Language of document : ECLI:EU:T:2007:194

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 3ης Ιουλίου 2007 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Συμφωνία ΕΚ/Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων – Απόφαση περί εγκρίσεως της συμφωνίας – Νομικό περιεχόμενο – Αμπελοοινικά προϊόντα – Προστατευόμενες ονομασίες – Εξαίρεση λόγω ομωνυμίας – Κανονισμός (EΟK) 2392/89 και κανονισμός (ΕΚ) 753/2002 – Οίνος ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής (v.q.p.r.d.) και ονομάζεται “champagne” – Οίνοι προερχόμενοι από τον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud – Παραδεκτό – Βλαπτική πράξη – Ενεργητική νομιμοποίηση – Πρόσωπο θιγόμενο ατομικώς – Αγωγή αποζημιώσεως – Αιτιώδης συνάφεια – Ζημία καταλογιστέα στην Κοινότητα – Αναρμοδιότητα»

Στην υπόθεση T‑212/02,

Commune de Champagne (Ελβετία),

«Défense de l’appellation Champagne ASBL», με έδρα τη Champagne (Ελβετία),

Cave des viticulteurs de Bonvillars, με έδρα το Bonvillars (Ελβετία), και οι λοιποί προσφεύγοντες-ενάγοντες των οποίων τα ονόματα εμφαίνονται στο παράρτημα της παρούσας διατάξεως, εκπροσωπούμενοι από τους D. Waelbroeck και A. Vroninks, δικηγόρους,

προσφεύγοντες-ενάγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου, αρχικώς, από τον J. Carbery και, εν συνεχεία, από τους F. Florindo Gijón και F. Ruggeri Laderchi,

και

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης, αρχικώς, από τον J. Forman και την D. Maidani και, εν συνεχεία, από τους J. Forman και F. Dintilhac,

καθών-εναγομένων,

υποστηριζομένων από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την A. Colomb,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της αποφάσεως 2002/309/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2002, σχετικά με τη συμφωνία επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας για τη σύναψη επτά συμφωνιών με την Ελβετική Συνομοσπονδία (ΕΕ L 114, σ. 1), καθόσον εγκρίνει το άρθρο 5, παράγραφος 8, του τίτλου II του παραρτήματος 7 της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων και αίτημα περί αποκαταστάσεως της ζημίας που προκάλεσε, όπως υποστηρίζεται, η εν λόγω συμφωνία στους προσφεύγοντες-ενάγοντες,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, πρόεδρο, J. Azizi και E. Cremona, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

1        Ο αφρώδης οίνος που παράγεται στη γαλλική περιοχή της Καμπανίας (Champagne) απολαύει, εντός της Κοινότητας, της προστατευόμενης ονομασίας «οίνος ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής» (v.q.p.r.d.), συμφώνως προς τον κανονισμό (EΟK) 823/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων σχετικά με τους v.q.p.r.d. (ΕΕ L 84, σ. 59), όπως έχει τροποποιηθεί, καθώς και προς τον πίνακα των v.q.p.r.d., ο οποίος δημοσιεύθηκε δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού (ΕΕ 1999, C 46, σ. 113).

2        Σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού (EΟK) 2392/89 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1989, σχετικά με τη θέσπιση των γενικών κανόνων για την περιγραφή και την παρουσίαση των οίνων και των γλευκών σταφυλιών (ΕΕ L 232, σ. 13):

«Για την περιγραφή εισαγόμενου οίνου το όνομα μιας γεωγραφικής ενότητας που χρησιμοποιείται για την περιγραφή επιτραπέζιου οίνου ή v.q.p.r.d. ή καθορισμένης περιοχής που βρίσκεται στην Κοινότητα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε στη γλώσσα της χώρας παραγωγής στην οποία βρίσκεται αυτή η ενότητα ή αυτή η περιοχή, ούτε σε άλλη γλώσσα.»

3        Κατά το άρθρο 29, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού:

«Παρεκκλίσεις από την παράγραφο 2 μπορούν να αποφασισθούν, εφόσον υπάρχει ταυτότητα μεταξύ του γεωγραφικού ονόματος οίνου παραγόμενου στην Κοινότητα και του ονόματος γεωγραφικής ενότητας που βρίσκεται σε τρίτη χώρα, όταν στην εν λόγω χώρα αυτό το όνομα χρησιμοποιείται για οίνο σύμφωνα με παλαιά και σταθερά έθιμα και εφόσον η χρήση του ρυθμίζεται από τη χώρα αυτή.»

4        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1493/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (ΕΕ L 179, σ. 1), κατήργησε, δυνάμει των άρθρων 81 και 82 αυτού, τον κανονισμό 823/87 και τον κανονισμό 2392/89 από την 1η Αυγούστου 2000. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1608/2000 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 2000, για τον καθορισμό μεταβατικών μέτρων εν αναμονή των οριστικών μέτρων εφαρμογής του κανονισμού 1493/1999, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) 699/2002 της Επιτροπής, της 24ης Απριλίου 2002 (ΕΕ L 109, σ. 20), κατά παρέκκλιση από ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 1493/1999, η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 823/87 και του συνόλου του κανονισμού 2392/89 παρατάθηκε, ωστόσο, έως τις 31 Μαΐου 2002 εν αναμονή της οριστικοποιήσεως και της θεσπίσεως των εκτελεστικών μέτρων του κανονισμού 1493/1999.

5        Στις 29 Απριλίου 2002 εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 753/2002 της Επιτροπής, για τη θέσπιση ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 1493/1999 όσον αφορά την περιγραφή, την ονομασία, την παρουσίαση και την προστασία ορισμένων αμπελοοινικών προϊόντων (ΕΕ L 118, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2086/2002 της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 2002 (ΕΕ L 321, σ. 8), ισχύει από την 1η Αυγούστου 2003.

6        Το άρθρο 48 του κανονισμού 753/2002 καταργεί τον κανονισμό 1608/2000, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 753/2002, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει εντούτοις ότι, κατά παρέκκλιση από ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 1493/1999, ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 823/87, καθώς και ο κανονισμός 2392/89 στο σύνολό του, εξακολουθούν να ισχύουν έως τις 31 Ιουλίου 2003.

7        Σύμφωνα με το άρθρο 52 του κανονισμού 1493/1999:

«Εάν ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί το όνομα μιας καθορισμένης περιοχής για οίνο v.q.p.r.d. καθώς και, ενδεχομένως, για οίνο που προορίζεται να μεταποιηθεί σε v.q.p.r.d., αυτό το όνομα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή προϊόντων του αμπελοοινικού τομέα που δεν προέρχεται από την περιοχή αυτή ή/και στα οποία αυτό το όνομα δεν έχει αποδοθεί σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες κοινοτικές και εθνικές κανονιστικές διατάξεις. Ισχύει το ίδιο εάν ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί το όνομα δήμου, κοινότητας, οικισμού ή μιας μικρής τοποθεσίας μόνο για έναν οίνο v.q.p.r.d. καθώς και, ενδεχομένως, για έναν οίνο που προορίζεται να μεταποιηθεί σε v.q.p.r.d.

Υπό την επιφύλαξη των κοινοτικών διατάξεων που αφορούν ειδικά ορισμένους τύπους v.q.p.r.d., τα κράτη μέλη μπορούν να δεχθούν, σύμφωνα με προϋποθέσεις παραγωγής που καθορίζουν, ότι το όνομα μιας καθορισμένης περιοχής συνδυάζεται με μια διευκρίνιση σχετικά με τον τρόπο επεξεργασίας ή τον τύπο προϊόντος, ή με το όνομα ποικιλίας αμπέλου ή συνωνύμων της.»

8        Η ονομασία «champagne» για τους οίνους της γαλλικής περιοχής της Καμπανίας εμφαίνεται στον πίνακα των v.q.p.r.d. που δημοσιεύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 5, του κανονισμού 1493/1999 (ΕΕ 2006, C 41, σ. 1, στην πιο πρόσφατη έκδοσή του).

9        Το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 753/2002 ορίζει:

«Η ονομασία μιας γεωγραφικής ένδειξης που αναφέρεται στο παράρτημα VII, […] Α.2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού […] 1493/1999 μπορεί να αναγράφεται στη σήμανση ενός εισαγόμενου οίνου, συμπεριλαμβανομένου ενός οίνου που προέρχεται από υπερώριμα σταφύλια και ενός μερικώς ζυμωθέντος γλεύκους σταφυλιών που προορίζεται για άμεση κατανάλωση από τον άνθρωπο από μία τρίτη χώρα που είναι μέλος του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, υπό τον όρο ότι χρησιμεύει για την αναγνώριση της ταυτότητας του οίνου ως οίνου καταγωγής μιας τρίτης χώρας, ή μιας περιοχής ή τοποθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας, στις περιπτώσεις όπου μια ιδιότητα, φήμη ή ένα άλλο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του προϊόντος μπορεί ουσιαστικά να αποδοθεί στην εν λόγω γεωγραφική ενότητα.»

10      Σύμφωνα με την παράγραφο 3 της ίδιας διατάξεως:

«Οι γεωγραφικές ενδείξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, δεν μπορούν να δημιουργούν σύγχυση με μια γεωγραφική ένδειξη που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d., ενός επιτραπέζιου οίνου ή άλλου εισαγόμενου οίνου που εμφαίνεται στους καταλόγους των συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ των τρίτων χωρών και της Κοινότητας.

Ωστόσο, ορισμένες γεωγραφικές ενδείξεις των τρίτων χωρών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ομώνυμες των γεωγραφικών ονομασιών που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d., ενός επιτραπεζίου οίνου ή ενός εισαγόμενου οίνου μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπό πρακτικές προϋποθέσεις που παρέχουν την εγγύηση ότι γίνεται διάκριση μεταξύ των ονομασιών αυτών, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλίζεται δίκαιη μεταχείριση μεταξύ των σχετικών παραγωγών και να αποτρέπονται οι παρανοήσεις εκ μέρους των καταναλωτών.

[...]

Οι ενδείξεις αυτές καθώς και οι πρακτικές προϋποθέσεις αναφέρονται στο παράρτημα VΙ.»

11      Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 5, του κανονισμού 753/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 316/2004 της Επιτροπής, της 20ής Φεβρουαρίου 2004 (ΕΕ L 55, σ. 16):

«Μια γεωγραφική ένδειξη που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 μιας τρίτης χώρας μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη σήμανση ενός εισαγόμενου οίνου ακόμη και εάν ο εν λόγω οίνος παράγεται μόνο κατά 85 % από σταφύλια που συγκομίζονται στην περιοχή παραγωγής της οποίας φέρει το όνομα.»

12      Η ονομασία «champagne» για τους οίνους του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud, στην Ελβετία, δεν εμφαίνεται στο παράρτημα VI, που τιτλοφορείται «Κατάλογος των ομωνύμων γεωγραφικών ονομασιών και των πρακτικών όρων χρήσης τους που αναφέρονται στο άρθρο 36, παράγραφος 3».

 Ιστορικό της διαφοράς

13      Ο Δήμος Champagne βρίσκεται στο καντόνι Vaud της Ελβετίας, εντός της αμπελουργικής περιοχής του Bonvillars. Στο έδαφος του Δήμου Champagne, παράγεται λευκός μη αφρώδης οίνος με βάση ένα είδος καθαρού γαλλικού σταφυλιού (chasselas), ο οποίος διατίθεται στο εμπόριο υπό την ονομασία «champagne».

14      Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και η Ελβετική Συνομοσπονδία υπέγραψαν στις 21 Ιουνίου 1999 επτά συμφωνίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων (ΕΕ 2002, L 114, σ. 32, στο εξής: συμφωνία).

15      Το άρθρο 5 του παραρτήματος 7 της συμφωνίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα, σύμφωνα με το παρόν παράρτημα, για την αμοιβαία προστασία των ονομασιών οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 6 και οι οποίες χρησιμοποιούνται για την περιγραφή και την παρουσίαση των αμπελοοινικών προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 και κατάγονται από το έδαφος των συμβαλλόμενων μερών. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος θεσπίζει προς τον σκοπό αυτό τα κατάλληλα νομικά μέσα προκειμένου να εξασφαλίσει μια αποτελεσματική προστασία και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση παραδοσιακής ή γεωγραφικής ένδειξης για τον χαρακτηρισμό ενός αμπελοοινικού προϊόντος που δεν καλύπτεται από την εν λόγω παραδοσιακή ή γεωγραφική ένδειξη.

2.      Οι προστατευόμενες ονομασίες ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη περιορίζονται αποκλειστικά στα προϊόντα καταγωγής του εδάφους του εν λόγω συμβαλλομένου μέρους, στα οποία εφαρμόζονται οι ονομασίες αυτές, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο υπό τους όρους που προβλέπονται από τους νόμους και τις ρυθμίσεις του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους.

[...]

4.      Σε περίπτωση ομώνυμων γεωγραφικών ονομασιών:

α)      όταν δύο προστατευόμενες ενδείξεις δυνάμει του παρόντος παραρτήματος είναι ομώνυμες, παρέχεται προστασία σε καθεμία από τις ενδείξεις, υπό τον όρο ότι δεν παραπλανάται ο καταναλωτής ως προς την πραγματική καταγωγή του αμπελοοινικού προϊόντος,

[...]

5.      Σε περίπτωση ομώνυμων προστατευόμενων ενδείξεων:

α)      όταν δύο προστατευόμενες ενδείξεις δυνάμει του παρόντος παραρτήματος είναι ομώνυμες, παρέχεται προστασία σε καθεμία από τις ενδείξεις, υπό τον όρο ότι δεν παραπλανάται ο καταναλωτής ως προς την πραγματική καταγωγή του αμπελοοινικού προϊόντος,

[...]

8.      Η αποκλειστική προστασία που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται στην ονομασία “Champagne” που περιέχεται στον κατάλογο της Κοινότητας, ο οποίος εμφαίνεται στο προσάρτημα 2 του παρόντος παραρτήματος. Ωστόσο, η εν λόγω αποκλειστική προστασία δεν αντίκειται κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου δύο ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος παραρτήματος στη χρησιμοποίηση της λέξης “Champagne” για την περιγραφή και την παρουσίαση ορισμένων οίνων καταγωγής καντονιού Vaud της Ελβετίας, υπό τον όρο ότι οι οίνοι αυτοί δεν τίθενται σε εμπορία στο έδαφος της Κοινότητας και ότι ο καταναλωτής δεν παραπλανάται όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του οίνου.»

16      Το άρθρο 6 του παραρτήματος 7 της συμφωνίας ορίζει:

«Προστατεύονται οι ακόλουθες ονομασίες:

α)      όσον αφορά τα αμπελοοινικά προϊόντα καταγωγής Κοινότητας:

–        οι όροι που αναφέρονται στο κράτος μέλος, από το οποίο κατάγεται το αμπελοοινικό προϊόν,

–        οι ειδικοί κοινοτικοί όροι που εμφαίνονται στο προσάρτημα 2,

–        οι γεωγραφικές ενδείξεις και οι παραδοσιακές ενδείξεις που εμφαίνονται στο προσάρτημα 2·

β)      όσον αφορά τα αμπελοοινικά προϊόντα καταγωγής Ελβετίας:

–        οι όροι “Suisse”, “Schweiz”, “Svizzera”, “Svizra” ή κάθε άλλη ονομασία που χαρακτηρίζει την εν λόγω χώρα,

–        οι ειδικοί ελβετικοί όροι που εμφαίνονται στο προσάρτημα 2,

–        οι γεωγραφικές ενδείξεις και οι παραδοσιακές ενδείξεις που εμφαίνονται στο προσάρτημα 2.»

17      Το έγγραφο επικυρώσεως της Ελβετικής Συνομοσπονδίας κατατέθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2000, κατόπιν της εγκρίσεως της συμφωνίας από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στις 8 Οκτωβρίου 1999 καθώς και με καθολική ψηφοφορία που διεξήχθη στις 21 Μαΐου 2000.

18      Με την απόφαση 2002/309/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2002, σχετικά με τη συμφωνία επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας για τη σύναψη επτά συμφωνιών με την Ελβετική Συνομοσπονδία (ΕΕ L 114, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η συμφωνία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

19      Σύμφωνα με το άρθρο της 17, παράγραφος 1, η συμφωνία άρχισε να ισχύει την 1η Ιουνίου 2002.

 Διαδικασία

20      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Ιουλίου 2002, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

21      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, στις 16 Οκτωβρίου 2002 και στις 30 Οκτωβρίου 2002 αντιστοίχως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προέβαλαν, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ένσταση απαραδέκτου.

22      Στις 25 Οκτωβρίου 2002, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει προς υποστήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Με διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 2002, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε το αίτημα αυτό.

23      Η Γαλλική Δημοκρατία κατέθεσε στις 20 Ιανουαρίου 2003 το υπόμνημά της παρεμβάσεως, το οποίο περιορίζεται στο ζήτημα του παραδεκτού.

24      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων απαραδέκτου στις 3 Φεβρουαρίου 2003 και τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως στις 24 Μαρτίου 2003. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.

25      Με διάταξη της 17ης Ιουνίου 2003, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να συνεξετάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες γραπτές ερωτήσεις στο πλαίσιο των υπομνημάτων τους. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εμπροθέσμως.

 Αιτήματα των διαδίκων

26      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες (στο εξής: προσφεύγοντες) ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να κηρύξει την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον το Συμβούλιο ενέκρινε δι’ αυτού το άρθρο 5, παράγραφος 8, του τίτλου II του παραρτήματος 7 της συμφωνίας·

–        εφόσον παρίσταται ανάγκη, να ακυρώσει την ως άνω απόφαση καθόσον το Συμβούλιο και η Επιτροπή ενέκριναν δι’ αυτής τις λοιπές διατάξεις της συμφωνίας, καθώς και τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις σιδηροδρομικές και τις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών, τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση στον τομέα της αξιολόγησης της πιστότητας, τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις, και τη συμφωνία επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας·

–        να αναγνωρίσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, και να υποχρεώσει τα καθών-εναγόμενα να αποκαταστήσουν κάθε ζημία που υπέστησαν οι προσφεύγοντες λόγω του άρθρου 5, παράγραφος 8, του τίτλου II του παραρτήματος 7 της συμφωνίας·

–        να υποχρεώσει τους διαδίκους να προσκομίσουν, εντός εύλογης προθεσμίας, τα ακριβή αριθμητικά στοιχεία ως προς το ύψος της ζημίας τα οποία θα προκύψουν από συμφωνία των διαδίκων ή, ελλείψει επιτεύξεως συμφωνίας, να τους υποχρεώσει να υποβάλουν πρόσθετα αιτήματα που να περιέχουν ακριβή αριθμητικά στοιχεία ή, ελλείψει υποβολής τέτοιων αιτημάτων, να υποχρεώσει το Συμβούλιο να καταβάλει στους προσφεύγοντες αμπελοκαλλιεργητές το ποσό των 1 108 108 ελβετικών φράγκων (CHF) υπό την επιφύλαξη διευκρινίσεων που θα παρασχεθούν κατά τη διάρκεια της δίκης·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27      Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

30      Σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί, αποφαινόμενο υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 114, παράγραφοι 3 και 4, του ιδίου κανονισμού, οποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως, στους οποίους συγκαταλέγονται, κατά πάγια νομολογία, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μιας προσφυγής, τις οποίες καθορίζει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψη 23· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 26ης Μαρτίου 1999, T‑114/96, Biscuiterie-confiserie LOR και Confiserie du Tech κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑913, σκέψη 24, και της 8ης Ιουλίου 1999, T‑194/95, Area Cova κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑2271, σκέψη 22).

31      Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως, το Πρωτοδικείο μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

32      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι και από τις εξηγήσεις που αυτοί παρείχαν κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας. Δεδομένου ότι η δικογραφία περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί το Πρωτοδικείο και αφού ακούστηκαν οι διάδικοι, το Πρωτοδικείο αποφασίζει, κατά συνέπεια, ότι δεν συντρέχει λόγος να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

1.     Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

 Επί του παραδεκτού

 Επί του ζητήματος αν το άρθρο 5, παράγραφος 8, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας έχει τον χαρακτήρα βλαπτικής πράξεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 8, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας (στο εξής: «ρήτρα champagne») δεν συνιστά βλαπτική πράξη έναντι των προσφευγόντων. Συγκεκριμένα, η αδυναμία χρησιμοποιήσεως της ονομασίας «champagne» για την περιγραφή και την παρουσίαση των οίνων που παράγουν ορισμένοι από τους προσφεύγοντες προκύπτει απλώς και μόνον από την ανάγνωση του άρθρου 5, παράγραφοι 1 έως 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, καθώς και με το προσάρτημα 2 του παραρτήματος 7 της συμφωνίας. Έτσι, η «ρήτρα champagne» έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα την καθιέρωση, προς όφελος ορισμένων οίνων του καντονιού Vaud, διετούς μεταβατικής περιόδου κατά την οποία η χρήση της λέξης «champagne» επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω οίνοι δεν διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας και ότι δεν υφίσταται παραπλάνηση του καταναλωτή ως προς την πραγματική προέλευση του οίνου.

34      Η Επιτροπή συνάγει ότι, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή εγκρίνει τη «ρήτρα champagne», τα υπό κρίση ακυρωτικά αιτήματα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

35      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, καίτοι είναι ακριβές ότι, γενικότερα, η αποκλειστική προστασία των ονομασιών των αμπελοοινικών προϊόντων προκύπτει από το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 3, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας, η «ρήτρα champagne» προβλέπει αυστηρότερο καθεστώς για την ονομασία «champagne». Συγκεκριμένα, ενώ για τα άλλα αμπελοοινικά προϊόντα η εξαίρεση λόγω ομωνυμίας χωρεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφοι 4 και 5, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας, η «ρήτρα champagne» θα έχει ως αποτέλεσμα, άπαξ και λήξει η μεταβατική περίοδος, την απαγόρευση κάθε διαθέσεως στο εμπόριο των προϊόντων που φέρουν την ονομασία «champagne» και, ως εκ τούτου, τον αποκλεισμό της ενδεχόμενης εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας της οποίας θα μπορούσε να γίνει επίκληση υπέρ των καταγομένων από τον Δήμο Champagne οίνων.

36      Δεδομένου ότι η «ρήτρα champagne» στερεί από τους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να επικαλεσθούν εξαίρεση λόγω ομωνυμίας υπέρ των οίνων που προέρχονται από τον Δήμο Champagne, η ακύρωση των βαλλομένων διατάξεων θα είχε ως αποτέλεσμα, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, να υποχρεωθούν τα κοινοτικά όργανα να λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου και, ως εκ τούτου, να αρχίσουν νέες διαπραγματεύσεις με την Ελβετική Συνομοσπονδία σύμφωνα με τις απαιτήσεις που θέτει το Πρωτοδικείο. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι η «ρήτρα champagne» επηρεάζει άμεσα την κατάστασή τους.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

37      Πρέπει να επισημανθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή έχει ως ρητό αντικείμενο την ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή εγκρίνει τη «ρήτρα champagne». Μόνον επικουρικώς και μόνο στην περίπτωση που οι επτά τομεακές συμφωνίες τις οποίες ενέκρινε η εν λόγω απόφαση απαρτίζουν ένα αδιάσπαστο σύνολο, η προσφυγή-αγωγή αποβλέπει και στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή εγκρίνει το σύνολο της συμφωνίας καθώς και τις άλλες έξι τομεακές συμφωνίες.

38      Ως εκ τούτου, επισήμως τουλάχιστον, οι προσφεύγοντες, σύμφωνα με τη διατύπωση των αιτημάτων τους, προσδιορίζουν τη «ρήτρα champagne» ως τη βλαπτική γι’ αυτούς διάταξη, και μόνο στον βαθμό που η προσβαλλόμενη απόφαση εγκρίνει την εν λόγω ρήτρα, οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν ληφθεί υπόψη το κύριο αίτημα περί μερικής ακυρώσεως ή το επικουρικό αίτημα περί ολικής ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το ζήτημα της εκτάσεως της αιτουμένης ακυρώσεως περιγράφεται από τους προσφεύγοντες ως εξαρτώμενο μόνον από τον δυνάμενο να διασπασθεί χαρακτήρα των επτά συμφωνιών που ενέκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, δεν έχει επίπτωση επί του προσδιορισμού της διατάξεως την οποία οι προσφεύγοντες θεωρούν βλαπτική γι’ αυτούς.

39      Κατά πάγια νομολογία, η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑480/93 και T-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2305, σκέψη 59· της 25ης Μαρτίου 1999, T‑102/96, Gencor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑753, σκέψη 40· της 30ής Ιανουαρίου 2002, T‑212/00, Nuove Industrie Molisane κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑347). Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως αυτής είναι ικανή αφ’ εαυτής να επαχθεί έννομες συνέπειες (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 44 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία) ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2005, T‑28/02, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4119, σκέψη 34).

40      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί αν η «ρήτρα champagne» επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα των προσφευγόντων, προκειμένου να προσδιορισθεί αν οι προσφεύγοντες έχουν συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή εγκρίνει την εν λόγω ρήτρα, λαμβανομένου υπόψη ότι η ως άνω ακύρωση αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής τους.

41      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας, οι προστατευόμενες ονομασίες ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη περιορίζονται αποκλειστικά στα προϊόντα καταγωγής του εδάφους του εν λόγω συμβαλλομένου μέρους, στα οποία εφαρμόζονται οι ονομασίες αυτές. Οι προστατευόμενες ονομασίες κατά την έννοια του εν λόγω παραρτήματος απαριθμούνται στο άρθρο 6.

42      Όσον αφορά τα αμπελοοινικά προϊόντα καταγωγής Κοινότητας, μνημονεύονται σύμφωνα με το άρθρο 6, στοιχείο α΄, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας:

–        οι όροι που αναφέρονται στο κράτος μέλος από το οποίο κατάγεται το αμπελοοινικό προϊόν,

–         οι ειδικοί κοινοτικοί όροι που εμφαίνονται στο προσάρτημα 2,

–        οι παραδοσιακές γεωγραφικές ενδείξεις που εμφαίνονται στο προσάρτημα 2.

43      Κατά τις διατάξεις του άρθρου 6, στοιχείο β΄, του ιδίου παραρτήματος, όσον αφορά τα αμπελοοινικά προϊόντα καταγωγής Ελβετίας, μνημονεύονται:

–        οι όροι «Suisse», «Schweiz», «Svizzera», «Svizra» ή κάθε άλλη ονομασία που χαρακτηρίζει την εν λόγω χώρα,

–         οι ειδικοί ελβετικοί όροι που εμφαίνονται στην προσάρτημα 2,

–        οι γεωγραφικές ενδείξεις και οι παραδοσιακές ενδείξεις που εμφαίνονται στο προσάρτημα 2.

44      Η ελεγχόμενη γαλλική ονομασία προελεύσεως «champagne» περιλαμβάνεται στο εν λόγω προσάρτημα 2 ως γεωγραφική ένδειξη κατά την έννοια του άρθρου 6, στοιχείο α΄, τρίτη περίπτωση, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας.

45      Ωστόσο, η ονομασία «champagne» δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των προστατευόμενων ονομασιών για τα αμπελοοινικά προϊόντα καταγωγής Ελβετίας που μνημονεύονται στο προσάρτημα 2, ούτε ως ελβετική γεωγραφική ένδειξη ούτε ως παραδοσιακή ελβετική ένδειξη, λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω προσάρτημα δεν μνημονεύει, εξάλλου, κανέναν από τους ειδικούς όρους που προβλέπει το άρθρο 6, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ονομασία «champagne» δεν συνιστά ονομασία που να χαρακτηρίζει την Ελβετία, η εν λόγω ονομασία δεν πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί προστατευόμενη ελβετική ονομασία κατά την έννοια του παραρτήματος 7 της συμφωνίας.

46      Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας προβλέπει ότι «όταν δύο προστατευόμενες ενδείξεις δυνάμει του παρόντος παραρτήματος είναι ομώνυμες, παρέχεται προστασία σε καθεμία από τις ενδείξεις, υπό τον όρο ότι δεν παραπλανάται ο καταναλωτής ως προς την πραγματική καταγωγή του αμπελοοινικού προϊόντος». Ομοίως, το άρθρο 5, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του παραρτήματος αυτού προβλέπει ότι «όταν δύο προστατευόμενες ενδείξεις δυνάμει του παρόντος παραρτήματος είναι ομώνυμες, παρέχεται προστασία σε καθεμία από τις ενδείξεις, υπό τον όρο ότι δεν παραπλανάται ο καταναλωτής ως προς την πραγματική καταγωγή του αμπελοοινικού προϊόντος».

47      Έτσι, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 5, παράγραφοι 4 και 5, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας εξαιρέσεις λόγω ομωνυμίας, ως προς τις οποίες οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι στερούνται, δυνάμει της «ρήτρας champagne», του ευεργετήματος να τις επικαλεσθούν, τυγχάνουν εφαρμογής μόνο στην περίπτωση που υφίστανται δύο ομώνυμες και προστατευόμενες δυνάμει του παραρτήματος 7 της συμφωνίας ενδείξεις ή αναφορές.

48      Πάντως, ανωτέρω αναφέρθηκε ότι η ονομασία «champagne» δεν ήταν προστατευόμενη ελβετική ονομασία δυνάμει του παραρτήματος 7 της συμφωνίας.

49      Συνεπώς, η αδυναμία των προσφευγόντων να επικαλεσθούν μία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 5, παράγραφοι 4 και 5, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας εξαιρέσεις λόγω ομωνυμίας προκύπτει από την οικονομία των διατάξεων αυτών και από το γεγονός ότι η ονομασία «champagne» δεν συνιστά προστατευόμενη ελβετική ονομασία κατά την έννοια του παραρτήματος 7 της συμφωνίας.

50      Επομένως, οι προσφεύγοντες εσφαλμένως ισχυρίζονται ότι η «ρήτρα champagne» τους στερεί τη δυνατότητα να επικαλεσθούν μία από τις εξαιρέσεις λόγω ομωνυμίας τις οποίες προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφοι 4 και 5, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας.

51      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την εν λόγω ρήτρα:

«Η αποκλειστική προστασία που αναφέρεται στις παραγράφους 1 [έως] 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται στην ονομασία “Champagne” που περιέχεται στον κατάλογο της Κοινότητας, ο οποίος εμφαίνεται στο προσάρτημα 2 του παρόντος παραρτήματος. Ωστόσο, η εν λόγω αποκλειστική προστασία δεν αντίκειται κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου δύο ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος παραρτήματος στη χρησιμοποίηση της λέξης “Champagne” για την περιγραφή και την παρουσίαση ορισμένων οίνων καταγωγής καντονιού Vaud της Ελβετίας, υπό τον όρο ότι οι οίνοι αυτοί δεν τίθενται σε εμπορία στο έδαφος της Κοινότητας και ότι ο καταναλωτής δεν παραπλανάται όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του οίνου.»

52      Επομένως η «ρήτρα champagne» έχει ως μόνο αποτέλεσμα το να επιτρέπει, για διετή μεταβατική περίοδο, τη διάθεση στο εμπόριο, εκτός του κοινοτικού εδάφους, ορισμένων οίνων καταγωγής καντονιού Vaud με την ονομασία «champagne». Κατά συνέπεια, η «ρήτρα champagne» αποτελεί διευθέτηση προς όφελος ορισμένων οίνων καταγωγής καντονιού Vaud της αποκλειστικής προστασίας της οποίας τυγχάνει, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφοι 1 έως 3, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας, η ονομασία «champagne» που περιέχεται στον κοινοτικό κατάλογο, ο οποίος εμφαίνεται στο προσάρτημα 2 του ιδίου παραρτήματος, όπως δηλώνουν, εξάλλου, η πρώτη περίοδος της εν λόγω ρήτρας και το επίρρημα «ωστόσο» που βρίσκεται στην αρχή της δεύτερης περιόδου της.

53      Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτή εγκρίνει τη «ρήτρα champagne», όχι μόνον δεν θα απέφερε κανένα όφελος στους προσφεύγοντες, αλλά θα ήταν μάλιστα εις βάρος τους καθόσον θα καταργούσε τη μεταβατική περίοδο που η εν λόγω απόφαση θεσπίζει προς όφελός τους. Στον βαθμό αυτό, οι προσφεύγοντες δεν έχουν κανένα έννομο συμφέρον να βάλουν κατά της «ρήτρας champagne» και, ως εκ τούτου, η προσφυγή τους πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

54      Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι, πέραν της αυστηρής διατυπώσεως των αιτημάτων τους, από τους ισχυρισμούς που προέβαλαν οι προσφεύγοντες προκύπτει ότι αυτοί βάλλουν, κατ’ ουσίαν, κατά της απαγορεύσεως που επρόκειτο να τους επιβληθεί, δυνάμει της συμφωνίας, να διαθέτουν στο εμπόριο τους οίνους που προέρχονται από τον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud με την ονομασία «champagne» μετά τη λήξη της διετούς μεταβατικής περιόδου που προβλέπει η «ρήτρα champagne».

55      Πάντως, καίτοι είναι αληθές ότι, όπως προαναφέρθηκε, η «ρήτρα champagne» δεν αποτελεί τη νομική βάση της ως άνω απαγορεύσεως, γεγονός παραμένει ότι η συμφωνία, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφοι 1 έως 6, του παραρτήματός της 7 καθώς και του προσαρτήματος 2 του ιδίου παραρτήματος, όντως επιβάλλει στην Ελβετική Συνομοσπονδία να εγγυηθεί την αποκλειστική προστασία της κοινοτικής ονομασίας «champagne» και αποκλείει κάθε δυνατότητα εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας υπέρ των οίνων καταγωγής του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η «ρήτρα champagne» υπογραμμίζει ρητώς το γεγονός αυτό με την πρώτη περίοδό της, σύμφωνα με την οποία «η αποκλειστική προστασία που αναφέρεται στις παραγράφους 1 [έως] 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται στην ονομασία «champagne» που περιέχεται στον κατάλογο της Κοινότητας, ο οποίος εμφαίνεται στο προσάρτημα 2 του παρόντος παραρτήματος», κατά τρόπον ώστε να συνιστά ρητή διατύπωση του καθεστώτος που απορρέει από την καταχώριση της ονομασίας «champagne» στον μόνο κατάλογο των προστατευόμενων ονομασιών για τα αμπελοοινικά προϊόντα καταγωγής Κοινότητας.

56      Συνεπώς, η προσφυγή-αγωγή πρέπει, στην πραγματικότητα, να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά του καθεστώτος αποκλειστικής προστασίας της κοινοτικής ονομασίας «champagne», όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 6, και από το προσάρτημα 2 του παραρτήματος 7 της συμφωνίας, και του οποίου καθεστώτος ρητή εκδήλωση αποτελεί η «ρήτρα champagne», και ιδίως η πρώτη περίοδός της. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, πέραν των θεμιτών αντιρρήσεών τους ως προς το αν η «ρήτρα champagne» έχει τον χαρακτήρα βλαπτικής πράξεως, από τα δικόγραφά τους προκύπτει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντελήφθησαν την προσφυγή-αγωγή κατά τον τρόπο αυτό, οπότε η κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση δεν επηρεάσθηκε από την ανακρίβεια των προσφευγόντων όσον αφορά τον προσδιορισμό της βλαπτικής γι’ αυτούς πράξεως.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο θα εξετάσει, επίσης, το παραδεκτό της προσφυγής-αγωγής κατά το μέτρο που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον εγκρίνεται δι’ αυτού το καθεστώς αποκλειστικής προστασίας της κοινοτικής ονομασίας «champagne», όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 6, και από το προσάρτημα 2 του παραρτήματος 7 της συμφωνίας (στο εξής: επίδικες διατάξεις της συμφωνίας).

58      Επ’ αυτού, πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν εξετάζεται ο επηρεασμός των προσφευγόντων από τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας στο έδαφος της Ελβετίας, αφενός, ή σε εκείνο της Κοινότητας, αφετέρου.

 Επί του επηρεασμού των προσφευγόντων από την προσβαλλόμενη απόφαση στο έδαφος της Ελβετίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

59      Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν αποτελεί μέρος της Κοινότητας και ότι, κατά συνέπεια, καμία απόφαση ή πράξη της Κοινότητας δεν έχει εφαρμογή στην εν λόγω Συνομοσπονδία, σύμφωνα με το άρθρο 299, παράγραφος 1, ΕΚ. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να συνεπάγεται την ενσωμάτωση της συμφωνίας στην ελβετική έννομη τάξη, λαμβανομένου υπόψη ότι η απόφαση αυτή δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα στην εν λόγω έννομη τάξη.

60      Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 26 της Συμβάσεως περί του δικαίου των συνθηκών, η οποία συνήφθη στη Βιέννη στις 23 Μαΐου 1969 (στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης), κάθε συνθήκη που είναι σε ισχύ δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη και πρέπει να εκτελείται καλή τη πίστει και ότι, δυνάμει του άρθρου 29 της εν λόγω συμβάσεως, εκτός αν διαφορετική πρόθεση προκύπτει από τη συνθήκη ή άλλως στοιχειοθετείται, μια συνθήκη δεσμεύει καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ως προς το σύνολο του εδάφους του. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις επτά συμφωνίες που υπεγράφησαν στις 21 Ιουνίου 1999 μεταξύ της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου, κάθε συμβαλλόμενο μέρος οφείλει να τηρεί και να εκτελεί τις εν λόγω συμφωνίες και η εφαρμογή τους στο έδαφος της Ελβετίας υπάγεται αποκλειστικώς στις ελβετικές αρχές.

61      Επ’ αυτού, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το άρθρο 16 της συμφωνίας διευκρινίζει ότι το πεδίο εφαρμογής του είναι, αφενός, το έδαφος επί του οποίου εφαρμόζεται η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Κοινότητας και, αφετέρου, το έδαφος της Ελβετίας και ότι το παράρτημα 7 της εν λόγω συμφωνίας διευκρινίζει, στο άρθρο του 5, παράγραφος 1, ότι «κάθε συμβαλλόμενο μέρος θεσπίζει προς τον σκοπό αυτό τα κατάλληλα νομικά μέσα προκειμένου να εξασφαλίσει μια αποτελεσματική προστασία και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση παραδοσιακής ή γεωγραφικής ένδειξης για τον χαρακτηρισμό ενός αμπελοοινικού προϊόντος που δεν καλύπτεται από την εν λόγω παραδοσιακή ή γεωγραφική ένδειξη».

