Language of document : ECLI:EU:C:2021:601

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C584/20 P και C621/20 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Landesbank Baden-Württemberg
και
Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Ιουλίου 2021

«Αίτηση αναιρέσεως – Τραπεζική Ένωση – Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών για το έτος 2017 – Κύρωση απόφασης του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Εμπιστευτικά δεδομένα – Νομιμότητα του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63»

1.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως – Τήρηση στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας – Περιεχόμενο – Λόγος ακυρώσεως εξετασθείς αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή – Έλλειψη κύρωσης απόφασης του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Έλλειψη πρόσκλησης προς τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του λόγου αυτού – Παραβίαση της εν λόγω αρχής

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

(βλ. σκέψεις 56-60, 62, 66-71, 77)

2.        Πράξεις των θεσμικών οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Δεν απαιτείται να περιλαμβάνεται στην απόφαση αυτή το σύνολο των στοιχείων που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της ακρίβειας του υπολογισμού των εισφορών – Στάθμιση μεταξύ της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και της γενικής αρχής προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου των οικείων ιδρυμάτων – Νομιμότητα των διατάξεων του κανονισμού 2015/63 που αφορούν τη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών στο ΕΤΕ

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· οδηγία 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· κανονισμός 2015/63 της Επιτροπής, άρθρα 4 έως 7 και 9 και παράρτημα I)

(βλ. σκέψεις 102-105, 109, 120-122,124, 128, 130, 137-140, 142)

3.        Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Έλλειψη κύρωσης απόφασης του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψη 152)

4.        Πράξεις των θεσμικών οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Κοινοποίηση από το ΕΣΕ μέρους μόνον των κρίσιμων πληροφοριών που θα μπορούσαν να κοινοποιηθούν χωρίς να θιγεί το επιχειρηματικό απόρρητο των οικείων ιδρυμάτων – Ανεπαρκής αιτιολογία – Ακύρωση της απόφασης

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· οδηγία 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· κανονισμός 2015/63 της Επιτροπής)

(βλ. σκέψεις 168-172, διατακτ. 2)

5.        Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Περιορισμός από το Δικαστήριο – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Διατήρηση των αποτελεσμάτων της απόφασης αυτής μέχρι την αντικατάστασή της εντός εύλογης προθεσμίας – Δικαιολογητικοί λόγοι που άπτονται της ασφάλειας δικαίου

(Άρθρο 264, εδ. 2, ΣΛΕΕ· οδηγία 2014/59 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· κανονισμός 2015/63 της Επιτροπής)

(βλ. σκέψεις 175-178, διατακτ. 3)

Σύνοψη

Η απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το έτος 2017 ακυρώνεται έναντι της Landesbank Baden-Württemberg, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας

Το Δικαστήριο, μολονότι καταλήγει, συναφώς, στο ίδιο αποτέλεσμα με το Γενικό Δικαστήριο, αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου διότι παραβίασε την αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως και δεν εκτίμησε ορθώς το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολογήσεως

Στις 11 Απριλίου 2017, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ), στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (ΕΤΕ), έλαβε απόφαση με την οποία καθόρισε το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών που οφείλονται στο ΕΤΕ από κάθε πιστωτικό ίδρυμα για το έτος 2017 (1). Μεταξύ των ιδρυμάτων αυτών περιλαμβανόταν η Landesbank Baden-Württemberg, γερμανικό πιστωτικό ίδρυμα.

Το Γενικό Δικαστήριο, επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από τη Landesbank Baden-Württemberg, ακύρωσε την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορούσε το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα (2). Έκρινε ότι η απόφαση αυτή δεν πληρούσε την απαίτηση περί κύρωσης και, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, διαπίστωσε επιπλέον ότι το ΕΣΕ είχε λάβει την απόφαση αυτή κατά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως. Συναφώς, έκρινε μεταξύ άλλων ότι η επίδικη απόφαση δεν περιείχε σχεδόν κανένα στοιχείο για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς στο ΕΤΕ και ότι το παράρτημά της δεν περιείχε επαρκή στοιχεία για τον έλεγχο της ακρίβειας του ύψους της εισφοράς.

Κατόπιν αναιρέσεων που άσκησαν η Επιτροπή (υπόθεση C-584/20 P) και το ΕΣΕ (υπόθεση C-621/20 P), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο, αποφαινόμενο οριστικά επί της διαφοράς, ακυρώνει την επίδικη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τη Landesbank Baden-Württemberg, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, ακολουθώντας ωστόσο διαφορετική προσέγγιση από εκείνη του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολογήσεως μιας τέτοιας απόφασης.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως στο μέτρο που δεν παρέσχε στο ΕΣΕ τη δυνατότητα να λάβει λυσιτελώς θέση επί του λόγου ακυρώσεως τον οποίο εξέτασε αυτεπαγγέλτως το Γενικό Δικαστήριο και ο οποίος αφορά έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων για την κύρωση του παραρτήματος της επίδικης απόφασης.

