Language of document : ECLI:EU:F:2015:9

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 17ης Μαρτίου 2015 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Πειθαρχική διαδικασία – Πειθαρχική ποινή – Απόλυση – Δικαιώματα άμυνας – Πρόσβαση στον πειθαρχικό φάκελο – Πρόσβαση στα στοιχεία και έγγραφα που αφορούν άλλες υπηρεσίες – Εύλογη προθεσμία – Νόμιμη σύνθεση της πειθαρχικής επιτροπής – Συμβουλευτικός ρόλος της πειθαρχικής επιτροπής – Επιβολή βαρύτερης ποινής σε σχέση με την προταθείσα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Διαχείριση υπηρεσίας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Αναλογικότητα της ποινής – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Στην υπόθεση F‑73/13,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ,

AX, πρώην μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτοικος Kibæk (Δανία), εκπροσωπούμενος από τον L. Levi, δικηγόρο,

προσφεύγων‑ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τις M. López Torres και E. Carlini, επικουρούμενες από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Barents, πρόεδρο, E. Perillo και J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Δεκεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 17 Ιουλίου 2013, ο AX ζητεί μεταξύ άλλων, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ ή, στο εξής: Τράπεζα) της 28ης Μαΐου 2013, με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απολύσεως με προειδοποίηση και, αφετέρου, να του επιδικαστεί ποσό 20 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Το πρωτόκολλο για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ

2        Το άρθρο 36 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ (στο εξής: πρωτόκολλο για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ), το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσωπικό», ορίζει τα εξής:

«36.1            Το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθορίζει τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ.

36.2      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο για όλες τις διαφορές ανάμεσα στην ΕΚΤ και τους υπαλλήλους της εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στους όρους απασχόλησής τους.»

2.     Ο εσωτερικός κανονισμός της ΕΚΤ

3        Δυνάμει του άρθρου 12.3 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ εξέδωσε, στις 7 Ιουλίου 1998, τον εσωτερικό κανονισμό της ΕΚΤ. Το τιτλοφορούμενο «Προσωπικό της ΕΚΤ» άρθρο 11 του εσωτερικού κανονισμού της ΕΚΤ, όπως αυτός τροποποιήθηκε με την απόφαση ΕΚΤ/2009/5 της 19ης Μαρτίου 2009 (ΕΕ L 100, σ. 10) και είναι εφαρμοστέος στην κρινόμενη διαφορά, ορίζει, στις παραγράφους του 2 και 3, τα εξής:

«11.2            Με την επιφύλαξη των άρθρων 36 και 47 του [πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ], η εκτελεστική επιτροπή εκδίδει οργανωτικούς κανόνες (εφεξής καλούμενους “διοικητικές εγκύκλιοι”), οι οποίοι είναι δεσμευτικοί για το προσωπικό της ΕΚΤ.

11.3      Η εκτελεστική επιτροπή εκδίδει και ενημερώνει κώδικα συμπεριφοράς για την καθοδήγηση των μελών της και των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ.»

4        Το άρθρο 21 του εσωτερικού κανονισμού της ΕΚΤ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όροι απασχόλησης», έχει ως εξής:

«21.1            Οι όροι απασχόλησης και οι κανόνες για θέματα προσωπικού καθορίζουν τις σχέσεις απασχόλησης μεταξύ της ΕΚΤ και του προσωπικού της.

21.2      Το διοικητικό συμβούλιο, έπειτα από πρόταση της εκτελεστικής επιτροπής και διαβούλευση με το γενικό συμβούλιο θεσπίζει τους όρους απασχόλησης.

21.3      Η εκτελεστική επιτροπή θεσπίζει τους κανόνες για θέματα προσωπικού, οι οποίοι θέτουν σε εφαρμογή τους όρους απασχόλησης.

21.4      Η επιτροπή προσωπικού δίνει τη γνώμη της πριν από τη θέσπιση νέων όρων απασχόλησης ή κανόνων για θέματα προσωπικού. Η γνώμη της υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο ή στην εκτελεστική επιτροπή αντιστοίχως.»

3.     Οι όροι απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ

5        Δυνάμει του άρθρου 36.1 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ και, ειδικότερα, του εσωτερικού κανονισμού της ΕΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θέσπισε, με απόφαση της 9ης Ιουνίου 1998 που τροποποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1999 (ΕΕ L 125, σ. 32), τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ (στο εξής: όροι απασχόλησης). Στη συνέχεια, οι όροι απασχόλησης τροποποιήθηκαν επανειλημμένα. Το κείμενο των όρων απασχόλησης που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 2010 προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«3.      Τα προνόμια και οι ασυλίες των οποίων απολαύουν τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ σύμφωνα με το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] απονέμονται αποκλειστικά προς το συμφέρον της ΕΚΤ. Τα εν λόγω προνόμια και οι ασυλίες ουδόλως απαλλάσσουν τα μέλη του προσωπικού από την εκπλήρωση των ατομικών τους υποχρεώσεων ούτε από την τήρηση των νόμων και των αστυνομικών διατάξεων που ισχύουν. […]

4.      α)      Τα μέλη του προσωπικού ασκούν τα καθήκοντά τους με ευσυνειδησία και χωρίς να επηρεάζονται από το προσωπικό τους συμφέρον. Υιοθετούν συμπεριφορά που προσήκει στα καθήκοντά τους και στον χαρακτήρα της ΕΚΤ ως οργάνου της [Ένωσης] […]

[…]

9.      α)      Οι εργασιακές σχέσεις μεταξύ της ΕΚΤ και του προσωπικού της διέπονται από τις συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται σύμφωνα με τους […] όρους απασχόλησης. Οι κανόνες για θέματα προσωπικού, οι οποίοι θεσπίζονται από την εκτελεστική επιτροπή, καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής των […] όρων απασχόλησης.

[…]

γ)      Οι […] όροι απασχόλησης δεν διέπονται από κανένα συγκεκριμένο εθνικό δίκαιο. Η ΕΚΤ εφαρμόζει: i) τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, ii) τις γενικές αρχές του […] δικαίου [της Ένωσης] και iii) τους κανόνες που περιέχονται στους σχετικούς με την κοινωνική πολιτική κανονισμούς και οδηγίες [της Ένωσης] που απευθύνονται στα κράτη μέλη. Αυτές οι νομικές πράξεις εφαρμόζονται από την ΕΚΤ κάθε φορά που κάτι τέτοιο καθίσταται αναγκαίο. Συναφώς, λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι συστάσεις [της Ένωσης] σχετικά με θέματα κοινωνικής πολιτικής. Οι αρχές που έχουν καθιερωθεί με τους κανονισμούς, τους κανόνες και τη νομολογία που εφαρμόζονται επί θεμάτων προσωπικού των θεσμικών οργάνων [της Ένωσης] λαμβάνονται δεόντως υπόψη για την ερμηνεία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τους […] όρους απασχόλησης.

[…]

11.      α)      Η ΕΚΤ δύναται να καταγγέλλει τις συναφθείσες με τα μέλη του προσωπικού της συμβάσεις, με αιτιολογημένη απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στους κανόνες για θέματα προσωπικού και για τους ακόλουθους λόγους:

[…]

iv)      για πειθαρχικούς λόγους.

β)      Κατά τη δοκιμαστική περίοδο ή σε περίπτωση απολύσεως για πειθαρχικούς λόγους, η προθεσμία καταγγελίας ανέρχεται σε ένα μήνα.

[…]

41.      Τα μέλη του προσωπικού μπορούν να ζητούν την υποβολή των αποφάσεων που τα αφορούν προσωπικά σε διοικητικό έλεγχο, κατ’ εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπει το όγδοο τμήμα των κανόνων για θέματα προσωπικού. […]

[…]

Οι πειθαρχικές ποινές προσβάλλονται μόνο με την κίνηση της διαδικασίας ειδικής διοικητικής προσφυγής την οποία προβλέπουν οι κανόνες για θέματα προσωπικού.

[…]

44. Οι ακόλουθες πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται, κατά περίπτωση, στα μέλη του προσωπικού […] τα οποία, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παραβαίνουν τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις:

i)      […]

ii)      η εκτελεστική επιτροπή μπορεί, εξάλλου, να επιβάλει μια από τις ακόλουθες ποινές:

[…]

–        υποβιβασμό συνοδευόμενο από αντίστοιχη τοποθέτηση του μέλους του προσωπικού σε νέα θέση εντός της [ΕΚΤ]·

–        απόλυση με ή χωρίς προειδοποίηση συνοδευόμενη, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, από μείωση των παροχών που χορηγούνται στο πλαίσιο των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων […] ή του επιδόματος αναπηρίας, χωρίς όμως οι συνέπειες της ποινής αυτής να θίγουν τα προστατευόμενα από το μέλος του προσωπικού πρόσωπα. […]

[…]

45.      Οι πειθαρχικές ποινές είναι ανάλογες προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων και πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Για τον καθορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων και της επιβλητέας πειθαρχικής ποινής λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, τα εξής:

–        η φύση της παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε·

–        ο βαθμός στον οποίο η παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων επηρέασε αρνητικά τη φήμη, την ακεραιότητα ή τα συμφέροντα της ΕΚΤ·

–        ο βαθμός προθέσεως ή αμελείας κατά την παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων·

–        τα κίνητρα που οδήγησαν το μέλος του προσωπικού να παραβεί τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις·

–        ο βαθμός και η αρχαιότητα του μέλους του προσωπικού·

–        ο βαθμός ευθύνης του μέλους του προσωπικού·

–        το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή στην συμπεριφορά που συνιστά παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων·

–        η συμπεριφορά του μέλους του προσωπικού καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.

Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται κατά τη διαδικασία που προβλέπουν οι κανόνες για θέματα προσωπικού. Η διαδικασία αυτή διασφαλίζει ότι δεν επιβάλλεται πειθαρχική ποινή σε μέλος του προσωπικού […] ως προς το οποίο είναι εφαρμοστέοι οι […] όροι απασχόλησης χωρίς, προηγουμένως, να του έχει δοθεί η δυνατότητα να λάβει θέση επί των αιτιάσεων που του προσάπτονται. […]

46.      Σε περίπτωση ισχυρισμού περί σοβαρής παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων, η εκτελεστική επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, μετά από ακρόαση του οικείου μέλους του προσωπικού, την άμεση αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

[…]»

4.     Οι κανόνες της ΕΚΤ για θέματα προσωπικού

6        Το τιτλοφορούμενο «Πειθαρχικές διαδικασίες» τμήμα 8.3 των κανόνων της ΕΚΤ για θέματα προσωπικού (στο εξής: κανόνες για θέματα προσωπικού), τους οποίους εξέδωσε η εκτελεστική επιτροπή, όπως οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμοστέοι στην κρινόμενη διαφορά, ορίζει τα εξής:

«Οι διατάξεις των άρθρων 43, 44 και 45 των όρων απασχόλησης εφαρμόζονται ως εξής.

8.3.1 Ως “παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων” νοείται παράβαση των υποχρεώσεων τις οποίες προβλέπουν [το πρωτόκολλο για] το καταστατικό του [ΕΣΚΤ] και της [ΕΚΤ], οι όροι απασχόλησης, οι κανόνες για θέματα προσωπικού, ο κώδικας συμπεριφοράς της [ΕΚΤ] και κάθε άλλη νομική πράξη, διάταξη ή εσωτερικός κανόνας που εφαρμόζεται στα μέλη του προσωπικού.

8.3.2 Βάσει εκθέσεως στην οποία παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις που συνιστούν παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης κάθε επιβαρυντικής ή ελαφρυντικής περιστάσεως, συνοδευόμενα από τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, και στην οποία περιέχεται το αποτέλεσμα της ακροάσεως του οικείου μέλους του προσωπικού, μετά την κοινοποίηση σε αυτό του συνόλου των εγγράφων του φακέλου, η εκτελεστική επιτροπή μπορεί να αποφασίσει:

–        να κινήσει πειθαρχική διαδικασία λόγω παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων·

[…]

Το μέλος του προσωπικού κατά του οποίου στρέφεται η πειθαρχική διαδικασία […] ενημερώνεται εγγράφως για την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας και για τις εναντίον του αιτιάσεις.

[…]

8.3.4      Καμία πειθαρχική ποινή, πλην της έγγραφης προειδοποιήσεως ή επιπλήξεως, δεν επιβάλλεται αν δεν ζητηθεί η γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής.

8.3.5 Η πειθαρχική επιτροπή απαρτίζεται από τα εξής πέντε μέλη:

α)      πρόεδρο χωρίς δικαίωμα ψήφου, τον οποίον ορίζει η εκτελεστική επιτροπή από κατάλογο στον οποίον εγγράφονται πρώην ανώτατοι υπάλληλοι άλλου θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σημαίνοντα μέλη ευρωπαϊκού διεθνούς οργανισμού. […]·

β)      τον γενικό διευθυντή ή [τον] αναπληρωτή γενικό διευθυντή ανθρώπινου δυναμικού, προϋπολογισμού και οργάνωσης [της ΕΚΤ]·

γ)      δύο μέλη του προσωπικού τα οποία ορίζει η εκτελεστική επιτροπή·

δ)      έναν εκπρόσωπο του προσωπικού τον οποίον ορίζει η εκτελεστική επιτροπή από κατάλογο στον οποίο εγγράφονται, κατά σειρά προτιμήσεως, τα ονόματα τριών μελών του προσωπικού και ο οποίος κοινοποιείται από την επιτροπή προσωπικού και τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις του προσωπικού. […]

Τα μέλη της πειθαρχικής επιτροπής που ορίζονται βάσει των σημείων γ) και δ) δεν μπορούν να απασχολούνται στην ίδια υπηρεσία με το μέλος του προσωπικού κατά του οποίου έχει κινηθεί η πειθαρχική διαδικασία. […]

[…]

8.3.6 Επιφυλασσομένης της εγκρίσεως του προέδρου της επιτροπής, μέλος της πειθαρχικής επιτροπής μπορεί να απαλλαγεί των καθηκόντων του για προβλεπόμενους από τη σχετική ρύθμιση λόγους, ενώ υποχρεούται να απέχει, εφόσον συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος συγκρούσεως συμφερόντων. Στην περίπτωση αυτή, αντικαθίσταται από τον αναπληρωτή του.

8.3.7 Οι συζητήσεις και οι εργασίες της πειθαρχικής επιτροπής έχουν προσωπικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες της ΕΚΤ περί εμπιστευτικότητας. Τα μέλη της πειθαρχικής επιτροπής ενεργούν αυτοβούλως και ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία.

8.3.8      Ο πρόεδρος της πειθαρχικής επιτροπής μεριμνά για την εφαρμογή των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής και γνωστοποιεί σε κάθε μέλος όλες τις κρίσιμες πληροφορίες και έγγραφα.

[…]

8.3.10      Το μέλος του προσωπικού [κατά του οποίου έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία] ενημερώνεται για τη σύνθεση της πειθαρχικής επιτροπής και μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη της επιτροπής εντός πέντε ημερών.

8.3.11 Η έκθεση του άρθρου 8.3.2 ανακοινώνεται στο μέλος του προσωπικού. Από την παραλαβή της εκθέσεως αυτής, το οικείο μέλος του προσωπικού δικαιούται να λάβει πλήρη γνώση του ατομικού του φακέλου, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των απενοχοποιητικών. Διαθέτει τουλάχιστον δεκαπέντε ημερολογιακές ημέρες από τη λήψη της εκθέσεως για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.

8.3.12 Η πειθαρχική επιτροπή προβαίνει σε ακρόαση του οικείου μέλους του προσωπικού, το οποίο μπορεί να υποβάλει έγγραφες ή προφορικές παρατηρήσεις και να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του. […]

[…]

8.3.15 Η πειθαρχική επιτροπή εκδίδει κατά πλειοψηφία τελική γνώμη την οποία υπογράφουν όλα τα μέλη της, σχετικά με το υποστατό των πραγματικών περιστατικών, με το κατά πόσον συνιστούν παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων και με τυχόν πειθαρχική ποινή. Κάθε μέλος της πειθαρχικής επιτροπής μπορεί να περιλάβει στην εν λόγω γνώμη αποκλίνουσα άποψη. Η πειθαρχική επιτροπή διαβιβάζει την τελική γνώμη της στην εκτελεστική επιτροπή και στο μέλος του προσωπικού εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση στο μέλος του προσωπικού της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας. Αν η πειθαρχική επιτροπή προβεί σε συμπληρωματικές έρευνες, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται σε πέντε μήνες. Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία πρέπει να συναρτάται με την πολυπλοκότητα του [πειθαρχικού] φακέλου.

[…]

8.3.16      Το μέλος του προσωπικού μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του στην εκτελεστική επιτροπή εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από τη διαβίβαση της αιτιολογημένης τελικής γνώμης της πειθαρχικής επιτροπής.

8.3.17 Η εκτελεστική επιτροπή αποφασίζει την καταλληλότερη πειθαρχική ποινή εντός προθεσμίας ενός μηνός από τη λήψη της αιτιολογημένης τελικής γνώμης της πειθαρχικής επιτροπής και των παρατηρήσεων του μέλους του προσωπικού. Λαμβάνει δεόντως υπόψη τις συστάσεις που διατυπώνει η πειθαρχική επιτροπή, χωρίς εντούτοις να δεσμεύεται από αυτές.

[…]»

5.     Η εγκύκλιος 1/2006

7        Οι κανόνες που διέπουν τις διοικητικές έρευνες εντός της ΕΚΤ διευκρινίζονται με τη διοικητική εγκύκλιο 1/2006 την οποία εξέδωσε η εκτελεστική επιτροπή στις 21 Μαρτίου 2006 (στο εξής: εγκύκλιος 1/2006). Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω εγκυκλίου, οι διοικητικές έρευνες αποσκοπούν στη διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών, αλλά δεν προδικάζουν τυχόν πειθαρχική διαδικασία.

8        Το άρθρο 6, παράγραφος 14, της εγκυκλίου 1/2006 αναφέρει ότι, μετά το πέρας της διοικητικής έρευνας, το πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων (στο εξής: ειδική ομάδα ή ειδική ομάδα έρευνας) που έχει επιφορτισθεί με τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας υποβάλλει αιτιολογημένη έκθεση στον υπεύθυνο της έρευνας και, εφόσον ο τελευταίος είναι ανώτατο διευθυντικό στέλεχος, ενημερώνει σχετικά την εκτελεστική επιτροπή.

9        Το άρθρο 7, παράγραφος 3, της εγκυκλίου 1/2006 προβλέπει τα εξής:

«Οι υπάλληλοι της ΕΚΤ για τους οποίους διατάσσεται διοικητική έρευνα:

α)      ενημερώνονται από το πρόσωπο που επιφορτίζεται με την έρευνα ή από την ειδική ομάδα, πριν από την υποβολή της αιτιολογημένης εκθέσεως, σχετικά με το περιεχόμενο της φερόμενης παραβάσεως των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων και αποκτούν πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία αφορούν τις εναντίον τους αιτιάσεις και στα οποία εκτίθενται σημαντικά πραγματικά περιστατικά για την άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας και

β)      έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν την άποψή τους και να προσθέσουν τις παρατηρήσεις τους ως προς τα συμπεράσματα που τους αφορούν. Για λόγους πληρότητας του φακέλου της έρευνας, τα σχόλια αυτά περιλαμβάνονται στην αιτιολογημένη έκθεση και

γ)      μπορούν να ζητήσουν τη συνδρομή εκπροσώπου του προσωπικού.

Οι υπάλληλοι της ΕΚΤ ή άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διοικητική έρευνα αποκτούν επίσης πρόσβαση σε όλα τα πραγματικά περιστατικά που τους αφορούν, καθώς και στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακρίβεια και η πληρότητά τους. Έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από τον υπεύθυνο έρευνας για τις διοικητικές έρευνες, υπό την ιδιότητα του ελεγκτή, την άμεση διόρθωση οποιασδήποτε ανακρίβειας ή παραλείψεως που αφορά τα προσωπικά στοιχεία τους».

6.     Ο κώδικας συμπεριφοράς της ΕΚΤ

10      Οι κρίσιμες διατάξεις του κώδικα συμπεριφοράς της ΕΚΤ, ο οποίος εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 11.3 του εσωτερικού κανονισμού της Τράπεζας (ΕΕ 2001, C 76, σ. 12, στο εξής: κώδικας συμπεριφοράς) έχουν ως εξής:

«[…]

2. […]

[Τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ] αποδέκτες [του παρόντος κώδικα συμπεριφοράς] καλούνται να ενεργούν με αποκλειστική πίστη προς την ΕΚΤ, εντιμότητα, ανεξαρτησία, αμεροληψία και διακριτικότητα, παραμερίζοντας κάθε προσωπικό ή εθνικό συμφέρον, να υιοθετούν υψηλά πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας και να αποφεύγουν κάθε κατάσταση που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων.

[…]

2.2 Επιμέλεια, αποτελεσματικότητα, υπευθυνότητα

Οι αποδέκτες [του παρόντος κώδικα συμπεριφοράς] καλούνται πάντοτε να ασκούν τις αρμοδιότητες και να εκτελούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται, επιμελώς, αποτελεσματικά και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Καλούνται να έχουν επίγνωση της σπουδαιότητας των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους, να λαμβάνουν υπόψη τις προσδοκίες του κοινού ως προς την ηθική τους στάση, να συμπεριφέρονται κατά τρόπο που διατηρεί και προάγει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ΕΚΤ και να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα του διοικητικού μηχανισμού της ΕΚΤ.

[…]

4.1 […]

Για τους αποδέκτες [του παρόντος κώδικα συμπεριφοράς], η πίστη συνεπάγεται όχι μόνο την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται από τους ανωτέρους τους και τη συμμόρφωση με τις οδηγίες των τελευταίων και με την ισχύουσα ιεραρχική δομή, αλλά επίσης την παροχή βοήθειας και συμβουλών, την ειλικρίνεια και τη διαφάνεια σε όλες τις σχέσεις με ανωτέρους και συναδέλφους. Πιο συγκεκριμένα, [τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ] πρέπει να ενημερώνουν τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους συναδέλφους τους για τις εργασίες εν εξελίξει και να τους δίνουν την ευκαιρία να συνεισφέρουν σε αυτές. Η απόκρυψη, από ανωτέρους ή συναδέλφους, πληροφοριών που ενδέχεται να έχουν επίπτωση στην άσκηση των δραστηριοτήτων, και ιδίως όταν αποσκοπεί στην απόκτηση προσωπικών οφελών, η παροχή ψευδών, ανακριβών ή αλλοιωμένων πληροφοριών, η άρνηση συνεργασίας με συναδέλφους ή κάθε συμπεριφορά παρακώλυσης των διαδικασιών θα ήταν αντίθετες με το είδος της πίστης που καλούνται να επιδεικνύουν [τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ].

[…]

4.2 […]

[Τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ] καλούνται να σέβονται και να προστατεύουν την ιδιοκτησία της ΕΚΤ και να μην επιτρέπουν σε τρίτους να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες ή/και τις εγκαταστάσεις και τα μέσα της ΕΚΤ. Ο εξοπλισμός, οι εγκαταστάσεις και τα μέσα, οιασδήποτε φύσης, παρέχονται [στα μέλη του προσωπικού] από την ΕΚΤ μόνο για επίσημη χρήση, εκτός εάν έχει επιτραπεί η ιδιωτική χρήση είτε δυνάμει των σχετικών εσωτερικών κανόνων ή πρακτικών είτε βάσει διακριτικής ευχέρειας.

[Τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ] καλούνται, επίσης, να λαμβάνουν κάθε εύλογο και κατάλληλο μέτρο περιορισμού των δαπανών και εξόδων της ΕΚΤ, όποτε αυτό είναι δυνατό, ώστε οι διαθέσιμοι πόροι να μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τον πιο αποδοτικό τρόπο.

5. Εφαρμογή

5.1      Ρόλος των [μελών του προσωπικού της ΕΚΤ,] αποδεκτών [του παρόντος κώδικα συμπεριφοράς]

Η ορθή εφαρμογή του παρόντος κώδικα [συμπεριφοράς] εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, από τον επαγγελματισμό, την ευσυνειδησία και την κοινή λογική των αποδεκτών [του].

Πέραν της στάσης επαγρύπνησης την οποία καλούνται να τηρούν, οι αποδέκτες [του παρόντος κώδικα συμπεριφοράς] που κατέχουν θέσεις εξουσίας καλούνται να συμπεριφέρονται κατά τρόπο υποδειγματικό όσον αφορά την τήρηση των αρχών και των κανόνων που προβλέπονται στον παρόντα κώδικα [συμπεριφοράς].

[…]»

7.     Το εγχειρίδιο υπηρεσιακής πρακτικής

11      Το κεφάλαιο 7 του «Εγχειριδίου υπηρεσιακής πρακτικής» («Business Practices Handbook», στο εξής: εγχειρίδιο υπηρεσιακής πρακτικής) προβλέπει ότι, όσον αφορά τα συγκεντρωτικά κέντρα προϋπολογισμού, τα καθήκοντα και οι πόροι που άπτονται κεντρικού προϋπολογισμού συνδέονται με τις υπηρεσίες που παρέχονται στις λοιπές υπηρεσίες της ΕΚΤ από την υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τον συγκεντρωτικό προϋπολογισμό. Οι διαχειριστές κέντρων προϋπολογισμού («Budget Center Managers») είναι υπεύθυνοι και υπόλογοι για όλες τις δραστηριότητες του αντίστοιχου κέντρου προϋπολογισμού τους. Είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση των χρηματοοικονομικών πιστώσεών τους, εντός των ορίων του εγκεκριμένου προϋπολογισμού τους και σύμφωνα με τους προσήκοντες κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές. Υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ότι οι δαπάνες καταλογίζονται στον ενδεδειγμένο χρηματοπιστωτικό λογαριασμό. Βάσει του κεφαλαίου 8 του εγχειριδίου υπηρεσιακής πρακτικής, τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ εφαρμόζουν τους κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων και τις ορθές πρακτικές για όλες τις δραστηριότητες προμηθειών τους. Υποχρεούνται να μεριμνούν για την επίτευξη της καλύτερης σχέσεως ποιότητας/τιμής, λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό κόστος του αγαθού και να μη λαμβάνουν υπόψη μόνο τις υφιστάμενες, αλλά και τις μελλοντικές δυνητικές ανάγκες. Κατά το άρθρο 8.1.1 του εγχειριδίου υπηρεσιακής πρακτικής, ο διαχειριστής κέντρου προϋπολογισμού είναι υπεύθυνος για την καλή απόδοση και τα θετικά αποτελέσματα των αγορών, δηλαδή υποχρεούται να επιτυγχάνει την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής και να τηρεί τις προδιαγραφές της ΕΚΤ και τον κώδικα συμπεριφοράς σε σχέση με το πλαίσιο προμηθειών.

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Αρχικά πραγματικά περιστατικά τα οποία εκτέθηκαν και στο πλαίσιο των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων F‑7/11 και F‑60/11

12      Ο προσφεύγων-ενάγων [στο εξής: προσφεύγων] προσελήφθη στην ΕΚΤ την 1η Ιουνίου 2003 και, κατόπιν διαδικασίας προσλήψεως ήδη υπηρετούντος μέλους του προσωπικού, διορίστηκε, από την 1η Ιουνίου 2007, στη θέση προϊσταμένου τμήματος του τμήματος υπηρεσιών γραφείου της γενικής διευθύνσεως (ΓΔ) «Διοίκηση», το οποίο, από τις 19 Φεβρουαρίου 2008, μετονομάστηκε σε «τμήμα διοικητικών υπηρεσιών». Το τμήμα αυτό ήταν αρμόδιο, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζει τη λειτουργία των κεντρικών υπηρεσιών ταχυδρομείου, τηλεφωνικού κέντρου και αναπαραγωγής εγγράφων· να διαχειρίζεται την ανάθεση σε υπεργολάβους των υπηρεσιών καθαριότητας, την εσωτερική εστίαση, τις ομαδικές κρατήσεις δωματίων σε ξενοδοχεία, τις υπηρεσίες διερμηνείας και τα υπηρεσιακά ταξίδια· να εξασφαλίζει την υλική οργάνωση των συνεδριάσεων που πραγματοποιούνται στην ΕΚΤ· να εξασφαλίζει τη λειτουργία υπηρεσίας οδηγών αυτοκινήτου και μεταφοράς· να παραλαμβάνει τα παραδιδόμενα αγαθά· να διαχειρίζεται το κτίριο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση αγαθών, καθώς και να προμηθεύει έπιπλα και να εξασφαλίζει την εσωτερική διανομή των αγαθών.

13      Υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου τμήματος οριζόντιου χαρακτήρα, αρμόδιου να προμηθεύει τα υπόλοιπα τμήματα της Τράπεζας με εξοπλισμό και υπηρεσίες, εξαιρουμένου όμως του εξοπλισμού πληροφορικής, ο προσφεύγων ήταν υπεύθυνος για ένα συγκεντρωτικό προϋπολογισμό. Στα καθήκοντά του τον επικουρούσε αναπληρωτής προϊστάμενος (στο εξής: αναπληρωτής προϊστάμενος του τμήματος).

14      Σύμφωνα με την πολιτική προμηθειών της ΕΚΤ, την οποία έχει εγκρίνει η εκτελεστική επιτροπή, η «“ευθύνη για τις προμήθειες και τις αγορές είναι κεντρική, [μεταξύ άλλων, για το σύνολο] των συγκεντρωτικών επενδύσεων σε εξοπλισμό πληροφορικής (συμπεριλαμβανομένων των μηχανημάτων και του λογισμικού)” και ανατίθεται στο τμήμα “Υποδομών και λειτουργίας” της [ΓΔ “Πληροφοριακά συστήματα”]».

15      Στις 26 Φεβρουαρίου 2010, η εκτελεστική επιτροπή αποφάσισε, βάσει της εγκυκλίου 1/2006, να προβεί σε διοικητική έρευνα προκειμένου να διευκρινιστεί «το σύνολο των γεγονότων και περιστάσεων που άπτονται της αποκτήσεως συγκεκριμένων αντικειμένων και της χρησιμοποιήσεως ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ από το προσωπικό [του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών]», καθώς και «το σύνολο των γεγονότων και περιστάσεων που άπτονται ενδεχόμενης παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων ορισμένων μελών του προσωπικού σε σχέση με την αγορά και τη χρησιμοποίηση των εν λόγω [περιουσιακών στοιχείων]» (στο εξής: αρχική διοικητική έρευνα). Αποφασίστηκε επίσης να μην ενημερωθούν αμέσως τα οικεία μέλη του προσωπικού προκειμένου να μη δυσχερανθεί η διοικητική έρευνα. Με την ίδια απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2010, ο διευθυντής της διευθύνσεως εσωτερικού ελέγχου ορίστηκε υπεύθυνος της έρευνας και συγκροτήθηκε ειδική ομάδα έρευνας αποτελούμενη από τέσσερα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ.