62      Το Συμβούλιο συνάγει εξ αυτού ότι μόνο δυνάμει της ελβετικής αποφάσεως περί επικυρώσεως της συμφωνίας, σύμφωνα με τις ελβετικές συνταγματικές διατάξεις, η εν λόγω συμφωνία καθίσταται εφαρμοστέα στο έδαφος της Ελβετίας, τούτο δε υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προσιδιάζουν στην έννομη τάξη της. Μόνον οι ελβετικές αρχές είναι αρμόδιες και υπεύθυνες για τη θέσπιση των ενδεδειγμένων νομικών μέσων προκειμένου να ισχύσουν στο έδαφος της Ελβετίας τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προβλέπει το άρθρο 5 του παραρτήματος 7 της συμφωνίας, τα οποία τυγχάνουν, ενδεχομένως, εφαρμογής στην περίπτωση των προσφευγόντων. Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι, ναι μεν η Ελβετική Συνομοσπονδία διαθέτει, όπως η Κοινότητα, ένα σύστημα ενσωματώσεως των διεθνών συμφωνιών μονιστικού τύπου, πλην όμως το κράτος αυτό διαθέτει αυτοτελείς κανόνες για τον προσδιορισμό του μέτρου στο οποίο μια συμφωνία στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, οπότε τα δικαστήριά του μπορούν να υιοθετήσουν διαφορετικές λύσεις από εκείνες των κοινοτικών δικαστηρίων όσον αφορά την άμεση εφαρμογή των διατάξεων των συναφθεισών από την Κοινότητα συμφωνιών. Το Συμβούλιο μνημονεύει, ως παράδειγμα μιας τέτοιας αποκλίσεως, την απόφαση του tribunal fédéral suisse (Ομοσπονδιακού Ελβετικού Δικαστηρίου) της 25ης Ιανουαρίου 1979, Bosshard Partners Intertrading κατά Sunlight AG.

63      Τέλος, η νομολογία που υπενθύμισαν οι προσφεύγοντες όσον αφορά το ζήτημα αν μια διάταξη συμφωνίας συναφθείσας από την Κοινότητα με τρίτες χώρες πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει άμεση εφαρμογή είναι αλυσιτελές για την υπόθεση αυτή κατά το μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση των προσφευγόντων. Εξάλλου, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η ενδεχόμενη ακύρωση από το Πρωτοδικείο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα οδηγούσε στο να καταστεί ανίσχυρη η συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 46 της Συμβάσεως της Βιέννης, οπότε οι ελβετικές αρχές θα εξακολουθούσαν να υπέχουν την υποχρέωση να τηρούν την εν λόγω συμφωνία και τα μέτρα που έλαβαν οι ελβετικές αρχές κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας θα παρέμεναν σε ισχύ.

64      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αντικείμενο την επικύρωση, εξ ονόματος και για λογαριασμό της Κοινότητας, των επτά συμφωνιών που υπογράφηκαν στις 21 Ιουνίου 1999 με την Ελβετική Συνομοσπονδία και, ως εκ τούτου, το να καταστούν εφαρμοστέες οι εν λόγω συμφωνίες στο έδαφος της Κοινότητας.

65      Επ’ αυτού, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι συμφωνία συναφθείσα από το Συμβούλιο ή/και από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης αποτελεί, όσον αφορά την Κοινότητα, πράξη θεσπισθείσα εκ μέρους ενός των θεσμικών οργάνων της και ότι οι διατάξεις παρόμοιας συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος, από την έναρξη ισχύος της εν λόγω συμφωνίας, της κοινοτικής έννομης τάξεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 1974, 181/73, Haegeman, Συλλογή τόμος 1974, σ. 245, σκέψεις 4 και 5, και της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel, Συλλογή 1987, σ. 3719, σκέψη 7).

66      Πάντως, οι πράξεις των οργάνων έχουν, κατ’ αρχήν, το ίδιο πεδίο εφαρμογής με την ιδρυτική Συνθήκη επί της οποίας στηρίζονται. Έτσι, δυνάμει του άρθρου 299, παράγραφος 1, της Συνθήκης, πράξη θεσπισθείσα από κοινοτικό όργανο δεν ισχύει στο έδαφος τρίτου κράτους και δεν θα μπορεί να επηρεάσει δικαιώματα τα οποία έχουν δημιουργηθεί και ασκούνται στο έδαφος του κράτους αυτού, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους.

67      Επομένως, οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας ισχύουν και μπορούν να τύχουν εφαρμογής στους προσφεύγοντες μόνο δυνάμει της πράξεως επικυρώσεως την οποία εξέδωσαν οι ελβετικές αρχές και με την οποία εκφράζουν επισήμως τη συναίνεσή τους να δεσμεύονται από τη συμφωνία και τη δέσμευσή τους να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της στο έδαφός τους, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 16 της συμφωνίας.

68      Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι η πράξη επικυρώσεως που θεσπίσθηκε εξ ονόματος και για λογαριασμό της Κοινότητας, δεν ισχύει στο έδαφος της Ελβετίας και ότι η εν λόγω απόφαση δεν έχει ως αντικείμενο –και δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα– να διέπει τη δραστηριότητα των προσφευγόντων στην Ελβετία, ούτε, κατά συνέπεια, να επιβάλει οποιαδήποτε απαγόρευση σε αυτούς. Έτσι, η ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα είχε καμία επίπτωση επί της καταστάσεώς τους στο έδαφος της Ελβετίας, η οποία θα εξακολουθούσε να διέπεται από τις αποφάσεις μόνον των ελβετικών αρχών, οπότε οι προσφεύγοντες δεν είχαν έννομο συμφέρον να στραφούν κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

69      Η Γαλλική Δημοκρατία, παρεμβαίνουσα, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκείνη διά της οποίας συνήφθησαν, εξ ονόματος της Κοινότητας, οι επτά συμφωνίες που υπογράφηκαν στις 21 Ιουνίου 1999. Η εν λόγω απόφαση έχει ως αντικείμενο το να καταστούν εφαρμοστέες οι συμφωνίες αυτές στο έδαφος της Κοινότητας. Πάντως, από το άρθρο 299, παράγραφος 1, ΕΚ, προκύπτει ότι πράξη θεσπισθείσα από κοινοτικό όργανο ισχύει μόνο στο έδαφος των κρατών μελών της Κοινότητας, και όχι σε εκείνο τρίτου κράτους. Επομένως, η ως άνω πράξη δεν ισχύει στο έδαφος της Ελβετίας, οπότε τα δικαιώματα των προσφευγόντων δεν δύνανται να επηρεασθούν από την προσβαλλόμενη απόφαση. Για να καταστούν οι συμφωνίες αυτές εφαρμοστέες στο έδαφος της Ελβετίας, πρέπει όντως, εκ προοιμίου, οι αρχές του κράτους αυτού να επικυρώσουν τις εν λόγω συμφωνίες.

70      Εξάλλου, όσον αφορά τις γεωγραφικές ενδείξεις, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας διευκρινίζει ότι «κάθε συμβαλλόμενο μέρος θεσπίζει τα κατάλληλα νομικά μέσα προκειμένου να εξασφαλίσει μια αποτελεσματική προστασία και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση παραδοσιακής ή γεωγραφικής ένδειξης για τον χαρακτηρισμό ενός αμπελοοινικού προϊόντος που δεν καλύπτεται από την εν λόγω παραδοσιακή ή γεωγραφική ένδειξη». Επομένως, μόνον απόφαση των ελβετικών αρχών δύναται να έχει ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των προσφευγόντων στην Ελβετία.

71      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε πράξη του Συμβουλίου περί συνάψεως διεθνούς συμφωνίας είναι αφ’ εαυτής πράξη δεκτική προσφυγής δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Αυγούστου 1994, C‑327/91, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑3641, σκέψη 16, και της 10ης Μαρτίου 1998, C‑122/95, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I‑973, σκέψεις 41 και 42· γνωμοδότηση 3/94 του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1995, Συλλογή 1995, σ. I‑4577, σκέψη 22, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ).

72      Οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι τα επιχειρήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι μια κοινοτική πράξη δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να παραγάγει αποτελέσματα εκτός του εδάφους της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, από την πράξη με την οποία η Κοινότητα συνάπτει συμφωνία με τρίτο κράτος εξαρτάται η ύπαρξη, αυτή καθ’ εαυτήν, της εν λόγω συμφωνίας σε διεθνές επίπεδο. Επομένως, εν προκειμένω, η συμφωνία κατέστη υποχρεωτική μόνο μετά την απόφαση του Ομοσπονδιακού Ελβετικού Συμβουλίου της 16ης Οκτωβρίου 2000 περί επικυρώσεως, αφενός, και μετά την απόφαση του Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 2002 περί εγκρίσεως της εν λόγω συμφωνίας, αφετέρου. Επομένως, θα ήταν ανακριβές το να υποστηριχθεί ότι οι προσφεύγοντες επηρεάζονται μόνον από την επικύρωση των επίδικων διατάξεων της συμφωνίας εκ μέρους της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, κατά το μέτρο που, στην περίπτωση που δεν υφίστατο η προσβαλλόμενη απόφαση, οι προσφεύγοντες δεν θα είχαν στερηθεί του δικαιώματός τους να διαθέτουν τον οίνο που παράγουν στο εμπόριο με την ονομασία «champagne».

73      Επ’ αυτού, οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μεταγενέστερη της επικυρώσεως της συμφωνίας από την Ελβετική Συνομοσπονδία. Επομένως, πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν υπείχε την υποχρέωση που απορρέει από τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας και μόνον κατόπιν της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, από την οποία εξηρτάτο η έναρξη ισχύος της συμφωνίας, δημιουργήθηκε η υποχρέωση αυτή. Επομένως, η επιβληθείσα στους προσφεύγοντες απαγόρευση της συνεχίσεως της χρησιμοποιήσεως της δημοτικής ονομασίας «champagne» πηγάζει ευθέως από την προσβαλλόμενη απόφαση.

74      Το γεγονός ότι η έλλειψη νομιμότητας μιας πράξεως οφείλεται στη σύζευξη δύο παραγόντων, ήτοι των αποφάσεων περί επικυρώσεως της Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, δεν σημαίνει ότι κανένας από τους δύο αυτούς παράγοντες δεν μπορεί να αμφισβητηθεί μέσω προσφυγής ακυρώσεως, συνέπεια στην οποία θα οδηγούσε η θέση του Συμβουλίου.

75      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει το παραδεκτό προσφυγών ακυρώσεως που ασκήθηκαν κατά πράξεων περί εγκρίσεως διεθνών συνθηκών χωρίς διάκριση ανάλογα με τα εξωτερικά ή τα εσωτερικά αποτελέσματά τους (αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω· Γερμανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 71 ανωτέρω· αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑29/99, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑11221, και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑281/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑12049).

76      Επιπλέον, αν ακολουθηθεί η θέση του Συμβουλίου, τα κοινοτικά όργανα θα ήσαν ελεύθερα να παραβιάζουν τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, και ιδίως να προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, εφόσον θα ενεργούσαν στο πλαίσιο της εξωτερικής αρμοδιότητάς τους και εφόσον η επίμαχη πράξη θα παρήγαγε αποτελέσματα μόνο στο έδαφος τρίτου κράτους.

77      Όσον αφορά την εκ μέρους του Συμβουλίου ερμηνεία του άρθρου 299 ΕΚ, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι αυτή δεν λαμβάνει υπόψη ότι το εδαφικό πεδίο εφαρμογής εντός του οποίου ισχύει η κοινοτική έννομη τάξη υπερβαίνει την πρόσθεση των εδαφών των κρατών μελών και εκτείνεται σε κάθε τόπο όπου το κράτος μέλος ενεργεί υπό οποιαδήποτε ιδιότητα εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων που έχουν απονεμηθεί στην Κοινότητα. Έτσι, η Κοινότητα είναι αρμόδια να επιβάλλει κυρώσεις λόγω υπάρξεως συμπράξεων ή να απαγορεύει εξωκοινοτικές συγκεντρώσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 5193, και της 28ης Απριλίου 1998, C‑306/96, Javico, Συλλογή 1998, σ. I‑1983· απόφαση Gencor κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω).

78      Πάντως, εν προκειμένω, από τη διατύπωση της «ρήτρας champagne» προκύπτει ρητώς ότι η εν λόγω ρήτρα αποσκοπεί στο να παραγάγει αποτελέσματα τόσο στο έδαφος της Κοινότητας όσο και σε εκείνο της Ελβετίας. Συγκεκριμένα, απαγορεύει τη χρήση, στο έδαφος της Ελβετίας, της ονομασίας «champagne», αν και η ονομασία αυτή προορίζεται να χρησιμοποιείται, δυνάμει του ελβετικού δικαίου, από τους αμπελοκαλλιεργητές του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud. Επ’ αυτού, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η Συνθήκη μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατία και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την προστασία των ενδείξεων προελεύσεως, των ονομασιών προελεύσεως και άλλων γεωγραφικών ονομασιών, που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 14 Μαΐου 1974 (στο εξής: γαλλοελβετική συνθήκη), επέτρεπε, δυνάμει της προβλεπομένης στο άρθρο της 2, παράγραφος 3, εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας, τη χρήση της εν λόγω ονομασίας για τους οίνους καταγωγής Champagne στο καντόνι Vaud. Εξάλλου, το γεγονός αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τους παραγωγούς καμπανίτη οίνου.

79      Εξάλλου, το άρθρο 46 της Συμβάσεως της Βιέννης, στο οποίο αναφέρθηκε το Συμβούλιο προκειμένου να στηρίξει την επιχειρηματολογία του, προβλέπει απλώς ότι ένα κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι η συναίνεσή του να δεσμεύεται από μια συνθήκη είναι πλημμελής καθόσον εκφράσθηκε κατά παράβαση διατάξεως του εσωτερικού του δικαίου σχετικά με την αρμοδιότητα συνάψεως των συνθηκών. Πάντως, η υπόθεση αυτή ουδόλως αφορά την προκειμένη περίπτωση, στο πλαίσιο της οποίας προσβάλλεται ένα θεμελιώδες δικαίωμα. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 46 της εν λόγω Συμβάσεως οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του στην περίπτωση που η προσβολή είναι πρόδηλη, πράγμα που συμβαίνει εν προκειμένω, εφόσον οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας συνιστούν πρόδηλη και σοβαρή προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος για την ελεύθερη άσκηση οικονομικής δραστηριότητας των προσφευγόντων. Επιπλέον, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα αποστερούσε τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας από κάθε αξία και δεν θα υπήρχε πλέον λόγος να τις εφαρμόζουν τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία μέρη, σύμφωνα με τα άρθρα 60 επ. της Συμβάσεως της Βιέννης.

80      Τέλος, όσον αφορά την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου σχετικά με την προβαλλομένη έλλειψη άμεσου επηρεασμού των προσφευγόντων από τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας, αυτοί υπενθυμίζουν ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, η θεσπισθείσα κοινοτική πράξη αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα αν η εν λόγω πράξη έχει άμεσο αποτέλεσμα έναντι αυτού, χωρίς να μεσολαβεί καμία μεταγενέστερη και κατά διακριτική ευχέρεια παρέμβαση εθνικής ή κοινοτικής αρχής. Ωστόσο, η μεσολάβηση αμιγώς εκτελεστικής πράξεως δεν καταλύει τον άμεσο σύνδεσμο μεταξύ της κοινοτικής πράξεως και του προσφεύγοντος (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαΐου 1971, 41/70 έως 44/70, International Fruit Company κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 783).

81      Έτσι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η προϋπόθεση ότι το βαλλόμενο κοινοτικό μέτρο πρέπει να αφορά άμεσα τον ιδιώτη απαιτεί να επηρεάζει το εν λόγω μέτρο άμεσα τη νομική του κατάσταση και να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του εν λόγω μέτρου που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, όταν αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψη 43).

82      Έτσι, οι προσφεύγοντες δέχονται ότι, στην περίπτωση μέτρου το οποίο όντως αφήνει ευρύ περιθώριο ελιγμών στα κράτη που είναι επιφορτισμένα με τη μεταφορά του εν λόγω μέτρου στο εσωτερικό τους δίκαιο, μόνον οι θεσπισθείσες εκτελεστικές διατάξεις είναι ικανές να επηρεάσουν την κατάσταση των μερών.

83      Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση δεν ισχύει το ίδιο, εφόσον η «ρήτρα champagne» είναι σαφής, ακριβής και διατυπωμένη με μονοσήμαντους όρους που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για τη διασφάλιση της υλοποιήσεως και της αποτελεσματικής εφαρμογής των επιδίκων διατάξεων της συμφωνίας. Εξάλλου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εμμένουν στο γεγονός ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία οφείλει, δυνάμει του άρθρου 14 της συμφωνίας, να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα γενικά και ειδικά μέτρα για τη διασφάλιση της εκτέλεσης της συμφωνίας, διότι άλλως στοιχειοθετείται η ευθύνη της σε διεθνές επίπεδο.

84      Επιπλέον, η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δεν πηγάζει από την ενδεχόμενη συμπεριφορά της Ελβετίας, αλλά από τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας, οι οποίες υποχρεώνουν το εν λόγω κράτος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της ορθής εκτέλεσης της ως άνω συμφωνίας, κατά τρόπο ανάλογο με την κατάσταση που ήταν επίμαχη στο πλαίσιο της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2002, C‑476/98, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2002, σ. I‑9855).

85      Έτσι, οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών και ότι το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να εκδικάσει την προσφυγή-αγωγή, λαμβανομένου υπόψη ότι το διεθνές συμβατικό πλαίσιο δεν ασκεί επιρροή συναφώς, εφόσον το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν εκχωρηθεί στην Κοινότητα, στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον δικαστικό έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 230 ΕΚ (αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, και Γερμανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 71 ανωτέρω).

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

86      Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να είναι πράξη θεσμικού οργάνου που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική του κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C‑68/94 και C‑30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑1375, σκέψη 62· απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαρτίου 1999, T‑87/96, Assicurazioni Generali και Unicredito κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑203, σκέψη 37· βλ. επίσης, επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, που είναι γνωστή ως «AETR», Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729, και Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 14).

87      Καίτοι μια συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας, αφενός, και τρίτου κράτους ή διεθνούς οργανισμού, αφετέρου, ως όργανο που εκφράζει την κοινή βούληση των οντοτήτων αυτών, δεν δύναται να θεωρηθεί ως πράξη των θεσμικών οργάνων και δεν είναι, κατά συνέπεια, δεκτική προσφυγής δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, κατά πάγια νομολογία, η πράξη με την οποία το αρμόδιο κοινοτικό όργανο εξέφρασε τη βούληση να συνάψει την εν λόγω συμφωνία είναι πράξη των θεσμικών οργάνων, κατά την έννοια του ιδίου άρθρου, και μπορεί, ως εκ τούτου, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 17· γνωμοδότηση 3/94, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 22, και απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 42).

88      Συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή των προσφευγόντων μπορεί να έχέι ως αντικείμενο μόνον την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και είναι παραδεκτή μόνο κατά το μέτρο που η απόφαση αυτή επάγεται δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα των προσφευγόντων μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική τους κατάσταση.

89      Επ’ αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της κυριαρχίας των κρατών που διατυπώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών συνεπάγεται ότι εναπόκειται, κατ’ αρχήν, σε κάθε κράτος να νομοθετεί στο έδαφος του και, συνακολούθως, ότι ένα κράτος μπορεί, κατ’ αρχήν, να επιβάλλει μονομερώς δεσμευτικούς κανόνες μόνο στο δικό του έδαφος. Ομοίως, όσον αφορά την Κοινότητα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά το άρθρο 299 ΕΚ, και σύμφωνα με τους ειδικούς λεπτομερείς κανόνες που αφορούν ορισμένα εδάφη τα οποία απαριθμεί η εν λόγω διάταξη, η Συνθήκη ΕΚ ισχύει μόνο στο έδαφος των κρατών μελών.

