Language of document : ECLI:EU:F:2015:9

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 17ης Μαρτίου 2015

Υπόθεση F‑73/13

AX

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΚΤ — Πειθαρχική διαδικασία — Πειθαρχική ποινή — Απόλυση — Δικαιώματα άμυνας — Πρόσβαση στον πειθαρχικό φάκελο — Πρόσβαση στα στοιχεία και έγγραφα που αφορούν άλλες υπηρεσίες — Εύλογη προθεσμία — Νόμιμη σύνθεση της πειθαρχικής επιτροπής — Συμβουλευτικός ρόλος της πειθαρχικής επιτροπής — Επιβολή βαρύτερης ποινής σε σχέση με την προταθείσα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Διαχείριση υπηρεσίας — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Αναλογικότητα της ποινής — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Επιβαρυντικές περιστάσεις — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ, με την οποία ο AX ζητεί ιδίως, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ, ή στο εξής: Τράπεζα), της 28ης Μαΐου 2013, που του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της απολύσεως με προειδοποίηση καθώς και, αφετέρου, την επιδίκαση ποσού 20 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Ο AX φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της νομολογίας που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων· όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 9, στοιχείο γ΄)

2.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Κοινοποίηση του φακέλου στον ενδιαφερόμενο — Περιεχόμενο — Όρια

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2, στοιχείο β΄· όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 45· Κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 8.3.2 και 8.3.11)

3.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Ποινή — Νομιμότητα — Μη κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας έναντι άλλου υπαλλήλου για ανάλογα περιστατικά — Δεν ασκεί επιρροή

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 45· Κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 8.3.17)

4.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Υποχρέωση κοινοποιήσεως προς τον ενδιαφερόμενο εκθέσεως που συντάχθηκε από επιτροπή έρευνας πριν την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας και δεν περιλαμβάνεται στον πειθαρχικό φάκελο — Δεν υφίσταται

(Κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 8.3.2 και 8.3.11· εγκύκλιος 1/2006 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 6 § 14)

5.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Πειθαρχική επιτροπή — Σύνθεση — Γενικός διευθυντής ή αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως Ανθρωπίνων Πόρων — Επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, τμήμα 2· Πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 36.2· Κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 8.3.5 και 8.3.7)

6.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Αρχή του τεκμηρίου αθωότητας — Περιεχόμενο

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 45· Κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 8.3.15)

7.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Προθεσμίες — Υποχρέωση της Διοικήσεως προς ενέργεια εντός εύλογης προθεσμίας — Εκτίμηση

(Κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 8.3.2)

8.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Ποινή — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 45· Κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 8.3.17)

9.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Ποινή — Εξουσία εκτιμήσεως του διοικητικού συμβουλίου — Όρια — Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 45· Κανόνες για θέματα προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 8.3.17)

10.    Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Δικαιώματα και υποχρεώσεις — Υποχρέωση πίστεως — Περιεχόμενο — Παύση υπαλλήλου ο οποίος προσέβαλε ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης που τον συνδέει με την Τράπεζα — Επιτρέπεται

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 4, στοιχείο α΄, και 44· κώδικας συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 2, 2.2, 4.1, 4.2 και 5.1)

11.    Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Πειθαρχικό καθεστώς — Ποινή — Ελαφρυντική περίσταση — Εκτίμηση στην περίπτωση υπαλλήλου ασκούντος διευθυντικά καθήκοντα

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 45)

12.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι — Περιεχόμενο — Υποχρέωση συλλογικής διαπραγματεύσεως — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 13 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 28· Πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 36.1)

1.      Εφόσον, κατά το άρθρο 9, στοιχείο γ΄, των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι αρχές που κατοχυρώνονται από τους κανονισμούς, τους κανόνες και τη νομολογία που έχουν εφαρμογή επί του προσωπικού των θεσμικών οργάνων της Ένωσης λαμβάνονται προσηκόντως υπόψη για την ερμηνεία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπονται από τους εν λόγω όρους απασχολήσεως, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, στο μέτρο που η πειθαρχική διαδικασία, η οποία προβλέπεται στο κανονιστικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή στους υπαλλήλους της Τράπεζας, εμφανίζει ορισμένες αναλογίες προς αυτή που προβλέπεται από τον ΚΥΚ, να εφαρμόζει αναλογικά, εφόσον απαιτείται, τη νομολογία που αναπτύχθηκε σε σχέση με την πειθαρχική διαδικασία που προβλέπει ο ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 102 και 103)

2.      Μολονότι οι διατάξεις που έχουν εφαρμογή επί των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προβλέπουν υπέρ του υπαλλήλου που καθίσταται αντικείμενο πειθαρχικής διαδικασίας πρόσβαση, καταρχήν απεριόριστη, στα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, συμπεριλαμβανομένων των υπέρ αυτού στοιχείων, εντούτοις δεν προβλέπουν απεριόριστη πρόσβαση του εν λόγω υπαλλήλου σε κάθε πληροφορία ή έγγραφο που βρίσκεται εντός των χώρων της Τράπεζας ή που μπορούν να ανασυσταθούν βάσει υφισταμένων εγγράφων ή διαθεσίμων πληροφοριών εντός των εν λόγω χώρων. Πράγματι, προκειμένου περί του τελευταίου αυτού είδους ανασυνιστωμένων πληροφοριών ή εγγράφων, που δεν θεωρούνται, καταρχήν, ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του πειθαρχικού φακέλου, οι κανόνες που έχουν εφαρμογή στο προσωπικό δεν προβλέπουν την αυτεπάγγελτη κοινοποίησή τους προς τον ενδιαφερόμενο.

