Language of document : ECLI:EU:T:2007:194

Υπόθεση T-212/02

Commune de Champagne κ.λπ.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως — Συμφωνία ΕΚ/Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων — Απόφαση περί εγκρίσεως της συμφωνίας — Νομικό περιεχόμενο — Αμπελοοινικά προϊόντα — Προστατευόμενες ονομασίες — Εξαίρεση λόγω ομωνυμίας — Κανονισμός (EΟK) 2392/89 και κανονισμός (ΕΚ) 753/2002 — Οίνος ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής (v.q.p.r.d.) και ονομάζεται “champagne” — Οίνοι προερχόμενοι από τον Δήμο Champagne του καντονιού Vaud — Παραδεκτό — Βλαπτική πράξη — Ενεργητική νομιμοποίηση — Πρόσωπο θιγόμενο ατομικώς — Αγωγή αποζημιώσεως — Αιτιώδης συνάφεια — Ζημία καταλογιστέα στην Κοινότητα — Αναρμοδιότητα»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον

(Άρθρο 230 ΕΚ· συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων, παράρτημα 7, άρθρο 5 § 8· απόφαση 2002/309 του Συμβουλίου και της Επιτροπής, άρθρο 1)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα

(Άρθρα 230 ΕΚ και 299 ΕΚ· συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων, άρθρα 14 και 17 § 1, παράρτημα 7, άρθρο 5 §§ 1 έως 6, και προσάρτημα 2· απόφαση 2002/309 του Συμβουλίου και της Επιτροπής)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα

(Άρθρο 230 ΕΚ· συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων, παράρτημα 7, άρθρο 5 §§ 1 έως 6, και προσάρτημα 2· κανονισμός 2392/89 του Συμβουλίου, άρθρο 29 §§ 2 και 3· κανονισμός 753/2002 της Επιτροπής, άρθρο 36 § 3, και παράρτημα VI· απόφαση 2002/309 του Συμβουλίου και της Επιτροπής)

4.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Παράνομη συμπεριφορά — Ζημία — Αιτιώδης συνάφεια

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ· συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων, παράρτημα 7, άρθρο 5 §§ 1 έως 6, και προσάρτημα 2· απόφαση 2002/309 του Συμβουλίου και της Επιτροπής)

1.      Η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως αυτής είναι ικανή αφ’ εαυτής να επαχθεί έννομες συνέπειες ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτη η προσφυγή ακυρώσεως την οποία άσκησαν παραγωγοί οίνων καταγωγής καντονιού Vaud Ελβετίας τα οποία διατίθενται στο εμπόριο με την ονομασία «champagne», καθώς και ο Δήμος Champagne του καντονιού Vaud, μια ένωση αμπελοκαλλιεργητών και μια ένωση για την προστασία της ονομασίας αυτής, κατά της αποφάσεως 2002/309, καθόσον με αυτήν εγκρίνεται, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το άρθρο 5, παράγραφος 8, του παραρτήματος 7 της Συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων, που έχει ως μόνο αποτέλεσμα το να επιτρέπει, για διετή μεταβατική περίοδο, τη διάθεση στο εμπόριο, εκτός του κοινοτικού εδάφους, ορισμένων οίνων καταγωγής καντονιού Vaud με την ονομασία «champagne».

Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή αποτελεί διευθέτηση προς όφελος ορισμένων οίνων καταγωγής καντονιού Vaud της αποκλειστικής προστασίας της οποίας τυγχάνει, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφοι 1 έως 3, του παραρτήματος 7 της Συμφωνίας, η ονομασία «champagne» που περιέχεται στον κατάλογο των αμπελοοινικών προϊόντων καταγωγής Κοινότητας, ο οποίος εμφαίνεται στο προσάρτημα 2 του ιδίου παραρτήματος. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως 2002/309, καθόσον αυτή εγκρίνει την τελευταία αυτή διάταξη, όχι μόνον δεν θα απέφερε κανένα όφελος στους προσφεύγοντες, αλλά θα ήταν μάλιστα εις βάρος τους καθόσον θα καταργούσε τη μεταβατική περίοδο που η εν λόγω απόφαση θεσπίζει προς όφελός τους.

(βλ. σκέψεις 39, 52-53)

2.      Η απόφαση 2002/309 με την οποία εγκρίθηκε, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μεταξύ άλλων, η Συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων δεν επάγεται κανένα δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα ικανό να μεταβάλει τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων στο έδαφος της Ελβετίας και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής βάσει του άρθρου 230 ΕΚ.