16      Στις 26 Μαρτίου 2010, η ειδική ομάδα έρευνας προέβη σε ακρόαση του προσφεύγοντος σε σχέση με την απόκτηση από το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών τριών διαφορετικών κατηγοριών αντικειμένων και συγκεκριμένα i) φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών μάρκας X, ii) άλλων τύπων φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών και iii) συσκευών αναγνώσεως ψηφιακών βιβλίων. Με την ευκαιρία αυτή, ο προσφεύγων ενημερώθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εγκυκλίου 1/2006, ότι είχε διαταχθεί σε βάρος του διοικητική έρευνα κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω εγκυκλίου. Στις 22 Απριλίου 2010, του κοινοποιήθηκε σχέδιο των πρακτικών της ακροάσεως, προκειμένου να μπορέσει να υποβάλει σχετικές παρατηρήσεις, πράγμα που έπραξε στις 10 Μαΐου του ίδιου έτους.

17      Με απόφαση της 6ης Απριλίου 2010 που άρχισε να ισχύει την επόμενη ημέρα, η εκτελεστική επιτροπή αποφάσισε την αναστολή της ασκήσεως των καθηκόντων του προσφεύγοντος με συνέχιση της καταβολής του συνόλου των βασικών αποδοχών του κατά τη διάρκεια της διοικητικής έρευνας (στο εξής: απόφαση της 6ης Απριλίου 2010). Ως αιτιολογίες, η απόφαση αυτή ανέφερε, μεταξύ άλλων, τη νευρικότητα που επικρατούσε στο τμήμα διοικητικών υπηρεσιών και την ανάγκη να διευκολυνθεί η ομαλή διεξαγωγή της αρχικής διοικητικής έρευνας, καθώς και την έκθεση της ειδικής ομάδας σχετικά με την πρόοδο των ερευνών (στο εξής: έκθεση σχετικά με την πρόοδο των ερευνών της 6ης Απριλίου 2010), η οποία είχε κοινοποιηθεί αυθημερόν στην εκτελεστική επιτροπή. Ο προσφεύγων προσέβαλε την απόφαση της 6ης Απριλίου 2010 στις 3 Ιουνίου 2010 ασκώντας ειδική διοικητική προσφυγή δυνάμει του άρθρου 41 των όρων απασχόλησης και του άρθρου 8.1.6 των κανόνων για θέματα προσωπικού.

18      Κατόπιν αιτήματος της ειδικής ομάδας έρευνας, ο προσφεύγων ζήτησε από συνάδελφό του να επιστρέψει στην Τράπεζα ορισμένα αντικείμενα κυριότητας της Τράπεζας, τα οποία ο προσφεύγων διατηρούσε εκτός των εγκαταστάσεων της ΕΚΤ. Στις 22 Ιουλίου 2010, ο εν λόγω συνάδελφος επέστρεψε στην ΕΚΤ τα αντικείμενα αυτά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τρεις φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, μία συσκευή αναγνώσεως ψηφιακών βιβλίων, ένα φορητό σύστημα πλοηγήσεως, δύο φωτογραφικές μηχανές και ένας προβολέας χειρός.

19      Εξάλλου, με επιστολή της 22ας Ιουλίου 2010, ο προσφεύγων ενημέρωσε την ειδική ομάδα έρευνας ότι αδυνατούσε να παρευρεθεί στην ακρόαση που είχε προγραμματιστεί για την ημέρα εκείνη για ιατρικούς λόγους. Εντούτοις, με την εν λόγω επιστολή του έδωσε λεπτομερείς απαντήσεις στα ερωτήματα της ειδικής ομάδας σχετικά με τις αγορές στις οποίες είχε προβεί το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών μεταξύ των ετών 2007 και 2010.

20      Συναφώς υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι πολλές από τις επίδικες αγορές είχαν πραγματοποιηθεί για σκοπούς δοκιμών και πειραματισμού. Εξήγησε επίσης ότι οι αγορές ηλεκτρονικών υπολογιστών, φορητών υπολογιστών «MacBook» και άλλου εξοπλισμού πληροφορικής αποσκοπούσαν στη δημιουργία χώρου για τους επισκέπτες που συμμετείχαν σε συνεδριάσεις στην ΕΚΤ, στον οποίο θα μπορούσαν να διαβάσουν τα ηλεκτρονικά τους μηνύματα, να επαληθεύσουν τις πληροφορίες σχετικά με τις πτήσεις τους και να εκδώσουν ηλεκτρονικά την κάρτα επιβιβάσεώς τους. Άλλα είδη προορίζονταν για τον εξοπλισμό των χώρων αναμονής που χρησιμοποιούν οι οδηγοί της ΕΚΤ στα διαλείμματα μεταξύ των μετακινήσεών τους. Κατά τον προσφεύγοντα, θα χρησιμοποιούνταν για την ψυχαγωγία των οδηγών ιδίως κατά την παρατεταμένη αναμονή τις νυκτερινές ώρες. Για τον ίδιο σκοπό, το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών είχε αγοράσει χειριστήρια (κονσόλες) βιντεοπαιχνιδιών (Wii). Τα δε φορητά συστήματα πλοηγήσεως προορίζονταν, κατά τον προσφεύγοντα, για τις μεγάλες διαδρομές που πραγματοποιούσαν οι οδηγοί στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα κινητά τηλέφωνα επρόκειτο να δανείζονται στα μέλη του προσωπικού στα οποία η Τράπεζα δεν διέθετε μονίμως κινητό τηλέφωνο ή να αντικαθιστούν όσα κινητά τηλέφωνα από αυτά που παρείχε η ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα» ήταν ελαττωματικά. Ως δικαιολογία για την αγορά κινητών τηλεφώνων BlackBerry και συναφούς εξοπλισμού προβλήθηκε επίσης η αντικατάσταση ελαττωματικών αντίστοιχων τηλεφώνων που είχε διαθέσει στο τμήμα διοικητικών υπηρεσιών η ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα». Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι παρήγγειλε την αγορά ασύρματων πληκτρολογίων για τον εξοπλισμό των αιθουσών συνεδριάσεων.

21      Επίσης, με την επιστολή της 22ας Ιουλίου 2010 προς την ειδική ομάδα, ο προσφεύγων έδωσε εξηγήσεις και όσον αφορά την αγορά πέντε συσκευών αναγνώσεως ψηφιακών βιβλίων. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι οι εν λόγω συσκευές αγοράστηκαν για τη διενέργεια δοκιμών, προκειμένου να κριθεί αν μελλοντικά η Τράπεζα μπορούσε ή έπρεπε να αγοράσει ανάλογο εξοπλισμό για να τον διανείμει στο προσωπικό της εν είδει δώρου. Εξάλλου, ο προσφεύγων εξήγησε ότι, καθόσον διάβαζε συνεχώς επαγγελματικά έντυπα, έφερε πάντοτε μαζί του συσκευή αναγνώσεως ψηφιακών βιβλίων για να μπορεί να διαβάζει στο τρένο ή κατά τη διάρκεια υπηρεσιακών ταξιδιών.

22      Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι οι φωτογραφικές μηχανές που απέκτησε το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για τη λήψη φωτογραφιών υψηλής ποιότητας αντικειμένων που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο προμηθειών του εν λόγω τμήματος. Άλλες οπτικοακουστικές συσκευές αγοράστηκαν για τη διενέργεια παρουσιάσεων σε συνεδριάσεις. Επίσης, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι αγοράστηκαν θήκες για να παρασχεθεί στους συνεργάτες του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών η δυνατότητα να μεταφέρουν με μεγαλύτερη ευκολία τους φορητούς υπολογιστές και τα έγγραφά τους. Τέλος, τα πλαίσια ψηφιακών φωτογραφιών και οι κάρτες μνήμης SD («Secure Digital») για την αποθήκευση ψηφιακών φωτογραφιών αγοράστηκαν προκειμένου να επιβραβεύεται, εφόσον συντρέχει λόγος, το προσωπικό του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών.

23      Στις 26 Ιουλίου 2010, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κοινοποίησε στην ΕΚΤ την ληφθείσα την 1η Ιουλίου 2010 απόφασή της να αρχίσει έρευνα. Η έναρξη αυτής της έρευνας έθεσε τέλος στην αρχική διοικητική έρευνα κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136, σ. 1). Εφόσον μέχρι τις 26 Ιουλίου 2010 δεν είχε ολοκληρωθεί η έρευνα της ειδικής ομάδας, η ειδική ομάδα δεν υπέβαλε στον υπεύθυνο της έρευνας «αιτιολογημένη έκθεση στην οποία να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις της υποθέσεως, καθώς και η ύπαρξη ή απουσία επαρκών αποδείξεων για τη στοιχειοθέτηση της προβαλλομένης παραβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού και του άρθρου 6, παράγραφος 14, της εγκυκλίου 1/2006.

24      Με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της 3ης Αυγούστου 2010 επί της ειδικής διοικητικής προσφυγής που είχε ασκήσει ο προσφεύγων, η απόφαση της 6ης Απριλίου 2010 ανακλήθηκε από την εκτελεστική επιτροπή και χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα συμβολική αποζημίωση ενός ευρώ.

25      Με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010 που κοινοποιήθηκε αυθημερόν, η εκτελεστική επιτροπή αποφάσισε την αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του προσφεύγοντος από την 5η Αυγούστου 2010 με συνέχιση της καταβολής των βασικών αποδοχών του (στο εξής: απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010). Ως αιτιολογίες, η απόφαση αυτή ανέφερε, αφενός, την ύπαρξη κατηγοριών οι οποίες, αν αποδεικνύονταν βάσιμες, θα συνιστούσαν σοβαρή παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων του προσφεύγοντος λαμβανομένων υπόψη της προκληθείσας με τον τρόπο αυτό προσβολής της εικόνας της ΕΚΤ καθώς και της υψηλής θέσεως που κατείχε ο προσφεύγων στο θεσμικό όργανο και, αφετέρου, την ανάγκη να διευκολυνθεί, μεταξύ άλλων, η διεξαγωγή της έρευνας της OLAF.

26      Στην επιστολή με την οποία διαβιβάστηκε στον προσφεύγοντα η απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010 και η οποία υπογραφόταν, μεταξύ άλλων, από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό, προϋπολογισμός και οργάνωση» (στο εξής: ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό») υπογραμμιζόταν, ιδίως, ότι ο προσφεύγων είχε αρνηθεί επανειλημμένα να συμμετάσχει σε ακρόαση πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Παραπέμποντας στη νομολογία σχετικά με την ακρόαση του ενδιαφερομένου μετά τη λήψη αποφάσεως περί αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων του, η επιστολή καλούσε τον προσφεύγοντα να παρευρεθεί σε ακρόαση στις 11 Αυγούστου 2010 και ώρα 11.00 ή σε οποιαδήποτε προγενέστερη ημερομηνία επέλεγε ο ίδιος ή, διαφορετικά, να υποβάλει το αργότερο μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου 2010 γραπτές παρατηρήσεις επί της αποφάσεως της 4ης Αυγούστου 2010.

27      Με επιστολή της 17ης Αυγούστου 2010, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» ανακοίνωσε στον προσφεύγοντα τις εις βάρος του κατηγορίες που είχαν κοινοποιηθεί στην εκτελεστική επιτροπή και αφορούσαν:

«[…]

[Πρώτον,] κατηγορίες που κοινοποιήθηκαν στην εκτελεστική επιτροπή, περιλαμβάνονται στην [έκθεση σχετικά με την πρόοδο των ερευνών της] 6ης Απριλίου 2010 και διατυπώθηκαν μετά από συνομιλία με [τον προσφεύγοντα] στις 26 Μαρτίου 2010, τα πρακτικά της οποίας γνωστοποιήθηκαν [στον προσφεύγοντα] […] ο οποίος υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις σχετικά […] στις 10 Μαΐου 2010. [Οι κατηγορίες αυτές αφορούσαν]:

i)      [την αγορά] φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών μάρκας [X], την αγορά άλλων φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών και συσκευών αναγνώσεως ψηφιακών βιβλίων από το [τμήμα διοικητικών υπηρεσιών]·

ii)      [το γεγονός ότι] ο υπηρεσιακός λόγος αγοράς, η χρησιμοποίηση και η τοποθεσία στην οποία βρίσκονταν τα εν λόγω αντικείμενα ήταν αβέβαια.

[Δεύτερον,] κατηγορίες που κοινοποιήθηκαν στην εκτελεστική επιτροπή, περιλαμβάνονται στην [έκθεση σχετικά με την πρόοδο των ερευνών της] 6ης Απριλίου 2010, και συνοψίστηκαν και τεκμηριώθηκαν εκ νέου με τα [πρακτικά της συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις] 14 Ιουλίου 2010, το προσωρινό κείμενο των οποίων απεστάλη ταχυδρομικά [στον προσφεύγοντα] στις 21 Ιουλίου 2010 [και συγκεκριμένα ότι:]

i)      ορισμένα αντικείμενα, όπως φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές μάρκας [X], άλλοι τύποι φορητών ή επιτραπέζιων ηλεκτρονικών υπολογιστών και συσκευές αναγνώσεως ψηφιακών βιβλίων αγοράστηκαν από ένα από τα δύο συγκεντρωτικά κέντρα προϋπολογισμού για τα οποία είναι υπεύθυνο το [τμήμα διοικητικών υπηρεσιών], αλλά [είναι] άγνωστο πού βρίσκονταν τη στιγμή εκείνη τα περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα·

ii)      [ο προσφεύγων], υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου του [τμήματος διοικητικών υπηρεσιών], ανέλαβε την πρωτοβουλία για την αγορά των εν λόγω αντικειμένων, την ενέκρινε ή την επέτρεψε·

iii)      οι υπηρεσιακοί λόγοι στους οποίους στηρίχθηκαν οι εν λόγω αγορές [ήταν] επίσης αμφισβητήσιμοι, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου και των αρμοδιοτήτων του [τμήματος διοικητικών υπηρεσιών], όπως προκύπτουν από την περιγραφή καθηκόντων [του τμήματος, η οποία έχει εγκριθεί από την εκτελεστική επιτροπή]·

iv)      [ο προσφεύγων], υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου του [τμήματος διοικητικών υπηρεσιών], δεν [ήταν] σε θέση να παράσχει κάποια εύλογη εξήγηση όσον αφορά τον τόπο στον οποίον βρίσκονταν τα περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα.

[Τρίτον,] κατηγορίες που κοινοποιήθηκαν στην εκτελεστική επιτροπή και περιλαμβάνονται στην [έκθεση σχετικά με την πρόοδο των ερευνών της] 19ης Ιουλίου 2010 [και συγκεκριμένα]:

i)      127 αγορές αντικειμένων που πραγματοποιήθηκαν από το [τμήμα διοικητικών υπηρεσιών] και μπορού[σαν] να υποδιαιρεθούν σε 13 διαφορετικές κατηγορίες, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι εξής: i) φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές μάρκας [X] και συναφή εξαρτήματα· ii) άλλοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και συναφή εξαρτήματα· iii) άλλοι τύποι εξοπλισμού και λογισμικού πληροφορικής· iv) συστήματα πλοηγήσεως και v) κινητά τηλέφωνα. [Στις 17 Αυγούστου 2010,] [ήταν] δυνατόν να προσδιοριστεί ο τόπος όπου βρίσκονταν ένας περιορισμένος μόνον αριθμός από αυτά τα 127 είδη·

ii)      [οι] αβεβαιότητες όσον αφορά τον υπηρεσιακό λόγο στον οποίο στηρίχθηκε η αγορά των εν λόγω αντικειμένων, το σχέδιο ή την εργασία που αυτά αφορούσαν και τις σχέσεις μεταξύ του εν λόγω σχεδίου ή εργασίας και των λειτουργικών αρμοδιοτήτων του [τμήματος διοικητικών υπηρεσιών].

[…]»

28      Με επιστολή της 10ης Αυγούστου 2010, ο προσφεύγων ζήτησε από την ΕΚΤ να του επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα. Με επιστολή της 17ης Αυγούστου 2010, η ΕΚΤ απέρριψε το αίτημα αυτό, παραπέμποντας συναφώς στη θέση της που εκτίθεται σε προηγούμενες επιστολές της 28ης Απριλίου, της 21ης Μαΐου και της 5ης Ιουλίου 2010, καθώς και στην επιστολή της 4ης Αυγούστου 2010 με την οποία διαβιβάστηκε η απόφαση με την ίδια ημερομηνία. Σε παράρτημα της επιστολής της 17ης Αυγούστου 2010, η ΕΚΤ επανέλαβε τις αιτιάσεις κατά του προσφεύγοντος στις οποίες θεμελιώθηκε η απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010.

29      Με επιστολές της 3ης και της 10ης Σεπτεμβρίου 2010, ο προσφεύγων διατύπωσε τα σχόλιά του σχετικά με την απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010. Προέβαλε ιδιαίτερα τα προσόντα του ως προϊσταμένου τμήματος («manager»), και ιδίως το γεγονός ότι επέτρεψε στην ΕΚΤ να εξοικονομήσει τρία εκατομμύρια ευρώ στο πλαίσιο συμβάσεως σχετικά με σύστημα πληροφορικής με συνδεδεμένες εφαρμογές και προϊόντα, το οποίο προοριζόταν για την επεξεργασία δεδομένων και επονομαζόταν «SAP».

30      Όσον αφορά τις επίδικες αγορές, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι είχαν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες και προδιαγραφές της ΕΚΤ και ότι ανταποκρίνονταν σε υπηρεσιακές ανάγκες συναφείς προς τα καθήκοντα του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών.

31      Όσον αφορά τις αγορές φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών μάρκας X, ο προσφεύγων ανέφερε ότι πραγματοποιήθηκαν για τις ανάγκες του χώρου επισκεπτών της ΕΚΤ και ότι η επιλογή υπολογιστών αυτής της μάρκας οφειλόταν, εκτός από λόγους αισθητικής, στη μεγαλύτερη τεχνική αξιοπιστία τους για ασύρματη σύνδεση με το διαδίκτυο σε σχέση με τους υπολογιστές μάρκας Υ που χρησιμοποιεί συνήθως η ΕΚΤ.

32      Στη συνέχεια, η εκτελεστική επιτροπή ζήτησε από την ειδική ομάδα έρευνας να συντάξει, για την αντίκρουση των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος, σημείωμα στο οποίο να περιλαμβάνονται οι παρατηρήσεις της, οι διαπιστώσεις της και τα αποτελέσματα των συζητήσεων/εξετάσεων που είχαν πραγματοποιηθεί έως τις 26 Ιουλίου 2010.

33      Με έγγραφο της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, ο προσφεύγων υπέβαλε ειδική διοικητική προσφυγή κατά της αποφάσεως της 4ης Αυγούστου 2010. Η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ της 23ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους.

34      Στις 23 Νοεμβρίου 2010, επίσης, η εκτελεστική επιτροπή εξέδωσε, αφού επανεξέτασε την κατάσταση του προσφεύγοντος κατόπιν των γραπτών σχολίων του, νέα απόφαση με την οποία επικύρωσε την απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010. Στη νέα αυτή απόφαση αναφερόταν ότι αυτή εκδόθηκε αφού η εκτελεστική επιτροπή ζήτησε από την ειδική ομάδα έρευνας να συντάξει σημείωμα στο οποίο να εκθέτει τις παρατηρήσεις της επί των σχολίων που διατύπωσε ο προσφεύγων. Οι λόγοι αναστολής της ασκήσεως των καθηκόντων του προσφεύγοντος ήταν, πρώτον, η διαπίστωση της εκτελεστικής επιτροπής ότι ορισμένα από τα σχόλια του προσφεύγοντος δεν συνέπιπταν με ορισμένες από τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η ειδική ομάδα, δεύτερον, η μη παροχή εξηγήσεων από τον προσφεύγοντα όσον αφορά τα 127 αντικείμενα σε σχέση με τα οποία κατηγορείτο για βαρεία παράβαση των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, λαμβανομένου υπόψη ότι τα σχόλιά του δεν ήταν ικανά να καταστήσουν τις εν λόγω κατηγορίες επαρκώς απίθανες ή προδήλως αβάσιμες και τρίτον, η συνέχιση των ερευνών της OLAF στο πλαίσιο της εξετάσεως που διεξήγε. Στην επιστολή με την οποία κοινοποιήθηκε η εν λόγω απόφαση περιλαμβάνονταν αποσπάσματα των προσωρινών συμπερασμάτων της ειδικής ομάδας στα οποία βασίστηκε η εκτελεστική επιτροπή, κατά δήλωσή της.

35      Τον Ιανουάριο 2011, η ΕΚΤ ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την απόφασή της να κινήσει έναντι αυτού διαδικασία αναγνωρίσεως αναπηρίας.

36      Με απόφαση της 15ης Μαρτίου 2011, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ απέρριψε την ειδική διοικητική προσφυγή που άσκησε ο προσφεύγων στις 21 Ιανουαρίου 2011 κατά της αποφάσεως της 23ης Νοεμβρίου 2010 με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010.

37      Στις 16 Μαρτίου 2011, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι, από τις 28 Μαρτίου 2011, δεν θα ελάμβανε πλέον τις αποδοχές του, αλλά αντίστοιχο επίδομα αναπηρίας.

38      Στις 22 Μαρτίου 2011, η OLAF κάλεσε τον προσφεύγοντα να συμμετάσχει σε ακρόαση που προβλεπόταν να πραγματοποιηθεί στις 12 και 13 Μαΐου 2011.

39      Με δικόγραφα που περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 2 Φεβρουαρίου και στις 25 Μαΐου 2011, αντιστοίχως, ο προσφεύγων άσκησε δύο προσφυγές ζητώντας, με την πρώτη, η οποία καταχωρήθηκε με αριθμό F‑7/11, την ακύρωση της αποφάσεως της 4ης Αυγούστου 2010 και με τη δεύτερη, η οποία καταχωρήθηκε με αριθμό F‑60/11, την ακύρωση της αποφάσεως της 23ης Νοεμβρίου 2010 με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010, δηλαδή των δύο αποφάσεων με τις οποίες η ΕΚΤ ανέστειλε την άσκηση των καθηκόντων του.

40      Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, AX κατά ΕΚΤ (F‑7/11 και F‑60/11, EU:F:2012:195), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε τις δύο προσφυγές και καταδίκασε τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

2.     Επί της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας

41      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, μολονότι η ειδική ομάδα δεν είχε ολοκληρώσει τις εργασίες της στις 26 Ιουλίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε να ασχολείται με τον φάκελο λόγω της ανακοινώσεως από την OLAF ότι άρχισε η δική της έρευνα, εντούτοις υπέβαλε αναφορά για τις εργασίες που είχε διεξαγάγει μέχρι την ημερομηνία εκείνη υπό μορφή εκθέσεως πεπραγμένων («Activity Report», στο εξής: έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας) με ημερομηνία 15 Μαρτίου 2011. Σκοπός της εκθέσεως αυτής ήταν να δοθεί αναφορά για την «προσωρινή εκτίμηση στην οποία προέβη η ειδική ομάδα έρευνας στις 26 Ιουλίου 2010 όσον αφορά τους υπηρεσιακούς λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η αγορά κάθε κατηγορίας επίδικων αντικειμένων και τη συνοχή των εξηγήσεων που δόθηκαν».

42      Η έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας κοινοποιήθηκε μετά από ένα έτος, στις 22 Μαρτίου 2012, από τον υπεύθυνο της έρευνας, δηλαδή τον διευθυντή εσωτερικού ελέγχου, στη ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό». Η διαβίβαση αυτή δικαιολογείτο από το γεγονός ότι η εν λόγω έκθεση «περι[είχε] πληροφορίες που δεν αντικατοπτρίζοντα[ν] στην τελική έκθεση της OLAF [όπως περιγράφεται στην σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως] και μπορού[σαν] να προσφέρουν συμπληρωματικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, τα οποία [η ΓΔ “Ανθρώπινο δυναμικό”] θα μπορ[ούσε] να λάβει υπόψη στην απόφασή [της] να κινήσει ή όχι πειθαρχική διαδικασία». Εξάλλου, ο διευθυντής εσωτερικού ελέγχου διευκρίνισε ότι η έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας «αντικατ[όπτριζε] απλώς, συνοπτικά, το σύνολο των παρατηρήσεων και των αποτελεσμάτων συνομιλιών που είχαν πραγματοποιηθεί έως τις 26 Ιουλίου 2010 και ότι [θα έπρεπε] να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ της εκθέσεως αυτής και “αιτιολογημένης εκθέσεως στην οποία παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις της υποθέσεως, καθώς και η ύπαρξη ή απουσία επαρκών αποδείξεων για τη στοιχειοθέτηση της προβαλλομένης παραβάσεως”», εν προκειμένω εκθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού και του άρθρου 6, παράγραφος 14, της εγκυκλίου 1/2006.

3.     Επί της εκθέσεως της OLAF

 Επί της διεξαγωγής της έρευνας

43      Στο πλαίσιο της έρευνάς της, η OLAF, με επιστολή της 29ης Ιουλίου 2010, ζήτησε από την ΕΚΤ πληροφορίες οι οποίες της δόθηκαν με επιστολή της 6ης Αυγούστου 2010. Η ομάδα έρευνας της OLAF πραγματοποίησε επίσης αποστολή επιτόπου από τις 20 έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της οποίας συζήτησε με δώδεκα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ, ως «μάρτυρες». Στις 19 Νοεμβρίου 2010, η OLAF απηύθυνε ερωτήσεις σε ένα ακόμα μέλος του προσωπικού της Τράπεζας.

44      Στις 23 Μαρτίου 2011, τα μέλη της ειδικής ομάδας έρευνας μετέβησαν στα γραφεία της OLAF. Με την ευκαιρία αυτή αντάλλαξαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με κάθε κατηγορία αντικειμένων που αγοράστηκαν από το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών, παρουσίασαν τις προσωρινές εκτιμήσεις τους σχετικά με τα γεγονότα ως είχαν στις 26 Ιουλίου 2010 και απάντησαν σε σχετικές ερωτήσεις της OLAF.

45      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η ειδική ομάδα έρευνας παρέσχε, συνεπώς, τη συνδρομή της για τη διεξαγωγή της έρευνας της OLAF. Στο πλαίσιο της συνδρομής αυτής, η OLAF ζήτησε από την ΕΚΤ, με επιστολή της 29ης Μαρτίου 2011, να της διαβιβαστεί αντίγραφο της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, την οποία η ειδική ομάδα είχε αναφέρει σε μία από τις απαντήσεις της σε αιτήματα παροχής πληροφοριών της OLAF.

46      Στις 30 Μαρτίου 2011, ο διευθυντής της διευθύνσεως εσωτερικού ελέγχου, υπό την ιδιότητα του υπεύθυνου της έρευνας, διαβίβασε στην OLAF την έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας εφιστώντας την προσοχή της «στο γεγονός ότι η [εν λόγω] έκθεση αντικατ[όπτριζε] αποκλειστικά τα πεπραγμένα της ειδικής ομάδας έρευνας έως τις 26 Ιουλίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία η ΕΚΤ ενημερώθηκε από την OLAF ότι άρχισε έρευνα για την υπόθεση αυτή, θέτοντας έτσι τέλος στην [αρχική] διοικητική έρευνα. Κατά συνέπεια οι κύριες παρατηρήσεις και οι προσωρινές εκτιμήσεις της ειδικής ομάδας έρευνας όσον αφορά τις [δεκατρείς] κατηγορίες των επίδικων αγορών τις οποίες πραγματοποίησε το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών δεν [έπρεπε] κατ’ ουδένα λόγο να ερμηνευθούν ως οριστικά συμπεράσματα για κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες ή για οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του φακέλου».

47      Λόγω του ότι ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να εμφανισθεί ενώπιόν της, η OLAF τον κάλεσε να της υποβάλει παρατηρήσεις ή σχόλια σχετικά με τη σύνοψη των εις βάρος του κατηγοριών το αργότερο έως τις 31 Αυγούστου 2011, ενώ του έθεσε και πολλές ερωτήσεις.

48      Στις 30 Αυγούστου 2011, η ΕΚΤ διαβίβασε στον νομικό σύμβουλο του προσφεύγοντος, το σύνολο ή αποσπάσματα ορισμένων εγγράφων τα οποία είχε ζητήσει ο νομικός σύμβουλος του προσφεύγοντος στις 26 Αυγούστου 2011. Με επιστολή του νομικού του συμβούλου της 30ής Αυγούστου 2011, ο προσφεύγων απάντησε στα τρία κύρια ερωτήματα που είχε θέσει η OLAF με επιστολή της 13ης Ιουλίου 2011 και υπέβαλε τα σχόλιά του σχετικά με τους υπηρεσιακούς λόγους στους οποίους στηρίζονταν οι επίδικες αγορές και τη σχέση τους με τις λειτουργίες και τις αρμοδιότητες του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών του οποίου προΐστατο ο προσφεύγων.

49      Όσον αφορά τον κατάλογο των επίδικων αγορών που πραγματοποίησε το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών, ο προσφεύγων υπενθύμισε στην OLAF ότι είχε κληθεί από την ειδική ομάδα έρευνας, στις 29 Ιουνίου 2010, να υποβάλει σχετικές παρατηρήσεις. Υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι δεν έκρινε κακό να μεταφέρει στην κατοικία του εξοπλισμό που ανήκε στην ΕΚΤ, εφόσον αυτό του επέτρεπε να ολοκληρώσει τη διαμόρφωση και τη θέση σε λειτουργία του εν λόγω εξοπλισμού εξοικονομώντας χρόνο για την υπηρεσία. Υποστήριξε ότι ουδέποτε έδωσε εντολή για την αγορά αντικειμένων με χρέωση του προϋπολογισμού της Τράπεζας για δική του προσωπική ή ιδιωτική χρήση και ότι, εν πάση περιπτώσει, η οικογένειά του και ο ίδιος διέθεταν ανέκαθεν πλήρη εξοπλισμό πληροφορικής και φωτογραφικό εξοπλισμό τους οποίους είχαν αποκτήσει με δικά τους έξοδα. Στην απάντησή του στην OLAF, επιβεβαίωσε επίσης ότι ουδέποτε έδωσε την εντολή να χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα κονδύλια του προϋπολογισμού του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών για τις εν λόγω αγορές, καθόσον αρμόδιος για τον συγκεκριμένο προσδιορισμό του κατάλληλου κονδυλίου του προϋπολογισμού για την οικεία αγορά ήταν ο αναπληρωτής προϊστάμενος του τμήματος.

50      Αφού προσδιόρισε το μέλος του προσωπικού που ενέκρινε το ένα τρίτο περίπου των επίδικων αγορών, δηλαδή τον αναπληρωτή προϊστάμενο του τμήματος, η OLAF προέβη σε ακρόασή του στις 13 Οκτωβρίου 2011.

 Επί των συμπερασμάτων της εκθέσεως της OLAF

51      Μετά την ολοκλήρωση της έρευνάς της, η OLAF εξέδωσε τελική έκθεση με την οποία συνιστούσε, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, να περατωθεί η έρευνα με πειθαρχική διαδικασία (στο εξής: έκθεση της OLAF). Η έκθεση αυτή, η οποία συνοδευόταν από συστάσεις προς την ΕΚΤ και εκδόθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2011, διαβιβάστηκε στην ΕΚΤ στις 27 Ιανουαρίου 2012. Ο προσφεύγων ενημερώθηκε από την OLAF για την ολοκλήρωση της έρευνάς της στις 23 Ιανουαρίου 2012.

