ανωτέρω, η σύγκριση τιμών στο ίδιο στάδιο εμπορίας αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα του υπολογισμού της υποτιμολόγησης του υπό εξέταση προϊόντος. Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης που διενήργησε [η] Επιτροπή στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να θεωρηθεί ως αντίθετος προς το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.»

74      Εν προκειμένω, από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 112 έως 114 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι, στο πλαίσιο υπολογισμού της υποτιμολόγησης που πραγματοποιήθηκε στο προσωρινό στάδιο και επαναλήφθηκε, κατ’ αρχήν, για τον σκοπό του οριστικού υπολογισμού, η Επιτροπή είχε μειώσει, όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς, τις τιμές των πωλήσεών τους στην Ένωση κατά το ποσό των εξόδων ΠΔΓ και κατά το κέρδος των συνδεδεμένων με αυτούς εταιριών διαπραγμάτευσης που έχουν την έδρα τους στην Ένωση, αλλά δεν είχε προβεί σε αντίστοιχη αφαίρεση για τις πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μέσω συνδεδεμένων εμπόρων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 40 % των πωλήσεων του δείγματος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση.

75      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 176 της απόφασης της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234), η σύγκριση των τιμών του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στο ίδιο στάδιο εμπορίας συνιστά προϋπόθεση για τη νομιμότητα του υπολογισμού της υποτιμολόγησης του οικείου προϊόντος. Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης που διενήργησε η Επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί αντίθετος προς το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

76      Επομένως, είναι εσφαλμένη η μέθοδος υπολογισμού της υποτιμολόγησης, που εφάρμοσε η Επιτροπή κατά το προσωρινό στάδιο και επανέλαβε, κατ’ αρχήν, για τον σκοπό του οριστικού υπολογισμού. Όσον αφορά την προσφεύγουσα, οι εν λόγω υπολογισμοί αποκάλυψαν υποτιμολόγηση 5 %.

77      Τούτο φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 113 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, ο οποίος προβλέπει τα εξής:

«Όσον αφορά την [απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234)], το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ως σφάλμα το γεγονός ότι η Επιτροπή αφαίρεσε τα έξοδα πώλησης των συνδεδεμένων εισαγωγέων της Jindal Saw στην Ένωση από τις πωλήσεις στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη, ενώ τα έξοδα πώλησης των συνδεδεμένων οντοτήτων πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν αφαιρέθηκαν από τις τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η σύγκριση των δύο τιμών δεν έγινε με συμμετρικό τρόπο στο ίδιο στάδιο εμπορίας.»

78      Ωστόσο, αφού επισήμανε, στις αιτιολογικές σκέψεις 112 και 113 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, ότι ορισμένα μέρη αφορούσαν τη μέθοδο που εφάρμοσε σύμφωνα με την απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (T‑301/16, EU:T:2019:234), η Επιτροπή προσέθεσε με την αιτιολογική σκέψη 114 του ίδιου κανονισμού, ότι βούλησή της ήταν να λάβει υπόψη την εν λόγω απόφαση, συμπληρώνοντας τους υπολογισμούς της σχετικά με την υποτιμολόγηση με δύο ακόμα υπολογισμούς, εκ των οποίων ο πρώτος παρατίθεται στο τελευταίο εδάφιο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης και ο δεύτερος, ο οποίος διενεργήθηκε επικουρικά, παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 115 του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού.

79      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν η μέθοδος που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 112 έως 115 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού για την εκτίμηση της ζημίας που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και η εφαρμογή της μεθόδου αυτής ενέχουν σφάλμα.