Συγκεκριμένα, πράξη των θεσμικών οργάνων η οποία θεσπίσθηκε κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης δεν μπορεί, ως μονομερής πράξη της Κοινότητας, να δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις εκτός του εδάφους που ορίζεται από το άρθρο 299 ΕΚ, οπότε η απόφαση αυτή μπορεί να έχει ως πεδίο εφαρμογής μόνον το εν λόγω έδαφος και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος στο έδαφος της Ελβετίας. Μόνον η εν λόγω συμφωνία, η οποία δεν είναι δεκτική προσφυγής, τείνει να παραγάγει έννομα αποτελέσματα στο έδαφος της Ελβετίας, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που προσιδιάζουν στην έννομη τάξη του κράτους αυτού και αφού επικυρωθεί σύμφωνα με τις εφαρμοστέες στο εν λόγω κράτος διαδικασίες. Έτσι, η εν λόγω απόφαση, την οποία εξέδωσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, εξ ονόματος και για λογαριασμό της Κοινότητας, δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των προσφευγόντων στο έδαφος της Ελβετίας, δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή διέπεται μόνον από τις διατάξεις που θεσπίζει το κράτος αυτό κατά την άσκηση της κυριαρχικής αρμοδιότητάς του. Συγκεκριμένα, τα ζημιογόνα αποτελέσματα που παράγει, όπως υποστηρίζεται, η συμφωνία στο έδαφος της Ελβετίας έναντι των προσφευγόντων πηγάζουν μόνον από το γεγονός ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία, αποφασίζοντας κυριαρχικώς να επικυρώσει την εν λόγω συμφωνία, συναίνεσε να δεσμεύεται από αυτή και ανέλαβε την υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 14 της εν λόγω συμφωνίας, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται εκείνες που απορρέουν από το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 6, και από το προσάρτημα 2 του παραρτήματος 7 της συμφωνίας, που θεσπίζουν καθεστώς αποκλειστικής προστασίας της κοινοτικής ονομασίας «champagne».

(βλ. σκέψεις 90-91, 95)

3.      Ο προσφεύγων δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντά του, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική του κατάσταση. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της αποφάσεως 2002/309, καθόσον με αυτήν εγκρίνονται, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 6, και το προσάρτημα 2 του παραρτήματος 7 της Συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων, έναντι των προσφευγόντων, δηλαδή των παραγωγών οίνων καταγωγής καντονιού Vaud Ελβετίας τα οποία διατίθενται στο εμπόριο με την ονομασία «champagne», του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud, μιας ενώσεως αμπελοκαλλιεργητών, καθώς και μιας ενώσεως για την προστασία της ονομασίας αυτής, οπότε οι προσφεύγοντες δεν έχουν έννομο συμφέρον να στραφούν κατά της εν λόγω αποφάσεως.

Συναφώς, καίτοι οι εν λόγω διατάξεις της συμφωνίας εγγυώνται την αποκλειστικότητα, στο κοινοτικό έδαφος, του δικαιώματος χρήσεως της ονομασίας «champagne» προς όφελος ορισμένων οίνων που παράγονται στη γαλλική περιοχή της Καμπανίας (Champagne) υπό την ονομασία αυτή, η νομική αυτή κατάσταση ίσχυε, έναντι των προσφευγόντων, κατά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, καθώς και κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 2392/89, σχετικά με τη θέσπιση των γενικών κανόνων για την περιγραφή και την παρουσίαση των οίνων και των γλευκών σταφυλιών, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής, η ονομασία «champagne» δεν μπορούσε, κατ’ αρχήν, να χρησιμοποιείται για την περιγραφή κανενός εισαγόμενου οίνου. Εξάλλου, η εξαίρεση λόγω ομωνυμίας που προβλέπεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, από την παράγραφο 3 της εν λόγω διατάξεως, εφόσον υπάρχει ταυτότητα μεταξύ της γεωγραφικής ονομασίας ενός προϊόντος εντός της Κοινότητας και της ονομασίας γεωγραφικής ενότητας που βρίσκεται σε τρίτη χώρα, δεν εφαρμόζεται αυτοδικαίως, αλλά κατόπιν ρητής αποφάσεως περί παρεκκλίσεως. Πάντως, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής, ο παραγόμενος στο έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud οίνος δεν ετύγχανε του ευεργετήματος καμίας αποφάσεως περί παρεκκλίσεως από την απαγόρευση που προβλέπει το προαναφερθέν άρθρο 29, παράγραφος 2, οπότε οι προσφεύγοντες κωλύονταν νομικώς να διαθέσουν τα προϊόντα τους στο εμπόριο υπό την ονομασία «champagne».

