Language of document : ECLI:EU:T:2010:372

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Κοινοτική διαδικασία πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών – Παροχή υπηρεσιών πληροφορικής για τη διαχείριση και τη συντήρηση μιας δικτυακής πύλης Internet – Απόρριψη προσφοράς – Κριτήρια ανάθεσης – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης – Ίση μεταχείριση – Διαφάνεια»

Στην υπόθεση T‑300/07,

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον E. Manhaeve, επικουρούμενο από τον J. Stuyck, δικηγόρο,

καθής-εναγόμενης,

που έχει ως αντικείμενο, πρώτον, προσφυγή ακύρωσης των αποφάσεων της Επιτροπής της 21ης Μαΐου και της 13ης Ιουλίου 2007, με τις οποίες αφενός απορρίφθηκαν οι προσφορές που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα-ενάγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού ENTR/05/078, για την παρτίδα 1 (εργασίες σύνταξης και μεταφράσεων) και για την παρτίδα 2 (διαχείριση της υποδομής), με αντικείμενο τη διαχείριση και τη συντήρηση της δικτυακής πύλης «Η Ευρώπη σου» (ΕΕ 2006/S 143-153057), και αφετέρου κατακυρώθηκαν οι συμβάσεις αυτές σε άλλο προσφέροντα, και, δεύτερον, αγωγή αποζημίωσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, M. Prek (εισηγητή) και V. M. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιανουαρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1.     Ο δημοσιονομικός κανονισμός και οι κανόνες εφαρμογής του

1        Η σύναψη των δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου V του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), και από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής).

2        Το άρθρο 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Όλες οι δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό τηρούν τις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης και της μη διάκρισης.»

3        Το άρθρο 97 του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κριτήρια επιλογής που επιτρέπουν να αξιολογηθούν οι ικανότητες των υποψηφίων ή των προσφερόντων και τα κριτήρια ανάθεσης που επιτρέπουν να αξιολογηθεί το περιεχόμενο των προσφορών καθορίζονται και διευκρινίζονται εκ των προτέρων στα έγγραφα της πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

2. Η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί με μειοδοτικό διαγωνισμό ή με ανάθεση στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.»

4        Το άρθρο 100 του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1. Ο αρμόδιος διατάκτης ορίζει εν συνεχεία τον ανάδοχο της σύμβασης, τηρώντας τα κριτήρια επιλογής και ανάθεσης που έχουν ορισθεί εκ των προτέρων στα έγγραφα της πρόσκλησης υποβολής προσφορών και τους κανόνες σύναψης των συμβάσεων.

2. Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε κάθε απορριφθέντα υποψήφιο ή προσφέροντα τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητας ή της προσφοράς του και σε κάθε προσφέροντα, του οποίου η προσφορά κρίθηκε παραδεκτή και ο οποίος υποβάλλει εγγράφως αίτηση προς τούτο, τα σχετικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου.

Ωστόσο, η γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων δύναται να παραλειφθεί στις περιπτώσεις που θα εμπόδιζε την εφαρμογή των νόμων, θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, θα έθιγε τα θεμιτά εμπορικά συμφέροντα δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων ή θα παρέβλαπτε τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων.»

5        Το άρθρο 130, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής ορίζει τα εξής:

«Η συγγραφή υποχρεώσεων προσδιορίζει τουλάχιστον:

α)      τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής που ισχύουν για την εκάστοτε σύμβαση, εκτός από τις περιπτώσεις κλειστής διαδικασίας, συμπεριλαμβανόμενου του ανταγωνιστικού διαλόγου, και διαδικασίας με διαπραγμάτευση μετά τη δημοσίευση προκήρυξης που αναφέρεται στο άρθρο 127· στις περιπτώσεις αυτές, τα ως άνω κριτήρια αναφέρονται μόνο στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος·

β)      τα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης και τη σχετική τους στάθμιση ή, εφόσον ενδείκνυται, τη φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας των κριτηρίων αυτών, εφόσον αυτά δεν εμφαίνονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού·

[…]».

6        Το άρθρο 135, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής προβλέπει τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές καθορίζουν κριτήρια επιλογής σαφή και μη δημιουργούντα διακρίσεις»

7        Το άρθρο 138 των κανόνων εφαρμογής προβλέπει τα εξής:

«1. Η ανάθεση μιας σύμβασης μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:

α)      με μειοδοτικό διαγωνισμό, οπότε η σύμβαση κατακυρώνεται στην προσφορά που περιλαμβάνει την χαμηλότερη τιμή μεταξύ των κανονικών και σύμφωνων προσφορών που έχουν κατατεθεί,

β)      στον προσφέροντα που υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.

2. Πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά είναι εκείνη που παρουσιάζει την καλύτερη σχέση μεταξύ ποιότητας και τιμής, με κριτήρια δικαιολογούμενα από το αντικείμενο της σύμβασης, όπως είναι η προτεινόμενη τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος χρήσης, η αποδοτικότητα, η προθεσμία εκτέλεσης ή παράδοσης, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική υποστήριξη.

3. Η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει τη σχετική στάθμιση που αποδίδει σε καθένα από τα κριτήρια που εφαρμόζει για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, και τούτο είτε στην προκήρυξη του διαγωνισμού είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων. [...]»

8        Το άρθρο 149, παράγραφοι 2 και 3, των κανόνων εφαρμογής ορίζει τα εξής:

«2. Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί, εντός το πολύ δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή σχετικής γραπτής αίτησης, τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού.

3. Για τις συμβάσεις που ανατίθενται από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα για ίδιο λογαριασμό, δυνάμει του άρθρου 105 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν το ταχύτερο δυνατόν μετά την απόφαση ανάθεσης, και το αργότερο εντός της εβδομάδας που έπεται, ταυτόχρονα και ατομικά σε κάθε υποψήφιο ή προσφέροντα που έχει απορριφθεί, με επιστολή ή φαξ ή ηλεκτρονικό μέσο, ότι η προσφορά ή η αίτηση συμμετοχής τους δεν έγινε δεκτή, διευκρινίζοντας σε κάθε περίπτωση τους λόγους της απόρριψης της προσφοράς ή της αίτησης συμμετοχής.

Οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν, ταυτόχρονα με τη γνωστοποίηση της απόρριψης προς τους απορριφθέντες υποψήφιους ή προσφέροντες, την απόφαση ανάθεσης προς τον ανάδοχο, διευκρινίζοντας ότι η γνωστοποιούμενη απόφαση δεν αποτελεί δέσμευση της αντίστοιχης αναθέτουσας αρχής.

Οι απορριφθέντες υποψήφιοι ή προσφέροντες μπορούν να λάβουν επιπλέον πληροφορίες για τους λόγους της απόρριψής τους, υποβάλλοντας γραπτώς σχετικό αίτημα με επιστολή, φαξ ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, καθώς και, για κάθε προκριθείσα προσφορά, πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της προσφοράς, όπως και το όνομα του αναδόχου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού. Οι αναθέτουσες αρχές απαντούν στα υποβαλλόμενα αιτήματα εντός το πολύ δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής αίτησης.

[…]»

2.     Η προκήρυξη του διαγωνισμού και η συγγραφή υποχρεώσεων

9        Στην προκήρυξη του διαγωνισμού και στη συγγραφή υποχρεώσεων αναφέρεται ότι οι συμβάσεις-πλαίσια θα συναφθούν, για κάθε παρτίδα, με ένα μόνο επιχειρηματία, του οποίου η προσφορά θα είναι η οικονομικά συμφερότερη, σύμφωνα με τα κριτήρια που εξειδικεύονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Με την προκήρυξη του διαγωνισμού διευκρινίζεται ότι η αρχική διάρκεια της σύμβασης-πλαισίου είναι δύο έτη, με δυνατότητα μιας μόνο ανανέωσης, και ότι η εκτιμώμενη συνολική αξία των προς αγορά αγαθών για ολόκληρη τη διάρκεια της σύμβασης-πλαισίου (τέσσερα έτη κατ’ ανώτατο όριο) ανέρχεται σε 6 500 000 ευρώ.

10      Η συγγραφή υποχρεώσεων προβλέπει διαδικασία σε τέσσερις φάσεις. Κατά την πρώτη φάση εφαρμόζονται τα κριτήρια αποκλεισμού (σημείο 3.1 της συγγραφής). Κατά τη δεύτερη εφαρμόζονται τα κριτήρια επιλογής (σημείο 3.2 της συγγραφής), προκειμένου να εξεταστεί η χρηματοοικονομική, η τεχνική και η επαγγελματική ικανότητα του υποβάλλοντος προσφορά: πρώτον, η χρηματοοικονομική ικανότητα για όλες τις παρτίδες (βάσει αφενός των εκθέσεων λογιστικού ελέγχου των τριών τελευταίων ετών των διαγωνιζομένων και αφετέρου του κύκλου εργασιών τους, για τις υπηρεσίες των οποίων η αξία ισούται με ή υπερβαίνει τα 180 000 ευρώ) και, δεύτερον, η τεχνική και επαγγελματική ικανότητα, η οποία αναλύεται χωριστά για καθεμία από τις τρεις παρτίδες του διαγωνισμού (οι προϋποθέσεις είναι, μεταξύ άλλων, να διαθέτει ο διαγωνιζόμενος επαρκή ομάδα εξειδικευμένων επαγγελματικών, να έχει τουλάχιστον τριετή πείρα στον τομέα των υπηρεσιών μετάφρασης, δημοσιεύσεων και δημιουργίας ιστοσελίδων στο Internet, να έχει παράσχει υπηρεσίες στον οικείο τομέα τουλάχιστον τρεις φορές και σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικούς πελάτες κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών, στο πλαίσιο ενός τουλάχιστον προγράμματος διεθνούς κλίμακας). Κατά την τρίτη φάση εφαρμόζονται τα κριτήρια ανάθεσης (μελέτη του περιεχομένου της προσφοράς) (σημείο 3.3 της συγγραφής).

