Language of document : ECLI:EU:T:2020:394

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2020 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Εισφορά στο σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων ή στο ενιαίο ταμείο εξυγιάνσεως μέσω αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής – Kαθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ – Ειδικές εποπτικές εξουσίες της ΕΚΤ – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Μέτρο που επιβάλλει την αφαίρεση του συνολικού ποσού των εκκρεμών αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής από τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 – Απουσία εξατομικευμένης εξετάσεως»

Στις υποθέσεις T‑150/18 και T‑345/18,

BNP Paribas, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Gosset‑Grainville, M. Trabucchi και M. Dalon, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από την E. Κουπεπίδου και τους R. Bax και F. Bonnard,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως ECB/SSM/2017‑R0MUWSFPU8MPRO8K5P83/248 της ΕΚΤ, της 19ης Δεκεμβρίου 2017, της αποφάσεως ECB‑SSM‑2018‑FRBNP‑17 της ΕΚΤ, της 26ης Απριλίου 2018, και της αποφάσεως ECB‑SSM‑2019‑FRBNP‑12 της ΕΚΤ, της 14ης Φεβρουαρίου 2019,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Buttigieg, προεδρεύοντα, F. Schalin (εισηγητή), B. Berke, M. J. Costeira και C. Mac Eochaidh, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Κατόπιν της χρηματοπιστωτικής κρίσεως του 2008, η οποία οδήγησε στην κρίση της ζώνης του ευρώ, θεσπίστηκε νέο κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία της σταθερότητας και της ασφάλειας της τραπεζικής δραστηριότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για τη συμπλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ενώσεως και της εσωτερικής αγοράς. Το νέο αυτό πλαίσιο χαρακτηρίζεται από μια ενιαία δέσμη κανόνων, που εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο στα πιστωτικά ιδρύματα όλων των οικείων κρατών μελών. Η τραπεζική ένωση στηρίζεται σε τρεις πυλώνες, και συγκεκριμένα σε ενιαίο εποπτικό μηχανισμό, σε ενιαίο μηχανισμό εξυγιάνσεως και σε ευρωπαϊκό σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων.

2        Η οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρωμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), και ο κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, διορθωτικά ΕΕ 2013, L 208, σ. 68, και ΕΕ 2013, L 321, σ. 6), αποτελούν μέρος της ενιαίας δέσμης κανόνων που μνημονεύεται στη σκέψη 1 ανωτέρω και σχηματίζουν από κοινού το νομικό πλαίσιο που διέπει τις τραπεζικές δραστηριότητες, το πλαίσιο εποπτείας και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Ο κανονισμός 575/2013 υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα να έχουν στην κατοχή τους ορισμένο ποσοστό ιδίων κεφαλαίων αναλόγως του προφίλ κινδύνου τους. Στα κεφάλαια αυτά συγκαταλέγονται τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1, CET 1), δηλαδή αυτά που προορίζονται για να διασφαλίζουν τη συνέχιση των δραστηριοτήτων ενός πιστωτικού ιδρύματος και να αποτρέπουν καταστάσεις αφερεγγυότητας.

3        Οι γενικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 575/2013 συμπληρώνονται από ατομικές ρυθμίσεις για τις οποίες οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις στο πλαίσιο της συνεχούς εποπτείας που ασκούν σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα και επιχείρηση επενδύσεων.

4        Ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63) (ο πρώτος πυλώνας της τραπεζικής ενώσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 1 ανωτέρω), αποσκοπεί στην κατοχύρωση της ασφάλειας και της σταθερότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο εν λόγω κανονισμός αναθέτει στην ΕΚΤ την αρμοδιότητα να εκπληρώνει τα καθήκοντα προληπτικής εποπτείας που μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1. Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού αποτελούμενου από την ΕΚΤ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Ειδικότερα, η ΕΚΤ είναι αρμόδια να διασφαλίζει την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ που χαρακτηρίζονται ως «σημαντικά».

5        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ υποχρεούται να εφαρμόζει όλες τις σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης για την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται. Προς τούτο, η ΕΚΤ υποβάλλει τις αποφάσεις της σε συμμόρφωση με «κάθε νομοθετική ή μη νομοθετική πράξη, μεταξύ των οποίων και εκείνων που αναφέρονται στα άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ» και «[η ΕΚΤ] υπόκειται, ειδικότερα, σε δεσμευτικά ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκπονεί η [Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ)] και εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 του κανονισμού 1093/2010, το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού και τις διατάξεις εκείνες του εν λόγω κανονισμού που αφορούν το ευρωπαϊκό εγχειρίδιο εποπτείας που καταρτίζει η ΕΑΤ σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό».

6        Οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 97 της οδηγίας 2013/36, να θεσπίσουν διαδικασία προληπτικού ελέγχου και εκτιμήσεως (Supervisory Review and Evaluation Process, ΔΕΕΑ), προκειμένου, μεταξύ άλλων, να προσδιορίσουν «κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ιδρύματα καθώς και τα ίδια κεφάλαια τους και η ρευστότητά τους εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους».

7        Επιπλέον, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/36, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 12), καθόρισε στις 19 Δεκεμβρίου 2014 τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κοινές διαδικασίες και μεθοδολογίες που πρέπει να εφαρμόζονται στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ (EBA/GL/2014/13).

8        Ο ενιαίος μηχανισμός εξυγιάνσεως (ο οποίος εμπίπτει στον δεύτερο πυλώνα που μνημονεύεται στη σκέψη 1 ανωτέρω), όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), προβλέπει τη σύσταση ενιαίου ταμείου εξυγιάνσεως στο οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να συνεισφέρουν. Περαιτέρω, μέρος του σχετικού νομικού πλαισίου αποτελεί η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190). Η οδηγία αυτή προβλέπει ειδικό καθεστώς για την πρόληψη και τη διαχείριση των τραπεζικών πτωχεύσεων. Επιβάλλει, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία, σε κάθε κράτος μέλος, ενός μηχανισμού για τη χρηματοδότηση της εξυγιάνσεως σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή του εθνικού ταμείου εξυγιάνσεως, στο οποίο υποχρεούνται να συνεισφέρουν τα πιστωτικά ιδρύματα του οικείου κράτους μέλους.

9        Ο τρίτος πυλώνας της τραπεζικής ενώσεως (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), δηλαδή η δημιουργία ευρωπαϊκού συστήματος εγγυήσεως καταθέσεων, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Εκδόθηκε, ωστόσο, η οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149), η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των καταθετών με την καθιέρωση ενός συστήματος εγγυήσεως που χρηματοδοτείται εκ των προτέρων σε κάθε κράτος μέλος. Το σύστημα αυτό εξασφαλίζει σε κάθε καταθέτη ότι οι αποταμιεύσεις του θα διαφυλάσσονται πλήρως μέχρι το ποσό των 100 000 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο.