80      Πρώτον, όσον αφορά τον πρώτο συμπληρωματικό υπολογισμό υποτιμολόγησης, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 114 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, η Επιτροπή εκτίμησε, αφενός, ότι λαμβανομένου υπόψη του μειοψηφικού χαρακτήρα των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από τα συνδεδεμένα μέρη καθώς και του μηδαμινού ποσού εξόδων ΠΔΓ και του κέρδους των συνδεδεμένων μερών, η υποτιμολόγηση για το σύνολο των εισαγωγών δεν έπρεπε να αμφισβητηθεί, ακόμα και αν οι υπολογισμοί έπρεπε να προσαρμοστούν για τα εν λόγω δεδομένα. Αφετέρου, εκτίμησε ότι, ακόμα και με την αφαίρεση των εξόδων ΠΔΓ και του κέρδους των συνδεδεμένων με τους παραγωγούς της Ένωσης εταιριών πώλησης, η υποτιμολόγηση θα διαπιστωνόταν για όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς (πλην ενός) και, εν πάση περιπτώσει, για καθεμία από τις οικείες χώρες.

81      Όσον αφορά την προσφεύγουσα, από τα οριστικά συμπεράσματα που της γνωστοποίησε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι ο πρώτος συμπληρωματικός υπολογισμός αποκάλυψε υποτιμολόγηση της τάξης του 2,6 %.

82      Συνεπώς, με τον υπολογισμό αυτό, η Επιτροπή διαπίστωσε και αιτιολόγησε την ύπαρξη υποτιμολόγησης η οποία υπολογίστηκε σύμφωνα με την τήρηση της απαίτησης αντικειμενικής και δίκαιης σύγκρισης, καθόσον, μετά την αφαίρεση των εξόδων ΠΔΓ και του κέρδους από τις τιμές πώλησης που εφαρμόστηκαν από τις συνδεδεμένες με τους παραγωγούς της Ένωσης εταιρίες, η Επιτροπή επανάφερε τις τιμές που εφάρμοσε για τους παραγωγούς της Ένωσης στο επίπεδο που αντιστοιχεί στο στάδιο εμπορίας των τιμών που εφάρμοσε για τους παραγωγούς-εξαγωγείς, με αποτέλεσμα να αποκλείεται οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

83      Πάντως, ο επίμαχος υπολογισμός αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα μόνον με το υπόμνημα απαντήσεως. Επιπροσθέτως, η ίδια ισχυρίστηκε απλώς ότι η τιμή πωλήσεως του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είχε συγκριθεί με την τεχνητώς κατασκευασμένη και θεωρητική τιμή μεταξύ της προσφεύγουσας και της HAG, για τον λόγο ότι η τελευταία δεν συμπεριέλαβε τις ίδιες συνιστώσες τιμών. Συναφώς, αναφέρει ότι, «στο πλαίσιο της πώλησης στους ίδιους πελάτες με αυτούς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, οι HAG, HEF και HIB συμπεριέλαβαν τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη» και ότι, «[σ]την πραγματικότητα, οι εν λόγω εταιρίες και όχι [η προσφεύγουσα] πώλησαν τα ΟΝΑ στους ίδιους πελάτες με εκείνους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής».

84      Η αιτίαση αυτή, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί παραδεκτή, καθόσον δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής και παρουσιάζει έλλειψη σαφήνειας, δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση τον ισχυρισμό που προβάλλει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 114 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού.

85      Ειδικότερα, αν υποτεθεί ότι η αιτίαση αυτή έχει ως σκοπό να αμφισβητήσει το στάδιο εμπορίας στο οποίο η Επιτροπή προχώρησε στη σύγκριση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της προσφεύγουσας προκειμένου να καθορίσει την ύπαρξη υποτιμολόγησης, επισημαίνεται ότι η απαίτηση αντικειμενικής και δίκαιης σύγκρισης δεν προδικάζει το στάδιο εμπορίας στο οποίο η Επιτροπή πρέπει να προβεί σε σύγκριση των τιμών, επιβάλλει ωστόσο μόνο ότι η σύγκριση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά το ίδιο στάδιο εμπορίας όσον αφορά τόσο τις τιμές των παραγωγών της Ένωσης όσο και τις τιμές των παραγωγών-εξαγωγέων.