52      Όπως προκύπτει από την έκθεση της OLAF, την ύπαρξη πιθανών παρατυπιών στο εσωτερικό του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών αποκάλυψε μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ που ζήτησε να παραμείνει ανώνυμο [στο εξής: πληροφοριοδότης («whistleblower»)]. Οι παρατυπίες αυτές συνδέονταν με την αγορά από τον προσφεύγοντα, το 2010, δύο φορητών συστημάτων πλοηγήσεως, μολονότι όλα τα επίσημα οχήματα της ΕΚΤ ήταν εξοπλισμένα εκ κατασκευής με ανάλογο σύστημα, καθώς και με άλλες αγορές: πολλών προβολέων LED, τριών φωτογραφικών μηχανών, εκ των οποίων η μία επαγγελματικής ποιότητας, καθώς και πολυάριθμων φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών και εξαρτημάτων. Ο πληροφοριοδότης είχε αναφέρει ότι είχε την εντύπωση ότι ο προσφεύγων, ο οποίος αντιμετώπιζε σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες, μεταπωλούσε για ίδιο όφελος τον εξοπλισμό που αγόραζε με πιστώσεις της υπηρεσίας του.

53      Όσον αφορά την αγορά φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών μάρκας Χ, την οποία δεν χρησιμοποιούσε η ΕΚΤ, και συναφών εξαρτημάτων, η OLAF επισήμανε ότι τέτοιου είδους αγορές προϊόντων πληροφορικής δεν περιλαμβάνονταν στις αρμοδιότητες του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών. Αν και έγιναν αναφορές σε σχέδιο εξοπλισμού των αιθουσών συνεδριάσεων ενός από τα κτίρια της ΕΚΤ με ασύρματη σύνδεση με το διαδίκτυο, η OLAF διαπίστωσε ότι αρμόδια για το σχέδιο αυτό ήταν η ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα» και ότι κανένας φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν είχε αγοραστεί στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου. Εν πάση περιπτώσει, η OLAF έκρινε ότι το γεγονός ότι οι εν λόγω φορητοί υπολογιστές αγοράστηκαν από τον προσφεύγοντα πολύ πριν την έναρξη αυτού του σχεδίου προκαλούσε ακόμα περισσότερες αμφιβολίες ως προς τη σκοπιμότητα των εν λόγω αγορών. Κατά συνέπεια, η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ουδείς έγκυρος υπηρεσιακός λόγος μπορούσε να εξηγήσει την αγορά αντικειμένων αυτής της κατηγορίας.

54      Όσον αφορά την αγορά πλαισίων για ψηφιακές φωτογραφίες («Electronic photo frames») και συσκευών αναγνώσεως ψηφιακών βιβλίων («E-books»), η OLAF κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε υπηρεσιακός λόγος που να μπορεί να δικαιολογήσει αγορές τέτοιου είδους, οι οποίες επίσης δεν ενέπιπταν στις αρμοδιότητες του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών.

55      Κατά την ίδια έννοια, όσον αφορά την αγορά «[ά]λλων ηλεκτρονικών υπολογιστών και συναφών εξαρτημάτων» («[o]ther computers and related accessories»), η OLAF επισήμανε ότι αυτές οι αγορές δεν ενέπιπταν στις αρμοδιότητες του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών και ότι η αιτιολογία την οποία επικαλέστηκε ο προσφεύγων και ο αναπληρωτής προϊστάμενος του τμήματος, δηλαδή η τηλεργασία, η αδιάλειπτη συνέχεια της εργασίας και ο δανεισμός στο προσωπικό της Τράπεζας για συνεδριάσεις και παρουσιάσεις, ερχόταν σε αντίφαση προς τις δηλώσεις των μαρτύρων που είχαν καταθέσει ενώπιόν της. Κατά συνέπεια, η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε υπηρεσιακός λόγος δυνάμενος να δικαιολογήσει τις εν λόγω αγορές.

56      Όσον αφορά την αγορά φορητών συστημάτων πλοηγήσεως, η OLAF διαπίστωσε ότι η αιτιολογία την οποία επικαλέστηκε ο προσφεύγων, δηλαδή ότι θα κάλυπταν ανάγκες των οδηγών της ΕΚΤ για μεγάλες διαδρομές στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη ερχόταν σε σαφή αντίφαση με τις δηλώσεις των ίδιων των οδηγών και του αναπληρωτή προϊσταμένου του τμήματος, σύμφωνα με τις οποίες τα επίσημα οχήματα της Τράπεζας ήταν εξοπλισμένα εκ κατασκευής με ενσωματωμένα συστήματα πλοηγήσεως. Συνεπώς, κατά την OLAF, δεν υπήρχε κανένας έγκυρος υπηρεσιακός λόγος για τέτοιου είδους αγορές.

57      Όσον αφορά την αγορά άλλων ηλεκτρονικών υπολογιστών και εξαρτημάτων, η OLAF διαπίστωσε ότι οι αγορές αυτές έπρεπε να έχουν πραγματοποιηθεί κεντρικά, από τη ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα» και δεν ήταν δικαιολογημένες από την άποψη των υπηρεσιακών αναγκών του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών.

58      Η OLAF έκρινε, εξάλλου, ότι η αγορά, κατά την περίοδο 2007-2010, δώδεκα τηλεφώνων BlackBerry και άλλων κινητών τηλεφώνων, καθώς και η σύναψη συμβάσεων κινητής τηλεφωνίας δεν δικαιολογούνταν από υπηρεσιακούς λόγους και ότι η απόκτηση αυτών των αντικειμένων και των υπηρεσιών δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητες του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών.

59      Όσον αφορά την απόκτηση τεσσάρων ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών το 2007 και το 2010, η OLAF απέρριψε τον προβληθέντα από τον προσφεύγοντα δικαιολογητικό λόγο ότι οι εν λόγω φωτογραφικές μηχανές επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για την υπηρεσία ελέγχου ποιότητας και τον ηλεκτρονικό της κατάλογο. Οι εξηγήσεις που έδωσε ο προσφεύγων για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι μετέφερε στην κατοικία του δύο από αυτές τις φωτογραφικές μηχανές, δηλαδή η ανάγκη να τις ρυθμίσει, να τις επαναφορτίσει και να διαβάσει τις οδηγίες χρήσεώς τους, απορρίφθηκαν από την OLAF, μεταξύ άλλων διότι ο προσφεύγων δεν είχε μεταφέρει τα εν λόγω φυλλάδια με τις οδηγίες χρήσεως μαζί με τις φωτογραφικές μηχανές.

60      Όσον αφορά την απόκτηση εκτυπωτών, η OLAF έκρινε ότι, αν το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών είχε ανάγκη τέτοιων συσκευών, θα έπρεπε να τις προμηθευτεί μέσω της ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα». Στην ίδια διαπίστωση κατέληξε η OLAF και όσον αφορά την αγορά προϊόντων μάρκας Logitech.

61      Όσον αφορά την αγορά μιας συσκευής τηλεοράσεως, οθονών και προβολέων, η OLAF δέχθηκε ότι η αγορά μιας συσκευής τηλεοράσεως και μιας οθόνης μπορούσε να δικαιολογηθεί λόγω των αναγκών των οδηγών της ΕΚΤ. Αντιθέτως, δεν θεώρησε ότι υπάρχει έγκυρη δικαιολογία για την αγορά προβολέων και οθονών που υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιούντο για παρουσιάσεις στα γραφεία και στις αίθουσες συνεδριάσεων.

62      Όσον αφορά την αγορά χειριστηρίων και λογισμικού παιχνιδιών, ιδίως δε λογισμικού που ονομάζεται «Body for LIFE companion», το οποίο χρησιμοποιείται για τον προγραμματισμό της ημερήσιας σωματικής ασκήσεως, και παιχνιδιού που φέρει το λογότυπο αμερικανικής ομάδας ποδοσφαίρου, η OLAF επισήμανε ότι οι οδηγοί της ΕΚΤ αρνήθηκαν ότι είχε τεθεί στη διάθεσή τους αυτός ο εξοπλισμός ψυχαγωγίας, αντιθέτως προς ό,τι είχε αναφέρει ο προσφεύγων για να δικαιολογήσει αυτές τις αγορές.

63      Η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, από τον Οκτώβριο 2007 έως τον Μάρτιο 2010, το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών είχε αγοράσει 127 προϊόντα πληροφορικής και συναφή προϊόντα που αντιπροσώπευαν, συνολικά, 411 μεμονωμένα αντικείμενα, χρησιμοποιώντας τη γραμμή «Υποστήριξη διοικητικών υπηρεσιών […]» («Administrative Services Support […]») του συγκεντρωτικού προϋπολογισμού του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών για συνολικό ποσό 65 000 ευρώ περίπου. Ο διατάκτης για τα δύο τρίτα αυτών των δαπανών ήταν ο προσφεύγων, ενώ για το εναπομένον ένα τρίτο ο αναπληρωτής προϊστάμενος του τμήματος.

64      Η OLAF διαπίστωσε ότι η ΕΚΤ μπόρεσε να ανεύρει ή να εντοπίσει 95 από τα εν λόγω αντικείμενα, ενώ ο τόπος όπου βρίσκονταν τα υπόλοιπα 316 αντικείμενα, εκτιμώμενης αξίας 40 674,74 ευρώ, παρέμενε άγνωστος. Λόγω του γεγονότος ότι κανένα από αυτά τα αντικείμενα δεν είχε απογραφεί στο σύστημα υλικοτεχνικής μέριμνας των εξοπλισμών («Equipment Logistics System», στο εξής: σύστημα «ELS») το οποίο προβλέπεται για τον σκοπό αυτόν ή σε οποιοδήποτε άλλο σύστημα απογραφής της ΕΚΤ, ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί ο τόπος όπου βρίσκονταν. Εντούτοις, η OLAF ανέφερε ότι δεν προέκυψαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τις υποψίες ότι ο προσφεύγων οικειοποιήθηκε τα εν λόγω αντικείμενα ή ότι μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ τα έκλεψε ή τα οικειοποιήθηκε. Κατά συνέπεια, μολονότι οι εν λόγω αγορές συνιστούσαν παραβάσεις επαγγελματικών υποχρεώσεων, η OLAF δεν συνέστησε να δοθεί δικαστική συνέχεια.

65      Εκτός των συμπερασμάτων της έρευνας, η OLAF προέβη, εξάλλου, σε πολυάριθμες συστάσεις προς την ΕΚΤ και ειδικότερα συνέστησε, πρώτον, να επανεξεταστούν τα χρηματοοικονομικά κυκλώματα στο εσωτερικό του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, προκειμένου να μην συνυπογράφει ιεραρχικά υφιστάμενος, δεδομένου ότι, λόγω της προφανούς ελλείψεως ανεξαρτησίας του υφισταμένου, η υπογραφή του δεν έχει καμία πρόσθετη αξία για τον έλεγχο του διατάκτη· δεύτερον, να εξορθολογιστούν τα συγκεντρωτικά κέντρα προϋπολογισμού, όπως το κέντρο του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια του συστήματος αγορών που εφαρμόζει το εν λόγω τμήμα· τρίτον, να εξασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες που εφαρμόζει το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών τηρούν αυστηρά την αρχή της ειδικότητας του προϋπολογισμού και εγγυώνται χρηστή οικονομική διαχείριση· και, τέταρτον, να επανεξεταστεί το επίπεδο εσωτερικού ελέγχου το οποίο είναι γενικά μάλλον χαμηλό, τόσο στο εσωτερικό του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών όσο και στην εποπτεία του εν λόγω τμήματος.

4.     Επί της πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού

 Επί της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας και της εκθέσεως του άρθρου 8.3.2

66      Κατόπιν της εκθέσεως της OLAF, έλαβε χώρα ακρόαση του προσφεύγοντος από τον προϊστάμενο του τμήματος «Πολιτική διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και εργασιακές σχέσεις» της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» και από δύο μέλη του τμήματος που είναι αρμόδιο για τις εργασιακές σχέσεις («Staff Relations Division»), δυνάμει του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού (στο εξής: επιτροπή έρευνας). Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 24ης Αυγούστου 2012, ο προσφεύγων κοινοποίησε στην επιτροπή έρευνας ορισμένα έγγραφα. Μετά την υποβολή παρατηρήσεων από τον προσφεύγοντα, στις 18 Οκτωβρίου 2012, σχετικά με το σχέδιο εκθέσεως που του είχε κοινοποιηθεί στις 26 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, η διεύθυνση προσωπικού της ΕΚΤ ενέκρινε, στις 19 Νοεμβρίου 2012, όπως προβλέπεται από το άρθρο 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού, την έκθεση με τίτλο «Έκθεση σχετικά με πιθανή παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων […]» (στο εξής: έκθεση του άρθρου 8.3.2).

67      Η έκθεση του άρθρου 8.3.2 διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«[…]

Η παρούσα έκθεση εκπονήθηκε από τη ΓΔ [“Ανθρώπινο δυναμικό”] βάσει του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού προκειμένου να παρουσιαστούν τα γεγονότα και οι περιστάσεις τα οποία αφορούν πιθανή παράβαση των επαγγελματικών [υποχρεώσεων του προσφεύγοντος] σε σχέση με τη συμμετοχή του στις αγορές τις οποίες πραγματοποίησε το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών και την ευθύνη του γι’ αυτές. […]

Εκπονήθηκε βάσει[, πρώτον,] της εκθέσεως […] της OLAF, [δεύτερον,] των πληροφοριών που παρέσχε η [διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου] σχετικά με τα πεπραγμένα της ειδικής ομάδας έρευνας […] έως τις 26 Ιουλίου 2010, οπότε διεκόπη η [αρχική] διοικητική έρευνα, [τρίτον,] πληροφοριών που παρέσχε [ο προσφεύγων] και [τέταρτον,] άλλων διοικητικών πληροφοριών που διαθέτει η ΓΔ [“Ανθρώπινο δυναμικό”].

[…]

Υπό [τη διεύθυνση του προσφεύγοντος], το [τμήμα διοικητικών υπηρεσιών] αγόρασε 127 προϊόντα [πληροφορικής και συναφή προϊόντα] τα οποία αντιπροσωπεύουν 411 μεμονωμένα αντικείμενα. Η υπηρεσιακή αιτιολογία για τις αγορές των εν λόγω αντικειμένων είναι αμφίβολη, λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων [του εν λόγω τμήματος].

[…]

Από τα 411 μεμονωμένα αντικείμενα που αγοράστηκαν από [το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών] υπό [τη διεύθυνση του προσφεύγοντος], η ΕΚΤ μπόρεσε να ανακτήσει ή να εντοπίσει 95 αντικείμενα. Ο τόπος όπου βρίσκονται τα υπόλοιπα 316 αντικείμενα είναι άγνωστος. Η εκτιμώμενη αξία αυτών των αντικειμένων που λείπουν υπολογίζεται σε 40 674,74 ευρώ.

Λόγω του ότι κανένα από τα αντικείμενα αυτά δεν είχε απογραφεί στο [σύστημα “ELS”] ή σε οποιοδήποτε άλλο σύστημα απογραφής της ΕΚΤ, ο εντοπισμός των αντικειμένων που λείπουν […] κατέστη ακόμα δυσχερέστερος. Κατά [τον προσφεύγοντα], αυτό που δυσχεραίνει τον εντοπισμό των αντικειμένων δεν είναι το γεγονός ότι δεν είχαν καταχωρηθεί σε σύστημα. Κατά την άποψή του, οι πιθανές εξηγήσεις […] είναι οι εξής: i) τα αντικείμενα παραμένουν σε κάποιους αποθηκευτικούς χώρους της ΕΚΤ και δεν έχουν ανευρεθεί λόγω απρόσφορης έρευνας· εντούτοις, κατά την άποψη [του προσφεύγοντος], είναι αμφίβολο ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, διότι τα άτομα του [τμήματος διοικητικών υπηρεσιών] που τοποθέτησαν τα εν λόγω αντικείμενα στους αποθηκευτικούς χώρους θα έπρεπε να θυμούνται επακριβώς πού τοποθετήθηκαν τα αντικείμενα, με ή χωρίς σύστημα [απογραφής]· ii) τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν [αλλού] από άτομα εκτός [του εν λόγω τμήματος], ([μέλη του προσωπικού] άλλων τμημάτων ή εξωτερικών εταιρειών που έχουν πρόσβαση στους αποθηκευτικούς χώρους)· ή iii) τα αντικείμενα αφαιρέθηκαν από ένα ή περισσότερα άτομα είτε σε μια προσπάθεια ενοχοποιήσεως [του προσφεύγοντος] είτε για ίδιο όφελος.

[…]»

68      Η έκθεση του άρθρου 8.3.2 εξέθετε επίσης σειρά επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων για τις επίδικες ενέργειες του προσφεύγοντος.

69      Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2012, ο προσφεύγων ενημερώθηκε για την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2012 περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας και περί συγκροτήσεως πειθαρχικής επιτροπής απαρτιζόμενης από ένα πρώην μέλος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υπό την ιδιότητα του προέδρου και τέσσερα μέλη του προσωπικού προερχόμενα από διάφορες γενικές διευθύνσεις της ΕΚΤ, καθώς και από αναπληρωματικά μέλη. Η απόφαση για την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας ανέφερε ρητώς ότι βασιζόταν όχι στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, αλλά στην έκθεση του άρθρου 8.3.2, αντίγραφο της οποίας διαβιβάστηκε, στο πλαίσιο αυτό, στον προσφεύγοντα.

70      Οι αιτιάσεις εις βάρος του προσφεύγοντος αφορούσαν το ότι, υπό την ιδιότητα του υπεύθυνου του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, είχε δρομολογήσει, εγκρίνει ή επιτρέψει αγορές αγαθών που δεν ενέπιπταν στις αρμοδιότητες του εν λόγω τμήματος ή/και για τις οποίες δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο συγκεντρωτικός προϋπολογισμός του εν λόγω τμήματος· ότι δεν είχε εκτελέσει ορισμένα καθήκοντα και δεν είχε ασκήσει τις αρμοδιότητές του με την απαιτούμενη επιμέλεια και δεν είχε διαχειριστεί τις πιστώσεις του προϋπολογισμού κατά τρόπον ώστε να επιτύχει τον υψηλότερο βαθμό αποτελεσματικότητας, αποδόσεως και εξοικονομήσεως δαπανών· και ότι κατ’ επανάληψη δεν είχε επιδείξει εντιμότητα έναντι των συναδέλφων του ή δεν είχε λάβει όλα τα εύλογα και κατάλληλα μέτρα προκειμένου να περιορίσει τις δαπάνες και τις επιβαρύνσεις της ΕΚΤ σε όλο το μέτρο του δυνατού, κατά παράβαση του άρθρου 4, στοιχείο α’, των όρων απασχόλησης, των διατάξεων του κώδικα συμπεριφοράς, καθώς και των άρθρων 0.1.1, 0.4 και 0.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού και των κεφαλαίων 7 και 8 του εγχειριδίου υπηρεσιακής πρακτικής. Στον προσφεύγοντα προσάφθηκε επίσης το γεγονός ότι, αφενός, μεγάλος αριθμός αντικειμένων που ανήκαν στην ΕΚΤ βρίσκονταν εκτός των εγκαταστάσεων της Τράπεζας και ο προσφεύγων δεν είχε τηρήσει την υποχρέωση να μεριμνά για την περιουσία της, ενώ, αφετέρου, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πού βρισκόταν μεγάλος αριθμός αντικειμένων τα οποία είχαν αγοραστεί από το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών. Επίσης, του προσάφθηκε κακή διαχείριση των πιστώσεων του προϋπολογισμού.

 Επί της γνώμης της πειθαρχικής επιτροπής

71      Με επιστολή της 4ης Δεκεμβρίου 2012, ο προσφεύγων ζήτησε την εξαίρεση δύο μελών της πειθαρχικής επιτροπής και του αναπληρωτή του ενός από αυτά, καθώς και πλήρη πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών και των εγγράφων που κατείχε η Τράπεζα.

72      Συναφώς, ο προσφεύγων ζήτησε από την πειθαρχική επιτροπή να του επιτραπεί η πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, μεταξύ των οποίων η έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας. Η πειθαρχική επιτροπή, η οποία δεν διέθετε το εν λόγω έγγραφο, ζήτησε, στις 11 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, από τη διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου να της το διαβιβάσει προκειμένου να εκτιμήσει την κρισιμότητά του όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος. Η έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας διαβιβάστηκε από την ΕΚΤ στην πειθαρχική επιτροπή η οποία, με επιστολή του προέδρου της της 11ης Ιανουαρίου 2013, ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι, αφού εξέτασε την κρισιμότητα του αιτούμενου εγγράφου και το τι αξιόλογο θα μπορούσε αυτό να προσθέσει σε σχέση με τα έγγραφα που είχαν κοινοποιηθεί στον προσφεύγοντα, απορρίπτει το αίτημά του για την κοινοποίηση της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας. Η πειθαρχική επιτροπή αιτιολόγησε τη θέση της ως εξής:

«[…] Εξάλλου, λήφθηκαν υπόψη, κατά περίπτωση, διάφορες άλλες σκέψεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ταυτοποίηση τρίτων και την ανάγκη να αποφευχθεί η επιμήκυνση της διάρκειας [της διαδικασίας]. Η θέση της πειθαρχικής επιτροπής είναι ότι, με τα έγγραφα που έχουν παρασχεθεί [στον προσφεύγοντα], εξασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματά [του] άμυνας, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της προσβάσεως [στα έγγραφα]. Εξάλλου, η πειθαρχική επιτροπή εκτιμά ότι η έκθεση [του άρθρου 8.3.2] δεν περιέχει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποδειχθεί, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, με παραπομπή σε έγγραφα διαφορετικά από εκείνα που βρίσκονται στην κατοχή [του προσφεύγοντος].

[…]»

73      Αντιθέτως, στις 5 Δεκεμβρίου 2012, η ΕΚΤ κοινοποίησε στον προσφεύγοντα το πλήρες κείμενο της εκθέσεως της OLAF.

74      Ο προσφεύγων υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις, μεταξύ των οποίων «[υ]περασπιστικό υπόμνημα» προς την πειθαρχική επιτροπή, στις 29 Ιανουαρίου 2013. Υπέβαλε τροποποιημένο οριστικό κείμενο του εν λόγω υπομνήματος μετά την ακρόασή του από την εν λόγω επιτροπή, στις 30 Ιανουαρίου 2013 (στο εξής: υπερασπιστικό υπόμνημα). Από τα πρακτικά της εν λόγω ακροάσεως προκύπτει ότι ο προσφεύγων στράφηκε εκ νέου κατά της αρνήσεως της ΕΚΤ να του επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα. Υποστήριξε συναφώς ότι δεν εναπόκειται στην Τράπεζα να εκτιμήσει ποια έγγραφα ήταν κρίσιμα για την υπεράσπισή του και ότι, κατά την άποψή του. όλες οι πληροφορίες που περιέχονται στην έκθεση του άρθρου 8.3.2 δεν είναι δυνατόν να αποδειχθούν επί τη βάσει των εγγράφων που βρίσκονταν στην κατοχή του και μόνον.

75      Κατά την ακρόασή του ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής, ο προσφεύγων υπενθύμισε ότι τα ποσά των επίδικων αγορών ήταν σχετικά περιορισμένα, αντιπροσώπευαν ελάχιστο ποσοστό του προϋπολογισμού για τον οποίον ήταν υπεύθυνος, οι αγορές ήταν ορατές, και κατά συνέπεια μπορούσαν να ελεγχθούν από τις υπηρεσίες λογιστηρίου, εσωτερικού ελέγχου και λοιπών ελέγχων της ΕΚΤ, ενώ αρνήθηκε ότι έδωσε την εντολή στους συνεργάτες του να μην καταχωρίσουν τον αποκτηθέντα εξοπλισμό στο σύστημα «ELS».

76      Όσον αφορά την εκ μέρους του επιβράβευση του προσωπικού του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών με δώρα μικρής αξίας, ο προσφεύγων υποστήριξε, σε σχέση με τα πλαίσια ψηφιακών φωτογραφιών, ότι έθεσε τέλος σε αυτή την πρακτική αμέσως μόλις οι ιεραρχικώς ανώτεροί του τον ενημέρωσαν ότι δεν την εγκρίνουν. Δικαιολόγησε το γεγονός ότι είχε μεταφέρει στην οικία του μέρος του εξοπλισμού λόγω της τάσης του να εργάζεται στην κατοικία του, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι το ένα τρίτο των αντικειμένων που επέστρεψε ήταν βιβλία από τη βιβλιοθήκη της ΕΚΤ, άλλο ένα τρίτο αποτελούνταν από βασικό εξοπλισμό, όπως κινητά τηλέφωνα, φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, και σακίδια ράχης, τέλος δε, ένα τρίτο αντιστοιχούσε σε εξοπλισμό που είχε μεταφέρει στην κατοικία του προκειμένου να τον διαμορφώσει ή να εξοικειωθεί με αυτόν, πριν δώσει οδηγίες στο προσωπικό του τμήματός του σχετικά με τη χρησιμοποίηση του εν λόγω εξοπλισμού.

77      Ο προσφεύγων εξήγησε επίσης στην πειθαρχική επιτροπή ότι δεν προσέφυγε σε διαδικασίες προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών για τα επίδικα αντικείμενα διότι η μοναδιαία αξία αγοράς τους ήταν μικρότερη των 10 000 ευρώ. Σχετικά με την απόκτηση συσκευών αναγνώσεως ψηφιακών βιβλίων, υπογράμμισε ότι το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών είχε ρίξει βάρος στην εξοικονόμηση χαρτιού και ότι είχε συμφωνηθεί να δοκιμαστεί, στο επίπεδο του εν λόγω τμήματος, η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως αυτού του εξοπλισμού με τη συμμετοχή του συνόλου του προσωπικού του σε όλα τα ιεραρχικά επίπεδα.

78      Όσον αφορά την αγορά λογισμικού ανακτήσεως καλής φυσικής καταστάσεως, το οποίο υποτίθεται ότι διευκολύνει την απώλεια βάρους με την καύση θερμίδων, ο προσφεύγων εξήγησε ότι το εν λόγω λογισμικό το οποίο πρότεινε ασκήσεις για καλή φυσική κατάσταση μπορούσε να είναι χρήσιμο για τη διατήρηση της καλής καταστάσεως της υγείας των οδηγών της ΕΚΤ. Επιβεβαίωσε ότι δεν είχε ζητήσει τη γνώμη της ιατρικής υπηρεσίας της ΕΚΤ για τη χρήση αυτή ούτε είχε επαληθεύσει αν η πρωτοβουλία αυτή αλληλεπικαλύπτεται με τα υφιστάμενα στην Τράπεζα προγράμματα υγείας. Όσον αφορά τα φορητά συστήματα πλοηγήσεως, ο προσφεύγων ανέφερε ότι ορισμένοι οδηγοί είχαν διαμαρτυρηθεί ότι ορισμένα συστήματα με τα οποία ήταν εξοπλισμένα τα οχήματα της ΕΚΤ ήταν απηρχαιωμένα και κατά συνέπεια συμφωνήθηκε να αγοραστεί νέος επικαιροποιημένος φορητός εξοπλισμός, αντί να επικαιροποιηθούν τα ενσωματωμένα συστήματα πλοηγήσεως με τα οποία ήταν εξοπλισμένα τα οχήματα της ΕΚΤ.

79      Όταν ερωτήθηκε αν επιθυμούσε να επανέλθει στην ΕΚΤ, ο προσφεύγων ανέφερε στην πειθαρχική επιτροπή ότι ήταν πρόθυμος να επανέλθει στην υπηρεσία, μολονότι αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει αμηχανία τόσο στον ίδιο όσο και σε άλλα πρόσωπα.

80      Η πειθαρχική επιτροπή εξέδωσε τη γνώμη της στις 5 Απριλίου 2013 (στο εξής: γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής). Όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιόν της και την πρόσβαση στα έγγραφα, η πειθαρχική επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«[Τ]ο σύνολο της διαδικασίας διεξήχθη σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις και με απόλυτο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων [του προσφεύγοντος]. Συγκεκριμένα, η πειθαρχική επιτροπή κρίνει ομόφωνα ότι οι αιτιάσεις που προβάλλονται στο [σημείο] 14 του υπομνήματος [του προσφεύγοντος] δεν είναι τεκμηριωμένες. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη αιτίαση σχετικά με την περιορισμένη πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, η πειθαρχική επιτροπή υπογραμμίζει ότι, τόσο πριν επιληφθεί της υποθέσεως όσο και μετά, σημαντικός αριθμός και όγκος εγγράφων κοινοποιήθηκαν [στον προσφεύγοντα] προκειμένου να μπορέσει να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Η κοινοποίηση άλλων εγγράφων θα είχε οδηγήσει αποκλειστικά και μόνο σε άνευ λόγου παράταση της διαδικασίας, ενδεχομένως δε θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στα συμφέροντα τρίτων, χωρίς να προσθέτει τίποτα αξιόλογο για την υπεράσπιση [του προσφεύγοντος]».

81      Η πειθαρχική επιτροπή συγκέντρωσε τις παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων που προσάπτονταν στον προσφεύγοντα σε τρεις κατηγορίες, ως εξής:

«i) [Ο προσφεύγων] δρομολόγησε ή/και ενέκρινε σημαντικό αριθμό αγορών που δεν ενέπιπταν στις αρμοδιότητες [του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών] ή/και δεν ήταν σύμφωνες με τις ισχύουσες στην ΕΚΤ πολιτικές. [Ο προσφεύγων] δεν επέδειξε, σε ορισμένες περιπτώσεις, υγιή και εποικοδομητική σχέση εργασίας έναντι της ΓΔ “Πληροφοριακά συστήματα”, παραβαίνοντας ευθέως, σε ορισμένες περιπτώσεις, την άρνηση της ΓΔ “Πληροφοριακά συστήματα” όσον αφορά ορισμένες αγορές [που σκόπευε να κάνει] και εμφανιζόμενος έτσι μάλλον ως πρόσωπο ανταγωνιζόμενο τη ΓΔ “Πληροφοριακά συστήματα”. Επίσης, αγνόησε εσκεμμένα τις οδηγίες της εκτελεστικής επιτροπής όσον αφορά τη χρήση εξοπλισμού τηλεργασίας. Ως σχετικά παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές [μάρκας Χ], οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές [“]κρίσεως[”], τα κινητά τηλέφωνα και η σύμβαση με [εταιρία τηλεφωνίας που παρέσχε, από τον Ιούλιο 2008 έως τον Απρίλιο 2010 υπηρεσίες αξίας 17 162,49 ευρώ].

ii) [Ο προσφεύγων] δρομολόγησε ή/και ενέκρινε σημαντικό αριθμό αγορών οι οποίες δεν δικαιολογούνταν από υπηρεσιακές ανάγκες που είχαν επισημανθεί και τεκμηριωθεί ή/και για τις οποίες δεν αποδείχθηκε επαρκώς η υπηρεσιακή αιτιολογία και η σκοπιμότητα της εφαρμογής. Οι αγορές αυτές περιελάμβαναν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που υποτίθεται ότι προορίζονταν για τον χώρο επισκεπτών, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές [“]κρίσεως[”], τη δαπανηρή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή και τα [εξίσου] δαπανηρά εξαρτήματά της, τις συσκευές αναγνώσεως ψηφιακών βιβλίων και τους μικρούς προβολείς. Οι αγορές αυτές προκάλεσαν σημαντική οικονομική ζημία στην ΕΚΤ.

iii) [Ο προσφεύγων] δεν εφάρμοσε κανένα σύστημα παρακολουθήσεως των αγορασθέντων αντικειμένων και δεν ανέθεσε σε κανένα μέλος του [τμήματος διοικητικών υπηρεσιών] να το πράξει, εκθέτοντας έτσι τα εν λόγω αγορασθέντα αντικείμενα [στον κίνδυνο] απώλειας. Το γεγονός ότι [ο προσφεύγων] είχε στην κατοχή του μεγάλο αριθμό αντικειμένων κυριότητας της ΕΚΤ εκτός των κτιριακών εγκαταστάσεων της ΕΚΤ, χωρίς να είναι σε θέση να δικαιολογήσει το γεγονός αυτό, είναι επιβαρυντικό για την έλλειψη επιμέλειάς του κατά τη διαχείριση των αγορασθέντων αντικειμένων».