10      Όσον αφορά τη χρηματοδότηση του ενιαίου ταμείου εξυγιάνσεως και των συστημάτων εγγυήσεως καταθέσεων που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι υποχρεωτικές εισφορές των πιστωτικών ιδρυμάτων στο ενιαίο ταμείο εξυγιάνσεως και στο σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων μπορούν να καταβληθούν είτε μέσω άμεσης καταβολής είτε μέσω αμετάκλητης δεσμεύσεως πληρωμής (στο εξής: ΑΔΠ).

11      Το άρθρο 70, παράγραφος 3, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που επιλέγουν να καταβάλουν εισφορές μέσω αναλήψεως ΑΔΠ δεσμεύονται να καταβάλουν το ποσό της εισφοράς στο ενιαίο ταμείο εξυγιάνσεως και στο σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων μόλις τους υποβληθεί σχετικό αίτημα.

12      Κατά το άρθρο 70, παράγραφος 3, του κανονισμού 806/2014, οι ΑΔΠ πρέπει να καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις περιουσιακών στοιχείων χαμηλού κινδύνου που δεν βαρύνονται από τυχόν δικαιώματα τρίτων μερών (τα οποία τίθενται στη διάθεση των αρχών εξυγιάνσεως ή του συστήματος εγγυήσεως καταθέσεων) και τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η απαίτηση αυτή περιλαμβάνεται επίσης στο άρθρο 103, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 και στο άρθρο 13, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59 όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44). Η εγγύηση λαμβάνει στην πράξη τη μορφή καταθέσεως μετρητών ποσού αντίστοιχου με εκείνο της ΑΔΠ, που τίθεται στη διάθεση των αρχών εξυγιάνσεως ή του συστήματος εγγυήσεως καταθέσεων, όπως προκύπτει από την απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, το 2016, και από τη γαλλική νομοθεσία με την οποία μεταφέρθηκε η οδηγία 2014/49 στο εσωτερικό δίκαιο.

13      Τέλος, επισημαίνεται ότι η ΕΑΤ καθόρισε στις 11 Σεπτεμβρίου 2015 κατευθυντήριες γραμμές για τις δεσμεύσεις πληρωμής βάσει της οδηγίας 2014/49 (EBA/GL/2015/09) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές περί των δεσμεύσεων πληρωμής).

14      Οι κατευθυντήριες γραμμές περί των δεσμεύσεων πληρωμής, προς τις οποίες η ΕΚΤ δήλωσε ότι συμμορφώνεται, επιβεβαιώνουν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ΑΔΠ ενδέχεται να υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία. Συγκεκριμένα, από τα σημεία 31 έως 33 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών προκύπτουν τα εξής:

«31.      Η προληπτική [μεταχείριση] των δεσμεύσεων πληρωμής πρέπει να αποσκοπεί στη διασφάλιση συνθηκών ισότιμου ανταγωνισμού και στον μετριασμό της επίδρασης των εν λόγω δεσμεύσεων που ενισχύει τις [προ]κυκλικές τάσεις ανάλογα με τη λογιστική [μεταχείριση] των δεσμεύσεων αυτών.

32.      Στις περιπτώσεις όπου η λογιστική [μεταχείριση] έχει ως αποτέλεσμα η δέσμευση πληρωμών να αντανακλάται πλήρως στον ισολογισμό (ως υποχρέωση) ή η συμφωνία ασφάλειας να αντανακλάται πλήρως στην κατάσταση αποτελεσμάτων, δεν πρέπει να απαιτείται η ad‑hoc προληπτική [μεταχείριση] για μετριασμό των επιδράσεων που ενισχύουν τις [προ]κυκλικές τάσεις.

33.      Αντίθετα, στις περιπτώσεις όπου η λογιστική [μεταχείριση] έχει ως αποτέλεσμα η δέσμευση πληρωμής και η συμφωνία ασφάλειας να μένουν εκτός ισολογισμού, οι αρμόδιες αρχές πρέπει, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ), να αξιολογούν τους κινδύνους στους οποίους θα μπορούσαν να εκτεθούν οι θέσεις κεφαλαίων και ρευστότητας του πιστωτικού ιδρύματος, σε περίπτωση που το ΣΕΚ απαιτήσει από το ίδρυμα να καταβάλει το ποσό της δέσμευσής του σε μετρητά και ασκήσει τις κατάλληλες εξουσίες προκειμένου να διασφαλίσει ότι η επίδραση που ενισχύει τις [προ]κυκλικές τάσεις μετριάζεται με την εφαρμογή πρόσθετων απαιτήσεων κεφαλαίων/ρευστότητας.»

 Ιστορικό της διαφοράς

15      Η προσφεύγουσα, BNP Paribas, αποτελεί σημαντική οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013 και υπόκειται στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ από τις 4 Νοεμβρίου 2014.

16      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2017, η ΕΚΤ απέστειλε στην προσφεύγουσα σχέδιο αποφάσεως μετά την ολοκλήρωση της ΔΕΕΑ με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τις ΑΔΠ. Το σχέδιο περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την προληπτικής εποπτείας απαίτηση να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των εκκρεμών ΑΔΠ από τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1. Η προσφεύγουσα κλήθηκε να λάβει θέση επί του σχεδίου αυτού.

17      Με επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της.

18      Στις 19 Δεκεμβρίου 2017, η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση ECB/SSM/2017‑R0MUWSFPU8MPRO8K5P83/248, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 16 του κανονισμού 1024/2013, σύμφωνα με την οποία τα συνολικά ποσά των ΑΔΠ έναντι των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων ή των κεφαλαίων εξυγιάνσεως πρέπει να αφαιρεθούν από τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 (στο εξής: απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2017).

19      Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2017 ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου επανεξετάσεως της ΕΚΤ, το οποίο εξέδωσε γνώμη στις 19 Μαρτίου.

20      Στις 26 Απριλίου 2018, η ΕΚΤ αποφάσισε, κατόπιν της γνώμης του διοικητικού συμβουλίου επανεξετάσεως, να αντικαταστήσει την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2017 με την απόφαση ECB‑SSM‑2018‑FRBNP‑17 (στο εξής: απόφαση της 26ης Απριλίου 2018). Το τμήμα της αποφάσεως αυτής που αφορά τις ΑΔΠ παρέμεινε αμετάβλητο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑150/18.