86      Επιπροσθέτως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ως προς τα ζητήματα που δεν αφορούν την αντικειμενικότητα και την ευθυδικία της μεθόδου που επέλεξε η Επιτροπή, αλλά την εφαρμογή της μεθόδου, η τελευταία συνεπάγεται την εκτίμηση σύνθετων οικονομικών καταστάσεων, εφόσον δικαιολογεί ότι ο δικαστικός έλεγχος της εκτίμησης του εν λόγω θεσμικού οργάνου περιορίζεται στον έλεγχο της τήρησης των κανόνων διαδικασίας, του υποστατού των περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και της απουσίας πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή καταχρήσεως εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel, C‑186/14 P και C‑193/14 P, EU:C:2016:209, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Στη συνέχεια, στο μέτρο που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο υπολογισμός αυτός αντιτίθεται στις σκέψεις 62 και 63 της απόφασης της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑107/08, EU:T:2011:704), διαπιστώνεται ότι, στη σκέψη 63 της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι πελάτες γνωρίζουν τα έξοδα μεταφοράς από τον λιμένα εκτελωνισμού μέχρι τα εργοστάσιά τους και μπορούσαν κατά συνέπεια ευχερώς να υπολογίσουν την τελική τιμή βάσει των τιμών CAF στον λιμένα εκτελωνισμού τις οποίες αυτή διαπραγματεύτηκε μαζί τους. Εν προκειμένω, αντιθέτως, δεν αποδεικνύεται από την προσφεύγουσα ότι οι πελάτες που αγόραζαν από τις συνδεδεμένες εταιρίες γνώριζαν τη σχέση που υπήρχε μεταξύ των παραγωγών-εξαγωγέων και των συνδεδεμένων με αυτούς εταιριών.

88      Επιπροσθέτως, διαπιστώνεται ότι η απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑107/08, EU:T:2011:704), δεν αφορούσε περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω, στην οποία η Επιτροπή αφαίρεσε τα έξοδα ΠΔΓ και το κέρδος από τις τιμές των πωλήσεων των παραγωγών-εξαγωγέων που πραγματοποιήθηκαν από τις συνδεδεμένες εταιρίες.

89      Τέλος, υπό την ίδια οπτική γωνία η οποία επιλέχθηκε και στην παρούσα απόφαση στη σκέψη 85 ανωτέρω, δεν προκύπτει από την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑107/08, EU:T:2011:704), ότι το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε, κατά γενικό τρόπο, τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη, για τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης, οι τιμές CAF κατά την εκφόρτωση στους λιμένες εκτελωνισμού των παραγωγών-εξαγωγέων.

90      Δεύτερον, όσον αφορά τον δεύτερο συμπληρωματικό υπολογισμό της υποτιμολόγησης ο οποίος εξετάσθηκε επικουρικώς από την Επιτροπή, από την αιτιολογική σκέψη 115 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι ο κανονισμός απέκλεισε από τον εν λόγω υπολογισμό τις πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που πραγματοποιήθηκαν από τα συνδεδεμένα μέρη. Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός αφορά περίπου το 60 % των πωλήσεων των μερών που επιλέχθηκαν στο δείγμα από την Ένωση. Όσον αφορά την προσφεύγουσα, ο υπολογισμός αποκάλυψε υποτιμολόγηση 6,3 %.

91      Στο μέτρο κατά το οποίο η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο, στο πλαίσιο του πρώτου συμπληρωματικού υπολογισμού, την ύπαρξη υποτιμολόγησης και στο μέτρο κατά το οποίο ο δεύτερος συμπληρωματικός υπολογισμός που πραγματοποιήθηκε επικουρικώς δεν ήταν ικανός να θέσει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη υποτιμολόγησης, όπως εκτίμησε η Επιτροπή στον πρώτο συμπληρωματικό υπολογισμό, ο δεύτερος συμπληρωματικός υπολογισμός υποτιμολόγησης δεν μπορεί πλέον να προβληθεί νομίμως προς αμφισβήτηση της νομιμότητας του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού.

92      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να ισχυριστεί ότι η σύγκριση των τιμών των παραγωγών της Ένωσης με εκείνες των παραγωγών-εξαγωγέων δεν πραγματοποιήθηκε κατά το ίδιο στάδιο εμπορίας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 115 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού, η Επιτροπή ουδόλως συνέκρινε τις πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής προς τους ανεξάρτητους πελάτες, αφενός, με τις πωλήσεις της προσφεύγουσας προς τα συνδεδεμένα μέρη, αφετέρου, εφόσον η ίδια έλαβε υπόψη τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς προς τους ανεξάρτητους πελάτες, αφού προηγουμένως προσαρμόστηκαν δεόντως στο επίπεδο τιμών CAF, κατά τρόπο που η προσφεύγουσα άλλωστε δεν αμφισβητεί.

