Language of document : ECLI:EU:T:2009:404

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Οκτωβρίου 2009 (*)

«Πρόδηλη αναρμοδιότητα»

Στην υπόθεση T‑171/09,

Υπεραστικό ΚΤΕΛ Νομού Λάρισας Ανώνυμη Μεταφορική Τουριστική και Εμπορική Εταιρία, με έδρα τη Λάρισα (Ελλάδα), και 18 άλλες προσφεύγουσες των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενες από τον Θ. Κώτσιου, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας

και

Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος A.E.,

καθών,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με αίτημα, ειδικότερα, να αναγνωρισθεί, αφενός, η εκ μέρους των ελληνικών αρχών και της δημόσιας επιχειρήσεως Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος Α.Ε. παραβίαση των κοινοτικών κανόνων στον τομέα των μεταφορών και των κρατικών ενισχύσεων, συνεπεία της εφαρμοζομένης στις μαζικές μεταφορές τιμολογιακής πολιτικής καθώς και των χορηγηθέντων από το Ελληνικό Δημόσιο προς την εν λόγω επιχείρηση δανείων και εγγυήσεων και, αφετέρου, η υποτιθέμενη καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της εν λόγω επιχειρήσεως,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Οι προσφεύγουσες δραστηριοποιούνται στον τομέα της εκτελέσεως και εκμεταλλεύσεως υπεραστικών δρομολογίων μεταφοράς επιβατών με λεωφορεία εντός της ελληνικής επικράτειας. Αφενός, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό συνεπεία της επιθετικής πολιτικής που εφαρμόζει ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος A.E. (στο εξής: ΟΣΕ) λόγω των δυσανάλογα μειωμένων κομίστρων που εισπράττει σε αντάλλαγμα των υπ’ αυτού παρεχομένων υπηρεσιών. Η πολιτική αυτή διευκολύνεται δια της εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου χορηγήσεως αμέσων ενισχύσεων και παροχής εγγυήσεων για τα δάνεια που συνάπτει ο ΟΣΕ και οι θυγατρικές του, εν είδει ανταλλάγματος για τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος που οι δεύτερες παρέχουν, οι οποίες συμβάλλουν, έτσι, στην αντιστάθμιση των ζημιών τους. Αφετέρου, από τις προβαλλόμενες τιμολογιακές πρακτικές προκύπτει ότι ο ΟΣΕ καταχράται τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχει στην αγορά των σιδηροδρομικών μεταφορών επιβατών και φορτίου.

2        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Απριλίου 2009, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

3        Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να αναγνωρίσει με σχετική απόφαση ότι η πρακτική του Ελληνικού Δημοσίου η οποία εκδηλώνεται τόσο μέσω της τιμολογιακής πολιτικής του ΟΣΕ, όσο και μέσω των χορηγουμένων για τη λειτουργία του κρατικών ενισχύσεων, είναι αντίθετη προς τις αρχές του κοινοτικού δικαίου που διέπουν τις χερσαίες μεταφορές, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στο άρθρο 73 ΕΚ καθώς και στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1191/69 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1969, περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 100), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1893/1991 του Συμβουλίου, της 20ης Ιουλίου 1991 (ΕΕ L 169, σ. 1),

–        να αναγνωρίσει ότι ο ΟΣΕ, με την τιμολογιακή πολιτική του, εκδηλώνει καταχρηστικές συμπεριφορές εις βάρος των προσφευγουσών, και εις βάρος του υγιούς ανταγωνισμού, γεγονός το οποίο είναι αντίθετο προς τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 82 ΕΚ και του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ L 370, σ. 1),

–        να λάβει τα αναγκαία μέτρα σε βάρος των καθών, προκειμένου να τερματισθεί η παράνομη συμπεριφορά του ΟΣΕ.

 Σκεπτικό

4        Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όταν το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί προσφυγής, μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

5        Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι είναι σε θέση να αποφανθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου αυτού, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

6        Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αρμοδιότητες του Πρωτοδικείου απαριθμούνται στο άρθρο 225 ΕΚ και στο άρθρο 140 A EA, λαμβανομένων υπόψη και των διευκρινίσεων του άρθρου 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 1 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

7        Εν προκειμένω, η προσφυγή που άσκησαν οι προσφεύγουσες σκοπεί στην έκδοση από το Πρωτοδικείο αποφάσεως επί του υποτιθέμενου καταχρηστικού και αντίθετου προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της τιμολογιακής πολιτικής που εφαρμόζει ο ΟΣΕ, με την υποστήριξη του Ελληνικού Δημοσίου, και στη λήψη των αναγκαίων μέτρων, προκειμένου να τερματισθεί η συμπεριφορά αυτή.

8        Κατά πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επικρινόμενη από τις προσφεύγουσες συμπεριφορά δεν αποδίδεται σε κοινοτικό θεσμικό ή άλλο όργανο. Συγκεκριμένα, η προσφυγή της οποίας επελήφθη το Πρωτοδικείο σκοπεί, κατ’ ουσίαν, στην επίλυση διαφοράς μεταξύ ιδιωτών και εθνικών φορέων. Το Πρωτοδικείο, λαμβανομένων υπόψη των κατ’ απονομήν αρμοδιοτήτων του, είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί τέτοιας προσφυγής.