82      Η πειθαρχική επιτροπή έκρινε, συνεπώς, ότι ο προσφεύγων παρέβη, επί μακρό χρονικό διάστημα και επανειλημμένα, το άρθρο 4, στοιχείο α΄, των όρων απασχόλησης, τον κώδικα συμπεριφοράς, και ιδίως τα άρθρα 2, 2.2, 4.1 και 4.2 του εν λόγω κώδικα, καθώς και τα κεφάλαια 7 και 8 του εγχειριδίου υπηρεσιακής πρακτικής, προκαλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εκ προθέσεως οικονομική ζημία στην Τράπεζα. Η πειθαρχική επιτροπή έκρινε ότι «[ο]ι παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων [του προσφεύγοντος] [ήταν] σοβαρότατες και συνεπάγονταν, ως ένα βαθμό, ότι ο προσφεύγων εκ προθέσεως αγνόησε τους κανόνες που ισχύουν στην ΕΚΤ», κατά μείζονα λόγο διότι διαπράχθηκαν από προϊστάμενο τμήματος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΚΤ.

83      Η πειθαρχική επιτροπή εξέτασε το ζήτημα κατά πόσον τέτοιου είδους εκ προθέσεως, συνεχείς παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων που διαπράττονται επί μακρό χρονικό διάστημα μπορούν να δικαιολογήσουν την πειθαρχική ποινή της απολύσεως. Συναφώς, η πειθαρχική επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη ένας παράγων, και συγκεκριμένα η φήμη της ΕΚΤ ως θεσμικού οργάνου της Ένωσης και θεματοφύλακα των χρημάτων του ευρωπαίου φορολογουμένου, καθώς και ο ρόλος της ως πρότυπου διοικητικού οργάνου, αποτελεσματικού και υπεύθυνου, το οποίο διοικείται από στελέχη που δεν επιδιώκουν προσωπικά συμφέροντα. Η πειθαρχική επιτροπή έκρινε κατά πλειοψηφία ότι έπρεπε να επιβληθεί η εν λόγω ποινή εφόσον, επιπλέον, διαπιστωνόταν ότι οι παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων είχαν, επίσης, ως κίνητρο την επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος, πράγμα που θα είχε πλήξει ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της ΕΚΤ και του προσφεύγοντος. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα του προσωπικού συμφέροντος, μετά από συζήτηση, η πειθαρχική επιτροπή έκρινε κατά πλειοψηφία ότι δεν είχε πλήρως πεισθεί σχετικά με το ότι τέτοιου είδους προσωπικό συμφέρον «μπορεί να αποδειχθεί, υπό στενή έννοια, χωρίς καμία αμφιβολία», ιδίως βάσει των διαπιστώσεων και των συμπερασμάτων της OLAF.

84      Λαμβάνοντας υπόψη τις ελαφρυντικές περιστάσεις που αναφέρονται στην έκθεση του άρθρου 8.3.2, δηλαδή τις ανεπάρκειες των εσωτερικών ελέγχων που διεξήχθησαν εντός του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών πριν τοποθετηθεί εκεί ο προσφεύγων, την ιδιόμορφη δομή του εν λόγω τμήματος, το οποίο διέθετε λίγες ιεραρχικά υψηλές θέσεις, πράγμα που επέρριπτε περισσότερες ευθύνες στους υπευθύνους του εν λόγω τμήματος, καθώς και τις εξαιρετικά καλές υπηρεσιακές επιδόσεις του προσφεύγοντος, όπως πιστοποιούνται από τις εκθέσεις βαθμολογίας του, η πειθαρχική επιτροπή συνέστησε, ως ενδεδειγμένη πειθαρχική ποινή, τον υποβιβασμό του κατά δύο μισθολογικές κατηγορίες, δηλαδή μισθολογικό υποβιβασμό κατόπιν του οποίου οι αποδοχές του θα ήταν ίσες με τις αποδοχές που ελάμβανε πριν την προαγωγή του το 2007 στη θέση του προϊσταμένου του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών.

5.     Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

85      Με επιστολή της 24ης Απριλίου 2013, ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της γνώμης της πειθαρχικής επιτροπής. Στις 16 Μαΐου του ίδιου έτους, η ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» υπέβαλε στην εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ σχέδιο αποφάσεως για την επιβολή ποινής σύμφωνης με τη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής.

86      Εντούτοις, κατά τη συνεδρίαση της 21ης Μαΐου 2013, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ αποφάσισε να επιβάλει στον προσφεύγοντα την ποινή της απολύσεως από την Τράπεζα. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι η εκτελεστική επιτροπή έκρινε ότι ο προσφεύγων, με τις παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων που υπείχε ως διευθυντικό στέλεχος («manager»), τις οποίες επισήμανε η πειθαρχική επιτροπή, μολονότι ο ίδιος τις αμφισβήτησε, «είχε πλήξει ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητη μεταξύ της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής της ΕΚΤ και του προσωπικού της».

87      Κατά συνέπεια, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ, με απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, επέβαλε στον προσφεύγοντα την ποινή της απολύσεως με προειδοποίηση, την οποία προβλέπει το άρθρο 44, σημείο ii), των όρων απασχόλησης (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, η εκτελεστική επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ως επιβαρυντική περίσταση το γεγονός ότι «[ο προσφεύγων] [είχε] παραβεί τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις ως διευθυντικό στέλεχος που υπέχει την υποχρέωση να προστατεύει τη φήμη και τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΚΤ», υπογραμμίζοντας συναφώς ότι «η ΕΚΤ βασίζει την αξιοπιστία της ως ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο […] στον ρόλο πρότυπου διοικητικού οργάνου[,] αποτελεσματικού και υπεύθυνου[,] το οποίο στελεχώνεται από προσωπικό άψογης ακεραιότητας».

88      Με επιστολή της 16ης Ιουλίου 2013, ο νομικός σύμβουλος του προσφεύγοντος κάλεσε την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ να επιβεβαιώσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελιωνόταν αποκλειστικά στα έγγραφα τα οποία απαριθμούνται σε αυτή, δηλαδή στην έκθεση της OLAF, στην απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010, στην έκθεση του άρθρου 8.3.2, στην αναφορά την οποία υπέβαλε η ΕΚΤ προς τη γερμανική γενική εισαγγελία στις 6 Μαρτίου 2013 σχετικά με τις φερόμενες παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων του προσφεύγοντος, τη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής, τα πρακτικά της ακροάσεως του προσφεύγοντος από την πειθαρχική επιτροπή και τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος στην πειθαρχική επιτροπή στις 29 Ιανουαρίου 2013. Σε διαφορετική περίπτωση, ζητούσε από την ΕΚΤ να του διαβιβάσει τα λοιπά έγγραφα που βρίσκονταν την κατοχή της εκτελεστικής επιτροπής και επί των οποίων είχε στηρίξει την απόφασή της. Ο νομικός σύμβουλος του προσφεύγοντος υπενθύμισε, εξάλλου, ότι ο προσφεύγων είχε ζητήσει, μέσω του ίδιου, από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» αντίγραφο της επιστολής της 6ης Μαρτίου 2013 της ΕΚΤ προς τη γερμανική εισαγγελία.

89      Σε απάντηση, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό», με επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, ανέφερε στον προσφεύγοντα ποια ήταν τα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ προκειμένου να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Μεταξύ των εγγράφων αυτών δεν περιλαμβανόταν η έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας ούτε το έγγραφο που αφορούσε την κοινοποίηση της ΕΚΤ της 6ης Μαρτίου 2013 προς τη γερμανική εισαγγελία.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

90      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        κατά συνέπεια, να τον επανεντάξει πλήρως στην υπηρεσία με τη δέουσα δημοσιότητα, ούτως ώστε να αποκατασταθεί η υπόληψή του·

–        σε κάθε περίπτωση, να του επιδικάσει, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, ποσό προσδιοριζόμενο κατά εύλογη και δίκαιη κρίση στα 20 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

91      Η ΕΚΤ ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να κηρύξει την προσφυγή αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

92      Με το υπόμνημα απαντήσεώς του, ο προσφεύγων έθεσε το ζήτημα κατά πόσον θα ήταν σκόπιμο να διατάξει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης την ΕΚΤ, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, να προσκομίσει όλα τα έγγραφα που αφορούν την αλληλογραφία του εν λόγω θεσμικού οργάνου με τη γερμανική εισαγγελία και με την OLAF.

93      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, η ΕΚΤ αντιτάχθηκε σε αυτό το αίτημα υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι αρμόδιο να ζητεί έγγραφα που δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της παρούσας δίκης και ότι, στην πραγματικότητα, ο προσφεύγων προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτό το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να παρακάμψει την αρνητική απάντηση που δόθηκε στο έγγραφό του με τίτλο «Δ[ιοικητική επανεξέταση]» («A[dministrative review]»), το οποίο υπέβαλε στις 29 Νοεμβρίου 2013, στρεφόμενος κατά της αποφάσεως της 30ής Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, με την οποία απορρίφθηκε παρόμοιο αίτημα προσβάσεως στα έγγραφα της ΕΚΤ.

94      Εξάλλου, επιπλέον του υπομνήματος ανταπαντήσεώς της, η ΕΚΤ προσκόμισε εμπιστευτικό κείμενο της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, προς χρήση αποκλειστικά του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, προκειμένου να μπορέσει το τελευταίο να διαπιστώσει ότι το εν λόγω έγγραφο δεν περιλαμβάνει πληροφορίες επιπλέον εκείνων που περιέχονται στην έκθεση του άρθρου 8.3.2. Η Τράπεζα ζήτησε επίσης από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να μην κοινοποιήσει το εν λόγω έγγραφο στον προσφεύγοντα.

95      Με επιστολή της Γραμματείας της 17ης Ιουνίου 2014, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ερώτησε την Τράπεζα, βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ως ίσχυε τότε, για ποιους λόγους η έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας έπρεπε να θεωρηθεί εμπιστευτική. Ζητήθηκε, ιδίως, από την Τράπεζα να εξηγήσει γιατί έπρεπε να θεωρηθεί εμπιστευτικό το έγγραφο αυτό και όχι η έκθεση της OLAF και η έκθεση του άρθρου 8.3.2, βάσει των οποίων η ΕΚΤ είχε αποφασίσει να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία και οι οποίες είχαν διαβιβαστεί καθ’ ολοκληρία στον προσφεύγοντα. Συναφώς, ζητήθηκε από την Τράπεζα να αναφέρει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ιδίως, ποια πραγματικά περιστατικά ή πληροφορίες που περιέχονταν στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας δεν περιλαμβάνονταν στις δύο άλλες εκθέσεις.

96      Με επιστολή της 30ής Ιουνίου 2014, η ΕΚΤ εξήγησε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι κοινοποίησε στον προσφεύγοντα το σύνολο των εμπιστευτικών εγγράφων στα οποία στηρίχθηκε η πειθαρχική επιτροπή και ότι τα λοιπά έγγραφα που βρίσκονταν στην κατοχή της, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν από την εκτελεστική επιτροπή μπορούσαν, κατά συνέπεια, να παραμείνουν εμπιστευτικά. Εν πάση περιπτώσει, κατά την Τράπεζα, όλες οι κρίσιμες πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας είχαν περιληφθεί στην έκθεση του άρθρου 8.3.2. Εντούτοις, προκειμένου να προστατευθεί η ανωνυμία των προσώπων που συνεργάστηκαν στην αρχική διοικητική έρευνα η οποία δεν ολοκληρώθηκε, θα ήταν σκόπιμο να μην κοινοποιηθεί στον προσφεύγοντα η έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας.

97      Στις 23 Οκτωβρίου 2014, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους και ζήτησε από την ΕΚΤ να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, μεταξύ των οποίων μη εμπιστευτικό κείμενο της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν δεόντως στο αίτημα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και, στη συνέχεια, κάθε διάδικος είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τις απαντήσεις του αντιδίκου.

98      Εξάλλου, με επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2014, ο προσφεύγων πρότεινε, δυνάμει του άρθρου 57 του Κανονισμού Διαδικασίας, νέα αποδεικτικά μέσα τα οποία συνίσταντο κυρίως σε επιστολές που είχαν ανταλλαγεί στο πλαίσιο της επιστροφής των προσωπικών του αντικειμένων από την ΕΚΤ. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 24 Νοεμβρίου 2014 επί της εν λόγω προτάσεως του προσφεύγοντος, η ΕΚΤ υπογράμμισε ουσιαστικά ότι η επιστροφή των εν λόγω προσωπικών αντικειμένων είχε λάβει χώρα στις 30 Μαΐου 2014 και υπέβαλε στην κρίση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης το κατά πόσον η καθυστερημένη υποβολή της εν λόγω προτάσεως νέων αποδεικτικών μέσων ήταν δικαιολογημένη. Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάσισε να δεχθεί αυτή την πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων.

 Σκεπτικό

1.     Επί των αιτημάτων που άπτονται της επανεντάξεως του προσφεύγοντος στην υπηρεσία

99      Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία η οποία είναι εφαρμοστέα και στις προσφυγές που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να απευθύνει εντολές στα θεσμικά όργανα της Ένωσης (βλ. αποφάσεις Da Silva Pinto Branco κατά Δικαστηρίου, F‑52/09, EU:F:2010:98, σκέψη 31, και DH κατά Κοινοβουλίου, F‑4/14, EU:F:2014:241, σκέψη 41).

100    Κατά συνέπεια, τα αιτήματα του προσφεύγοντος με τα οποία ζητείται η επανένταξή του στην υπηρεσία πρέπει να απορριφθούν εξαρχής ως προδήλως απαράδεκτα.

2.     Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

101    Για τη θεμελίωση των αιτημάτων ακυρώσεως, ο προσφεύγων επικαλείται οκτώ λόγους ακυρώσεως που αντλούνται, αντιστοίχως από:

–        προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του άρθρου 45 των όρων απασχόλησης, του άρθρου 8.3.11 των κανόνων για θέματα προσωπικού και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον η ΕΚΤ του αρνήθηκε την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα ή/και πληροφορίες·

–        αντίθεση του άρθρου 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού προς την αρχή της αμεροληψίας και το άρθρο 47 του Χάρτη·

–        παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας, παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και παράβαση των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη·

–        παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας λόγω της μη τηρήσεως της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας·

–        παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

–        κατάχρηση εξουσίας της εκτελεστικής επιτροπής και παράβαση του άρθρου 8.3.17 των κανόνων για θέματα προσωπικού·

–        πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας·

–        αντίθεση των άρθρων 44 και 45 των όρων απασχόλησης και του άρθρου 8.3 των κανόνων για θέματα προσωπικού προς την αρχή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και προς το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων τα οποία κατοχυρώνονται με το άρθρο 28 του Χάρτη.

102    Κατ’ αρχάς, προκειμένου να εξετάσει τους προεκτεθέντες λόγους ακυρώσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, στοιχείο γ΄, των όρων απασχόλησης, «[ο]ι αρχές που έχουν καθιερωθεί με τους κανονισμούς, τους κανόνες και τη νομολογία που εφαρμόζονται επί θεμάτων προσωπικού των θεσμικών οργάνων [της Ένωσης] λαμβάνονται δεόντως υπόψη για την ερμηνεία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τους […] όρους απασχόλησης».

103    Συνεπώς, στο μέτρο που η πειθαρχική διαδικασία την οποία προβλέπει το κανονιστικό πλαίσιο που είναι εφαρμοστέο στο προσωπικό της ΕΚΤ παρουσιάζει ορισμένες αναλογίες με τη διαδικασία την οποία προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, όπως προβλέπεται με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 (στο εξής: ΚΥΚ), ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εφαρμόσει κατ’ αναλογίαν, εφόσον απαιτείται, τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί σε σχέση με την πειθαρχική διαδικασία την οποία προβλέπει ο ΚΥΚ.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του άρθρου 45 των όρων απασχόλησης, του άρθρου 8.3.11 των κανόνων για θέματα προσωπικού και του άρθρου 47 του Χάρτη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Ο προσφεύγων προσάπτει στην ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της πειθαρχικής επιτροπής, ότι δεν του επέτρεψε την πλήρη πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών και των εγγράφων που διέθετε η Τράπεζα, ιδίως των απενοχοποιητικών, τα οποία θα μπορούσαν να του χρησιμεύσουν για την υπεράσπισή του. Ειδικότερα, ο προσφεύγων θεωρεί, πρώτον, ότι η πρόσβαση σε καταλόγους αγορών μη τυποποιημένου εξοπλισμού, εξοπλισμού πληροφορικής, λογισμικού και παροχής υπηρεσιών από τεχνικούς συμβούλους, που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2003/2010 από τη ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα», τη ΓΔ «Διοίκηση» και τη ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό», καθώς και από τη νυν διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου, ήταν απαραίτητη για την άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας. Το ίδιο ισχύει και για τα έγγραφα της διευθύνσεως εσωτερικού ελέγχου που αφορούν τις έρευνες σχετικά με τον αναπληρωτή προϊστάμενο του τμήματος.

105    Δεύτερον, ο προσφεύγων προσάπτει επίσης στην ΕΚΤ ότι δεν δέχθηκε το αίτημά του να του παρασχεθούν «όλα τα έγγραφα σχετικά με τη διαχείριση εγκαταστάσεων και με το σχέδιο οργανωτικής αναπτύξεως […], συμπεριλαμβανομένων των παρουσιάσεων […] και των εγγράφων της διευθύνουσας επιτροπής και της εκτελεστικής επιτροπής», καθώς και «όλα τα έγγραφα του [τμήματος επικοινωνίας] σχετικά με τα [σχέδια οργανωτικής αναπτύξεως], συμπεριλαμβανομένων των παρουσιάσεων […] και των εγγράφων της διευθύνουσας επιτροπής και της εκτελεστικής επιτροπής».

106    Τρίτον, ο προσφεύγων επικαλείται την μη κοινοποίηση της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, την ύπαρξη της οποίας ανακάλυψε στο πλαίσιο της διεξαγωγής της πειθαρχικής διαδικασίας. Εντούτοις, η έκθεση του άρθρου 8.3.2 βασίζεται εν μέρει σε αυτή την έκθεση πεπραγμένων και, εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που η πειθαρχική επιτροπή έλαβε γνώση της εκθέσεως πεπραγμένων για να μπορέσει να απαντήσει στο αίτημα που της υπέβαλε ο προσφεύγων στις 4 Δεκεμβρίου 2012 να του επιτραπεί η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο, το έγγραφο αυτό κατέστη, τουλάχιστον από την ημερομηνία υποβολής στην πειθαρχική επιτροπή του αιτήματος προσβάσεως σε αυτό, αναπόσπαστο μέρος του πειθαρχικού φακέλου του. Εξάλλου, η εν λόγω επιτροπή, εφόσον έλαβε γνώση της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας προκειμένου να αποφανθεί, στις 11 Ιανουαρίου 2013, σχετικά με το αίτημα που υπέβαλε ο προσφεύγων στις 4 Δεκεμβρίου 2012, αναγκαστικά επηρεάστηκε από το περιεχόμενο της εν λόγω εκθέσεως πεπραγμένων κατά τη διατύπωση της γνώμης της. Ο προσφεύγων υποστηρίζει επίσης ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει πλήρως την έκθεση του άρθρου 8.3.2 χωρίς να διαθέτει την έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας και ότι η μέριμνα για την προστασία της ανωνυμίας ορισμένων μαρτύρων δεν μπορεί να υπερισχύσει των δικαιωμάτων του άμυνας. Εντούτοις, με την απάντησή του της 6ης Νοεμβρίου 2014 στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ο προσφεύγων παραδέχθηκε ότι το ζήτημα δεν ήταν, κατ’ ανάγκην, αν ήταν ή όχι σε θέση να κατανοήσει την έκθεση του άρθρου 8.3.2, αλλά μάλλον αν του είχε επιτραπεί η πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που διέθετε η ΕΚΤ.

107    Τέταρτον, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ γνώριζε, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου είχε υποβάλει αναφορά στη γερμανική εισαγγελία και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την υποβολή της υποθέσεως στις γερμανικές δικαστικές αρχές. Κατά συνέπεια, αποδεικνύεται ότι η πτυχή αυτή συνιστά σημαντικό, ή ακόμα και καθοριστικό, λόγο που οδήγησε την εκτελεστική επιτροπή να αποφασίσει να απολύσει τον προσφεύγοντα, αντί να τον υποβιβάσει. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ΕΚΤ δεν μπορούσε να του αρνηθεί την πρόσβαση στο συγκεκριμένο περιεχόμενο της εν λόγω κοινοποιήσεως προς τη γερμανική εισαγγελία, εφόσον η κοινοποίηση είχε χρησιμοποιηθεί από την ΕΚΤ για να ενοχοποιηθεί περαιτέρω ο προσφεύγων και να δικαιολογηθεί η αυστηρότερη ποινή που του επιβλήθηκε. Ο προσφεύγων αμφισβητεί επίσης τη βασιμότητα της υποβολής αναφοράς σχετικά με την υπόθεσή του στις γερμανικές δικαστικές αρχές, υπογραμμίζοντας ότι η OLAF δεν είχε συστήσει να δοθεί δικαστική συνέχεια στην υπόθεση.

108    Ο προσφεύγων αμφισβητεί επίσης, σε σχέση με την άρνηση της πειθαρχικής επιτροπής, στις 11 Ιανουαρίου 2013, να του επιτρέψει την πρόσβαση στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, τη δυνατότητα της πειθαρχικής επιτροπής να εκτιμήσει, αντί του προσφεύγοντος, ποια έγγραφα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι επιπλέον αξιόλογο για την υπεράσπισή του.

109    Η ΕΚΤ ζητεί να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, υπογραμμίζοντας ότι παρέσχε στον προσφεύγοντα πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα στα οποία θεμελιώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση και ότι, στην πραγματικότητα, ο προσφεύγων αντιλαμβάνεται εσφαλμένα την έκταση των δικαιωμάτων του, θεωρώντας ότι έχει δικαίωμα προσβάσεως σε οποιοδήποτε έγγραφο κρίνει χρήσιμο για την υπεράσπισή του και ότι μπορεί να επαληθεύει κάθε πληροφοριακό στοιχείο ή έγγραφο που βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της Τράπεζας, χωρίς κατ’ ανάγκην η προσβαλλόμενη απόφαση να στηρίζεται στην εν λόγω πληροφορία ή έγγραφο.

110    Όσον αφορά την έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι εκπονήθηκε πριν από την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στον «πλήρη πειθαρχικό φάκελο» και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα κρίσιμα στοιχεία της εν λόγω εκθέσεως περιλαμβάνονται στην έκθεση του άρθρου 8.3.2 στην οποία ο προσφεύγων είχε πλήρη πρόσβαση, όπως εξάλλου και στην έκθεση της OLAF. Εφόσον ο προσφεύγων μπόρεσε να ασκήσει τα δικαιώματά του άμυνας όσον αφορά την έκθεση του άρθρου 8.3.2, από πουθενά δεν προκύπτει η ύπαρξη διαφορετικού δικαιώματος άμυνας σε σχέση με την έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας καθεαυτή, κατά μείζονα λόγο διότι η έκθεση του άρθρου 8.3.2 ήταν το μόνο έγγραφο στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση για την κίνηση ή μη πειθαρχικής διαδικασίας εις βάρος του προσφεύγοντος. Το γεγονός ότι η πειθαρχική επιτροπή έλαβε γνώση της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας ήταν απλώς συνέπεια του αιτήματος του προσφεύγοντος να του επιτραπεί η πρόσβαση στην εν λόγω έκθεση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η πειθαρχική επιτροπή στηρίχθηκε στην εν λόγω έκθεση για να διαμορφώσει τη γνώμη της.

111    Η αναφορά στη γερμανική εισαγγελία αποτελεί διαφορετικό ζήτημα, και συγκεκριμένα άπτεται του πιθανού χαρακτηρισμού των επίδικων πράξεων ως αδικημάτων κατά το γερμανικό δίκαιο, αλλά δεν αποτέλεσε καθοριστικό λόγο για την απόλυση του προσφεύγοντος. Η εκτελεστική επιτροπή ανέφερε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την κοινοποίηση από τη διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου προς τη γερμανική εισαγγελία αποκλειστικά και μόνο προκειμένου «να διευκρινίσει εξαρχής κατά απολύτως σαφή τρόπο ότι [το ζήτημα αυτό] ε[νέπιπτε] στην αρμοδιότητα του γερμανικού δικαστικού συστήματος», αντιθέτως προς ό,τι μπορούσε να αφήσει να εννοηθεί η γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής. Η εκτελεστική επιτροπή άφησε επίσης να εννοηθεί ότι το ζήτημα αυτό δεν άσκησε καμία επιρροή στην απώλεια της εμπιστοσύνης, η οποία αναφέρεται στα σημεία 12 έως 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η πειθαρχική απόφαση που αφορά τον αναπληρωτή προϊστάμενο του τμήματος μνημονεύει επίσης αναφορά στις γερμανικές δικαστικές αρχές, χωρίς εντούτοις η ΕΚΤ να αποφασίσει να τον απολύσει.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

–       Γενικές παρατηρήσεις

112    Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του Χάρτη προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου. Παράλληλα, σύμφωνα με το άρθρο 45 των όρων απασχόλησης, κατά την πειθαρχική διαδικασία πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε σε κανένα μέλος του προσωπικού να μην επιβάλλεται ποινή χωρίς, προηγουμένως, να του έχει δοθεί η δυνατότητα να λάβει θέση επί των αιτιάσεων που του προσάπτονται (αποφάσεις X κατά ΕΚΤ, T‑333/99, EU:T:2001:251, σκέψεις 176 και 177, και Afari κατά ΕΚΤ, T‑11/03, EU:T:2004:77, σκέψη 50).

113    Όσον αφορά την έκταση του δικαιώματος προσβάσεως του ενδιαφερομένου στα έγγραφα και στα στοιχεία στα οποία θεμελιώθηκαν οι αιτιάσεις της Τράπεζας στις οποίες στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δυνάμει του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού, η απόφαση περί κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας λαμβάνεται από την εκτελεστική επιτροπή, μετά από κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο όλων των στοιχείων του φακέλου και ακρόασή του, ενώ δυνάμει του άρθρου 8.3.11 των κανόνων για θέματα προσωπικού, «[α]πό την παραλαβή της εκθέσεως [του άρθρου 8.3.2] (ήτοι, εν προκειμένω, από τις 19 Δεκεμβρίου 2012), το οικείο μέλος του προσωπικού δικαιούται να λάβει πλήρη γνώση του ατομικού του φακέλου, καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των απενοχοποιητικών».

114    Μολονότι οι εν λόγω διατάξεις που είναι εφαρμοστέες στην ΕΚΤ προβλέπουν κατ’ αρχήν απεριόριστη πρόσβαση του μέλους του προσωπικού κατά του οποίου κινείται πειθαρχική διαδικασία στα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, συμπεριλαμβανομένων των υπέρ αυτού στοιχείων, εντούτοις δεν προβλέπουν ότι έχει πρόσβαση χωρίς κανέναν περιορισμό σε κάθε πληροφορία ή έγγραφο που βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της Τράπεζας ή μπορεί να συναχθεί από έγγραφα που υπάρχουν ή από πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στις εγκαταστάσεις της. Πράγματι, οι κανόνες για θέματα προσωπικού δεν προβλέπουν την άνευ ετέρου κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο αυτού του τελευταίου είδους πληροφοριών ή εγγράφων που «συνάγονται» και δεν θεωρούνται, κατ’ αρχήν, αναπόσπαστο τμήμα του πειθαρχικού φακέλου.

115    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον πειθαρχικό φάκελο, το οποίο προβλέπει το πειθαρχικό πλαίσιο που είναι εφαρμοστέο στο προσωπικό της ΕΚΤ, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις τις οποίες τάσσει το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του Χάρτη, καθώς και η νομολογία της Ένωσης περί της πειθαρχικής διαδικασίας. Πράγματι, ο κατ’ αντιπαράθεση χαρακτήρας πειθαρχικής διαδικασίας όπως αυτή που διεξάγεται ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής της ΕΚΤ και τα δικαιώματα άμυνας σε μια διαδικασία αυτού του είδους απαιτούν ασφαλώς ο προσφεύγων και, ενδεχομένως, ο νομικός του σύμβουλος να δύνανται να λάβουν γνώση όλων των πραγματικών στοιχείων στα οποία θεμελιώνεται η πειθαρχική απόφαση, εγκαίρως ώστε να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους. Πράγματι, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει όχι μόνο να παρέχεται η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να καθιστά γνωστή λυσιτελώς την άποψή του ως προς την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, αλλά και να μπορεί να λάβει θέση, τουλάχιστον, επί των εγγράφων τα οποία έλαβε υπόψη του το όργανο της Ένωσης και στα οποία εκτίθενται πραγματικά περιστατικά σημαντικά για την άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας (απόφαση Kaufring κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑186/97, T‑187/97, T‑190/97 έως T‑192/97, T‑210/97, T‑211/97, T‑216/97 έως T‑218/97, T‑279/97, T‑280/97, T‑293/97 και T‑147/99, EU:T:2001:133, σκέψη 179). Εντούτοις, η απαίτηση προσβάσεως του ενδιαφερομένου στα έγγραφα που τον αφορούν αφορά αποκλειστικά τα έγγραφα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας ή/και για την έκδοση της τελικής αποφάσεως της Διοικήσεως. Επομένως, προκειμένου να τηρηθεί η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, η Διοίκηση δεν είναι, κατ’ ανάγκη, υποχρεωμένη να παρέχει άλλα έγραφα (βλ. συναφώς, απόφαση N κατά Επιτροπής, T‑273/94, EU:T:1997:71, σκέψη 89).

