Language of document : ECLI:EU:T:2015:497

Υπόθεση T‑115/13

Gert-Jan Dennekamp

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα σχετικά με την υπαγωγή ορισμένων μελών του Κοινοβουλίου στο συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα — Άρνηση προσβάσεως — Εξαίρεση σχετική με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001— Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Προϋποθέσεις σχετικά με την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων και με τον κίνδυνο προσβολής των εννόμων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Ένδικη διαδικασία — Αντικείμενο της προσφυγής — Δημοσίευση των ονομάτων ορισμένων μελών του Κοινοβουλίου κατόπιν προσφυγής που άσκησαν — Η προσφυγή που άσκησε τρίτος κατά του Κοινοβουλίου με αντικείμενο τη γνωστοποίηση δεδομένων που αφορούν τα μέλη του καθίσταται άνευ αντικειμένου — Κατάργηση της δίκης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 76)

2.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή — Υποχρέωση χωριστής και εξατομικευμένης εξετάσεως των εγγράφων που καλύπτονται από την εξαίρεση — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

3.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Περιεχόμενο — Υποχρέωση εκτιμήσεως σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Πλήρης εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 45/2001 σε κάθε αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 8, και 1049/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο βʹ)

4.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα —Κανονισμοί 1049/2001 και 45/2001 — Σχέση μεταξύ των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Κριτήριο της αναγκαιότητας της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο προβλέπεται με το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, αιτιολογική σκέψη 12 και άρθρα 2, στοιχείο αʹ, 5, στοιχείο βʹ, και 8, στοιχείο βʹ, και 1049/2001, άρθρα 4 § 1, στοιχείο βʹ, και 6 § 1)

5.      Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων λόγων ή ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Προϋποθέσεις — Λόγος στηριζόμενος σε στοιχεία που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης — Απουσία — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 84 § 1)

6.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Επεξεργασία των δεδομένων αυτών από τα θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης — Κανονισμός 45/2001 — Αίτηση προσβάσεως, βάσει του κανονισμού 1049/2001, στην οποία γίνεται μνεία των ονομάτων των υπαγόμενων στο συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα μελών του Κοινοβουλίου — Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα — Υποχρέωση του αιτούντος να αποδείξει την ανάγκη διαβιβάσεως των δεδομένων αυτών — Υποχρέωση του οικείου θεσμικού οργάνου να σταθμίσει τα συμφέροντα τα οποία συνδέονται με τη γνωστοποίηση των δεδομένων αυτών

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 8, στοιχείο βʹ, και 1049/2001, άρθρο 4 § 1, στοιχείο βʹ)

7.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Μέλη θεσμικού οργάνου που υπάγονται σε συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα — Κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων σε περίπτωση ψηφοφορίας για το σύστημα αυτό — Υποχρέωση του οικείου θεσμικού οργάνου να διαβιβάσει στον αιτούντα την πρόσβαση στα έγγραφα τα ονόματα των υπαγόμενων στο σύστημα μελών που έχουν λάβει μέρος σε σχετικές ψηφοφορίες

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

8.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα που ενδέχεται να αποκαλύψει σύγκρουση συμφερόντων — Έννοια της συγκρούσεως συμφερόντων

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 4 § 1, στοιχείο βʹ)

9.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα — Επεξεργασία των δεδομένων αυτών από τα θεσμικά και άλλα όργανα της Ένωσης — Κανονισμός 45/2001 — Αίτηση προσβάσεως, βάσει του κανονισμού 1049/2001, στην οποία γίνεται μνεία των ονομάτων των υπαγόμενων στο συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα μελών του Κοινοβουλίου — Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα — Μικρότερος βαθμός προστασίας για τα δεδομένα των δημοσίων προσώπων

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 8, στοιχείο βʹ, και 1049/2001)

10.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμοί 1049/2001 και 45/2001 — Αίτηση προσβάσεως, βάσει του κανονισμού 1049/2001, στην οποία γίνεται μνεία των ονομάτων των υπαγόμενων στο συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα μελών του Κοινοβουλίου — Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα — Μικρότερος βαθμός προστασίας για τα δεδομένα των δημοσίων προσώπων — Υπεροχή των συμφερόντων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της Ένωσης μέσω της ενισχύσεως της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα θεσμικά όργανα

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45/2001, άρθρο 8, στοιχείο βʹ, και 1049/2001)