Το δικαίωμα προσβάσεως στον πειθαρχικό φάκελο, που προβλέπεται από το κανονιστικό πλαίσιο το οποίο έχει εφαρμογή στο προσωπικό της Τράπεζας, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που ορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως από το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και από τη νομολογία της Ένωσης στον τομέα της πειθαρχικής διαδικασίας. Πράγματι, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας μιας πειθαρχικής διαδικασίας, όπως είναι αυτή που διεξάγεται ενώπιον της πειθαρχικής επιτροπής της Τράπεζας, και τα δικαιώματα υπερασπίσεως στο πλαίσιο τέτοιου είδους διαδικασίας απαιτούν ασφαλώς να μπορεί ο ενδιαφερόμενος και, ενδεχομένως, ο δικηγόρος του να λαμβάνουν γνώση όλων των πραγματικών στοιχείων επί των οποίων βασίζεται η πειθαρχική απόφαση, και τούτο εγκαίρως προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να δίνεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή του ως προς την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, καθώς επίσης και να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να λάβει θέση, τουλάχιστον, επί των εγγράφων που έλαβε υπόψη του το θεσμικό όργανο της Ένωσης και που αποκαλύπτουν πραγματικά περιστατικά σημαντικά για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνάς του. Εντούτοις, η απαίτηση για πρόσβαση του ενδιαφερομένου στα έγγραφα που τον αφορούν μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο στα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας και/ή στην τελική απόφαση της Διοικήσεως. Κατά συνέπεια, για τους σκοπούς της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, η Διοίκηση δεν υποχρεούται κατ’ ανάγκην να παράσχει πρόσβαση σε άλλα έγγραφα.

Συναφώς, δεν απόκειται στην Τράπεζα ή την πειθαρχική επιτροπή να αποφανθούν επί της κρισιμότητας ή του ενδιαφέροντος που ενδέχεται να παρουσιάζουν ορισμένα έγγραφα για την άμυνα μέλους του προσωπικού δεδομένου ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το μέλος αυτό τα έγγραφα που η Τράπεζα ή το πειθαρχικό συμβούλιο έκριναν επουσιώδη. Συνεπώς, ούτε η Τράπεζα ούτε η πειθαρχική επιτροπή μπορούν να αποκλείουν μονομερώς από τη διοικητική διαδικασία έγγραφα δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν από τον ενδιαφερόμενο προς απαλλαγή του.

(βλ. σκέψεις 114, 115 και 120)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις ICI κατά Επιτροπής, T‑36/91, EU:T:1995:118, σκέψη 93· N κατά Επιτροπής, T‑273/94, EU:T:1997:71, σκέψη 89· Eyckeler & Malt κατά Επιτροπής, T‑42/96, EU:T:1998:40, σκέψη 81, και Kaufring κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑186/97, T‑187/97, T‑190/97 έως T‑192/97, T‑210/97, T‑211/97, T‑216/97 έως T‑218/97, T‑279/97, T‑280/97, T‑293/97 και T‑147/99, EU:T:2001:133, σκέψεις 179 και 185

3.      Η ευθύνη μέλους του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας κατά του οποίου κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο εξατομικευμένης και αυτοτελούς έρευνας, ήτοι ανεξαρτήτως του ενδεχομένου νομίμου ή παρανόμου χαρακτήρα της αποφάσεως ή της μη λήψεως αποφάσεως κατ’ άλλων μελών του προσωπικού. Συνεπώς, ένας υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς το γεγονός ότι δεν κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία κατά ενός ή περισσοτέρων άλλων υπαλλήλων, για περιστατικά ανάλογα προς αυτά που έγιναν δεκτά σε βάρος του, προκειμένου να αμφισβητήσει την κύρωση που επιβλήθηκε σ’ αυτόν τον ίδιο.

(βλ. σκέψεις 123 και 228)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: αποφάσεις Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 134/84, EU:C:1985:297, σκέψη 14, και de Compte κατά Κοινοβουλίου, C‑326/91 P, EU:C:1994:218, σκέψη 52

ΓΔΕΕ: απόφαση de Compte κατά Κοινοβουλίου, T‑26/89, EU:T:1991:54, σκέψη 170

4.      Η έκθεση πεπραγμένων επιτροπής έρευνας που συστάθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατόπιν καταγγελιών από καταγγέλλοντα παρατυπίες που αποκάλυψαν αρχικά στη Διοίκηση ορισμένες δυσλειτουργίες στο εσωτερικό τμήματος του θεσμικού οργάνου δεν μπορεί να θεωρηθεί έκθεση που υιοθετήθηκε από την Τράπεζα, κατ’ αντίθεση προς την πειθαρχική έκθεση του άρθρου 8.3.2 των κανόνων για θέματα προσωπικού, ή να θεωρηθεί ότι αποτελεί αιτιολογημένη έκθεση κατά το άρθρο 6, παράγραφος 14, της εγκυκλίου 1/2006 περί θεσπίσεως των κανόνων που διέπουν τις διοικητικές έρευνες εντός της Τράπεζας.

Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του προκαταρκτικού χαρακτήρα των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων που ενδέχεται να διατυπωθούν στην έκθεση πεπραγμένων της επιτροπής, καθώς και του εννόμου συμφέροντος προς διατήρηση της ανωνυμίας του καταγγέλλοντος τις παρατυπίες, η εν λόγω έκθεση έχει χαρακτήρα προπαρασκευαστικού σημειώματος, που συντάσσεται πριν από την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας. Συνεπώς, ως εσωτερικό έγγραφο, το εν λόγω προπαρασκευαστικό σημείωμα δεν αποτελεί μέρος του πειθαρχικού φακέλου και, κατ’ εφαρμογήν των κανόνων για θέματα προσωπικού της Τράπεζας, η κοινοποίησή του προς μέλος του προσωπικού που αποτελεί το αντικείμενο πειθαρχικής διαδικασίας δεν είναι απαραίτητη για την προάσπιση των δικαιωμάτων άμυνάς του.

Ως εκ τούτου, η πειθαρχική επιτροπή δεν ασκεί κατά τρόπο εσφαλμένο την εξουσία εκτιμήσεώς της επί του θέματος θεωρώντας ότι, καθόσον ο πειθαρχικός φάκελος περιέχει επαρκή στοιχεία τόσο επί των πράξεων που προσάπτονται στον ενδιαφερόμενο όσο και προς στήριξη των αμυντικών ισχυρισμών του τελευταίου, η ενσωμάτωση του εν λόγω εγγράφου, που περιέχει τις προσωρινές εκτιμήσεις της επιτροπής, στον φάκελο δεν εμφανίζει υπεραξία και θα επιμήκυνε άνευ λόγου τη διαδικασία. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, επειδή η πειθαρχική επιτροπή δέχθηκε να ζητήσει την εν λόγω έκθεση από την Τράπεζα και να την εξετάσει προκειμένου να μπορέσει να απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως του ενδιαφερομένου, η εν λόγω έκθεση κατέστη εξ αυτού του λόγου συστατικό στοιχείο του πειθαρχικού φακέλου και ότι η πειθαρχική επιτροπή βασίσθηκε οπωσδήποτε στην εν λόγω έκθεση προκειμένου να μορφώσει γνώμη.

Σε κάθε περίπτωση, μολονότι η Διοίκηση υποχρεούται να κοινοποιήσει προς πρόσωπο που ενέχεται σε πειθαρχική διαδικασία τα έγγραφα επί των οποίων ρητώς βασίζεται προς έκδοση αποφάσεως εις βάρος του και, προκειμένου περί της Τράπεζας, αυτή υποχρεούται βάσει του άρθρου 8.3.11 των κανόνων για θέματα προσωπικού, να του επιτρέψει τη λήψη αντιγράφου όλων των εγγράφων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που είναι ικανά να το απαλλάξουν, εντούτοις η μη γνωστοποίηση ορισμένων εγγράφων μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της πειθαρχικής αποφάσεως μόνον αν οι διατυπωθείσες αιτιάσεις δεν μπορούσαν να αποδειχθούν παρά με παραπομπή στα τελευταία αυτά έγγραφα και αν, με άλλα λόγια, η μη γνωστοποίηση των εγγράφων που επισημάνθηκαν από τον ενδιαφερόμενο μπόρεσε να επηρεάσει, εις βάρος του, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της πειθαρχικής αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 135 έως 139)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: αποφάσεις R. κατά Επιτροπής, 255/83 και 256/83, EU:C:1985:324, σκέψη 24, και Τζοάνος κατά Επιτροπής, C‑191/98 P, EU:C:1999:565, σκέψεις 34 και 35

ΓΔΕΕ: αποφάσεις Y κατά Δικαστηρίου, T‑500/93, EU:T:1996:94, σκέψη 45· N κατά Επιτροπής, EU:T:1997:71, σκέψη 92, και E κατά Επιτροπής, T‑24/98 και T‑241/99, EU:T:2001:175, σκέψεις 92 και 93

5.      Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί, στο πλαίσιο της θεσμικής της αυτονομίας, να προβλέψει πειθαρχικό καθεστώς που να περιλαμβάνει πειθαρχική επιτροπή της οποίας οι σχετικοί με τη σύνθεση κανόνες αποκλίνουν, ακόμη και ουσιωδώς, από αυτούς του τμήματος 2 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ όσον αφορά το πειθαρχικό συμβούλιο που προβλέπεται για τους μονίμους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης. Συναφώς, παρότι δεν προβλέπεται, στο άρθρο 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού της Τράπεζας, η αυτή ισορροπία, μεταξύ των μελών που ορίζονται από τη Διοίκηση και αυτών που ορίζονται από τους εκπροσώπους του προσωπικού, με αυτή που προβλέπεται από τον ΚΥΚ, εντούτοις παρέχονται, στο εκτός ΚΥΚ πλαίσιο της Τράπεζας, επαρκείς εγγυήσεις αμεροληψίας και αντικειμενικότητας της γνώμης, στη διατύπωση και έκδοση της οποίας οδηγείται η πειθαρχική επιτροπή, με αποδέκτη το διοικητικό συμβούλιο: πρώτον, η σύνθεση της πειθαρχικής επιτροπής, ιδίως η διατμηματική προέλευση των μελών της, δεύτερον, το γεγονός ότι προβλέπεται, στο άρθρο 8.3.7 των κανόνων για θέματα προσωπικού, ότι οι συσκέψεις και εργασίες της πειθαρχικής προσωπικού έχουν προσωπικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα και ότι τα μέλη της εν λόγω επιτροπής ενεργούν προσωπικά και ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία, τρίτον, ο συλλογικός χαρακτήρας των αποφάσεων και, τέλος, τέταρτον, η δυνατότητα του ενδιαφερομένου να ζητήσει την εξαίρεση οποιουδήποτε από τα μέλη.