90      Επομένως, πράξη των θεσμικών οργάνων η οποία θεσπίσθηκε κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης δεν μπορεί, ως μονομερής πράξη της Κοινότητας, να δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις εκτός του κατ’ αυτόν τον τρόπο ορισθέντος εδάφους. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να έχει ως πεδίο εφαρμογής μόνον το εν λόγω έδαφος και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος στο έδαφος της Ελβετίας. Μόνον η συμφωνία, η οποία δεν είναι δεκτική προσφυγής, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, τείνει να παραγάγει έννομα αποτελέσματα στο έδαφος της Ελβετίας, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που προσιδιάζουν στην έννομη τάξη του κράτους αυτού και αφού επικυρωθεί σύμφωνα με τις εφαρμοστέες στο εν λόγω κράτος διαδικασίες.

91      Έτσι, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία εξέδωσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, εξ ονόματος και για λογαριασμό της Κοινότητας, δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων στο έδαφος της Ελβετίας, δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή διέπεται μόνον από τις διατάξεις που θεσπίζει το κράτος αυτό κατά την άσκηση της κυριαρχικής αρμοδιότητάς του. Συγκεκριμένα, τα ζημιογόνα αποτελέσματα που παράγει, όπως υποστηρίζεται, η συμφωνία στο έδαφος της Ελβετίας έναντι των προσφευγόντων πηγάζουν μόνον από το γεγονός ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία, αποφασίζοντας κυριαρχικώς να επικυρώσει την εν λόγω συμφωνία, συναίνεσε να δεσμεύεται από αυτή και ανέλαβε την υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 14 της εν λόγω συμφωνίας, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται εκείνες που απορρέουν από τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας.

92      Εξάλλου, τούτο είναι σύμφωνο προς το άρθρο 16 της συμφωνίας, που προβλέπει ότι η εν λόγω συμφωνία εφαρμόζεται, αφενός, στα εδάφη όπου εφαρμόζεται η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και υπό τους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω Συνθήκη, και αφετέρου, στο έδαφος της Ελβετίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας, κατά το οποίο η συμφωνία θα επικυρωθεί ή θα εγκριθεί από τα μέρη σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες τους.

93      Το γεγονός και μόνον ότι, κατ’ εφαρμογήν του επίσημου μηχανισμού ενάρξεως ισχύος τον οποίο προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της συμφωνίας, κατά το οποίο η συμφωνία αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που έπεται της τελευταίας κοινοποίησης της κατάθεσης των εγγράφων επικύρωσης ή έγκρισης των επτά τομεακών συμφωνιών, η προσβαλλόμενη απόφαση επέσυρε την έναρξη ισχύος της εν λόγω συμφωνίας δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση επί της γενικής αρχής που διατυπώθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία κάθε κράτος είναι, κατ’ αρχήν, το μόνο αρμόδιο να επιβάλλει μονομερώς δεσμευτικούς κανόνες στο έδαφός του. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι, δυνάμει του άρθρου 17 της συμφωνίας, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα ήταν ικανή να επισύρει την αναστολή της ισχύος της εν λόγω συμφωνίας, διαπιστώνεται, αφενός, ότι τούτο θα ίσχυε επίσης στην περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως περί επικυρώσεως της συμφωνίας από την Ελβετική Συνομοσπονδία, και προπάντων, αφετέρου, ότι το ενδεχόμενο αυτό θα αποτελούσε απλώς και μόνον συνέπεια των διαδικαστικών και τυπικών προϋποθέσεων ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας και δεν θα μπορούσε, προφανώς, να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτείνεται στο έδαφος της Ελβετίας.

94      Τέλος, καίτοι είναι αληθές ότι έχει κριθεί ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν εκχωρηθεί στα όργανα της Κοινότητας, στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας που προβλέπει το άρθρο 230 ΕΚ (απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 16), πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, εν προκειμένω, αν αναγνωρισθεί το παραδεκτό της προσφυγής-αγωγής καθόσον αφορά τα αποτελέσματα των επίδικων διατάξεων της συμφωνίας στο έδαφος της Ελβετίας, τούτο θα οδηγούσε τον κοινοτικό δικαστή στο να αποφανθεί επί της νομιμότητας, από απόψεως κοινοτικού δικαίου, δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί σε τρίτο κράτος, ή υποχρεώσεων που έχει αναλάβει το εν λόγω κράτος, που απορρέουν από μια διεθνή συμφωνία στην οποία έχει συναινέσει ελευθέρως και κυριαρχικώς στο πλαίσιο της διαχειρίσεως των εξωτερικών σχέσεών του. Ένας τέτοιος έλεγχος θα βρισκόταν προδήλως εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του Πρωτοδικείου, όπως αυτό ορίζεται από τη Συνθήκη ΕΚ.

95      Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επάγεται κανένα δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα ικανό να μεταβάλει τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων στο έδαφος της Ελβετίας και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής βάσει του άρθρου 230 ΕΚ. Για τους λόγους αυτούς, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων που αποσκοπεί στο να αποδειχθεί ότι η ως άνω απόφαση τους αφορά άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, πρέπει να απορριφθεί ως παντελώς στερούμενη λυσιτέλειας, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό προϋποθέτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη επάγεται δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών.

96      Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που αποσκοπεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το έδαφος της Ελβετίας.

 Επί του επηρεασμού των προσφευγόντων από την προσβαλλόμενη απόφαση στο έδαφος της Κοινότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

97      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο οίνος καταγωγής της γαλλικής περιοχής της Καμπανίας (Champagne) τυγχάνει αποκλειστικής προστασίας εντός της Κοινότητας ως v.q.p.r.d., πράγμα που ουδόλως μεταβάλλουν οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας.

98      Με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το Συμβούλιο προσθέτει, απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, ότι, δυνάμει του άρθρου 36 του κανονισμού 753/2002, το οποίο προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η ονομασία μιας γεωγραφικής ενδείξεως μπορεί να αναγράφεται στη σήμανση οίνου εισαγομένου στην Κοινότητα, μια τέτοια γεωγραφική ένδειξη δεν μπορεί να δημιουργεί σύγχυση με μια γεωγραφική ένδειξη που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d., ενός επιτραπέζιου οίνου ή άλλου εισαγόμενου οίνου που εμφαίνεται στους καταλόγους των συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ των τρίτων χωρών και της Κοινότητας.

99      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 753/2002 εξαίρεση λόγω ομωνυμίας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ως προς τους οίνους που προέρχονται από τον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud, λαμβανομένου υπόψη του προφανούς κινδύνου συγχύσεως που θα δημιουργούσε η ομωνυμία αυτή έναντι των καταναλωτών. Επιπλέον, το σημαντικό καθεστώς και η μεγάλη φήμη της γαλλικής ελεγχόμενης ονομασίας προελεύσεως θα συνιστούσαν εξόχως άνιση τη διαμοίραση μιας τέτοιας ονομασίας, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις της διατάξεως αυτής.

100    Επιπλέον, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι καμία γεωγραφική ένδειξη τρίτου κράτους δεν αποτέλεσε αντικείμενο εγκρίσεως, δυνάμει του εν λόγω άρθρου 36, παράγραφος 3, προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρήση της στο κοινοτικό έδαφος. Συγκεκριμένα, το παράρτημα VI του κανονισμού 753/2002, το οποίο αναφέρεται στις γεωγραφικές και τις παραδοσιακές ενδείξεις που απολαύουν του ευεργετήματος της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας, είναι κενό. Έτσι, η ελβετική γεωγραφική ένδειξη «champagne» ουδόλως απολαύει του ευεργετήματος της προβλεπόμενης από τον εν λόγω κανονισμό εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας, οπότε δεν επιτρέπεται στους προσφεύγοντες να διαθέτουν στο εμπόριο τους προερχόμενους από τον Δήμο Champagne οίνους υπό την εν λόγω ονομασία.

101    Συνεπώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, τόσο πριν όσο και μετά τη συμφωνία, η παρεχόμενη προστασία καθώς και οι κανόνες χρήσεως στην Κοινότητα της ελεγχόμενης ονομασίας προελεύσεως «champagne» διέπονται από τον κανονισμό 1493/1999 και από τον κανονισμό 753/2002. Επιπλέον, ακόμη και αν οι κανονισμοί αυτοί προέβλεπαν τη δυνατότητα των προσφευγόντων να χρησιμοποιούν την ονομασία «champagne» για τους οίνους που προέρχονται από τον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud, η δυνατότητα αυτή δεν θα είχε μεταβληθεί από τη συμφωνία, η οποία δεν προβλέπει κανόνες σχετικά με την προστασία που οφείλει να παράσχει κάθε συμβαλλόμενο μέρος στις δικές του γεωγραφικές ενδείξεις εντός του εδάφους του. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εισάγει καμία νέα διάταξη σχετικά με τη διάθεση στο εμπόριο, εντός του κοινοτικού εδάφους, των εισαγομένων από την Ελβετία οίνων που φέρουν την ονομασία «champagne», οπότε η εν λόγω απόφαση δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες.

102    Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από τη γαλλοελβετική συνθήκη, η οποία αναγνωρίζει μία μόνον ονομασία «champagne», ήτοι εκείνη που περιγράφει τους προερχόμενους από τη γαλλική περιοχή της Καμπανίας (Champagne) αφρώδεις οίνους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω συνθήκης θεσπίζει παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες στο πρώτο εδάφιο υποχρεώσεις, που έχει ως εξής:

«Αν μία από τις προστατευόμενες ονομασίες κατά το πρώτο εδάφιο αντιστοιχεί στην ονομασία μιας περιοχής ή μιας τοποθεσίας που βρίσκεται εκτός του εδάφους της Γαλλικής Δημοκρατίας, το πρώτο εδάφιο δεν αποκλείει να χρησιμοποιείται η ονομασία για προϊόντα ή εμπορεύματα που παρασκευάζονται στην εν λόγω περιοχή ή τοποθεσία. Ωστόσο, είναι δυνατό να ορισθούν με πρωτόκολλο συμπληρωματικές προδιαγραφές.»

103    Επομένως, η ως άνω διάταξη έχει ως αποτέλεσμα να παρέχει τη δυνατότητα στην Ελβετική Συνομοσπονδία να παρεκκλίνει από την προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιό της υποχρέωση, σύμφωνα με την οποία η ονομασία «champagne» προορίζεται αποκλειστικά, «στο έδαφος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, για τα γαλλικά προϊόντα ή εμπορεύματα». Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό της προστασίας που πρέπει να παρασχεθεί στην ονομασία «champagne» στο έδαφος της Γαλλίας και δεν συνδέεται, κατά συνέπεια, με την κοινοτική αμπελοοινική νομοθεσία, βάσει της οποίας η εν λόγω ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως προορίζεται αποκλειστικά, στο κοινοτικό έδαφος, για ορισμένους οίνους της γαλλικής περιοχής της Καμπανίας (Champagne).

104    Εξάλλου, απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι η ονομασία «champagne» ήταν προστατευόμενη ως ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως δυνάμει του ελβετικού δικαίου.

105    Συγκεκριμένα, το νομοθετικό διάταγμα του Ομοσπονδιακού Ελβετικού Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με την αμπελοκαλλιέργεια και την εισαγωγή οίνων αναφέρεται σε τριών ειδών ονομασίες: την ονομασία προελεύσεως, την ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως και την ένδειξη προελεύσεως. Δυνάμει του εν λόγω κανονιστικού διατάγματος, η ονομασία προελεύσεως προορίζεται αποκλειστικά για τους οίνους από σταφύλια συγκομισθέντα στην οικεία γεωγραφική περιοχή, τα οποία έχουν μια ελάχιστη φυσική περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Αντιθέτως, η ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως ανταποκρίνεται, πέραν της εν λόγω περιεκτικότητας σε ζάχαρη, η οποία προβλέπεται για την ονομασία προελεύσεως, σε «συμπληρωματικές απαιτήσεις προβλεπόμενες από το καντόνι», οι οποίες πρέπει να αφορούν τουλάχιστον «την οριοθέτηση των περιοχών παραγωγής [...], τις ποικιλίες σταφυλιών [...], τις μεθόδους καλλιέργειας [...], τη φυσική περιεκτικότητα σε ζάχαρη [...], τη μέγιστη απόδοση ανά μονάδα επιφάνειας [...], τις μεθόδους οινοποίησης [και] την οργανοληπτική ανάλυση και εξέταση».

106    Το Συμβούλιο δέχεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονιστικού διατάγματος της 19ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως των προερχόμενων από την περιοχή Vaud οίνων (στο εξής: κανονιστικό διάταγμα σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως των προερχόμενων από την περιοχή Vaud οίνων), «ο οίνος που παρασκευάσθηκε από σταφύλια συγκομισθέντα στο έδαφος ενός δήμου έχει δικαίωμα να φέρει την ονομασία του δήμου αυτού». Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό έρχεται σε αντίφαση με το νομοθετικό διάταγμα του Ομοσπονδιακού Ελβετικού Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με την αμπελοκαλλιέργεια και τις εισαγωγές οίνων, το οποίο είναι μεταγενέστερο του ως κανονιστικού διατάγματος και το οποίο προορίζει τις ελεγχόμενες ονομασίες προελεύσεως για τους οίνους που εκπληρώνουν αυστηρότερες προϋποθέσεις ποιότητας από την απλή προϋπόθεση, σχετικά με τις δημοτικές ονομασίες, που συνίσταται στην απαίτηση να παρασκευάζεται το 51 % του οίνου από σταφύλια συγκομισθέντα στο έδαφος του εν λόγω δήμου.

107    Το Συμβούλιο προσθέτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονιστικού διατάγματος της 28ης Ιουνίου 1995 σχετικά με τις ελεγχόμενες ονομασίες προελεύσεως των παραγόμενων στην περιοχή Vaud οίνων, οι ονομασίες προελεύσεως των παραγόμενων στην περιοχή Vaud οίνων προορίζονται μόνο για τους οίνους ελεγχόμενης ονομασίας προελεύσεως και ότι ως ελεγχόμενες ονομασίες προελεύσεως νοούνται οι παραδοσιακές, γεωγραφικές ή όχι, ονομασίες των οίνων της κατηγορίας 1, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 έως 4 του κανονιστικού διατάγματος της 26ης Μαρτίου 1993 σχετικά με την ποιότητα των παραγόμενων στην περιοχή Vaud οίνων.

108    Επ’ αυτού, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονιστικού διατάγματος της 26ης Μαρτίου 1993 σχετικά με την ποιότητα των παραγόμενων στην περιοχή Vaud οίνων, μόνον οι οίνοι που προέρχονται από τρύγους που έχουν ορισμένη ελάχιστη φυσική περιεκτικότητα σε ζάχαρη, η οποία καθορίζεται ανά ποικιλία σταφυλιών και ανά ονομασία, μπορούν να φέρουν ονομασία προελεύσεως μιας αμπελουργικής περιοχής, ενός τόπου παραγωγής ή μιας μικρότερης γεωγραφικής ενότητας του τόπου παραγωγής (δήμος, αμπελώνας, πύργος, αββαείο, κτήμα, κτηματολογική περιγραφή ή τοποθεσία). Πάντως, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, καίτοι η ονομασία «Bonvillars» εμφαίνεται στον κατάλογο των ονομασιών, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά την ονομασία «champagne».

109    Έτσι, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η ονομασία «champagne» δεν είναι ούτε ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως ούτε ονομασία προελεύσεως, αλλά μια απλή γεωγραφική ένδειξη που στερείται οποιασδήποτε σχέσεως με την ποιότητα ή τη φήμη. Συγκεκριμένα, η ονομασία αυτή, κατά το ελβετικό δίκαιο, συνεπάγεται μόνον την ύπαρξη μιας αμιγώς γεωγραφικής απαιτήσεως, ήτοι του να προέρχεται ο οίνος, κατά 51 % τουλάχιστον, από σταφύλια συγκομισθέντα στον Δήμο Champagne.

110    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το κανονιστικό διάταγμα του καντονιού Vaud της 16ης Ιουλίου 1993 σχετικά με την οριοθέτηση της παραγωγής και τον επίσημο έλεγχο του τρύγου. Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του εν λόγω κανονιστικού διατάγματος, το μητρώο αμπελώνων του καντονιού καταγράφει τα τμήματα των αμπελοκαλλιεργειών κάθε ιδιοκτήτη, που πρέπει να αναφέρει, κατά το άρθρο 3 του ως άνω κανονιστικού διατάγματος, την ονομασία, κατά την έννοια του κανονιστικού διατάγματος σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως των παραγόμενων στην περιοχή Vaud οίνων. Πάντως, το μητρώο αμπελώνων του καντονιού, το οποίο προσκόμισαν οι προσφεύγοντες, καταδεικνύει σαφώς ότι η ονομασία της οποίας απολαύουν όλοι οι προσφεύγοντες είναι «Bonvillars».

111    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η χρήση της ονομασίας «champagne» στο κοινοτικό έδαφος προορίζεται αποκλειστικά, από μακρού, για τους οίνους που προέρχονται από τη γαλλική περιοχή της Καμπανίας (Champagne), πράγμα που ουδόλως μεταβάλλουν οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας.

112    Απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η εξαίρεση λόγω ομωνυμίας που προβλέπει το άρθρο 29, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 2392/89, ο οποίος ήταν σε ισχύ έως την 1η Αυγούστου 2003, μπορούσε να χορηγηθεί με απόφαση της Επιτροπής κατόπιν αιτήματος περί παρεκκλίσεως από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου. Πάντως, τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε όσον αφορά τους οίνους που προέρχονται από τον Δήμο Champagne της Ελβετίας.

113    Επιπλέον, η εξαίρεση λόγω ομωνυμίας που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 753/2002, ο οποίος ισχύει από την 1η Αυγούστου 2003, τείνει να εφαρμοσθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η οικεία γεωγραφική ένδειξη αναγνωρίζεται και προστατεύεται ως τέτοια από το τρίτο κράτος, τούτο δε σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 9, της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, της 15ης Απριλίου 1994 (ΕΕ L 336, σ. 214, στο εξής: συμφωνία ΔΠΙΤΕ), κατά το οποίο «δεν υφίσταται, δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, υποχρέωση προστασίας γεωγραφικών ονομασιών οι οποίες δεν προστατεύονται στις χώρες καταγωγής τους ή έπαυσαν να προστατεύονται ή έχουν περιπέσει σε αχρησία στη χώρα αυτή».

114    Έτσι, εφόσον η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν εξέφρασε τη βούληση να προστατευθεί η γεωγραφική ένδειξη «champagne» του καντονιού Vaud στο πλαίσιο της συμφωνίας, η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 753/2002 εξαίρεση λόγω ομωνυμίας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Επιπλέον, το παράρτημα VI του εν λόγω κανονισμού, το οποίο μνημονεύει τις ενδείξεις και τις πρακτικές προϋποθέσεις των ομώνυμων γεωγραφικών ονομασιών των τρίτων χωρών, είναι κενό, δεδομένου ότι καμία αίτηση περί ομωνυμίας δεν έχει υποβληθεί έως σήμερα.