22      Το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση T‑150/18 κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 30 Μαΐου, στις 7 Σεπτεμβρίου και στις 24 Οκτωβρίου 2018.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Ιουνίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 26ης Απριλίου 2018, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑345/18.

24      Το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην υπόθεση T‑345/18 κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 26 Ιουλίου, στις 20 Σεπτεμβρίου και στις 5 Νοεμβρίου 2018.

25      Κατόπιν προτάσεως του δευτέρου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, να παραπέμψει τις υποθέσεις T‑150/18 και T‑345/18 ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

26      Στις 23 Απριλίου 2019, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως ECB‑SSM‑2019‑FRBNP‑12 της ΕΚΤ, της 14ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία αντικατέστησε την απόφαση της 26ης Απριλίου 2018 από 1ης Μαρτίου 2019 και επέβαλε το ίδιο μέτρο μειώσεως (στο εξής: απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019), η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα προσαρμογής με το οποίο ζητεί επίσης τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 26ης Απριλίου 2018.

27      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 2019, οι υπό κρίση υποθέσεις ανατέθηκαν σε νέο εισηγητή δικαστή, μέλος του δεύτερου τμήματος.

28      Με επιστολή της 17ης Μαΐου 2019, η ΕΚΤ υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος προσαρμογής και ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής στο σύνολό της.

29      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

30      Με διάταξη της 5ης Αυγούστου 2019, ο πρόεδρος του δευτέρου πενταμελούς τμήματος αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

31      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019.

32      Στην υπόθεση Τ‑150/18, η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα σημεία 9.1 έως 9.3 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2017·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

33      Στην υπόθεση T‑150/18, η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

34      Στην υπόθεση Τ‑345/18, η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα σημεία 9.1 έως 9.3 της αποφάσεως της 26ης Απριλίου 2018·

–        να ακυρώσει τα σημεία 8.1 έως 8.4 της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

35      Στην υπόθεση T‑345/18, η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Προσβαλλόμενες αποφάσεις

36      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 18, 20 και 26 ανωτέρω, με τις αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2017, της 26ης Απριλίου 2018 και της 14ης Φεβρουαρίου 2019 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις), η ΕΚΤ υποχρέωσε την προσφεύγουσα να αφαιρέσει από τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 ποσό αντίστοιχο με αυτό των ΑΔΠ έναντι των συστημάτων εγγυήσεως καταθέσεων ή των κεφαλαίων εξυγιάνσεως.

37      Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, η ΕΚΤ έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να διασφαλιστεί σταθερή κάλυψη των κινδύνων στους οποίους εξέθεταν την προσφεύγουσα οι ΑΔΠ, λόγω της μεταχείρισής τους ως στοιχείων εκτός ισολογισμού. Στο σημείο 8.2 της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019, η ΕΚΤ προσδιόρισε το ποσό της αφαιρέσεως κατ’ εφαρμογήν του ακόλουθου τύπου: CET1aj = CET1non aj – c. Στον εν λόγω τύπο, ως «CET1aj» προσδιορίζονταν τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 της υποκείμενης σε προληπτική εποπτεία οντότητας κατόπιν προσαρμογής, ως «CET1non aj» προσδιορίζονταν τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 της οντότητας αυτής πριν την προσαρμογή και ως «c» προσδιοριζόταν το χαμηλότερο ποσό μεταξύ, αφενός, της εύλογης αξίας των βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού ή των εγγυήσεων σε μετρητά που δόθηκαν προς διασφάλιση του συνολικού ποσού των ανεξόφλητων ΑΔΠ της συγκεκριμένης υποκείμενης σε προληπτική εποπτεία οντότητας, και αφετέρου, του ονομαστικού ποσού των συνολικών ανεξόφλητων ΑΔΠ της συγκεκριμένης υποκείμενης σε προληπτική εποπτεία οντότητας οι οποίες εξασφαλίζονταν με εγγυήσεις.

38      Συναφώς, η ΕΚΤ στήριξε την εκτίμησή της, όπως προκύπτει από το σημείο 8.3 της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019, στην ακόλουθη αιτιολογία:

«[Ο]ι εγγυήσεις σε μετρητά που παρέχονται προς εξασφάλιση των ΑΔΠ δεν είναι διαθέσιμες έως ότου πραγματοποιηθεί η πληρωμή κατόπιν αιτήσεως της αρχής εξυγίανσης ή του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων:

–        αν η πληρωμή αυτή πραγματοποιηθεί, οι ανεξόφλητες ΑΔΠ καταχωρίζονται ως επιβαρύνσεις που έχουν αρνητική επίδραση στα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1, υπό την έννοια ότι οι παρασχεθείσες εγγυήσεις σε μετρητά θα καταστούν διαθέσιμες μόνον όταν η πληρωμή σε μετρητά θα έχει ήδη αντίκτυπο στα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1·

–        αν η πληρωμή αυτή δεν πραγματοποιηθεί, η αρχή εξυγιάνσεως ή το σύστημα εγγυήσεως καταθέσεως θα χρησιμοποιήσει τις παρασχεθείσες εγγυήσεις σε μετρητά, γεγονός που θα έχει άμεση επίπτωση στα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1.

Κατά συνέπεια, […] οι εγγυήσεις σε μετρητά δεν θα είναι ποτέ διαθέσιμες για την κάλυψη ζημιών τις οποίες ενδέχεται να υφίσταται τακτικά η οντότητα που υπόκειται σε προληπτική εποπτεία. Περαιτέρω, τόσο η αρχή εξυγιάνσεως όσο και το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων μπορούν να επιβάλουν την εκτέλεση των ΑΔΠ στην περίπτωση που ένα συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε διαδικασία εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως, με αποτέλεσμα η καταβολή σε μετρητά των ανεξόφλητων ποσών της ΑΔΠ να καταγραφεί ως ζημία η οποία επηρεάζει αρνητικά τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1, πράγμα που μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια περιόδου συστηματικών εντάσεων που συνοδεύονται από ενδεχόμενες επιδράσεις που ενισχύουν τις προκυκλικές τάσεις. Επομένως, το ποσό για το οποίο παρέχονται εγγυήσεις σε μετρητά πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν είναι διαθέσιμο για την κάλυψη των ζημιών του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος. Επί του παρόντος, τούτο δεν εμφανίζεται στα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 της οντότητας που υπόκειται σε προληπτική εποπτεία, οπότε δεν υφίσταται ακριβής εικόνα της πραγματικής χρηματοοικονομικής της σταθερότητας και των κινδύνων που διατρέχει όσον αφορά τη χρήση των ΑΔΠ.»