Ούτε οι διατάξεις του κανονισμού 753/2002, για τη θέσπιση ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 1493/1999 όσον αφορά την περιγραφή, την ονομασία, την παρουσίαση και την προστασία ορισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, παρέχουν τη δυνατότητα, εν πάση περιπτώσει, στους προσφεύγοντες να διαθέτουν στο εμπόριο εντός της Κοινότητας, υπό την ονομασία «champagne», τους οίνους που παράγουν στο έδαφος του Δήμου Champagne του καντονιού Vaud. Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη από το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 753/2002 εξαίρεση λόγω ομωνυμίας δεν προορίζεται να εφαρμόζεται αυτοδικαίως, αλλά εξαρτάται από την αναγραφή στο παράρτημα VI του ως άνω κανονισμού τόσο των γεωγραφικών ονομασιών των τρίτων χωρών, οι οποίες είναι ομώνυμες των γεωγραφικών ονομασιών που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή ενός οίνου ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής και μπορούν να φέρουν την εν λόγω ονομασία, όσο και των πρακτικών προϋποθέσεων που παρέχουν την εγγύηση ότι γίνεται διάκριση μεταξύ των γεωγραφικών αυτών ενδείξεων. Πάντως, το εν λόγω παράρτημα VI είναι κενό έως σήμερα και, ως εκ τούτου, δεν μνημονεύει την ονομασία «champagne» μεταξύ των γεωγραφικών ενδείξεων των τρίτων χωρών που απολαύουν του πλεονεκτήματος της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας.

Τέλος, η πιθανότητα να επωφεληθούν οι οίνοι αυτοί, στο μέλλον, της εξαιρέσεως λόγω ομωνυμίας που προβλέπεται από το εν λόγω άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 753/2002 στην περίπτωση που ακυρωθεί η απόφαση 2002/309, φαίνεται αδιανόητη, λαμβανομένης υπόψη της ανεπάρκειας των προϋποθέσεων που θέτει το ελβετικό δίκαιο για τη λήψη της δημοτικής ονομασίας «champagne». Εξάλλου, μια ενδεχόμενη μεταβολή της νομικής καταστάσεως των προσφευγόντων που θα προέκυπτε, παραδείγματος χάρη, από την τροποποίηση των όρων χορηγήσεως της ονομασίας «champagne» του καντονιού Vaud δεν θα ήταν ικανή να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι το συμφέρον αυτό δεν μπορεί να αξιολογείται σε συνάρτηση με ένα μελλοντικό και υποθετικό γεγονός.

(βλ. σκέψεις 128, 133-135, 138-139, 143-145, 149-151)

4.      Η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι της ελλείψεως νομιμότητας της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση. Όσον αφορά την τελευταία προϋπόθεση, η ζημία της οποίας έγινε επίκληση πρέπει να αποτελεί άμεση απόρροια της προβαλλομένης συμπεριφοράς.

Επί κοινοτικού εδάφους, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 6, και το προσάρτημα 2 του παραρτήματος 7 της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με την εμπορία γεωργικών προϊόντων, που θεσπίζουν καθεστώς αποκλειστικής προστασίας της κοινοτικής ονομασίας «champagne», δεν είχαν επίπτωση στην κατάσταση των προσφευγόντων, οι οποίοι κωλύονταν, κατά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, να διαθέσουν στο εμπόριο την παραγωγή τους υπό την ονομασία «champagne» δυνάμει του κανονισμού 2392/89, σχετικά με τη θέσπιση των γενικών κανόνων για την περιγραφή και την παρουσίαση των οίνων και των γλευκών σταφυλιών. Η αδυναμία αυτή προκύπτει, επίσης, από τον κανονισμό 753/2002, για τη θέσπιση ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 1493/1999 όσον αφορά την περιγραφή, την ονομασία, την παρουσίαση και την προστασία ορισμένων αμπελοοινικών προϊόντων, ο οποίος ισχύει από την 1η Αυγούστου 2003. Συνεπώς, επί κοινοτικού εδάφους, η απόφαση 2002/309, με την οποία εγκρίθηκε, εξ ονόματος της Κοινότητας, η εν λόγω συμφωνία, δεν μπορεί να αποτελεί την αιτία της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφεύγοντες, δεδομένου ότι η εν λόγω ζημία, όπως προσδιορίσθηκε από τους προσφεύγοντες, προέκυπτε από την εφαρμοστέα κοινοτική ρύθμιση.

Επί ελβετικού εδάφους, τα ζημιογόνα αποτελέσματα που παράγει, όπως υποστηρίζεται, η ίδια συμφωνία έναντι των προσφευγόντων πηγάζουν μόνον από το γεγονός ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία, αποφασίζοντας κυριαρχικώς να υπογράψει και να επικυρώσει την εν λόγω συμφωνία, συναίνεσε να δεσμεύεται από αυτή και ανέλαβε την υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 14 της εν λόγω συμφωνίας, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται εκείνες που απορρέουν από το προαναφερθέν άρθρο 5, παράγραφοι 1 έως 6, και από το προαναφερθέν προσάρτημα 2 του παραρτήματος 7. Συνεπώς, η ενδεχόμενη ζημία που υπέστησαν οι προσφεύγοντες, επί ελβετικού εδάφους, λόγω των μέτρων που έλαβαν οι ελβετικές αρχές σε εκτέλεση της συμφωνίας δεν μπορεί να θεωρηθεί καταλογιστέα στην Κοινότητα, οπότε ο κοινοτικός δικαστής είναι αναρμόδιος να εκδικάσει αγωγή αποσκοπούσα στην αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας.

(βλ. σκέψεις 200-201, 204-207)