Language of document : ECLI:EU:C:2021:805

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Αμοιβαία αναγνώριση – Χρηματικές ποινές – Απόφαση‑πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ – Λόγοι αρνήσεως της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως – Άρθρο 20, παράγραφος 3 – Απόφαση περί επιβολής χρηματικής ποινής – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Κοινοποίηση έγγραφων σε γλώσσα την οποία δεν κατανοεί ο καταδικασθείς – Μετάφραση βασικών σημείων της αποφάσεως»

Στην υπόθεση C‑338/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla Łodzi-Śródmieścia w Łodzi (πρωτοδικείο του Łódź – κεντρικός τομέας της πόλης Łódź, Πολωνία) με απόφαση της 7ης Ιουλίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση χρηματική ποινής επιβληθείσας στον

D.P.,

παρισταμένης της:

Prokuratura Rejonowa Łódź-Bałuty,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, L. Bay Larsen, M. Safjan και N. Jääskinen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Prokuratura Rejonowa Łódź-Bałuty, εκπροσωπούμενη από τον J. Szubert, Prokurator Regionalny,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και P. Huurnink, καθώς και από τον J. Langer,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Rynkowski και M. Wasmeier,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών (ΕΕ 2005, L 76, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση‑πλαίσιο 2005/214).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας από την Centraal Justitieel Incassobureau, Ministerie van Veiligheid en Justitie (CJIB) [κεντρική υπηρεσία δικαστικών εισπράξεων, Υπουργείο Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (CJIB), Κάτω Χώρες] για την αναγνώριση και εκτέλεση, στην Πολωνία, χρηματικής ποινής η οποία επιβλήθηκε στον D. P. στις Κάτω Χώρες λόγω παραβάσεως των κανόνων οδικής κυκλοφορίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214 έχουν ως εξής:

(1)      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, ενέκρινε την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης η οποία θα πρέπει να καταστεί ο ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις στα πλαίσια της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης.

(2)      Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να ισχύει και για τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται από δικαστικές ή διοικητικές αρχές προς διευκόλυνση της εκτέλεσης των ποινών αυτών σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο επεβλήθησαν οι ποινές.»

4        Το άρθρο 1 της ανωτέρω αποφάσεως‑πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης‑πλαισίου:

α)      ως “απόφαση” νοείται η οριστική απόφαση που επιβάλλει χρηματική ποινή σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εφόσον ελήφθη:

[…]

ii)      από μη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης επί ποινικού αδικήματος σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης, υπό την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε την ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις,

iii)      από μη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης, επί πράξεων οι οποίες, βάσει του εθνικού δικαίου του κράτους έκδοσης, τιμωρούνται ως παραβάσεις των κανόνων δικαίου, με την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε την ευκαιρία να δικαστεί από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία ειδικά σε ποινικές υποθέσεις,

[…]·

β)      ως “χρηματική ποινή” νοείται η υποχρέωση καταβολής:

i)      χρηματικού ποσού δυνάμει καταδικαστικής αποφάσεως επί αδικήματος,

[…]».

5        Το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Θεμελιώδη δικαιώματα», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιφέρει τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών νομικών αρχών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης [ΕΕ].»

6        Το άρθρο 4 της ίδιας αποφάσεως‑πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαβίβαση αποφάσεων και προσφυγή στην κεντρική αρχή», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι αποφάσεις, συνοδευόμενες από πιστοποιητικό, όπως αυτό προβλέπεται στο παρόν άρθρο, μπορούν να διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, όπου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει απαγγελθεί η καταδικαστική απόφαση διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή εισόδημα και έχει τη συνήθη διαμονή του ή, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την έδρα του.»