93      Τέλος, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η προσαρμοσμένη τιμή των παραγωγών-εξαγωγέων δεν περιλαμβάνει τις ίδιες συνιστώσες τιμών με αυτές των παραγωγών της Ένωσης. Συγκεκριμένα, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή, τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη των συνδεδεμένων εταιριών πωλήσεως δεν ελήφθησαν υπόψη για κανέναν από τους συγκρινόμενους.

94      Συνεπώς, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη υποτιμολόγησης, οι οποίες στηρίζονται σε δυο συμπληρωματικούς υπολογισμούς υποτιμολόγησης, δεν ενέχουν καμία πλάνη περί το δίκαιο ούτε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

95      Επιπροσθέτως, διαπιστώνεται ότι, πέραν της απόδειξης ύπαρξης υποτιμολόγησης, η έρευνα της Επιτροπής επισημαίνει επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσε πάγωμα των τιμών στην ενωσιακή αγορά κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας (αιτιολογικές σκέψεις 117, 125 και 131 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού) καθώς και συμπίεση των τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 136, 161 και 181 του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού). Οι δείκτες αυτοί, παρά το ότι είναι επικουρικοί στο πλαίσιο της ανάλυσης για τη ζημία, και ως εκ τούτου για την αιτιώδη συνάφεια, της Επιτροπής, συμπληρώνουν την εξέταση των επιπτώσεων στις τιμές και ενισχύουν το συμπέρασμα της Επιτροπής κατά το οποίο ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

96      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει στο δικόγραφο της προσφυγής τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η διαπίστωση που σχετίζεται με τη συμπίεση των τιμών ή με το πάγωμά τους συνιστά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ούτε υποστηρίζει ότι το φερόμενο σφάλμα σχετικά με το περιθώριο υποτιμολόγησης είχε συνέπειες ως προς τα δύο αυτά στοιχεία. Οι όροι «συμπίεση» ή «πάγωμα» άλλωστε ουδόλως αναφέρονται στο δικόγραφο. Μόνον με το υπόμνημα απαντήσεως προέβαλε η προσφεύγουσα ισχυρισμό σχετικά με τα επιχειρήματα της Επιτροπής ως προς τη συμπίεση και το πάγωμα των τιμών (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω).

97      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο νέος αυτός ισχυρισμός δεν στηρίζεται σε κανένα πραγματικό ή νομικό στοιχείο αναδειχθέν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, διότι τα στοιχεία αυτά προκύπτουν σαφώς από τον προσβαλλόμενο εκτελεστικό κανονισμό, όπερ σημαίνει ότι ο ισχυρισμός αυτός μπορούσε και έπρεπε να παρατεθεί στο δικόγραφο της προσφυγής.

98      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, σύμφωνα με το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, λόγος ο οποίος συνιστά ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ρητώς ή εμμέσως, με το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής και ο οποίος συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Προκειμένου να θεωρηθεί ως ανάπτυξη λόγου ή αιτίασης που είχε προβληθεί προηγουμένως, ένα νέο επιχείρημα πρέπει να έχει αρκούντως στενό σύνδεσμο με τους λόγους ή τις αιτιάσεις που είχαν αρχικώς αναπτυχθεί στο δικόγραφο της προσφυγής ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής εξέλιξης της συζήτησης στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία διαδικασίας (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, T‑72/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:671, σκέψεις 23 και 27, της 22ας Απριλίου 2016, Ιταλία και Eurallumina κατά Επιτροπής, T‑60/06 RENV II και T‑62/06 RENV II, EU:T:2016:233, σκέψεις 45 και 46, και της 20ής Νοεμβρίου 2017, Petrov κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑452/15, EU:T:2017:822, σκέψη 46).