11      Όσον αφορά την τεχνική αξιολόγηση, η συγγραφή υποχρεώσεων προβλέπει τέσσερα κριτήρια ανάθεσης για κάθε παρτίδα. Τα κριτήρια για τις παρτίδες 1 και 2 παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες και είναι τα εξής:

–        ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης σχετικά με την παρτίδα 1, με συνολικό αριθμό μονάδων τις 100:

–        κριτήριο υπ’ αριθ. 1: ικανότητα αντίληψης της προς εκτέλεση εργασίας και καταλληλότητα της προτεινόμενης μεθόδου εργασίας (30 μονάδες),

–        κριτήριο υπ’ αριθ. 2: ποιότητα και πληρότητα του προσχεδίου του Project Management and Quality Plan (σχεδίου διαχείρισης και διασφάλισης της ποιότητας, στο εξής: PMQP) (10 μονάδες),

–        κριτήριο υπ’ αριθ. 3: ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 1 (30 μονάδες),

–        κριτήριο υπ’ αριθ. 4: ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 2 (30 μονάδες),

–        ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης σχετικά με την παρτίδα 2, με συνολικό αριθμό μονάδων τις 100:

–        κριτήριο υπ’ αριθ. 1: ικανότητα αντίληψης της προς εκτέλεση εργασίας και καταλληλότητα της προτεινόμενης μεθόδου εργασίας (30 μονάδες),

–        κριτήριο υπ’ αριθ. 2: ποιότητα και πληρότητα του προσχεδίου του PMQP (10 μονάδες),

–        κριτήριο υπ’ αριθ. 3: ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 1 (30 μονάδες),

–        κριτήριο υπ’ αριθ. 4: ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 2 (30 μονάδες).

12      Η συγγραφή υποχρεώσεων προβλέπει ρητά ότι οι υποβάλλοντες προσφορά των οποίων η βαθμολογία θα υπολείπεται του 70 % του συνολικού αριθμού μονάδων ή του 50 % του αριθμού των μονάδων για ένα έστω κριτήριο θα αποκλείονται αυτόματα από την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού.

13      Η συγγραφή υποχρεώσεων προβλέπει στη συνέχεια μια οικονομική αξιολόγηση, η οποία στηρίζεται στις τιμές που αναγράφονται στις προσφορές και πραγματοποιείται με βάση το έντυπο που προβλέπει το σημείο 5.5 της συγγραφής.

14      Κατά την τέταρτη φάση κατακυρώνεται η σύμβαση, για κάθε παρτίδα, στην καλύτερη προσφορά από την άποψη της σχέσης ποιότητας-τιμής, η οποία εκτιμάται με βάση τη σχέση μεταξύ της βαθμολογίας για κάθε παρτίδα και της προτεινόμενης τιμής.

 Ιστορικό της διαφοράς

15      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα), η Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, είναι εταιρία ελληνικού δικαίου, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της τεχνολογίας της πληροφορίας και των επικοινωνιών.

16      Η Επιτροπή, με προκήρυξη διαγωνισμού της 29ης Ιουλίου 2006, που δημοσιεύθηκε στο συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ S 143) με τα στοιχεία 2006/S 143-153057, κάλεσε τους ενδιαφερομένους να της υποβάλουν προσφορές για τη διαχείριση και τη συντήρηση της δικτυακής πύλης «Η Ευρώπη σου» στο πλαίσιο του προγράμματος IDABC (διαλειτουργική παροχή πανευρωπαϊκών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στις δημόσιες διοικήσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες).