7        Το άρθρο 5 της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα ακόλουθα αδικήματα, όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης και εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης, οδηγούν σε αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σύμφωνα με τους όρους της παρούσας απόφασης-πλαισίου, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου:

[…]

–        συμπεριφορά που παραβιάζει κανονισμούς οδικής κυκλοφορίας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι παραβάσεις κανόνων που αφορούν τις ώρες οδήγησης και τις ώρες ανάπαυσης και κανόνων που αφορούν επικίνδυνα προϊόντα,

[…]».

8        Το άρθρο 6 της ως άνω αποφάσεως‑πλαισίου έχει ως εξής:

«Οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης αναγνωρίζουν χωρίς άλλη διατύπωση κάθε απόφαση η οποία διαβιβάζεται κατά το άρθρο 4 και λαμβάνουν πάραυτα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή της, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να προβάλει έναν από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που προβλέπει το άρθρο 7.»

9        Το άρθρο 7 της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι άρνησης της αναγνώρισης και της εκτέλεσης», ορίζει τα εξής:

«[…]

2.      Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δύναται επίσης να αρνηθεί να αναγνωρίσει και να εκτελέσει την απόφαση εάν αποδειχθεί ότι:

[…]

ζ)      όταν, σύμφωνα με το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σε περίπτωση γραπτής διαδικασίας, δεν ενημερώθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης, προσωπικά ή μέσω αντιπροσώπου αρμόδιου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, σχετικά με το δικαίωμά του να προσβάλει την απόφαση και σχετικά με τις προθεσμίες του ένδικου αυτού μέσου·

[…].

3.      Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 1 και την παράγραφο 2 στοιχεία γ), ζ), θ) και ι), η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, προτού αποφασίσει ότι δεν θα αναγνωρίσει και δεν θα εκτελέσει μια απόφαση, εν όλω ή εν μέρει, διαβουλεύεται, με κάθε κατάλληλο μέσο, με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και της ζητεί, κατά περίπτωση, να παράσχει αμελλητί τυχόν αναγκαίες πληροφορίες.»

10      Το άρθρο 20, παράγραφος 3, της ίδιας αποφάσεως‑πλαισίου έχει ως εξής:

«Όταν το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 4 εγείρει ζήτημα ότι μπορεί να παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα ή οι θεμελιώδεις νομικές αρχές όπως καθιερώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης, κάθε κράτος μέλος μπορεί να αντιταχθεί στην αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων. Εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 7 παράγραφος 3.»

 Το πολωνικό δίκαιο

11      Το άρθρο 611ff, παράγραφος 1, του Kodeks postępowania karnego (κώδικα ποινικής δικονομίας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση που κράτος μέλος της Ένωσης (“κράτος εκδόσεως” κατά την έννοια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου) ζητεί την εκτέλεση οριστικής αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή, αρμόδιο για την εκτέλεση είναι το πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ο δράστης διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή εισόδημα ή έχει τη συνήθη ή προσωρινή διαμονή του […].»

12      Το άρθρο 611fg, παράγραφος 1, σημείο 9, του κώδικα ποινικής δικονομίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, παρέχει στα πολωνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να αρνηθούν την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, όταν από το οικείο πιστοποιητικό προκύπτει ότι το πρόσωπο το οποίο αυτή αφορά δεν ενημερώθηκε δεόντως για τη δυνατότητά του και για το δικαίωμά του ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της εν λόγω αποφάσεως.

 Το ολλανδικό δίκαιο

13      Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής, η CJIB αποτελεί την κεντρική διοικητική αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την είσπραξη χρηματικών ποινών σε ποινικές υποθέσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί για παραβάσεις τελεσθείσες στο έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

14      Οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται από την CJIB μπορούν να προσβληθούν εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων ενώπιον της εισαγγελίας του L.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15      Στις 21 Ιανουαρίου 2020, η CJIB υπέβαλε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Sąd Rejonowy dla Łodzi-Śródmieścia w Łodzi (πρωτοδικείου του Łódź – κεντρικός τομέας της πόλης Łódź, Πολωνία), αίτηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της από 22 Ιουλίου 2019 αποφάσεώς του, η οποία κατέστη απρόσβλητη στις 2 Σεπτεμβρίου 2019, με την οποία επιβλήθηκε στον D.P., κάτοικο Πολωνίας, πρόστιμο ύψους 210 ευρώ λόγω παραβάσεως των κανόνων οδικής κυκλοφορίας διαπραχθείσας στις 11 Ιουλίου 2019, ήτοι διότι δύο από τα ελαστικά του οχήματος το οποίο οδηγούσε δεν πληρούσαν τις ισχύουσες απαιτήσεις.

