Language of document : ECLI:EU:T:2012:176

Υπόθεση T‑236/10

Asociación Española de Banca

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Καθεστώς ενισχύσεων για φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικής υπεραξίας σε περίπτωση κτήσεως μεριδίων του κεφαλαίου αλλοδαπής εταιρίας — Απόφαση με την οποία κηρύσσεται καθεστώς ενισχύσεων ασύμβατο με την κοινή αγορά και με την οποία δεν διατάσσεται η ανάκτηση των ενισχύσεων — Ένωση επιχειρήσεων — Δεν θίγεται ατομικά — Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων — Προσφυγή ενώσεως επιφορτισμένης με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων επιχειρήσεων — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις — Παράλληλη άσκηση προσφυγών από τα μέλη της ενώσεως — Απαράδεκτο της προσφυγής της ενώσεως

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕE)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση της Επιτροπής που απαγορεύει καθεστώς ενισχύσεων ορισμένου κλάδου — Προσφυγή επιχειρήσεως που έλαβε ατομική ενίσχυση δυνάμει του καθεστώτος αυτού χωρίς να την αφορά η υποχρέωση ανακτήσεως — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕE)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων — Προσφυγή ενώσεως η οποία έχει διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην εν λόγω διαδικασία, ο οποίος όμως δεν υπερβαίνει την άσκηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζει στους ενδιαφερομένους το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Απαράδεκτο

(Άρθρα 108 § 2 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕE)

1.      Ένωση επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων επιχειρήσεων μπορεί, κατά κανόνα, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά τελικής αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μόνον σε δύο περιπτώσεις, ήτοι, πρώτον, εφόσον μπορεί η ίδια να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή, και, δεύτερον, εφόσον μπορεί να επικαλεσθεί ίδιο συμφέρον για την άσκηση της προσφυγής, ιδίως διότι η θέση της ως διαπραγματευτή έχει θιγεί από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση. Συναφώς, η πρώτη περίπτωση κατά την οποία ένωση μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή λόγω του ότι εκπροσωπεί τα μέλη της συντρέχει όταν η ένωση, ασκώντας την προσφυγή της, υποκατέστησε ένα ή περισσότερα από τα μέλη της τα οποία εκπροσωπεί, υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια τα μέλη της είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν παραδεκτώς την προσφυγή.

Ειδικότερα, η συλλογική προσφυγή που ασκείται μέσω της ενώσεως εμφανίζει πλεονεκτήματα από δικονομικής απόψεως, διότι έτσι αποφεύγεται η κατάθεση μεγάλου αριθμού διαφορετικών προσφυγών κατά των ίδιων αποφάσεων. Η προαναφερθείσα πρώτη περίπτωση κατά την οποία μπορεί να ασκηθεί παραδεκτώς προσφυγή από ένωση που εκπροσωπεί τα μέλη της προϋποθέτει κατά συνέπεια ότι η ένωση ενεργεί αντί και εξ ονόματος των μελών της. Επομένως, ένωση που ενεργεί ως εκπρόσωπος των μελών της νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, σε περίπτωση που δεν έχουν ασκήσει τα ίδια προσφυγή, καίτοι νομιμοποιούνταν σχετικώς.

Τέτοιου είδους λύση δεν καθιστά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας και δεν προσβάλλει την αρχή της ασφάλειας δικαίου ούτε τα δικαιώματα άμυνας της ενώσεως. Εξαρτά βεβαίως το παραδεκτό των προσφυγών των ενώσεων από τη μη άσκηση προσφυγής από άλλους διαδίκους, εν προκειμένω, τα μέλη τους. Εντούτοις, τέτοιου είδους κατάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί πηγή αβεβαιότητας ή ανασφάλειας, εφόσον μπορεί ευλόγως να αναμένεται από ένωση επιφορτισμένη με την προάσπιση των συμφερόντων των μελών της να γνωρίζει ότι αυτά έχουν ασκήσει προσφυγή, και αντιστρόφως. Επιπλέον, το απαράδεκτο της προσφυγής της προσφεύγουσας ενώσεως λόγω των προσφυγών που άσκησαν τα μέλη της δεν θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και τα δικαιώματα άμυνάς της, ήτοι, κατ’ ουσίαν, το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Υφίστανται εν προκειμένω δύο δυνατότητες: είτε η προσφεύγουσα ένωση να ασκήσει προσφυγή, προκειμένου να προασπισθεί τα συμφέροντα των νομιμοποιούμενων ενεργητικώς μελών της, οπότε παραδεκτή θα κηρυχθεί η προσφυγή του μέλους της ενώσεως ή η προσφυγή της ενώσεως αναλόγως του αν ένα από τα μέλη της άσκησε ή όχι διακριτή προσφυγή· είτε η ένωση να ασκήσει προσφυγή, προκειμένου να προασπισθεί ίδιον συμφέρον της, οπότε η προσφυγή της θα μπορούσε να κριθεί παραδεκτή, παρά την άσκηση προσφυγής από τα μέλη της, αν αποδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιου είδους συμφέροντος.

(βλ. σκέψεις 19, 23-24, 29)

2.      Μια επιχείρηση δεν μπορεί, καταρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως στρεφόμενη κατά αποφάσεως της Επιτροπής απαγορεύουσας τομεακό καθεστώς ενισχύσεων, εάν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση απλώς και μόνο λόγω του ότι δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και λόγω της ιδιότητάς της ως δυνητικής δικαιούχου του εν λόγω καθεστώτος. Ειδικότερα, η απόφαση αυτή αποτελεί, όσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση, μέτρο γενικής ισχύος το οποίο έχει εφαρμογή σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες περιπτώσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία προσδιορίζονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο.

Εντούτοις, εφόσον η επίμαχη απόφαση αφορά την προσφεύγουσα επιχείρηση όχι μόνο υπό την ιδιότητα της επιχειρήσεως του οικείου τομέα, η οποία είναι δυνητική δικαιούχος του καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά και υπό την ιδιότητά της του πραγματικού δικαιούχου ατομικής ενισχύσεως χορηγούμενης βάσει αυτού του καθεστώτος, της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή, τότε η εν λόγω απόφαση αφορά την προσφεύγουσα ατομικά, η δε προσφυγή της τελευταίας κατά της αποφάσεως είναι παραδεκτή.

(βλ. σκέψεις 33-34)

3.      Όσον αφορά το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, μία πράξη ενδέχεται ασφαλώς να αφορά ατομικώς τον προσφεύγοντα λόγω της ενεργού συμμετοχής του στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως. Εντούτοις, θα πρόκειται πάντοτε περί ειδικής περιπτώσεως στο πλαίσιο της οποίας ο προσφεύγων κατέχει θέση διαπραγματευτή σαφώς καθορισμένη και στενά συνδεδεμένη με το ίδιο το αντικείμενο της αποφάσεως, γεγονός που τον περιάγει σε πραγματική κατάσταση η οποία τον διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου. Ειδικότερα, ο ρόλος ενώσεως που δεν υπερβαίνει τα όρια της ασκήσεως των διαδικαστικών δικαιωμάτων που έχουν αναγνωριστεί στους ενδιαφερομένους από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς τέτοιου είδους ειδική περίπτωση.

(βλ. σκέψεις 43-44)