99      Ως εκ τούτου, ο νέος αυτός ισχυρισμός κρίνεται απαράδεκτος.

100    Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, ακόμα και αν υποτεθεί ότι έχουν ως σκοπό να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον έλεγχο της Επιτροπής σχετικά με τη συμπίεση και το πάγωμα των τιμών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, στο μέτρο κατά το οποίο συνδέονται άμεσα με τη διαπίστωση σφάλματος κατά τον προσδιορισμό της υποτιμολόγησης.

101    Εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσδιορισμός της υποτιμολόγησης δεν ενείχε σφάλμα, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας επ’ αυτού πρέπει να απορριφθούν.

102    Συνεπώς, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή διέπραξε σφάλμα κατά τον προσωρινό υπολογισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης, διαπιστώνεται ότι τα συμπληρωματικά στοιχεία που συνεκτιμήθηκαν από την Επιτροπή κατά τον έλεγχο των επιπτώσεων στις τιμές οδήγησαν στην εξουδετέρωση του εν λόγω σφάλματος.

103    Όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, από την αιτιολογική σκέψη 189 του προσβαλλόμενου εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι το περιθώριο αυτό ορίστηκε με τη χρήση της τιμής παραγωγής των παραγωγών της Ένωσης. Ουδεμία άλλη δαπάνη προστέθηκε στο κόστος κατασκευής για την κάλυψη των δαπανών των τυχόν συνδεδεμένων εταιριών πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Ως εκ τούτου, το σφάλμα που διαπιστώθηκε στις σκέψεις 74 έως 76 ανωτέρω δεν υφίσταται στην περίπτωση αυτή και ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας με τον οποίο αμφισβητείται ο υπολογισμός πρέπει να απορριφθεί.

104    Τελικώς, όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης που επικαλείται η προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, για να υπολογίσει την τιμή εξαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων στο πλαίσιο υπολογισμού της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή αφαίρεσε τα έξοδα ΠΔΓ και το κέρδος από τις τιμές πώλησης που εφάρμοσαν οι συνδεδεμένες εταιρίες προκειμένου να διασφαλίσει μια αντικειμενική και δίκαιη σύγκριση των τιμών των παραγωγών της Ένωσης με τις τιμές των παραγωγών-εξαγωγέων, επαναφέροντάς τες στο ίδιο στάδιο εμπορίας στο πλαίσιο του πρώτου συμπληρωματικού υπολογισμού υποτιμολόγησης, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T‑301/16, EU:T:2019:234, σκέψη 176).

105    Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της τήρησης εκ μέρους της Επιτροπής της απαίτησης περί αντικειμενικής και δίκαιης σύγκρισης κατά το ίδιο στάδιο εμπορίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ουδεμία παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

106    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το παρόν σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ υπερβαίνει το αναγκαίο επίπεδο για τον αποκλεισμό της ζημίας που προκλήθηκε στη βιομηχανία της Ένωσης, παραβιάζοντας το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού

107    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της έλλειψης νομιμότητας του υπολογισμού του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ, το οποίο στηρίζεται στο αναγκαίο περιθώριο για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ορίστηκε σε ανώτερο επίπεδο σε σχέση με το αναγκαίο για την εξάλειψη της εν λόγω ζημίας, κατά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

108    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

109    Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, στο μέτρο κατά το οποίο τα δύο πρώτα σκέλη του μοναδικού λόγου ακυρώσεως απορρίφθηκαν ως αβάσιμα, πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί επίσης και το τρίτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, στο μέτρο που το τελευταίο στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή.

110    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της χωρίς να είναι απαραίτητο το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του παραδεκτού του συμπληρωματικού υπομνήματος, το οποίο ελήφθη δεόντως υπόψη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

111    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής και των παρεμβαινουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Methanol Holdings (Trinidad) Ltd φέρει της δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Achema AB καθώς και η Grupa Azoty S.A. και η Grupa Azoty Zakłady Azotowe Puławy S.A.

Van der Woude

Svenningsen

Barents

Pynnä

 

      Laitenberger

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Σεπτεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.