16      Απαντώντας σε αίτημα παροχής πληροφοριών το οποίο απηύθυνε το δικαστήριο αυτό στην CJIB, η τελευταία επισήμανε ότι η απόφαση της 22ας Ιουλίου 2019 δεν είχε κοινοποιηθεί στον αποδέκτη της μαζί με τη μετάφρασή της στην πολωνική γλώσσα. Προσέθεσε ότι η απόφαση αυτή είχε συνταχθεί στην ολλανδική γλώσσα και ότι συνοδευόταν από συμπληρωματικές εξηγήσεις στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, καθώς και από παραπομπή στον ιστότοπο www.cjib.nl, στον οποίο περιλαμβάνονταν πληροφορίες στην πολωνική γλώσσα σχετικά, μεταξύ άλλων, με τον τρόπο με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος μπορεί να καταβάλει το πρόστιμο, να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής και να επικοινωνήσει με την CJIB για να θέσει ερωτήσεις ή να λάβει συμπληρωματικές εξηγήσεις.

17      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο D.P. εξήγησε ότι, περί τις αρχές Δεκεμβρίου 2019, έλαβε έγγραφο προερχόμενο από τις Κάτω Χώρες το οποίο δεν περιείχε μετάφραση στην πολωνική γλώσσα, οπότε, αδυνατώντας να κατανοήσει το περιεχόμενό του, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει.

18      Μολονότι αναγνωρίζει ότι η απόφαση‑πλαίσιο 2005/214 δεν περιέχει καμία διάταξη από την οποία να προκύπτει ρητώς ότι πρέπει να κοινοποιείται στον αποδέκτη αποφάσεως περί επιβολής χρηματικής ποινής η μετάφρασή της, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά εντούτοις ότι, όπως και οι κοινοποιήσεις σχετικά με τα εγκλήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2015/413 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2015, για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τροχαίες παραβάσεις που αφορούν την οδική ασφάλεια (ΕΕ 2015, L 68, σ. 9), και της οδηγίας 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ 2010, L 280, σ. 1), πάσα απόφαση επιβάλλουσα χρηματική ποινή, κατά την έννοια της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214, πρέπει να κοινοποιείται στο πρόσωπο στο οποίο έχει επιβληθεί ποινή σε γλώσσα την οποία κατανοεί προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του υπερασπίσεως και προκειμένου να διασφαλίζεται το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη.

19      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και, ιδίως, στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 28ης Αυγούστου 2018, Vizgirda κατά Σλοβενίας (CE:ECHR:2018:0828JUD005986808), και της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Öztürk κατά Γερμανίας (CE:ECHR:1984:1023JUD000854479), από τις οποίες προκύπτει ότι, αφενός, το δικαίωμα μεταφράσεως της δικαστικής αποφάσεως και ενημερώσεως σχετικά με τη δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και ότι, αφετέρου, τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ τυγχάνουν εφαρμογής και σε ήσσονος σημασίας υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των παραβάσεων. Θεωρεί ότι το ίδιο το Δικαστήριο απεφάνθη, στην απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Sleutjes (C‑278/16, EU:C:2017:757), ότι η υποχρέωση μεταφράσεως ισχύει ακόμη και στις υποθέσεις οι οποίες αφορούν ήσσονος σημασίας παραβάσεις.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy dla Łodzi-Śródmieścia w Łodzi (πρωτοδικείο του Łódź – κεντρικός τομέας της πόλης Łódź) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Όταν σε καταδικασθέντα επιδίδεται απόφαση επιβάλλουσα χρηματική ποινή η οποία δεν έχει μεταφραστεί σε γλώσσα που αυτός κατανοεί, έχει η αρχή του κράτους εκτέλεσης της απόφασης τη δυνατότητα να αρνηθεί την εκτέλεσή της, δυνάμει των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 20, παράγραφος 3, της απόφασης‑πλαισίου [2005/214], λόγω προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