Συναφώς, υπενθυμίζει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική τήρηση της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, η πρόσκληση προς τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του λόγου ακυρώσεως που προτίθεται να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη του το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης πρέπει να τους απευθύνεται υπό συνθήκες που τους παρέχουν τη δυνατότητα να λάβουν θέση λυσιτελώς και αποτελεσματικώς επί του συγκεκριμένου λόγου, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της υποβολής στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο των αποδεικτικών στοιχείων που είναι αναγκαία για να μπορέσει να αποφανθεί επί του λόγου αυτού, έχοντας πλήρη ενημέρωση. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ενημερώσει τους διαδίκους ότι σκόπευε να στηρίξει την απόφασή του στον λόγο που αφορά την κύρωση της επίδικης απόφασης και να τους καλέσει, ως εκ τούτου, να προβάλουν τους ισχυρισμούς που θεωρούσαν χρήσιμους για να μπορέσει να αποφανθεί επί του λόγου αυτού. Εν προκειμένω, ούτε πριν ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Γενικό Δικαστήριο παρέσχε πράγματι στο ΕΣΕ τη δυνατότητα να λάβει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς θέση επί του λόγου αυτού, προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την κύρωση της επίδικης απόφασης.

Το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, κρίνει ότι το ΕΣΕ διασφάλισε επαρκώς την κύρωση της επίδικης απόφασης στο σύνολό της, τόσο ως προς το σώμα όσο και ως προς το παράρτημά της, ιδίως με τη χρήση του συστήματος πληροφορικής «ARES».

Δεύτερον, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της υποχρέωσης αιτιολογήσεως που υπέχει το ΕΣΕ για την έκδοση απόφασης όπως η επίδικη.

Κατ’ αρχάς, επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς το περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής, στο μέτρο που έκρινε ότι το ΕΣΕ όφειλε να περιλάβει στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης τα στοιχεία που θα παρείχαν στη Landesbank Baden-Württemberg τη δυνατότητα να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της στο ΕΤΕ για το έτος 2017, χωρίς ο εμπιστευτικός χαρακτήρας ορισμένων εκ των στοιχείων αυτών να μπορεί να επηρεάσει την εν λόγω υποχρέωση.

Αφενός, η αιτιολογία κάθε απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης με την οποία υποχρεώνεται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού δεν απαιτείται οπωσδήποτε να περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων που παρέχουν στον αποδέκτη της τη δυνατότητα να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού του εν λόγω ποσού. Αφετέρου, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης δεσμεύονται, κατ’ αρχήν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, ως γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, να μην αποκαλύπτουν στους ανταγωνιστές ιδιώτη επιχειρηματία εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από αυτόν.

Λαμβανομένης υπόψη της λογικής του συστήματος χρηματοδότησης του ΕΤΕ και του τρόπου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών στο ΕΤΕ, που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στη χρήση εμπιστευτικών δεδομένων σχετικά με την χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων τα οποία αφορά ο υπολογισμός αυτός, η υποχρέωση αιτιολογήσεως της επίδικης απόφασης πρέπει να σταθμίζεται με την υποχρέωση του ΕΣΕ να τηρεί το επιχειρηματικό απόρρητο των ιδρυμάτων αυτών. Εντούτοις, η τελευταία αυτή υποχρέωση δεν πρέπει να ερμηνεύεται τόσο διασταλτικά ώστε να καθιστά άνευ ουσιαστικού περιεχομένου την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Υπό την έννοια αυτή, η αιτιολόγηση απόφασης με την οποία υποχρεούται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού χωρίς να του παρέχεται το σύνολο των στοιχείων που καθιστούν δυνατό να επαληθευτεί με ακρίβεια ο υπολογισμός του ύψους του εν λόγω ποσού δεν θίγει κατ’ ανάγκην, σε κάθε περίπτωση, την ουσία της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.

Επομένως, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι, εν προκειμένω, η υποχρέωση αιτιολογήσεως τηρείται όταν οι αποδέκτες απόφασης καθορισμού εκ των προτέρων εισφορών στο ΕΤΕ, μολονότι δεν τους διαβιβάζονται στοιχεία καλυπτόμενα από το επιχειρηματικό απόρρητο, έχουν στη διάθεσή τους τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιεί το ΕΣΕ και επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοήσουν, κατ’ ουσίαν, με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη η ατομική τους κατάσταση, για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους στο ΕΤΕ, υπό το πρίσμα της κατάστασης όλων των λοιπών οικείων ιδρυμάτων.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο δεν αποδέχεται τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως που υπέχει το ΕΣΕ οφειλόταν, όσον αφορά το μέρος του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών στο ΕΤΕ σχετικά με την προσαρμογή ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των οικείων ιδρυμάτων, στην έλλειψη νομιμότητας ορισμένων διατάξεων του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 (3).