Συναφώς, το γεγονός ότι ο γενικός διευθυντής ή ο αναπληρωτής διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως Ανθρωπίνων Πόρων είναι αυτοδικαίως μέλος της πειθαρχικής επιτροπής δεν συνεπάγεται ότι ασκεί ή μπορεί να ασκεί αποφασιστική εξουσία επί όλων των μελών του προσωπικού και, ως εκ τούτου, επί των αποφάσεων της πειθαρχικής επιτροπής. Εξάλλου, είναι αποδεκτό, σε πλαίσιο που δεν ρυθμίζεται από τον ΚΥΚ όπως είναι αυτό που διακρίνει τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ της Τράπεζας και των υπαλλήλων της, να εκπροσωπούνται τα συμφέροντα της Τράπεζας στην πειθαρχική επιτροπή από τέτοιου είδους μέλος του προσωπικού, πολλώ μάλλον διότι ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως Ανθρωπίνων Πόρων δεν συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο, που είναι το όργανο λήψεως των αποφάσεων επί πειθαρχικών ζητημάτων.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί σε ένα από τα μέλη της επιτροπής που ορίσθηκαν από τη Διοίκηση ότι, κατά την ακρόαση προσώπου ενεχομένου σε πειθαρχική διαδικασία από την πειθαρχική επιτροπή, εξέτασε τον ενδιαφερόμενο κατά τρόπο τον οποίο αυτός εξέλαβε ως ενοχοποιητικό. Πράγματι, τέτοιου είδους συμπεριφορά, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, δεν θα πρόδιδε κατ’ ανάγκη προκατάληψη, αλλά θα μπορούσε να εξηγηθεί ως βούληση συμμετοχής στη συζήτηση με όρους αντιμωλίας, φέροντας τον ενδιαφερόμενο αντιμέτωπο με τις αιτιάσεις που του προσάπτονται. Εντούτοις, ακόμη και αν ο εν λόγω ενδιαφερόμενος εξέλαβε ίσως υποκειμενικά τις παρεμβάσεις του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Ανθρωπίνων Πόρων, κατά την ακρόασή του, ως διατυπωμένες σε επιτιμητικό τόνο, τούτο δεν σημαίνει, καθαυτό, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ή παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας.

Ούτε μπορεί να βεβαιωθεί κατηγορηματικά ότι, ως εκ των καθηκόντων του, ο γενικός διευθυντής ή ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως Ανθρωπίνων Πόρων βρίσκεται κατ’ ανάγκην σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων, ήτοι στην κατάσταση στην οποία υπάλληλος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καλείται να αποφανθεί επί υποθέσεως στης οποίας τον χειρισμό ή την επίλυση έχει προσωπικό συμφέρον δυνάμενο να επηρεάσει την ανεξαρτησία του. Επιπρόσθετα, το άρθρο 8.3.5 των κανόνων για θέματα προσωπικού δεν αναθέτει την προεδρία της πειθαρχικής επιτροπής στον εν λόγω γενικό διευθυντή ή στον εν λόγω αναπληρωτή γενικό διευθυντή, αλλά σε εξωτερικό ως προς την Τράπεζα πρόσωπο, μολονότι το πρόσωπο αυτό δεν διαθέτει δικαίωμα ψήφου. Εν πάση περιπτώσει, ο δικαστικός έλεγχος του δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Τράπεζας επιτρέπει την άσκηση προσήκουσας και αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που επιτρέπει να θεραπευθούν, εν ανάγκη, ανεπάρκειες και ελαττώματα ως προς τη σύνθεση της πειθαρχικής επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 148 και 150 έως 157)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: αποφάσεις X κατά ΕΚΤ, T‑333/99, EU:T:2001:251· Onidi κατά Επιτροπής, T‑197/00, EU:T:2002:135, σκέψη 132· Ζαββός κατά Επιτροπής, T‑21/01, EU:T:2002:177, σκέψη 336, και Giannini κατά Επιτροπής, T‑100/04, EU:T:2008:68, σκέψη 223