11.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου — Άρνηση παροχής προσβάσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 25-29)

2.      Σκοπός του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, είναι, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1 αυτού, να παρασχεθεί στο κοινό το δικαίωμα της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Βεβαίως, μολονότι το δικαίωμα αυτό υπόκειται, κατά το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, όπως παραδείγματος χάρη η άρνηση χορηγήσεως προσβάσεως στην περίπτωση κατά την οποία η γνωστοποίηση ενός εγγράφου θα έθιγε την προστασία ενός από τα συμφέροντα που προστατεύει το εν λόγω άρθρο, εντούτοις, τέτοιου είδους εξαιρέσεις, δεδομένου ότι συνιστούν απόκλιση από την αρχή της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικώς. Συνεπώς, όταν το οικείο θεσμικό όργανο αποφασίζει να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση, οφείλει καταρχήν να εξηγήσει πώς ακριβώς η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό το προβαλλόμενο από το όργανο αυτό συμφέρον το οποίο προστατεύεται από μία εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001. Εξάλλου, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού πρέπει να είναι ευλόγως πιθανός και όχι καθαρά υποθετικός.

(βλ. σκέψεις 36-39, 133)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 40-43, 49-51, 134)

4.      Η εξισορρόπηση του απορρέοντος από τον κανονισμό 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον κανονισμό 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα εν λόγω θεσμικά όργανα, απαιτεί να διευκρινιστεί ο τρόπος κατά τον οποίο συναρθρώνονται οι κανόνες που καθιερώνουν οι δύο κανονισμοί.

Συναφώς, πρώτον, όταν η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα μπορεί, σε περίπτωση αποδοχής της, να έχει ως συνέπεια τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το θεσμικό όργανο προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση πρέπει να εφαρμόσει όλες τις διατάξεις του κανονισμού 45/2001, χωρίς οι διάφοροι κανόνες και αρχές που θεσπίζει ο κανονισμός 1049/2001 να μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πλήρους προστασίας της οποίας χαίρουν τα δεδομένα αυτά. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, μολονότι ασφαλώς αληθεύει ότι το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα δεν υπόκειται, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, στην προϋπόθεση να εκθέτει ο αιτών τους λόγους που θεμελιώνουν συμφέρον στη γνωστοποίηση των εν λόγω εγγράφων, εντούτοις, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 απαιτεί εμμέσως από τον αιτούντα να αποδεικνύει, παραθέτοντας ρητούς και θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους, την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα έγγραφα στα οποία έχει ζητηθεί πρόσβαση.

Δεύτερον, πρέπει να ληφθούν ιδιαιτέρως υπόψη τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του συστήματος της προστασίας την οποία παρέχει ο κανονισμός 45/2001 στα φυσικά πρόσωπα έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα. Πάντως, ο κανονισμός αυτός έχει ως σκοπό να παράσχει στα πρόσωπα που ορίζει ως υποκείμενα των δεδομένων νομικώς προστατευόμενα δικαιώματα και να καθορίσει τις υποχρεώσεις των υπευθύνων επεξεργασίας δεδομένων εντός των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης. Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, οι προϋποθέσεις που έχουν καθοριστεί όσον αφορά τη δυνατότητα διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, ειδάλλως θα διακυβεύονταν τα δικαιώματα που έχει αναγνωρίσει ως θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων αυτών ο κανονισμός 45/2001, σύμφωνα με την αιτιολογική του σκέψη 12. Επομένως, για να πληρούται η προϋπόθεση περί αναγκαιότητας, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αφενός, είναι το προσφορότερο από όλα τα πιθανά μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός που επιδιώκει ο αιτών και, αφετέρου, τελεί σε αναλογία με τον σκοπό αυτό, πράγμα το οποίο υποχρεώνει τον αιτούντα να παραθέσει προς τούτο ρητούς και θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους.

Μια τέτοια ερμηνεία δεν συνεπάγεται την εισαγωγή μιας «κατηγορίας» εξαιρέσεων από την αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα, κατηγορίας η οποία ισχύει υπέρ των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά την εναρμόνιση δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία συγκρούονται μεταξύ τους όταν η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προστατευόμενα από τον κανονισμό 45/2001.