9        Κατά δεύτερον και εν πάση περιπτώσει, ως προς τα δύο πρώτα αιτήματα της προσφυγής με τα οποία ζητείται από το Πρωτοδικείο να προβεί σε γενικής ισχύος διαπιστώσεις όσον αφορά, πρώτον, συμπεριφορά των ελληνικών αρχών αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και, δεύτερον, προβαλλόμενη καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους του ΟΣΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν υφίσταται κοινοτικό μέσο παροχής ενδίκου προστασίας που να παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να αποφαίνεται επί γενικού ζητήματος ή επί ζητήματος αρχής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, T‑33/01, Infront WM κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5897, σκέψη 171).

10      Κατά τρίτον, όσον αφορά το τρίτο αίτημα της προσφυγής με το οποίο ζητείται από το Πρωτοδικείο να διατάξει τα μέτρα που κρίνονται αναγκαία προκειμένου να τερματισθεί η επικρινόμενη συμπεριφορά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το Πρωτοδικείο είναι αναρμόδιο να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα, στα κράτη μέλη και σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 9ης Ιανουαρίου 1996, T‑56/92, Koelman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1267, σκέψη 18, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑17, σκέψη 28). Εξ αυτών συνάγεται ότι το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να απευθύνει διαταγές στις εθνικές αρχές των οποίων η συμπεριφορά επικρίνεται εν προκειμένω.

11      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων που καθιερώνει η Συνθήκη, στην Επιτροπή εναπόκειται, στο πλαίσιο των εξουσιών ελέγχου του ανταγωνισμού τις οποίες της απονέμει, ιδίως, η Συνθήκη, να λάβει με σχετική απόφαση, ενδεχομένως κατόπιν υποβολής καταγγελίας, τα μέτρα που κρίνει αναγκαία. Ο ρόλος του Πρωτοδικείου συνίσταται στην άσκηση του νομικού ελέγχου της συναφούς πράξεως της Επιτροπής και όχι στην υποκατάσταση της Επιτροπής κατά την άσκηση των εξουσιών που της έχουν απονεμηθεί δυνάμει, ιδίως, της Συνθήκης ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1980, 792/79 R, Camera Care κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 119, σκέψεις 18 και 20, διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 6ης Δεκεμβρίου 1989, T‑131/89 R, Cosimex κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. II‑1, σκέψη 12, και της 14ης Δεκεμβρίου 1993, T‑543/93 R, Gestevisión Telecinco κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II‑1409, σκέψη 24).

12      Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί λόγω πρόδηλης αναρμοδιότητας, χωρίς να απαιτείται επίδοση του δικογράφου της προσφυγής στις καθών, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

13      Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδίδεται πριν από την κοινοποίηση του δικογράφου της προσφυγής στις καθών και πριν αυτές υποβληθούν σε έξοδα, αρκεί να αποφασιστεί ότι οι προσφεύγουσες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Υπεραστικό ΚΤΕΛ Νομού Λάρισας Ανώνυμη Μεταφορική Τουριστική Και Εμπορική Εταιρία και οι 18 άλλες προσφεύγουσες των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Λουξεμβούργο, 15 Οκτωβρίου 2009.


Ο Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

      I. Pelikánová

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Έβρου A.E., με έδρα την Αλεξανδρούπολη (Ελλάδα),

2. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Ροδόπης A.E., με έδρα την Κομοτηνή (Ελλάδα),

3. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Ξάνθης A.E., με έδρα την Ξάνθη (Ελλάδα),

4. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Δράμας A.E., με έδρα τη Δράμα (Ελλάδα),

5. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Σερρών A.E., με έδρα τις Σέρρες (Ελλάδα),

6. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Καβάλας A.E., με έδρα την Καβάλα (Ελλάδα),

7. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Κιλκίς A.E., με έδρα το Κιλκίς (Ελλάδα),

8. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Ημαθίας A.E., με έδρα τη Βέροια (Ελλάδα),

9. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Πέλλας A.E., με έδρα την Έδεσσα (Ελλάδα),

10. ΚΤΕΛ Υπεραστικό Γραμμών Νομού Πιερίας A.E., με έδρα την Κατερίνη (Ελλάδα),

11. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Μαγνησίας A.E., με έδρα το Βόλο (Ελλάδα),

12. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Τρικάλων A.E., με έδρα τα Τρίκαλα (Ελλάδα),

13. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Καρδίτσας A.E., με έδρα την Καρδίτσα (Ελλάδα),

14. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Φθιώτιδας A.E., με έδρα τη Λαμία (Ελλάδα),

15. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Επαρχίας Λιβαδειάς A.E., με έδρα τη Λιβαδειά (Ελλάδα),

16. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Επαρχίας Θηβών A.E., με έδρα τη Θήβα (Ελλάδα),

17. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Ευβοίας A.E., με έδρα τη Χαλκίδα (Ελλάδα), και

18. ΚΤΕΛ Υπεραστικών Γραμμών Νομού Κορινθίας A.E., με έδρα την Κόρινθο (Ελλάδα).


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.