116    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει επίσης ότι, εν προκειμένω, ο προσφεύγων είχε πλήρη πρόσβαση, κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας που άρχισε με την κοινοποίηση της εκθέσεως του άρθρου 8.3.2, τόσο στην εν λόγω έκθεση όσο και στην έκθεση της OLAF, καθώς και σε ένα σύνολο εγγράφων που έθεσε στη διάθεσή του η ΕΚΤ ανταποκρινόμενη στα πολλαπλά αιτήματά του να του επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα.

117    Βάσει των προεκτεθέντων, θα πρέπει να προσδιοριστεί αν τα έγγραφα και οι πληροφορίες, για τα οποία η ΕΚΤ αρνήθηκε την πρόσβαση στον προσφεύγοντα και τα οποία αφορά ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του πειθαρχικού φακέλου του προσφεύγοντος ή/και χρησιμοποιήθηκαν προς θεμελίωση της γνώμης της πειθαρχικής επιτροπής και της προσβαλλομένης αποφάσεως.

–       Επί των αιτημάτων προσβάσεως στους καταλόγους αγορών και στα έγγραφα που αφορούν ορισμένα σχέδια πληροφορικής

118    Όσον αφορά, πρώτον, τα αιτήματα του προσφεύγοντος να του παράσχει η ΕΚΤ ή/και η πειθαρχική επιτροπή τους καταλόγους των αγορών ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών που παραγγέλθηκαν την περίοδο 2003/2010, καθώς και κάθε έγγραφο, ιδίως προερχόμενο από τη διεύθυνση επικοινωνίας της ΓΔ «Διοίκηση», σχετικό με το «σχέδιο οργανωτικής αναπτύξεως» και με τη «διαχείριση εγκαταστάσεων», το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι οι εν λόγω πληροφορίες, ακόμα και αν μπορούσαν να συναχθούν από τις βάσεις δεδομένων της Τράπεζας, δεν βρίσκονταν αναγκαστικά στις εγκαταστάσεις της Τράπεζας, εν προκειμένω υπό μορφή υφισταμένων εγγράφων, όπως θεωρούσε ο προσφεύγων με τις αιτήσεις του. Επίσης, από τη δικογραφία ουδόλως προκύπτει ότι τέτοιου είδους έγγραφα ή πληροφορίες, έστω και αν ήταν, ασφαλώς, δυνατόν να βρίσκονται στην κατοχή της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» ή να συναχθούν από την εν λόγω γενική διεύθυνση ή από άλλες υπηρεσίες, υποβλήθηκαν στην πειθαρχική και στην εκτελεστική επιτροπή ή τέθηκαν στη διάθεσή τους.

119    Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν ζήτησε τα εν λόγω έγραφα ή πληροφορίες διότι υπήρχαν ή βρίσκονταν στην κατοχή της πειθαρχικής ή/και της εκτελεστικής επιτροπής, αλλά διότι υπέθετε ότι είχαν απενοχοποιητική αποδεικτική αξία.

120    Συναφώς, ασφαλώς δεν απόκειται στην ΕΚΤ ή στην πειθαρχική επιτροπή να αποφανθούν επί του λυσιτελούς χαρακτήρα ή του ενδιαφέροντος που θα μπορούσαν να παρουσιάζουν ορισμένα έγγραφα για την άμυνα μέλους του προσωπικού, διότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το μέλος του προσωπικού τα έγγραφα που έκρινε επουσιώδη η ΕΚΤ ή η πειθαρχική επιτροπή. Κατά συνέπεια, ούτε η ΕΚΤ ούτε η πειθαρχική επιτροπή μπορούν να αποκλείουν μονομερώς από τη διοικητική διαδικασία έγγραφα τα οποία μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιήσει ο ενδιαφερόμενος για να απενοχοποιηθεί (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις ICI κατά Επιτροπής, T‑36/91, EU:T:1995:118, σκέψη 93· Eyckeler & Malt κατά Επιτροπής, T‑42/96, EU:T:1998:40, σκέψη 81, και Kaufring κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2001:133, σκέψεις 179 και 185).

121    Εντούτοις, εν προκειμένω, αφενός, δεν αποδεικνύεται ούτε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι επίμαχοι κατάλογοι αγορών ήταν διαθέσιμοι ως είχαν στην ΕΚΤ ή στην πειθαρχική επιτροπή, και ότι η εκτελεστική επιτροπή βασίστηκε στους εν λόγω καταλόγους αγορών προκειμένου να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Αφετέρου, τα δικαιώματα άμυνας, ιδίως δε το δικαίωμα ακροάσεως σχετικά με τα έγγραφα που χρησιμοποίησε η πειθαρχική και στη συνέχεια η εκτελεστική επιτροπή για να θεμελιώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορούν να εκτείνονται μέχρι του σημείου να περιλαμβάνουν το δικαίωμα του προσφεύγοντος να λάβει στην κατοχή του κάθε πληροφορία ή κάθε έγγραφο που είναι διαθέσιμο ή μπορεί να είναι διαθέσιμο στις εγκαταστάσεις της Τράπεζας, για μόνο τον λόγο ότι ο προσφεύγων, αφού διεξήγαγε τη δική του έρευνα όσον αφορά τα επίδικα πραγματικά περιστατικά, υποθέτει ότι τα εν λόγω έγγραφα ή πληροφορίες έχουν απενοχοποιητική αποδεικτική αξία.

122    Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αγορές ανάλογες με τις επίδικες μπορεί να πραγματοποιήθηκαν από άλλα τμήματα της ΕΚΤ, πράγμα που, προφανώς, προσπαθούσε να αποδείξει ο προσφεύγων μέσω των καταλόγων αγορών που ζήτησε, τέτοιου είδους συμπεριφορές που αντίκεινται στις εφαρμοστέες στην Τράπεζα διατάξεις, ακόμα και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσαν να αποδειχθούν, δεν θα ήταν ικανές σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσουν τις συμπεριφορές που προσάπτονται εν προκειμένω στον προσφεύγοντα και, επομένως, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ελαφρυντική περίσταση.

123    Πράγματι, η ευθύνη του προσφεύγοντος πρέπει να εξεταστεί εξατομικευμένα και αυτοτελώς, ήτοι ανεξαρτήτως του ενδεχομένου νομίμου ή παρανόμου χαρακτήρα της αποφάσεως που ελήφθη ή της μη λήψεως αποφάσεως σε βάρος άλλων μελών του προσωπικού. Συνεπώς, μέλος του προσωπικού δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το γεγονός ότι δεν κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία κατά ενός ή περισσότερων άλλων μελών του προσωπικού για πραγματικά περιστατικά ανάλογα με αυτά που του προσάπτονται, προκειμένου να βάλει κατά της ποινής που του επιβλήθηκε (βλ., συναφώς, αποφάσεις Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 134/84, EU:C:1985:297, σκέψη 14, και de Compte κατά Κοινοβουλίου, T‑26/89, EU:T:1991:54, σκέψη 170, η οποία επικυρώθηκε κατόπιν αναιρέσεως με την απόφαση de Compte κατά Κοινοβουλίου, C‑326/91 P, EU:C:1994:218, σκέψη 52).

–       Επί του αιτήματος προσβάσεως στον φάκελο που διαβιβάστηκε στις γερμανικές δικαστικές αρχές

124    Όσον αφορά το αίτημα προσβάσεως στον φάκελο που διαβιβάστηκε, στις 6 Μαρτίου 2013, από τη διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου στη γερμανική εισαγγελία, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι η έκθεση της OLAF, στο μέτρο που δεν έκρινε απαραίτητο να συστήσει «δικαστική συνέχεια», δεν μπορούσε να έχει ως συνέπεια ότι η ΕΚΤ αποστερήθηκε της δυνατότητας να απευθυνθεί στις εθνικές δικαστικές αρχές. Κατά συνέπεια, η Τράπεζα μπορούσε, στο πλαίσιο της θεσμικής αυτοτέλειάς της, να υποβάλει στοιχεία σχετικά με τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος στις γερμανικές δικαστικές αρχές, προκειμένου να εξετάσουν αν τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αδικήματα βάσει του γερμανικού δικαίου και, επομένως, να δικαιολογήσουν την άσκηση ποινικής διώξεως.

125    Επ’ αυτού θα πρέπει να υπογραμμιστεί, εξάλλου, ότι, όπως επιβεβαίωσε η Τράπεζα με την απάντησή της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Νοεμβρίου 2014, κατόπιν τροποποιήσεων που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2009, οι όροι απασχόλησης δεν περιλαμβάνουν πλέον, αντιθέτως προς το άρθρο 25 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ, τη φράση που περιλαμβανόταν προηγουμένως στο άρθρο 44 των όρων απασχόλησης και σύμφωνα με την οποία «εάν το μέλος του προσωπικού [της ΕΚΤ] διώκεται ποινικώς για τις ίδιες πράξεις, η κατάστασή του ρυθμίζεται οριστικά μόνον αφού η απόφαση που εκδόθηκε από το δικαστήριο καταστεί αμετάκλητη».

126    Συναφώς, με τις παρατηρήσεις του της 24ης Νοεμβρίου 2014 επί της προαναφερθείσας απαντήσεως της ΕΚΤ όσον αφορά τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ο προσφεύγων, μολονότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση παραδέχθηκε ότι κανένα νέο πραγματικό περιστατικό δεν είχε, εν τέλει, λάβει χώρα από την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής του στην κρινόμενη υπόθεση, προέβαλε νέο λόγο ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντλούμενο από το ότι, αφενός, η κατάργηση της προαναφερθείσας φράσεως ήταν παράνομη λόγω του ότι δεν ζητήθηκε δεόντως η γνώμη της επιτροπής προσωπικού της ΕΚΤ σχετικά με την εν λόγω κατάργηση και, αφετέρου, αγνοήθηκε εν προκειμένω η αυτοτελώς εφαρμοστέα γενική αρχή του δικαίου, η οποία αναγνωρίζεται από ορισμένα κράτη μέλη και από το δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με την οποία εκκρεμούσης της ποινικής διαδικασίας αναστέλλεται η πειθαρχική διαδικασία.

127    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι ένας τέτοιος νέος λόγος ακυρώσεως δεν στηρίζεται «σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία» κατά την έννοια του άρθρου 56 του Κανονισμού Διαδικασίας. Πράγματι, η κατάργηση της εν λόγω φράσεως από τους κανόνες για θέματα προσωπικού ήταν προγενέστερη της πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε εις βάρος του προσφεύγοντος, και συνεπώς ο λόγος αυτός θα μπορούσε να προβληθεί κατά το στάδιο της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής. Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι η υποβολή αυτού του λόγου ακυρώσεως εμπνέεται αποκλειστικά από το περιεχόμενο της απαντήσεως της ΕΚΤ στο ερώτημα που έθεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

128    Δεύτερον και σε κάθε περίπτωση, ο νέος αυτός λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής. Πράγματι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εν λόγω αρχή είναι εφαρμοστέα στο συμβατικό πλαίσιο που διέπει τη σχέση εργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και του προσωπικού της, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως εξάλλου και κατά τον χρόνο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η γερμανική εισαγγελία δεν είχε εκδώσει απόφαση σχετικά με την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του προσφεύγοντος, από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι εκκρεμεί ποινική διαδικασία.

129    Επίσης, όσον αφορά και πάλι την αιτίαση που αντλείται από την άρνηση να επιτραπεί η πρόσβαση στον φάκελο που διαβιβάστηκε στη γερμανική εισαγγελία, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν προκύπτει ότι η πειθαρχική επιτροπή ενημερώθηκε για τη διαβίβαση αυτή ούτε ότι στηρίχθηκε σε αυτή την πληροφορία για να εκδώσει τη γνώμη της. Κατά συνέπεια, ο φάκελος που διαβιβάστηκε από την ΕΚΤ στις γερμανικές δικαστικές αρχές δεν περιλαμβανόταν, σε εκείνο το στάδιο, στον πειθαρχικό φάκελο και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εχώρησε, συναφώς, παράβαση του άρθρου 8.3.11 των κανόνων για θέματα προσωπικού.

130    Αντιθέτως, από το ίδιο το γράμμα της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η εκτελεστική επιτροπή έλαβε υπόψη της αυτή την πληροφορία.

131    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, η ΕΚΤ εξήγησε ότι η διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου διαβίβασε «ιδιοχείρως» ορισμένα έγγραφα στη γερμανική εισαγγελία, χωρίς να διευκρινίζει για ποια έγγραφα επρόκειτο. Συναφώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν έθεσε αυθορμήτως στη διάθεση του προσφεύγοντος έγγραφα που διαβιβάστηκαν «ιδιοχείρως» στη γερμανική εισαγγελία δεν αντίκειται, καθεαυτό, προς τους κανόνες για θέματα προσωπικού, εφόσον η διαβίβαση αυτή άπτεται της θεσμικής αυτοτέλειας της ΕΚΤ, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 3 των όρων απασχόλησης, τα μέλη του προσωπικού της Τράπεζας υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς τους ισχύοντες νόμους και τις αστυνομικές διατάξεις. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει επίσης ότι, αν και ο προσφεύγων αποκάλυψε ότι έλαβε από τη γερμανική εισαγγελία ψηφιακό δίσκο (CD-Rom) που περιείχε τα έγγραφα τα οποία κοινοποίησε η ΕΚΤ, δεν αποδείχθηκε ότι η εκτελεστική επιτροπή στηρίχθηκε στα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στη γερμανική εισαγγελία, τα οποία, εξάλλου, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι διέφεραν από τα έγγραφα τα οποία βρίσκονταν ήδη στην κατοχή του προσφεύγοντος. Εξάλλου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά και κατά τον χρόνο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η γερμανική εισαγγελία δεν είχε εκδώσει απόφαση περί κινήσεως δικαστικής διαδικασίας, όπως βεβαίωσαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

132    Όσον αφορά την πληροφορία που μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με την οποία η ΕΚΤ είχε υποβάλει αναφορά σχετικά με την υπόθεση του προσφεύγοντος στη γερμανική εισαγγελία, αφενός, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η πληροφορία αυτή διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως δεδομένου ότι οι καθοριστικοί λόγοι επιβολής της ποινής περιέχονται στα σημεία 11 έως 14 της εν λόγω αποφάσεως. Αφετέρου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, ακόμα και αν ο προσφεύγων είχε μπορέσει να σχολιάσει την εν λόγω πληροφορία, αυτό δεν θα είχε ασκήσει επιρροή όσον αφορά τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 11 έως 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως και επομένως όσον αφορά την ποινή την οποία επέβαλε η εκτελεστική επιτροπή.

–       Επί του αιτήματος προσβάσεως στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας

133    Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα στοιχεία στα οποία θεμελίωσε η ΕΚΤ τις αιτιάσεις της κατά του προσφεύγοντος, οριοθετώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, μολονότι ενδεχομένως περιέχονται και στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, είναι τα στοιχεία τα οποία περιέχονται στην έκθεση του άρθρου 8.3.2 επί της οποίας ο προσφεύγων έλαβε πλήρως θέση και η οποία τέθηκε στη διάθεση της πειθαρχικής και της εκτελεστικής επιτροπής. Η έκθεση της OLAF, η οποία συνετάγη μετά την έρευνα που διεξήγαγε η εν λόγω υπηρεσία με τη συνδρομή της διευθύνσεως εσωτερικού ελέγχου της ΕΚΤ και μετά την ακρόαση ορισμένων μελών του προσωπικού, αποτελεί επίσης ουσιώδες στοιχείο του πειθαρχικού φακέλου στο οποίο ο προσφεύγων είχε πρόσβαση, επί του οποίου του δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του και επί του οποίου βασίζεται ουσιαστικά η γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής, όπως αναφέρεται στην ίδια την εν λόγω γνώμη.

134    Όσον αφορά την έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι η εν λόγω έκθεση εκπονήθηκε στις 15 Μαρτίου 2011 σε συνάρτηση με την αρχική διοικητική έρευνα που παρέμεινε ημιτελής, δηλαδή πριν από την έναρξη της διαδικασίας πειθαρχικής έρευνας, δυνάμει του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού, η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της εν λόγω εκθέσεως, η διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου υπογράμμισε σαφώς, όταν διαβίβασε την έκθεση στην OLAF στις 30 Μαρτίου 2011, ότι η έκθεση περιείχε απλώς «τις κύριες παρατηρήσεις και τα προσωρινά μέτρα της ειδικής ομάδας έρευνας όσον αφορά τις [δεκατρείς] κατηγορίες των επίδικων αγορών τις οποίες πραγματοποίησε το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών και ότι αυτές οι παρατηρήσεις και τα μέτρα δεν έπρεπε κατ’ ουδένα λόγο να ερμηνευθούν ως οριστικά συμπεράσματα για κάθε μια από αυτές τις κατηγορίες ή για οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του φακέλου». Κατά την ίδια έννοια, η διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου, όταν διαβίβασε την έκθεση στη ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό», στις 22 Μαρτίου 2012, υπογράμμισε ότι αυτή «αντικατ[όπτριζε] απλώς, συνοπτικά, το σύνολο των παρατηρήσεων και των αποτελεσμάτων συνομιλιών που είχαν πραγματοποιηθεί έως τις 26 Ιουλίου 2010 και ότι [θα έπρεπε] να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ της εκθέσεως αυτής και “αιτιολογημένης εκθέσεως στην οποία παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις της υποθέσεως, καθώς και η ύπαρξη ή απουσία επαρκών αποδείξεων για τη στοιχειοθέτηση της προβαλλομένης παραβάσεως”».

135    Κατά συνέπεια, ακόμα και αν το περιεχόμενο της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας μπορεί να κατηύθυνε τις ερευνητικές εργασίες της OLAF, όπως οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που διαβιβάζει η ΕΚΤ στο πλαίσιο του μηχανισμού τεχνικής συνεργασίας για τους σκοπούς των ερευνών της OLAF, και μπορεί επίσης να καθοδήγησε την επιτροπή έρευνας στις ερευνητικές εργασίες της προκειμένου να συνταχθεί η έκθεση του άρθρου 8.3.2, η εν λόγω έκθεση πεπραγμένων δεν μπορεί να θεωρηθεί τελική έκθεση εγκεκριμένη από την Τράπεζα, αντιθέτως προς την έκθεση του άρθρου 8.3.2, ή να θεωρηθεί ότι συνιστά αιτιολογημένη έκθεση κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 14, της εγκυκλίου 1/2006.

136    Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του προκαταρκτικού χαρακτήρα των διαπιστώσεων και των συμπερασμάτων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να περιέχονται στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, καθώς και του έννομου συμφέροντος διατηρήσεως της ανωνυμίας του πληροφοριοδότη που αποκάλυψε αρχικά στη Διοίκηση ορισμένες δυσλειτουργίες στο εσωτερικό του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι η εν λόγω έκθεση είχε χαρακτήρα προπαρασκευαστικού σημειώματος που συνετάγη πριν από την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και στο οποίο δεν στηρίχθηκε η αρμόδια για τη λήψη αποφάσεως αρχή, δηλαδή η εκτελεστική επιτροπή, για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, ως εσωτερικό έγγραφο, το εν λόγω προπαρασκευαστικό σημείωμα δεν αποτελούσε τμήμα του πειθαρχικού φακέλου και, κατ’ εφαρμογή των κανόνων για θέματα προσωπικού, η γνωστοποίησή του στον προσφεύγοντα δεν ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του άμυνας (βλ., συναφώς, απόφαση N κατά Επιτροπής, EU:T:1997:71, σκέψη 92).

137    Όσον αφορά την απάντηση που έδωσε η πειθαρχική επιτροπή στο αίτημα του προσφεύγοντος να του επιτραπεί η πρόσβαση στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι η πειθαρχική επιτροπή δεν άσκησε εσφαλμένα εν προκειμένω την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, κρίνοντας ότι, καθόσον ο πειθαρχικός φάκελος περιείχε επαρκή στοιχεία τόσο ως προς τις καταλογιζόμενες στον προσφεύγοντα πράξεις όσο και προς στήριξη των υπερασπιστικών επιχειρημάτων του, η ενσωμάτωση του εν λόγω εγγράφου το οποίο περιείχε τις προσωρινές εκτιμήσεις της ειδικής ομάδας δεν θα είχε κάποια αξιόλογη πρόσθετη συμβολή και θα είχε παρατείνει τη διαδικασία ως μη έδει (βλ., συναφώς, αποφάσεις R. κατά Επιτροπής, 255/83 και 256/83, EU:C:1985:324, σκέψη 24, και Y κατά Δικαστηρίου, T‑500/93, EU:T:1996:94, σκέψη 45).

138    Όσον αφορά το γεγονός ότι η πειθαρχική επιτροπή έλαβε στην κατοχή της την έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, διότι το έκρινε απαραίτητο προκειμένου να απαντήσει στο αίτημα που υπέβαλε ο προσφεύγων στις 11 Δεκεμβρίου 2012 να του επιτραπεί η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι θα ήταν ασφαλώς σκοπιμότερο να απορρίψει η πειθαρχική επιτροπή το αίτημα του προσφεύγοντος με την επαρκή αιτιολογία ότι δεν διέθετε το αιτούμενο έγγραφο. Ανεξαρτήτως αυτού, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι, επειδή δέχθηκε να ζητήσει το έγγραφο αυτό από την Τράπεζα και να το εξετάσει ούτως ώστε να μπορέσει να απαντήσει στο αίτημα του προσφεύγοντος, η εν λόγω έκθεση κατέστη συστατικό στοιχείο του πειθαρχικού φακέλου και η πειθαρχική επιτροπή στηρίχθηκε οπωσδήποτε σε αυτή προκειμένου να εκδώσει τη γνώμη της, στην οποία εξάλλου δεν γίνεται καμία παραπομπή στο περιεχόμενο της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, ενώ αντιθέτως η πειθαρχική επιτροπή υπογραμμίζει, στο σημείο 9 της γνώμης της, ότι η γνώμη αυτή «βασίζεται κατά κύριο λόγο στα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν με την έκθεση της OLAF».

139    Ως εκ περισσού, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, μολονότι η Διοίκηση υποχρεούται να κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο τα έγγραφα στα οποία βασίζεται ρητώς προκειμένου να εκδώσει βλαπτική απόφαση, και η Τράπεζα υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 8.3.11 των κανόνων για θέματα προσωπικού να επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο «να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των απενοχοποιητικών», η μη γνωστοποίηση ορισμένων εγγράφων μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της οικείας αποφάσεως μόνον αν οι διατυπωθείσες αιτιάσεις μπορούσαν να αποδειχθούν αποκλειστικά με παραπομπή στα εν λόγω έγγραφα, δηλαδή αν η έλλειψη γνωστοποιήσεως των εγγράφων που αναφέρει ο προσφεύγων μπόρεσε να επηρεάσει, εις βάρος του ενδιαφερομένου, την εξέλιξη της πειθαρχικής διαδικασίας και το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. αποφάσεις Tζοάνος κατά Επιτροπής, C‑191/98 P, EU:C:1999:565, σκέψεις 34 και 35, και E κατά Επιτροπής, T‑24/98 et T‑241/99, EU:T:2001:175, σκέψεις 92 και 93).

140    Εντούτοις, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ορισμένα στοιχεία της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας ήταν δυνατόν να μην περιέχονται στην έκθεση του άρθρου 8.3.2 ή στην έκθεση της OLAF, ή ότι η έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας μπορούσε να εξομοιωθεί με αιτιολογημένη έκθεση εκδοθείσα κατά παράβαση των διατάξεων της εγκυκλίου 1/2006, ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι η ΕΚΤ στηρίχθηκε στην εν λόγω έκθεση, ιδίως δε, δεν ανέφερε ποια συγκεκριμένα και αποφασιστικής σημασίας στοιχεία, τόσο της γνώμης της πειθαρχικής επιτροπής όσο και της προσβαλλομένης αποφάσεως, μπορούσαν να αποδειχθούν μόνο με παραπομπή σε έγγραφα διαφορετικά από εκείνα των οποίων είχε λάβει γνώση, εν προκειμένω με παραπομπή σε δεδομένα που περιέχονταν στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας.

141    Πράγματι, μολονότι ο προσφεύγων, πριν λάβει γνώση της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, είχε επικαλεστεί την πιθανότητα η εν λόγω έκθεση να περιέχει απενοχοποιητικά στοιχεία, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων, αφού έλαβε εμπιστευτικό κείμενο της εν λόγω εκθέσεως στις 9 Οκτωβρίου 2014 απευθυνόμενος στην γερμανική εισαγγελία, στη συνέχεια δε, στις 10 Νοεμβρίου 2014, μη εμπιστευτικό κείμενο το οποίο παρασχέθηκε από την ΕΚΤ μετά από αίτημα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, στην απάντησή του της 6ης Νοεμβρίου 2014 την οποία δεν συμπλήρωσε μετά την προαναφερθείσα κοινοποίηση της 10ης Νοεμβρίου 2014, περιορίστηκε στην παραπομπή σε αποσπάσματα, ιδίως, του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής του και στη γενική αναφορά τεσσάρων στοιχείων τα οποία, κατά την άποψή του, δεν αποδείχθηκαν με την έκθεση του άρθρου 8.3.2 ούτε με την έκθεση της OLAF, χωρίς εντούτοις να διευκρινίζει για ποια αποσπάσματα των εν λόγω εκθέσεων επρόκειτο. Αντιθέτως η Τράπεζα, όσον αφορά το σημείο αυτό, ανέφερε, στις παρατηρήσεις της της 24ης Νοεμβρίου 2014, ποια έγγραφα αποδείκνυαν τα εν λόγω τέσσερα στοιχεία.

142    Σε σχετικές ερωτήσεις που του τέθηκαν, συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων ανέφερε, ως παραδείγματα, δύο αποσπάσματα της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας τα οποία δεν περιελήφθησαν στην έκθεση του άρθρου 8.3.2. Εντούτοις, το πρώτο, το οποίο αφορά το γεγονός ότι οι υπάλληλοι του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών είχαν λάβει κινητά τηλέφωνα «BlackBerry» από τη ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα», δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο προσφεύγων ενέκρινε ο ίδιος την αγορά τέτοιων τηλεφώνων, ενώ η ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα» είχε αρνηθεί να προβεί σε αυτή την αγορά. Το γεγονός ότι ερωτήθηκαν δύο μόνον από τους έξι οδηγούς της ΕΚΤ, ένας εκ των οποίων επιβεβαίωσε ότι τα βιντεοπαιχνίδια είχαν πράγματι τεθεί στη διάθεση των οδηγών, δεν συνιστά στοιχείο το οποίο, αν τελούσε σε γνώση του προσφεύγοντος κατά το στάδιο της εκθέσεως του άρθρου 8.3.2, θα του είχε επιτρέψει να αντικρούσει λυσιτελώς τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Εντέλει, βάσει των απαντήσεων που έδωσε ο προσφεύγων, μεταξύ άλλων και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καταλήγει στη διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων των οποίων είχε λάβει γνώση η ειδική ομάδα, η έκθεση πεπραγμένων της δεν περιελάμβανε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο που θα μπορούσε πράγματι να επηρεάσει, εις βάρος του ενδιαφερομένου, την εξέλιξη της πειθαρχικής διαδικασίας και το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως εξάλλου δεν περιελάμβανε ούτε απενοχοποιητικό στοιχείο.

143    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν ο πρώτος λόγος ακυρώσεως καθώς και το αίτημα του προσφεύγοντος να διαταχθεί η Τράπεζα να προσκομίσει την αναφορά προς τη γερμανική εισαγγελία και την έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, των οποίων στο μεταξύ έλαβε γνώση, απευθυνόμενος συγκεκριμένα στη γερμανική εισαγγελία.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από αντίθεση του άρθρου 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού προς την αρχή της αμεροληψίας και το άρθρο 47 του Χάρτη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

144    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων στην πραγματικότητα προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού. Πράγματι, κατά τον προσφεύγοντα, αντιθέτως προς τα άρθρα 4 και 5 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ, το οποίο διέπει την πειθαρχική διαδικασία, το άρθρο 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού προβλέπει ότι ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» συμμετέχει στην πειθαρχική επιτροπή. Εντούτοις, στο μέτρο που, κατά τον προσφεύγοντα, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» ασκεί «ανώτατη εξουσία επί όλων των μελών του προσωπικού, και ειδικότερα επί των διευθυντικών στελεχών, καθώς και επί των λοιπών μελών της πειθαρχικής επιτροπής (εκτός του προέδρου της και, ως ένα βαθμό, των μελών που ορίζονται από την επιτροπή προσωπικού)», το άρθρο 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού αντίκειται στην αρχή της αμεροληψίας και στο άρθρο 47 του Χάρτη. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» συμπεριφέρθηκε ως κατήγορος κατά την ακρόαση ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής και το μόνο που έκανε ήταν να επιμένει στα ενοχοποιητικά στοιχεία, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ουδετερότητας. Ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» αντέταξε μάλιστα στον προσφεύγοντα στοιχεία που είχε αποκτήσει «κατόπιν ίδιων “εξωτερικών” ερευνών». Αυτή η αίσθηση μεροληψίας που προκλήθηκε στον προσφεύγοντα ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ένα από τα μέλη της πειθαρχικής επιτροπής είχε λάβει γνώση της εκθέσεως πεπραγμένων της ειδικής ομάδας υπό την ιδιότητα του μέλους της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό».

145    Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι προδήλως αβάσιμος. Υπογραμμίζει ότι ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» διαθέτει μία μόνο ψήφο στην πειθαρχική επιτροπή και μετέχει σε αυτή μαζί με τέσσερα άλλα μέλη. Είναι όμως εύλογο να μετέχει στην επιτροπή αυτή ένας εκπρόσωπος της γενικής διευθύνσεως της ΕΚΤ που είναι επιφορτισμένη να ελέγχει αν τα μέλη του προσωπικού τηρούν τις υποχρεώσεις τους, δηλαδή εν προκειμένω της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό». Οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος σχετικά με την επιρροή που υποτίθεται ότι ασκεί η ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» επί της πειθαρχικής επιτροπής αποτελούν απλές εικασίες. Η ΕΚΤ φρονεί ότι το γεγονός αυτό αποδεικνύεται ακριβώς από το ότι η πειθαρχική επιτροπή συνέστησε ποινή (υποβάθμιση κατά δύο μισθολογικές κατηγορίες) ευνοϊκότερη από αυτή που επέβαλε τελικά η εκτελεστική επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, η Τράπεζα υπενθυμίζει ότι οι υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των κανόνων για θέματα προσωπικού και των κανόνων που προβλέπει ο ΚΥΚ απορρέουν απλώς και μόνον από τη λειτουργική αυτοτέλεια της ΕΚΤ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

146    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 36.1 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ παρέχει στην ΕΚΤ λειτουργική αυτοτέλεια όσον αφορά το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει το προσωπικό της. Το πλαίσιο αυτό διαφέρει από τους κανόνες οι οποίοι είναι εφαρμοστέοι στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης και στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 336 ΣΛΕΕ, ενώ είναι επίσης αυτοτελές σε σχέση με το δίκαιο των κρατών μελών (βλ. απόφαση Pflugradt κατά ΕΚΤ, T‑178/00 και T‑341/00, EU:T:2002:253, σκέψη 48).

