Language of document : ECLI:EU:T:2017:4

Υπόθεση T-189/14

Deza, a.s.

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα τα οποία κατέχει ο ECHA περιέχοντα πληροφορίες υποβληθείσες στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με αίτηση αδειοδοτήσεως για τη χρήση της ουσίας φθαλικός δις(2‑αιθυλεξυλ) εστέρας (DEHP) – Απόφαση περί γνωστοποιήσεως πληροφοριών τις οποίες ο προσφεύγων θεωρεί εμπιστευτικές – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων – Έννοια της ιδιωτικής ζωής – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 13ης Ιανουαρίου 2017

1.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Άρνηση προσβάσεως – Δυνατότητα αιτιολογήσεως βάσει γενικών τεκμηρίων εφαρμοζόμενων σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων – Αντικείμενο – Ύπαρξη γενικού τεκμηρίου εφαρμοζόμενου σε έγγραφα υποβληθέντα στο πλαίσιο διαδικασίας αδειοδοτήσεως χημικής ουσίας – Δεν υφίσταται – Προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας – Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 17· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4, και 1907/2006, άρθρο 118)

2.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων – Πεδίο εφαρμογής – Σύνθεση επιστημονικών μελετών υποβληθεισών στο πλαίσιο διαδικασίας αδειοδοτήσεως χημικής ουσίας – Εμπίπτει – Προϋπόθεση

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, αιτιολογικές σκέψεις 4 και 11 και άρθρα 1 και 4, και 1907/2006, άρθρο 118)

3.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων – Άρνηση προσβάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

4.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, 1η περίπτωση)

5.      Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Προϋποθέσεις – Περαιτέρω ανάπτυξη υφιστάμενου λόγου – Παραδεκτό

(Κανονισμός Διαδικασίας, άρθρο 48 § 2, εδ. 1)

6.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά – Κανονισμός REACH – Ανάρτηση στο διαδίκτυο ορισμένων πληροφοριών σχετικών με καταχωρισμένες ουσίες – Στοιχεία που αντιστοιχούν στις τιμές DNEL και PNEC μιας ουσίας – Εύρος της υποχρεώσεως δημοσιεύσεως

(Κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 119 § 1, στοιχείο στʹ)

7.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά – Κανονισμός REACH – Ανάρτηση στο διαδίκτυο ορισμένων πληροφοριών σχετικών με καταχωρισμένες ουσίες – Πληροφορίες υποβληθείσες στο πλαίσιο διαδικασίας αδειοδοτήσεως – Παραβίαση της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPs) – Δεν υφίσταται

(Συμφωνία TRIPs, άρθρο 39 §§ 2 και 3· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001 και 1907/2006, άρθρο 119)

8.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων – Υπερισχύον δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων – Επίκληση της αρχής της διαφάνειας – Ανάγκη προβολής ιδιαίτερων εκτιμήσεων απτομένων της συγκεκριμένης περιπτώσεως

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

9.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά – Κανονισμός REACH – Ανάρτηση στο διαδίκτυο ορισμένων πληροφοριών σχετικών με καταχωρισμένες ουσίες – Στοιχεία που αντιστοιχούν στις τιμές DNEL και PNEC μιας ουσίας – Αιτιολογία στηριζόμενη στην αρχή της διαφάνειας

(Κανονισμός 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 117 και άρθρο 119 § 1, στοιχείο στʹ)

10.    Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

11.    Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Πεδίο εφαρμογής – Δικαιώματα εκ των οποίων απορρέει μια δεδομένη νομική κατάσταση – Έννοια

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 17 § 1)

12.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένη, πραγματική και σοβαρή προσβολή της εν λόγω διαδικασίας

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 3)

1.      Όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα τα οποία έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, έχει αναγνωριστεί ότι τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί δύνανται να στηρίζονται σε γενικά τεκμήρια τα οποία ισχύουν για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, αν οι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα θεωρήσεις δύνανται να ισχύουν για αιτήσεις περί γνωστοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της ιδίας φύσεως.

