Language of document : ECLI:EU:T:2008:417

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2008

Υπόθεση T-23/05

Éric Gippini Fournier

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως – Αγωγή αποζημιώσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προαγωγή – Χορήγηση μορίων προτεραιότητας – Πράξεις μη δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Προσφυγή ακυρώσεως με αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής περί μη χορηγήσεως στον προσφεύγοντα μορίων προτεραιότητας της Γενικής Διευθύνσεως κατά τις προαγωγές του 2003, περί απορρίψεως της ενστάσεως που υπέβαλε ο προσφεύγων ενώπιον της επιτροπής προαγωγών, ζητώντας να του χορηγηθούν μόρια προτεραιότητας υπό οποιαδήποτε ονομασία, και περί μη χορηγήσεως σε αυτόν μορίων προτεραιότητας για εργασίες προς το συμφέρον του κοινοτικού οργάνου και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Σύστημα προαγωγών που θεσπίστηκε από την Επιτροπή – Περάτωση της διαδικασίας προαγωγών με πράξη συνιστάμενη σε απόφαση περί καταρτίσεως του πίνακα των προαγομένων υπαλλήλων και σε απόφαση καθορίζουσα τα μόρια προτεραιότητας των υπαλλήλων – Αυτοτελείς αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο είτε χωριστής είτε ενιαίας προσφυγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 45, 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αντικείμενο – Προσδιορισμός του αντικειμένου με το εισαγωγικό δικόγραφο εντός του πλαισίου της διοικητικής ενστάσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Διαδικασία – Δικόγραφο της προσφυγής – Αντικείμενο της διαφοράς – Καθορισμός – Μεταβολή κατά τη διάρκεια της δίκης – Απαγορεύεται – Απόφαση αντικαθιστώσα κατά τη διάρκεια της δίκης την προσβαλλομένη απόφαση – Νέο στοιχείο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 48 § 2· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Στο πλαίσιο του συστήματος προαγωγών το οποίο θεσπίσθηκε με εσωτερική ρύθμιση της Επιτροπής, το οποίο βασίζεται στη σώρευση, με την πάροδο των ετών, των εκφραζομένων με μόρια προσόντων και όπου η διαδικασία προαγωγών περατώνεται με πράξη σύνθετης φύσεως, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει δύο διαφορετικές αποφάσεις της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ), δηλαδή την απόφαση περί καταρτίσεως του πίνακα των προαγομένων και την απόφαση περί καθορισμού του συνολικού αριθμού μορίων των υπαλλήλων, επί των οποίων βασίζεται η πρώτη προαναφερθείσα απόφαση, η απόφαση αυτή περί καθορισμού του συνολικού αριθμού μορίων συνιστά αυτοτελή πράξη, η οποία μπορεί να αποτελέσει, αυτή καθαυτή, αντικείμενο διοικητικής ενστάσεως και, ενδεχομένως, ενδίκου προσφυγής, στο πλαίσιο των ένδικων βοηθημάτων που προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ).

Μη προαχθείς υπάλληλος, ο οποίος δεν επιθυμεί να προσβάλει την απόφαση περί μη προαγωγής του κατά την επίμαχη περίοδο αλλά αποκλειστικά την άρνηση να του απονεμηθεί ορισμένος αριθμός μορίων, με τα οποία δεν θα μπορούσε να συμπληρώσει το όριο προαγωγής, δύναται να υποβάλει διοικητική ένσταση και, ενδεχομένως, να ασκήσει προσφυγή στρεφόμενη μόνον κατά της πράξεως απονομής μορίων, η οποία παράγει, έναντι αυτού, έννομα αποτελέσματα δεσμευτικού και οριστικού χαρακτήρα.

Αντιθέτως, οι προπαρασκευαστικές πράξεις, προκαταρκτικές και αναγκαίες της τελικής αποφάσεως, δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αυτοτελούς προσφυγής, η νομιμότητά τους, όμως, μπορεί πάντα να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο προσφυγής στρεφόμενης κατά της τελικής αποφάσεως.

Οι αποφάσεις περί απονομής ή αρνήσεως χορηγήσεως ορισμένου αριθμού μορίων προαγωγής στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο αποτελούν τέτοιου είδους προπαρασκευαστικές πράξεις οι οποίες μπορούν να αμφισβητηθούν μόνον στο πλαίσιο προσφυγής στρεφόμενης κατά της τελικής αποφάσεως της ΑΔΑ.

(βλ. σκέψεις 60 έως 62, 64, 65 και 67)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψεις 90 έως 92, 97 και 98

2.      Μολονότι η διοικητική ένσταση του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ πρέπει οπωσδήποτε να προηγείται της ασκήσεως προσφυγής κατά βλαπτικής πράξεως για πρόσωπο το οποίο αφορά ο ΚΥΚ, δεν αποτελεί πάντως αυτοτελή πράξη από την προσφυγή του άρθρου 91, παράγραφος 2, της οποίας περιορίζει μόνον αρνητικώς το αντικείμενο και την αιτία, εμποδίζοντας έτσι τη διεύρυνση της αιτίας ή του αντικειμένου της ενστάσεως με την προσφυγή, χωρίς όμως να εμποδίζει τον περιορισμό τους με την προσφυγή. Επομένως, το αντικείμενο προσφυγής καθορίζεται μόνον με το δικόγραφο της προσφυγής, καθόσον τούτο παραμένει εντός του πλαισίου της ενστάσεως. Συνεπώς, το περιεχόμενο της ενστάσεως μπορεί να ενσωματωθεί στο δικόγραφο της προσφυγής μόνον εφόσον η προσφυγή παραπέμπει ανεπιφύλακτα στη διοικητική ένσταση.

(βλ. σκέψη 70)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 17 Οκτωβρίου 1990, T‑134/89, Hettrich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑565, σκέψη 16

3.      Καίτοι το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η διάταξη αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον διάδικο τη δυνατότητα να υποβάλει στο Πρωτοδικείο νέα αιτήματα και να τροποποιήσει κατά τον τρόπο αυτό το αντικείμενο της διαφοράς.

Συναφώς, λόγω οικονομίας της διαδικασίας, όταν η προσβαλλομένη πράξη αντικαθίσταται, κατά τη διάρκεια της δίκης, από πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, η δεύτερη αυτή πράξη αποτελεί νέο στοιχείο βάσει του οποίου οι προσφεύγοντες δύνανται να προσαρμόσουν τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς τους.

Πάντως, στο πλαίσιο διαδικασίας προαγωγών, όταν η εν λόγω πράξη αντικαθιστά μόνον προπαρασκευαστική πράξη, όπως απόφαση περί απονομής μορίων, και δεν τροποποιεί την απόφαση περί χορηγήσεως των συνολικών μορίων στον προσφεύγοντα για την επίδικη περίοδο προαγωγών, η οποία αποτελεί, εν προκειμένω, τη μόνη δυνάμενη να προσβληθεί πράξη και την οποία ο προσφεύγων δεν προσέβαλε με τους αρχικούς ισχυρισμούς τους, ο προσφεύγων δεν δύναται να επεκτείνει το αντικείμενο της διαφοράς σε πράξη κατά της οποίας δεν στρεφόταν η προσφυγή του, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό παραδεκτή προσφυγή η οποία είναι απαράδεκτη.

(βλ. σκέψεις 72 έως 76)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 12 Ιουλίου 2001, T‑3/99, Banatrading κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II‑2123, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία