Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 22 Φεβρουαρίου 2013 η Maria Concetta Cerafogli κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 12 Δεκεμβρίου 2012 στην υπόθεση F-43/10, Cerafogli κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση T-114/13 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Maria Concetta Cerafogli (Frankfurt επί του Μάιν, Γερμανία) (εκπρόσωπος: L. Levi, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

Κατά συνέπεια,:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 24ης Νοεμβρίου 2009, με την οποία απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας περί δυσμενούς διακρίσεως και προσβολής της αξιοπρέπειάς της λόγω της συμπεριφοράς των προϊσταμένων της και, εφόσον είναι απαραίτητο, να ακυρώσει την από 24 Μαρτίου 2010 απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η "ειδική διοικητική προσφυγή" που είχε ασκήσει,

να δεχθεί τα αιτήματα που προέβαλε με τη διοικητική προσφυγή, συγκεκριμένα δε:

να παύσει κάθε διάκριση και ηθική παρενόχληση την οποία τυχόν υφίσταται είτε λεκτικώς είτε στο πλαίσιο των καθηκόντων που της ανατίθενται και των συνθηκών υπό τις οποίες τα ασκεί καθήκοντά της,

να ανακαλέσει γραπτώς ο κ. G. τις προσβλητικές και απειλητικές του δηλώσεις,

εν πάση περιπτώσει, να αποκατασταθεί η υλική ζημία και να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη τις οποίες υπέστη και οι οποίες εκτιμώνται κατά δίκαιη κρίση (ex aequo et bono) σε 50.000 ευρώ (ηθική βλάβη) και 15.000 ευρώ (υλική ζημία),

να υποχρεώσει την ΕΚΤ να προσκομίσει την πλήρη έκθεση της εσωτερικής διοικητικής έρευνας, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων αυτής και των πρακτικών των ακροάσεων. Επιπλέον, να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να προσκομίσει όλη την αλληλογραφία μεταξύ, αφενός, της επιτροπής που διενήργησε την έρευνα και, αφετέρου, της εκτελεστικής επιτροπής και/ή του προέδρου της ΕΚΤ,

να κλητευθεί ως μάρτυρας ο πρώην σύμβουλος της καθής πρωτοδίκως σε θέματα κοινωνικής φύσεως,

να υποχρεώσει την καθής πρωτοδίκως να καταβάλει το σύνολο των εξόδων της πρωτοβάθμιας και της κατ' αναίρεση δίκης.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει πέντε λόγους.

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παραμόρφωση του φακέλου της υποθέσεως, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, παράβαση του 20 του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001  και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, καθώς αποφάνθηκε ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί υποχρέωση της ΕΚΤ να σεβαστεί τα δικαιώματά της άμυνας. Συγκεκριμένα, η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της αρωγής είχε σημαντική επίπτωση στα συμφέροντά της, επιπλέον δε η διαδικασία "κινήθηκε" κατά της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τη νομολογία (Επιτροπή κατά Lisrestal). Δεδομένου ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να λάβει γνώση του φακέλου, η αναιρεσείουσα δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που συνιστά προσβολή του δικαιώματός της σε αποτελεσματική έννομη προστασία.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει ο δικαστής. Στο πλαίσιο αυτό, η αναιρεσείουσα ζήτησε από το Δικαστήριο ΔΔ να υποχρεώσει την ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 55 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ, τον φάκελο της έρευνας, περιλαμβανομένων παραρτημάτων της εκθέσεως έρευνας και των πρακτικών των ακροάσεων. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ελήφθησαν τα συγκεκριμένα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, πράγμα που συνιστά προσβολή του δικαιώματος της αναιρεσείουσας σε αποτελεσματική έννομη προστασία και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει ο δικαστής.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της εντολής της επιτροπής που διενήργησε την έρευνα και του καθήκοντος αρωγής, δεδομένου ότι τόσο τα πορίσματα της έρευνας όσο και τα πορίσματα του ελέγχου του Δικαστηρίου ΔΔ είναι ιδιαίτερα περιορισμένα, καθώς διαπιστώνεται μόνον ότι υπήρξαν συνάδελφοι οι οποίοι ανέφεραν αρνητικές κρίσεις για την αναιρεσείουσα και την εργασία της. Τούτο, όμως, δεν ανταποκρίνεται στο αντικείμενο του αιτήματος αρωγής της αναιρεσείουσας -ούτε, συνεπώς, στην εντολή της επιτροπής που διενήργησε την έρευνα-, που ήταν η αξιολόγηση των διαπιστώσεων των σε βάρος της επικρίσεων. Περαιτέρω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ελήφθη υπόψη ότι η αδικία σε βάρος της αναιρεσείουσας, ιδίως το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε ενημερωθεί για τις σε βάρος της επικρίσεις, με συνέπεια να περιέλθει σε δυσχερή θέση, καθώς η φήμη της είχε πληγεί και δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 5, της διοικητικής εγκυκλίου 1/2006 του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ της 21ης Μαρτίου 2006, σχετικά με εσωτερικές διοικητικές έρευνες, καθώς με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι μόνον ο αρμόδιος για την έρευνα μπορεί να λάβει γνώση της εκθέσεως έρευνας και το σύνολο του φακέλου της έρευνας.

Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει ο δικαστής, δεδομένου ότι ο ορισμός της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως που περιλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν συμπίπτει με τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη όσον αφορά την εξέταση της πρόδηλη πλάνης εκτιμήσεως.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001 L 8, σ. 1)