Η εφαρμογή των γενικών τεκμηρίων υπαγορεύεται, κατ’ ουσίαν, από την επιτακτική ανάγκη εξασφαλίσεως της ομαλής διεξαγωγής των οικείων διαδικασιών και της επιτεύξεως των σκοπών που αυτές υπηρετούν. Ως εκ τούτου, η αναγνώριση γενικού τεκμηρίου μπορεί να στηρίζεται στο ότι η πρόσβαση στα έγγραφα ορισμένων διαδικασιών είναι ασύμβατη προς την ομαλή διεξαγωγή τους και στο ενδεχόμενο υπάρξεως κινδύνου διακυβεύσεως των εν λόγω διαδικασιών, δεδομένου ότι τα γενικά τεκμήρια παρέχουν τη δυνατότητα να διασφαλιστεί η ακέραιη διεξαγωγή της διαδικασίας, μέσω του περιορισμού της αναμείξεως τρίτων. Η εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων που προβλέπονται από νομική πράξη σχετική με διαδικασία διεξαγόμενη ενώπιον θεσμικού οργάνου της Ένωσης, διαδικασία για τις ανάγκες διεξαγωγής της οποίας έχουν προσκομιστεί τα ζητούμενα έγγραφα, είναι ένα από τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να δικαιολογηθεί η αναγνώριση ενός γενικού τεκμηρίου.

Όσον αφορά τον κανονισμό 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), αντιθέτως προς τις καταστάσεις για τις οποίες έχει γίνει δεκτό ότι ισχύουν τα γενικά τεκμήρια της αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφα, ο κανονισμός αυτός ρυθμίζει ρητώς τη σχέση μεταξύ του κανονισμού αυτού και του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, το άρθρο 118 του κανονισμού 1907/2006 προβλέπει ότι ο κανονισμός 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγγραφα που έχει στην κατοχή του ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA). Δεν ρυθμίζει περιοριστικώς τη χρήση των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως για τη χρήση χημικής ουσίας. Ο εν λόγω κανονισμός δεν προβλέπει ειδικότερα τον περιορισμό της προσβάσεως στον φάκελο μόνον στους ενδιαφερόμενους παράγοντες ή στους καταγγέλλοντες. Επομένως, δεν προκύπτει γενικό τεκμήριο από τις διατάξεις του κανονισμού 1907/2006. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στον κανονισμό αυτό διαδικασίας αδειοδοτήσεως, τα έγγραφα που αποστέλλονται στον ECHA θεωρούνται, στο σύνολό τους, προδήλως εμπίπτοντα στην εξαίρεση περί προστασίας των εμπορικών συμφερόντων των αιτούντων την αδειοδότηση.

Συναφώς, το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι προβλέπουν αυτόματη εξαίρεση από την αρχή της γνωστοποιήσεως για τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στο πλαίσιο της εμπορικής δραστηριότητας μιας ιδιωτικής οντότητας. Πράγματι, στην περίπτωση αιτήσεως προσβάσεως υποβαλλόμενης από τρίτον σε αυτού του είδους τα έγγραφα, επιβάλλεται συγκεκριμένος και πραγματικός έλεγχος κάθε περιπτώσεως, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο δικαστής της Ένωσης δέχθηκε την ύπαρξη γενικού τεκμηρίου για την άρνηση προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα.

(βλ. σκέψεις 34, 37, 39, 40, 163)

2.      Η διαδικασία αιτήσεως αδειοδοτήσεως για τη χρήση χημικής ουσίας διέπεται από τον κανονισμό 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), ο οποίος καθιερώνει διαδικασία της Ένωσης για την αδειοδότηση της χρήσεως χημικών ουσιών. Το άρθρο 118 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι ο κανονισμός 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εφαρμόζεται στα έγγραφα που έχει στην κατοχή του ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA). Ως εκ τούτου, η αρχή της όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1 του κανονισμού 1049/2001, πρέπει καταρχήν να τηρείται όσον αφορά τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του ο ECHA. Η αρχή της όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα υπόκειται πάντως σε ορισμένους περιορισμούς στηριζόμενους σε λόγους δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 1049/2001, και δη η αιτιολογική σκέψη 11 και το άρθρο 4, προβλέπει καθεστώς εξαιρέσεων το οποίο επιβάλλει στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς την υποχρέωση να μη γνωστοποιούν έγγραφα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η γνωστοποίηση αυτή θίγει ένα εκ των συμφερόντων αυτών.

