Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Krajský súd v Prešove (Σλοβακία) στις 6 Ιουνίου 2023 – GR REAL s.r.o. κατά PO και RT

(Υπόθεση C-351/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβακική

Αιτούν δικαστήριο

Krajský súd v Prešove

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα: GR REAL s.r.o.

Εφεσίβλητοι: PO και RT

Προδικαστικά ερωτήματα

Α.    Έχουν εφαρμογή το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ 1 του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, σε διαδικασία όπως αυτή της κύριας δίκης, την οποία κίνησε πρόσωπο (υπερθεματιστής) στο οποίο κατακυρώθηκε ακίνητο και στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε παράλληλα ανταγωγή από καταναλωτή με αίτημα την αποκατάσταση της προ της κατακύρωσης του πλειστηριασμού κατάστασης, σε περίπτωση που, πριν από τον εξωδικαστικό πλειστηριασμό, ο καταναλωτής άσκησε μέσα ένδικης προστασίας με σκοπό την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης διά της υποβολής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον δικαστηρίου και γνωστοποίησε στους μετέχοντες στον πλειστηριασμό την ύπαρξη εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας περί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης μέσω εκούσιου πλειστηριασμού, πλην όμως, παρά την ύπαρξη ένδικης διαδικασίας, ο πλειστηριασμός διεξήχθη;

Β.    Έχει η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί ακινήτου καταναλωτή κινηθείσας από επαγγελματία που διεξάγει ιδιωτικούς πλειστηριασμούς (στο εξής: υπάλληλος του πλειστηριασμού), με σκοπό την είσπραξη των απαιτήσεων τράπεζας εκ συμβάσεως καταναλωτικής πίστης

1.    δεν παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να προβάλει αποτελεσματικά κατά του υπαλλήλου του πλειστηριασμού αντιρρήσεις για την αναστολή του πλειστηριασμού λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στις οποίες στηρίζεται η απαίτηση της τράπεζας, μολονότι η απαίτηση θεμελιώνεται σε καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες και ιδίως στη ρήτρα περί καταγγελίας και πρόωρης εξοφλήσεως του συνόλου του οφειλόμενου ποσού,

2.    δεν παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα ματαίωσης του πλειστηριασμού επί ακινήτου στο οποίο κατοικεί, μολονότι ο καταναλωτής ενημέρωσε τον υπάλληλο του πλειστηριασμού και τους παριστάμενους στον πλειστηριασμό ότι εκκρεμούσε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να ανασταλεί ο πλειστηριασμός, πλην όμως το δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί οριστικώς επί της αίτησης και, συγχρόνως, τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούσαν τη μόνη δυνατότητα του καταναλωτή να τύχει προσωρινής δικαστικής προστασίας έναντι της διεξαγωγής του πλειστηριασμού του ακινήτου λόγω της εφαρμογής καταχρηστικών ρητρών συμβάσεως,

3.    δεν παρέχει στον καταναλωτή, υπό τις περιστάσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω, τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη μεταφορά της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ στην εθνική έννομη τάξη και να επιτύχει τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, δεδομένου ότι η επίμαχη ρύθμιση περιορίζει τη δυνατότητα επίκλησης ακυρότητας του πλειστηριασμού σε τρεις μόνον λόγους:

α.    λόγω ακυρότητας της σύμβασης περί συστάσεως εμπράγματης ασφάλειας,

β.     λόγω παράβασης του zákon č. 527/2002 Z.z. o dobrovoľných dražbách (νόμου 527/2002 περί εκούσιων πλειστηριασμών),

γ.    λόγω αξιόποινης πράξης;

Γ.    Έχει η οδηγία 2005/29/ΕΚ 1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») την έννοια ότι η αναγκαστική εκτέλεση που βασίζεται σε καταχρηστική συμβατική ρήτρα αφορώσα την καταγγελία συμβάσεως και τη συνακόλουθη απαίτηση πρόωρης εξοφλήσεως του συνολικού ποσού που οφείλεται βάσει καταναλωτικού δανείου και συνεπαγόμενη, ως εκ τούτου, σφάλμα ως προς το ποσό της ληξιπρόθεσμης απαιτήσεως ενδέχεται να αποτελεί αθέμιτη εμπορική πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας, και ειδικότερα επιθετική εμπορική πρακτική κατά την έννοια των άρθρων 8 και 9 της εν λόγω οδηγίας, καθώς και ότι στοιχειοθετείται ευθύνη όχι μόνον της τράπεζας, αλλά και της εταιρίας που διενεργεί τον πλειστηριασμό προς εκτέλεση των απαιτήσεων της τράπεζας οι οποίες στηρίζονται σε εμπράγματα ασφάλεια, οι δε σκοποί της οδηγίας 2005/29/ΕΚ έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αμφοτέρων;

____________

1     ΕΕ 1993, L 95, σ. 29.

1     ΕΕ 2005, L 149, σ. 22.