39      Οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι η απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019 είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με τις αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2017 και της 26ης Απριλίου 2018 όσον αφορά τόσο το διατακτικό όσο και το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται.

40      Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή στις ΑΔΠ δημιουργούσε την προβληματική κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γ ʹ, του κανονισμού 1024/2013 και ότι, προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα αυτό, μπορούσε να ασκήσει τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού αυτού προκειμένου να απαιτήσει από κάθε αποδέκτη των αποφάσεων αυτών να εφαρμόζει στα στοιχεία του ενεργητικού του ειδική πολιτική προβλέψεως ή ειδική μεταχείριση όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

 Σκεπτικό

41      Το Γενικό Δικαστήριο, αφού άκουσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τις απόψεις των κυρίων διαδίκων επί του ζητήματος αυτού, αποφασίζει να ενώσει τις υπό κρίση υποθέσεις προς έκδοση κοινής αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Κανονισμού Διαδικασίας.

42      Στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών με αίτημα τη μερική ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται έλλειψη νομικής βάσεως, στο μέτρο που η ΕΚΤ επέβαλε απαίτηση για προληπτική εποπτεία γενικής ισχύος, ενώ η εξουσία αυτή ανήκει αποκλειστικά στον νομοθέτη. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο, απορρέουσα από εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες επιτρέπουν την χρησιμοποίηση ΑΔΠ, και στέρηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των διατάξεων αυτών. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται σφάλμα εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

43      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομικής βάσεως, στηρίζεται σε δύο αιτιάσεις. Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων που διέπουν την εκ μέρους της ΕΚΤ άσκηση του καθήκοντος της προληπτικής εποπτείας, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επιβάλλουν νέα απαίτηση για προληπτική εποπτεία γενικής ισχύος. Η ΕΚΤ δεν προέβη σε καμία εκτίμηση των κινδύνων φερεγγυότητας και ρευστότητας της προσφεύγουσας και δεν αξιολόγησε το προφίλ κινδύνου της προσφεύγουσας.

44      Η δεύτερη αιτίαση στηρίζεται σε υπέρβαση, εκ μέρους της ΕΚΤ, των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και στο άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013. Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013, καθόσον η ΕΚΤ δεν απέδειξε με ποιον τρόπο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που έθεσε σε εφαρμογή η προσφεύγουσα, καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα που αυτή διέθετε, δεν εξασφάλιζαν την υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων της, δεδομένου ότι η ΕΚΤ περιορίστηκε στην κατάρτιση καταλόγου εκτιμήσεων γενικής και αόριστης φύσεως. Δεύτερον, προβάλλει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1024/2013 προβλέπει ότι η ΕΚΤ μπορεί να επιβάλει στα πιστωτικά ιδρύματα ειδικές απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων μόνον όταν οι διατάξεις των οικείων κανονισμών και της οδηγίας 2013/36 παρέχουν ρητώς στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα αυτή. Όμως, καμία διάταξη δεν επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να επιβάλουν απαίτηση πρόσθετου κεφαλαίου μέσω κατ’ αποκοπήν αφαιρέσεως για στοιχεία εκτός ισολογισμού. Συγκεκριμένα, η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση δεν προβλέπει πλήρη και μόνιμη αφαίρεση των ΑΔΠ. Αφαίρεση από τα ίδια κεφάλαια προβλέπεται μόνο στο άρθρο 36 του κανονισμού 575/2013. Τρίτον και εν πάση περιπτώσει, η αφαίρεση μπορεί να εφαρμοστεί, κατά το άρθρο 104, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/36 και το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, μόνο σε στοιχεία του ενεργητικού και όχι σε στοιχεία εκτός ισολογισμού. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΔΕΕΑ προβλέπουν τη δυνατότητα επιβολής απαιτήσεως πρόσθετου κεφαλαίου είτε με απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων είτε με μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36, δηλαδή την ειδική μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού που είναι εγγεγραμμένα στον ισολογισμό.

45      Η ΕΚΤ αντικρούει τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως. Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, υπογραμμίζει ότι δεν επέβαλε κανέναν νέο και γενικό κανόνα, ισχυρίζεται δε ότι η προληπτική μεταχείριση των ΑΔΠ είναι ξένη προς τις διατάξεις που τις διέπουν (την οδηγία 2014/49 και τον κανονισμό 806/2014). Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας προληπτικής εποπτείας και αξιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1024/2013, τηρουμένου του άρθρου 16, παράγραφος l, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, αρνείται ότι δεν διενεργήθηκε εξατομικευμένη εξέταση, υπογραμμίζοντας ότι το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων δεν επηρεάζει την ύπαρξη κινδύνου ο οποίος δικαιολογεί τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, δεδομένου ότι ο κίνδυνος αυτός συνίσταται στο ότι τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 που είναι πράγματι διαθέσιμα δεν παρέχουν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να καλύψει επίπεδο κινδύνου αντίστοιχο με εκείνο που θα έπρεπε να καλυφθεί από τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1, όπως αυτά εμφανίζονται στον ισολογισμό της.

46      Περαιτέρω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αποτελούν απλώς δέσμη ατομικών αποφάσεων αντιτάξιμων μόνο στους αποδέκτες τους και οι οποίες καθορίζουν για κάθε οντότητα ιδιαίτερες απαιτήσεις, τα αποτελέσματα των οποίων διαφέρουν για καθεμία από αυτές. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα είναι εκτεθειμένα στους ίδιους κινδύνους, τα μέτρα πρέπει λογικά να διατυπώνονται με πανομοιότυπο τρόπο.

47      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η ΕΚΤ αρνείται ότι υπερέβη τις εξουσίες που διαθέτει βάσει της νομοθεσίας, υποστηρίζοντας ότι έκανε ορθή χρήση των προνομίων της παρέχοντας στο πιστωτικό ίδρυμα τη δυνατότητα να καλύψει ορθώς τους κινδύνους στους οποίους ήταν εκτεθειμένο. Το επίμαχο μέτρο στηρίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα, κατά την ΕΚΤ, από την εξέταση της ατομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας προέκυψε ότι ορισμένοι κίνδυνοι στους οποίους ήταν εκτεθειμένη δεν καλύπτονταν ορθώς. Η διαπίστωση αυτή αρκεί για να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα τελούσε σε μία από τις καταστάσεις που περιγράφονται στο άρθρο αυτό και δικαιολογεί την επιβολή μέτρου για την αντιμετώπιση της καταστάσεως αυτής.