Όσον αφορά αίτηση προσβάσεως σε πληροφορίες σχετικές με επιστημονικές μελέτες και με το περιεχόμενό τους υποβληθείσες στο πλαίσιο αιτήσεως αδειοδοτήσεως, δεν προκύπτει ότι η γνωστοποίηση απλώς της συνθέσεως αυτών των περιγραφικών στοιχείων, τα οποία είναι προσιτά στο κοινό, αρκεί για να πλήξει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων του αιτούντος αδειοδότηση. Επιπλέον, ο αιτών πρέπει να αποδείξει με ποιον τρόπο, εν προκειμένω, η εν λόγω σύνθεση επιστημονικών στοιχείων συνιστά ευαίσθητο εμπορικό δεδομένο και ότι, λόγω της γνωστοποιήσεώς της, θα μπορούσε να πλήξει τα εμπορικά του συμφέροντα. Ακόμη και αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εργασία της συστηματοποιήσεως των πληροφοριών την οποία διεξήγαγε ο εν λόγω αιτών θα μπορούσε να έχει ορισμένη εμπορική αξία, μόνον αν τυχόν εκτιμήσεις του αιτούντος κατά τη διάρκεια αυτής της συνθετικής εργασίας εμφάνιζαν μια προστιθέμενη αξία –ήτοι, αν συνίσταντο, για παράδειγμα, σε νέα επιστημονικά πορίσματα ή σε εκτιμήσεις σχετικές με μια εφευρετική στρατηγική δυνάμενη να προσφέρει στην επιχείρηση εμπορικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της– θα μπορούσαν να εμπίπτουν στα εμπορικά συμφέροντα των οποίων την προστασία διασφαλίζει το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

(βλ. σκέψεις 50, 51, 60, 67)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 52-54)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 55, 56)

5.      Σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτό πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Εξάλλου, η απαγόρευση την οποία προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας αφορά μόνον τους νέους ισχυρισμούς και δεν εμποδίζει τους προσφεύγοντες να προβάλλουν νέα επιχειρήματα προς στήριξη των λόγων που περιέχονται ήδη στο δικόγραφο της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 91)

6.      Τόσο από το άρθρο 119, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), όσο και από το παράρτημα I αυτού προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των στοιχείων που αντιστοιχούν στις τιμές DNEL (παράγωγο επίπεδο χωρίς επιπτώσεις) και PNEC (προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις) για την προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος, η αξιολόγηση της χημικής ασφάλειας μιας ουσίας και τα απορρέοντα εξ αυτής στοιχεία πρέπει να αφορούν όλες τις προσδιοριζόμενες χρήσεις και να καλύπτουν όλα τα στάδια του κύκλου ζωής της εν λόγω ουσίας και ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να δημοσιεύονται. Η υποχρέωση δημοσιεύσεως κατά την προαναφερθείσα διάταξη ισχύει όντως και ως προς τις τιμές DNEL και PNEC που περιέχονται στην έκθεση χημικής ασφάλειας η οποία επισυνάπτεται στην αίτηση αδειοδοτήσεως.

Ως προς το εύρος της υποχρεώσεως δημοσιεύσεως των πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 119, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1907/2006, η υποχρέωση αυτή εκτείνεται στις ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο εξαγωγής ή προβλέψεως των τιμών DNEL και PNEC και με τη συσχέτισή τους με άλλες τιμές. Συγκεκριμένα, αυτές οι ελάχιστες πληροφορίες είναι απαραίτητες για να γίνουν κατανοητές οι τιμές DNEL και PNEC και για να προσδιοριστεί σε τι αναφέρονται. Επομένως, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι, αν δημοσιεύονταν μόνον οι τιμές χωρίς καμία εξήγηση ως προς τη σημασία τους, η προαναφερθείσα διάταξη θα έχανε κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

(βλ. σκέψεις 105, 108)

7.      Όταν υφίσταται κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης σε τομέα σχετικό με τη συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPs), το δίκαιο της Ένωσης έχει εφαρμογή, γεγονός που συνεπάγεται την υποχρέωση, στο μέτρο του δυνατού, ερμηνείας συνάδουσας προς τη συμφωνία αυτή, χωρίς, πάντως να υφίσταται η δυνατότητα αναγνωρίσεως στην οικεία διάταξη της συμφωνίας άμεσο αποτέλεσμα.