Εντούτοις, η συσταλτική ερμηνεία της προβλεπόμενης κατά το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 προϋποθέσεως περί αναγκαιότητας δεν έχει την έννοια ότι αν ο δικαιολογητικός λόγος της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει γενικό χαρακτήρα, όπως το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση, αυτός δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη.

Τρίτον, εφόσον το πρόσωπο που ζητεί την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποδείξει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων αυτών και εφόσον το θεσμικό όργανο προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση εκτιμήσει ότι δεν υφίστανται λόγοι βάσει των οποίων μπορεί να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή δύναται να θίξει τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων, τα δεδομένα μπορούν να διαβιβασθούν και, υπό την επιφύλαξη ότι δεν εφαρμόζεται κάποια άλλη εξαίρεση του κανονισμού 1049/2001, πλην εκείνης που αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, το ή τα έγγραφα που περιέχουν προσωπικά δεδομένα γνωστοποιούνται και, ως εκ τούτου, καθίστανται προσβάσιμα στο κοινό.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το προβλεπόμενο κατά το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 κριτήριο περί αναγκαιότητας πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, ότι η προϋπόθεση περί αναγκαιότητας της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνεπάγεται την εξέταση, εκ μέρους του θεσμικού οργάνου ή οργανισμού προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση, της αναγκαιότητας υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκει ο αιτών την πρόσβαση στα έγγραφα, στοιχείο που περιορίζει την έκταση εφαρμογής του κανόνα περί μη παραθέσεως των δικαιολογητικών λόγων της αιτήσεως προσβάσεως, ότι ο δικαιολογητικός λόγος που προβάλλει ο αιτών σε σχέση με την αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των εν λόγω δεδομένων μπορεί να έχει γενικό χαρακτήρα και ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1049/2001 δεν μπορεί να αίρεται μέσω ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεών του από την οποία θα προέκυπτε ότι μια νόμιμη γνωστοποίηση δεν δύναται σε καμία περίπτωση να έχει ως σκοπό την πλήρη γνωστοποίηση στο κοινό.

(βλ. σκέψεις 48, 51-54, 56, 59-61, 67, 68)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 80)

6.      Η απλή επίκληση, από τον αιτούντα πρόσβαση σε έγγραφα θεσμικού οργάνου, του δικαιώματος στην πληροφόρηση και του δικαιώματος ανακοινώσεως στο κοινό πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με τον έλεγχο των δημοσίων δαπανών δεν καθιστά δυνατό να προσδιοριστεί από ποια άποψη η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών του θεσμικού αυτού οργάνου συνιστά το προσφορότερο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον αιτούντα σκοπού ούτε από ποια άποψη η διαβίβαση αυτή τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό αυτό. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά σε συζήτηση που λαμβάνει χώρα σε σχέση με τέτοιο σύστημα, καθόσον η ύπαρξή της δεν καθιστά δυνατή την απόδειξη της αναγκαιότητας την οποία επικαλείται ο αιτών προκειμένου να επιτύχει τη διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων.

Εντούτοις, εφόσον αποδειχθεί η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το θεσμικό όργανο ή οργανισμός της Ένωσης προς το οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα που περιέχουν τέτοια δεδομένα οφείλει να προβαίνει σε στάθμιση των συμφερόντων των ενδιαφερομένων και να ελέγχει αν υφίσταται κάποιος λόγος βάσει του οποίου να μπορεί να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή ενδέχεται να θίγει τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων, όπως επιβάλλει το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

(βλ. σκέψεις 83, 84, 116, 127)