21      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 20, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214 έχει την έννοια ότι επιτρέπει στην αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως να αρνηθεί την εκτέλεση αποφάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή, όταν η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον αποδέκτη της χωρίς να συνοδεύεται από μετάφρασή της σε γλώσσα την οποία κατανοεί.

22      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι σκοπός της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214, όπως προκύπτει ειδικότερα από τα άρθρα της 1 και 6, καθώς και από τις αιτιολογικές σκέψεις της 1 και 2, είναι να τεθεί σε λειτουργία ένας αποτελεσματικός μηχανισμός διασυνοριακής αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων οι οποίες επιβάλλουν οριστικώς χρηματική ποινή σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατόπιν διαπράξεως ενός εκ των απαριθμούμενων στο άρθρο 5 αδικημάτων (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, Bank BGŻ BNP Paribas, C‑183/18, EU:C:2020:153, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Πράγματι, η απόφαση‑πλαίσιο 2005/214 αποσκοπεί, χωρίς να προβαίνει στην εναρμόνιση των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών, στο να διασφαλίσει την εκτέλεση των χρηματικών ποινών εντός των κρατών μελών χάρη στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, Bank BGŻ BNP Paribas, C‑183/18, EU:C:2020:153, σκέψη 49).

24      Η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία διαπνέει την όλη οικονομία της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214, συνεπάγεται, δυνάμει του άρθρου της 6, ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται κατ’ αρχήν να αναγνωρίζουν αποφάσεις επιβάλλουσες χρηματική ποινή οι οποίες διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω διατυπώσεις, και να λαμβάνουν πάραυτα όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή τους, οι δε λόγοι αρνήσεως της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των αποφάσεων αυτών πρέπει να ερμηνεύονται στενά (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, Bank BGŻ BNP Paribas, C‑183/18, EU:C:2020:153, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τέτοιους λόγους αρνήσεως, το άρθρο 7 της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214 απαριθμεί ρητώς, στις παραγράφους 1 και 2, τους λόγους μη αναγνωρίσεως και μη εκτελέσεως των αποφάσεων οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

26      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3 της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214, αυτή δεν επιφέρει τροποποίηση της υποχρεώσεως σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ, για τον λόγο δε αυτόν το άρθρο 20, παράγραφος 3, της ανωτέρω αποφάσεως‑πλαισίου προβλέπει επίσης ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεως που επιβάλλει χρηματική ποινή σε περίπτωση προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή παραβιάσεως των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως καθιερώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ [απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, Centraal Justitieel Incassobureau (Αναγνώριση και εκτέλεση χρηματικών ποινών), C‑671/18, EU:C:2019:1054, σκέψη 37].

27      Ασφαλώς, όταν το πιστοποιητικό του άρθρου 4 της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214, το οποίο συνοδεύει την απόφαση επιβολής χρηματικής ποινής, εγείρει υπόνοιες ότι ενδέχεται να υπήρξε προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων ή παραβίαση θεμελιωδών νομικών αρχών που καθιερώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκτελέσεως μπορούν να αρνηθούν να  αναγνωρίσουν και να εκτελέσουν τέτοια απόφαση, εφόσον συντρέχει ένας από τους λόγους αρνήσεως της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως τους οποίους προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ως άνω αποφάσεως‑πλαισίου καθώς και το άρθρο της 20, παράγραφος 3 [απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, Centraal Justitieel Incassobureau (Αναγνώριση και εκτέλεση χρηματικών ποινών), C‑671/18, EU:C:2019:1054, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