115    Εξάλλου, η Επιτροπή, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου σχετικά με την ύπαρξη ελεγχόμενης δημοτικής ονομασίας προελεύσεως προς όφελος του Δήμου Champagne, ανέφερε ότι από το κανονιστικό διάταγμα σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως των παραγόμενων στην περιοχή Vaud οίνων προέκυπτε ότι η ονομασία «champagne» ήταν μια απλή ένδειξη προελεύσεως που δεν θεμελίωνε κανένα δικαίωμα βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας ελλείψει οποιασδήποτε αναγνωρίσεως και οποιουδήποτε προσδιορισμού, εντός της εφαρμοστέας ελβετικής ρυθμίσεως, των οικείων χαρακτηριστικών των παραγόμενων στο έδαφος του εν λόγω δήμου οίνων.

116    Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι προσφεύγοντες δέχονται ότι ουδέποτε διέθεσαν τον οίνο που παράγουν στο εμπόριο υπό την ονομασία «champagne» στο κοινοτικό έδαφος, αλλά ότι εξάγουν περίπου 1 000 φιάλες ετησίως προς την Κοινότητα υπό την ονομασία «arquebuse», πράγμα που αποδεικνύει ότι η εξαίρεση λόγω ομωνυμίας που προβλέπει η κοινοτική ρύθμιση ουδέποτε εφαρμόσθηκε έναντι αυτών.

117    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις η Επιτροπή συνάγει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων στο κοινοτικό έδαφος, οπότε αυτοί δεν έχουν έννομο συμφέρον να βάλουν κατά της εν λόγω πράξεως.

118    Η Γαλλική Δημοκρατία, παρεμβαίνουσα, ισχυρίζεται ότι ο γαλλικός οίνος Champagne προστατεύεται εντός της Κοινότητας ως v.q.p.r.d. και απολαύει, ως εκ τούτου, της αποκλειστικότητας της ονομασίας «champagne». Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη δεν επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων, οπότε η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

119    Επιπλέον, η Γαλλική Δημοκρατία θεωρεί ότι, δυνάμει της εφαρμοστέας ελβετικής ρυθμίσεως, η μνεία του δήμου προσομοιάζει με τη διευκρινιστική ένδειξη σχετικά με την προέλευση του οίνου εντός του τόπου παραγωγής που συνιστά μόνο μία οντότητα και ότι μια τέτοια μνεία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με ονομασία προελεύσεως. Συγκεκριμένα, μια ονομασία προελεύσεως συνεπάγεται ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, οι οποίες υφίστανται ως προς την ονομασία «Bonvillars», αλλά όχι ως προς τον Δήμο Champagne. Επ’ αυτού, η Γαλλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, σε αντίθετη περίπτωση, ο δήμος αυτός θα αποτελούσε αντικείμενο ειδικής μνείας εντός του κανονιστικού διατάγματος σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως των παραγόμενων στην περιοχή Vaud οίνων, πράγμα που δεν συμβαίνει. Έτσι, εκτιμά ότι δεν επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη ελεγχόμενης ονομασίας προελεύσεως «champagne» προστατευόμενης από το ελβετικό δίκαιο.

120    Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τον ισχυρισμό του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η νομική τους κατάσταση στο κοινοτικό έδαφος δεν μεταβάλλεται από τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας. Επ’ αυτού ισχυρίζονται ότι, καίτοι η ονομασία «champagne» όντως αποτελεί ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου, το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε τη διάθεση στο εμπόριο εντός της Κοινότητας του προερχόμενου από την περιοχή Vaud οίνου που παράγουν. Οι προσφεύγοντες, στηριζόμενοι σε επιστολές του εκπροσώπου των παραγωγών καμπανίτη οίνου, υποστηρίζουν ότι οι τελευταίοι δεν αντιτάχθηκαν, εξάλλου, στη διάθεση στο εμπόριο του οίνου που παράγεται στο έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud υπό την ονομασία «champagne».

121    Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, οι προσφεύγοντες διευκρίνισαν ότι, κατόπιν εξακριβώσεως, προέκυψε ότι οι μνημονευθείσες στο δικόγραφο της προσφυγής εξαγωγές προς το Βέλγιο οίνου παραγόμενου στον Δήμο Champagne, που ανέρχονται περίπου σε 1 000 φιάλες ετησίως, δεν έγιναν υπό την ονομασία «champagne», αλλά υπό την ονομασία «arquebuse».

122    Ωστόσο, οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 1, και του άρθρου 29 του κανονισμού 2392/89, σε περίπτωση ομωνυμίας, η ονομασία οίνου προερχόμενου από τρίτη χώρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν, στην εν λόγω χώρα, αυτό το όνομα χρησιμοποιείται για οίνο σύμφωνα με παλαιά και σταθερά έθιμα και εφόσον η χρήση του ρυθμίζεται από τη χώρα αυτή, πράγμα που ισχύει προδήλως εν προκειμένω. Το γεγονός ότι το άρθρο 29, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τη θέσπιση αποφάσεων περί παρεκκλίσεως προκειμένου να χορηγηθεί το ευεργέτημα της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι το άρθρο 2, τρίτο εδάφιο, της γαλλοελβετικής συνθήκης απονέμει αυτοδικαίως δικαίωμα επικλήσεως εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας. Συγκεκριμένα, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν μία από τις προστατευόμενες κατά το πρώτο εδάφιό της ονομασίες αντιστοιχεί στο όνομα μιας περιοχής ή τοποθεσίας που βρίσκεται εκτός του εδάφους της Γαλλικής Δημοκρατίας, η προστασία αυτή δεν αποκλείει να χρησιμοποιείται η ονομασία για προϊόντα ή εμπορεύματα που παρασκευάζονται στην εν λόγω περιοχή ή τοποθεσία. Εξάλλου, τούτο επιβεβαιώθηκε από τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Conseil d’État) του καντονιού Vaud της 22ας Δεκεμβρίου 2003.

123    Όσον αφορά τον κανονισμό 753/2002, οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν ότι το άρθρο του 36 προβλέπει, επίσης, ότι ορισμένες ενδείξεις ομώνυμες των γεωγραφικών ονομασιών που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d. μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπό πρακτικές προϋποθέσεις που παρέχουν την εγγύηση ότι γίνεται διάκριση μεταξύ των ονομασιών αυτών, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλίζεται ισοδύναμη μεταχείριση μεταξύ των οικείων παραγωγών και να αποτρέπονται οι παρανοήσεις εκ μέρους των καταναλωτών. Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι η ονομασία «champagne» για τους οίνους που παράγουν οι προσφεύγοντες αποτελεί γεωγραφική ένδειξη κατά την έννοια του άρθρου 22 της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3 του παραρτήματος 7 της συμφωνίας. Εξάλλου, η χρήση της εν λόγω ονομασίας από τους προσφεύγοντες πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 36 του κανονισμού 753/2002, οπότε η ονομασία αυτή απολαύει του ευεργετήματος της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας. Επ’ αυτού, είναι αδιάφορο το ότι το παράρτημα VI του ως άνω κανονισμού δεν μνημονεύει καμία ονομασία, λαμβανομένου υπόψη ότι οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να στερείται παντελώς νοήματος το άρθρο 36 του εν λόγω κανονισμού και θα παρέβαινε τις υποχρεώσεις της Κοινότητας που απορρέουν από το άρθρο 23, παράγραφος 3, της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ. Εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός 753/2002 κατέστη εφαρμοστέος μόνον από 1ης Ιανουαρίου 2003, ήτοι μετά την έναρξη ισχύς της συμφωνίας. Δεδομένου ότι η τελευταία αυτή συμφωνία αποκλείει την εξαίρεση λόγω ομωνυμίας για τους οίνους του Δήμου Champagne, δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί από την Ελβετική Συνομοσπονδία να ζητήσει το ευεργέτημα της ενστάσεως αυτής στο πλαίσιο του κανονισμού 753/2002.

124    Όσον αφορά την προστασία της ονομασίας «champagne» σύμφωνα με το εφαρμοστέο ελβετικό δίκαιο, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι, κατά το άρθρο 16 του κανονιστικού διατάγματος της 28ης Ιουνίου 1995 σχετικά με τις ελεγχόμενες ονομασίες προελεύσεως των παραγόμενων στην περιοχή Vaud οίνων, ο οίνος που παρασκευάζεται από σταφύλια συγκομισθέντα στο έδαφος ενός δήμου έχει το δικαίωμα να φέρει την ονομασία του δήμου αυτού.

125    Επ’ αυτού, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το καντόνι Vaud περιλαμβάνει έξι αμπελουργικές περιοχές. Η γεωγραφική έκτασή τους ορίζεται στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονιστικού διατάγματος, το οποίο διευκρινίζει ότι η περιοχή Bonvillars περιλαμβάνει όλους τους δήμους που περιέχουν αμπελοκαλλιέργειες του διαμερίσματος Grandson καθώς και τους δήμους Montagny και Valuyres-sous-Montagny του διαμερίσματος Yverdon. Οι έξι αυτές περιοχές αποτελούνται από 26 τόπους παραγωγής που απαρτίζονται από 148 δήμους, οι οποίοι περιλαμβάνουν αμπελοκαλλιέργειες. Σύμφωνα με τα άρθρα 13 έως 15 του ως άνω κανονιστικού διατάγματος, μεταξύ των περιοχών αυτών, τρεις από αυτές αποτελούν εκάστη μόνον έναν τόπο παραγωγής. Όσον αφορά τις τρεις αυτές περιοχές που αποτελούν μόνον έναν τόπο παραγωγής, των οποίων αποτελεί μέρος η περιοχή Bonvillars, δεν είναι δυνατό να υπάρξει αμφιβολία ως προς το αν οι δήμοι που βρίσκονται στο έδαφός τους υπάγονται στον ένα ή στον άλλο τόπο παραγωγής, λόγω του ότι η αμπελουργική περιοχή και ο τόπος παραγωγής είναι πανομοιότυποι. Τούτο εξηγεί για ποιον λόγο το κανονιστικό διάταγμα της 28ης Ιουνίου 1995 σχετικά με τις ελεγχόμενες ονομασίες προελεύσεως των παραγόμενων στην περιοχή Vaud οίνων δεν μνημονεύει ρητώς τους δήμους αυτούς. Ωστόσο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16 του εν λόγω κανονιστικού διατάγματος, οι παραγωγοί οίνων προερχομένων από τους δήμους αυτούς έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το όνομα των τελευταίων ως ονομασία των προϊόντων τους.

126    Οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν ότι το Conseil d’État του καντονιού Vaud, με δύο γνωμοδοτήσεις της 8ης Ιανουαρίου 2003 και της 22ας Δεκεμβρίου 2003, επιβεβαίωσε ότι, κατά το ελβετικό δίκαιο, η ονομασία «champagne» αποτελούσε ελεγχόμενη δημοτική ονομασία προελεύσεως. Επ’ αυτού, οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι, εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός του Συμβουλίου ότι η ελβετική ονομασία «champagne» δεν αποτελεί ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως, αλλά μια απλή ονομασία προελεύσεως, είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, εφόσον η εν λόγω ονομασία αποτελεί ειδικό δικαίωμα των προσφευγόντων, είναι αδιάφορο, προς τον σκοπό της εφαρμογής της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας που προβλέπει ο κανονισμός 2392/1989 και ο κανονισμός 753/2002, το ζήτημα αν, δυνάμει του ελβετικού δικαίου, η εν λόγω ονομασία απολαύει υπέρτερης, κατώτερης ή ίσης ισχύος με τη γαλλική ονομασία «champagne».

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

127    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, υποστηριζόμενα από τη Γαλλική Δημοκρατία, ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι η παρεχόμενη προστασία, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, στους οίνους που παράγονται στη γαλλική περιοχή της Καμπανίας (Champagne) απαγορεύει στους προσφεύγοντες να διαθέτουν στο εμπόριο τους οίνους τους υπό την ονομασία «champagne» στο κοινοτικό έδαφος. Επομένως, οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας δεν μεταβάλλουν τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων στο εν λόγω έδαφος.

128    Επ’ αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 86 νομολογία, ο προσφεύγων δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντά του, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική του κατάσταση.

129    Έτσι, πρέπει να προσδιορισθεί αν, όπως ισχυρίζονται το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, οι προσφεύγοντες εμποδίζονταν, πριν από την έναρξη ισχύος των επιδίκων διατάξεων της συμφωνίας, δυνάμει του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου, να διαθέσουν τους οίνους που παράγουν στο εμπόριο υπό την ονομασία «champagne» εντός της Κοινότητας, κατά τρόπον ώστε οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας δεν μεταβάλλουν σαφώς τη νομική τους κατάσταση.

130    Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 4 έως 6, στις 10 Ιουλίου 2002, ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής, ο εν ισχύι κανονισμός που ήταν εφαρμοστέος επί της καταστάσεως των προσφευγόντων ήταν ο κανονισμός 2392/89.

131    Σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, για την περιγραφή εισαγόμενου οίνου, το όνομα μιας γεωγραφικής ενότητας που χρησιμοποιείται για την περιγραφή επιτραπέζιου οίνου ή v.q.p.r.d. ή καθορισμένης περιοχής που βρίσκεται στην Κοινότητα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε στη γλώσσα της χώρας παραγωγής στην οποία βρίσκεται αυτή η ενότητα ή αυτή η περιοχή ούτε σε άλλη γλώσσα.

132    Πάντως, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 1, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής, οι παραγόμενοι στη γαλλική περιοχή της Καμπανίας (Champagne) οίνοι υπό την ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως «champagne» ελάμβαναν, εντός της Κοινότητας, την ονομασία v.q.p.r.d., πράγμα που δεν αμφισβητούν, εξάλλου, οι προσφεύγοντες.

133    Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 2392/89, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής, η ονομασία «champagne» δεν μπορούσε, κατ’ αρχήν, να χρησιμοποιείται για την περιγραφή κανενός εισαγόμενου οίνου, και ιδίως του παραγόμενου στον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud οίνου.

134    Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 3, του κανονισμού 2392/89, παρεκκλίσεις από την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου μπορούν να αποφασισθούν, εφόσον υπάρχει ταυτότητα μεταξύ της γεωγραφικής ονομασίας οίνου παραγόμενου στην Κοινότητα και της ονομασίας γεωγραφικής ενότητας που βρίσκεται σε τρίτη χώρα, εφόσον στην εν λόγω χώρα αυτή η ονομασία χρησιμοποιείται για οίνο σύμφωνα με παλαιά και σταθερά έθιμα και υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση τους ρυθμίζεται από τη χώρα αυτή.

135    Επομένως, η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη εξαίρεση λόγω ομωνυμίας δεν εφαρμόζεται αυτοδικαίως, αλλά κατόπιν ρητής αποφάσεως περί παρεκκλίσεως. Επ’ αυτού, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή ανέφερε, αφενός, ότι μιας τέτοιας αποφάσεως έπρεπε να προηγηθεί σχετικό αίτημα και, αφετέρου, ότι κανένα αίτημα περί παρεκκλίσεως δεν υποβλήθηκε όσον αφορά τους προερχόμενους από το έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud οίνους.

136    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, καίτοι οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, αρχικώς, ότι ουδέποτε εμποδίσθηκαν, δυνάμει του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου, να διαθέσουν στο εμπόριο τους οίνους τους υπό την ονομασία «champagne» εντός της Κοινότητας, εν συνεχεία ούτε αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 2392/89 εξαίρεση λόγω ομωνυμίας απαιτούσε τη θέσπιση αποφάσεως περί παρεκκλίσεως ούτε υποστήριξαν ότι είχε ληφθεί οιαδήποτε σχετική απόφαση ούτε καν ότι είχε υποβληθεί αίτημα περί παρεκκλίσεως όσον αφορά τους παραγόμενους στο έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud οίνους.

137    Ως εκ περισσού, καίτοι υποστήριξαν αρχικώς ότι πωλούσαν ετησίως, εντός του Βελγίου, περίπου 1 000 φιάλες υπό την ονομασία «champagne», οι προσφεύγοντες διευκρίνισαν, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι, κατόπιν εξακριβώσεως, οι φιάλες αυτές είχαν διατεθεί στο εμπόριο, στην πραγματικότητα, υπό την ονομασία «arquebuse». Εξάλλου, οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν αποδείξεις περί της υπάρξεως άλλης εξαγωγής προϊόντων τους προς την Κοινότητα, είτε υπό την ονομασία «champagne» είτε υπό άλλη ονομασία.

138    Πέραν του ότι από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων δίδει την εντύπωση ότι είναι συγκεχυμένη, αν όχι αντιφατική, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν ήσαν σε θέση να αμφισβητήσουν τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής, ο παραγόμενος στο έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud οίνος δεν ετύγχανε του ευεργετήματος καμίας αποφάσεως περί παρεκκλίσεως από την απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 2392/89, οπότε οι προσφεύγοντες εμποδίζονταν νομικώς να διαθέσουν τα προϊόντα τους στο εμπόριο υπό την ονομασία «champagne». Εξάλλου, σύμφωνα με τις εξακριβώσεις που διενήργησαν οι προσφεύγοντες, και σε αντίθεση με τους αρχικούς ισχυρισμούς τους, προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, αυτοί δεν διέθεσαν τους οίνους τους στο εμπόριο υπό την ονομασία «champagne» εντός της Κοινότητας.

139    Επομένως καίτοι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 41 έως 49, οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας εγγυώνται την αποκλειστικότητα, στο κοινοτικό έδαφος, του δικαιώματος χρήσεως της ονομασίας «champagne» προς όφελος ορισμένων οίνων που παράγονται στη γαλλική περιοχή της Καμπανίας (Champagne), απαγορεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτό τη διάθεση στο εμπόριο, εντός του ιδίου εδάφους, ορισμένων οίνων παραγομένων στο έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud υπό την ονομασία αυτή, διαπιστώνεται ότι η νομική αυτή κατάσταση ίσχυε, έναντι των προσφευγόντων, κατά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας την 1η Ιουνίου 2002 καθώς και κατά την άσκηση της προσφυγής-αγωγής στις 10 Ιουλίου 2002.

140    Όσον αφορά τον κανονισμό 753/2002, χωρίς καν να είναι αναγκαίο να προσδιορισθεί αν, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, καίτοι ήταν εφαρμοστέος μόλις από την 1η Αυγούστου 2003, δηλαδή μετά την άσκηση της προσφυγής-αγωγής, ο εν λόγω κανονισμός άρχισε να ισχύει στις 11 Μαΐου 2002, δηλαδή πριν από την ως άνω άσκηση, οι προσφεύγοντες μπορούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στηριζόμενοι στη νομική κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να επισημανθεί ότι, δυνάμει του κανονισμού αυτού, οι προσφεύγοντες δεν θα είχαν, εν πάση περιπτώσει, το δικαίωμα να διαθέτουν στο εμπόριο, εντός της Κοινότητας, τους οίνους που παράγουν στο έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud υπό την ονομασία «champagne».

141    Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 753/2002, «η ονομασία μιας γεωγραφικής ένδειξης [...] μπορεί να αναγράφεται στη σήμανση ενός εισαγόμενου οίνου [...] από μία τρίτη χώρα που είναι μέλος του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, υπό τον όρο ότι χρησιμεύει για την αναγνώριση της ταυτότητας του οίνου ως οίνου καταγωγής μιας τρίτης χώρας, ή μιας περιοχής ή τοποθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας, στις περιπτώσεις όπου μια ιδιότητα, φήμη ή ένα άλλο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του προϊόντος μπορεί ουσιαστικά να αποδοθεί στην εν λόγω γεωγραφική ενότητα».