ΓΔΕΕ: απόφαση Andreasen κατά Επιτροπής, T‑17/08 P, EU:T:2010:374, σκέψη 145

6.      Προκειμένου περί της πειθαρχικής διαδικασίας που έχει εφαρμογή στους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να διαπιστωθεί μόνον επί συνδρομής στοιχείων που αποδεικνύουν ότι η Διοίκηση είχε αποφασίσει, ήδη από την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας, να επιβάλει, εν πάση περιπτώσει, κύρωση στον ενδιαφερόμενο, ανεξάρτητα από τις εξηγήσεις που αυτός παρέσχε. Συναφώς, το γεγονός ότι δύο μέλη της πειθαρχικής επιτροπής εκφράσθηκαν υπό την έννοια ότι οι προσαπτόμενες παραλείψεις είχαν ως κίνητρο την επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος από τον ενδιαφερόμενο ουδόλως αποδεικνύει παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Πράγματι, μια τέτοια έκφραση απόψεως δεν είναι παρά η αντανάκλαση της αρχής της συλλογικότητας της συζητήσεως και της δυνατότητας διατυπώσεως αποκλίνουσας γνώμης σε σχέση προς τη διατυπωθείσα, κατά πλειοψηφία, από την πειθαρχική επιτροπή τελική γνώμη. Ομοίως, το γεγονός ότι το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να επιβάλει μια από τις βαρύτερες πειθαρχικές κυρώσεις που προβλέπονται από τους κανόνες για θέματα προσωπικού δεν αποδεικνύει, καθαυτό, ότι το τεκμήριο αθωότητας παραβιάσθηκε κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 162, 166 και 167)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση Pessoa e Costa κατά Επιτροπής, T‑166/02, EU:T:2003:73, σκέψη 56

7.      Επί πειθαρχικών ζητημάτων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή, κατά περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης υποχρεούνται να ενεργούν με επιμέλεια, αφ’ ης στιγμής λαμβάνουν γνώση πράξεων και συμπεριφορών που ενδέχεται να συνιστούν παραβάσεις των υποχρεώσεων που βαρύνουν τους υπαλλήλους της Τράπεζας προκειμένου να εκτιμούν αν ενδείκνυται η κίνηση έρευνας, και ακολούθως, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, στη διεξαγωγή της εν λόγω έρευνας και, προκειμένου περί της Τράπεζας, στη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας. Συνεπώς, η Τράπεζα οφείλει, στο πλαίσιο της εφαρμογής της πειθαρχικής της διαδικασίας, να μεριμνά ώστε κάθε σχετική πράξη να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη. Συναφώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της εύλογης προθεσμίας προκειμένου περί πειθαρχικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ο διαδραμών χρόνος μεταξύ κάθε διωκτικής πράξεως και της επομένης πράξεως υπήρξε απολύτως εύλογος και στην οποία, αν τυχόν σημειώθηκε καθυστέρηση, αυτή οφειλόταν στην αναγκαιότητα σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου προσώπου και απαντήσεως στια πολυάριθμα σχόλια και παρατηρήσεις που υπέβαλε ο νομικός σύμβουλός του.

Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι, κατά τη διάρκεια των ερευνών που προηγούνται της κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας και κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τίθεται σε κατάσταση αναμονής και αβεβαιότητας, ιδίως ως προς το επαγγελματικό του μέλλον, η πτυχή αυτή του ζητήματος δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της πειθαρχικής αποφάσεως, δεδομένου ότι η εν λόγω κατάσταση είναι εγγενής σε κάθε πειθαρχική διαδικασία και ότι η κίνηση της εν λόγω διαδικασίας δικαιολογείται από το συμφέρον της Ένωσης, το οποίο επιτάσσει στην Τράπεζα, όταν περιέρχονται σ’ αυτή καταγγελίες που θέτουν εν αμφιβόλω την εντιμότητα των υπαλλήλων της, να λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της θέσεως του ενδιαφερομένου προσώπου σε αργία, προκειμένου να βεβαιωθεί για το ανεπίληπτον της επαγγελματικής συμπεριφοράς του προσώπου αυτού.

(βλ. σκέψεις 173, 175, 182 και 184)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, T‑259/97, EU:T:2000:208, σκέψη 125, και Pessoa e Costa κατά Επιτροπής, [T‑166/02,] EU:T:2003:73, σκέψη 66

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις Kerstens κατά Επιτροπής, F‑12/10, EU:F:2012:29, σκέψεις 124 και 125, και Goetz κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑89/11, EU:F:2013:83, σκέψη 126

8.      Επί πειθαρχικών ζητημάτων, αν η ποινή που επιβάλλεται σε υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι τελικά αυστηρότερη από αυτή που προτάθηκε από την πειθαρχική επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που προσιδιάζουν σε κάθε πειθαρχική διαδικασία, η απόφαση της Τράπεζας πρέπει, ακόμη και στο πλαίσιο αποκλειστικά συμβατικής εργασιακής σχέσεως, να διευκρινίζει τους λόγους που οδήγησαν την Τράπεζα να αποκλίνει από τη γνώμη της πειθαρχικής της επιτροπής. Η υποχρέωση αυτή εκπληρώνεται αν το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας εξηγεί τους λόγους για τους οποίους επέβαλε ποινή βαρύτερη από αυτήν επί της οποίας τα μέλη της πειθαρχικής επιτροπής είχαν επιτύχει να συμφωνήσουν με consensus. Συναφώς, το γεγονός ότι η ποινή που επιβλήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο αντιστοιχεί σ’ εκείνη προς την οποία έκλιναν δύο από τα τέσσερα μέλη της πειθαρχικής επιτροπής με δικαίωμα ψήφου, δεν καθιστά, καθαυτό, πλημμελή την πειθαρχική απόφαση από την άποψη της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

