Language of document : ECLI:EU:T:2013:326

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 18ης Ιουνίου 2013

Υπόθεση T‑645/11 P

Michael Heath

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΚΤ — Συντάξεις — Ετήσια αύξηση — Ποσοστό αυξήσεως για το 2010 — Αναδρομικότητα — Δικαίωμα συλλογικής διαπραγματεύσεως»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑121/10, Heath κατά ΕΚΤ.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Michael Heath φέρει τα έξοδά του, καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Πράξεις των οργάνων — Διαχρονική εφαρμογή — Αρχή της μη αναδρομικότητας — Εξαιρέσεις — Προϋποθέσεις

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Ανάγκη συγκεκριμένης επικρίσεως κάποιου σημείου της συλλογιστικής του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γʹ)

3.      Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία — Παραδεκτό — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως — Έκταση του ελέγχου που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί των αποφάσεων του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 36 και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 79)

4.      Υπάλληλοι — Αρχές — Ασφάλεια δικαίου — Περιεχόμενο — Υποχρέωση υιοθετήσεως κριτηρίων για την οριοθέτηση της εξουσίας εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Δεν υφίσταται

5.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

6.      Αναίρεση — Λόγοι — Απλή επανάληψη των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο — Αμφισβήτηση της ερμηνείας ή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στην οποία προέβη το εν λόγω Δικαστήριο — Παραδεκτό

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1)

7.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Εκπροσώπηση — Επιτροπή προσωπικού — Υποχρεωτική διαβούλευση — Περιεχόμενο — Ετήσια αύξηση των συντάξεων — Δεν περιλαμβάνεται

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 48 και 49 και παράρτημα III, άρθρο 17 § 7)

8.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Συντάξεις — Ετήσια αύξηση — Υποχρέωση συλλογικής διαπραγματεύσεως πριν τη λήψη της ετήσιας αποφάσεως περί αυξήσεως των συντάξεων — Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 28· Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παράρτημα III, άρθρο 17 § 7)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 37 και 38)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 25 Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 55, σκέψη 20· 24 Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 119

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 73 και 113)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 19 Μαρτίου 2010, T‑338/07 P, Bianchi κατά ETF,, σκέψη 59

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 80, 81, 97, 118, 122 και 141)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 9 Σεπτεμβρίου 2008, C‑120/06 P και C‑121/06 P, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6513, σκέψη 91· 2 Απριλίου 2009, C‑202/07 Ρ, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑2369, σκέψη 41

ΓΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2011, T‑311/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 33· 19 Μαρτίου 2012, T‑398/11 P, Barthel κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 87)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 99 έως 101)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Μαΐου 1998, C‑8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3175, σκέψη 72· 6 Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 54· 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 108

ΓΔΕΕ: 12 Ιουλίου 2007, T‑252/06 P, Beau κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑B‑1‑13 και II‑B‑1‑63, σκέψεις 45 έως 47

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 132 και 148)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 19 Σεπτεμβρίου 2008, T‑253/06 P, Chassagne κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑43 και II‑B‑1‑295, σκέψεις 54 και 55· 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψεις 140 και 141

7.      Από τα άρθρα 48 και 49 των Όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνει χώρα διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού όσον αφορά όλα τα ζητήματα που αφορούν τις αποδοχές. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται διαβούλευση με την επιτροπή αυτή πριν την έκδοση της αποφάσεως περί γενικής αναπροσαρμογής μισθών. Αντιθέτως, βάσει των εν λόγω διατάξεων, η διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού επιβάλλεται μόνον όσον αφορά τα ζητήματα που αφορούν το «συνταξιοδοτικό σύστημα». Η ακρόαση της επιτροπής προσωπικού είναι, βέβαια, επιβεβλημένη πριν τον καθορισμό και την τροποποίηση των κανόνων που αφορούν το συνταξιοδοτικό σύστημα, όχι όμως και πριν από κάθε απόφαση εφαρμογής των κανόνων αυτών, όπως είναι η απόφαση ετήσιας αυξήσεως των συντάξεων που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 7, του παραρτήματος ΙΙΙ των Όρων απασχολήσεως.

(βλ. σκέψη 134)

8.      Το δικαίωμα συλλογικής διαπραγματεύσεως, όπως εξαγγέλλεται στα άρθρα 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων προκειμένου να καθοριστούν οι όροι εργασίας. Το εν λόγω θεμελιώδες δικαίωμα δεν απαιτεί όμως σε κάθε περίπτωση τέτοιου είδους διαπραγμάτευση, εφόσον τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων έχουν ήδη επαρκώς καθοριστεί από τις εφαρμοστέες διατάξεις, το κύρος των οποίων δεν αμφισβητείται.