17      Αντικείμενο του διαγωνισμού ήταν η σύναψη τριών συμβάσεων-πλαισίων για τρεις διαφορετικές παρτίδες [εργασίες σύνταξης και μεταφράσεων (παρτίδα 1), διαχείριση υποδομής (παρτίδα 2) και εργασίες προώθησης (παρτίδα 3)] για την υποστήριξη της διαχείρισης και τη διασφάλιση της συντήρησης της δικτυακής πύλης «Η Ευρώπη σου».

18      Οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να υποβάλουν προσφορά για μία ή περισσότερες παρτίδες. Στην προκήρυξη του διαγωνισμού και στη συγγραφή υποχρεώσεων αναφέρεται ότι οι συμβάσεις-πλαίσια θα συναφθούν, για κάθε παρτίδα, με ένα μόνο επιχειρηματία, του οποίου η προσφορά θα είναι η οικονομικά συμφερότερη, σύμφωνα με τα κριτήρια που εξειδικεύονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Με την προκήρυξη του διαγωνισμού της 29ης Ιουλίου 2006 διευκρινίζεται ότι η αρχική διάρκεια της σύμβασης-πλαισίου είναι δύο έτη, με δυνατότητα μιας μόνο ανανέωσης, και ότι η εκτιμώμενη συνολική αξία των προς αγορά αγαθών για ολόκληρη τη διάρκεια της σύμβασης-πλαισίου (τέσσερα έτη κατ’ ανώτατο όριο) ανέρχεται σε 6 500 000 ευρώ. Η εκτιμώμενη αξία κάθε παρτίδας ήταν 2 250 000 ευρώ για την παρτίδα 1, 1 650 000 ευρώ για την παρτίδα 2 και 2 600 000 ευρώ για την παρτίδα 3.

1.     Όσον αφορά την παρτίδα 1

19      Στις 4 Αυγούστου 2006 η προσφεύγουσα ζήτησε από τη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας» της Επιτροπής να της παράσχει τον ισχύοντα πρωτογενή κώδικα για τη δικτυακή πύλη «Η Ευρώπη σου», για να μπορέσει να καταρτίσει την προσφορά της. Η ΓΔ «Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας» αμφισβήτησε αρχικά το βάσιμο του αιτήματος αυτού. Τελικά δέχτηκε, στις 14 Αυγούστου 2006, να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα τον πρωτογενή κώδικα.

20      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2006 η προσφεύγουσα ζήτησε νέες διευκρινίσεις ως προς τις χρηματοοικονομικές πτυχές της πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών. Η ΓΔ «Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας» απάντησε στις ερωτήσεις όλων των ενδιαφερομένων με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 2006. Επιπλέον, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα χωριστή επιστολή, η οποία έφερε ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 2006.

21      Στις 19 Σεπτεμβρίου 2006 η προσφεύγουσα κατέθεσε την προσφορά της σχετικά με την παρτίδα 1 της προαναφερθείσας πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών.

22      Η ΓΔ «Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας» ζήτησε δύο φορές από την προσφεύγουσα να της παράσχει ορισμένες διευκρινίσεις και η προσφεύγουσα απάντησε στις 23 και στις 28 Νοεμβρίου 2006.

23      Τον Ιανουάριο του 2007, ενόσω διεξαγόταν η διαδικασία του διαγωνισμού, η ΓΔ «Πληροφορικής» ανέλαβε όλους τους διαγωνισμούς της ΓΔ «Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας» και συνέχισε την αλληλογραφία με την προσφεύγουσα.

24      Με έγγραφο της ΓΔ «Πληροφορικής» της 21ης Μαΐου 2007, γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα ότι η προσφορά της για την παρτίδα 1 είχε απορριφθεί για τον λόγο ότι υπολειπόταν των κατώτατων ορίων που προβλέπονταν στο σημείο 3.3 της συγγραφής υποχρεώσεων σχετικά με τα κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης.

25      Στις 22 Μαΐου 2007 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή διευκρινίσεις σχετικά με το έγγραφο που της γνωστοποιούσε την απόρριψη της προσφοράς της. Οι διευκρινίσεις αυτές αφορούσαν το όνομα του αναδόχου, τη βαθμολογία της προσφεύγουσας και του αναδόχου σε σχέση με καθένα από τα κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης και τη σύγκριση των χρηματοοικονομικών προσφορών. Η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης αντίγραφο της έκθεσης της επιτροπής αξιολόγησης.

26      Με έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα την επωνυμία του αναδόχου (ASCII-Sword Technologies) και της κοινοποίησε δύο αποσπάσματα της έκθεσης αξιολόγησης, τα οποία περιλαμβάνουν αφενός την αιτιολογία της βαθμολογίας της προσφοράς της προσφεύγουσας και αφετέρου τη σύγκριση των βαθμολογιών των δύο προσφορών.