147    Μολονότι οι σκέψεις αυτές δεν παρακωλύουν, καθεαυτές, την προβολή εν προκειμένω από τον προσφεύγοντα του μη σύννομου χαρακτήρα του άρθρου 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η εργασιακή σχέση μεταξύ της ΕΚΤ και των μελών του προσωπικού της είναι συμβατικής και όχι κανονιστικής φύσεως. Εντούτοις, εντάσσεται στο πλαίσιο της ασκήσεως από τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ των ευρωπαϊκού δημοσίου συμφέροντος καθηκόντων τους και, συνεπώς, εμφανίζει σημαντικές ομοιότητες με τον καταστατικό δεσμό που υφίσταται μεταξύ του υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του θεσμικού του οργάνου, έτσι ώστε να μπορεί, για τον λόγο αυτό, να περιλαμβάνει πειθαρχικό καθεστώς. Το εν λόγω πειθαρχικό καθεστώς αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των όρων που ο προσφεύγων γνώριζε και αποδέχθηκε όταν ελευθέρως υπέγραψε τη σύμβαση εργασίας του με την ΕΚΤ, η οποία παρέπεμπε στους όρους απασχόλησης. Τέλος, το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση εργασίας σε περίπτωση βαρέος παραπτώματος του εργαζομένου προβλέπεται και από το ιδιωτικό εργατικό δίκαιο των περισσότερων κρατών μελών, ενώ εξάλλου, στην πλειονότητα των δικαίων αυτών, το δικαίωμα αυτό συνοδεύεται από λιγότερες εγγυήσεις υπέρ του εργαζομένου απ’ ό,τι στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως μεταξύ της ΕΚΤ και των υπαλλήλων της (απόφαση X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψεις 61 και 68 έως 70).

148    Επομένως, η ΕΚΤ δύναται, στο πλαίσιο της θεσμικής αυτοτέλειάς της, να προβλέπει πειθαρχικό καθεστώς που να περιλαμβάνει πειθαρχική επιτροπή, οι κανόνες συγκροτήσεως της οποίας αφίστανται, ακόμα και ουσιωδώς, από τους κανόνες του τμήματος 2 του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ σχετικά με το πειθαρχικό συμβούλιο που προβλέπεται για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης. Ανεξαρτήτως αυτού, όσον αφορά το επίμαχο εν προκειμένω πειθαρχικό καθεστώς, το οποίο δεν ίσχυε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση X κατά ΕΚΤ (EU:T:2001:251), πρέπει να θεωρηθεί ότι η ΕΚΤ επιθυμούσε, για λόγους χρηστής διοικήσεως και επιείκειας, να λαμβάνεται η πειθαρχική απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής λαμβανομένης υπόψη της γνώμης οργάνου που παρουσιάζει μια κάποια ουδετερότητα και αμεροληψία.

149    Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού, η πειθαρχική επιτροπή της ΕΚΤ απαρτίζεται από ένα εξωτερικό προς το όργανο μέλος, το οποίο προεδρεύει της επιτροπής και από τον γενικό διευθυντή ή τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό». Απαρτίζεται επίσης από δύο άλλα μέλη τα οποία ορίζονται από την ΕΚΤ μεταξύ των μελών του προσωπικού και από ένα μέλος που προτείνεται από τους εκπροσώπους του προσωπικού. Τα τρία τελευταία αυτά μέλη δεν μπορούν να ανήκουν στην ίδια υπηρεσία με το μέλος του προσωπικού κατά του οποίου κινείται η πειθαρχική διαδικασία. Εξάλλου, το μέλος του προσωπικού κατά του οποίου κινείται η πειθαρχική διαδικασία έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη της πειθαρχικής επιτροπής.

150    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι, έστω και αν δεν προβλέπεται η ίδια ισορροπία την οποία προβλέπει ο ΚΥΚ μεταξύ των μελών που ορίζονται από τη Διοίκηση και των μελών που ορίζονται από τους εκπροσώπους του προσωπικού, πρώτον, η σύνθεση της πειθαρχικής επιτροπής, και ιδίως η προέλευση των μελών της από διάφορες υπηρεσίες, δεύτερον, το γεγονός ότι το άρθρο 8.3.7 των κανόνων για θέματα προσωπικού προβλέπει ότι «[ο]ι συζητήσεις και οι εργασίες της πειθαρχικής επιτροπής έχουν προσωπικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες της ΕΚΤ περί εμπιστευτικότητας [και ότι τ]α μέλη της πειθαρχικής επιτροπής ενεργούν αυτοβούλως και ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία», τρίτον, ο συλλογικός χαρακτήρας των συζητήσεων και τέλος, τέταρτον, η δυνατότητα του ενδιαφερομένου να ζητήσει την εξαίρεση ενός από τα μέλη της συνιστούν, σε ένα μη καταστατικό πλαίσιο, επαρκείς εγγυήσεις αμεροληψίας και αντικειμενικότητας της γνώμης που καλείται να διατυπώσει και να εκδώσει η πειθαρχική επιτροπή για να διαβιβαστεί στην εκτελεστική επιτροπή (βλ., συναφώς, απόφαση Onidi κατά Επιτροπής, T‑197/00, EU:T:2002:135, σκέψη 132).

151    Συναφώς, το γεγονός ότι ο γενικός διευθυντής ή ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» είναι αυτοδικαίως μέλος της πειθαρχικής επιτροπής δεν σημαίνει, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει εικοτολογώντας ο προσφεύγων, ότι ασκεί ή ότι μπορεί να ασκήσει «ανώτατη εξουσία επί όλων των μελών του προσωπικού» και, επομένως, επί των συζητήσεων της πειθαρχικής επιτροπής.

152    Ειδικότερα, αφενός, δεν αποδεικνύεται ότι ένα τέτοιο πρόσωπο, έστω κι αν είναι ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» ενεργεί κατ’ ανάγκη ενοχοποιητικά. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά, εξάλλου, ότι είναι αποδεκτό, σε ένα μη καταστατικό πλαίσιο, όπως αυτό που χαρακτηρίζει τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ της ΕΚΤ και του προσωπικού της, να εκπροσωπούνται στην πειθαρχική επιτροπή τα συμφέροντα της Τράπεζας από ένα τέτοιο μέλος του προσωπικού, κατά μείζονα λόγο διότι ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» δεν μετέχει στην εκτελεστική επιτροπή, όργανο το οποίο έχει την εξουσία λήψεως αποφάσεων σε πειθαρχικά ζητήματα.

153    Αφετέρου, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι ο γενικό διευθυντής ή ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» είχε πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες χρησιμοποίησε προκειμένου να επηρεάσει τις εργασίες της πειθαρχικής επιτροπής είναι απορριπτέος, διότι παρέμεινε αναπόδεικτος, ενώ παράλληλα προσκρούει στην αρχή της συλλογικότητας της συζητήσεως και στο γεγονός ότι κάθε μέλος της πειθαρχικής επιτροπής είναι δυνατόν να εκφράσει αποκλίνουσα άποψη, πράγμα που ασφαλώς δεν θα παρέλειπε να πράξει, για παράδειγμα, το μέλος που ορίστηκε από τους εκπροσώπους του προσωπικού, αν του είχε υποβληθεί έγγραφο εκτός του πειθαρχικού φακέλου. Εξάλλου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προσάψει σε μέλος που ορίστηκε από τη Διοίκηση ότι, κατά την ακρόασή του από την πειθαρχική επιτροπή, του υπέβαλε ερωτήσεις τις οποίες θεώρησε ενοχοποιητικές. Πράγματι, μια τέτοια συμπεριφορά, ακόμα και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν αποκαλύπτει αναγκαστικά μεροληψία, αλλά θα μπορούσε να εξηγηθεί από τη βούληση συμβολής στη συζήτηση μέσω αντιπαραθέσεων, θέτοντας τον προσφεύγοντα αντιμέτωπο με τις αιτιάσεις που του προσάπτονται.

154    Επομένως, μολονότι ο προσφεύγων ήταν δυνατόν να θεωρήσει υποκειμενικά ότι οι παρεμβάσεις του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» κατά την ακρόασή του διατυπώθηκαν ως κατηγορίες, το γεγονός αυτό καθεαυτό δεν αποδεικνύει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ή παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι, παρά τη θέση που έλαβαν ορισμένα μέλη υπέρ ποινής απολύσεως, η πειθαρχική επιτροπή τελικά συνέστησε συναινετικά λιγότερο αυστηρή ποινή (βλ., συναφώς, απόφαση Ζαββός κατά Επιτροπής, T‑21/01, EU:T:2002:177, σκέψη 336).

155    Επίσης, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί άνευ ετέρου ότι ο γενικός διευθυντής ή ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό» βρίσκονται κατ’ ανάγκην, λόγω των καθηκόντων τους, σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων, δηλαδή σε κατάσταση στην οποία μέλος του προσωπικού καλείται, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, να κρίνει επί υποθέσεως από τον χειρισμό ή την επίλυση της οποίας αντλεί προσωπικό συμφέρον ικανό να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του (βλ. σχετικά με την έννοια της συγκρούσεως συμφερόντων απόφαση Giannini κατά Επιτροπής, T‑100/04, EU:T:2008:68, σκέψη 223). Ιδίως πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως επισήμανε η Τράπεζα, τα μέλη της ειδικής ομάδας έρευνας, τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ που ασχολήθηκαν με την έκθεση του άρθρου 8.3.2 και τα μέλη της πειθαρχικής επιτροπής ήταν όλα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, διαφορετικά πρόσωπα.

156    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού, πρόεδρος της πειθαρχικής επιτροπής δεν είναι ο γενικός διευθυντής ή ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό», αλλά πρόσωπο ξένο προς την ΕΚΤ, έστω και αν το πρόσωπο αυτό δεν έχει δικαίωμα ψήφου. Εν προκειμένω, της πειθαρχικής επιτροπής προήδρευε πρώην μέλος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, το άρθρο 8.3.6 των κανόνων για θέματα προσωπικού προβλέπει ρητώς υποχρέωση κάθε μέλους της πειθαρχικής επιτροπής που βρίσκεται σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων να απέχει από τις εργασίες της.

157    Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος που διεξάγει ο δικαστής της Ένωσης στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ ή, όπως εν προκειμένω, του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, παρέχει τη δυνατότητα ασκήσεως κατάλληλης και αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 και κατά την έννοια της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθιστώντας, εν πάση περιπτώσει, δυνατή τη θεραπεία των εικαζομένων ανεπαρκειών και ελλείψεων τις οποίες προβάλλει ο προσφεύγων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που άπτονται της συνθέσεως της πειθαρχικής επιτροπής (βλ., συναφώς, απόφαση Andreasen κατά Επιτροπής, T‑17/08 P, EU:T:2010:374, σκέψη 145).

158    Λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, της αρχής της αμεροληψίας καθώς και από παράβαση των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

159    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η εκτελεστική επιτροπή δεν απάντησε στις αιτιάσεις τις οποίες είχε διατυπώσει με το υπερασπιστικό υπόμνημά του και τις οποίες αγνόησε η πειθαρχική επιτροπή. Κατ’ ουσίαν, ο προσφεύγων κατηγορεί την ΕΚΤ ότι πίστεψε εξαρχής ότι ήταν ένοχος για τις πράξεις που του προσάπτονταν. Εκτιμά επίσης ότι η Τράπεζα δεν έλαβε υπόψη τη συμβολή του στην ουσιαστική βελτίωση πολλών πτυχών της λειτουργίας του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών. Επίσης, η εις βάρος του διαδικασία ήταν μεροληπτική διότι, μεταξύ των τεσσάρων μελών της πειθαρχικής επιτροπής με δικαίωμα ψήφου, τα δύο, συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό», δέχθηκαν ότι από τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία προέκυπτε ότι κίνητρο των προσαπτόμενων παραβάσεων ήταν η επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος του προσφεύγοντος. Προσθέτει, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ότι η εκτελεστική επιτροπή παραμόρφωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής, καθόσον μνημόνευσε την προαναφερθείσα άποψη δύο μελών της πειθαρχικής επιτροπής, ενώ με τη γνώμη της, η πειθαρχική επιτροπή είχε κρίνει κατά πλειοψηφία ότι δεν ήταν πεπεισμένη ότι ήταν δυνατόν να στοιχειοθετηθεί η επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος «χωρίς καμία αμφιβολία». Τέλος, η αναφορά προς τη γερμανική εισαγγελία, αντιθέτως προς τις συστάσεις της OLAF, υποδηλώνει, κατά την ίδια έννοια, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.

160    Η ΕΚΤ ζητεί να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ως προδήλως αβάσιμος υπογραμμίζοντας, κατ’ αρχάς, ότι η εκτελεστική επιτροπή ουδόλως υποχρεούται, δυνάμει της σχετικής νομολογίας, να εξετάζει ή να μνημονεύει, με την απόφαση περί επιβολής ποινής, όλες τις πτυχές που επισήμανε το οικείο μέλος του προσωπικού ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής. Η Τράπεζα υπογραμμίζει, επίσης, ότι το γεγονός στο οποίο αναφέρθηκε ο προσφεύγων, ότι δηλαδή ανεστάλη η άσκηση των καθηκόντων του κατά τη διάρκεια της έρευνας, ουδόλως αποδεικνύει παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Εξάλλου, ο προσφεύγων δεν είναι δυνατόν να επανέλθει στη συζήτηση σχετικά με τη νομιμότητα των μέτρων αναστολής της ασκήσεως των καθηκόντων του, η οποία περατώθηκε με την απόφαση AX κατά ΕΚΤ (EU:F:2012:195). Επίσης, το γεγονός ότι η πειθαρχική επιτροπή αποφάσισε να μην ακολουθήσει την άποψη του προσφεύγοντος, την οποία ανέπτυξε εκτενώς με τα γραπτά του υπομνήματα και της οποίας η πειθαρχική επιτροπή έλαβε πλήρως γνώση, ουδόλως συνεπάγεται παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Εξάλλου, η ΕΚΤ είναι ελεύθερη να υποβάλει φάκελο στη γερμανική εισαγγελία, ακόμα και αν η OLAF δεν συνέστησε μια τέτοια ενέργεια.

161    Όσον αφορά τις κατηγορίες που διατύπωσε ο προσφεύγων, σύμφωνα με τις οποίες η διαδικασία έρευνας, η πειθαρχική διαδικασία και η προσβαλλόμενη απόφαση προδίδουν τη βούληση της Τράπεζας να αποδείξει την ενοχή του προσφεύγοντος, η ΕΚΤ δεν θεωρεί απλώς ότι στερούνται οποιασδήποτε βάσεως, αλλά επιπλέον εκφράζει τη λύπη της διότι ο προσφεύγων «προβάλλει [τέτοιου είδους] υποθετικούς και κακόπιστους ισχυρισμούς ενώπιον του σεβαστού Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης».

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

162    Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να διαπιστωθεί μόνον εφόσον υπάρχουν στοιχεία από τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι η Διοίκηση αποφάσισε, ήδη από την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας, να επιβάλει εν πάση περιπτώσει πειθαρχική ποινή στον ενδιαφερόμενο, ανεξάρτητα από τις εξηγήσεις που αυτός παρέσχε (βλ. απόφαση Pessoa e Costa κατά Επιτροπής, T‑166/02, EU:T:2003:73, σκέψη 56).

163    Όσον αφορά την αναστολή της ασκήσεως των καθηκόντων του προσφεύγοντος πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπογραμμίζεται ότι η δυνατότητα αναστολής της ασκήσεως των καθηκόντων μέλους του προσωπικού, την οποία προβλέπει το άρθρο 46 των όρων απασχόλησης, δεν αποσκοπεί στην επιβολή κυρώσεως στο μέλος αυτό (βλ., συναφώς, απόφαση X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψη 151), αλλά αποβλέπει στο να επιτραπεί στη Διοίκηση να λάβει προσωρινό μέτρο προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το εν λόγω μέλος του προσωπικού δεν θα παρέμβει στη διεξαγόμενη έρευνα.

164    Κατόπιν αυτών των διευκρινίσεων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι, όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος στρέφεται, εν μέρει, κατά της αιτιολογίας ή της ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στο μέτρο που αυτό αποτελεί το αντικείμενο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η εν λόγω πτυχή θα εξεταστεί στο πλαίσιο αυτού του λόγου.

165    Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουσιαστικός σκοπός της επιχειρηματολογίας του προσφεύγοντος είναι να προσαφθεί στην πειθαρχική και στην εκτελεστική επιτροπή ότι δεν ακολούθησαν την άποψη που υποστήριξε στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας.

166    Εντούτοις, το γεγονός ότι δύο μέλη της πειθαρχικής επιτροπής τάχθηκαν, όπως τους επιτρέπει το άρθρο 8.3.15 των κανόνων για θέματα προσωπικού, υπέρ της απόψεως ότι κίνητρο των προσαπτόμενων παραβάσεων ήταν η επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος του προσφεύγοντος ουδόλως αποδεικνύει παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Πράγματι, μια τέτοια θέση είναι απλώς απόρροια της αρχής της συλλογικότητας των συζητήσεων και της δυνατότητας να εκφραστεί άποψη αποκλίνουσα από την τελική γνώμη την οποία εκδίδει κατά πλειοψηφία η πειθαρχική επιτροπή. Όσον αφορά το σημείο αυτό, η πειθαρχική επιτροπή με τη γνώμη της δεν δέχθηκε, ακριβώς, ότι η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος «μπορ[ούσε] να αποδειχθεί, υπό στενή έννοια, χωρίς καμία αμφιβολία». Κατά τα λοιπά, η πειθαρχική επιτροπή, αντιθέτως, απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος περί προσβολής των δικαιωμάτων του άμυνας, οι οποίοι περιέχονται, μεταξύ άλλων, στο υπερασπιστικό του υπόμνημα.

167    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει, εξάλλου, ότι το γεγονός ότι η εκτελεστική επιτροπή αποφάσισε εν προκειμένω να επιβάλει μια από τις αυστηρότερες πειθαρχικές ποινές τις οποίες προβλέπουν οι κανόνες για θέματα προσωπικού δεν αποδεικνύει, καθεαυτό, ότι κατά την πειθαρχική διαδικασία παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας.

168    Η υποβολή αναφοράς στη γερμανική εισαγγελία εμπίπτει στο πεδίο των εξουσιών που διαθέτει η ΕΚΤ στο πλαίσιο της θεσμικής αυτοτέλειάς της και δεν προδικάζει σε καμία περίπτωση τη θέση που πρόκειται να λάβουν οι γερμανικές δικαστικές αρχές στο πεδίο των δικών τους αρμοδιοτήτων, δηλαδή στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου. Εξάλλου, στην απάντησή του της 6ης Νοεμβρίου 2014 στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ο προσφεύγων ανέφερε ότι έλαβε από τη γερμανική εισαγγελία αντίγραφο ψηφιακού δίσκου (CD-Rom) που περιείχε την αναφορά της ΕΚΤ, χωρίς εντούτοις να μπορεί να επισημάνει οποιοδήποτε στοιχείο που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του περί παραβιάσεως της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας.

169    Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν εντοπίζει στην επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος αρχή αποδείξεως των –σοβαρών, εντούτοις– κατηγοριών που προβάλλει, σύμφωνα με τις οποίες η ΕΚΤ παραβίασε στην περίπτωσή του την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

170    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας λόγω της μη τηρήσεως της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

171    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων προσάπτει στην ΕΚΤ το γεγονός ότι η διαδικασία αρχικής διοικητικής έρευνας και η πειθαρχική διαδικασία που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, συνολικά νοούμενες, διήρκεσαν περισσότερα από τρία έτη. Μια τέτοια διάρκεια δεν είναι εύλογη και, μολονότι ορισμένες καθυστερήσεις οφείλονται στη διαδικασία έρευνας της OLAF, η ΕΚΤ πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις καθυστερήσεις που συνδέονται με τις έρευνες της OLAF, καθόσον κατά των εκθέσεων έρευνας της εν λόγω υπηρεσίας δεν χωρεί προσφυγή. Στηριζόμενος στην απόφαση Andreasen κατά Επιτροπής (F‑40/05, EU:F:2007:189), ο προσφεύγων υποστηρίζει επίσης ότι, για το σύνολο της διαδικασίας, η αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του διήρκεσε 38 μήνες.

172    Η ΕΚΤ θεωρεί ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι προδήλως νόμω αβάσιμος, υπογραμμίζοντας, ιδίως, ότι, όπως παραδέχεται ο προσφεύγων, η Τράπεζα τήρησε τις προθεσμίες τις οποίες προβλέπει το άρθρο 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού. Εξάλλου, βάσει της σχετικής νομολογίας, δεν παραβιάστηκε η αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας. Το ζήτημα του χρόνου κατά τον οποίο ανεστάλη η άσκηση των καθηκόντων του προσφεύγοντος δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

173    Στον πειθαρχικό τομέα, ή ΕΚΤ ή, κατά περίπτωση, η OLAF έχουν την υποχρέωση να ενεργούν με επιμέλεια από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση των πραγματικών περιστατικών και των συμπεριφορών που συνιστούν ενδεχομένως παραβάσεις των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ, προκειμένου να εκτιμήσουν αν πρέπει να διεξαχθεί έρευνα και, σε καταφατική περίπτωση, έχουν την υποχρέωση να ενεργούν με επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή αυτής της έρευνας και, όσον αφορά την ΕΚΤ, κατά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση Kerstens κατά Επιτροπής, F‑12/10, EU:F:2012:29, σκέψη 125).

174    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, οι προβλεπόμενες για την οριοθέτηση, από χρονική άποψη, της διεξαγωγής πειθαρχικής διαδικασίας προθεσμίες δεν είναι αποκλειστικές, θέτουν όμως έναν κανόνα χρηστής διοικήσεως που επιβάλλει στο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να διεξάγει με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργεί ούτως ώστε κάθε πράξη της πειθαρχικής διώξεως να λαμβάνει χώρα εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη (απόφαση D κατά Επιτροπής, T‑549/93, EU:T:1995:15, σκέψη 25). Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης έχει υπογραμμίσει ότι, προκειμένου να εκτιμήσει την τήρηση εύλογης προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να διεξαχθεί πειθαρχική διαδικασία, πρέπει «να λαμβάνει υπόψη μόνο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ μιας πράξεως της πειθαρχικής διώξεως και της επομένης [και ότι η] εκτίμηση αυτή είναι ανεξάρτητη από τη συνολική διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας» (απόφαση Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, T‑259/97, EU:T:2000:208, σκέψη 123, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

175    Επομένως, η ΕΚΤ οφείλει, κατά την εφαρμογή της πειθαρχικής διαδικασίας της, να μεριμνά ώστε κάθε πράξη να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη (βλ., συναφώς, αποφάσεις Kerstens κατά Επιτροπής, EU:F:2012:29, σκέψη 124, και Goetz κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑89/11, EU:F:2013:83, σκέψη 126).

176    Εν προκειμένω, η Τράπεζα, αφής στιγμής έλαβε γνώση των κατηγοριών του πληροφοριοδότη, συγκρότησε, τον Φεβρουάριο 2010, ειδική ομάδα έρευνας οι εργασίες της οποίας δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν λόγω της ενάρξεως, την 1η Ιουλίου 2010, έρευνας της OLAF για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, η οποία γνωστοποιήθηκε στην Τράπεζα στις 26 Ιουλίου του ίδιου έτους. Η έρευνα της OLAF περιέλαβε, μεταξύ άλλων, επίσκεψη στα γραφεία της ΕΚΤ και ακρόαση δεκατριών μελών του προσωπικού της ΕΚΤ. Οι εργασίες της OLAF ολοκληρώθηκαν με την κοινοποίηση στην ΕΚΤ, στις 27 Ιανουαρίου 2012, τελικής εκθέσεως έρευνας.

177    Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι η διαδικασία αρχικής διοικητικής έρευνας και η διαδικασία έρευνας της OLAF κινήθηκαν σε εύλογο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα εντός μικρού χρονικού διαστήματος αφότου η Τράπεζα και η OLAF, αντιστοίχως, έλαβαν γνώση των πραγματικών περιστατικών και των συμπεριφορών που μπορούσαν να συνιστούν παράβαση των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ (βλ., συναφώς, αποφάσεις François κατά Επιτροπής, T‑307/01, EU:T:2004:180, σκέψη 48, και López Cejudo κατά Επιτροπής, F‑28/13, EU:F:2014:55, σκέψη 90).

178    Η διάρκεια της έρευνας της OLAF – 19 μήνες – κρίνεται εύλογη, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού και της φύσεως των επίδικων αγορών, καθώς και της τεχνικής πολυπλοκότητας ορισμένων αντικειμένων που απετέλεσαν το αντικείμενο της έρευνας.

179    Στη συνέχεια, η Τράπεζα εξέδωσε την έκθεση του άρθρου 8.3.2 με την οποία κινήθηκε η πειθαρχική διαδικασία και προσδιορίστηκε η έκτασή της. Η έκδοση της εν λόγω εκθέσεως, στις 19 Νοεμβρίου 2012, πραγματοποιήθηκε μετά από ακρόαση του προσφεύγοντος και λήψη υπόψη των εγγράφων που υπέβαλε στις 24 Αυγούστου 2012, καθώς και των παρατηρήσεων που υπέβαλε στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους σχετικά με το σχέδιο εκθέσεως που του είχε κοινοποιηθεί. Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι το χρονικό διάστημα εννέα μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της διαβιβάσεως στην ΕΚΤ της εκθέσεως της OLAF και της εκδόσεως από την Τράπεζα της εκθέσεως του άρθρου 8.3.2 δεν είναι υπερβολικά μεγάλο, λαμβανομένων υπόψη των πολυάριθμων και μακροσκελών εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη και των πολυάριθμων παρατηρήσεων που διατύπωσε ο προσφεύγων πριν από την έκδοση της εκθέσεως του άρθρου 8.3.2. Εξάλλου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΕΚΤ ότι, κατ’ εφαρμογή των εσωτερικών ρυθμίσεών της, έκρινε απαραίτητο, επιπλέον της αρχικής διοικητικής έρευνας και της έρευνας της OLAF, να διεξαγάγει νέα εσωτερική διοικητική έρευνα προκειμένου να συντάξει την έκθεση του άρθρου 8.3.2 (βλ., συναφώς, απόφαση Goetz κατά Επιτροπής των Περιφερειών, EU:F:2013:83, σκέψεις 131 και 132). Πράγματι, η μη ολοκληρωθείσα αρχική διοικητική έρευνα που διεξήχθη δυνάμει της εγκυκλίου 1/2006, δεν προδίκαζε, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω εγκυκλίου, την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία μπορούσε να κινηθεί μόνο με την τήρηση των όρων του άρθρου 8.3 των κανόνων για θέματα προσωπικού, και ιδίως του άρθρου 8.3.2. Επιπλέον, εν προκειμένω, τα πρόσωπα που συγκροτούσαν την ειδική ομάδα έρευνας ήταν διαφορετικά από τα πρόσωπα που συνεργάστηκαν για την εκπόνηση της εκθέσεως του άρθρου 8.3.2.

180    Κατόπιν της συγκροτήσεως της πειθαρχικής επιτροπής, στις 27 Νοεμβρίου 2012, ο προσφεύγων υπέβαλε ενώπιόν της γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις τον Ιανουάριο 2013. Η γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής εκδόθηκε στις 5 Απριλίου 2013. Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι η εν λόγω επιτροπή, ολοκληρώνοντας τις εργασίες της εντός τεσσάρων μηνών, λειτούργησε με την απαιτούμενη ταχύτητα, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της πολυπλοκότητας του φακέλου και των πολυάριθμων παρατηρήσεων και αμφισβητήσεων του προσφεύγοντος, ιδίως όσον αφορά τα πρακτικά της ακροάσεώς του από την πειθαρχική επιτροπή.

181    Η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 28 Μαΐου 2013, μετά την υποβολή των παρατηρήσεων του προσφεύγοντος στις 24 Απριλίου του ίδιου έτους, συνάδει τόσο με την προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 8.3.17 των κανόνων για θέματα προσωπικού όσο και με την αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

182    Κατά συνέπεια, από το ιστορικό της προκείμενης πειθαρχικής διαδικασίας προκύπτει ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ κάθε διωκτικής πράξεως και της επομένης ήταν απολύτως εύλογο και ότι, αν υπήρξε καθυστέρηση, αυτή οφειλόταν στην ανάγκη σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος και απαντήσεως στα πολυάριθμα σχόλια και παρατηρήσεις που υπέβαλε ο νομικός του σύμβουλος (βλ. απόφαση Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, EU:T:2000:208, σκέψη 125).

183    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά επίσης ότι τόσο η διαδικασία της αρχικής διοικητικής έρευνας όσο και η πειθαρχική διαδικασία, συνολικώς νοούμενες, διήρκεσαν εύλογο χρονικό διάστημα, και συγκεκριμένα τρία έτη και τρεις μήνες. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει, εξάλλου, ότι, εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων δεν υποστήριξε ότι η Τράπεζα δεν τήρησε προθεσμία προβλεπόμενη από τις εφαρμοστέες επί πειθαρχικών υποθέσεων διατάξεις που ισχύουν σε αυτή.

184    Τέλος, μολονότι είναι αληθές ότι, τόσο κατά τις έρευνες που προηγήθηκαν της κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας όσο και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, ο προσφεύγων είχε τεθεί σε κατάσταση αναμονής και αβεβαιότητας, ιδίως όσον αφορά το επαγγελματικό του μέλλον, η πτυχή αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η εν λόγω κατάσταση είναι σύμφυτη με κάθε πειθαρχική διαδικασία και, εν προκειμένω, η κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας δικαιολογούνταν από το συμφέρον της Ένωσης, το οποίο επιτάσσει στην ΕΚΤ, όταν προβάλλονται ισχυρισμοί που δημιουργούν υποψίες σχετικά με την εντιμότητα δύο μελών του προσωπικού της, μεταξύ των οποίων και του προσφεύγοντος, να λαμβάνει τα μέτρα που επιβάλλονται, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων του προσφεύγοντος, προκειμένου να διασφαλιστεί το άμεμπτο της επαγγελματικής διαγωγής του (βλ., συναφώς, απόφαση Pessoa e Costa κατά Επιτροπής, EU:T:2003:73, σκέψη 66).

185    Κατόπιν των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

186    Κατά τον προσφεύγοντα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία σχετική με τις αιτιάσεις του που αντλούνται από την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του, την παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας και την παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας. Επίσης, δεν περιέχει εξηγήσεις σχετικά με τις αιτιάσεις που έγιναν δεκτές εις βάρος του προσφεύγοντος, τις υποχρεώσεις που κατηγορείται ότι παρέβη και τον βαθμό κατά τον οποίο οι προσαπτόμενες πράξεις συνδέονται με την παράβαση κάθε υποχρεώσεως που έγινε δεκτή από την Τράπεζα. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζει επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους η εκτελεστική επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει αυστηρότερη ποινή από αυτή που συνέστησε η πειθαρχική επιτροπή. Η απόφαση αυτή δεν εξηγεί επίσης τους λόγους για τους οποίους η Τράπεζα αποφάσισε ότι είχε διαρραγεί η σχέση εμπιστοσύνης με τον προσφεύγοντα, ενώ η πειθαρχική επιτροπή ανέφερε στη γνώμη της ότι η διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης μπορούσε να διαπιστωθεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνυόταν ότι ο προσφεύγων επεδίωκε προσωπικό συμφέρον, πράγμα που δεν αποδείχθηκε.