7.      Στο πλαίσιο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, όσον αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα που κατέχει θεσμικό όργανο σχετικά με την υπαγωγή ορισμένων μελών του σε συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, προκειμένου να παρασχεθεί στον αιτούντα την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά η δυνατότητα να επιτύχει τον σκοπό που συνίσταται στη διαπίστωση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων των μελών, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να προβεί στη διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών τα οποία μετείχαν επίσης στην ολομέλεια κατά τις ημερομηνίες διεξαγωγής σχετικών με το εν λόγω σύστημα ψηφοφοριών και έλαβαν πράγματι μέρος στις ψηφοφορίες αυτές, και να μην περιοριστεί στα ονόματα όσων μελών μετείχαν σε διαδικασίες ονομαστικής ψηφοφορίας. Πράγματι, ανεξαρτήτως του τρόπου ψηφίσεως που χρησιμοποιήθηκε κατά τις ψηφοφορίες που αφορούσαν το σύστημα, όλα τα μέλη του οικείου θεσμικού οργάνου που έλαβαν πράγματι μέρος στην ψηφοφορία και υπάγονταν στο σύστημα μπορούν να επηρεαστούν από το δικό τους προσωπικό συμφέρον. Συναφώς, ο αιτών μπορεί νομίμως να περιοριστεί στην απόδειξη ότι τα μέλη τελούσαν σε τέτοια κατάσταση λόγω της διττής ιδιότητάς τους ως μελών του θεσμικού οργάνου και ως υπαγόμενων στο σύστημα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το οικείο θεσμικό όργανο υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εφόσον κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε η αναγκαιότητα της διαβιβάσεως των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, τα οποία έλαβαν μέρος σε ψηφοφορίες σχετικά με το σύστημα αυτό.

(βλ. σκέψεις 103, 110, 113)

8.      Στο πλαίσιο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η έννοια της συγκρούσεως συμφερόντων, σε σχέση με αίτηση προσβάσεως, δεν αφορά μόνο την περίπτωση κατά την οποία δημόσιος λειτουργός έχει προσωπικό συμφέρον που έχει πράγματι επηρεάσει την αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των επίσημων καθηκόντων του, αλλά επίσης την περίπτωση κατά την οποία το συμφέρον που έχει διαπιστωθεί μπορεί, στην αντίληψη του κοινού, να επηρεάζει κατά τα φαινόμενα την αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των επίσημων καθηκόντων. Εξάλλου, η γνωστοποίηση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων δεν αποσκοπεί αποκλειστικώς στην αποκάλυψη εκείνων των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο δημόσιος λειτουργός άσκησε τα καθήκοντά του έχοντας ως σκοπό την εξυπηρέτηση των προσωπικών του συμφερόντων, αλλά επίσης στην ενημέρωση του κοινού σχετικά με τους κινδύνους συγκρούσεως συμφερόντων που διατρέχουν οι δημόσιοι λειτουργοί, προκειμένου αυτοί, κατά την άσκηση των επίσημων καθηκόντων τους, να δρουν με αμεροληψία, αφού προηγουμένως έχουν δηλώσει, αναλόγως των συνθηκών υπό τις οποίες τελούν, την κατάσταση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων στην οποία έχουν περιέλθει και έχουν επίσης λάβει ή προτείνει μέτρα για την άρση ή την αποτροπή της εν λόγω συγκρούσεως.

(βλ. σκέψεις 106, 109)

9.      Η πραγματοποιούμενη σε σχέση με δημόσια πρόσωπα διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας είναι λυσιτελής προκειμένου να καθοριστεί ο βαθμός προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τον οποίο δικαιούνται δυνάμει του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έστω και αν ο κανονισμός αυτός δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Πράγματι, θα ήταν εντελώς άτοπο να εκτιμάται κατά τον ίδιο τρόπο μια αίτηση διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανεξαρτήτως της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων. Δεδομένου ότι ένα δημόσιο πρόσωπο έχει επιλέξει να εκτίθεται σε τρίτους, ιδιαίτερα στα μέσα ενημερώσεως και, μέσω αυτών, σε ένα σχετικά ευρύ κοινό, αναλόγως του τομέα δραστηριοποιήσεώς του, το στοιχείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος προσβολής των εννόμων συμφερόντων των δημοσίων προσώπων στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 και να πραγματοποιηθεί στάθμιση μεταξύ των συμφερόντων αυτών και της αναγκαιότητας της ζητούμενης διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Στο πλαίσιο αυτό, στην περίπτωση που αίτηση υποβαλλόμενη βάσει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, έχει αντικείμενο την πρόσβαση σε έγγραφα που αφορούν υπαγόμενα σε συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα μέλη ενός θεσμικού οργάνου τα οποία έλαβαν μέρος σε σχετική ψηφοφορία εντός του θεσμικού οργάνου αυτού, για να εκτιμηθεί ο κίνδυνος προσβολής των εννόμων συμφερόντων των εν λόγω μελών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ειδικότερα ο σύνδεσμος που υφίσταται μεταξύ των επίμαχων προσωπικών δεδομένων, ήτοι των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών που έλαβαν μέρος στις σχετικές με αυτό ψηφοφορίες και της βουλευτικής ιδιότητάς τους. Δεδομένου ότι η δυνατότητα συμμετοχής στο σύστημα ισχύει μόνο για τα μέλη, τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα αποτελούν μέρος της δημόσιας σφαίρας των μελών αυτών. Συναφώς, το γεγονός ότι η συμμετοχή στο σύστημα είναι προαιρετική και στηρίζεται σε οικειοθελή υπαγωγή ή ακόμη το γεγονός ότι η συμπληρωματική σύνταξη καταβάλλεται μετά τη λήξη της θητείας δεν ασκούν τόσο καθοριστική επιρροή ώστε τα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να θεωρούνται ότι εντάσσονται στην ιδιωτική σφαίρα των μελών. Επομένως, κατά τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων, τα έννομα συμφέροντα των υπαγόμενων στο σύστημα μελών, τα οποία εμπίπτουν στη δημόσια σφαίρα των μελών αυτών, πρέπει να χαίρουν μικρότερου βαθμού προστασίας από εκείνον του οποίου απολαύουν, σύμφωνα με την εσωτερική λογική του κανονισμού 45/2001, τα συμφέροντα που εμπίπτουν στην ιδιωτική τους σφαίρα.

