Language of document : ECLI:EU:T:2021:608

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Εσωτερικός διαγωνισμός COM/03/AD/18 (AD 6) – Απόφαση περί μη εγγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής – Στάθμιση των προβλεπόμενων από την προκήρυξη διαγωνισμού στοιχείων μιας δοκιμασίας»

Στην υπόθεση T‑435/20,

JR, εκπροσωπούμενη από τις L. Levi και A. Champetier, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης απότις D. Milanowska και I. Melo Sampaio,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της εξεταστικής επιτροπής του εσωτερικού διαγωνισμού COM/03/AD/18 (AD 6) – Διοικητικοί υπάλληλοι, της 15ης Απριλίου 2020, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας για επανεξέταση της απόφασης της εν λόγω εξεταστικής επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2019 να μην εγγράψει το όνομά της στον πίνακα επιτυχόντων του εν λόγω διαγωνισμού και, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, την ακύρωση της απόφασης αυτής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Da Silva Passos, πρόεδρο, V. Valančius, I. Reine, L. Truchot (εισηγητή) και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 16 Δεκεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα, JR, υπέβαλε υποψηφιότητα στον εσωτερικό διαγωνισμό COM/03/AD/18 (AD 6) – Διοικητικοί υπάλληλοι (στο εξής: επίμαχος διαγωνισμός).

2        Στην προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού διευκρινιζόταν ότι ο διαγωνισμός αυτός αποσκοπούσε στην κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων σε κάθε έναν από τους ακόλουθους τρεις τομείς: πρώτον, στον τομέα της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, δεύτερον, στον τομέα της αναπτυξιακής συνεργασίας και της πολιτικής γειτονίας και, τρίτον, στον τομέα της έρευνας.

3        Η προσφεύγουσα επέλεξε τον τομέα της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, στο πλαίσιο του οποίου ο επιθυμητός αριθμός επιτυχόντων ανερχόταν σε 30.

4        Κατά τον τίτλο III της προκήρυξης του επίμαχου διαγωνισμού, οι υποψήφιοι όφειλαν, σε πρώτο στάδιο, να υποβάλουν αίτηση υποψηφιότητας και να βεβαιώσουν, κατά την κατάθεσή της, ότι πληρούσαν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις συμμετοχής. Σε δεύτερο στάδιο, οι επιλέξιμοι υποψήφιοι θα καλούνταν να υποβληθούν σε σειρά δοκιμασιών υπό μορφή ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής. Σε τρίτο στάδιο, οι επιτυχόντες στις δοκιμασίες αυτές υποψήφιοι θα καλούνταν να συμμετάσχουν σε προφορική δοκιμασία.

5        Στο τμήμα 4 του τίτλου III της προκήρυξης του επίμαχου διαγωνισμού αναφέρεται ότι η προφορική εξέταση για την ομάδα καθηκόντων AD αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία περιγράφονται ως εξής:

«1.      Συνέντευξη […] για την αξιολόγηση:

–        των κύριων προς άσκηση καθηκόντων και των δεξιοτήτων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια [της] επαγγελματικής σταδιοδρομίας [του υποψηφίου] και

–        [της] ικανότητας και [του] ενδιαφέροντος [του υποψηφίου] να ασκήσει τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στις θέσεις στις οποίες παρέχει πρόσβαση ο διαγωνισμός·

2.      δομημένη παρουσίαση υπό τη μορφή ενημέρωσης επί ζητήματος σχετικού με πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης […]».

6        Στο τμήμα 4 του τίτλου III της προκήρυξης του επίμαχου διαγωνισμού προβλέπεται, επιπλέον, ότι τα ως άνω δύο μέρη βαθμολογούνται από μηδέν έως 20 μονάδες, ενώ το κατώτατο απαιτούμενο όριο είναι 10 μονάδες.

7        Στο τμήμα 5 του ίδιου τίτλου διευκρινίζεται ότι η εξεταστική επιτροπή εγγράφει στον πίνακα επιτυχόντων τα ονόματα των υποψηφίων που έλαβαν την υψηλότερη βαθμολογία στην προφορική δοκιμασία καθώς και τον ελάχιστο απαιτούμενο για τη δοκιμασία αυτή βαθμό, έως του ορίου του επιθυμητού αριθμού επιτυχόντων.

8        Η προσφεύγουσα, κατόπιν της επιτυχούς συμμετοχής της, στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, στις γραπτές δοκιμασίες του επίμαχου διαγωνισμού, έλαβε μέρος στην προφορική δοκιμασία.

9        Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2019, η εξεταστική επιτροπή του επίμαχου διαγωνισμού ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόφασή της (στο εξής: απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2019) να μη συμπεριλάβει το όνομά της στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού αυτού. Η εξεταστική επιτροπή ανέφερε ότι, όσον αφορά την προφορική δοκιμασία, η προσφεύγουσα είχε λάβει βαθμό 13/20, ο οποίος, καίτοι υψηλότερος από το κατώτατο όριο του 10/20 το οποίο είχε καθοριστεί στην προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού, εντούτοις, ήταν χαμηλότερος από το όριο των 14/20 το οποίο απαιτούνταν προκειμένου η προσφεύγουσα να περιληφθεί μεταξύ των καλύτερων υποψηφίων των οποίων τα ονόματα θα εγγράφονταν στον πίνακα επιτυχόντων. Η εξεταστική επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι η συνολική επίδοση της προσφεύγουσας κατά την προφορική δοκιμασία αξιολογήθηκε λεκτικώς ως «καλή». Ειδικότερα, η εξεταστική επιτροπή εξέθεσε ότι η επίδοση της προσφεύγουσας αξιολογήθηκε λεκτικώς ως «πολύ καλή» όσον αφορά τόσο τη «σχέση της εκ μέρους της αποκτηθείσας πείρας με τις απαιτούμενες δεξιότητες» όσο και «την επίδειξη των γενικών δεξιοτήτων της και του ενδιαφέροντός της να ασκήσει τα καθήκοντα της προς πλήρωση θέσης εργασίας», ενώ αξιολογήθηκε λεκτικώς ως «καλή» ως προς την ικανότητά της να παρουσιάσει θέμα σχετικό με τον τομέα του επίμαχου διαγωνισμού.

10      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 20ής Δεκεμβρίου 2019 (στο εξής: αίτημα επανεξέτασης), η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO) αίτηση επανεξέτασης της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019, βάσει του σημείου 6.3 του παραρτήματος III της προκήρυξης του επίμαχου διαγωνισμού. Η προσφεύγουσα επικαλέστηκε την ύπαρξη «πρόδηλης αναντιστοιχίας» μεταξύ, αφενός, της λεκτικής αξιολόγησης της συνολικής επίδοσής της κατά την προφορική δοκιμασία και, αφετέρου, των λεκτικών αξιολογήσεων που έλαβε από την εξεταστική επιτροπή όσον αφορά τις τρεις συνιστώσες της εν λόγω δοκιμασίας. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εξεταστική επιτροπή υποτίμησε αυθαίρετα τη συνολική επίδοσή της, καθόσον την έκρινε ως «καλή», μολονότι σε δύο από τις ως άνω συνιστώσες έλαβε λεκτική αξιολόγηση «πολύ καλή». Η προσφεύγουσα πρόσθεσε ότι από την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2019 δεν μπορούσε να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο η συνολική αξιολόγηση «καλή» μετατράπηκε στη βαθμολογία 13/20. Το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα περιείχε «αίτημα παροχής πληροφοριών και πρόσβασης σε έγγραφα», με το οποίο η προσφεύγουσα ζητούσε να της γνωστοποιηθούν τα ακόλουθα στοιχεία:

–        λεπτομερείς εξηγήσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι λεκτικές αξιολογήσεις μετατράπηκαν σε βαθμούς, με τους πίνακες βαθμολογίας οι οποίοι καθιστούν δυνατή τη συσχέτιση κάθε λεκτικής αξιολόγησης με βαθμολογία εκφρασμένη σε αριθμούς·

–        οι λεπτομερείς αξιολογήσεις που την αφορούν σχετικά με καθένα από τα τρία στοιχεία που αξιολογήθηκαν και βαθμολογήθηκαν καθώς και ο αντίστοιχος πίνακας βαθμολογίας·

–        κάθε χρήσιμη πληροφορία η οποία αφορά τη βαθμολογία που συγκέντρωσε·

–        η μέθοδος στάθμισης που ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκε·

–        η μέθοδος στρογγυλοποίησης που ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκε·

–        η έκθεση και οι πίνακες αξιολόγησης που αφορούν την προφορική δοκιμασία στην οποία συμμετείχε, ο πίνακας παρουσίασης τον οποίο χρησιμοποίησε κατά τη διεξαγωγή της δοκιμασίας αυτής (στο εξής: πίνακας παρουσίασης) καθώς και οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο το οποίο αφορά την επίδοσή της κατά την εν λόγω δοκιμασία.

11      Κατόπιν ανταλλαγής πλειόνων ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ της προσφεύγουσας και της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων και Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η εν λόγω Διεύθυνση κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, στις 28 Φεβρουαρίου 2020, πίνακα στον οποίο εμφαινόταν η αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, των βαθμών από το ένα έως το δέκα, και αφετέρου, των λεκτικών αξιολογήσεων «ανεπαρκής», «ικανοποιητική», «καλή», «καλή έως πολύ καλή», «πολύ καλή», «εξαιρετική», «άριστη» και «υποδειγματική» (στο εξής: πρώτος πίνακας μετατροπής), με τη διευκρίνιση ότι όλοι οι βαθμοί από το ένα έως το τέσσερα αντιστοιχούσαν στην αξιολόγηση «ανεπαρκής». Επίσης, ζητήθηκε από την προσφεύγουσα να συμβουλευθεί τον πίνακα παρουσίασης στα γραφεία της Επιτροπής και να συζητήσει με την πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής του επίμαχου διαγωνισμού προκειμένου να λάβει προφορική έκθεση της επίδοσής της. Το από 28 Φεβρουαρίου 2020 ηλεκτρονικό μήνυμα της Επιτροπής δεν περιείχε καμία μνεία στη μέθοδο στάθμισης και στρογγυλοποίησης στα οποία αναφέρεται το αίτημα επανεξέτασης.

12      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Απριλίου 2020, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι οι ως άνω συντελεστές και η ως άνω μέθοδος καλύπτονταν από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 6 του παραρτήματος III του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

13      Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2020 (στο εξής: απόφαση της 15ης Απριλίου 2020), η εξεταστική επιτροπή του επίμαχου διαγωνισμού απέρριψε την αίτηση επανεξέτασης.

14      Προς τούτο, πρώτον, η εξεταστική επιτροπή υπενθύμισε ότι είχε προσδιορίσει, πριν από την εξέταση των υποψηφίων που κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην προφορική δοκιμασία, το περιεχόμενο της εξέτασης αυτής, τις προτεινόμενες ερωτήσεις, τα κριτήρια αξιολόγησης, τη διαδικασία βαθμολόγησης και τη στάθμιση κάθε στοιχείου που μνημονεύεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού όσον αφορά τη δοκιμασία αυτή.

15      Δεύτερον, η εξεταστική επιτροπή διευκρίνισε ότι είχε διατυπώσει για κάθε υποψήφιο σχόλια σχετικά με τα ειδικά στοιχεία που μνημονεύονται στην εν λόγω προκήρυξη (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω) και ότι τα σχόλιά της περιελάμβαναν επίσης μια σφαιρική αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, «συνοψίζοντας την αξιολόγηση κάθε στοιχείου».

16      Τρίτον, η εξεταστική επιτροπή επισήμανε ότι η εκ μέρους της αξιολόγηση της πείρας και των ικανοτήτων των υποψηφίων γινόταν με συγκριτικό τρόπο.

17      Τέταρτον, η εν λόγω επιτροπή υποστήριξε ότι από την επανεξέταση της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019 δεν προέκυψε πλάνη η οποία να θίγει την εξέταση των στοιχείων που αφορούν την προφορική δοκιμασία στην οποία συμμετείχε η προσφεύγουσα, και, ως εκ τούτου, η απόφαση περί μη εγγραφής του ονόματός της στον πίνακα επιτυχόντων του επίμαχου διαγωνισμού έπρεπε να επικυρωθεί.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 4 Μαΐου 2020 στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής, οι οποίες περιέχονται στα από 28 Φεβρουαρίου και 9 Απριλίου 2020 ηλεκτρονικά μηνύματα (βλ. σκέψεις 11 και 12 ανωτέρω), περί απόρριψης του αιτήματός της παροχής πρόσβασης σε ορισμένα δεδομένα δήθεν προσωπικού χαρακτήρα. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑265/20.

 Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της άσκησης της προσφυγής

19      Στις 16 Ιουλίου 2020, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα αντίγραφο του πίνακα παρουσίασης, καθώς και τις σημειώσεις που η ίδια προσφεύγουσα συνέταξε στο πλαίσιο της παρουσίασής της κατά την προφορική δοκιμασία.

20      Στις 22 Ιουλίου 2020, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με την πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής του επίμαχου διαγωνισμού, η προσφεύγουσα έλαβε πληροφορίες σχετικά με την επίδοσή της στην προφορική δοκιμασία καθώς και τη διευκρίνιση ότι οι βαθμοί είχαν στρογγυλοποιηθεί κατά 0,25.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιουλίου 2020, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

22      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ζήτησε να τηρηθεί ανωνυμία. Με απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 2020, στην υπόθεση T‑265/20, JR κατά Επιτροπής, η προσφεύγουσα ζήτησε τη συνεκδίκαση της υπόθεσης αυτής με την υπό κρίση υπόθεση, βάσει του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας. Με τις παρατηρήσεις της επί της αίτησης αυτής, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Αυγούστου 2020, η Επιτροπή ζήτησε την απόρριψή της. Με απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, ο πρόεδρος του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση περί συνεκδίκασης.

24      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2021.

25      Στις 20 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να καλέσει την Επιτροπή να προσδιορίσει το εργαλείο βάσει του οποίου η εξεταστική επιτροπή του επίμαχου διαγωνισμού είχε τη δυνατότητα να συσχετίσει, στο πλαίσιο της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019, τη λεκτική αξιολόγηση «καλή» με τη συνολική βαθμολογία 13/20 την οποία έλαβε η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι ο πρώτος πίνακας μετατροπής περιείχε τους βαθμούς από το ένα έως το δέκα.

26      Στις 28 Απριλίου 2021, κατόπιν πρότασης του εβδόμου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

27      Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2021, η Επιτροπή απάντησε στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 25 ανωτέρω, προσκομίζοντας πίνακα στον οποίο εμφαίνεται η αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, των βαθμών ή των βαθμολογικών κλιμάκων «έως 9,5», «10 έως 11,5», «12 έως 13», «13,5», «14 έως 15,5», «16 έως 17», «17,5 έως 19» και «19,5 έως 20», και, αφετέρου, των λεκτικών αξιολογήσεων «ανεπαρκής», «ικανοποιητική», «καλή», «καλή έως πολύ καλή», «πολύ καλή», «εξαιρετική», «άριστη» και «υποδειγματική» (στο εξής: δεύτερος πίνακας μετατροπής).

28      Με έγγραφο της 26ης Μαΐου 2021, η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί της απαντήσεως της Επιτροπής στην ως άνω ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου.

29      Βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ελλείψει αιτήσεως εκ μέρους κυρίου διαδίκου για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, υποβληθείσας εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση στους διαδίκους του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα), κρίνοντας ότι έχει διαφωτισθεί επαρκώς από τη δικογραφία, αποφάσισε, ελλείψει τέτοιας αιτήσεως, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

30      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 15ης Απριλίου 2020 και, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2019,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

32      Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης της 15ης Απριλίου 2020 και, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019.

33      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου που βάλλει κατά του αιτήματος ακυρώσεως της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019 την οποία υποκατέστησε η απόφαση της 15ης Απριλίου 2020.

34      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν υποψήφιος διαγωνισμού ζητεί την επανεξέταση απόφασης της εξεταστικής επιτροπής, βλαπτική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, ή ενδεχομένως του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, συνιστά η απόφαση που εκδίδει η επιτροπή αυτή μετά την επανεξέταση της περίπτωσης του υποψηφίου. Η απόφαση που λαμβάνεται μετά την επανεξέταση υποκαθιστά δηλαδή την αρχική απόφαση της εξεταστικής επιτροπής (βλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2018, Villeneuve κατά Επιτροπής, T-671/16, EU:T:2018:519, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 11ης Μαρτίου 1986, Sorani κ.λπ. κατά Επιτροπής, 293/84, EU:C:1986:111, σκέψη 12).

35      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, η μόνη βλαπτική πράξη είναι η απόφαση της 15ης Απριλίου 2020.

36      Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019 μόνο «στο μέτρο που είναι αναγκαίο», πρέπει να εξεταστεί καταρχάς το αίτημα ακυρώσεως της απόφασης της 15ης Απριλίου 2020.

 Επί της ουσίας

37      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο μεν πρώτος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και από παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, ο δε δεύτερος αντλείται από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

38      Αρχικώς, πρέπει να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός άπτεται του προκαταρκτικού ζητήματος της αιτιολογίας της απόφασης της 15ης Απριλίου 2020.

39      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αφότου έλαβε γνώση του πρώτου πίνακα μετατροπής (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω) καθώς και των εξηγήσεων σχετικά με τη μέθοδο στρογγυλοποίησης που χρησιμοποιήθηκε από την εξεταστική επιτροπή (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω), η αιτιολογία της απόφασης της 15ης Απριλίου 2020 δεν είναι επαρκής ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο οι τρεις λεκτικές αξιολογήσεις «πολύ καλή», «πολύ καλή» και «καλή», τις οποίες έλαβε για τις τρεις διαφορετικές συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας, οδήγησαν την εξεταστική επιτροπή του επίμαχου διαγωνισμού να αξιολογήσει λεκτικώς τη συνολική επίδοσή της στην εν λόγω δοκιμασία ως «καλή» και να μετατρέψει την αξιολόγηση αυτή στον βαθμό 13/20.

40      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η εξεταστική επιτροπή χρησιμοποίησε κατ’ ανάγκην μέθοδο στάθμισης και υποστηρίζει ότι ο καθορισμός της μεθόδου αυτής δεν εμπίπτει στις εργασίες των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών οι οποίες, δεδομένου ότι έχουν συγκριτικό χαρακτήρα, πρέπει να παραμένουν απόρρητες, σύμφωνα με τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ. Κατά την προσφεύγουσα, αντικειμενικά στοιχεία όπως η στάθμιση των βαθμολογιών, τα οποία καθορίζονται από την εξεταστική επιτροπή πριν από την έναρξη των δοκιμασιών για την καθοδήγηση των εργασιών της και τη διασφάλιση, κατ’ αρχήν, της ορθής και αντικειμενικής διεξαγωγής των εργασιών αυτών, δεν αφορούν την αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων ή τη σύγκριση των προσόντων αυτών.

41      Με τις παρατηρήσεις της επί της εκ μέρους της Επιτροπής απάντησης στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 27 και 28 ανωτέρω), η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, ακόμη και αφότου έλαβε γνώση του δεύτερου πίνακα μετατροπής δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο συγκέντρωσε βαθμολογία 13/20. Όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στον πίνακα αυτόν απλώς υπογραμμίζεται η σημασία του ζητήματος σε ποιο ακριβώς στάδιο η εξεταστική επιτροπή στρογγυλοποίησε τους βαθμούς και ποια μέθοδο στάθμισης χρησιμοποίησε.

42      Η Επιτροπή απαντά ότι, λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου των εργασιών των εξεταστικών επιτροπών όσον αφορά την έκφραση αξιολογικής κρίσης και της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που οι επιτροπές αυτές διαθέτουν, η κοινοποίηση των βαθμολογιών των διαφόρων δοκιμασιών συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεών τους. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι, για την προφορική δοκιμασία στην οποία συμμετείχε, έλαβε βαθμολογία 13/20 και ότι μόνον τα ονόματα των υποψηφίων που είχαν λάβει βαθμολογία τουλάχιστον 14/20 θα εγγράφονταν στον πίνακα επιτυχόντων, η απόφαση της 15ης Απριλίου 2020 είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Κατά την Επιτροπή, η εξεταστική επιτροπή, μόνον ως εκ περισσού, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της χρηστής διοίκησης, γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα τις λεκτικές αξιολογήσεις τις οποίες έλαβε για καθεμιά από τις συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας καθώς και τη συνολική λεκτική αξιολόγησή της στο πλαίσιο αυτό και, στη συνέχεια, της διαβίβασε τον πίνακα μετατροπής και τον πίνακα παρουσίασης, προτού της παράσχει τη δυνατότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας με την πρόεδρο της επιτροπής αυτής, η οποία της ανέφερε, μεταξύ άλλων, τη μέθοδο στρογγυλοποίησης που χρησιμοποιήθηκε.

43      Περαιτέρω, μολονότι η Επιτροπή παραδέχεται ότι η συνολική βαθμολογία που δόθηκε στην προσφεύγουσα από την εξεταστική επιτροπή στο πλαίσιο της προφορικής δοκιμασίας προκύπτει από στάθμιση των τριών συνιστωσών της δοκιμασίας αυτής, υποστηρίζει ότι ο καθορισμός της μεθόδου στάθμισης βρισκόταν στο επίκεντρο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία η μη περιλαμβάνουσα συναφείς διευκρινίσεις προκήρυξη του διαγωνισμού αυτού, παρείχε στην εξεταστική επιτροπή, σύμφωνα με τη νομολογία. Η δημοσιοποίηση της εν λόγω μεθόδου θα έθιγε σοβαρά το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής και την ανεξαρτησία της, δεδομένου ότι οι μη επιτυχόντες υποψήφιοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η επιλεγείσα μέθοδος ευνοεί ορισμένη κατηγορία υποψηφίων.

44      Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, κάθε απόφαση εις βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η υποχρέωση αυτή αντιστοιχεί σε εκείνη που προβλέπεται, γενικότερα, στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθώς και στο άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο αφορά την αρχή της χρηστής διοικήσεως, ειδικότερα στην παράγραφο 2, στοιχείο γʹ, του άρθρου αυτού.

45      Δεύτερον, το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ ορίζει ότι «[ο]ι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής είναι απόρρητες».

46      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκή στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει τη βασιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της πράξεως (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Pohjanmäki κατά Συμβουλίου, T-410/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:465, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C-114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψη 51).

47      Επισημαίνεται, επίσης, ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο προβλέπει το άρθρο 41 του Χάρτη συνεπάγεται την υποχρέωση της Διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της και το ότι η αιτιολόγηση αυτή δεν συνιστά μόνον, από γενικής απόψεως, έκφραση της διαφάνειας των ενεργειών της Διοικήσεως, αλλά πρέπει μεταξύ άλλων να παρέχει στον ιδιώτη την ευχέρεια να αποφασίζει, έχοντας πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων, αν τον συμφέρει η άσκηση ένδικης προσφυγής. Ως εκ τούτου, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2012, Sviluppo Globale κατά Επιτροπής, T-183/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:534, σκέψη 40· πρβλ., επίσης, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, ETF κατά Landgren, T-404/06 P, EU:T:2009:313, σκέψη 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Η αιτιολογία πρέπει, καταρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει. Η έλλειψη αιτιολογίας δεν δύναται να καλυφθεί επειδή ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της αποφάσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Ωστόσο, σε περίπτωση όχι ανύπαρκτης, αλλά ανεπαρκούς αιτιολογίας, εξηγήσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να θεραπεύσουν την ανεπάρκεια αυτή, με συνέπεια ο εξ αυτής αντλούμενος λόγος να μη δικαιολογεί πλέον την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως (βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C‑114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψεις 51 και 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Κατά το Δικαστήριο, δεν υφίσταται ούτε δικαίωμα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να διορθώσουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης τις ανεπαρκώς αιτιολογημένες αποφάσεις τους ούτε υποχρέωση του τελευταίου να λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως, τις συμπληρωματικές εξηγήσεις τις οποίες παρέσχε ο συντάκτης της επίμαχης πράξεως μόλις κατά τη διάρκεια της δίκης. Πράγματι, ένα τέτοιο νομικό καθεστώς θα ενείχε τον κίνδυνο να καταστήσει ασαφή την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Διοικήσεως και του δικαστή της Ένωσης, να αποδυναμώσει τον έλεγχο νομιμότητας και να υπονομεύσει την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες αποδεδειγμένως το οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης τελεί σε πρακτική αδυναμία να αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμον την προσβαλλόμενη απόφαση, μπορεί η αιτιολογία να συμπληρωθεί με διευκρινίσεις τις οποίες παρέχει ο συντάκτης της πράξεως κατά τη διάρκεια της δίκης (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C-114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψεις 58 και 59).

50      Όσον αφορά τις αποφάσεις εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C-254/95 P, EU:C:1996:276), η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση του απορρήτου που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ. Το απόρρητο αυτό επιβλήθηκε προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών και της αντικειμενικότητας των εργασιών τους, καθόσον αυτές προστατεύονται από εξωτερικές παρεμβάσεις και πιέσεις, προερχόμενες είτε από τις ίδιες τις διοικητικές αρχές της Ένωσης είτε από τους υποψηφίους είτε από τρίτους. Συνεπώς, η τήρηση του απορρήτου αποκλείει τόσο τη δημοσιοποίηση της στάσεως που τήρησαν τα μέλη εξεταστικής επιτροπής όσο και την αποκάλυψη οποιουδήποτε στοιχείου που αφορά εκτιμήσεις προσωπικής ή συγκριτικής φύσεως σχετικές με τους υποψηφίους (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C-254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 24).

51      Υπό τις συνθήκες αυτές, στην υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση των εν λόγω εργασιών (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C-254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 25).

52      Οι εργασίες μιας εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού περιλαμβάνουν, κατά κανόνα, δύο τουλάχιστον διακεκριμένα στάδια, ήτοι πρώτον, την εξέταση των αιτήσεων συμμετοχής προκειμένου να επιλεγούν οι υποψήφιοι στους οποίους θα επιτραπεί να μετάσχουν στον διαγωνισμό και, δεύτερον, την εξέταση των προσόντων των υποψηφίων για την προς πλήρωση θέση, ώστε να καταρτιστεί πίνακας επιτυχόντων (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C‑254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 26).

53      Το πρώτο στάδιο συνίσταται, ιδίως στην περίπτωση διαγωνισμού βάσει τίτλων, στην αντιπαράθεση των τίτλων που προσκόμισαν οι υποψήφιοι με τα προσόντα που απαιτούνται από την προκήρυξη του διαγωνισμού. Δεδομένου ότι η αντιπαράθεση αυτή γίνεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων τα οποία, εξάλλου, γνωρίζει ο κάθε υποψήφιος καθόσον τον αφορούν, η τήρηση του απορρήτου που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής δεν αποκλείει τη γνωστοποίηση αυτών των αντικειμενικών στοιχείων και, ιδίως, των κριτηρίων εκτιμήσεως βάσει των οποίων έγινε η επιλογή, κατά το στάδιο των προκαταρκτικών πράξεων του διαγωνισμού, ώστε όλοι εκείνοι στους οποίους δεν επετράπη η συμμετοχή στον διαγωνισμό να μπορούν, πριν από οποιαδήποτε προσωπική δοκιμασία, να λάβουν γνώση των πιθανών αιτιών του αποκλεισμού τους (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C-254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 27).

54      Αντιθέτως, το δεύτερο στάδιο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής είναι κυρίως συγκριτικής φύσεως και επομένως καλύπτεται από το απόρρητο που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τις εργασίες της (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C‑254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 28).

55      Τα κριτήρια διορθώσεως των γραπτών που καθορίζει η εξεταστική επιτροπή πριν από τις δοκιμασίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή ως προς τα προσόντα των υποψηφίων. Πράγματι, σκοπός τους είναι να διασφαλίσουν, προς το συμφέρον των υποψηφίων, μια κάποια ομοιογένεια των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής, ιδίως στην περίπτωση που ο αριθμός των υποψηφίων είναι υψηλός. Επομένως, τα κριτήρια αυτά καλύπτονται από το απόρρητο των διασκέψεων, ακριβώς όπως και οι εκτιμήσεις της εξεταστικής επιτροπής (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C-254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 29).

56      Οι συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή αντανακλώνται στους βαθμούς που αυτή δίνει στους υποψηφίους. Οι βαθμοί αυτοί αποτελούν την έκφραση της αξιολογήσεως της αξίας του καθενός εξ αυτών (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, C-254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψη 30).

57      Βάσει των αρχών αυτών, στις σκέψεις 31 και 32 της απόφασης της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C-254/95 P, EU:C:1996:276), το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, η γνωστοποίηση των βαθμών που λαμβάνουν οι υποψήφιοι στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής και ότι η αιτιολογία αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα των υποψηφίων, δεδομένου ότι τους παρέχει τη δυνατότητα να πληροφορηθούν την αξιολογική κρίση που αφορά τις επιδόσεις τους και να εξακριβώσουν, ενδεχομένως, ότι πράγματι δεν έλαβαν τη βαθμολογία που απαιτείται από τη σχετική προκήρυξη διαγωνισμού.

58      Με γνώμονα ακριβώς τις ως άνω αρχές πρέπει να εκτιμηθεί αν η απόφαση της 15ης Απριλίου 2020 είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

59      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση της 15ης Απριλίου 2020 δεν εμπίπτει στο κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου πρώτο στάδιο, σχετικά με την αποδοχή της συμμετοχής των υποψηφίων στον διαγωνισμό, αφότου διαπιστωθεί ότι αυτοί πληρούν τους όρους που προβλέπονται από την προκήρυξη διαγωνισμού προς τον σκοπό αυτό. Η απόφαση αυτή εμπίπτει στο δεύτερο στάδιο, δεδομένου ότι η εξεταστική επιτροπή του επίμαχου διαγωνισμού όφειλε να αξιολογήσει την επίδοση της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της προφορικής δοκιμασίας με σκοπό όχι μόνο να εξετάσει αν αυτή μπορούσε να λάβει την ελάχιστη απαιτούμενη βαθμολογία 10/20 η οποία καθορίστηκε με την προκήρυξη του διαγωνισμού, αλλά και να αξιολογήσει την επίδοση αυτή σε σχέση με τις επιδόσεις των λοιπών υποψηφίων. Πράγματι, η προκήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ότι, ως προς τον τομέα που επέλεξε η προσφεύγουσα, μόνον οι 30 υποψήφιοι που θα λάβουν την υψηλότερη βαθμολογία στην προφορική δοκιμασία θα εγγραφούν στον πίνακα επιτυχόντων (βλ. σκέψεις 3, 6 και 7 ανωτέρω).

60      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθούν οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν ήδη στην προσφεύγουσα με την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση της 15ης Απριλίου 2020. Με την απόφαση αυτή, όπως εξετέθη στη σκέψη 9 ανωτέρω, η εξεταστική επιτροπή ανέφερε, αρχικώς, ότι η επίδοση της προσφεύγουσας κατά την προφορική δοκιμασία του επίμαχου διαγωνισμού έλαβε συνολική βαθμολογία 13/20, η δε σύγκριση των επιδόσεων των υποψηφίων που κλήθηκαν να συμμετάσχουν στη δοκιμασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εγγράψει η εξεταστική επιτροπή στον πίνακα επιτυχόντων μόνον τα ονόματα των υποψηφίων που είχαν συγκεντρώσει ελάχιστη συνολική βαθμολογία 14/20.

61      Περαιτέρω, η εξεταστική επιτροπή διευκρίνισε ότι η συνολική επίδοση της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της προφορικής δοκιμασίας μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «καλή».

62      Τέλος, η εξεταστική επιτροπή γνωστοποίησε τις λεκτικές αξιολογήσεις που έλαβε η προσφεύγουσα για καθεμιά από τις τρεις συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας σύμφωνα με το τμήμα 4 του τίτλου III της προκήρυξης του επίμαχου διαγωνισμού (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), κατά το οποίο η δοκιμασία αυτή περιλαμβάνει δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο υποδιαιρείται σε δύο σκέλη.

63      Τρίτον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 11 ανωτέρω, η Επιτροπή κοινοποίησε μεταγενέστερα στην προσφεύγουσα τον πρώτο πίνακα μετατροπής, στον οποίο εμφαινόταν η αντιστοιχία μεταξύ των λεκτικών αξιολογήσεων της εξεταστικής επιτροπής και των βαθμών από το ένα έως το 10. Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει ότι οι λεκτικές αξιολογήσεις «καλή» και «πολύ καλή» ισοδυναμούν αντίστοιχα με τους βαθμούς 6/10 και 7/10.

64      Τέταρτον, η Επιτροπή προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τον μνημονευθέντα στη σκέψη 27 ανωτέρω δεύτερο πίνακα μετατροπής, στον οποίο περιλαμβάνεται η αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, των βαθμών από το ένα έως το είκοσι και, αφετέρου, των λεκτικών αξιολογήσεων που κοινοποιήθηκαν στους υποψηφίους μετά το πέρας της προφορικής δοκιμασίας.

65      Πέμπτον, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 15ης Απριλίου 2020, η εξεταστική επιτροπή ακολούθησε μέθοδο στάθμισης των τριών συνιστωσών της προφορικής δοκιμασίας που προβλέπονται στην προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού. Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι η συνολική βαθμολογία 13/20 που συγκέντρωσε η προσφεύγουσα δεν ισοδυναμεί με τον αριθμητικό μέσο όρο των αξιολογήσεων που δόθηκαν όσον αφορά τις εν λόγω τρεις συνιστώσες, αλλά προκύπτει από τον σταθμισμένο μέσο όρο τους.

66      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εξεταστική επιτροπή του επίμαχου διαγωνισμού όρισε συντελεστή στάθμισης για κάθε συνιστώσα της προφορικής δοκιμασίας σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού αυτού (στο εξής: επίμαχοι συντελεστές στάθμισης). Οι επίμαχοι συντελεστές στάθμισης εφαρμόστηκαν στις αξιολογήσεις στις οποίες προέβη η εξεταστική επιτροπή για τις επιδόσεις των υποψηφίων στο πλαίσιο των συνιστωσών της εν λόγω δοκιμασίας, προκειμένου να επιτευχθεί σταθμισμένος μέσος όρος των τριών αυτών αξιολογήσεων. Επομένως, οι εν λόγω συντελεστές στάθμισης συμβάλλουν ουσιωδώς στο να κατανοήσει η προσφεύγουσα τον τρόπο με τον οποίο η επίδοσή της, αφού αξιολογήθηκε στο πλαίσιο των τριών αυτών συνιστωσών της δοκιμασίας, μετετράπη σε βαθμολογία με άριστα το είκοσι, σύμφωνα με την προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω). Η προσφεύγουσα διαθέτει πλέον τον πρώτο και τον δεύτερο πίνακα προσαρμογής. Ωστόσο, χωρίς να λάβει γνώση των επίμαχων συντελεστών στάθμισης, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο από τις λεκτικές αξιολογήσεις «πολύ καλή», «πολύ καλή», «καλή», τις οποίες έλαβε για τις τρεις συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας και οι οποίες, σύμφωνα με τον πρώτο πίνακα μετατροπής, αντιστοιχούν στους βαθμούς 7, 7 και 6, προέκυψε συνολική βαθμολογία 13/20 που ισοδυναμεί, σύμφωνα με τον δεύτερο πίνακα μετατροπής, στη λεκτική αξιολόγηση «καλή». Επισημαίνεται ότι, ανάλογα με τη βαρύτητα καθενός από τους συντελεστές αυτούς, δεν αποκλείεται ο σταθμισμένος μέσος όρος των βαθμών αυτών να καταλήξει σε συνολικό βαθμό ο οποίος εκφράζεται σε αριθμό, έχει στρογγυλοποιηθεί και έχει μετατραπεί σε βαθμολογία με άριστα το είκοσι, φθάνοντας το όριο του 14/20 που απαιτείται προκειμένου ένας υποψήφιος να περιληφθεί μεταξύ των επιτυχόντων του επίμαχου διαγωνισμού (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω).

67      Εντούτοις, πρέπει να καθοριστεί αν η γνωστοποίηση των επίμαχων συντελεστών στάθμισης είναι συμβατή με το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

68      Είναι αληθές ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 57 ανωτέρω, με την απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C‑254/95 P, EU:C:1996:276, σκέψεις 31 και 32), το Δικαστήριο, κατόπιν της στάθμισης των απαιτήσεων που απορρέουν, αφενός, από την υποχρέωση αιτιολογήσεως, αφετέρου, από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, έκρινε ότι η γνωστοποίηση των βαθμών που λαμβάνουν οι υποψήφιοι στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής και ότι μια τέτοια αιτιολογία δεν θίγει τα δικαιώματα των υποψηφίων.

69      Ωστόσο, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C-254/95 P, EU:C:1996:276), ο προσφεύγων αποκλείσθηκε από τις δοκιμασίες διαγωνισμού οι οποίες έπονται της γραπτής δοκιμασίας για την οποία έλαβε βαθμολογία χαμηλότερη από την ελάχιστη απαιτούμενη από την προκήρυξη βαθμολογία. Η προκήρυξη αυτή δεν προέβλεπε ότι η εν λόγω γραπτή δοκιμασία αποτελούνταν από διάφορα στοιχεία. Επομένως, η μνεία του Δικαστηρίου στους «βαθμ[ούς] που λαμβάνουν οι υποψήφιοι στις διάφορες δοκιμασίες» δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι παραπέμπει μόνο στην ατομική βαθμολογία που συνεπάγεται αποκλεισμό, σε αντίθεση με τις ενδιάμεσες αξιολογήσεις που αφορούν τις διάφορες συνιστώσες μιας δοκιμασίας οι οποίες προβλέπονται από την προκήρυξη του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, από τη νομολογία αυτή δεν προκύπτει ότι η κοινοποίηση σε υποψήφιο μίας μόνον ατομικής βαθμολογίας που συνεπάγεται αποκλεισμό συνιστά, σε κάθε περίπτωση, επαρκή αιτιολογία, ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων κάθε διαγωνισμού.

70      Περαιτέρω, από την απόφασή της της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C-254/95 P, EU:C:1996:276), δεν μπορεί να συναχθεί ότι η έννοια των «κριτηρίων διορθώσεως των γραπτών», για τα οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι προστατεύονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, περιλαμβάνει στοιχεία όπως οι επίμαχοι συντελεστές στάθμισης.

71      Πρέπει να επισημανθεί ότι τα «κριτήρια διορθώσεως των γραπτών» τα οποία αφορά η απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C‑254/95 P, EU:C:1996:276), καθοδηγούν την εξεταστική επιτροπή στο πλαίσιο της αξιολόγησης των επιδόσεων των υποψηφίων κατά τη διεξαγωγή των δοκιμασιών ενός διαγωνισμού και των ενδεχόμενων συνιστωσών κάθε δοκιμασίας. Τα κριτήρια αυτά συνιστούν εργαλείο στο οποίο προσφεύγει η εξεταστική επιτροπή όταν διατυπώνει αξιολογική κρίση ως προς τις επιδόσεις αυτές προκειμένου να διασφαλίσει την ομοιογένεια των αξιολογήσεών της. Συναφώς, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την εν λόγω απόφαση, τα κριτήρια αυτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή ως προς τα προσόντα των υποψηφίων και πρέπει, ως εκ τούτου, να παραμένουν απόρρητα (βλ. σκέψη 55 ανωτέρω). Πράγματι, προκειμένου οι υποψήφιοι να αξιολογηθούν με πλήρη αντικειμενικότητα και ελευθερία, μια εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού πρέπει να είναι σε θέση να οργανώσει την εργασία της, θέτοντας, εάν απαιτείται, κριτήρια και υποκριτήρια τα οποία, ενδεχομένως, σταθμίζονται μεταξύ τους.

72      Αντιθέτως, οι συντελεστές που καθορίζει η εξεταστική επιτροπή για να σταθμίσει τα στοιχεία που συναποτελούν μια δοκιμασία και τα οποία προβλέπονται από την προκήρυξη του διαγωνισμού δεν επιτελούν την ίδια λειτουργία με εκείνη των κριτηρίων διορθώσεως των γραπτών τα οποία αφορά η απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C-254/95 P, EU:C:1996:276). Πράγματι, οι συντελεστές αυτοί δεν προορίζονται να συμβάλουν στη συγκριτική αξιολόγηση των επιδόσεων των υποψηφίων στην επίμαχη δοκιμασία. Καθορίζονται από την εξεταστική επιτροπή, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ως έκφραση της σχετικής σημασίας που αυτή αποδίδει στις διάφορες συνιστώσες της δοκιμασίας, οι οποίες προβλέπονται από την προκήρυξη του διαγωνισμού, στο πλαίσιο του συνολικού βαθμού που συγκεντρώνει ο υποψήφιος για το σύνολο της δοκιμασίας αυτής. Επομένως, ο εκ των προτέρων καθορισμός της σχετικής αξίας των διαφόρων συνιστωσών μιας δοκιμασίας οι οποίες προβλέπονται από την προκήρυξη του διαγωνισμού πρέπει να διακρίνεται από την αξιολόγηση των επιδόσεων των υποψηφίων όσον αφορά καθεμία από τις συνιστώσες αυτές.

73      Ως εκ τούτου, η απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (C-254/95 P, EU:C:1996:276), δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η στάθμιση των απαιτήσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 68 ανωτέρω απαιτεί, σε περίπτωση που προκήρυξη διαγωνισμού προβλέπει ότι μια δοκιμασία αποτελείται από περισσότερες συνιστώσες, οι συντελεστές που έχουν προηγουμένως αποδοθεί από την εξεταστική επιτροπή σε καθεμία από τις συνιστώσες αυτές, στο πλαίσιο της στάθμισής τους, να καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής. Επομένως, από την εν λόγω απόφαση δεν προκύπτει ότι οι συντελεστές αυτοί αποκλείονται από τα στοιχεία τα οποία, κατ’ εφαρμογήν της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, πρέπει να κοινοποιούνται στους αποκλεισθέντες από τον διαγωνισμό υποψηφίους.

74      Επιπροσθέτως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά προφορική δοκιμασία η οποία αποσκοπούσε στην αξιολόγηση των γλωσσικών γνώσεων των υποψηφίων που συμμετείχαν σε διαγωνισμό διεξαγόμενο στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα καθώς και σε άλλες γλώσσες της Ένωσης, τις οποίες οι εν λόγω υποψήφιοι είχαν δηλώσει ότι γνωρίζουν στις αιτήσεις υποψηφιότητάς τους, ότι, όταν η εξεταστική επιτροπή προβαίνει σε ενδιάμεση βαθμολόγηση των γνώσεων των υποψηφίων ως προς καθεμιά από τις γλώσσες αυτές, η υποχρέωση αιτιολογήσεως συνεπάγεται την κοινοποίηση στον υποψήφιο που το ζητεί, των ενδιαμέσων βαθμών τους οποίους συγκέντρωσε βάσει των διαφόρων γλωσσών που αποτέλεσαν αντικείμενο της δοκιμασίας και της μεθόδου που ακολούθησε η εξεταστική επιτροπή για να καθορίσει τον τελικό βαθμό. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η κοινοποίηση των στοιχείων αυτών δεν ενέχει ούτε κοινολόγηση της θέσεως που έλαβε έκαστο μέλος της εξεταστικής επιτροπής ούτε αποκάλυψη στοιχείων που αφορούν προσωπικές ή συγκριτικές αξιολογήσεις των υποψηφίων. Συνεπώς δεν είναι ασυμβίβαστη με την τήρηση του απορρήτου των εργασιών της εκτελεστικής επιτροπής (απόφαση της 28ης Απριλίου 2004, Pascall κατά Συμβουλίου, T‑277/02, EU:T:2004:117, σκέψεις 2 και 28).

75      Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης συνάγεται ότι η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού, λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου που πρέπει να περιβάλλει τις εργασίες της και της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που αυτή διαθέτει ως προς την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των δοκιμασιών ενός διαγωνισμού, δεν μπορεί να υποχρεούται, κατά την αιτιολόγηση της αποτυχίας ενός υποψηφίου σε μια δοκιμασία, να διευκρινίζει ποιες απαντήσεις του υποψηφίου κρίθηκαν ανεπαρκείς ή να εξηγεί γιατί οι απαντήσεις αυτές κρίθηκαν ανεπαρκείς. Ωστόσο, το απόρρητο αυτό και η εν λόγω ευρεία εξουσία εκτιμήσεως δεν συνεπάγονται ότι οι υποψήφιοι διαγωνισμού που υποβάλλουν σχετική αίτηση δεν μπορούν, ενδεχομένως, να λάβουν γνώση των βαθμών που συγκέντρωσαν σε καθεμιά από τις συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας οι οποίες μνημονεύονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού (πρβλ., επίσης, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Wybranowski κατά Επιτροπής, F-17/08, EU:F:2010:83, σκέψεις 98 και 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, για να τηρηθεί η υποχρέωση αιτιολογήσεως, η κοινοποίηση αυτή, όταν έχει ζητηθεί από υποψήφιο, πρέπει, καταρχήν, να λαμβάνει χώρα πριν από τη λήξη της προβλεπόμενης στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ προθεσμίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Wybranowski κατά Επιτροπής, F-17/08, EU:F:2010:83, σκέψη 100). Πρέπει να προστεθεί ότι, προκειμένου να απορρίψει αιτίαση που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι ο προσφεύγων μπορούσε να λάβει γνώση, μεταξύ άλλων, της στάθμισης των τεσσάρων «κριτηρίων αξιολόγησης» τα οποία απαριθμούνται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και αφορούν την προφορική δοκιμασία (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Wybranowski κατά Επιτροπής, F-17/08, EU:F:2010:83, σκέψεις 8, 50, 104 και 106).

76      Η νομολογία αυτή του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης συνάδει με τη στενή σχέση που υφίσταται, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 47 ανωτέρω, μεταξύ της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθώς και με τον περιορισμό σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στη σκέψη 49 ανωτέρω, του δικαιώματος σε συμπλήρωση της ανεπαρκούς αιτιολογίας με στοιχεία που προσκομίζονται κατά τη διάρκεια της δίκης. Πράγματι, ένας υποψήφιος, δεδομένου ότι δεν λαμβάνει εγκαίρως γνώση της μεθόδου που ακολούθησε η εξεταστική επιτροπή προκειμένου να καθορίσει τη συνολική, κάτω από τη βάση, βαθμολογία την οποία έλαβε σε δοκιμασία, κατόπιν των αξιολογήσεων της εξεταστικής επιτροπής όσον αφορά τις επιδόσεις του σε διάφορες συνιστώσες της δοκιμασίας αυτής που προβλέπονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, δεν είναι σε θέση να κατανοήσει αν η εξεταστική επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όχι κατά τη διατύπωση των αξιολογήσεων αυτών, η οποία προστατεύεται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, αλλά κατά τη διατύπωση της συνολικής βαθμολογίας που συνεπάγεται αποκλεισμό. Ως εκ τούτου, ο υποψήφιος αυτός δεν είναι, επίσης, σε θέση να εκτιμήσει αν είναι σκόπιμο να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

77      Επιπλέον, η υποχρέωση αιτιολογήσεως και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστούν γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης κατοχυρωμένες πλέον στον Χάρτη, ενώ το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής έχει καθιερωθεί με πράξη του παραγώγου δικαίου. Επομένως, το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του Χάρτη.

78      Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, καθόσον οι επίμαχοι συντελεστές στάθμισης δεν συνιστούν εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν από την εξεταστική επιτροπή του επίμαχου διαγωνισμού προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιδόσεις των υποψηφίων όσον αφορά τις τρεις συνιστώσες της προφορικής δοκιμασίας τις οποίες προβλέπει η προκήρυξη του διαγωνισμού, οι συντελεστές αυτοί δεν καλύπτονται από το απόρρητο που προβλέπει το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ.

79      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής τα οποία στηρίζονται στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω).

80      Κατά τη νομολογία, η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την εκτέλεση των εργασιών της. Ως εκ τούτου, έχει την ευχέρεια, όταν η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν προβλέπει κριτήρια βαθμολόγησης, να καθορίζει τέτοια κριτήρια ή, όταν η προκήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει μεν τα εν λόγω κριτήρια, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στη στάθμισή τους, να προσδιορίζει τη στάθμιση αυτή (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Mata Blanco κατά Επιτροπής, F-65/10, EU:F:2012:178, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1988, Goossens κ.λπ. κατά Επιτροπής, 228/86, EU:C:1988:172, σκέψεις 11, 13 και 14, και της 19ης Απριλίου 1988, Santarelli κατά Επιτροπής, 149/86, EU:C:1988:179, σκέψη 10).

81      Ως εκ τούτου, όταν προκήρυξη διαγωνισμού δεν διευκρινίζει τη στάθμιση κάθε κριτηρίου αξιολόγησης που μνημονεύεται στην προκήρυξη αυτήν ως προς συγκεκριμένη δοκιμασία, η εξεταστική επιτροπή μπορεί να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κατανέμεται ο συνολικός αριθμός μορίων που προβλέπει η προκήρυξη αυτή για την εν λόγω δοκιμασία μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που την απαρτίζουν, αναλόγως της σημασίας που αποδίδει στα στοιχεία αυτά όσον αφορά τις προς πλήρωση θέσεις (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Mata Blanco κατά Επιτροπής, F-65/10, EU:F:2012:178, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Εν προκειμένω, η προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού περιέγραφε τα στοιχεία της προφορικής δοκιμασίας (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), χωρίς, εντούτοις, να διευκρινίζει τη μέθοδο στάθμισης που θα εφαρμοστεί σε καθένα από αυτά κατά τον υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας.

83      Συνεπώς, η εξεταστική επιτροπή του επίμαχου διαγωνισμού είχε τη δυνατότητα να καθορίσει του επίμαχους τρεις συντελεστές στάθμισης.

84      Ωστόσο, από τα προεκτεθέντα δεν προκύπτει ότι οι επίμαχοι συντελεστές στάθμισης δεν περιλαμβάνονται στα στοιχεία που πρέπει να κοινοποιούνται στους αποκλεισθέντες υποψηφίους, προς διασφάλιση της τήρησης της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.

85      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες τα όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τήρησης των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, έχει θεμελιώδη σημασία. Στις ως άνω εγγυήσεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C-269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, ETF κατά Landgren, T-404/06 P, EU:T:2009:313, σκέψη 163).

86      Περαιτέρω, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 46 και 47 ανωτέρω, σκοπός της υποχρέωσης αιτιολογήσεως είναι ακριβώς να παράσχει τη δυνατότητα, στους μεν ενδιαφερόμενους να ασκήσουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων της Διοικήσεως.

87      Επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι οι εξεταστικές επιτροπές διαγωνισμών διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος, εκ μέρους του δικαστή, της νομιμότητας των αποφάσεών τους συνίσταται στη διερεύνηση του ζητήματος αν η εξουσία αυτή ασκείται με βάση αντικειμενικά κριτήρια και αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή πρόδηλη υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας (πρβλ. απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 1999, Jiménez κατά ΓΕΕΑ, T‑200/97, EU:T:1999:26, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, εν προκειμένω, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της εξεταστικής επιτροπής με τη δική του, εντούτοις πρέπει να είναι σε θέση να ελέγξει, υπό το πρίσμα της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, αν η επιτροπή αυτή αξιολόγησε την επίδοση της προσφεύγουσας στην προφορική δοκιμασία βάσει των τριών συνιστωσών της, οι οποίες προβλέπονται στην προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού, και αν υπέπεσε σε πλάνη κατά τον υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας βάσει της αξιολόγησής ως προς καθεμία από τις εν λόγω τρεις συνιστώσες.

88      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να συναχθεί ότι, στο μέτρο που η προσφεύγουσα δεν έλαβε γνώση των επίμαχων συντελεστών στάθμισης, η απόφαση της 15ης Απριλίου 2020 δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, και τούτο παρά τα στοιχεία που παρέσχε στην προσφεύγουσα η Επιτροπή μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, αν υποτεθεί ότι τα στοιχεία αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 48 και 49 ανωτέρω.

89      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η απόφαση της 15ης Απριλίου 2020, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω) ή η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή όσον αφορά το προβαλλόμενο, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, αίτημα ακυρώσεως της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019 (βλ. σκέψεις 30 και 33 ανωτέρω).

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του εσωτερικού διαγωνισμού COM/03/AD/18 (AD 6) – Διοικητικοί υπάλληλοι, της 15ης Απριλίου 2020, περί μη εγγραφής της JR στον πίνακα επιτυχόντων που καταρτίστηκε για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων βαθμού AD 6 στον τομέα της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Valančius

Reine

Truchot

 

      Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.