Εξάλλου, το διοικητικό συμβούλιο δεν δεσμεύεται από τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου, όπως ρητώς ορίζει το άρθρο 8.3.17 των κανόνων για θέματα προσωπικού της Τράπεζας. Κατά συνέπεια, ακόμη και σε περίπτωση που η πλειοψηφία της πειθαρχικής επιτροπής συμφωνεί επί του γεγονότος ότι, κατά την άποψή της, ρήξη της σχέσεως εμπιστοσύνης μπορεί να διαπιστωθεί από το διοικητικό συμβούλιο μόνον αν το τελευταίο αυτό εκτιμήσει ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επεδίωξε προσωπικό συμφέρον, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεώς του ως προς τον καθορισμό των απαιτήσεών του έναντι των υπαλλήλων της Τράπεζας σχετικά με την ακεραιότητα, να θεωρήσει ότι η ρήξη της σχέσεως εμπιστοσύνης επήλθε, ακόμη και επί μη συνδρομής της προταθείσας από την πειθαρχική επιτροπή περιπτώσεως, ήτοι ακόμη και εν απουσία της αποδείξεως της επιδιώξεως προσωπικού συμφέροντος από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(βλ. σκέψεις 190, 196 και 197)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση F. κατά Επιτροπής, 228/83, EU:C:1985:28, σκέψη 35

ΓΔΕΕ: απόφαση N κατά Επιτροπής, T‑198/02, EU:T:2004:101, σκέψη 95

ΔΔΔΕΕ: απόφαση EH κατά Επιτροπής, F‑42/14, EU:F:2014:250, σκέψη 132

9.      Η εκτίμηση της σοβαρότητας των παραπτωμάτων που διαπιστώθηκαν από την πειθαρχική επιτροπή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εις βάρος υπαλλήλου της Τράπεζας και η επιλογή της κυρώσεως που, λαμβανομένων υπόψη των παραπτωμάτων αυτών, φαίνεται να είναι η πλέον κατάλληλη εμπίπτουν καταρχήν στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της Τράπεζας, εκτός αν η επιβληθείσα κύρωση είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά. Το εν λόγω θεσμικό όργανο έχει την εξουσία να εκτιμήσει την ευθύνη του υπαλλήλου διαφορετικά απ’ ό,τι την εκτίμησε η πειθαρχική επιτροπή, καθώς και να επιλέξει, στη συνέχεια, την πειθαρχική κύρωση που θεωρεί κατάλληλη για την τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων που ελήφθησαν υπόψη. Άπαξ και αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Τράπεζα επί πειθαρχικών θεμάτων, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στη επαλήθευση της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας.

Όσον αφορά την αναλογικότητα της πειθαρχικής κυρώσεως σε σχέση με τη σοβαρότητα των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο προσδιορισμός της κυρώσεως πρέπει να στηρίζεται σε σφαιρική εκτίμηση από την Τράπεζα όλων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων που προσιδιάζουν σε κάθε περίπτωση, υπενθυμιζομένου ότι, όπως ο ΚΥΚ, έτσι και το κανονιστικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή στο προσωπικό της Τράπεζας, ιδίως το άρθρο 45 των όρων απασχολήσεως, δεν προβλέπει συγκεκριμένη αντιστοιχία μεταξύ των κυρώσεων που αναφέρει και των διαφόρων δυνατών παραβάσεων από τους υπαλλήλους των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων και δεν διευκρινίζει σε ποιο μέτρο η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή της κυρώσεως. Συναφώς, η Διοίκηση διαθέτει την εξουσία να προβαίνει σε εκτίμηση της ευθύνης του υπαλλήλου της διαφορετική από εκείνη που έγινε από την πειθαρχική επιτροπή, καθώς και να επιλέγει, στη συνέχεια, την πειθαρχική ποινή που εκτιμά κατάλληλη προς κύρωση των πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία έγιναν δεκτά. Κατά συνέπεια, ο έλεγχος του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περιορίζεται στο ζήτημα αν η στάθμιση των επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων από την Τράπεζα πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο αναλογικό, διευκρινιζομένου ότι, κατά την εξέταση αυτή, το δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Τράπεζα όσον αφορά τις συναφείς αξιολογικές κρίσεις και όσον αφορά την επιλογή της πειθαρχικής ποινής, η οποία εναπόκειται σ’ αυτή.

(βλ. σκέψεις 205 έως 207 και 245)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: αποφάσεις Y κατά Δικαστηρίου, EU:T:1996:94, σκέψη 56· Τζίκης κατά Επιτροπής, Τ‑203/98, EU:T:2000:130, σκέψη 48· E κατά Επιτροπής, EU:T:2001:175, σκέψεις 85 και 86· X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψεις 221 και 222, και Afari κατά ΕΚΤ, T‑11/03, EU:T:2004:77, σκέψη 203

ΓΔΕΕ: απόφαση BG κατά Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, T‑406/12 P, EU:T:2014:273, σκέψη 64

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, F‑77/09, EU:F:2011:2, σκέψη 132, και EH κατά Επιτροπής, EU:F:2014:250, σκέψεις 92 και 93

10.    Το άρθρο 4, στοιχείο α΄, των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα άρθρα 2, 2.2, 4.1, 4.2 και 5.1 του κώδικα συμπεριφοράς της Τράπεζας έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση ότι οι υπάλληλοι της Τράπεζας, με τη συμπεριφορά τους, παρουσιάζουν εικόνα αξιοπρέπειας σύμφωνη με την άψογη και κόσμια συμπεριφορά που δικαιούται κανείς να αναμένει από τα μέλη του προσωπικού διεθνών δημοσίων οργανισμών, ακόμη κι’ αν έχουν προσληφθεί βάσει συμβάσεως. Ειδικότερα, η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 4, στοιχείο α΄, περί υιοθετήσεως συμπεριφοράς προσήκουσας στα καθήκοντά τους και στη φύση της Τράπεζας ως θεσμικού οργάνου της Ένωσης είναι ερμηνευτέα ως επιβάλλουσα στο προσωπικό της Τράπεζας υποχρεώσεις ιδίως πίστεως και αξιοπρέπειας, προσομοιάζουσες με αυτές που έχουν εφαρμογή στους υπαλλήλους της Ένωσης.