48      Περαιτέρω, το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013 επιτρέπει στην ΕΚΤ να επιβάλει «ειδική μεταχείριση από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων» και η αφαίρεση της ΑΔΠ συνιστά μια τέτοια μεταχείριση. Επομένως, δεδομένου ότι το μέτρο της αφαιρέσεως εμπίπτει στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα, η εκ μέρους της προσφεύγουσας αναφορά στο άρθρο 36 του κανονισμού 575/2013 και στον κατάλογο αφαιρέσεων από τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1, τον οποίο το άρθρο αυτό θεσπίζει, δεν ασκεί επιρροή. Τέλος, κατά την ΕΚΤ και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι ΑΔΠ, ως στοιχεία εκτός ισολογισμού, μπορούν να υπαχθούν σε μέτρα προληπτικής εποπτείας. Η ΕΚΤ παραπέμπει συναφώς, μεταξύ άλλων, στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ οι οποίες την υποχρεώνουν να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την κάλυψη του προκυκλικού κινδύνου, αν η υποχρέωση πληρωμής και η εγγύηση που τη συνοδεύουν δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό. Κατά την ΕΚΤ, η ΕΑΤ θεωρεί ότι δεν υφίσταται κανένας προκυκλικός κίνδυνος απλώς και μόνον επειδή οι ΑΔΠ υπόκεινται σε πανομοιότυπη λογιστική μεταχείριση με εκείνη της εισφοράς σε μετρητά. Η ΕΚΤ υπενθυμίζει επίσης ότι η εγγύηση που συνοδεύει τις ΑΔΠ αποτελεί στοιχείο του ενεργητικού καταχωρισθέν στον ισολογισμό του ιδρύματος. Επομένως, η εν λόγω δέσμευση αντανακλάται στην εγγύηση που τη συνοδεύει, πράγμα που συνεπάγεται ότι οι δεσμεύσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αδιαίρετο σύνολο.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με ενδεχόμενη έλλειψη νομικής βάσεως

49      Όσον αφορά τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, όπως αναφέρουν και οι διάδικοι της υπό κρίση διαφοράς,  πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των υποχρεώσεων κανονιστικής φύσεως, οι οποίες αποκαλούνται επίσης, στο πλαίσιο αυτό, «πυλώνας 1», και, αφετέρου, των πρόσθετων μέτρων προληπτικής εποπτείας, τα οποία αποκαλούνται, στο πλαίσιο αυτό, «πυλώνας 2».

50      Επομένως, οι γενικές ελάχιστες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας καθορίζονται από τον νομοθέτη και περιλαμβάνονται κυρίως στον κανονισμό 575/2013, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη σκέψη 2 ανωτέρω. Ο εν λόγω κανονισμός καθορίζει απαιτήσεις όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια για όλα τα υποκείμενα στον φόρο πιστωτικά ιδρύματα. Εξ αυτών προκύπτει ότι κάθε ίδρυμα πρέπει να διαθέτει, ανά πάσα στιγμή, επαρκές επίπεδο ιδίων κεφαλαίων. Περαιτέρω, όσον αφορά τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1, ο κανονισμός 575/2013 καθορίζει τα κεφαλαιακά μέσα που μπορούν να συμπεριληφθούν στα κεφάλαια αυτά και απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τα φίλτρα προληπτικής εποπτείας που μνημονεύονται στα άρθρα 32 έως 35 του κανονισμού αυτού, τα οποία συνίστανται ιδίως στον αποκλεισμό ορισμένων στοιχείων, στη διόρθωση της αξίας τους ή στην αφαίρεση από τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 των στοιχείων που απαριθμούνται στα άρθρα 36 έως 47 του ίδιου κανονισμού.

51      Συγκεκριμένα, το άρθρο 26, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 575/2013 απαριθμεί ως βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 τα ακόλουθα: «α) τα κεφαλαιακά μέσα […]· β) τους λογαριασμούς των πριμ εκπομπών που συνδέονται με τα [κεφαλαιακά] μέσα· γ) τα κέρδη εις νέον· δ) τα συσσωρευμένα λοιπά συνολικά έσοδα· ε) τα λοιπά αποθέματα· στ) τα κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους». Τα εν λόγω βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον αξιόπιστων κεφαλαίων που διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν αμέσως και χωρίς περιορισμό.

52      Στο άρθρο 36 του κανονισμού 575/2013 προβλέπεται ότι από τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 πρέπει να αφαιρούνται διάφορα στοιχεία, στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα αρνητικά αποτελέσματα της τρέχουσας χρήσεως, τα άυλα στοιχεία ενεργητικού, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται στη μελλοντική κερδοφορία και οι συμμετοχές σε άλλα πιστωτικά ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

53      Πέραν των εν λόγω προληπτικών προσαρμογών που εφαρμόζονται γενικώς στο σύνολο των πιστωτικών ιδρυμάτων, το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στον επόπτη, εν προκειμένω στην ΕΚΤ, να επιβάλει κατά περίπτωση και άλλα μέτρα, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης καταστάσεως κάθε ιδρύματος, ιδίως στο πλαίσιο της αποστολής του που συνίσταται στη διενέργεια προληπτικών ελέγχων σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1024/2013.

54      Όσον αφορά το ζήτημα αν η ΕΚΤ υπερέβη την αρμοδιότητά της καθόσον επέβαλε απαίτηση προληπτικής εποπτείας γενικής ισχύος, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι η ΕΚΤ δεν έχει κανονιστική εξουσία στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα, ο οποίος αφορά υποχρεώσεις κανονιστικής φύσεως, η δε εξουσία αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης.

55      Συγκεκριμένα, η αρμοδιότητα της ΕΚΤ εξαρτάται, στο πλαίσιο των καθηκόντων της προληπτικής εποπτείας, ιδίως εκείνων που ασκεί δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1024/2013, από τη διενέργεια εξατομικευμένης εξετάσεως προκειμένου να εξακριβωθεί απευθείας η επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των εποπτευόμενων οντοτήτων σε άμεση συνάφεια με τους κινδύνους στους οποίους αυτές εκτίθενται ή θα μπορούσαν να εκτεθούν. Μετά τη διενέργεια των ελέγχων αυτών, η ΕΚΤ δύναται, βάσει των τρωτών σημείων και των αδυναμιών που εντοπίστηκαν, να επιβάλει διορθωτικά μέτρα.