Αφού ανέλυσε λεπτομερώς τον μηχανισμό προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών προς το ΕΤΕ ανάλογα με το προφίλ κινδύνου, προσαρμογή η οποία διασφαλίζεται κατ’ ουσίαν με την κατάταξη των οικείων ιδρυμάτων βάσει ορισμένων τιμών σε «κελιά» που καθιστά δυνατό, εν τέλει, τον καθορισμό του πολλαπλασιαστή προσαρμογής κινδύνου, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το ΕΣΕ μπορεί, χωρίς να παραβεί την υποχρέωση τήρησης του επιχειρηματικού απορρήτου που υπέχει, να γνωστοποιήσει τις οριακές τιμές των «κελιών» και τους σχετικούς δείκτες. Σκοπός της γνωστοποίησης αυτής είναι να μπορέσει το οικείο ίδρυμα να βεβαιωθεί, μεταξύ άλλων, ότι η κατάταξή του στο πλαίσιο του διακριτού χαρακτήρα των δεικτών αντιστοιχεί πράγματι στην οικονομική του κατάσταση, ότι ο εν λόγω διακριτός χαρακτήρας προσδιορίστηκε κατά τρόπο σύμφωνο με τη μέθοδο που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 βάσει ευλογοφανών δεδομένων και ότι το σύνολο των παραγόντων κινδύνου ελήφθησαν υπόψη.

Επιπλέον, τα λοιπά βήματα της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών στο ΕΤΕ στηρίζονται σε συγκεντρωτικά στοιχεία των οικείων ιδρυμάτων, τα οποία μπορούν να γνωστοποιηθούν συγκεντρωτικά χωρίς να θιγεί η υποχρέωση του ΕΣΕ να τηρεί το επιχειρηματικό απόρρητο.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν εμποδίζει το ΕΣΕ να γνωστοποιεί, υπό συγκεντρωτική και ανωνυμοποιημένη μορφή, επαρκείς πληροφορίες ώστε ένα πιστωτικό ίδρυμα να μπορεί να κατανοήσει με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη η ατομική του κατάσταση κατά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς του στο ΕΤΕ, υπό το πρίσμα της κατάστασης όλων των λοιπών οικείων ιδρυμάτων. Βεβαίως, η αιτιολογία που στηρίζεται στη γνωστοποίηση των κρίσιμων πληροφοριών υπό συγκεντρωτική και ανωνυμοποιημένη μορφή δεν παρέχει σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα τη δυνατότητα να εντοπίζει συστηματικά τυχόν σφάλμα του ΕΣΕ στη συλλογή και την ομαδοποίηση των κρίσιμων στοιχείων. Αντιθέτως, αρκεί ώστε να μπορεί το ίδρυμα αυτό να βεβαιωθεί ότι οι πληροφορίες που παρέσχε στις αρμόδιες αρχές ενσωματώθηκαν όντως στον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς του στο ΕΤΕ, σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης, και να μπορεί να προσδιορίσει, βάσει της γενικής γνώσης του περί του χρηματοπιστωτικού κλάδου, ενδεχόμενη χρήση δεδομένων μη ευλογοφανών ή προδήλως εσφαλμένων, καθώς και να αποφασίσει αν πρέπει να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του στο ΕΤΕ. Το Δικαστήριο διευκρινίζει, εντούτοις, ότι η προσέγγιση αυτή όσον αφορά την αιτιολογία απόφασης όπως η επίδικη δεν θίγει τη δυνατότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, προκειμένου να ασκήσουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη, να ζητήσουν από το ΕΣΕ να προσκομίσει δεδομένα ικανά να δικαιολογήσουν τους υπολογισμούς των οποίων η ακρίβεια αμφισβητείται ενώπιόν τους, διασφαλίζοντας, εφόσον είναι αναγκαίο, την εμπιστευτικότητα των εν λόγω δεδομένων.

Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, διότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτήν καθώς και εκείνα που ήταν προσβάσιμα στον ιστότοπο του ΕΣΕ κατά την ημερομηνία της ως άνω απόφασης κάλυπταν μέρος μόνον των κρίσιμων πληροφοριών τις οποίες θα μπορούσε να κοινοποιήσει το ΕΣΕ χωρίς να θιγεί το επιχειρηματικό απόρρητο. Ειδικότερα, ούτε το παράρτημα της απόφασης αυτής ούτε ο ιστότοπος του ΕΣΕ περιείχαν δεδομένα σχετικά με τις οριακές τιμές κάθε «κελιού» και με τις τιμές των σχετικών δεικτών. Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση ακυρώνεται καθόσον αφορά τη Landesbank Baden-Württemberg.


1      Απόφαση του ΕΣΕ στην εκτελεστική σύνοδό του της 11ης Απριλίου 2017, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το έτος 2017 (SRB/ES/SRF/2017/05) (στο εξής: επίδικη απόφαση).


2      Απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Landesbank Baden-Württemberg κατά ΕΣΕ (T‑411/17, EU:T:2020:435).


3      Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44). Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε την έλλειψη νομιμότητας των άρθρων 4 έως 7 και 9 και του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού, τα οποία αφορούν τη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών στο ΕΤΕ.