Πράγματι, στον τομέα της ετήσιας αυξήσεως των συντάξεων των πρώην υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η μεθοδολογία που διέπει την αύξηση των συντάξεων καθορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 7, του παραρτήματος ΙΙΙ των Όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Τράπεζας. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι, σε περίπτωση που η γενική αναπροσαρμογή των μισθών για ένα έτος υπερβαίνει τον πληθωρισμό, το διοικητικό συμβούλιο εφαρμόζει τη γενική αναπροσαρμογή των μισθών για την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων εφόσον διαπιστώσει, αφού λάβει τη γνώμη του αναλογιστή του συνταξιοδοτικού προγράμματος, ότι η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου το επιτρέπει. Εάν η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου δεν το επιτρέπει, οι συντάξεις αυξάνονται αναλόγως του πληθωρισμού.

Μολονότι το κριτήριο που αναφέρεται στην χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου δεν συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω στο παράρτημα ΙΙΙ των προαναφερθέντων Όρων απασχολήσεως, το εν λόγω συνταξιοδοτικό σύστημα είναι σύστημα χρηματοδοτούμενο με κεφαλαιοποίηση, στο οποίο οι καταβαλλόμενες συντάξεις χρηματοδοτούνται, κατ’ αρχήν, μέσω βασικών παροχών και κυμαινόμενων παροχών. Κατά συνέπεια, η απαίτηση σύμφωνα με την οποία η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου πρέπει να επιτρέπει την εφαρμογή της γενικής αναπροσαρμογής των μισθών σκοπό έχει να εξασφαλίσει ότι η αύξηση των συντάξεων δεν θα θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού προγράμματος μακροπρόθεσμα. Υπό το πρίσμα αυτού του σκοπού πρέπει, συνεπώς, το διοικητικό συμβούλιο να εκτιμήσει τη χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου και να αποφασίσει σχετικά με την αύξηση των συντάξεων.

Στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη του μηχανισμού εγγυήσεως που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙΙ των Όρων απασχολήσεως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως του ταμείου. Πράγματι, ο εν λόγω μηχανισμός εγγυήσεως αποσκοπεί στην προστασία των καταβληθέντων ποσών έναντι των αρνητικών επενδυτικών αποδόσεων, αλλά όχι έναντι αυξήσεως των συντάξεων την οποία δεν θα επέτρεπε η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη του εν λόγω μηχανισμού εγγυήσεως δεν παρέχει στο διοικητικό συμβούλιο περιθώριο ευχέρειας ως προς την εκτίμηση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως του ταμείου.

Εξάλλου, η τήρηση της μεθοδολογίας που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 7, του παραρτήματος ΙΙΙ των Όρων απασχολήσεως υπόκειται σε έλεγχο από τον δικαστή της Ένωσης. Συνεπώς, σε περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο δεν θα εφάρμοζε στις συντάξεις τον συντελεστή της γενικής αναπροσαρμογής των μισθών, ενώ η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ταμείου θα το επέτρεπε, η απόφασή του θα μπορούσε να προσβληθεί ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πρώην υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν ήδη επαρκώς καθοριστεί με τη μεθοδολογία που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 7, του παραρτήματος ΙΙΙ των προαναφερθέντων Όρων απασχολήσεως.

Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι η εκτίμηση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως του ταμείου απαιτεί μια πολύπλοκη οικονομική εκτίμηση και ότι μια τέτοιου είδους εκτίμηση αποτελεί, κατ’ αρχήν, αντικείμενο περιορισμένου μόνο δικαστικού ελέγχου.

Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, ο περιορισμένος δικαστικός έλεγχος δεν συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να προβαίνει σε κανένα έλεγχο. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο δικαστής της Ένωσης δεν οφείλει μόνο να ελέγξει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να εξακριβώσει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας περίπλοκης καταστάσεως και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει των δεδομένων αυτών.

Αφετέρου, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 7, του παραρτήματος ΙΙΙ των Όρων απασχολήσεως, το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να ενεργεί αφού λάβει υπόψη τη γνώμη του αναλογιστή, δηλαδή τη γνώμη ενός εμπειρογνώμονα. Αυτή η γνώμη εμπειρογνώμονα έχει ως σκοπό να διευκολύνει την εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου εκτίμηση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως του ταμείου. Έχει επίσης ως αποτέλεσμα τη διευκόλυνση του δικαστικού ελέγχου της αποφάσεώς του. Σε περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο ακολουθήσει τη γνώμη του αναλογιστή, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη εμπειρογνώμονα, ο οποίος είναι τρίτος σε σχέση με το διοικητικό συμβούλιο και το προσωπικό της Τράπεζας. Αντίθετα, σε περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει να μην ακολουθήσει την εν λόγω γνώμη, σε αυτό απόκειται να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους η εκτίμησή του αποκλίνει από αυτή.

(βλ. σκέψεις 155 έως 163)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 17 Σεπτεμβρίου 2007, Τ‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψεις 87 έως 89