187    Η Τράπεζα ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως υπογραμμίζοντας ότι ο προσφεύγων, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της επιχειρηματολογίας του, δεν φαίνεται να έχει κατανοήσει την έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ιδίως σε μια κάλλιστα γνωστή στον ενδιαφερόμενο υπόθεση, όπως η υπό κρίση. Η ΕΚΤ αμφισβητεί την άποψη του προσφεύγοντος ότι, για να διαπιστωθεί η διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ υπαλλήλου και του εργοδότη του απαιτείται να αποδειχθεί ότι οι ενέργειες του υπαλλήλου υπαγορεύονταν από προσωπικό συμφέρον.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

188    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου της Ένωσης, σκοπός της οποίας είναι, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να εκτιμήσει το βάσιμο της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και, αφετέρου, να καταστήσει δυνατό τον δικαστικό έλεγχό της (βλ. αποφάσεις Michel κατά Κοινοβουλίου, 195/80, EU:C:1981:284, σκέψη 22, Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 69/83, EU:C:1984:225, σκέψη 16, και Camacho-Fernandes κατά Επιτροπής, F‑16/13, EU:F:2014:51, σκέψη 111).

189    Το ζήτημα αν η αιτιολογία αποφάσεως της ΕΚΤ με την οποία επιβάλλεται ποινή σε μέλος του προσωπικού της ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνο το κείμενο της αποφάσεως, αλλά και το πλαίσιό της, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το συγκεκριμένο ζήτημα, εν προκειμένω την πειθαρχική διαδικασία. Εντούτοις, συναφώς, μολονότι η πειθαρχική επιτροπή και η εκτελεστική επιτροπή οφείλουν να αναφέρουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η σύννομη αιτιολογία των γνωμών ή/και των αποφάσεών τους, καθώς και τις εκτιμήσεις οι οποίες τις οδήγησαν σε αυτές, παρά ταύτα δεν απαιτείται να εξετάζουν όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που τέθηκαν από τον ενδιαφερόμενο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη όταν εκδόθηκε σε πλαίσιο γνωστό στο ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να κατανοήσει το περιεχόμενο του μέτρου που ελήφθη έναντι αυτού (απόφαση EH κατά Επιτροπής, F‑42/14, EU:F:2014:250, σκέψη 131, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

190    Αν όμως, όπως εν προκειμένω, η ποινή που επιβλήθηκε τελικά στον ενδιαφερόμενο είναι αυστηρότερη της προταθείσας από την πειθαρχική επιτροπή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων κάθε πειθαρχικής διαδικασίας, η απόφαση της ΕΚΤ πρέπει να διευκρινίζει, έστω και στο πλαίσιο αποκλειστικώς συμβατικής σχέσεως εργασίας, τους λόγους που οδήγησαν την Τράπεζα να αποστεί από τη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής της (βλ., συναφώς, αποφάσεις F. κατά Επιτροπής, 228/83, EU:C:1985:28, σκέψη 35· N κατά Επιτροπής, T‑198/02, EU:T:2004:101, σκέψη 95, και EH κατά Επιτροπής, EU:F:2014:250, σκέψη 132).

191    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απολύτως γνωστό στον προσφεύγοντα, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των πολυάριθμων γραπτών και προφορικών παρατηρήσεων που υπέβαλε κατά την πειθαρχική διαδικασία, μεταξύ άλλων σχετικά με τα σχέδια πράξεων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, όπως τα πρακτικά ακροάσεων. Ειδικότερα, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται ο προσφεύγων, οι εις βάρος του αιτιάσεις περιλαμβάνονταν κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή στην έκθεση του άρθρου 8.3.2. καθώς και στη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής, όπως εκτίθεται, ιδίως, με τις σκέψεις 67, 70 και 81 της παρούσας αποφάσεως, ενώ ο προσφεύγων εξέθεσε πλήρως τις απόψεις του επί των εν λόγω εγγράφων.

192    Στη συνέχεια, η γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής αναφέρει τις αιτιάσεις εις βάρος του προσφεύγοντος, τους διάφορους ισχύοντες στην ΕΚΤ κανόνες και διατάξεις που παρέβη, κατά την άποψη της εν λόγω επιτροπής, ο προσφεύγων, καθώς και τους λόγους για τους οποίους η πειθαρχική επιτροπή έκρινε αβάσιμους τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο προσφεύγων, μεταξύ άλλων με το υπερασπιστικό του υπόμνημα, σχετικά με την προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας. Στη γνώμη της, η πειθαρχική επιτροπή εξέθεσε επίσης τα θέματα που συζητήθηκαν στους κόλπους της. Όπως προκύπτει, τα μέλη της εν λόγω επιτροπής διαφώνησαν σχετικά με το αν ο προσφεύγων έπρεπε να απολυθεί, αντιθέτως όμως συμφώνησαν συναινετικά ότι θα μπορούσε να επιβληθεί απόλυση αν, «εξάλλου, οι παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων είχαν ως κίνητρο την επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος η οποία θα έπληττε ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της ΕΚΤ και [του προσφεύγοντος]». Σε αυτό το πλαίσιο, δύο μέλη της πειθαρχικής επιτροπής έκριναν ότι τα στοιχεία του φακέλου που οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση είχαν επαρκή αποδεικτική αξία, τελικώς όμως η πλειοψηφία των μελών έκρινε ότι δεν ήταν «πλήρως πεπεισμένη ότι η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος […] μπορούσε να αποδειχθεί, υπό στενή έννοια, χωρίς καμία αμφιβολία».

193    Αφού εξέθεσε τις ελαφρυντικές περιστάσεις που μπορούσαν να γίνουν δεκτές στην περίπτωση του προσφεύγοντος, η πειθαρχική επιτροπή διατύπωσε, με συναίνεση των μελών της, την πρόταση επιβολής της ποινής του υποβιβασμού κατά δύο μισθολογικές κατηγορίες.

194    Σε αυτό το πλαίσιο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η εκτελεστική επιτροπή δήλωσε ότι έλαβε υπόψη τη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής, τη διαφωνία στους κόλπους της εν λόγω επιτροπής σχετικά με το ζήτημα της υπάρξεως προσωπικού συμφέροντος, καθώς και τις αναφερόμενες στην εν λόγω γνώμη ελαφρυντικές περιστάσεις. Εντούτοις, η εκτελεστική επιτροπή δέχθηκε, ως επιβαρυντική περίσταση, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο προσφεύγων διέπραξε τις επίδικες παραβάσεις των επαγγελματικών του υποχρεώσεων υπό την ιδιότητα του διευθυντικού στελέχους που βαρύνεται με ιδιαίτερη ευθύνη όσον αφορά την προστασία της φήμης και των οικονομικών συμφερόντων της ΕΚΤ. Επίσης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η εκτελεστική επιτροπή εξέθεσε το επίπεδο των απαιτήσεών της σε σχέση με την ακεραιότητα του προσωπικού της και έκρινε ότι τα επίδικα επαγγελματικά παραπτώματα είχαν πλήξει ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης την οποία η Τράπεζα θεωρεί απαραίτητο να έχει με το προσωπικό της.

195    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με τη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής στην οποία παραπέμπει, περιέχει αιτιολογίες οι οποίες ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της νομολογίας που είναι εφαρμοστέες και στην Τράπεζα και υπενθυμίζονται στις σκέψεις 188 έως 190 της παρούσας αποφάσεως.

196    Ειδικότερα, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται ο προσφεύγων, η εκτελεστική επιτροπή εξήγησε τους λόγους για τους οποίους επέβαλε ποινή αυστηρότερη από αυτή επί της οποίας κατόρθωσαν να συμφωνήσουν συναινετικά τα μέλη της πειθαρχικής επιτροπής. Συναφώς, το γεγονός ότι η ποινή που επιβλήθηκε από την εκτελεστική επιτροπή αντιστοιχεί στην ποινή υπέρ της οποίας έκλιναν δύο από τα τέσσερα μέλη της πειθαρχικής επιτροπής με δικαίωμα ψήφου δεν είναι, καθεαυτό, ικανό να πλήξει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως από την άποψη της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

197    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι διαρρηγνύεται η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της Τράπεζας και μέλους του προσωπικού της, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εκτελεστική επιτροπή δεν δεσμεύεται από τη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής, όπως ορίζεται ρητώς με το άρθρο 8.3.17 των κανόνων για θέματα προσωπικού. Κατά συνέπεια, έστω και αν η πλειοψηφία των μελών της πειθαρχικής επιτροπής συμφωνούσε ότι, κατά την άποψή της, η εκτελεστική επιτροπή μπορούσε να διαπιστώσει διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης αν έκρινε ότι ο προσφεύγων επεδίωκε προσωπικό συμφέρον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι η εκτελεστική επιτροπή μπορούσε, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει για τον καθορισμό των απαιτήσεών της όσον αφορά την ακεραιότητα του προσωπικού της ΕΚΤ, να θεωρήσει εν προκειμένω ότι είχε επέλθει διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης έστω και χωρίς να πληρούται η προϋπόθεση την οποία είχε θέσει η πειθαρχική επιτροπή, δηλαδή ακόμα και χωρίς να αποδειχθεί η επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος εκ μέρους του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει, εξάλλου, ότι ο προσφεύγων, με τις παρατηρήσεις του της 24ης Απριλίου 2013 επί της γνώμης της πειθαρχικής επιτροπής, στην πραγματικότητα δεν εξέθεσε ειδικά επιχειρήματα σχετικά με το ζήτημα της διαρρήξεως της σχέσεως εμπιστοσύνης, το οποίο, εντούτοις, ανέφερε η πειθαρχική επιτροπή στη γνώμη της προς την εκτελεστική επιτροπή.

198    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

199    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζονται σαφώς οι αιτιάσεις που έγιναν δεκτές προκειμένου να θεμελιωθεί η εν λόγω απόφαση και δεν λαμβάνονται προσηκόντως υπόψη οι ελαφρυντικές περιστάσεις τις οποίες επικαλέστηκε ο ίδιος στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας. Υπογραμμίζει ιδίως το γεγονός ότι οι επίδικες αγορές πραγματοποιήθηκαν σε πλήρη συμμόρφωση προς τους ισχύοντες στην ΕΚΤ κανόνες και ήταν γνωστές και ορατές από άλλες υπηρεσίες· το γεγονός ότι διαπιστώθηκαν, μεταξύ άλλων και από την OLAF, πλημμέλειες κατά τον οικονομικό έλεγχο και την εποπτεία του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών· το γεγονός ότι όταν οι ανώτεροί του τού δήλωσαν ότι ορισμένες αγορές, και συγκεκριμένα οι αγορές πλαισίων για ψηφιακές φωτογραφίες, δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, συμμορφώθηκε· το γεγονός ότι δεν του παρασχέθηκε κατάρτιση ή ειδικές συμβουλές σχετικά με τους εφαρμοστέους δημοσιονομικούς κανόνες· τις υπηρεσιακές του επιδόσεις στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, η οποία επέτρεψε στην ΕΚΤ να εξοικονομήσει πολλά εκατομμύρια ευρώ· το χαμηλό ποσοστό στελεχώσεως του εν λόγω τμήματος· το εύρος των αποστολών που του είχαν ανατεθεί, καθώς και το γεγονός ότι έπρεπε να εγκρίνει κάθε εβδομάδα εκατοντάδες εντολές αγορών και τιμολόγια για το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών και ότι, σε τελική ανάλυση, οι επίδικες εν προκειμένω αγορές αντιπροσώπευαν, από άποψη συνολικής αξίας, μόλις το ένα χιλιοστό του προϋπολογισμού του τμήματος.

200    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ, λόγω του γεγονότος ότι δεν έλαβε υπόψη ή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ορισμένες ελαφρυντικές περιστάσεις, του επέβαλε δυσανάλογη ποινή. Συναφώς, αμφισβητεί ότι έπληξε τη φήμη της ΕΚΤ εγκρίνοντας τις επίδικες αγορές. Εξάλλου, υπογραμμίζει το γεγονός ότι είχε ήδη τιμωρηθεί με την προσωρινή αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του και με την επίπτωση που είχε η πειθαρχική διαδικασία τόσο στην επαγγελματική όσο και στην προσωπική του ζωή.

201    Η ΕΚΤ ζητεί να απορριφθεί ο έβδομος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος. Συναφώς, εκτιμά ότι ο προσφεύγων ερμηνεύει αποσπασματικά, ή ακόμα και παραμορφώνει, την προσβαλλόμενη απόφαση η οποία, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται ο προσφεύγων, έλαβε επαρκώς υπόψη, παραπέμποντας στο σημείο 34 της γνώμης της πειθαρχικής επιτροπής, τις ελαφρυντικές περιστάσεις της υποθέσεως. Η Τράπεζα επισημαίνει ότι ο προσφεύγων καταφεύγει σε γενικότητες σε σχέση με τη μη λήψη υπόψη ορισμένων ελαφρυντικών περιστάσεων, τις οποίες δεν προσδιορίζει σαφώς, πράγμα που θέτει το ζήτημα του παραδεκτού τέτοιου είδους γενικών ισχυρισμών. Εν πάση περιπτώσει, η Τράπεζα φρονεί ότι έλαβε υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις της περιπτώσεως του προσφεύγοντος, αλλά υπογραμμίζει ότι η ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων δεν μπορεί να αποκλείσει ipso jure τη δυνατότητα απολύσεώς του.

202    Κατά την ΕΚΤ, ο κίνδυνος να πληγεί η φήμη της Τράπεζας λόγω της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος ήταν προφανής, κατά μείζονα λόγο διότι ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να εξηγήσει πού βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος των αντικειμένων που αγοράστηκαν υπό την εποπτεία του. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η αναστολή ασκήσεως καθηκόντων, στην περίπτωσή του, αποτελούσε ήδη αυστηρότατη ποινή που απέκλειε τη δυνατότητά απολύσεώς του, η Τράπεζα υπενθυμίζει ότι μια τέτοια αναστολή ασκήσεως καθηκόντων δεν συνιστά ποινή και ότι, εν πάση περιπτώσει, η διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης είχε επέλθει στην περίπτωσή του και δικαιολογούσε την ποινή που επιβλήθηκε.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

203    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει σκόπιμο να εξεταστεί ο υπό κρίση έβδομος λόγος ακυρώσεως πριν από τον έκτο.

–       Γενικές παρατηρήσεις

204    Κατ’ αρχάς θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η νομιμότητα κάθε πειθαρχικής ποινής προϋποθέτει ότι έχει αποδειχθεί το υποστατό των πράξεων που καταλογίζονται στον ενδιαφερόμενο (αποφάσεις Daffix κατά Επιτροπής, T‑12/94, EU:T:1997:208, σκέψη 64, Tζίκης κατά Επιτροπής, T‑203/98, EU:T:2000:130, σκέψη 51, και EH κατά Επιτροπής, EU:F:2014:250, σκέψη 90).

205    Η εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων που διαπιστώνει η πειθαρχική επιτροπή εις βάρος του μέλους του προσωπικού και η επιλογή της ποινής που, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω παραβάσεων, είναι η πλέον κατάλληλη εμπίπτουν κατ’ αρχήν στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Τράπεζα, εκτός αν η επιβληθείσα ποινή είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν (απόφαση E κατά Επιτροπής, EU:T:2001:175, σκέψεις 85 και 86). Έτσι, κατά πάγια νομολογία σχετική με τον ΚΥΚ που μπορεί να μεταφερθεί στο συμβατικό πλαίσιο της ΕΚΤ, το εν λόγω θεσμικό όργανο έχει εξουσία να εκτιμά την ευθύνη του μέλους του προσωπικού, διαφορετικά από ό,τι την εκτίμησε η πειθαρχική επιτροπή της ΕΚΤ, καθώς και να επιλέξει, στη συνέχεια, την πειθαρχική ποινή που θεωρεί κατάλληλη για την τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων που ελήφθησαν υπόψη (βλ. αποφάσεις Y κατά Δικαστηρίου, EU:T:1996:94, σκέψη 56, και Tζίκης κατά Επιτροπής, EU:T:2000:130, σκέψη 48).

206    Αφής στιγμής αποδειχθεί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Τράπεζα στις πειθαρχικές υποθέσεις, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στη διαπίστωση της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψεις 221 και 222, και EH κατά Επιτροπής, EU:F:2014:250, σκέψη 92).

207    Όσον αφορά την αναλογικότητα της πειθαρχικής ποινής σε σχέση με τη σοβαρότητα των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο καθορισμός της ποινής πρέπει να στηρίζεται σε σφαιρική εκτίμηση από την Τράπεζα όλων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των ιδιαιτέρων σε κάθε ατομική περίπτωση περιστάσεων, υπογραμμιζομένου ότι, όπως και ο ΚΥΚ, το κανονιστικό πλαίσιο που είναι εφαρμοστέο στο προσωπικό της ΕΚΤ, και ιδίως το άρθρο 45 των όρων απασχόλησης, δεν προβλέπει συγκεκριμένη αντιστοιχία μεταξύ των προβλεπομένων πειθαρχικών ποινών και των διαφόρων πιθανών παραβάσεων των επαγγελματικών υποχρεώσεων και δεν διευκρινίζει σε ποιο μέτρο η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή της ποινής. Κατά συνέπεια, η εξέταση του πρωτοβάθμιου δικαστή περιορίζεται στο ζήτημα κατά πόσον η στάθμιση των επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων, στην οποία προέβη η Τράπεζα πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, διευκρινιζομένου ότι, κατά την εξέταση αυτή, ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Τράπεζα όσον αφορά τις αξιολογικές κρίσεις που εξέφερε συναφώς η Τράπεζα (βλ. αποφάσεις X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψη 221· Afari κατά ΕΚΤ, EU:T:2004:77, σκέψη 203, και BG κατά Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, T-406/12 P, EU:T:2014:273, σκέψη 64), στην οποία εναπόκειται η επιλογή της πειθαρχικής ποινής (απόφαση Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, F‑77/09, EU:F:2011:2, σκέψη 132).

–       Επί των παραβάσεων των επαγγελματικών υποχρεώσεων που προσάπτονται στον προσφεύγοντα

208    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι προέβη στις επίμαχες αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με άλλα λόγια δεν αμφισβητεί το υποστατό των πραγματικών περιστατικών αλλά, σε σχέση με αυτό, αμφισβητεί ότι ενήργησε κατά παράβαση των υποχρεώσεών του ή ότι διέπραξε οποιαδήποτε παράνομη πράξη, δηλαδή βάλλει κατά του χαρακτηρισμού των πράξεών του ως παραβάσεων των επαγγελματικών υποχρεώσεων.

209    Επομένως, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως την οποία προσάπτει ο προσφεύγων στην εκτελεστική επιτροπή αφορά τη διαπίστωση και την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων των επαγγελματικών υποχρεώσεων στις οποίες προέβη η πειθαρχική επιτροπή και στις οποίες στηρίχθηκε η εκτελεστική επιτροπή κατά τον καθορισμό της ποινής που επέβαλε στον προσφεύγοντα. Συναφώς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο προσφεύγων, από τη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής προκύπτει ρητώς ότι οι παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων τις οποίες διαπίστωσε συνίσταντο σε παράβαση του άρθρου 4, στοιχείο α΄, των όρων απασχόλησης, των άρθρων 2, 2.2, 4.1, 4.2 και 5.1 του κώδικα συμπεριφοράς, καθώς και των υποδείξεων που περιέχονται στα κεφάλαια 7 και 8 του εγχειριδίου υπηρεσιακής πρακτικής. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι η εκτελεστική επιτροπή επικύρωσε τις εν λόγω διαπιστώσεις της πειθαρχικής επιτροπής.

210    Συναφώς, οι παρατιθέμενες στη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής διατάξεις του κανονιστικού πλαισίου που είναι εφαρμοστέο στο προσωπικό της ΕΚΤ αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ θα εμφανίζουν, με τη συμπεριφορά τους, εικόνα αξιοπρέπειας σύμφωνη προς την ιδιαιτέρως ορθή και άξια σεβασμού συμπεριφορά που πρέπει εύλογα να αναμένεται από τα μέλη διεθνούς δημόσιας διοίκησης, έστω και αν έχουν προσληφθεί σε συμβατική βάση (βλ. αποφάσεις Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑146/94, EU:T:1996:34, σκέψη 65, και N κατά Επιτροπής, EU:T:1997:71, σκέψη 127). Ειδικότερα, η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, στοιχείο α΄, των όρων απασχόλησης υποχρέωση των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ να «[υ]ιοθετούν συμπεριφορά που προσήκει στα καθήκοντά τους και στον χαρακτήρα της ΕΚΤ ως οργάνου της [Ένωσης]» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στο προσωπικό της ΕΚΤ, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις πίστεως και αξιοπρέπειας προσομοιάζουσες με αυτές που υπέχουν οι υπάλληλοι της Ένωσης (βλ. απόφαση Afari κατά ΕΚΤ, EU:T:2004:77, σκέψη 193).

211    Σκοπός των σχετικών εν προκειμένω διατάξεων του κώδικα συμπεριφοράς είναι να διευκρινίσουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ στο πλαίσιο του καθήκοντος πίστεως, όπως είναι η υποχρέωση να ενημερώνουν τους προϊσταμένους τους, να συμπεριφέρονται υποδειγματικά και να μεριμνούν για τη διαφύλαξη της φήμης της ΕΚΤ, καθώς και να επαναλάβουν στοιχειώδεις κανόνες που είναι εφαρμοστέοι σε κάθε όργανο χρηματοδοτούμενο με δημόσιους πόρους, και συγκεκριμένα ότι τα περιουσιακά στοιχεία και ο εξοπλισμός του οργάνου πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς και εντός των ορίων των υπηρεσιακών αναγκών και ότι τα μέλη του προσωπικού πρέπει να μεριμνούν για τον εξορθολογισμό της αγοράς εξοπλισμού και να χρησιμοποιούν τον εν λόγω εξοπλισμό κατά τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο.

212    Οι σχετικές εν προκειμένω διατάξεις του εγχειριδίου υπηρεσιακής πρακτικής επαναλαμβάνουν κανόνες χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως στο πλαίσιο του εντοπισμού των αναγκών και της χρησιμοποιήσεως των προϋπολογισμών που αντιστοιχούν στα συγκεντρωτικά κέντρα προϋπολογισμού, όπως αυτό του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχονται σε άλλες διευθύνσεις της ΕΚΤ.

213    Όσον αφορά την περιγραφή των παραβάσεων των επαγγελματικών υποχρεώσεων τις οποίες έκρινε η πειθαρχική επιτροπή ότι διέπραξε ο προσφεύγων και οι οποίες εκτίθενται, εν προκειμένω, στο σημείο 27 της γνώμης της εν λόγω επιτροπής, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ορθώς η πειθαρχική επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων παρέβη το άρθρο 4, στοιχείο α΄, των όρων απασχόλησης και τις διατάξεις του κώδικα συμπεριφοράς και του εγχειριδίου υπηρεσιακής πρακτικής.

214    Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του είδους, του αριθμού και της συχνότητας των επίδικων αγορών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε περίοδο άνω των δυόμιση ετών, καθώς και της ανυπαρξίας απτής και πειστικής δικαιολογίας όσον αφορά την ανάγκη πραγματοποιήσεως τέτοιου είδους αγορών για θεμιτές ανάγκες του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, υπεύθυνος για το οποίο ήταν ο προσφεύγων, ο τελευταίος δεν μπορεί να ισχυριστεί εύλογα ότι ενήργησε κατά τρόπο σύμφωνο προς τις θεμιτές προσδοκίες της Τράπεζας, όπως διατυπώνονται στους εσωτερικούς κανόνες που έχει θεσπίσει, και ότι δεν προκάλεσε οικονομική ζημία στην Τράπεζα.

215    Ως παράδειγμα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αναφέρει ότι η απόκτηση μεμονωμένων μονάδων εξοπλισμού πληροφορικής εκτός των πλαισίων της πολιτικής συγκεντρωτικών αγορών του οργάνου, η οποία εν προκειμένω είναι ενοποιημένη στο επίπεδο της ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα», είχε κατ’ ανάγκη ως αποτέλεσμα, όπως επιβεβαίωσε η Τράπεζα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την απόκτηση του εν λόγω εξοπλισμού σε υψηλότερες τιμές, όπως συνέβη στην περίπτωση της αγοράς ηλεκτρονικών υπολογιστών μάρκας Χ, την οποία δεν χρησιμοποιούσε επισήμως η ΕΚΤ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Ένα άλλο παράδειγμα συμπεριφοράς που δεν συνάδει με τις θεμιτές προσδοκίες της Τράπεζας, όπως διατυπώνονται στους εσωτερικούς κανόνες που έχει θεσπίσει, και της προκάλεσε οικονομική ζημία είναι η έλλειψη παρακολουθήσεως των αγορών που είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την αδυναμία να εντοπιστεί επακριβώς σημαντικός αριθμός των αντικειμένων που αγόρασε το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών και αποτελούν το αντικείμενο των αιτιάσεων κατά του προσφεύγοντος. Είναι επίσης περίεργο, μέλος του προσωπικού θεσμικού οργάνου να μπορεί να μεταφέρει στην κατοικία του και να διατηρεί εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως έκανε ο προσφεύγων, σημαντικό αριθμό αντικειμένων σχετικών με την πληροφορική και τη φωτογραφία ή ακόμα φορητό σύστημα πλοηγήσεως.

216    Συναφώς, το γεγονός, το οποίο υπογραμμίζει ο προσφεύγων με τα νέα αποδεικτικά μέσα που πρότεινε, ότι ορισμένα αντικείμενα βρέθηκαν στη συνέχεια, δεν αναιρεί το γεγονός ότι, συνολικά, είχε αγοράσει πολλά αντικείμενα κατά παράβαση των ισχυόντων κανόνων. Εξάλλου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά, αφενός, ότι αυτά τα νέα αποδεικτικά μέσα που πρότεινε ο προσφεύγων ενίσχυσαν την εκ μέρους της ΕΚΤ περιγραφή του γραφείου του προσφεύγοντος, σύμφωνα με την οποία το γραφείο αυτό παρουσίαζε τα χαρακτηριστικά αποθήκης λόγω της μεγάλης συσσωρεύσεως αντικειμένων που βρίσκονταν σε αυτό χωρίς να φέρουν καν επισήμανση. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στο γραφείο βρέθηκαν μη ανοιγμένα κουτιά που περιείχαν παιχνίδια. Ένα τέτοιο γεγονός μπορεί όμως να εξηγήσει το ότι η ΕΚΤ δεν ήταν σε θέση, λόγω και του τεχνικού χαρακτήρα των εν λόγω εξοπλισμών, να συντάξει εξαντλητικούς καταλόγους διακρίνοντας τα αντικείμενα που βρίσκονταν στις εγκαταστάσεις της από τα αντικείμενα των οποίων ο εντοπισμός ήταν άγνωστος και τα αντικείμενα που ανήκαν στον προσφεύγοντα από τα αντικείμενα που ανήκαν στην ΕΚΤ. Αυτό μπορεί να εξηγήσει επίσης το γεγονός ότι ο αριθμός και το είδος των μη ανευρεθέντων αντικειμένων που παρατίθενται στην έκθεση του άρθρου 8.3.2 και στη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής είναι δυνατόν να διαφέρει κάπως από εκείνα που παρατίθενται στην έκθεση της OLAF ή στην έκθεση πεπραγμένων της ειδικής ομάδας, χωρίς εντούτοις η διαφορά αυτή να υποδηλώνει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Πράγματι, ο προσφεύγων δεν μπόρεσε, γενικώς, να αντικρούσει το γεγονός ότι πολλά αντικείμενα που αποκτήθηκαν κατόπιν εντολής του δεν ανευρέθηκαν και ότι οι εν λόγω αγορές πραγματοποιήθηκαν χωρίς απτή και έγκυρη υπηρεσιακή αιτιολογία. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, η ΕΚΤ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν επέβαλε ποινή στον προσφεύγοντα διότι υπεξαίρεσε ορισμένους από τους εν λόγω εξοπλισμούς.

217    Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι η πειθαρχική επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διαπιστώνοντας, όπως εκτίθεται με τις σκέψεις 82 και 83 της παρούσας αποφάσεως, την ύπαρξη «εκ προθέσεως, συνεχών, επί μακρό χρονικό διάστημα» παραβάσεων των επαγγελματικών υποχρεώσεων του προσφεύγοντος ως μέλους του προσωπικού της ΕΚΤ. Τις χαρακτήρισε ως παραβάσεις «σοβαρότατες και [οι οποίες] συνεπάγονταν, ως ένα βαθμό, ότι ο προσφεύγων εκ προθέσεως αγνόησε τους κανόνες που ισχύουν στην ΕΚΤ». Κατά συνέπεια, ούτε η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα επαναλαμβάνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αυτές τις εκτιμήσεις της πειθαρχικής επιτροπής, έστω και αν η εκτελεστική επιτροπή θα μπορούσε να αναλύσει λεπτομερέστερα, με την απόφασή της, σε ποιο βαθμό συμμερίζεται τις εν λόγω εκτιμήσεις.

218    Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξεταστεί αν η εκτελεστική επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις ελαφρυντικές περιστάσεις ή ορισμένα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε ο προσφεύγων.

–       Επί της λήψεως υπόψη των ελαφρυντικών περιστάσεων

219    Συναφώς επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η εκτελεστική επιτροπή έλαβε υπόψη τις τρεις ελαφρυντικές περιστάσεις που αναφέρονται στη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής, και συγκεκριμένα τις πλημμέλειες του εσωτερικού ελέγχου του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών πριν από την ανάληψη καθηκόντων του προσφεύγοντος, το γεγονός ότι το ποσοστό στελεχώσεως του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών ήταν μικρό και τις πολύ καλές υπηρεσιακές επιδόσεις του προσφεύγοντος.

220    Εντούτοις, ο προσφεύγων επικαλείται το συνολικό πλαίσιο εντός του οποίου ενήργησε και υπογραμμίζει ότι «μεγάλος αριθμός γεγονότων και περιστάσεων απλώς αγνοήθηκαν ή ελήφθησαν υπόψη ανεπαρκώς από την [ΕΚΤ]».

221    Ως προς το ζήτημα αυτό, ανεξαρτήτως του θέματος του παραδεκτού της εν λόγω αιτιάσεως που έθεσε η Τράπεζα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι τα στοιχεία τα οποία απαριθμεί φύρδην-μίγδην ο προσφεύγων δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή μη λήψη υπόψη ελαφρυντικών περιστάσεων από την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ.