28      Μεταξύ των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων περιλαμβάνονται, αφενός, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, και, αφετέρου, τα δικαιώματα άμυνας, τα οποία κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατάξεις οι οποίες, σύμφωνα με τις σχετικές με τον Χάρτη επεξηγήσεις (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), αντιστοιχούν στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

29      Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 75 των προτάσεών του, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι οι τροχαίες παραβάσεις συνιστούν «ποινικά αδικήματα» [πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής), C-439/19, EU:C:2021:504, σκέψεις 86 έως 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Κατά συνέπεια, και όπως προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, για την ερμηνεία του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του εν λόγω Χάρτη, η διαδικασία που αφορά χρηματική ποινή επιβληθείσα για παρόμοια παράβαση, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου πριν από το στάδιο της δίκης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 3, της ΕΣΔΑ (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 19ης Οκτωβρίου 2004, Falk κατά Κάτω Χωρών, CE:ECHR:2004:1019DEC006627301, και της 20ής Οκτωβρίου 2015, Dvorski κατά Κροατίας, CE:ECHR:2015:1020JUD0025, § 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Επομένως, οι αποδέκτες αποφάσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214 μπορούν βασίμως να επικαλεσθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, οι δε αρχές των κρατών μελών οφείλουν, κατά συνέπεια, να διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών.

31      Επομένως, πρέπει να προσδιορισθούν οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις προς μετάφραση τις οποίες υπέχουν οι αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως δυνάμει των ως άνω διατάξεων, κατά την κοινοποίηση τοιαύτης αποφάσεως.

32      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η απόφαση‑πλαίσιο 2005/214 δεν προβλέπει συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο ο αποδέκτης αποφάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, με την οποία του επιβάλλεται χρηματική ποινή για οδική παράβαση, πρέπει να ενημερώνεται περί αυτής. Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου απλώς αναφέρει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει και να εκτελέσει μια τέτοια απόφαση αν αποδεικνύεται ότι, σύμφωνα με το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 4 της ίδιας αποφάσεως‑πλαισίου, ο εν λόγω αποδέκτης, σε περίπτωση γραπτής διαδικασίας, δεν ενημερώθηκε, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως, προσωπικώς ή μέσω αντιπροσώπου αρμόδιου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, σχετικά με το δικαίωμά του να προσβάλει την απόφαση και σχετικά με τις προθεσμίες του ένδικου αυτού μέσου.

33      Επομένως, παραπέμποντας στο δίκαιο των κρατών μελών, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε σε αυτά την ευθύνη να αποφασίσουν ως προς τον τρόπο ενημερώσεως του ενδιαφερομένου σχετικά με το δικαίωμά του να προσβάλει την απόφαση, ως προς την προθεσμία που έχει για να το πράξει καθώς και ως προς το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι η κοινοποίηση είναι πραγματική και ότι διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και η άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας [πρβλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, Centraal Justitieel Incassobureau (Αναγνώριση και εκτέλεση χρηματικών ποινών), C‑671/18, EU:C:2019:1054, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34      Στη συνάφεια αυτή, υπενθυμίζεται ότι ο σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας απαιτεί όχι μόνο να διασφαλίζεται η πραγματική και ουσιαστική παραλαβή των αποφάσεων, ήτοι η κοινοποίησή τους στους αποδέκτες τους [πρβλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, Centraal Justitieel Incassobureau (Αναγνώριση και εκτέλεση χρηματικών ποινών), C‑671/18, EU:C:2019:1054, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], αλλά και να παρέχεται μέσω της κοινοποιήσεως η δυνατότητα σε αυτούς να γνωρίσουν επακριβώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η ληφθείσα εις βάρος τους απόφαση, καθώς και τα ένδικα βοηθήματα τα οποία μπορούν να ασκήσουν κατ’ αυτής και την τασσόμενη προς τούτο προθεσμία, προκειμένου να είναι σε θέση να προασπίσουν κατά τρόπο αποτελεσματικό τα δικαιώματά τους και να αποφασίσουν, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν πρέπει να προσβάλουν δικαστικώς την εν λόγω απόφαση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της ΕΣΔΑ, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας περιλαμβάνει το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να ενημερωθεί, το συντομότερο δυνατόν, «εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί», λεπτομερώς για τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας.