56      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, κατά την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, οι ενέργειες της ΕΚΤ εντάσσονται εντός του πλαισίου των ελέγχων και των προληπτικών αξιολογήσεων που εμπίπτουν στον δεύτερο πυλώνα. Συγκεκριμένα, πρώτον, στο εισαγωγικό μέρος των προσβαλλομένων αποφάσεων, η ΕΚΤ επισήμανε ότι άσκησε την προληπτική εποπτεία δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος l, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1024/2013. Κατά τη διάταξη αυτή, στην ΕΚΤ ανατίθεται η αποκλειστική αρμοδιότητα να ασκεί το καθήκον διενέργειας προληπτικών ελέγχων με σκοπό να εξακριβώνει αν οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαια που κατέχουν διασφαλίζουν την ορθή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους, βάσει δε αυτού του προληπτικού ελέγχου, η ΕΚΤ έχει την αρμοδιότητα να επιβάλει στα πιστωτικά ιδρύματα, μεταξύ άλλων, ειδικές απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας και άλλα μέτρα, εφόσον οι σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης παρέχουν ρητώς στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα αυτή.

57      Δεύτερον, από τα σημεία που αφορούν τις ΑΔΠ στις προσβαλλόμενες αποφάσεις και τα οποία αφορά το αίτημα μερικής ακυρώσεως, δηλαδή το σημείο 9 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2017, το σημείο 9 της αποφάσεως της 26ης Απριλίου 2018 και το σημείο 8 της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019, προκύπτει ότι η ΕΚΤ στήριξε την επιβολή αφαιρέσεως των ΑΔΠ από τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 σε δύο διατάξεις.

58      Πρόκειται, αφενός, για το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι, για την εκπλήρωση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ διαθέτει εξουσίες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, δυνάμει των οποίων μπορεί να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων που διαπιστώνονται σε ορισμένες περιπτώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται και η περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα που διαθέτει, δεν διασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων του.

59      Αφετέρου, πρόκειται για το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, στο οποίο στηρίζεται το σημείο 9 των αποφάσεων της 19ης Δεκεμβρίου 2019 και της 26ης Απριλίου 2018 και το σημείο 8 της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η ΕΚΤ έχει, ειδικότερα, την εξουσία να απαιτεί από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεως ή ειδική μεταχείριση στα στοιχεία του ενεργητικού τους όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.

60      Επομένως, η ενέργεια της ΕΚΤ εντάσσεται στο πλαίσιο των εξουσιών προληπτικής εποπτείας που εμπίπτουν στον δεύτερο πυλώνα. Συνεπώς, το μέτρο που έλαβε η ΕΚΤ δεν στερείται νομικής βάσεως. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που, με την πρώτη αιτίαση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προέβαλε έλλειψη νομικής βάσεως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με την ενδεχόμενη απουσία εξατομικευμένης εξετάσεως

61      Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, πρέπει να εξεταστεί αν η ΕΚΤ άσκησε, εν προκειμένω, ορθώς τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του δεύτερου πυλώνα. Συναφώς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 58 και 59 ανωτέρω, η ΕΚΤ, προκειμένου να ασκήσει τις εξουσίες που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, οφείλει να προβαίνει σε εξατομικευμένη εξέταση της κατάστασης κάθε πιστωτικού ιδρύματος, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσει αν «οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα που αυτό διαθέτει δεν διασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων του».

62      Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί, βάσει του σκεπτικού που περιλαμβάνεται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, με ποιον τρόπο η ΕΚΤ άσκησε, εν προκειμένω, τις εξουσίες της ελέγχου και προληπτικής αξιολογήσεως όσον αφορά την προσφεύγουσα.

63      Από το σκεπτικό που ακολούθησε εν προκειμένω η ΕΚΤ, όπως αυτό παρατίθεται στη σκέψη 38 ανωτέρω, προκύπτει ότι ο κίνδυνος τον οποίο εντόπισε συνίστατο σε υπερεκτίμηση των βασικών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1, κίνδυνος που οφειλόταν στο γεγονός ότι οι ΑΔΠ αντιμετωπίζονταν ως στοιχείο εκτός ισολογισμού και δεν εγγράφονταν, ως εκ τούτου, στο παθητικό του ισολογισμού του πιστωτικού ιδρύματος, και στο ότι η εγγύηση που είναι συνδεδεμένη με τις ΑΔΠ δεν είναι διαθέσιμη έως την πληρωμή τους.

64      Συγκεκριμένα, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνει μια ΑΔΠ, τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 του ιδρύματος αυτού παραμένουν αμετάβλητα. Ωστόσο, τα μεταβιβαζόμενα βάσει της εγγυήσεως ποσά δεν μπορούν πλέον να διατεθούν για τη συνεχή κάλυψη των ενδεχομένων ζημιών από τη δραστηριότητα.

65      Δεδομένου ότι ο κίνδυνος έγκειται, κατά την ΕΚΤ, στη διαφορά μεταξύ του εμφανιζόμενου από το εν λόγω ίδρυμα ποσού των βασικών ιδίων κεφαλαίων του κατηγορίας 1 και του πραγματικού ύψους των ζημιών που το ίδρυμα αυτό μπορεί να επωμιστεί, η ΕΚΤ, στο πλαίσιο της ασκήσεως προληπτικής εποπτείας, εκτίμησε, όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις που συνοψίζονται στις σκέψεις 38 και 40 ανωτέρω, ότι μια τέτοια κατάσταση δεν παρείχε ακριβή εικόνα της πραγματικής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του οικείου πιστωτικού ιδρύματος ούτε των κινδύνων που διέτρεχε το ίδρυμα αυτό όσον αφορά τη χρήση των ΑΔΠ.

66      Διαπιστώνεται ότι το σκεπτικό της ΕΚΤ δεν είναι εντελώς ασαφές, δεδομένου ότι στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα έκανε χρήση των ΑΔΠ και χαρακτηρίζει τις εν λόγω ΑΔΠ ως στοιχεία εκτός ισολογισμού.

67      Λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της σημασίας των βασικών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ιδρυμάτων και, γενικότερα, στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν αμφισβητείται η ύπαρξη του κινδύνου που εντόπισε η ΕΚΤ, κινδύνου ο οποίος επιβεβαιώνεται άλλωστε από τις κατευθυντήριες γραμμές περί των δεσμεύσεων πληρωμής της ΕΑΤ. Συγκεκριμένα, από τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω) προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, οφείλουν να αξιολογούν, στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ, τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι θέσεις ιδίων κεφαλαίων και ρευστότητας ενός πιστωτικού ιδρύματος που μεταχειρίζεται τις ΑΔΠ του ως στοιχεία εκτός ισολογισμού.

68      Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται συναφώς ότι οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι, όσον αφορά το σχέδιο λογιστικής μεταχείρισης, οι ΑΔΠ καταχωρίζονται κατά κανόνα, όπως εν προκειμένω, ως στοιχεία εκτός ισολογισμού και όχι ως ζημίες, μειώνοντας αντιστοίχως τα βασικά ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1, μόνον τη στιγμή κατά την οποία το πιστωτικό ίδρυμα θα υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό σε ένα από τα οικεία ταμεία.