222    Πράγματι, όσον αφορά την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος με την οποία επισημαίνεται παράλειψη των ιεραρχικώς προϊσταμένων του σε σχέση με τον εποπτικό τους ρόλο, καθώς και του τμήματος προϋπολογισμού, διαχειριστικού ελέγχου και οργάνωσης της ΓΔ «Ανθρώπινο δυναμικό», σε σχέση με τη δημοσιονομική και οικονομική εποπτεία του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών μετά την ανάληψη των καθηκόντων του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι οι ενδεχόμενες παραλείψεις των ιεραρχικώς προϊσταμένων του και του προαναφερθέντος τμήματος δεν δικαιολογούν τις παραβάσεις που προσάπτονται στον προσφεύγοντα ο οποίος, υπό την ιδιότητα του διευθυντικού στελέχους, και συγκεκριμένα του προϊσταμένου του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, παραμένει υπεύθυνος για τις πράξεις του (βλ., συναφώς, αποφάσεις R. κατά Επιτροπής, EU:C:1985:324, σκέψη 44, Z κατά Κοινοβουλίου, T‑242/97, EU:T:1999:92, σκέψη 115, και X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψη 233).

223    Ομοίως, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί ως ελαφρυντική περίσταση το γεγονός ότι οι ΓΔ «Διοίκηση» και «Ανθρώπινο δυναμικό», καθώς και εντός των εν λόγω ΓΔ το τμήμα λογιστηρίου και προμηθειών και το τμήμα προϋπολογισμού, διαχειριστικού ελέγχου και οργανώσεως, αντιστοίχως, δεν τον προειδοποίησαν ότι οι επίμαχες αγορές δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Πράγματι, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξετάσει τις λεπτομέρειες των διαφόρων αγορών που πραγματοποιήθηκαν, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών ορισμένων από αυτές, όπως είναι οι αγορές χειριστηρίων και λογισμικού παιχνιδιών, η σύναψη συνδρομητικών συμβάσεων υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και η συναφής διάθεση κινητών τηλεφώνων σε μέλη του προσωπικού που δεν τα δικαιούνταν σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες της Τράπεζας ή ακόμη η αγορά αντικειμένων για δώρα προς το προσωπικό του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, του οποίου προΐστατο ο προσφεύγων, ο τελευταίος θα έπρεπε να έχει σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το αν η διενέργεια των εν λόγω αγορών ήταν νόμιμη και αν η συμπεριφορά του ήταν σύμφωνη με τους σαφείς κανόνες της ΕΚΤ που περιέχονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4, στοιχείο α΄, των όρων απασχόλησης και στον κώδικα συμπεριφοράς.

224    Το γεγονός ότι ο προσφεύγων έθεσε τέλος στις αγορές πλαισίων για ψηφιακές φωτογραφίες όταν οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί του ζήτησαν εξηγήσεις σχετικά όχι μόνον δεν συνιστά ελαφρυντική περίσταση, αλλά αντιθέτως θα έπρεπε να τον παρακινήσει να επανεξετάσει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόταν το δημόσιο χρήμα, αποστολή που του είχε ανατεθεί υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου τμήματος που διέθετε αυτοτελή προϋπολογισμό, ιδίως όταν προέβαινε σε μεμονωμένες αγορές εξοπλισμού πληροφορικής, παραβλέποντας τις επιλογές συλλογικών αγορών στις οποίες είχε προβεί η αρμόδια συναφώς ΓΔ «Πληροφοριακά συστήματα».

225    Όσον αφορά τις υπηρεσιακές επιδόσεις του προσφεύγοντος, οι οποίες κατά τον προσφεύγοντα επέτρεψαν στην Τράπεζα να εξοικονομήσει σημαντικά ποσά, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπογραμμίζει, πρώτον, ότι, αν και η ΕΚΤ υποχρεούται, βάσει του άρθρου 45 των όρων απασχόλησης, να λαμβάνει υπόψη «τη συμπεριφορά του μέλους του προσωπικού καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του», ο συνυπολογισμός αυτής της πτυχής δεν ισοδυναμεί οπωσδήποτε με την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως (απόφαση EH κατά Επιτροπής, EU:F:2014:250, σκέψη 119). Δεύτερον, η Τράπεζα μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ότι η σοβαρότητα των πραγματικών περιστατικών ήταν τέτοια ώστε, ακόμα και αν οι υπηρεσιακές επιδόσεις του προσφεύγοντος ήταν εξαιρετικές, το γεγονός αυτό ουδεμία επιρροή ασκούσε (βλ., συναφώς, απόφαση Yasse κατά ΕΤΕπ, T‑141/97, EU:T:1999:177, σκέψη 114). Ειδικότερα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μέλος του προσωπικού θεσμικού οργάνου, με το πρόσχημα ότι συμβάλλει στην επίτευξη σημαντικής συνολικής εξοικονομήσεως προς όφελος του προϋπολογισμού λειτουργίας του οργάνου, μπορεί να θεωρήσει ότι δεν δεσμεύεται από τους στοιχειώδεις κανόνες χρηστής δημοσιονομικής και οικονομικής διαχειρίσεως με την αιτιολογία ότι οι επίμαχες αγορές αγαθών και υπηρεσιών αφορούν μικρά μόνο ποσά σε σχέση με τον προϋπολογισμό για τον οποίο είναι υπεύθυνο. Πράγματι, όποιο και αν είναι το ποσό της, κάθε δημόσια δαπάνη πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες δημοσιονομικής και λογιστικής πειθαρχίας.

226    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ως αλυσιτελές το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δεν του δόθηκε στοχευμένη κατάρτιση σχετικά με τη δημοσιονομική διαχείριση και τους κανόνες προμηθειών διότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι η Τράπεζα δεν προσέφερε επαρκή κατάρτιση στα διευθυντικά στελέχη της, η ενδεχόμενη αυτή ανεπάρκεια δεν επέτρεπε στον προσφεύγοντα να ενεργήσει κατά παράβαση των ρητών κανόνων που έχει θέσει η ΕΚΤ με τα εσωτερικά της κείμενα.

227    Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα του προσφεύγοντος που αντλείται από τον φόρτο εργασίας του. Πράγματι, ακόμα και αν το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών έπρεπε να διαχειριστεί εκατοντάδες εντολές αγορών ανά εβδομάδα, τον προσφεύγοντα επικουρούσε αναπληρωτής προϊστάμενος τμήματος. Εντούτοις, από τη δικογραφία προκύπτει ότι και οι δύο προέβησαν σε αμφισβητήσιμες αγορές και, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι ο εβδομαδιαίος όγκος αγορών τις οποίες διεκπεραίωνε το τμήμα διοικητικών υπηρεσιών δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έλλειψη κριτικής ικανότητας κατά την αγορά ορισμένων αντικειμένων, ιδίως όταν αυτά σαφώς δεν σχετίζονται με τις εύλογες ανάγκες της υπηρεσίας.

228    ‘Όσον αφορά το γεγονός ότι και άλλα τμήματα της ΕΚΤ προέβησαν σε αγορές εξίσου αδικαιολόγητες με τις επίμαχες, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει και πάλι ότι υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το γεγονός ότι δεν κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία εις βάρος ενός ή περισσότερων άλλων υπαλλήλων για πραγματικά περιστατικά ανάλογα με αυτά που του προσάπτονται, προκειμένου να αμφισβητήσει την κύρωση που του επιβλήθηκε (βλ., συναφώς, αποφάσεις Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, EU:C:1985:297, σκέψη 14, και de Compte κατά Κοινοβουλίου, EU:T:1991:54, σκέψη 170).

229    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά τη λήψη υπόψη των επίδικων πραγματικών περιστατικών και των ελαφρυντικών περιστάσεων. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εξεταστεί αν, σύμφωνα με την εφαρμοστέα στις πειθαρχικές υποθέσεις νομολογία, η Τράπεζα στάθμισε τις επιβαρυντικές και τις ελαφρυντικές περιστάσεις κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, υπενθυμιζομένου ότι, στο πλαίσιο αυτού του ελέγχου, ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Τράπεζα όσον αφορά τις συναφείς αξιολογικές κρίσεις της τελευταίας.

–       Επί της αναλογικότητας της επιβληθείσας ποινής

230    Όσον αφορά την πτυχή αυτή, θα πρέπει να υπογραμμιστεί εξαρχής ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η εκτελεστική επιτροπή έλαβε υπόψη τις ελαφρυντικές περιστάσεις που δέχθηκε η πειθαρχική επιτροπή, αλλά δέχθηκε επίσης την επιβαρυντική περίσταση που μνημονεύεται στη σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως.

231    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει συναφώς ότι, από το κανονιστικό πλαίσιο που είναι εφαρμοστέο στο προσωπικό της ΕΚΤ απορρέει υποχρέωση πίστεως του μέλους του προσωπικού της ΕΚΤ έναντι του θεσμικού εργοδότη του, που πρέπει να το ωθεί, κατά μείζονα λόγο όταν είναι υψηλόβαθμο, όπως ο προσφεύγων, στην επίδειξη συμπεριφοράς υπεράνω πάσης υποψίας, ώστε πάντοτε να διαφυλάσσονται οι υφιστάμενοι μεταξύ της Τράπεζας και του ιδίου του μέλους του προσωπικού δεσμοί εμπιστοσύνης (απόφαση N κατά Επιτροπής, EU:T:1997:71, σκέψη 129).

232    Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ της Ένωσης και του προσωπικού της όσον αφορά τόσο την εσωτερική λειτουργία της Ένωσης όσο και την εικόνα της προς τα έξω, αλλά και λόγω της γενικής διατυπώσεως των διατάξεων του άρθρου 4, στοιχείο α΄, των όρων απασχόλησης και των διατάξεων του κώδικα συμπεριφοράς, στις οποίες παραπέμπει η γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής, οι εν λόγω διατάξεις καλύπτουν κάθε περίσταση ή κάθε συμπεριφορά σε σχέση με την οποία το μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ πρέπει ευλόγως να αντιλαμβάνεται, λαμβανομένων υπόψη του βαθμού του και των καθηκόντων που ασκεί, καθώς και των περιστάσεων της υποθέσεως, ότι είναι ικανή να δώσει σε τρίτους την εντύπωση ότι μπορεί να προκαλέσει σύγχυση όσον αφορά τα συμφέροντα την εξυπηρέτηση των οποίων επιδιώκει η Ένωση και τα οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί το μέλος του προσωπικού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Gomes Moreira κατά ECDC, F‑80/11, EU:F:2013:159, σκέψη 63).

233    Ειδικότερα, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της Τράπεζας, χρηματοπιστωτικού ιδρύματος της Ένωσης που ενεργεί, ως εργοδότης, σε συμβατικό πλαίσιο, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της αναλογικότητας μεταξύ των επιβαρυντικών για μέλος του προσωπικού πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και της επιβληθείσας ποινής με γνώμονα τους στόχους και τις λειτουργίες που πρέπει να επιτελεί η Τράπεζα (βλ., συναφώς, απόφαση Yasse κατά ΕΤΕπ, EU:T:1999:177, σκέψη 108). Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά, πράγματι, ότι ο προσφεύγων είχε, με την ιδιότητα του διευθυντικού στελέχους που προΐστατο του τμήματος διοικητικών υπηρεσιών, αυξημένες ευθύνες όσον αφορά τη διαφύλαξη της φήμης και των οικονομικών συμφερόντων της Τράπεζας. Εξάλλου, λόγω της αρμοδιότητάς της για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης, η Τράπεζα βασίζει πράγματι τη φήμη της σε ρόλο πρότυπου διοικητικού οργάνου, αποτελεσματικού και υπεύθυνου, ο οποίος προϋποθέτει τη στελέχωσή της από προσωπικό «άψογης ακεραιότητας». Αυτό, εξάλλου, υπενθυμίζεται και στο σημείο 2.2 του κώδικα συμπεριφοράς, σύμφωνα με το οποίο τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ «καλούνται να έχουν επίγνωση της σπουδαιότητας των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους, να λαμβάνουν υπόψη τις προσδοκίες του κοινού ως προς την ηθική τους στάση, να συμπεριφέρονται κατά τρόπο που διατηρεί και προάγει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ΕΚΤ και να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα του διοικητικού μηχανισμού της ΕΚΤ».

234    Όπως έχει κρίνει ο δικαστής της Ένωσης σε σχέση με χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Ένωσης (βλ. απόφαση Yasse κατά ΕΤΕπ, EU:T:1999:177, σκέψη 110), τέτοιου είδους υποχρεώσεις έχουν κεφαλαιώδη σημασία για την επίτευξη των στόχων του τραπεζικού οργάνου και συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της συμπεριφοράς που το προσωπικό της Τράπεζας οφείλει να επιδεικνύει για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και του κύρους της.

235    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των προσαπτόμενων παραβάσεων των επαγγελματικών υποχρεώσεων, του εκ προθέσεως χαρακτήρα τους και της επαναλήψεώς τους επί μακρό χρονικό διάστημα, όπως δέχθηκε η πειθαρχική και η εκτελεστική επιτροπή, καθώς και του επιπέδου ακεραιότητας το οποίο ευλόγως απαιτεί η Τράπεζα από τα μέλη του προσωπικού της και το οποίο συνιστά αξιολογική κρίση σε σχέση με την οποία ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει με την κρίση του την εκτίμηση του θεσμικού οργάνου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά, αφενός, ότι η εκτελεστική επιτροπή μπορούσε, στην περίπτωση του προσφεύγοντος, να δεχθεί την επιβαρυντική περίσταση η οποία εκτίθεται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Αφετέρου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι η στάθμιση των επιβαρυντικών και των ελαφρυντικών περιστάσεων από την Τράπεζα πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

236    Όσον αφορά, ιδίως, τις σχετικές απαιτήσεις της νομολογίας, η Τράπεζα μπορούσε να θεωρήσει ότι, με τις επίδικες συμπεριφορές και παρά την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, ο προσφεύγων έπληξε ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης που τον συνέδεε με την Τράπεζα. Πράγματι, σε μια κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, η Τράπεζα μπορούσε, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει σε σχέση με τον καθορισμό των απαιτήσεών της από την άποψη της ακεραιότητας του προσωπικού της, να θεωρήσει ότι, παρά την επιθυμία του προσφεύγοντος να συνεχίσει τη σχέση εργασίας, η αποκατάσταση της εν λόγω σχέσεως εμπιστοσύνης ήταν αδύνατη και κατά συνέπεια η εκπλήρωση, σε συνεργασία με αυτόν τον υπάλληλο, των αποστολών που έχουν ανατεθεί από την Ένωση στην Τράπεζα κατέστη δυσχερέστερη ή ακόμα και αδύνατη (βλ., συναφώς, απόφαση Gomes Moreira κατά ECDC, EU:F:2013:159, σκέψη 67).

237    Ακόμα και αν, όπως υποστήριξε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, είχε επανέλθει, με την επιβολή της λιγότερο αυστηρής ποινής την οποία πρότεινε η πειθαρχική επιτροπή, σε καθήκοντα που δεν συνεπάγονταν πλέον τη διαχείριση συγκεντρωτικού προϋπολογισμού και κατά συνέπεια η άσκηση μη διευθυντικών καθηκόντων δεν απαιτούσε κατ’ ανάγκη επίπεδο εμπιστοσύνης τόσο υψηλό όσο το επίπεδο που χαρακτήριζε τη σχέση εργασίας του με την Τράπεζα, ως προϊσταμένου τμήματος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι η ΕΚΤ μπορούσε, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και λόγω της συμβατικής φύσεως του εργασιακού δεσμού που τη συνδέει με το μέλος του προσωπικού της, να θεωρήσει ότι η ποινή που πρότεινε η πειθαρχική επιτροπή θα ήταν ανεπαρκής σε σχέση με τις πράξεις προσώπου που ήταν υπεύθυνο για σημαντικό συγκεντρωτικό προϋπολογισμό και ότι, λαμβανομένου υπόψη του εκ προθέσεως, σοβαρού χαρακτήρα των εν λόγω παραβάσεων των επαγγελματικών υποχρεώσεων τις οποίες διέπραξε ένα από τα διευθυντικά στελέχη της, από τα οποία αναμένεται υποδειγματική συμπεριφορά, ο δεσμός εμπιστοσύνης διερράγη οριστικά.

238    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας της εκτελεστικής επιτροπής και παράβαση του άρθρου 8.3.17 των κανόνων για θέματα προσωπικού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

239    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η εκτελεστική επιτροπή έχει την εξουσία να αποφαίνεται αποκλειστικώς επί της επιλογής της επιβλητέας ποινής για τις παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων τις οποίες διαπιστώνει η πειθαρχική επιτροπή, αλλά δεν είναι αρμόδια να αποφαίνεται σχετικά με το κατά πόσον τα πραγματικά περιστατικά έχουν πράγματι αποδειχθεί. Εν τούτοις, εν προκειμένω, η εκτελεστική επιτροπή παραμόρφωσε τη γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής, παρεμβαίνοντας ως εάν ήταν «ανεπίσημο πέμπτο μέλος της πειθαρχικής επιτροπής για να γείρει σιωπηρώς την πλάστιγγα της ψηφοφορίας και να αποφασίσει ότι, κατά τη γνώμη της, αποδείχθηκε η επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος». Πράγματι, η εκτελεστική επιτροπή διαπίστωσε την επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος, ενώ η πειθαρχική επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η επιδίωξη αυτή δεν μπορούσε να αποδειχθεί εν προκειμένω. Κατά συνέπεια, η κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της εκτελεστικής επιτροπής έγκειται στο ότι αποφάσισε η ίδια ότι τα πραγματικά περιστατικά είχαν αποδειχθεί, αντί να περιοριστεί να αποφανθεί επί της επιβλητέας ποινής.

240    Η ΕΚΤ ζητεί να απορριφθεί ο έκτος λόγος ακυρώσεως ως προδήλως αβάσιμος, επισημαίνοντας ότι από την απλή ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η εκτελεστική επιτροπή δεν παραμόρφωσε ούτε μετέβαλε κατ’ άλλον τρόπο τις διαπιστώσεις της πειθαρχικής επιτροπής όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και τη νομική της ανάλυση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

241    Επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 8.3.15 των κανόνων για θέματα προσωπικού, η πειθαρχική επιτροπή εκδίδει «τελική γνώμη την οποία υπογράφουν όλα τα μέλη της, σχετικά με το υποστατό των πραγματικών περιστατικών, με το κατά πόσον συνιστούν παρ[αβάσεις] των επαγγελματικών υποχρεώσεων και με τυχόν πειθαρχική ποινή», ενώ, δυνάμει του άρθρου 8.3.17 των εν λόγω κανόνων, «[η] εκτελεστική επιτροπή αποφασίζει την καταλληλότερη πειθαρχική ποινή [λαμβάνοντας] δεόντως υπόψη τις συστάσεις που διατυπώνει η πειθαρχική επιτροπή, χωρίς εντούτοις να δεσμεύεται από αυτές».

242    Εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του κατά πόσον οι αρμοδιότητες της εκτελεστικής επιτροπής περιορίζονται στον προσδιορισμό της επιβλητέας ποινής, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε κατά ποίον τρόπο η εκτελεστική επιτροπή παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά τα οποία διαπίστωσε η πειθαρχική επιτροπή. Πράγματι, η εκτελεστική επιτροπή βασίστηκε στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών, όπως αυτό έγινε δεκτό από την πειθαρχική επιτροπή, καθώς και στις διαπιστώσεις της τελευταίας όσον αφορά τις παραβάσεις των επαγγελματικών υποχρεώσεων του προσφεύγοντος.

243    Εντούτοις, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η εκτελεστική επιτροπή έκρινε, κατά τρόπο περισσότερο ρητό από ό,τι η πειθαρχική επιτροπή, αλλά χωρίς να υπερβεί το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις αξιολογικές κρίσεις, ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγων διέπραξε τις επίδικες παραβάσεις των επαγγελματικών του υποχρεώσεων ενώ ασκούσε διευθυντικά καθήκοντα που συνεπάγονταν ιδιαίτερη υποχρέωση μέριμνας για τη φήμη και τα οικονομικά συμφέροντα της Τράπεζας, συνιστούσε επιβαρυντική περίσταση. Η εκτελεστική επιτροπή εξέθεσε επίσης το επίπεδο των απαιτήσεών της έναντι του προσωπικού για ζητήματα ακεραιότητας, πράγμα το οποίο προδήλως εμπίπτει στην εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς. Το ίδιο ισχύει για τη διαπίστωση σχετικά με τη διάρρηξη της σχέσεως εμπιστοσύνης με το προσωπικό της Τράπεζας, την ύπαρξη της οποίας κρίνει απαραίτητη. Πράγματι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο προσφεύγων, η διαπίστωση αυτής της διαρρήξεως δεν συναρτάται αποκλειστικά με τη διαπίστωση της επιδιώξεως προσωπικού συμφέροντος, στην οποία αναφέρθηκε η πειθαρχική επιτροπή.

244    Ουσιαστικά, αν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος, αυτό θα σήμαινε ότι η εκτελεστική επιτροπή δεν έχει καμία δυνατότητα να επιβάλει ποινή διαφορετική από εκείνη που συνιστά η πειθαρχική επιτροπή και, σε τελική ανάλυση, θα ισοδυναμούσε με αντιμετώπιση της πειθαρχικής επιτροπής όχι ως συμβουλευτικού οργάνου, αλλά ως οργάνου λήψεως αποφάσεων.

245    Πράγματι, για να μπορεί να καθορίσει την κατάλληλη ποινή, η εκτελεστική επιτροπή πρέπει αναγκαστικά να μορφώσει γνώμη όσον αφορά τις ελαφρυντικές, αλλά και τις επιβαρυντικές περιστάσεις της υποθέσεως του προσφεύγοντος, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία για πειθαρχικές υποθέσεις, σύμφωνα με την οποία η Διοίκηση έχει την εξουσία να εκτιμά την ευθύνη του μέλους του προσωπικού διαφορετικά από ό,τι την εκτίμησε η πειθαρχική επιτροπή, καθώς και να επιλέξει, στη συνέχεια, την πειθαρχική ποινή την οποία θεωρεί κατάλληλη για την τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων που ελήφθησαν υπόψη (απόφαση Tζίκης κατά Επιτροπής, EU:T:2000:130, σκέψη 48), υπενθυμιζομένου ότι ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Τράπεζα όσον αφορά τις αξιολογικές κρίσεις που αυτή εξέφερε συναφώς και την επιλογή της επιβλητέας πειθαρχικής ποινής, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητά της (απόφαση EH κατά Επιτροπής, EU:F:2014:250, σκέψη 93).

246    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και του γεγονότος ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν διαπιστώνει την ύπαρξη στοιχείου ικανού να αποδείξει ή έστω και να γεννήσει υποψίες ως προς την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας, ο έκτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος ως προδήλως αβάσιμος.

 Επί του όγδοου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από αντίθεση των άρθρων 44 και 45 των όρων απασχόλησης και του άρθρου 8.3 των κανόνων για θέματα προσωπικού προς την αρχή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και προς το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων τα οποία κατοχυρώνονται με το άρθρο 28 του Χάρτη

 Επιχειρήματα των διαδίκων

247    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι όροι απασχόλησης και οι κανόνες για θέματα προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεών τους περί των πειθαρχικών διαδικασιών, είναι παράνομοι, αφενός, «λόγω παραβιάσεως της αρχής της δημοκρατίας, της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών και της αρχής σύμφωνα με την οποία, κατά τη θέσπιση παραγώγου δικαίου, ο νομοθέτης υποχρεούται να ενεργεί εντός των πλαισίων τα οποία καθορίζει το πρωτογενές δίκαιο» και, αφετέρου, διότι δεν θεσπίστηκαν με σεβασμό του κοινωνικού διαλόγου, της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ισχυρίζεται, ιδίως, ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ είναι «προδήλως εκτελεστικό όργανο και όχι φορέας νομοθετικής εξουσίας της Ένωσης». Επομένως, αμφισβητεί την αρμοδιότητα της εκτελεστικής επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου να θεσπίζουν τους όρους απασχόλησης, κατά μείζονα λόγο μετά από απλή διαβούλευση με τους εκπροσώπους του προσωπικού.

248    Η Τράπεζα ζητεί να απορριφθεί ο όγδοος λόγος ακυρώσεως ως εν μέρει απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος, υπενθυμίζοντας τη λειτουργική αυτοτέλεια την οποία διαθέτει συναφώς.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

249    Το άρθρο 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ αποτελεί τμήμα πρωτοκόλλου που θεσπίστηκε στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ και, επομένως, είναι διάταξη πρωτογενούς δικαίου η οποία μπορεί να προβλέπει παρέκκλιση από το άρθρο 283 ΕΚ, νυν άρθρο 336 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψη 38).

250    Συναφώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 21 του εσωτερικού κανονισμού της ΕΚΤ, τον οποίο έχει θεσπίσει το διοικητικό συμβούλιο, το διοικητικό συμβούλιο μπορούσε συννόμως να μεταβιβάσει στην εκτελεστική επιτροπή την αρμοδιότητα θεσπίσεως των όρων απασχόλησης η οποία αρχικά του ανήκε, και μπορούσε επίσης να μεταβιβάσει στην εκτελεστική επιτροπή την εξουσία να καθορίζει τους όρους εκτελέσεως των όρων απασχόλησης, δηλαδή την εξουσία να εκδίδει τους κανόνες για θέματα προσωπικού. Συναφώς, καμία διάταξη δεν απαγορεύει ρητώς την εν λόγω μεταβίβαση, η οποία, εξάλλου, αποφασίστηκε βάσει διατάξεως πρωτογενούς δικαίου που, όπως έχει κρίνει ο δικαστής της Ένωσης, απονέμει την εξουσία στο διοικητικό συμβούλιο να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα καθορισμού του καθεστώτος που είναι εφαρμοστέο στο προσωπικό (βλ. απόφαση X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψεις 100 έως 104).

251    Κατά την ίδια έννοια, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο προσφεύγων, η ΕΚΤ είχε το δικαίωμα, βάσει των διατάξεων του άρθρου 36.1 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, να προβλέψει με τους όρους απασχόλησης πειθαρχικό καθεστώς που της επιτρέπει, ιδίως σε περίπτωση παραβάσεως εκ μέρους μέλους του προσωπικού της των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας του, να λάβει τα αναγκαία μέτρα ενόψει των ευθυνών και των στόχων που της ανατίθενται (απόφαση X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψη 63).

252    Εξάλλου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει κρίνει, επί επιχειρημάτων με ανάλογη διατύπωση και χωρίς η κρίση του αυτή να αμφισβητηθεί από τον αναιρετικό δικαστή, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961, απλώς «ενθαρρύνει, χωρίς να την επιβάλλει, “την καθιέρωση διαδικασιών εκούσιας διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοτών ή των οργανώσεων εργοδοτών, αφενός, και των οργανώσεων των εργαζομένων, αφετέρου, προκειμένου να ρυθμίζονται οι όροι απασχολήσεως με συλλογικές συμβάσεις”», καθώς και ότι, όσον αφορά το άρθρο 28 του Χάρτη και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, «καίτοι κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα των εργαζομένων να ιδρύουν συνδικαλιστικές οργανώσεις για την προάσπιση των οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων τους, οι διατάξεις τους δεν συνεπάγονται την υποχρέωση καθιερώσεως διαδικασίας συλλογικής διαπραγματεύσεως ούτε αναθέσεως στις εν λόγω συνδικαλιστικές οργανώσεις εξουσίας συναποφάσεως ενόψει της επεξεργασίας των όρων απασχολήσεως των εργαζομένων» (απόφαση Heath κατά ΕΚΤ, F‑121/10, EU:F:2011:174, σκέψη 121).

253    Κατά συνέπεια, οι όροι απασχόλησης και οι κανόνες για θέματα προσωπικού μπορούσαν να θεσπιστούν μονομερώς από την ΕΚΤ και να τροποποιηθούν μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού, δεδομένου ότι δεν υφίσταται υποχρέωση να ρυθμιστεί το ζήτημα μέσω συλλογικών συμβάσεων υπογεγραμμένων από την ΕΚΤ και τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις του προσωπικού της. Πράγματι, ως θεσμικό όργανο της Ένωσης που εμπίπτει στο άρθρο 13 ΕΕ και κατ’ εφαρμογή του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, η ΕΚΤ είναι αρμόδια να προβλέπει, με την έκδοση κανονισμού, τις διατάξεις που είναι εφαρμοστέες στο προσωπικό της (βλ. απόφαση Cerafogli κατά ΕΚΤ, F‑84/08, EU:F:2010:134, σκέψη 47).

254    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο όγδοος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως προδήλως αβάσιμος.

255    Δεδομένου ότι απορρίφθηκε το σύνολο των λόγων ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα αιτήματα ακυρώσεως κρίνονται αβάσιμα.

3.     Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

256    Μολονότι τυπικά ο προσφεύγων υποβάλλει το αίτημα αποζημιώσεως σε σχέση όχι μόνο με την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και με τη συμπεριφορά της ΕΚΤ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι το εν λόγω αίτημα συνδέεται σαφώς με τα αιτήματά του περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εφόσον τα εν λόγω αιτήματα απορρίφθηκαν ως αβάσιμα, την ίδια τύχη πρέπει να έχει και το αίτημα αποζημιώσεως.

257    Ως εκ περισσού, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων ουδόλως αποδεικνύει το υποστατό της υποτιθέμενης υλικής ζημίας και ηθικής βλάβης που οφείλεται σε συμπεριφορά της ΕΚΤ η οποία εκφεύγει του πλαισίου της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

258    Βάσει όλων όσων προεξετέθησαν, η προσφυγή-αγωγή κρίνεται εξ ολοκλήρου απορριπτέα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

259    Κατά το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του τελευταίου. Βάσει του άρθρου 102, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει μεν τα δικαστικά έξοδά του, πλην όμως καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα του αντιδίκου ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα αυτά.

260    Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως, ο προσφεύγων ηττήθηκε. Ασφαλώς, ισχυρίστηκε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα ακόμα και στην περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής-αγωγής, χωρίς όμως να προβάλει κάποιο επιχείρημα για τη θεμελίωση αυτού του αιτήματος. Απλώς ο προσφεύγων υπογράμμισε, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του σχετικά, ότι η Τράπεζα προσφεύγει συστηματικά σε δικηγόρο για την εκπροσώπησή της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, μολονότι διαθέτει νομική υπηρεσία στην οποία υπηρετούν πρόσωπα ειδικευμένα στις διαφορές με το προσωπικό. Συναφώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι, κατ’ αρχήν, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, είναι ελεύθερα να ζητούν τη συνδρομή δικηγόρου, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να αποδείξουν ότι η συνδρομή αυτή ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη (βλ. διατάξεις Επιτροπή κατά Καλλιανού C‑323/06 P‑DEP, EU:C:2012:49, σκέψεις 10 και 11· Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑44/10 P‑DEP, EU:T:2013:513, σκέψεις 29 και 30, και Eklund κατά Επιτροπής, F‑57/11 DEP, EU:F:2014:254, σκέψεις 34 και 35).

261    Επομένως, καθόσον η ΕΚΤ, με τα αιτήματά της, ρητώς ζήτησε να καταδικαστεί ο προσφεύγων‑ενάγων στα δικαστικά έξοδα, ενώ, εξάλλου, οι περιστάσεις της υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων‑ενάγων πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της ΕΚΤ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή‑αγωγή.

2)      Ο AX φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Barents

Perillo

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαρτίου 2015.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       R. Barents


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.