Συναφώς, από το κανονιστικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή στους υπαλλήλους της Τράπεζας προκύπτει υποχρέωση πίστεως του υπαλλήλου της Τράπεζας έναντι του θεσμικού του εργοδότη, που πρέπει να τον οδηγεί, πολλώ μάλλον αν είναι υψηλόβαθμος, σε επίδειξη συμπεριφοράς υπεράνω πάσης υποψίας, ούτως ώστε να διαφυλάσσονται πάντοτε οι υφιστάμενες σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ της Τράπεζας και αυτού του ίδιου. Δεδομένης της σημασίας της σχέσεως εμπιστοσύνης που υφίσταται μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της όσον αφορά τόσο την εσωτερική λειτουργία της Ένωσης όσο και την εικόνα της προς τα έξω και λαμβανομένης υπόψη της γενικής διατυπώσεως των διατάξεων του άρθρου 4, στοιχείο α΄, των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Τράπεζας και των διατάξεων του κώδικα συμπεριφοράς, οι διατάξεις αυτές καλύπτουν κάθε περίσταση ή συμπεριφορά ως προς την οποία ο υπάλληλος της Τράπεζας οφείλει εύλογα να κατανοεί, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού του και των καθηκόντων που ασκεί καθώς και των περιστάσεων που προσιδιάζουν στην υπόθεση, ότι ενδέχεται να εκληφθεί, από τους άλλους, ως δυνάμενη να προκαλέσει σύγχυση ως προς τα συμφέροντα που επιδιώκονται από την Ένωση την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί.

Άλλωστε, από την άποψη της ευθύνης της ως προς την άσκηση της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης, η Τράπεζα βασίζει πράγματι την εξωτερική της φήμη στο πρότυπο της υποδειγματικής, αποτελεσματικής και υπεύθυνης Διοικήσεως, που συνεπάγεται ότι στελεχώνεται από προσωπικό ανεπίληπτης ακεραιότητας. Τούτο υπενθυμίζεται άλλωστε στο σημείο 2.2 του κώδικα συμπεριφοράς βάσει του οποίου οι υπάλληλοι της Τράπεζας οφείλουν να έχουν συνείδηση της σημασίας των καθηκόντων τους και των αποστολών τους, να λαμβάνουν υπόψη την προσδοκία του κοινού όσον αφορά την ηθική συμπεριφορά τους, να φέρονται κατά τρόπο που να διατηρεί και να ενδυναμώνει την εμπιστοσύνη του κοινού προς την Τράπεζα και να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της Διοικήσεως της Τράπεζας. Τέτοιου είδους υποχρεώσεις προσλαμβάνουν κεφαλαιώδη σημασία για την επίτευξη των στόχων που ανατίθενται σε τραπεζικό οργανισμό και συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της συμπεριφοράς που οφείλει να τηρεί το προσωπικό του εν λόγω οργανισμού προς διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της αξιοπρεπείας του.

Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος της Τράπεζας που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα και υπέχει αυξημένες ευθύνες ως προς τη διαφύλαξη της φήμης και των οικονομικών συμφερόντων του οργανισμού παρήγγειλε την αγορά αγαθών με χρέωση του προϋπολογισμού της Τράπεζας στο πλαίσιο της επιδιώξεως προσωπικού συμφέροντος, η Τράπεζα μπορεί να θεωρήσει ότι ο υπάλληλος επέφερε αθεράπευτη βλάβη στη σχέση εμπιστοσύνης που τον συνδέει με την Τράπεζα. Πράγματι, σε μια τέτοια κατάσταση, η Τράπεζα μπορεί, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά τις απαιτήσεις της σε θέματα ακεραιότητας του προσωπικού της, να θεωρήσει ότι, παρά την επιθυμία του ενδιαφερομένου προς εξακολούθηση της εργασιακής σχέσεως, αποκλείεται η δυνατότητα αποκαταστάσεως της εν λόγω σχέσεως εμπιστοσύνης, πράγμα που καθιστά, κατά συνέπεια, δυσχερέστερη, αν όχι αδύνατη, την εκπλήρωση, σε συνεργασία με τον εν λόγω υπάλληλο, των αποστολών που ανατίθενται στην Τράπεζα από την Ένωση. Συναφώς, η Τράπεζα μπορεί, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεώς της και με γνώμονα τη συμβατική φύση της σχέσεως εργασίας που τη συνδέει με τον υπάλληλό της, να εκτιμήσει ότι επιεικέστερη κύρωση θα ήταν ανεπαρκής σε σχέση με τις πράξεις που τελέσθηκαν από πρόσωπο στο οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη σημαντικού συγκεντρωτικού προϋπολογισμού και ότι, λαμβανομένου υπόψη του εσκεμμένου και βαρέως χαρακτήρα των παραβάσεων των επαγγελματικών υποχρεώσεων που διαπράχθηκαν από έναν από τους διευθυντές της, από τους οποίους αναμένεται υποδειγματική συμπεριφορά, η σχέση εμπιστοσύνης καταλύθηκε οριστικά.