69      Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι αντικείμενο του επίμαχου μέτρου αφαιρέσεως δεν αποτελούν οι ΑΔΠ αυτές καθαυτές, αλλά τα ποσά που ορίστηκαν ως εγγύηση, όπως προκύπτει επίσης από το σημείο 8.2 της αποφάσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2019. Τα ποσά που ορίζονται ως εγγύηση αποτελούν κατά κανόνα στοιχείο του ενεργητικού που έχει καταχωριστεί στον ισολογισμό του πιστωτικού ιδρύματος. Πράγματι, οι εγγυήσεις των ΑΔΠ είναι υποχρεωτικά στοιχεία ρευστότητας που παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο. Οι εγγυήσεις αυτές λαμβάνουν στην πράξη τη μορφή καταθέσεως σε μετρητά ποσού αντίστοιχου με αυτό των ΑΔΠ, το οποίο μπορεί να διατεθεί ελεύθερα από τις αρχές εξυγιάνσεως ή από το σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων. Με άλλα λόγια, οι ΑΔΠ αντιστοιχούν στην παρεχόμενη εγγύηση, τα δε δύο αυτά στοιχεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και, επομένως, δεν μπορούν να εξεταστούν χωριστά.

70      Συνεπώς, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ως προς το σημείο αυτό ότι η προληπτική μεταχείριση των ΑΔΠ, και επομένως της εγγυήσεως που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτές, μπορούσε να οδηγήσει στην εφαρμογή ενός από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, και τούτο παρά το γεγονός ότι, λογιστικώς, οι ΑΔΠ καταχωρίζονται ως στοιχεία εκτός ισολογισμού.

71      Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο, δεδομένου ότι οι ΑΔΠ χαρακτηρίζονται ως στοιχεία εκτός ισολογισμού, δεν μπορεί, για τον λόγο αυτόν, να εφαρμοστεί σε αυτές η ειδική πολιτική που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013.

72      Πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, η ΕΚΤ προέβη στην εξατομικευμένη εξέταση του προφίλ κινδύνου της προσφεύγουσας, όπως επιβάλλει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013 (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω), και, ειδικότερα, αν οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφάρμοσε η προσφεύγουσα και τα ίδια κεφάλαια και τα αποθέματα ρευστότητας που διέθετε δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τον κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενο κίνδυνο που προέκυπτε από τη λογιστική μεταχείριση των ΑΔΠ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού και από τη μη ύπαρξη συνδεδεμένης με αυτές εγγύησης.

73      Συναφώς, η προσφεύγουσα και η ΕΚΤ έχουν αντίθετες απόψεις όσον αφορά την εξέταση στην οποία προέβη η ΕΚΤ.

74      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι εξέτασε το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το σκεπτικό της ΕΚΤ στηρίζεται αποκλειστικά σε εκτιμήσεις γενικής φύσεως και όχι σε κάποια in concreto εξέταση με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ενός συγκεκριμένου ιδρύματος. Κατά την προσφεύγουσα, αν είχε διεξαχθεί μια τέτοια εξέταση, θα αποδεικνυόταν ότι το ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 το οποίο διέθετε ήταν επαρκές για να αντιμετωπιστούν ενδεχόμενες ζημίες που θα μπορούσε να υποστεί σε περίπτωση που καλούνταν να καταβάλει τις ΑΔΠ που είχε αναλάβει.

75      Εν προκειμένω, από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό της ΑΔΠ και ότι μεταχειρίστηκε την ΑΔΠ ως στοιχείο εκτός ισολογισμού, ενώ η σχετική εγγύηση περιλαμβανόταν στον ισολογισμό ως στοιχείο του ενεργητικού. Η ΕΚΤ προσδιόρισε, με την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, το συνολικό ποσό των εκκρεμών ΑΔΠ για τις οποίες η προσφεύγουσα παρείχε εγγυήσεις σε μετρητά, τόσο σε ενοποιημένο επίπεδο όσο και ανά πιστωτικό ίδρυμα του ομίλου της προσφεύγουσας. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ποσοστό του ποσού της έκθεσης σε κίνδυνο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 92, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ΕΚΤ προσδιόρισε το επίπεδο εκθέσεως της προσφεύγουσας στον κίνδυνο που προκύπτει από την ανάληψη των ΑΔΠ. Από τη δικογραφία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, μολονότι δεν περιλαμβάνεται τέτοιος υπολογισμός στις αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2017 και της 26ης Απριλίου 2018, η ΕΚΤ διέθετε, κατά τον χρόνο εκδόσεως των αποφάσεων αυτών, τις σχετικές για την αξιολόγησή του πληροφορίες.

76      Ωστόσο, από το σκεπτικό της ΕΚΤ προκύπτει ότι η λογιστική μεταχείριση των ΑΔΠ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού είναι καθεαυτή προβληματική, καθόσον η μεταχείριση αυτή συνεπάγεται εξ ορισμού υπερτίμηση των βασικών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1. Η θέση της ΕΚΤ προκύπτει κυρίως από τα δικόγραφα που κατέθεσε και από τις δηλώσεις στις οποίες προέβη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ δήλωσε ότι ο κίνδυνος τον οποίο έπρεπε να καλύψει το επίμαχο μέτρο προέκυπτε από το γεγονός ότι η εφαρμοστέα λογιστική μεταχείριση των ΑΔΠ δεν αποτυπώνει τη μη ύπαρξη των ποσών που διατέθηκαν για τον σκοπό αυτόν στον δείκτη βασικών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 του καταβάλλοντος την εισφορά ιδρύματος. Κατά την ΕΚΤ, η κατάσταση αυτή της παρείχε τη δυνατότητα να ασκήσει, κατά τρόπο αναλογικό, τις εξουσίες που διέθετε δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1024/2013. Το σκεπτικό αυτό, μολονότι εφαρμόστηκε συγκεκριμένα στην προσφεύγουσα, περιέχει εντούτοις διαπιστώσεις γενικής φύσεως που μπορούν να εφαρμοστούν σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα που επιλέγει να μεταχειρίζεται τις ΑΔΠ ως στοιχείο εκτός ισολογισμού, χωρίς να λάβει υπόψη οποιαδήποτε χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα της οικείας οντότητας.

77      Αντιθέτως, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν υπάρχει καμία αναφορά σε εξατομικευμένη εξέταση στην οποία προέβη η ΕΚΤ προκειμένου να εξακριβώσει αν η προσφεύγουσα έθεσε σε εφαρμογή ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμούς, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους κινδύνους προληπτικής εποπτείας που συνδέονται με τη μεταχείριση των ΑΔΠ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού και, ενδεχομένως, να διασφαλίσει τη συνάφειά τους σε σχέση με τους κινδύνους αυτούς.