142    Σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 753/2002, «[ο]ι γεωγραφικές ενδείξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν μπορούν να δημιουργούν σύγχυση με μια γεωγραφική ένδειξη που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d.». Ωστόσο, η διάταξη αυτή προβλέπει την ακόλουθη εξαίρεση λόγω ομωνυμίας:

«[Ο]ρισμένες γεωγραφικές ενδείξεις των τρίτων χωρών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ομώνυμες των γεωγραφικών ενδείξεων που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d. […], μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπό πρακτικές προϋποθέσεις που παρέχουν την εγγύηση ότι γίνεται διάκριση μεταξύ των ονομασιών αυτών, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλίζεται δίκαιη μεταχείριση μεταξύ των σχετικών παραγωγών και να αποτρέπονται οι παρανοήσεις εκ μέρους των καταναλωτών.

[...]

Οι ενδείξεις αυτές καθώς και οι πρακτικές προϋποθέσεις αναφέρονται στο παράρτημα VΙ.»

143    Έτσι, η προαναφερθείσα εξαίρεση λόγω ομωνυμίας δεν προορίζεται να εφαρμόζεται αυτοδικαίως, αλλά εξαρτάται από την αναγραφή στο παράρτημα VI του κανονισμού 753/2002 τόσο των γεωγραφικών ονομασιών των τρίτων χωρών, οι οποίες είναι ομώνυμες των γεωγραφικών ονομασιών που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d. και μπορούν να φέρουν την εν λόγω ονομασία, όσο και των πρακτικών προϋποθέσεων που παρέχουν την εγγύηση ότι γίνεται διάκριση μεταξύ των ενδείξεων αυτών.

144    Πάντως, όπως παρατήρησαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, πρέπει να επισημανθεί ότι το παράρτημα VI του κανονισμού 753/2002 είναι κενό έως σήμερα και, ως εκ τούτου, δεν μνημονεύει την ονομασία «champagne» μεταξύ των γεωγραφικών ονομασιών των τρίτων χωρών που απολαύουν του πλεονεκτήματος της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας.

145    Επομένως, ούτε οι διατάξεις του κανονισμού 753/2002 παρέχουν τη δυνατότητα, εν πάση περιπτώσει, στους προσφεύγοντες να διαθέτουν στο εμπόριο τους οίνους που παράγουν υπό την ονομασία «champagne».

146    Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 5, του ως άνω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 316/2004, που ισχύει από την 1η Φεβρουαρίου 2004, η γεωγραφική ένδειξη μιας τρίτης χώρας «μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη σήμανση ενός εισαγόμενου οίνου ακόμη και εάν ο εν λόγω οίνος παράγεται μόνον κατά 85 % από σταφύλια που συγκομίζονται στην περιοχή παραγωγής της οποίας φέρει το όνομα». Επιπλέον, από την ως άνω διατύπωση και από την οικονομία του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 753/2002 προκύπτει σιωπηρώς ότι, πριν από την τροποποίηση την οποία εισήγαγε ο κανονισμός 316/2004 που παρέχει τη δυνατότητα ακόμη και στους οίνους που παράγονται μόνον κατά 85 % από σταφύλια προερχόμενα από την περιοχή παραγωγής της οποίας φέρουν το όνομα να χρησιμοποιούν την αντιστοιχούσα στην περιοχή αυτή γεωγραφική ένδειξη, μια γεωγραφική ένδειξη μπορούσε να εμφαίνεται στη σήμανση εισαγόμενου οίνου μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο οίνος αυτός παρήχθη στο σύνολό του από σταφύλια προερχόμενα από τη γεωγραφική περιοχή της οποίας φέρει το όνομα.

147    Πάντως, καίτοι, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι, κατά το άρθρο 16 του κανονιστικού διατάγματος σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως των παραγόμενων στο καντόνι Vaud οίνων, η ονομασία «champagne» αναγνωριζόταν και ήταν προστατευόμενη για τους οίνους που προέρχονται από το έδαφος του εν λόγω δήμου, διαπιστώνεται ότι από μια πλήρη ανάγνωση της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιό της, «ο οίνος που παρασκευάζεται από σταφύλια συγκομιζόμενα κατά το μεγαλύτερο μέρος (τουλάχιστον 51 %) στο έδαφος ενός δήμου και κατά τα λοιπά στον τόπο παραγωγής, στον οποίο ανήκει ο εν λόγω δήμος, έχει επίσης δικαίωμα να φέρει την ονομασία του δήμου αυτού».

148    Έτσι, χωρίς καν να είναι αναγκαίo να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της ακριβούς φύσεως και του χαρακτηρισμού της ονομασίας «champagne», διαπιστώνεται ότι η ονομασία αυτή αναγνωρίζεται από το ελβετικό δίκαιο στους οίνους που παράγονται κατά το μεγαλύτερο μέρος στο έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud, οπότε δεν πληροί την προϋπόθεση που προκύπτει σιωπηρώς από το άρθρο 36, παράγραφος 5, του κανονισμού 753/2002 όπως έχει τροποποιηθεί και σύμφωνα με την οποία μόνον οι οίνοι που παράγονται τουλάχιστον κατά 85 % από σταφύλια συγκομιζόμενα στην περιοχή παραγωγής της οποίας φέρουν το όνομα, δηλαδή εν προκειμένω στο έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud, μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο υπό τη γεωγραφική ένδειξη της εν λόγω περιοχής παραγωγής. Κατά μείζονα λόγο, η ονομασία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως περιγράφουσα οίνους παραγόμενους εξ ολοκλήρου από σταφύλια συγκομιζόμενα στην περιοχή παραγωγής της οποίας φέρουν το όνομα.

149    Έτσι, σε αντίθεση με ό,τι υποστήριξαν αρχικώς οι προσφεύγοντες, όχι μόνον οι οίνοι οι οποίοι, δυνάμει του ελβετικού δικαίου, είχαν δικαίωμα χρήσεως της ονομασίας «champagne» ουδέποτε επωφελήθηκαν της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας που προβλέπεται είτε από το άρθρο 29, παράγραφος 3, του κανονισμού 2392/89, είτε από το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 753/2002, αλλά, επιπλέον, η πιθανότητα να επωφεληθούν οι οίνοι αυτοί, στο μέλλον, της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας που προβλέπεται από τη δεύτερη των διατάξεων αυτών στην περίπτωση που ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, φαίνεται αδιανόητη, λαμβανομένης υπόψη της ανεπάρκειας των προϋποθέσεων που θέτει το ελβετικό δίκαιο για τη λήψη της δημοτικής ονομασίας «champagne» σε σχέση με την απαίτηση προελεύσεως των σταφυλιών που προβλέπεται από το άρθρο 36, παράγραφος 5, του κανονισμού 753/2002.

150    Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το ότι μια ενδεχόμενη μεταβολή της νομικής καταστάσεως των προσφευγόντων που θα προέκυπτε, παραδείγματος χάρη, από την τροποποίηση των όρων χορηγήσεως της δημοτικής ονομασίας «champagne» του καντονιού Vaud θα ήταν ικανή να δικαιολογήσει το παραδεκτό της προσφυγής, πράγμα που δεν ισχυρίζονται, εξάλλου, οι προσφεύγοντες. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος δεν μπορεί να αξιολογείται σε συνάρτηση με ένα μελλοντικό και υποθετικό γεγονός (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, T‑16/96, Cityflyer Express κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑757, σκέψη 30 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

151    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μεταβάλλει σαφώς τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων στο κοινοτικό έδαφος, οπότε οι προσφεύγοντες δεν έχουν έννομο συμφέρον να στραφούν κατά της αποφάσεως αυτής.

152    Κανένα άλλο επιχείρημα των προσφευγόντων δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το ως άνω συμπέρασμα.

153    Οι προσφεύγοντες περιορίζονται να ισχυρισθούν, πρώτον, ότι είναι αδιάφορο το ότι το παράρτημα VI του κανονισμού 753/2002 δεν μνημονεύει καμία ονομασία, και ότι, για να επωφεληθεί μια γεωγραφική ένδειξη της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας, αρκεί να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί παντελώς νοήματος το άρθρο 36 του ως άνω κανονισμού και θα παρέβαινε τις απορρέουσες από το άρθρο 23, παράγραφος 3, της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ υποχρεώσεις της Κοινότητας.

154    Η επιχειρηματολογία αυτή στερείται προδήλως κάθε ερείσματος.

155    Συγκεκριμένα, αφενός, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι το άρθρο 36, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 753/2002 προβλέπει ότι, υπό τις προϋποθέσεις που απαριθμεί, «ορισμένες γεωγραφικές ενδείξεις» δύνανται να επωφεληθούν της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας, και, δεύτερον, ότι το άρθρο 36, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, προβλέπει ρητώς ότι οι γεωγραφικές ενδείξεις οι οποίες επωφελούνται της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας και πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου «αναφέρονται στο παράρτημα VI». Συνεπώς, η αναγραφή της γεωγραφικής ενδείξεως που επωφελείται της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας στο εν λόγω παράρτημα VI δεν είναι απλώς ενημερωτική και προαιρετική, αλλά συνιστά επιτακτική διατύπωση που προϋποθέτει προηγούμενη εξέταση του αν η γεωγραφική ένδειξη συμμορφώνεται προς τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 753/2002, καθώς και προς τις πρακτικές προϋποθέσεις που αποσκοπούν στο να παράσχουν την εγγύηση ότι γίνεται διάκριση μεταξύ των ομωνύμων γεωγραφικών ονομασιών. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη σύμφωνη προς την οικονομία και τη διατύπωση του άρθρου 36, παράγραφος 3, του ως άνω κανονισμού, τούτο δε κατά μείζονα λόγο εφόσον το άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ως εξαίρεση της αρχής που διατυπώνεται στο άρθρο 36, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με την οποία οι γεωγραφικές ενδείξεις των τρίτων χωρών δεν μπορούν να οδηγούν στη δημιουργία συγχύσεως με μια γεωγραφική ένδειξη που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d., πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

156    Αφετέρου, όσον αφορά το προβαλλόμενο ασυμβίβαστο της ερμηνείας αυτής προς το άρθρο 23, παράγραφος 3, της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, πρέπει να επισημανθεί ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγοντες υπογράμμισαν, απεναντίας, κατ’ ουσίαν ότι, σε αντίθεση με τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας, ο κανονισμός 753/2002 δεν απαγόρευε κατά τρόπο απόλυτο τη χρήση, από ορισμένους εισαγόμενους οίνους, γεωγραφικών ονομασιών ομωνύμων των γεωγραφικών ονομασιών που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή v.q.p.r.d. και αποτελούσε, ως εκ τούτου, ένα κατ’ αναλογίαν ορισθέν μέτρο.

157    Έτσι, έστω και αν το επιχείρημα των προσφευγόντων, το οποίο προέβαλαν με τις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων απαραδέκτου του Συμβουλίου και της Επιτροπής και το οποίο αντλείται από τη συμφωνία ΔΠΙΤΕ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνιστά ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 753/2002, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως νέος ισχυρισμός που προβλήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης και να απορριφθεί ως απαράδεκτο, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

158    Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες δεν αποδεικνύουν ούτε καν εξηγούν με ποιον τρόπο η ερμηνεία του κανονισμού 753/2002 η οποία εκτίθεται ανωτέρω είναι αντίθετη προς το άρθρο 23, παράγραφος 3, της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ. Εξάλλου, μια αντικειμενική και πλήρης ανάλυση της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ καταδεικνύει, αντιθέτως, ότι ο κανονισμός 753/2002 είναι σύμφωνος προς τις διατάξεις της συμφωνίας αυτής σχετικά με την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται, αφενός, ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, της εν λόγω συμφωνίας ορίζει τις γεωγραφικές ενδείξεις ως ενδείξεις με τις οποίες επισημαίνεται ότι ένα αγαθό κατάγεται από το έδαφος κάποιου μέλους ή από συγκεκριμένη περιοχή του εδάφους ενός μέλους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), ή ακόμη από συγκεκριμένο τόπο σε κάποιο μέλος, εφόσον από τη γεωγραφική καταγωγή του προϊόντος συναρτώνται σε μεγάλο βαθμό η ποιότητα, η φήμη και τα λοιπά χαρακτηριστικά του εν λόγω αγαθού. Εξάλλου, το άρθρο 23, παράγραφος 3, της ως άνω συμφωνίας προβλέπει ότι, σε περίπτωση που συμπίπτουν οι γεωγραφικές ενδείξεις που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένα κρασιά, η παρεχόμενη προστασία καλύπτει όλες τις ενδείξεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22, παράγραφος 4, της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, που ορίζει ότι η παρεχόμενη στις γεωγραφικές ενδείξεις προστασία αναγνωρίζεται επίσης έναντι γεωγραφικών ενδείξεων οι οποίες, ακόμη και αν ακριβολογούν όσον αφορά το έδαφος, την περιοχή ή τον τόπο καταγωγής των αγαθών, δίδουν στο κοινό την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα εν λόγω αγαθά κατάγονται από κάποιο άλλο έδαφος.

159    Έτσι, σε αντίθεση με ό,τι οι προσφεύγοντες δίδουν την εντύπωση ότι υποστηρίζουν, η συμφωνία ΔΠΙΤΕ ουδόλως επιβάλλει στα μέλη του ΠΟΕ να διασφαλίζουν, κατά γενικό και απόλυτο τρόπο, την προστασία όλων των ομωνύμων γεωγραφικών ενδείξεων, αλλά προβλέπει ότι δεν παρέχεται προστασία σε μια γεωγραφική ένδειξη η οποία δίδει την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα αγαθά κατάγονται από άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω συμφωνίας. Επιπλέον, σύμφωνα με τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 23, παράγραφος 3, της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, κάθε μέλος καθορίζει τις πρακτικές λεπτομέρειες που διέπουν τη διαφοροποίηση των ομωνύμων ενδείξεων στις οποίες παρέχεται προστασία, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να διασφαλίζεται η δίκαιη αντιμετώπιση των οικείων παραγωγών και να αποτρέπονται οι παρανοήσεις εκ μέρους των καταναλωτών.

160    Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι ακριβώς τέτοιο είναι το σύστημα που θεσπίζει ο κανονισμός 753/2002. Συγκεκριμένα, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η ονομασία μιας γεωγραφικής ένδειξης μπορεί να αναγράφεται στη σήμανση ενός εισαγόμενου οίνου από μία τρίτη χώρα που είναι μέλος του ΠΟΕ υπό τον όρο ότι χρησιμεύει για την αναγνώριση της ταυτότητας του οίνου ως οίνου καταγωγής μιας τρίτης χώρας, ή μιας περιοχής ή τοποθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας, στις περιπτώσεις όπου μια ιδιότητα, φήμη ή ένα άλλο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του προϊόντος μπορεί ουσιαστικά να αποδοθεί στην εν λόγω γεωγραφική ενότητα, λαμβανομένου υπόψη ότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί σχεδόν κατά λέξη επανάληψη του ορισμού της έννοιας της γεωγραφικής ενδείξεως τον οποίο μνημονεύει το άρθρο 22, παράγραφος 1, της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ. Αφετέρου, κατά παρόμοιο τρόπο με το άρθρο 22, παράγραφος 4, της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ, το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 753/2002 προβλέπει ότι οι γεωγραφικές ενδείξεις των τρίτων χωρών που είναι μέλη του ΠΟΕ δεν μπορούν να δημιουργούν σύγχυση με μια γεωγραφική ένδειξη που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d.

161    Όσον αφορά τη διάταξη την οποία περιέχει το άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 753/2002 και σύμφωνα με την οποία, κατ’ εξαίρεση από την αρχή της απαγορεύσεως των γεωγραφικών ενδείξεων τρίτων χωρών που δημιουργούν σύγχυση με τις γεωγραφικές ενδείξεις που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d., ορισμένες γεωγραφικές ενδείξεις των τρίτων χωρών, οι οποίες είναι ομώνυμες των γεωγραφικών ενδείξεων που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d., μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπό πρακτικές προϋποθέσεις που παρέχουν την εγγύηση ότι γίνεται διάκριση μεταξύ των ονομασιών αυτών, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλίζεται δίκαιη μεταχείριση μεταξύ των οικείων παραγωγών και να αποτρέπονται οι παρανοήσεις εκ μέρους των καταναλωτών, διαπιστώνεται ότι η ως άνω διάταξη περιλαμβάνεται, με πανομοιότυπη διατύπωση, στο άρθρο 23, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ.

162    Τέλος, η απαίτηση που προκύπτει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, από το άρθρο 36, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 753/2002, και σύμφωνα με την οποία οι γεωγραφικές ενδείξεις των τρίτων χωρών που επωφελούνται της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας και οι πρακτικές προϋποθέσεις που αποσκοπούν στη διαφοροποίησή τους από τις γεωγραφικές ενδείξεις που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή ενός v.q.p.r.d. πρέπει να μνημονεύονται σε παράρτημα του εν λόγω κανονισμού, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ασυμβίβαστη με τις διατάξεις της συμφωνίας ΔΠΙΤΕ. Συγκεκριμένα, όχι μόνον η συμφωνία ΔΠΙΤΕ ουδόλως προβλέπει ότι η εξαίρεση λόγω ομωνυμίας εφαρμόζεται αυτοδικαίως, χωρίς την παρέμβαση οποιαδήποτε αρχής, σε κάθε ομώνυμη γεωγραφική ένδειξη που πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, αλλά η εν λόγω Συμφωνία αναφέρει, εξάλλου, ρητώς ότι «[κ]άθε μέλος καθορίζει τις πρακτικές λεπτομέρειες που διέπουν τη διαφοροποίηση των κατά περίπτωση πανομοιότυπων ενδείξεων μεταξύ τους», αφήνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο στα εν λόγω μέλη κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τις λεπτομέρειες χορηγήσεως της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας.

163    Δεύτερον, οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι το γεγονός ότι το άρθρο 29, παράγραφος 3, του κανονισμού 2392/89 προβλέπει τη θέσπιση αποφάσεων περί παρεκκλίσεως προκειμένου ορισμένες γεωγραφικές ενδείξεις να επωφεληθούν της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας δεν ασκεί επιρροή, εφόσον η γαλλοελβετική συνθήκη επέτρεπε ρητώς τη χρήση της ονομασίας «champagne» από ορισμένους οίνους παραγόμενους στον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud. Συγκεκριμένα, η συνθήκη αυτή προβλέπει, στο άρθρο της 2, τρίτο εδάφιο, μια εξαίρεση λόγω ομωνυμίας ισχύουσα αυτοδικαίως, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί καμία απόφαση επ’ αυτού. Εξάλλου, τούτο επιβεβαιώθηκε από το Conseil d’ État του καντονιού Vaud με γνωμοδότηση της 22ας Δεκεμβρίου 2003.

164    Επ’ αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι η γαλλοελβετική συνθήκη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια που της προσδίδουν οι προσφεύγοντες, το επιχείρημα των τελευταίων μπορεί να δικαιολογήσει το παραδεκτό της προσφυγής-αγωγής μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις της συνθήκης αυτής σχετικά με την εξαίρεση λόγω ομωνυμίας γεωγραφικών ενδείξεων τείνουν να εφαρμοσθούν παρά την έκδοση του κανονισμού 2392/89 και, εν συνεχεία, του κανονισμού 753/2002.

165    Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 307, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν προ της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚ, μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, αφενός, και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, αφετέρου, δεν θίγονται από τις διατάξεις της εν λόγω συνθήκης.