(βλ. σκέψεις 209, 210, 231 έως 234, 236 και 237)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑146/94, EU:T:1996:34, σκέψη 65· N κατά Επιτροπής, [T‑273/94] EU:T:1997:71, σκέψεις 127 και 129· Yasse κα[τά] ΕΤΕπ, T‑141/97, EU:T:1999:177, σκέψεις 108 και 110· Afari κατά ΕΚΤ, T‑11/03 EU:T:2004:77, σκέψη 193

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Gomes Moreira κατά ECDC, F‑80/11, EU:F:2013:159, σκέψεις 63 και 67

11.    Επί πειθαρχικών ζητημάτων, δεν αποτελούν ελαφρυντική περίσταση ως προς παραβάσεις επαγγελματικών υποχρεώσεων που προσάπτονται σε υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ο οποίος ασκεί διευθυντικά καθήκοντα οι ενδεχόμενες παραλείψεις των ιεραρχικώς προϊσταμένων, ως προς τα εποπτικά τους καθήκοντα, και των λοιπών υπηρεσιών της Τράπεζας, ως προς την οικονομική εποπτεία και την εποπτεία του προϋπολογισμού του τμήματος του ενδιαφερομένου, ο οποίος παραμένει υπεύθυνος για τις πράξεις του. Ομοίως, μολονότι η Τράπεζα οφείλει, βάσει του άρθρου 45 των όρων απασχολήσεως, να λάβει υπόψη τη συμπεριφορά του μέλους του προσωπικού καθόλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, η εν λόγω λήψη υπόψη δεν ισοδυναμεί απαραιτήτως με αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως. Ήταν ενδεχομένως θεμιτό για την Τράπεζα να θεωρήσει ότι η βαρύτητα των πράξεων ήταν τέτοια που, ακόμη και αν οι υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν εξαιρετικές, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, υπό την κάλυψη της συνεισφοράς στην πραγματοποίηση ουσιωδών συνολικών οικονομιών επ’ ωφελεία του προϋπολογισμού λειτουργίας ενός οργανισμού, υπάλληλος μπορεί να θεωρήσει εαυτόν απαλλαγμένο των στοιχειωδών κανόνων χρηστής δημοσιονομικής και οικονομικής διαχειρίσεως για τον λόγο ότι οι μη επιτρεπτές δραστηριότητές του δεν αφορούν παρά ποσά ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με τον προϋπολογισμό του οποίου έχει την ευθύνη. Πράγματι, όποιο και αν είναι το επίμαχο ποσό, κάθε δημόσια δαπάνη πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες της λογιστικής και δημοσιονομικής αυστηρότητας.

Εξάλλου, το επιχείρημα ότι ο ενδιαφερόμενος δεν έλαβε επιμόρφωση στοχευμένη στη διαχείριση του προϋπολογισμού και τους κανόνες αγορών είναι αλυσιτελές καθότι η εν λόγω ενδεχόμενη ανεπάρκεια δεν επέτρεπε στον ενδιαφερόμενο να ενεργεί κατά παράβαση ρητών κανόνων που έχουν θεσπισθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα εσωτερικά της κείμενα.

(βλ. σκέψεις 222, 225 και 226)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση R. κατά Επιτροπής, EU:C:1985:324, σκέψη 44

ΓΔΕΕ: αποφάσεις Z κατά Κοινοβουλίου, T‑242/97, EU:T:1999:92, σκέψη 115· Yasse κατά ΕΤΕπ, EU:T:1999:177, σκέψη 114, και X κατά ΕΚΤ, EU:T:2001:251, σκέψη 233

ΔΔΔΕΕ: απόφαση EH κατά Επιτροπής, EU:F:2014:250, σκέψη 119

12.    Ούτε το άρθρο 6, παρ. 2, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ούτε το άρθρο 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε το άρθρο 11 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών επιβάλλουν την υποχρέωση θεσπίσεως διαδικασίας συλλογικής διαπραγματεύσεως ή απονομής εξουσίας συναποφάσεως στις συνδικαλιστικές οργανώσεις για την προάσπιση των οικονομικών και εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων προς τον σκοπό της καταρτίσεως των όρων απασχολήσεως των εργαζομένων. Έτσι, οι όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και οι κανόνες που έχουν εφαρμογή στο εν λόγω προσωπικό μπορούσαν να θεσπιστούν μονομερώς από την Τράπεζα και να τροποποιηθούν μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού, εξυπακουομένου ότι δεν υφίσταται υποχρέωση ενεργείας επί του θέματος μέσω συλλογικών συμβάσεων συναπτομένων από την Τράπεζα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν το προσωπικό της. Πράγματι, ως θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά το άρθρο 13 ΣΕΕ και κατ’ εφαρμογήν του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η τελευταία δύναται να προβλέπει, με κανονισμό, τους όρους που έχουν εφαρμογή στο προσωπικό της.

(βλ. σκέψεις 252 και 253)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις Cerafogli κατά ΕΚΤ, F‑84/08, EU:F:2010:134, σκέψη 47, και Heath κατά ΕΚΤ, F‑121/10, EU:F:2011:174, σκέψη 121