(βλ. σκέψεις 119-121, 124)

10.    Στο πλαίσιο αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την υπαγωγή ορισμένων μελών του στο συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, υποβαλλόμενης βάσει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται μόνον εφόσον δεν υφίσταται ορισμένος λόγος βάσει του οποίου μπορεί να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή είναι ικανή να θίξει τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων. Συνεπώς, δεδομένου ότι τα έννομα συμφέροντα των υπαγόμενων σε τέτοιο σύστημα μελών, τα οποία εμπίπτουν στη δημόσια σφαίρα των μελών αυτών, χαίρουν μικρότερου βαθμού προστασίας από εκείνον του οποίου απολαύουν, σύμφωνα με την εσωτερική λογική του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, τα συμφέροντα που εμπίπτουν στην ιδιωτική τους σφαίρα, ο μικρότερος βαθμός προστασίας των ονομάτων των εν λόγω μελών έχει ως συνέπεια να προσδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στα συμφέροντα που εξυπηρετεί ο επιδιωκόμενος με τη διαβίβαση σκοπός.

Επομένως, η διαπίστωση δυνητικής συγκρούσεως συμφερόντων των μελών, η οποία αποτελεί τον σκοπό της ζητηθείσας διαβιβάσεως των δεδομένων, καθιστά δυνατή τη διασφάλιση καλύτερου ελέγχου της δράσεως των μελών και της λειτουργίας του οικείου θεσμικού οργάνου της Ένωσης, το οποίο εκπροσωπεί τους λαούς των κρατών μελών, καθώς και την ενίσχυση της διαφάνειας της δράσεώς του. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των υφιστάμενων συμφερόντων, τα οποία αποσκοπούν στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της Ένωσης μέσω της ενισχύσεως της εμπιστοσύνης που μπορούν βασίμως να έχουν οι πολίτες στα θεσμικά όργανα, διαπιστώνεται ότι η διαβίβαση των επίμαχων προσωπικών δεδομένων δεν δύναται να θίξει τα έννομα συμφέροντα των υπαγόμενων στο σύστημα μελών. Η στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα την αποδοχή της αιτήσεως διαβιβάσεως των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών που έλαβαν μέρος στις σχετικές με αυτό ψηφοφορίες, το δε Κοινοβούλιο δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι τα προς διαβίβαση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεμελιώνουν νομικώς δεσμευτικό τεκμήριο υπέρ των εννόμων συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων. Κανένα στοιχείο του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 δεν συνηγορεί υπέρ της αναγνωρίσεως τέτοιου τεκμηρίου, δεδομένου ότι η εκτίμηση της αιτήσεως διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτάσσει τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων, μετά την απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, της υπάρξεως αναγκαιότητας προς διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων.

Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, κατά το μέρος που κρίνει ότι η διαβίβαση των ονομάτων των υπαγόμενων στο σύστημα μελών που έλαβαν μέρος στη σχετική με αυτό ψηφοφορία θίγει τα έννομα συμφέροντά τους.

(βλ. σκέψεις 124-127, 130)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 136-141)