166    Κατά πάγια νομολογία, η διάταξη αυτή έχει ως αντικείμενο να διευκρινιστεί, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, ότι η εφαρμογή της Συνθήκης δεν επηρεάζει τη δέσμευση του οικείου κράτους μέλους να σέβεται τα απορρέοντα από προγενέστερη σύμβαση δικαιώματα τρίτων κρατών και να τηρεί τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του. Κατά συνέπεια, προκειμένου να καθοριστεί αν δεδομένος κοινοτικός κανόνας μπορεί να μείνει ανεφάρμοστος λόγω προγενέστερης διεθνούς συμβάσεως, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η σύμβαση αυτή επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος υποχρεώσεις των οποίων την τήρηση μπορούν ακόμη να απαιτήσουν τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση τρίτα κράτη (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1998, C‑364/95 και C‑365/95, T. Port, Συλλογή 1998, σ. I‑1023, σκέψη 60· απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑3/99, Banatrading κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II‑2123, σκέψη 70).

167    Επομένως, η δυνατότητα περί μη εφαρμογής ενός κοινοτικού κανόνα λόγω διεθνούς συμβάσεως εξαρτάται από τη διττή προϋπόθεση ότι πρέπει να πρόκειται για σύμβαση συναφθείσα πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚ και ότι η ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα έλκει εξ αυτής δικαιώματα των οποίων την τήρηση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους μπορεί να απαιτήσει (αποφάσεις T. Port, σκέψη 166 ανωτέρω, σκέψη 61, και Banatrading κατά Συμβουλίου, σκέψη 166 ανωτέρω, σκέψη 71).

168    Πάντως, εν προκειμένω, η γαλλοελβετική συνθήκη επί της οποίας στηρίζονται οι προσφεύγοντες συνήφθη το 1974, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚ. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες δεν δύνανται να επικαλεσθούν λυσιτελώς τις διατάξεις της γαλλοελβετικής συνθήκης προκειμένου να εμποδισθεί η εφαρμογή του κανονισμού 2392/89 και, εν συνεχεία, του κανονισμού 753/2002. Επομένως, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

169    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της γαλλοελβετικής συνθήκης, «οι ονομασίες που αναφέρονται στο παράρτημα A της παρούσας συνθήκης, εφόσον δεν προβλέπεται άλλως στα εδάφια 2 έως 4, προορίζονται αποκλειστικά, στο έδαφος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, για τα γαλλικά προϊόντα ή εμπορεύματα και μπορούν να χρησιμοποιούνται στο έδαφος αυτό μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία της Γαλλικής Δημοκρατίας».

170    Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της ως άνω συνθήκης προβλέπει, αμοιβαίως, ότι «οι ονομασίες που αναφέρονται στο παράρτημα B της παρούσας συνθήκης, εφόσον δεν προβλέπεται άλλως στα εδάφια 2 έως 4, προορίζονται αποκλειστικά, στο έδαφος της Γαλλικής Δημοκρατίας, για τα ελβετικά προϊόντα ή εμπορεύματα και μπορούν να χρησιμοποιούνται στο έδαφος αυτό μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η ελβετική νομοθεσία».

171    Πάντως, ενώ η γαλλική ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως «champagne» αναφέρεται στο παράρτημα A, το παράρτημα B δεν μνημονεύει τη σχετική με το καντόνι Vaud ονομασία που είναι όμοια με την ως άνω ονομασία.

172    Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, αφενός, η ονομασία «champagne» προορίζεται αποκλειστικά, στο έδαφος της Ελβετίας, για τα γαλλικά προϊόντα, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 2, δεύτερο έως τέταρτο εδάφιο, και, αφετέρου, η σχετική με το καντόνι Vaud δημοτική ονομασία «champagne» ουδόλως προστατεύεται στο έδαφος της Γαλλίας.

173    Συνεπώς, ακόμη και αν οι παραγόμενοι στον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud οίνοι μπορούσαν να επωφεληθούν από το άρθρο 2, τρίτο εδάφιο, της γαλλοελβετικής συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο, «[α]ν μία από τις προστατευόμενες ονομασίες κατά το πρώτο εδάφιο αντιστοιχεί στο όνομα περιοχής ή τοποθεσίας που βρίσκεται εκτός του εδάφους της Γαλλικής Δημοκρατίας, το πρώτο εδάφιο δεν αποκλείει να χρησιμοποιείται η ονομασία για προϊόντα ή εμπορεύματα που παρασκευάζονται στην εν λόγω περιοχή ή τοποθεσία», η περίσταση αυτή θα αποτελούσε απλώς εξαίρεση από την αποκλειστική προστασία της οποίας απολαύει η γαλλική ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως «champagne» στο έδαφος της Ελβετίας δυνάμει του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, και του παραρτήματος A της εν λόγω συνθήκης. Ωστόσο, αυτή η εξαίρεση λόγω ομωνυμίας δεν θα είχε ως αποτέλεσμα να επιτραπεί, στο έδαφος της Γαλλίας, η διάθεση στο εμπόριο των παραγόμενων στον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud οίνων υπό την ονομασία «champagne», πράγμα το οποίο θα καθίστατο δυνατό μόνο διά της αναγραφής στο παράρτημα B της εν λόγω συνθήκης.

174    Εξάλλου, από την αλληλογραφία μεταξύ του προϊσταμένου του τμήματος θεσμών και εξωτερικών σχέσεων του καντονιού Vaud και της δημοτικής αρχής του Δήμου Champagne, την οποία προσκόμισαν οι προσφεύγοντες, και ιδίως από το έγγραφο του C. R. της 8ης Σεπτεμβρίου 1998, προκύπτει ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας, η ως άνω ερμηνεία της γαλλοελβετικής συνθήκης ήταν εκείνη όχι μόνον της Γαλλικής Δημοκρατίας, αλλά και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, η οποία διερωτήθηκε σχετικά με τους λόγους της παραλείψεως της σχετικής με το καντόνι Vaud ονομασίας «champagne» από τους κατάλογους και από το πρωτόκολλο της γαλλοελβετικής συνθήκης.

175    Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός των προσφευγόντων ότι η γαλλοελβετική συνθήκη τους επέτρεπε να διαθέτουν στο εμπόριο, στο έδαφος της Γαλλίας, τους παραγόμενους στον Δήμο Champagne οίνους υπό την ονομασία «champagne».

176    Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, οι προσφεύγοντες, κληθέντες από το Πρωτοδικείο να αποδείξουν τον ισχυρισμό ότι εξήγαν περίπου 1 000 φιάλες ετησίως φέρουσες την ονομασία «champagne», όχι μόνο δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία, όπως τιμολόγια, που να στοιχειοθετούν ότι αυτοί πώλησαν την παραγωγή τους υπό την ως άνω ονομασία στη Γαλλία, αλλά ισχυρίσθηκαν, επιπλέον, ότι το μεγαλύτερος μέρος των εξαγωγών αυτών κατευθυνόταν στο Βέλγιο υπό την ονομασία «arquebuse».

177    Όσον αφορά το έγγραφο το οποίο απηύθυνε ένα δικηγορικό γραφείο στην Cave des viticulteurs de Bonvillars (συνεταιρισμό των αμπελοκκαλιεργητών του Bonvillars) και το οποίο προσκόμισαν οι προσφεύγοντες, το εν λόγω έγγραφο, πέραν του ότι είναι αλυσιτελές ως προς την ανάλυση της νομικής τους καταστάσεως, ουδόλως μπορεί να ερμηνευθεί, εν πάση περιπτώσει, υπό την έννοια ότι αποδεικνύει ότι οι παραγωγοί καμπανίτη οίνου δεν αντιτάχθηκαν στη διάθεση του παραγόμενου από τους προσφεύγοντες οίνου στο εμπόριο υπό την ονομασία «champagne». Συγκεκριμένα, από το ως άνω έγγραφο προκύπτει, το πολύ, ότι η διεπαγγελματική επιτροπή του οίνου Champagne, αφού υιοθέτησε μια πολύ αυστηρή θέση που συνίστατο στο να απειλήσει την Cave de Bonvillars ότι επρόκειτο να φέρει την υπόθεση ενώπιον των δικαστηρίων, ανέφερε ότι δεν είχε ως σκοπό να εμποδισθεί «η παραγωγή προϊόντων προερχομένων από τον Δήμο Champagne, αλλά απλώς να αποφευχθούν οποιεσδήποτε ανώφελες παρανοήσεις, τούτο δε προπάντων σε σχέση με το μέλλον», προτείνοντας ταυτοχρόνως τη διεξαγωγή συζητήσεως «προς αποσαφήνιση της μελλοντικής καταστάσεως». Ελλείψει οποιασδήποτε άλλης διευκρινίσεως εκ μέρους των προσφευγόντων, και τούτο παρά τη σχετική γραπτή ερώτηση που απηύθυνε σ’ αυτούς το Πρωτοδικείο, ιδίως όσον αφορά το περιεχόμενο ή το αποτέλεσμα της ως άνω συζητήσεως, δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι η διεπαγγελματική επιτροπή του οίνου Champagne δεν αντιτάχθηκε στη χρησιμοποίηση, στο έδαφος της Γαλλίας, της ονομασίας «champagne» για την περιγραφή των εξαγομένων από τους προσφεύγοντες οίνων.

178    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας δεν μεταβάλλουν σαφώς τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων, οπότε τα αιτήματα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

179    Ως εκ περισσού, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

180    Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας, τις οποίες εγκρίνει η προσβαλλόμενη απόφαση, έχουν ως αποτέλεσμα, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας, να προορίζεται η προστατευόμενη ονομασία «champagne» αποκλειστικά για τα προϊόντα καταγωγής Κοινότητας υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η κοινοτική ρύθμιση. Επιπλέον, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στις σκέψεις 41 έως 49, λαμβανομένης υπόψη της μη αναγραφής της ονομασίας «champagne» μεταξύ των προστατευόμενων ελβετικών ονομασιών κατά την έννοια της συμφωνίας, οι οποίες εμφαίνονται στο προσάρτημα 2 της συμφωνίας αυτής, η προβλεπόμενη από το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας εξαίρεση λόγω ομωνυμίας δεν τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά τη γαλλική ονομασία «champagne», η οποία μνημονεύεται, ως v.q.p.r.d. καταγωγής Γαλλίας, μεταξύ των προστατευόμενων κοινοτικών ονομασιών κατά την έννοια της συμφωνίας.

181    Επομένως, οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας έχουν ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται κάθε χρήση της ονομασίας «champagne» για τους οίνους που δεν έχουν καταγωγή από την Κοινότητα, και ειδικότερα από τη Γαλλία, και οι οποίοι δεν πληρούν τις προβλεπόμενες από την κοινοτική νομοθεσία προϋποθέσεις προκειμένου να απολαύουν της χρήσεως της ονομασίας v.q.p.r.d. «champagne». Κατά συνέπεια, οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας αφορούν, κατά τον ίδιο τρόπο, όλα τα πρόσωπα –υπάρχοντα και μελλοντικά– που παράγουν ή διαθέτουν στο εμπόριο αμπελοοινικά προϊόντα τα οποία δεν δύνανται να φέρουν την ονομασία v.q.p.r.d. «champagne», για τον λόγο, ιδίως, ότι δεν προέρχονται από τη γαλλική περιοχή της Καμπανίας (Champagne), και μεταξύ αυτών όλους τους παραγωγούς αμπελοοινικών προϊόντων καταγωγής Ελβετίας. Έτσι, οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας αποτελούν μέτρο γενικής ισχύος το οποίο εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένων καταστάσεων και το οποίο παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων, λαμβανομένων γενικώς και αφηρημένως (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2005, T‑397/02, Arla Foods κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5365, σκέψεις 52 και 53 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

182    Ωστόσο, δεν αποκλείεται μια διάταξη που από τη φύση της και το πεδίο εφαρμογής της έχει χαρακτήρα πράξεως γενικής ισχύος να αφορά ατομικά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Η περίπτωση αυτή υφίσταται όταν η εν λόγω πράξη το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία το διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον με τον οποίο εξατομικεύεται ο αποδέκτης της αποφάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, και της 18ης Μαΐου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I-1853, σκέψεις 19 και 20· διάταξη του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2004, T‑370/02, Alpenhain-Camembert-Werk κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2097, σκέψη 56).

183    Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ευρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση λόγω του ότι, αφενός, η «ρήτρα champagne» συμπεριελήφθη στη συμφωνία με σκοπό να ρυθμίσει την κατάσταση ενός συγκεκριμένου κύκλου παραγωγών δυναμένων να εντοπισθούν και εντοπισθέντων κατά το χρονικό σημείο της θεσπίσεώς της και, αφετέρου, είναι οι μόνοι που διαθέτουν το ειδικό δικαίωμα στην ονομασία προελεύσεως «champagne» δυνάμει του ελβετικού δικαίου.

184    Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να οδηγήσουν στο να θεωρηθεί ότι οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας αφορούν ατομικά τους προσφεύγοντες.

185    Συγκεκριμένα, αφενός, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν ως μοναδικό αντικείμενο το να διέπουν την ειδική κατάσταση των παραγωγών οίνων προερχομένων από τον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud, αλλά αποσκοπούν, γενικότερα, στο να εξασφαλίσουν την αποκλειστική χρήση της ονομασίας «champagne» από τους οίνους καταγωγής Γαλλίας που απολαύουν της ονομασίας αυτής δυνάμει του κοινοτικού δικαίου. Μόνον το άρθρο 5, παράγραφος 8, του παραρτήματος 7 της συμφωνίας αναφέρεται στην ειδική κατάσταση «ορισμένων οίνων καταγωγής του καντονιού Vaud της Ελβετίας» και χορηγεί μεταβατική παρέκκλιση που καθιστά δυνατή τη χρήση της λέξης «champagne» για την περιγραφή και την παρουσίαση των εν λόγω οίνων υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εν λόγω παράρτημα. Πάντως, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ένα πιο ευνοϊκό μεταβατικό καθεστώς για «ορισμένους οίνους καταγωγής του καντονιού Vaud» δεν είναι, αυτό καθ’ εαυτό, ικανό να επηρεάσει το συμπέρασμα ότι οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας που διασφαλίζουν την αποκλειστικότητα της ονομασίας «champagne» αποτελούν μέτρο γενικής φύσεως που δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες.

186    Αφετέρου, ούτε το δικαίωμα των προσφευγόντων να επωφελούνται της χρήσεως της ελβετικής ονομασίας «champagne» μπορεί να προσδώσει σ’ αυτούς ατομικό συμφέρον να βάλουν κατά των επιδίκων διατάξεων της συμφωνίας, τούτο δε χωρίς καν να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της φύσεως και του ακριβούς χαρακτηρισμού της ονομασίας αυτής. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με το δικαίωμα επί του σήματος που διέθετε αποκλειστικώς η προσφεύγουσα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Codorníu κατά Συμβουλίου, σκέψη 182 ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο υπογράμμισε, επ’ αυτού, ότι η προσφεύγουσα προέβη στην καταχώριση του γραφικού σήματος Gran Cremant de Codorníu στην Ισπανία το 1924 και ότι χρησιμοποιούσε κατά παράδοση το σήμα αυτό τόσο πριν όσο και μετά την εν λόγω καταχώριση, το δικαίωμα των προσφευγόντων να χρησιμοποιούν την ονομασία «champagne» προκύπτει από την ελβετική ρύθμιση που αναγνωρίζει σε όλες τις επιχειρήσεις των οποίων τα προϊόντα ικανοποιούν τις προβλεπόμενες απαιτήσεις, από γεωγραφικής και ποιοτικής απόψεως, το δικαίωμα να διαθέτουν τα εν λόγω προϊόντα στο εμπόριο υπό την ονομασία «champagne» και η οποία αρνείται να παράσχει το δικαίωμα αυτό σε όλες τις επιχειρήσεις των οποίων τα προϊόντα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, οι οποίες είναι πανομοιότυπες για όλες τις επιχειρήσεις (βλ., επ’ αυτού, διατάξεις του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑109/97, Molkerei Großbraunshain και Bene Nahrungsmittel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3533, σκέψη 50, και της 13ης Δεκεμβρίου 2005, T‑381/02, Confédération générale des producteurs de lait de brebis et des industriels de Roquefort κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5337, σκέψη 51).

187    Επομένως, η εφαρμοστέα ελβετική ρύθμιση, όπως και οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας, δεν αφορά μόνον τους προσφεύγοντες, αλλά παράγει, επίσης, έννομα αποτελέσματα έναντι αόριστου αριθμού παραγωγών, τόσο Ελβετών όσο και καταγομένων από τρίτες χώρες, που επιθυμούν να διαθέσουν στο εμπόριο, στο έδαφος της Ελβετίας, τα προϊόντα τους υπό την ονομασία «champagne», σήμερα ή στο μέλλον.

188    Έτσι, απλώς και μόνον το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες απολαύουν, έως σήμερα, του δικαιώματος επί της δημοτικής ονομασίας «champagne» για ορισμένους από τους οίνους που παράγουν δεν είναι ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας τους αφορούν ατομικά, εφόσον το γεγονός αυτό απορρέει από την εφαρμογή, επί αντικειμενικώς προσδιοριζομένης καταστάσεως, ενός μέτρου γενικής ισχύος, ήτοι της ελβετικής ρυθμίσεως περί ονομασιών προελεύσεως, που παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων, λαμβανομένων γενικώς και αφηρημένως, ήτοι έναντι όλων των επιχειρήσεων που παράγουν προϊόν εμφανίζον αντικειμενικώς προσδιορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Molkerei Großbraunshain και Bene Nahrungsmittel κατά Επιτροπής, σκέψη 186 ανωτέρω, σκέψη 51).

189    Κατά τα λοιπά, η ως άνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται από τη γνωμοδότηση του Conseil d’ État του καντονιού Vaud της 8ης Ιανουαρίου 2003, την οποία προσκόμισαν οι προσφεύγοντες και σύμφωνα με την οποία «όλοι οι αμπελοκαλλιεργητές ή οι αμπελοοινικές ενώσεις που παράγουν οίνους παρασκευαζόμενους από σταφύλια συγκομισθέντα στους αμπελώνες του Δήμου Champagne έχουν δικαίωμα επί της ονομασίας αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, η Cave des viticulteurs de Bonvillars χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, την ονομασία “champagne” για τους οίνους τους οποίους διαθέτει στο εμπόριο και οι οποίοι παράγονται στον ως άνω δήμο. Κανείς άλλος αμπελοκαλλιεργητής του καντονιού Vaud δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί την ονομασία αυτή, αν δεν είναι κύριος ή μισθωτής αμπελώνων ευρισκομένων στο έδαφος του Δήμου Champagne ή αν δεν διαθέτει στο εμπόριο οίνους παρασκευαζόμενους από σταφύλια προερχόμενα από τον ως άνω δήμο».

190    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί, επ’ αυτού, ότι, κατά πάγια νομολογία, η γενική ισχύς και, επομένως, ο κανονιστικός χαρακτήρας μιας πράξεως δεν θίγονται από τη δυνατότητα προσδιορισμού με κάποια ακρίβεια του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων η πράξη αυτή έχει εφαρμογή σε δεδομένο χρονικό σημείο, αρκεί να μην αμφισβητείται ότι η εφαρμογή αυτή γίνεται στο πλαίσιο αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως που καθορίζεται από την πράξη σε σχέση με τον σκοπό που η εν λόγω πράξη επιδιώκει (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαΐου 2001, C‑41/99 P, Sadam Zuccherifici κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑4239, σκέψη 29 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, επ’ αυτού, διάταξη του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2000, C‑447/98 P, Molkerei Großbraunshain και Bene Nahrungsmittel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9097, σκέψη 64).

