Language of document : ECLI:EU:T:2011:287

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-208/08 και T-209/08

Gosselin Group NV και

Stichting Administratiekantoor Portielje

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά υπηρεσιών διεθνών μετακομίσεων στο Βέλγιο – Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός τιμών – Κατανομή της αγοράς – Καταστρατήγηση διαγωνισμών – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Έννοια της επιχειρήσεως – Καταλογισμός των πράξεων που συνιστούν την παράβαση – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006 – Σοβαρότητα – Διάρκεια»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Επιχείρηση – Έννοια – Οικονομική ενότητα

(Άρθρο 81 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Επιχείρηση – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

3.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ορισμός της αγοράς – Αντικείμενο – Προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίο επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών – Αισθητό αποτέλεσμα

(Άρθρο 81 ΕΚ, ανακοίνωση 2004/C 101/07 της Επιτροπής § 53)

4.      Πράξεις των οργάνων – Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου – Δεσμευτική πράξη

(Ανακοίνωση 2004/C 101/07 της Επιτροπής )

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση βάσει της φύσεως της παραβάσεως

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής §§ 19 και 21 έως 23)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Αρχή του προσωποπαγούς των κυρώσεων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

7.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της διάρκειας της παραβάσεως βαρύνουσα την Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Εκτίμηση

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής § 29)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού η οποία επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής § 29, τελευταία περίπτωση)

1.      Η έννοια της οικονομικής ενότητας, η οποία μπορεί να απαρτίζεται από πλείονα αυτοτελή νομικά πρόσωπα, καθιερώθηκε με σκοπό να καταστεί δυνατός ο καταλογισμός της συμπεριφοράς ενός νομικού προσώπου (της θυγατρικής) σε άλλο (τη μητρική εταιρεία), και όχι για να αποδειχθεί η ιδιότητα της μητρικής εταιρείας ως επιχειρήσεως. Η έννοια της οικονομικής ενότητας δεν μπορεί, συνεπώς, να καλύψει την έλλειψη της ιδιότητας της μητρικής εταιρείας ως επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψη 41)

2.      Στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της επιχειρήσεως περιλαμβάνει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του.

Ένα νομικό πρόσωπο που, μέσω της πλειοψηφικής συμμετοχής του σε εταιρεία, ασκεί κατ’ ουσίαν έλεγχο αναμειγνυόμενο ευθέως ή εμμέσως στη διαχείριση της εν λόγω εταιρείας πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα της ελεγχομένης επιχειρήσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να χαρακτηριστεί και το ίδιο ως επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου περί ανταγωνισμού.

Αντιθέτως, η κατοχή απλώς μεριδίων συμμετοχής, έστω πλειοψηφικών, δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως οικονομική η δραστηριότητα του νομικού προσώπου που κατέχει τις συμμετοχές αυτές, εφόσον η δραστηριότητα αυτή συνίσταται μόνο στην άσκηση των μετοχικών ή εταιρικών δικαιωμάτων ή και, ενδεχομένως, στην είσπραξη μερισμάτων, που αποτελούν απλώς καρπούς της ιδιοκτησίας του αγαθού.

Το βάρος αποδείξεως της «αναμίξεως» φέρει η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 44, 47-48)

3.      Για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι εκ των συμφωνιών ή πρακτικών που έχουν ως αντικείμενο την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού επήλθαν όντως αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελέσματα. Εντούτοις, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν εφαρμόζεται αν η σύμπραξη δεν επηρεάζει «αισθητά» τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές ή τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, μια συμφωνία εκφεύγει της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, όταν περιορίζει τον ανταγωνισμό ή επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών μόνο σε ασήμαντο βαθμό.

Η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση ορισμού της αγοράς σε απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ όταν, ελλείψει ενός τέτοιου ορισμού, είναι αδύνατο να καθοριστεί αν η συγκεκριμένη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού.