Συναφώς, οι κανονισμοί 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), πρέπει να ερμηνεύονται ώστε να διασφαλίζεται η συμφωνία τους με το περιεχόμενο του άρθρου 39, παράγραφοι 2 και 3, της Συμφωνίας TRIPs. Η τελευταία αυτή διάταξη δεν μπορεί πάντως να συνεπάγεται ότι η παρεχόμενη στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας προστασία υπερέχει κατά τρόπο απόλυτο του τεκμηρίου υπέρ της γνωστοποιήσεως των πληροφοριών που υποβάλλονται στο πλαίσιο αιτήσεως αδειοδοτήσεως για τη χρήση χημικής ουσίας. Υπό την έννοια αυτή, η προσέγγιση κατά την οποία οι πληροφορίες οι οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο διαδικασίας αδειοδοτήσεως χημικής ουσίας αποτελούν εμπορικό απόρρητο (εμπιστευτικές πληροφορίες) κατά την έννοια του άρθρου 39, παράγραφος 2, της συμφωνίας TRIPs θα είχε ως συνέπεια τη μη εφαρμογή του άρθρου 119 του κανονισμού 1907/2006. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς καταλήγει, στην πραγματικότητα, σε αμφισβήτηση της νομιμότητας της εν λόγω διατάξεως από απόψεως του άρθρου 39, παράγραφοι 2 και 3, της Συμφωνίας TRIPs.

(βλ. σκέψεις 116, 149, 151)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 123, 124)

9.      Όσον αφορά αίτηση προσβάσεως αφορώσα τη γνωστοποίηση των τιμών DNEL (παράγωγο επίπεδο χωρίς επιπτώσεις) και PNEC (προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις) στην έκθεση χημικής ασφάλειας και στην ανάλυση των εναλλακτικών επιλογών οι οποίες υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας αδειοδοτήσεως για τη χρήση χημικής ουσίας, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι τιμές αυτές εμπίπτουν στα εμπορικά συμφέροντα του αιτούντος αδειοδότηση, το άρθρο 119, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH), προβλέπει ότι το κοινό έχει αυτοδικαίως πρόσβαση σ’ αυτές. Η εν λόγω υποχρέωση παροχής προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές δικαιολογείται, στην αιτιολογική σκέψη 117 του ίδιου κανονισμού, από την ανάγκη να παρέχονται στους πολίτες της Ένωσης πληροφορίες για τις ουσίες στις οποίες μπορεί να εκτεθούν ώστε να μπορούν να λαμβάνουν, έχοντας επίγνωση όλων των στοιχείων, αποφάσεις σχετικές με τη χρήση των ουσιών αυτών στην οποία επιθυμούν να προβούν.

Από το άρθρο 119, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 και από την αιτιολογική σκέψη 117 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η γνωστοποίηση των αναφερόμενων στο κείμενο αυτό πληροφοριών αποτελούσε ζήτημα μείζονος συμφέροντος. Ο εν λόγω νομοθέτης προέβη ο ίδιος σε στάθμιση των συμφερόντων και διαπίστωσε ότι το συμφέρον της γνωστοποιήσεως των σχετικών με τις τιμές DNEL και PNEC πληροφοριών υπερίσχυε του συμφέροντος του αιτούντος αδειοδότηση για τη μη γνωστοποίησή τους, καθώς οι πληροφορίες αυτές συγκαταλέγονταν στις πλέον σημαντικές, ήτοι αυτές που άπτονται της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Από τις εκτιμήσεις αυτές απορρέει ότι η αρχή της διαφάνειας είναι ιδιαιτέρως επιτακτική ώστε δύναται να κατισχύσει των ενδεχόμενων λόγων που δικαιολογούν την άρνηση γνωστοποιήσεως των εν λόγω πληροφοριών. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις τιμές εκθέσεως NOAEL –ήτοι εκείνων που υποδεικνύουν τη μέγιστη συγκέντρωση στην οποία δεν παρατηρούνται ανεπιθύμητα αποτελέσματα– που περιέχονται στις προσεγγίσεις, τις μεθόδους και τις εκτιμήσεις.

(βλ. σκέψεις 127-129)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 133)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 161)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 172, 173)