Language of document : ECLI:EU:T:2014:259

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 20ής Μαΐου 2014

Υπόθεση T‑200/13 P

Patrizia De Luca

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διορισμός — Κατάταξη σε βαθμό — Διορισμός σε θέση ανώτερης ομάδας καθηκόντων κατόπιν γενικού διαγωνισμού — Απόρριψη της προσφυγής πρωτοδίκως μετά από αναπομπή από το Γενικό Δικαστήριο — Έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ — Μεταβατικές διατάξεις — Άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 30ής Ιανουαρίου 2013, F‑20/06 RENV, De Luca κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η Patrizia De Luca και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα στις δύο διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα στις δύο διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Περίληψη

Υπάλληλοι — Σταδιοδρομία — Μεταβολή κατηγορίας ή κλάδου κατόπιν της συμμετοχής σε γενικό διαγωνισμό — Ανακατάταξη σε βαθμό — Εφαρμοστέοι κανόνες — Επιτυχόντες διαγωνισμού που έχουν εγγραφεί στους πίνακες ικανότητας πριν από τις 30 Απριλίου 2006 — Εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3)

Το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, το οποίο διέπει τα της κατατάξεως σε βαθμό των υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 30ής Απριλίου 2006, αφενός, και οι διατάξεις του ΚΥΚ και οι γενικές αρχές που διέπουν την εξέλιξη της σταδιοδρομίας των εν ενεργεία υπαλλήλων στο πλαίσιο της υπηρεσιακής τους εντάξεως, αφετέρου, αποτελούν δύο είδη κανόνων των οποίων η εφαρμογή αποκλείεται αμοιβαίως.

Συγκεκριμένα, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, δεν χρειάζεται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αποδώσει σημασία στο ότι ο ενδιαφερόμενος είχε προαχθεί, δηλαδή να λάβει υπόψη το γεγονός ότι αυτός ήταν ήδη υπάλληλος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος θα έπρεπε να θεωρηθεί ως εκ νέου προσληφθείς, ορθώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτίμησε ότι αυτός έπρεπε πράγματι να καταταχθεί στον αρμόζοντα βαθμό, χωρίς πολλαπλασιαστικό συντελεστή, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και βάσει της αντιστοιχίας που καθορίζεται στον πίνακα αυτού του άρθρου.

Επιπλέον, η κατάταξη του ενδιαφερομένου στον αρμόζοντα βαθμό, χωρίς πολλαπλασιαστικό συντελεστή, δεν θα μπορούσε να συνιστά παραβίαση της αρχής της ομαλής εξελίξεως της σταδιοδρομίας, καθόσον η κατά παρέκκλιση εφαρμογή των περί προσλήψεως κανόνων ήταν δυνατή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος θα απεκόμιζε από αυτή κάποιο συμφέρον ή πλεονέκτημα σε σχέση με την εφαρμογή των κανόνων του ΚΥΚ.

Η εφαρμογή των σχετικών με τη πρόσληψη κανόνων τελεί υπό τον όρο ότι υφίσταται κάποιο συμφέρον ή πλεονέκτημα για τον υπάλληλο. Λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως αυτού του συμφέροντος ή πλεονεκτήματος, η εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί δυσανάλογη. Καταλήγοντας στην ύπαρξη ενός τέτοιου συμφέροντος ή πλεονεκτήματος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί ευλόγως να συναγάγει το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Δεύτερον, εναπόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να εκτιμήσει αν υφίσταται κάποιο συμφέρον ή πλεονέκτημα από απόψεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου και/ή αποδοχών, που θα μπορούσε να αντισταθμίσει το γεγονός ότι η κατάταξή του καθορίσθηκε σε βαθμό κατώτερο από αυτόν που κατείχε προηγουμένως. Αυτό το συμφέρον ή πλεονέκτημα πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι κατάλληλο και επαρκές για να δικαιολογείται η εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Αντιθέτως, αυτό το συμφέρον ή πλεονέκτημα, που απορρέει από την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ουδόλως απαιτείται να είναι προφανές για να συνάδει προς το περιεχόμενο της αποφάσεως περί αναπομπής.

Τρίτον, εναπόκειτο στον δικαστή της ουσίας να εκτιμήσει αυτό που ήταν δυνατό να συνιστά συμφέρον ή πλεονέκτημα.

(βλ. σκέψεις 37 έως 39, 47, 50 και 51)