78      Συναφώς, παρατηρείται ότι η χρήση ΑΔΠ γίνεται ρητώς δεκτή και οριοθετείται από τον νομοθέτη. Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ, ο κανονισμός 806/2014 και η οδηγία 2014/49 δεν ρυθμίζουν το ζήτημα της λογιστικής μεταχείρισης των ΑΔΠ. Περαιτέρω, η προβλεπόμενη από τον νομοθέτη δυνατότητα χρήσης, σε περιορισμένο ποσοστό, ΑΔΠ για τη χρηματοδότηση των κεφαλαίων και των συστημάτων εγγυήσεως δεν αποκλείει την ύπαρξη προληπτικού κινδύνου. Το ενδεχόμενο ενός τέτοιου κινδύνου μπορεί επίσης να συναχθεί από τις κατευθυντήριες γραμμές περί των δεσμεύσεων πληρωμής. Εντούτοις, και χωρίς να χρειάζεται να κριθεί η ορθότητα της ερμηνείας που έδωσε η ΕΚΤ στις κατευθυντήριες γραμμές για τις δεσμεύσεις πληρωμών, δηλαδή ότι ο μόνος τρόπος αποκλεισμού του προκυκλικού κινδύνου συνίσταται στη λογιστική μεταχείριση των ΑΔΠ κατά τρόπο πανομοιότυπο με εκείνο της εισφοράς σε μετρητά, γεγονός παραμένει ότι από το άρθρο 16 του κανονισμού 1024/2013, καθώς και από τις κατευθυντήριες γραμμές περί των δεσμεύσεων πληρωμής, στο μέτρο που γίνεται αναφορά στην εξέταση που διενεργείται στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ, προκύπτει ότι κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται χωριστά.

79      Όπως επισημάνθηκε (βλ. σκέψη 76 ανωτέρω), από την προσέγγιση της ΕΚΤ προκύπτει ότι αυτή έκρινε ότι, εφόσον μια οντότητα επέλεγε την χρήση ΑΔΠ και τη μεταχείρισή τους ως στοιχείων εκτός ισολογισμού, υφίστατο κίνδυνος ο οποίος καθιστούσε περιττή κάθε ενδελεχέστερη εξέταση της ιδιαίτερης κατάστασης του ιδρύματος αυτού.

80      Κατά τα λοιπά, η επιχειρηματολογία της ΕΚΤ ότι το επίμαχο μέτρο ελήφθη στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ, και επομένως κάθε απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο αυτό αποτελεί εξατομικευμένη απόφαση το περιεχόμενο της οποίας αφορά μόνον τον αποδέκτη της, δεν ασκεί επιρροή. Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ, πανομοιότυποι κίνδυνοι μπορούν να καλύπτονται από πανομοιότυπα μέτρα. Ωστόσο, το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο ελήφθη στο πλαίσιο της εφαρμογής της ΔΕΕΑ δεν συνεπάγεται ότι το προληπτικό μέτρο που ελήφθη στο πλαίσιο αυτό αποτελεί κατ’ ανάγκη απόφαση εκδοθείσα κατόπιν εξατομικευμένης εξετάσεως η οποία λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της προσφεύγουσας.

81      Περαιτέρω, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της ΕΚΤ ότι, πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση επ’ ευκαιρία της μελέτης επιπτώσεων. Πράγματι, η εξέταση αυτή αποσκοπεί, κυρίως, στην αξιολόγηση των συνεπειών της λήψεως μέτρου υπό το πρίσμα των επιδιωκόμενων σκοπών. Είναι βεβαίως ακριβές ότι μια μελέτη επιπτώσεων μπορεί να είναι χρήσιμη για την εκτίμηση του αναλογικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από την επιχειρηματολογία της ΕΚΤ, η οποία υποστηρίζει ότι η εν λόγω μελέτη αποδεικνύει ότι το μέτρο έχει μικρό μόνον αντίκτυπο όσον αφορά τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση για την προσφεύγουσα. Εντούτοις, η μελέτη αυτή επιδιώκει διαφορετικό σκοπό και διέπεται από διαφορετική λογική από εκείνη που διαπνέει την ανάλυση στην οποία οφείλει να προβεί η ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013. Πράγματι, δυνάμει των διατάξεων αυτών, εναπόκειται στην ΕΚΤ να αξιολογήσει την αναγκαιότητα λήψεως του επίμαχου μέτρου υπό το πρίσμα της ατομικής καταστάσεως του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τη διαδικασία ή τους μηχανισμούς που αυτό έχει θέσει σε εφαρμογή.

82      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η ΕΚΤ, περιορίζοντας την εξέτασή της στην απλή διαπίστωση του δυνητικού κινδύνου που θα προκαλούσε η ΑΔΠ λόγω της λογιστικής μεταχείρισής της ως στοιχείου εκτός ισολογισμού, χωρίς να προβεί στην εξέταση της συγκεκριμένης καταστάσεως της προσφεύγουσας και ιδίως του προφίλ κινδύνου της, καθώς και του επιπέδου της ρευστότητάς της, και μη λαμβάνοντας υπόψη τυχόν παράγοντες που μετριάζουν τον δυνητικό κίνδυνο, δεν προέβη σε εξατομικευμένη προληπτική εξέταση της προσφεύγουσας, όπως επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, και ότι συντρέχει, ως εκ τούτου, παράβαση των εν λόγω διατάξεων.

83      Στο μέτρο που η αιτίαση περί απουσίας εξατομικευμένης εξετάσεως είναι βάσιμη, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

84      Κατά συνέπεια η υπό κρίση προσφυγή, καθόσον σκοπεί στη μερική ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων, πρέπει να κριθεί βάσιμη, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

85      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Συνεκδικάζει τις υποθέσεις T150/18 και T345/18 προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Ακυρώνει τα σημεία 9.1 έως 9.3 της αποφάσεως ECB/SSM/2017R0MUWSFPU8MPRO8K5P83/248 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 19ης Δεκεμβρίου 2017, τα σημεία 9.1 έως 9.3 της αποφάσεως ECBSSM2018FRBNP17 της ΕΚΤ, της 26ης Απριλίου 2018, και τα σημεία 8.1 έως 8.4 της αποφάσεως ECBSSM2019FRBNP12 της ΕΚΤ, της 14ης Φεβρουαρίου 2019.

3)      Καταδικάζει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

Buttigieg

Schalin

Berke

Costeira

 

      Mac Eochaidh

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.