36      Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή αναγνωρίζει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ενημερωθεί όχι μόνο για τον λόγο της κατηγορίας, ήτοι για τα πραγματικά περιστατικά που του καταλογίζονται και επί των οποίων στηρίζεται η κατηγορία, αλλά και για τον νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών αυτών, και μάλιστα κατά τρόπο λεπτομερή, δεδομένου ότι η ακριβής και πλήρης ενημέρωση του κατηγορουμένου για την κατηγορία η οποία τον βαρύνει και, συνεπώς, για τον νομικό χαρακτηρισμό τον οποίο θα μπορούσε να προσδώσει το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προσάπτονται, είναι βασική προϋπόθεση μιας δίκαιης δίκης (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Μαρτίου 1999, Pélissier και Sassi κατά Γαλλίας, CE:ECHR:1999:0325JUD002544494, § 51 και 52).

37      Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι, μολονότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, της ΕΣΔΑ δεν προβλέπει την υποχρέωση να παρέχεται στον αλλοδαπό κατηγορούμενο γραπτή μετάφραση κάθε έγγραφου αποδεικτικού στοιχείου ή επίσημου εγγράφου της δικογραφίας, εντούτοις η διάταξη αυτή επιβάλλει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην κοινοποίηση της «κατηγορίας» στο πρόσωπο αυτό. Συγκεκριμένα, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το κατηγορητήριο έχει καθοριστική σημασία στην ποινική δίωξη, δεδομένου ότι, από της επιδόσεώς του, ο κατηγορούμενος ενημερώνεται επισήμως και εγγράφως για τη νομική και πραγματική βάση των πράξεων οι οποίες του προσάπτονται. Εντεύθεν συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος δεν γνωρίζει τη χρησιμοποιούμενη από το δικαστήριο γλώσσα μπορεί στην πράξη να περιέλθει σε μειονεκτική θέση, εάν δεν του παρασχεθεί και μετάφραση του κατηγορητηρίου σε γλώσσα την οποίαν εννοεί (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Αυγούστου 2018, Vizgirda κατά Σλοβενίας, CE:ECHR:2018:0828JUD005986808, § 75 έως 78).

38      Επιπλέον, η εκ μέρους των εθνικών αρχών εξακρίβωση των γλωσσικών γνώσεων κατηγορουμένου ο οποίος δεν γνωρίζει επαρκώς τη γλώσσα διαδικασίας, προκειμένου να διαπιστωθεί η ανάγκη γλωσσικής συνδρομής του, πρέπει να πραγματοποιείται βάσει διαφόρων στοιχείων, όπως είναι η φύση του αδικήματος και τα όσα προφορικώς ή εγγράφως απηύθυναν στον κατηγορούμενο οι εθνικές αρχές, ενώ μια σειρά ερωτήσεων ανοικτού τύπου μπορεί να αρκεί προς διαπίστωση των εν λόγω αναγκών (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Αυγούστου 2018, Vizgirda κατά Σλοβενίας, CE:ECHR:2018:0828JUD005986808, § 84).