Αν κάθε διασυνοριακή συναλλαγή μπορούσε αυτομάτως να επηρεάσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η έννοια του αισθητού επηρεασμού που αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ θα ήταν κενή περιεχομένου. Ακόμη και στις περιπτώσεις εξ αντικειμένου παραβάσεων, είναι αναγκαίο η παράβαση να μπορεί να επηρεάσει αισθητώς τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Τούτο προκύπτει από τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης, διότι το θετικό τεκμήριο που προβλέπει η παράγραφος 53 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών ισχύει μόνο στις περιπτώσεις συμφωνιών ή πρακτικών που μπορούν, εκ της φύσεώς του, να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Εφόσον η Επιτροπή προβαίνει σε επαρκώς λεπτομερή περιγραφή του οικείου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της προσφοράς, της ζητήσεως και της γεωγραφικής εκτάσεως, προσδιορίζει επακριβώς τις οικείες υπηρεσίες και την αγορά και μια τέτοια περιγραφή του τομέα μπορεί να είναι επαρκής, εφόσον είναι επαρκώς λεπτομερής ώστε να παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα επαληθεύσεως των βασικών εκτιμήσεων της Επιτροπής και εφόσον, βάσει των ανωτέρω, το συνολικό μερίδιο αγοράς υπερβαίνει προφανώς κατά πολύ το όριο του 5 %. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, η Επιτροπή μπορεί να στηριχθεί στη δεύτερη διαζευκτικώς προβλεπόμενη προϋπόθεση της παραγράφου 53 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών χωρίς να ορίσει ρητώς την αγορά κατά την έννοια της παραγράφου 55 των ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών. Πράγματι, στο πλαίσιο του θετικού τεκμηρίου που προβλέπει η παράγραφος 53 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, αρκεί η συνδρομή μιας μόνον εκ των δύο διαζευκτικώς προβλεπομένων προϋποθέσεων για να αποδειχθεί ο αισθητός επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

(βλ. σκέψεις 89-91, 98, 112, 116-117)

4.      Η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς όπως οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που αφορούν οι κανόνες αυτοί, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω προσβολής γενικών αρχών του δικαίου, όπως η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψη 109)

5.      Η εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένης υπόψη ιδίως της φύσεως των περιορισμών που η παράβαση αυτή επέφερε στον ανταγωνισμό. Η βαρύτητα της παραβάσεως μπορεί να αποδειχθεί σε σχέση με τη φύση και το αντικείμενο των καταχρηστικών συμπεριφορών. Τα στοιχεία που αφορούν το αντικείμενο μιας συμπεριφοράς μπορεί, συνεπώς, να έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου από εκείνα που αφορούν τα αποτελέσματά της.

Η παράβαση που έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και την κατανομή των αγορών είναι, εκ της φύσεώς της, ιδιαιτέρως σοβαρή.

Εξάλλου, η παράγραφος 20 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι «[η] εκτίμηση της βαρύτητας θα γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες της υπόθεσης». Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές επέφεραν θεμελιώδη αλλαγή στη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των προστίμων. Ειδικότερα, καταργήθηκε η κατάταξη των παραβάσεων σε τρεις κατηγορίες («λιγότερο σοβαρή», «σοβαρή» και «πολύ σοβαρή») και θεσπίσθηκε κλίμακα από 0 έως 30 % προκειμένου να καταστεί δυνατή η ακριβέστερη διαφοροποίηση. Ειδικότερα, κατά την παράγραφο 19 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, το βασικό ποσό του προστίμου πρέπει να «συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης». Κατά γενικό κανόνα, η παράγραφος 21 των ανωτέρω κατευθυντήριων γραμμών ορίζει ότι «το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη θα μπορεί να ανέλθει έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων».

Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να ασκεί την ευχέρεια εκτιμήσεως που έχει στη διάθεσή της στον τομέα επιβολής προστίμων και να καθορίζει το ακριβές ποσοστό μεταξύ του 0 και 30 %, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως. Η παράγραφος 22 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει ότι, «[γ]ια να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση, θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παράβασης και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι».

Η εν λόγω δυσχέρεια καθορισμού ακριβούς ποσοστού είναι ως ένα βαθμό μειωμένη στην περίπτωση μυστικών οριζόντιων συμφωνιών καθορισμού των τιμών και κατανομής της αγοράς, στις οποίες, δυνάμει της παραγράφου 23 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη θα ορίζεται κατά κανόνα «στα υψηλότερα όρια της παραπάνω κλίμακας». Από την παράγραφο αυτή προκύπτει ότι, για τους ιδιαιτέρως σοβαρούς περιορισμούς, το ποσοστό πρέπει να είναι τουλάχιστον άνω του 15 %.

Συνεπώς, δεν πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής για τον λόγο ότι το ποσοστό του 17 % καθορίσθηκε μόνο βάσει της εγγενούς σοβαρότητας της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόσει ποσοστό ίσο ή σχεδόν ίσο προς το προβλεπόμενο ελάχιστο ποσοστό για τους ιδιαιτέρως σοβαρούς περιορισμούς, δεν είναι αναγκαίο να λάβει υπόψη πρόσθετα στοιχεία ή περιστάσεις. Τούτο θα επιβαλλόταν μόνον αν όφειλε να εφαρμόσει υψηλότερο ποσοστό.

