Language of document : ECLI:EU:F:2013:159

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2013

Υπόθεση F‑80/11

Joaquim Paulo Gomes Moreira

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου των Ασθενειών (ECDC)

«Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτος υπάλληλος — Πρόωρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου — Κλονισμός της σχέσεως εμπιστοσύνης — Πειθαρχικό παράπτωμα»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία ο J. P. Gomes Moreira ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη συμβάσεων (στο εξής: AASS) του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου των Ασθενειών (ECDC) της 11ης Οκτωβρίου 2010, περί πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στις 11 Δεκεμβρίου 2010, με προειδοποίηση δύο μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας ετέθη σε αργία ο προσφεύγων-ενάγων, καθώς και την καταβολή ποσού 300 000 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων.

Απόφαση:      Η απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2010 ακυρώνεται στο μέτρο που έθεσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα σε αργία. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Πρόωρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου — Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως — Καταγγελία με προειδοποίηση και ταυτόχρονη θέση σε αργία — Υποχρέωση κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 47 και 49 § 1)

2.      Υπάλληλοι — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Καθήκον πίστεως — Περιεχόμενο — Διαπίστωση παραβάσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 11, 12, 12β και 17α)

3.      Υπάλληλοι — Έκτακτοι υπάλληλοι — Πρόωρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου — Διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως — Καθήκον αρωγής που υπέχει η Διοίκηση — Συνεκτίμηση των συμφερόντων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

1.      Η αρμόδια αρχή για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως δεν μπορεί εγκύρως να προβεί σε μονομερή καταγγελία της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου περιλαμβάνουσα περίοδο προειδοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού [στο εξής: ΚΛΠ], θέτοντας ταυτόχρονα τον οικείο υπάλληλο σε αργία βάσει του άρθρου 49, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ, χωρίς, ωστόσο, να έχει κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά του εν λόγω μέλους του λοιπού προσωπικού λόγω σοβαρού παραπτώματος.

(βλ. σκέψη 50)

2.      Οι διατάξεις των άρθρων 11, 12, 12β και 17α του ΚΥΚ αποτελούν την ειδικότερη έκφραση της θεμελιώδους υποχρεώσεως πίστεως και συνεργασίας που υπέχει ο υπάλληλος έναντι της Ένωσης και των ανωτέρων του. Δικαιολογούνται από την αποστολή δημοσίου συμφέροντος που έχει αναλάβει η Ένωση, στην τελεσφόρηση της οποίας πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη οι πολίτες των κρατών μελών. Οι υποχρεώσεις αυτές αποσκοπούν κυρίως στη διαφύλαξη της σχέσεως εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων ή του λοιπού προσωπικού του.

Ένας υπάλληλος δεν μπορεί να ενεργεί, προφορικώς ή γραπτώς ή με πάσης άλλης φύσεως ενέργεια, κατά παράβαση των καταστατικών υποχρεώσεών του έναντι της Ένωσης, την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί, κλονίζοντας με τον τρόπο αυτό τη σχέση εμπιστοσύνης που τον συνδέει με την τελευταία και καθιστώντας μεταγενέστερα δυσχερέστερη, αν όχι αδύνατη, την από κοινού εκπλήρωση της αποστολής που έχει ανατεθεί στην Ένωση. Στην περίπτωση αυτή, η Ένωση δεν μπορεί να προασπίσει τα συμφέροντά της, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται επίσης τα συμφέροντα των υπηρεσιών.

Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν, πέραν των συγκεκριμένων υποχρεώσεων που απορρέουν από το πλαίσιο εκπληρώσεως των ειδικών καθηκόντων που ανατίθενται στην υπάλληλο, γενικό καθήκον πίστεως του υπαλλήλου. Ο σεβασμός που οφείλει να επιδεικνύει ο υπάλληλος στην αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη στιγμή που ασκεί το εκάστοτε ειδικό καθήκον, αλλά επιβάλλεται σε αυτόν ανά πάσα στιγμή.

Οι υποχρεώσεις αυτές επιβάλλονται γενικώς και αντικειμενικώς. Η διαπίστωση της παραβάσεως των υποχρεώσεων αυτών δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει προκαλέσει ο οικείος υπάλληλος ζημία στην Ένωση, ούτε από την ύπαρξη καταγγελίας εκ μέρους ατόμου ή κράτους μέλους που υποστηρίζει ότι ζημιώθηκε εξαιτίας της στάσεως του υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 61 έως 66)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 6 Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψεις 44, 46 και 47

ΓΔΕΕ: 3 Ιουλίου 2001, T‑24/98 και T‑241/99, E κατά Επιτροπής, σκέψη 76· 9 Ιουλίου 2002, T‑21/01, Ζαββός κατά Επιτροπής, σκέψεις 37 έως 40

ΔΔΔΕΕ: 8 Νοεμβρίου 2007, F‑40/05, Andreasen κατά Επιτροπής, σκέψη 233 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 17 Ιουλίου 2012, F‑54/11, BG κατά Διαμεσολαβητή, σκέψη 128

3.      Κατά την πρόωρη καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου εκτάκτου υπαλλήλου για τον λόγο ότι ο οικείος υπάλληλος παρέβη άπαξ ή επανειλημμένως τα επαγγελματικά του καθήκοντα, προκαλώντας κλονισμό της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ του οργάνου και του υπαλλήλου η οποία αποκλείεται να αποκατασταθεί, η αρμόδια αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του ότι η εν λόγω αρχή ενήργησε εντός λογικών ορίων και δεν άσκησε την διακριτική της ευχέρεια κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

Η αρμόδια αρχή, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της, μεταξύ των οποίων το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Συγκεκριμένα, τούτο απορρέει από το καθήκον μέριμνας της Διοικήσεως, το οποίο αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που καθιέρωσε ο ΚΥΚ και, κατ’ αναλογίαν, το ΚΛΠ για τις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της.

(βλ. σκέψεις 67 έως 69)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 53