39      Επομένως, από τις σκέψεις 34 έως 38 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο σεβασμός του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και των δικαιωμάτων άμυνας υποχρεώνει τις αρχές των κρατών μελών, οι οποίες επιβάλλουν χρηματική ποινή κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214, να διασφαλίζουν ότι, κατά την κοινοποίηση της επιβάλλουσας την ποινή αποφάσεως, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται, σε γλώσσα την οποίαν εννοεί, για τα στοιχεία της εν λόγω αποφάσεως τα οποία είναι ουσιώδη προκειμένου να είναι σε θέση να κατανοήσει την πράξη η οποία του προσάπτεται και να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του άμυνας, ή για τη δυνατότητα να λάβει μεταφρασμένα τα εν λόγω στοιχεία εφόσον παρίσταται ανάγκη. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κοινοποιηθείσα απόφαση, τη διαπιστωθείσα παράβαση, την επιβληθείσα ποινή, τα ένδικα βοηθήματα κατά της αποφάσεως αυτής, την προβλεπόμενη προς τούτο προθεσμία και τον προσδιορισμό του οργάνου ενώπιον του οποίου πρέπει να προσφύγει. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος προβάλει την ανάγκη μεταφράσεως, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η μετάφραση θα πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν.

40      Κατά συνέπεια, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως μπορεί, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214, να αντιταχθεί στην αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή στον αποδέκτη της, όταν η απόφαση αυτή του κοινοποιείται χωρίς να συνοδεύεται από τη μετάφραση των μνημονευόμενων στην προηγούμενη σκέψη στοιχείων σε γλώσσα την οποία κατανοεί και χωρίς να του παρέχεται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, η δυνατότητα να λάβει τέτοια μετάφραση.

41      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, αφενός, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να εξακριβώσει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και ακριβή, αφού λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη φύση της παραβάσεως, τα όσα προφορικώς ή εγγράφως απηύθυναν στον αποδέκτη της αποφάσεως οι εθνικές αρχές και τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, αν το άτομο αυτό κατανοεί τη γλώσσα στην οποία του κοινοποιήθηκε η εν λόγω απόφαση.

42      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις εκάστης συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως τη φύση της επίμαχης πράξεως, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε και τους κανόνες δικαίου που διέπουν το οικείο ζήτημα (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C-348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Αφετέρου, όπως ορθώς επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, πριν αρνηθεί να αναγνωρίσει και να εκτελέσει απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214, η αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως οφείλει να ζητήσει από την αρχή του κράτους μέλους εκδόσεως κάθε αναγκαία πληροφορία, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου, η δε αρχή εκδόσεως υποχρεούται να τις παράσχει [πρβλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, Centraal Justitieel Incassobureau (Αναγνώριση και εκτέλεση χρηματικών ποινών), C-671/18, EU:C:2019:1054, σκέψεις 44 και 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 20, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/214 έχει την έννοια ότι επιτρέπει στην αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως να αρνηθεί να εκτελέσει απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή για οδική παράβαση, όταν η απόφαση αυτή έχει κοινοποιηθεί στον αποδέκτη της χωρίς να συνοδεύεται από τη μετάφραση, σε γλώσσα την οποία αυτός κατανοεί, των στοιχείων της αποφάσεως τα οποία είναι ουσιώδη προκειμένου να είναι σε θέση να κατανοήσει όσα του προσάπτονται και να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του άμυνας, και χωρίς να του παρέχεται η δυνατότητα να τα λάβει μεταφρασμένα κατόπιν αιτήματός του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 20, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι επιτρέπει στην αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως να αρνηθεί να εκτελέσει απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή για οδική παράβαση, όταν η απόφαση αυτή έχει κοινοποιηθεί στον αποδέκτη της χωρίς να συνοδεύεται από τη μετάφραση, σε γλώσσα την οποία αυτός κατανοεί, των στοιχείων της αποφάσεως τα οποία είναι ουσιώδη προκειμένου να είναι σε θέση να κατανοήσει όσα του προσάπτονται και να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του άμυνας, και χωρίς να του παρέχεται η δυνατότητα να τα λάβει μεταφρασμένα κατόπιν αιτήματός του.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.