(βλ. σκέψεις 126-127, 129-132)

6.      Όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πολλές επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς από αυτές στην παράβαση. Το συμπέρασμα αυτό συνιστά τη λογική συνέπεια της αρχής του προσωποπαγούς των ποινών και των κυρώσεων δυνάμει της οποίας σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τα γεγονότα που της προσάπτονται ατομικώς, αρχή η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού. Η βαρύτητα της παραβάσεως πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μεμονωμένης εκτιμήσεως η οποία λαμβάνει υπόψη πολλά στοιχεία, όπως είναι, ιδίως, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων. Έτσι, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν συμμετείχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι η συμμετοχή της ήταν ήσσονος σημασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

Εντούτοις, η εκτίμηση των ατομικών περιστάσεων δεν γίνεται στο πλαίσιο εκτιμήσεως της βαρύτητας της παραβάσεως, δηλαδή κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, αλλά στο πλαίσιο αναπροσαρμογής του βασικού ποσού βάσει ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 137-139)

7.      Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως των παραβάσεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και οφείλει να προσκομίσει ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι όντως διαπράχθηκε η φερόμενη παράβαση. Τούτο ισχύει ιδίως στην περίπτωση των αποδείξεων που αφορούν τη διάρκεια της παραβάσεως, κριτήριο του οποίου το βάρος ενισχύθηκε σημαντικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003. Συνεπώς, όταν δεν υπάρχουν στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή υποχρεούται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών.

Εντούτοις, όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε πολυμερείς συσκέψεις, στην επιχείρηση αυτή εναπόκειται να προβάλει ενδείξεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συσκέψεις δεν είχε την έννοια ότι στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές υπό διαφορετικό πρίσμα απ’ ό,τι αυτοί.

Τούτο αφορά συμπράξεις στο πλαίσιο των οποίων πραγματοποιήθηκαν πολυμερείς συσκέψεις, κατά τις οποίες προβλήθηκαν αντίθετοι προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοποί. Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται ο κανόνας αυτός είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας μετάσχει στην εν λόγω σύσκεψη χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα, άφησε τους λοιπούς μετασχόντες στη σύσκεψη να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό. Καθόσον η επιχείρηση δεν μετείχε σε τέτοιες συσκέψεις, η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της διάρκειας της συμμετοχής της, χωρίς να μπορεί να τύχει απαλλαγής από το βάρος αποδείξεως που προβλέπει η νομολογία κατά την οποία, προκειμένου να παύσει να ευθύνεται, η επιχείρηση οφείλει να αποστεί από τη σύμπραξη κατηγορηματικώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, ώστε οι λοιποί μετέχοντες να έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι δεν υποστηρίζει πλέον τους γενικούς σκοπούς της συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 153-154, 157-159)

8.      Βάσει της τρίτης περιπτώσεως της παραγράφου 29 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, προκειμένου να επωφεληθεί από οποιαδήποτε μείωση του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, η οικεία επιχείρηση πρέπει να «αποδε[ίξει] ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια, ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά».

Εντούτοις, από τη χρήση του όρου «όπως» προκύπτει ότι η απαρίθμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων στην παράγραφο 29 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών είναι ενδεικτική. Οι ιδιαίτερες περιστάσεις εν προκειμένω, όπως η συμμετοχή ή μη μιας επιχειρήσεως σε όλα τα συστατικά στοιχεία της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, αν όχι κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως, τουλάχιστον στο πλαίσιο αναπροσαρμογής του βασικού ποσού βάσει ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αυτή ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως δεν αντιφάσκει προς την αρχή κατά την οποία η ευθύνη για τις παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Τα κριτήρια που προβλέπονται στην τρίτη περίπτωση της εν λόγω παραγράφου 29 δεν μπορούν να εγγυηθούν από μόνα τους τη δυνατότητα αυτή.

(βλ. σκέψεις 182-183)

9.      Η παράγραφος 29, τελευταία περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, προβλέπει ότι «[τ]ο βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να μειωθεί […] όταν η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή με νομοθετικά μέτρα». Συναφώς, μόνον η γνώση της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω συμπεριφορά «επετράπη ή ενθαρρύνθηκε» σιωπηρώς από το θεσμικό όργανο, κατά την έννοια της παραγράφου 29, τελευταία περίπτωση, των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Τυχόν αδράνεια δεν μπορεί, κατ’ ουσία, να εξομοιωθεί με θετική ενέργεια όπως η έγκριση ή η ενθάρρυνση.

(βλ. σκέψεις 189, 192)