191    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας αφορούν ατομικά τους προσφεύγοντες, οπότε η προσφυγή τους πρέπει επίσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τον λόγο αυτό.

192    Το επιχείρημα των προσφευγόντων που αντλείται από δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να μεταβάλει το ως άνω συμπέρασμα, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί σαφώς, όσον αφορά την απαιτούμενη από το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ προϋπόθεση του ατομικού συμφέροντος, ότι, μολονότι η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που είναι δυνατό να εξατομικεύουν τον προσφεύγοντα, η ερμηνεία αυτή δεν είναι δυνατό να καταλήξει στο να μη λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω προϋπόθεση, η οποία ρητώς προβλέπεται στη Συνθήκη, χωρίς να υπάρξει υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που αναγνωρίζει στα κοινοτικά δικαστήρια (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 44).

2.     Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

193    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ικανή να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

194    Η ως άνω προσβολή προξενεί στους προσφεύγοντες ζημία προκύπτουσα, αφενός, από τις δαπάνες στις οποίες θα πρέπει να υποβληθούν για να εισέλθουν στην αγορά οίνου υπό ονομασία διαφορετική από την ονομασία «champagne» και, αφετέρου, από το διαφυγόν κέρδος συνεπεία της δυναμένης να προβλεφθεί μειώσεως, της τάξεως των 4 CHF, της τιμής ανά φιάλη του οίνου που παράγουν, αν οι 150 000 φιάλες που πωλούνται σήμερα ετησίως υπό την ονομασία «champagne» στερηθούν την ονομασία αυτή. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες επιφυλάσσονται ως προς τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Πρωτοδικείο πιο συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία όταν εκδηλωθούν έναντι αυτών τα πρώτα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

195    Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας έγκειται στο ότι η Γαλλική Δημοκρατία οδήγησε το Συμβούλιο και την Επιτροπή στο να διαπραγματευθούν τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας. Πάντως, χωρίς την ασκηθείσα από το εν λόγω κράτος μέλος πίεση, η Ελβετική Συνομοσπονδία ουδέποτε θα είχε εκφράσει τη συναίνεσή της ως προς τις διατάξεις αυτές, πράγμα που ήταν αναγκασμένη, ωστόσο, να δεχθεί προκειμένου να επιτύχει την υπογραφή των επτά διμερών συμφωνιών.

196    Δεδομένου ότι οι ελβετικές αρχές ήσαν υποχρεωμένες να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των επίδικων διατάξεων της συμφωνίας, η ζημία είναι καταλογιστέα στην Κοινότητα, κατά τρόπο ανάλογο με τα κριθέντα στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιανουαρίου 2002, T‑174/00, Biret International κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. II‑17, σκέψεις 33 και 34).

197    Επ’ αυτού, είναι αδιάφορο το ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία, λόγω της ιδιότητας του συμβαλλόμενου στη συμφωνία μέρους, είναι συνυπεύθυνη για τη ζημία, εφόσον πληρούνται όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση της ζημίας των προσφευγόντων (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1959, 23/59, Feram κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 355).

198    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ότι καμία από τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της ευθύνης της Κοινότητας δεν πληρούται εν προκειμένω. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα επί της καταστάσεως των προσφευγόντων, δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας που αυτοί υποστηρίζουν ότι υπέστησαν και της προβαλλομένης ελλείψεως νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δημιουργεί καμία νέα υποχρέωση εις βάρος των προσφευγόντων στο κοινοτικό έδαφος και, αφετέρου, η ενδεχόμενη ζημία που θα μπορούσαν να υποστούν οι προσφεύγοντες στο έδαφος της Ελβετίας θα προέκυπτε από ενέργεια των ελβετικών αρχών, είτε εφόσον οι εν λόγω αρχές κήρυσσαν τη συμφωνία εφαρμοστέα στο έδαφός τους, είτε εφόσον ενέκριναν τη νομοθεσία περί εφαρμογής των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει δυνάμει της συμφωνίας, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία αφήνει τις εν λόγω αρχές να επιλέξουν τις σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής.

199    Η Επιτροπή προσθέτει ότι η ενδεχόμενη πίεση που άσκησε η Γαλλική Δημοκρατία προκειμένου να συμπεριληφθεί στη συμφωνία η «ρήτρα champagne» δεν ασκεί επιρροή. Οι διαπραγματεύσεις είναι μόνον προπαρασκευαστικές πράξεις και δεν μπορούν να αποτελούν την αιτία της ζημίας, δεδομένου ότι μόνον η κανονιστική πράξη που συνιστά απόρροια των διαπραγματεύσεων μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαιώματος για την αποκατάσταση της ζημίας. Δεδομένου ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία επικύρωσε τη συμφωνία ως κυρίαρχο κράτος, οι προσφεύγοντες, οι οποίοι εκτιμούν ότι θίγονται από την εν λόγω συμφωνία, θα πρέπει να απευθυνθούν στις ελβετικές αρχές.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

200    Κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι της ελλείψεως νομιμότητας της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, Τ-175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-729, σκέψη 44· της 16ης Οκτωβρίου 1996, Τ-336/94, Efisol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1343, σκέψη 30, και της 11ης Ιουλίου 1997, Τ-267/94, Oleifici Italiani κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1239, σκέψη 20). Συνεπώς, αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της στοιχειοθετήσεως της εν λόγω ευθύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C-146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4199, σκέψη 19, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2002, T‑170/00, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑515, σκέψη 37).

201    Εν προκειμένω, πρέπει να εξετασθούν, κατ’ αρχάς, τα αιτήματα αποζημιώσεως υπό το πρίσμα της τρίτης από τις ως άνω προϋποθέσεις, η οποία αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση. Όσον αφορά την προϋπόθεση αυτή, η νομολογία απαιτεί να συνιστά η ζημία της οποίας έγινε επίκληση άμεσο αποτέλεσμα της προβαλλομένης συμπεριφοράς (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1979, 64/76 και 113/76, 167/78 και 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, Dumortier frères κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 515, σκέψη 21· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑168/94, Blackspur κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2627, σκέψη 49, και της 29ης Οκτωβρίου 1998, T‑13/96, TEAM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑4073, σκέψη 74).

202    Οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι η ζημία, η οποία αποτελείται, αφενός, από τις δαπάνες στις οποίες θα πρέπει να υποβληθούν προκειμένου να εισέλθουν στην αγορά του οίνου υπό ονομασία διαφορετική από την ονομασία «champagne» και, αφετέρου, από το διαφυγόν κέρδος συνεπεία της δυναμένης να προβλεφθεί μειώσεως της τιμής της παραγωγής τους αν αυτή στερηθεί την εν λόγω ονομασία, προκύπτει ευθέως από την εκ μέρους του Συμβουλίου και της Επιτροπής θέσπιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εγκρίνει τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας.

203    Αναλόγως προς τα προεκτεθέντα στο πλαίσιο των ακυρωτικών αιτημάτων, πρέπει να εξετασθεί διαδοχικά η κατάσταση των προσφευγόντων στο κοινοτικό έδαφος και στο έδαφος της Ελβετίας.

204    Επί κοινοτικού εδάφους, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες σκέψεις 130 έως 139, οι επίδικες διατάξεις της συμφωνίας δεν είχαν επίπτωση στην κατάσταση των προσφευγόντων, οι οποίοι εμποδίζονταν, κατά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, να διαθέσουν στο εμπόριο την παραγωγή τους υπό την ονομασία «champagne» δυνάμει του κανονισμού 2392/89. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 140 έως 150, η αδυναμία αυτή προκύπτει επίσης από τον κανονισμό 753/2002, ο οποίος κατέστη εφαρμοστέος από την 1η Αυγούστου 2003.

205    Συνεπώς, επί κοινοτικού εδάφους, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να αποτελεί την αιτία της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφεύγοντες, δεδομένου ότι η εν λόγω ζημία, όπως προσδιορίσθηκε από τους προσφεύγοντες, προέκυπτε από την εφαρμοστέα κοινοτική ρύθμιση. Επ’ αυτού, πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι, επ’ ευκαιρία της πωλήσεως των προϊόντων τους υπό την ονομασία «arquebuse» στο Βέλγιο, οι προσφεύγοντες αναγκάσθηκαν να εισχωρήσουν στην κοινοτική αγορά χρησιμοποιώντας διαφορετική ονομασία, πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας.

206    Επί ελβετικού εδάφους, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα σκέψη 91, τα ζημιογόνα αποτελέσματα που παράγει, όπως υποστηρίζεται, η συμφωνία έναντι των προσφευγόντων πηγάζουν μόνον από το γεγονός ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία, αποφασίζοντας κυριαρχικώς να υπογράψει και να επικυρώσει την εν λόγω συμφωνία, συναίνεσε να δεσμεύεται από αυτή και ανέλαβε την υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 14 της εν λόγω συμφωνίας, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται εκείνες που απορρέουν από τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας.

207    Συνεπώς, η ενδεχόμενη ζημία που υπέστησαν οι προσφεύγοντες, στο έδαφος της Ελβετίας, λόγω των μέτρων που έλαβαν οι ελβετικές αρχές σε εκτέλεση της συμφωνίας δεν μπορεί να θεωρηθεί καταλογιστέα στην Κοινότητα, οπότε το Πρωτοδικείο είναι αναρμόδιο να εκδικάσει αγωγή αποσκοπούσα στην αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας.

208    Καίτοι είναι ακριβές, βεβαίως, ότι, εφόσον η Ελβετική Συνομοσπονδία υπέγραψε και επικύρωσε τη συμφωνία, δεσμεύθηκε, κατά το διεθνές δίκαιο, να διασφαλίσει την πλήρη εκτέλεσή της, στο πλαίσιο της οποίας δεν διαθέτει διακριτική εξουσία, γεγονός παραμένει ότι η υποχρέωση αυτή πηγάζει από την έκφραση, εκ μέρους της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, μιας κυριαρχικής επιλογής κατά τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στη σύναψη της συμφωνίας και, περαιτέρω, κατά τη διαχείριση των εξωτερικών σχέσεών της.

209    Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν είχε, εν τέλει, άλλη επιλογή παρά να δεχθεί τις επίδικες διατάξεις της συμφωνίας, διότι άλλως θα ματαιωνόταν η σύναψη των επτά τομεακών συμφωνιών, δεν μπορεί να οδηγήσει στο να θεωρηθεί ότι η προβαλλομένη ζημία είναι καταλογιστέα στην Κοινότητα. Συγκεκριμένα, έστω και αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε αποδεδειγμένη πραγματική κατάσταση, πρέπει να επισημανθεί ότι η αποδοχή από την Ελβετική Συνομοσπονδία των εν λόγω διατάξεων εντάσσεται στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων στηριζομένων σε αμοιβαίες παραχωρήσεις και πλεονεκτήματα, μετά την περάτωση των οποίων το εν λόγω κράτος αποφάσισε ελευθέρως και κυριαρχικώς να παραιτηθεί από την προστασία της δημοτικής ονομασίας «champagne», λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος που είχε, συνολικώς, για την επίτευξη της συνάψεως τόσο της συμφωνίας όσο και, γενικότερα, των επτά τομεακών συμφωνιών.

210    Κατά τα λοιπά, η περίσταση αυτή ενισχύεται από το έγγραφο του προϊσταμένου του ομοσπονδιακού τμήματος εξωτερικών υποθέσεων, το οποίο απηύθυνε στις 24 Μαρτίου 1999 στην ένωση των αμπελοκαλλιεργητών-οινοπαραγωγών και με το οποίο υπογραμμίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με την εκ μέρους σας ερμηνεία, η γεωργία “υφίσταται τα δεινά κακών συμφωνιών” που συνήφθησαν με την [Ευρωπαϊκή Ένωση] προς όφελος των λοιπών τομέων της οικονομίας μας. Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο δεν συμμερίζεται την ανάλυση αυτή, δεδομένου ότι η λεπτομερής εξέταση των συμφωνιών που μονογραφήθηκαν στις 26 Φεβρουαρίου 1999 αποδεικνύει ότι η συναφθείσα στον γεωργικό τομέα συμφωνία είναι, αφ’ εαυτής, ισορροπημένη και θα προσφέρει ενδιαφέρουσες ευκαιρίες εξαγωγών για την ελβετική γεωργία στην αγορά των άνω των 370 εκατομμυρίων καταναλωτών που αντιπροσωπεύει η [Ευρωπαϊκή Ένωση].»

211    Το ζήτημα αν η θέση της Κοινότητας στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων των επίδικων διατάξεων της συμφωνίας πηγάζει από τη βούληση της Γαλλικής Δημοκρατίας να προστατεύει τη γαλλική ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως «champagne» είναι παντελώς αλυσιτελές συναφώς. Συγκεκριμένα, είναι νομικώς αδιάφορο το να καταστεί γνωστή η θέση που ενδεχομένως διατύπωσε η Γαλλική Δημοκρατία κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας, εφόσον μόνον η Κοινότητα και η Ελβετική Συνομοσπονδία είναι συμβαλλόμενα στην εν λόγω συμφωνία μέρη.

212    Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, εφόσον η ζημία που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι προσφεύγοντες στο έδαφος της Ελβετίας είναι, εν τέλει, καταλογιστέα στις αρχές του κράτους αυτού, εναπόκειται στα αρμόδια ελβετικά δικαστήρια να αποφανθούν επί του ενδεχόμενου δικαιώματος αποκαταστάσεως της ζημίας που τους προξένησαν οι εν λόγω αρχές.

213    Έτσι, χωρίς καν να είναι αναγκαίo να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C‑23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, Συλλογή 2002, σ. I‑1873, σκέψη 52, και της 23ης Μαρτίου 2004, C‑233/02, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2759, σκέψη 26), τα υπό κρίση αιτήματα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως νόμω αβάσιμα, καθόσον αφορούν τη ζημία που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι προσφεύγοντες στο κοινοτικό έδαφος, και λόγω αναρμοδιότητας του Πρωτοδικείου, καθόσον αφορούν τη ζημία που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι προσφεύγοντες στο έδαφος της Ελβετίας.

214    Επομένως, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό το πέμπτο αίτημα των προσφευγόντων.

3.     Επί των νέων ισχυρισμών που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης

215    Με έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2007, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να τους παράσχει το δικαίωμα να προβάλουν νέους ισχυρισμούς βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

216    Οι προσφεύγοντες επικαλούνται την έκδοση της αποφάσεως 2006/232/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για το εμπόριο οίνου (ΕΕ 2006, L 87, σ. 1), από την οποία προκύπτει ότι οι ονομασίες που χαρακτηρίζονται στο κράτος αυτό ως ανήκουσες κατά το ήμισυ σε μια γενική κατηγορία δύνανται να εξακολουθήσουν να εμφαίνονται στη σήμανση των προϊόντων που περιγράφουν υπό την προϋπόθεση ότι αποτελούν μέρος ενός συνόλου που αποτέλεσε αντικείμενο εγκρίσεως. Έτσι, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ορισμένοι αμπελοκαλλιεργητές των Ηνωμένων Πολιτειών θα έχουν τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να χρησιμοποιούν στο έδαφός τους την ονομασία «champagne». Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τον δυσανάλογο και εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

217    Επ’ αυτού, αρκεί η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα των προσφευγόντων-εναγόντων αφορούν αποκλειστικώς την ουσία της προσφυγής-αγωγής, οπότε δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση ούτε το ανωτέρω διαπιστωθέν απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως ούτε την ανωτέρω διαπιστωθείσα μερική αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου να αποφανθεί επί της αγωγής αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφεύγοντες στο έδαφος της Ελβετίας. Εξάλλου, στον βαθμό που τα επιχειρήματα αυτά αποσκοπούν στο να αποδειχθεί το ενδεχόμενο πταίσμα στο οποίο υπέπεσε η Κοινότητα και στο οποίο οφείλεται η ζημία που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφεύγοντες στο κοινοτικό έδαφος, τα εν λόγω επιχειρήματα δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση ούτε την ανωτέρω διαπιστωθείσα έλλειψη αιτιώδους συνάφειας, στο κοινοτικό έδαφος, μεταξύ της ζημίας αυτής και του προβαλλομένου πταίσματος.

218    Επομένως, χωρίς καν να είναι ανάγκη να προσδιορισθεί αν πληρούνται εν προκειμένω οι προβλεπόμενες από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προϋποθέσεις του παραδεκτού, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων, τα οποία στηρίζονται στην απόφαση 2006/232, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

219    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν, εκτός από τα δικά τους έξοδα, και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, σύμφωνα με τα αιτήματα των εν λόγω θεσμικών οργάνων.

220    Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει τα ακυρωτικά αιτήματα ως απαράδεκτα.

2)      Απορρίπτει τα αιτήματα αποζημιώσεως.

3)      Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και τα έξοδα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

4)      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Λουξεμβούργο, 3 Ιουλίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Jacqueline Gonin Péroset-Grandson, κάτοικος Champagne (Ελβετία),

De Rahm et Cie SA, με έδρα τη Λωζάννη (Ελβετία),

Françoise Grin, κάτοικος Champagne,

Janine Payot, κάτοικος Champagne,

Rose-Marie Richard, κάτοικος Morges (Ελβετία),

Yolande Richardet, κάτοικος Tuileries-de-Grandson (Ελβετία),

Antoinette Schopfer, κάτοικος Yverdon-les-Bains (Ελβετία),

Huguette Verraires-Banderet, κάτοικος Renens (Ελβετία),

Dominique Dagon, κάτοικος Onnens (Ελβετία),

Susy Dagon, κάτοικος Champagne,

Élisabeth Giroud, κάτοικος Champagne,

Huguette Giroud, κάτοικος Champagne,

Serge Gonin Péroset-Grandson, κάτοικος Champagne,

Gilbert Guilloud, κάτοικος Champagne,

Claude Loup, κάτοικος Champagne,

Charles Madörin, κάτοικος Champagne,

Claude Madörin, κάτοικος Jongny (Ελβετία),

Rudolf Moser-Perrin, κάτοικος Payerne (Ελβετία),

Marc Perdrix, κάτοικος Champagne,

René Perdrix, κάτοικος Giez (Ελβετία),

Éric Schopfer, κάτοικος Champagne,

Denis Tharin, κάτοικος Champagne,

José Tharin, κάτοικος Champagne,

Maxime Tharin, κάτοικος Champagne,

Albert Banderet, κάτοικος Champagne,

Gilbert Banderet, κάτοικος Champagne,

Jean-Pierre Banderet, κάτοικος Yverdon-les-Bains,

Emmanuel Borgeaud, κάτοικος Champagne,

Paul André Cornu, κάτοικος Champagne,

Ronald Dagon, κάτοικος Champagne,

Jean-Michel Duvoisin, κάτοικος Bonvillars (Ελβετία),

Daniel Forestier, κάτοικος Bonvillars,

Michel Forestier, κάτοικος Champagne,

Edgar Giroud, κάτοικος Torgon (Ελβετία),

Edmond Giroud, κάτοικος Champagne,

Georges Giroud, κάτοικος Champagne,

Cofigo SA, με έδρα τη Morges,

Jean Vogel, κάτοικος Grandvaux (Ελβετία),

Commune d’Yverdon (Ελβετία).


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.