27      Με έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τον τρόπο με τον οποίο είχε διεξαχθεί η διαδικασία αξιολόγησης. Ειδικότερα, εξέφρασε αντιρρήσεις για το γεγονός ότι το σχέδιο της IDABC «Η Ευρώπη σου» είχε μεταφερθεί από τη ΓΔ «Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας» στη ΓΔ «Πληροφορικής». Ζήτησε επίσης από τη ΓΔ «Πληροφορικής» να μην υπογράψει τη σύμβαση με τον επιλεγέντα υποψήφιο πριν της κοινοποιηθεί η εμπεριστατωμένη έκθεση.

28      Με έγγραφο της 30ής Μαΐου 2007, η Επιτροπή απάντησε στην προσφεύγουσα ότι η μεταφορά του διαγωνισμού από τη ΓΔ «Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας» στη ΓΔ «Πληροφορικής» δεν επηρέασε καθόλου τη διαδικασία αξιολόγησης και ότι τα στοιχεία που της είχαν γνωστοποιηθεί επαρκούσαν ως αιτιολογία της αξιολόγησης της προσφοράς της.

29      Στις 31 Μαΐου 2007 η προσφεύγουσα επανέλαβε το αίτημά της να της γνωστοποιηθούν περαιτέρω στοιχεία και στις 4 Ιουνίου 2007 το αιτιολόγησε περαιτέρω με την υποβολή αναλυτικών σχολίων για καθένα από τα επιχειρήματά της.

30      Στις 13 Ιουνίου 2007 η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας ότι δεν είχε παραλειφθεί κανένα στοιχείο και ότι η επιτροπή αξιολόγησης δεν είχε διαπράξει κανένα σφάλμα.

2.     Όσον αφορά την παρτίδα 2

31      Η προσφεύγουσα υπέβαλε προσφορά για την παρτίδα 2 στις 19 Σεπτεμβρίου 2006.

32      Με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2007, γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα ότι η προσφορά της είχε απορριφθεί για τον λόγο ότι δεν ενείχε την καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής.

33      Με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2007 η προσφεύγουσα ζήτησε από τη ΓΔ «Πληροφορικής» διευκρινίσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είχε απορριφθεί η προσφορά της και διατύπωσε συναφώς τις ίδιες παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει σε σχέση με την παρτίδα 1.

34      Με έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007, η Επιτροπή τής απάντησε ότι ανάδοχος της σύμβασης είχε αναδειχθεί η κοινοπραξία ASCII-Sword Technologies και της κοινοποίησε αποσπάσματα της έκθεσης της επιτροπής αξιολόγησης, τα οποία περιλαμβάνουν αφενός την αιτιολογία της βαθμολογίας της προσφοράς της προσφεύγουσας και αφετέρου τη σύγκριση των βαθμολογιών των δύο προσφορών.

35      Στις 25 Ιουλίου 2007 η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή έγγραφο με το οποίο της ζήτησε να μην υπογράψει τη σύμβαση με τον επιλεγέντα υποψήφιο πριν εξεταστεί το αίτημά της να της παρασχεθούν τα στοιχεία που είχε ζητήσει.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 31 Ιουλίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή κατά της απόφασης της Επιτροπής της 21ης Μαΐου 2007 (στο εξής: απόφαση της 21ης Μαΐου 2007), και κατά της απόφασης της 13ης Ιουλίου 2007 (στο εξής: απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007), με τις οποίες είχε απορριφθεί η προσφορά της για την παρτίδα 1 και για την παρτίδα 2 αντίστοιχα και είχε κατακυρωθεί η σύμβαση στον επιλεγέντα ανάδοχο.

37      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της 12ης Μαΐου και της 13ης Ιουλίου 2007, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφορές της και κατακυρώθηκαν οι συμβάσεις στον επιλεγέντα ανάδοχο,

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να την αποζημιώσει για τη ζημία που υπέστη λόγω της κατακύρωσης των συμβάσεων σε άλλους προσφέροντες, και συγκεκριμένα να της καταβάλει αποζημίωση ύψους 1 125 000 ευρώ σχετικά με την παρτίδα 1 και 825 000 ευρώ σχετικά με την παρτίδα 2,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, ακόμη και στην περίπτωση που απορρίψει την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

38      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακύρωσης,

–        να απορρίψει την αγωγή αποζημίωσης ως απαράδεκτη ή, επικουρικά, ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

39      Με το υπόμνημα απάντησης η προσφεύγουσα μείωσε το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί να της επιδικαστεί σε 750 000 ευρώ για την παρτίδα 1 και σε 400 000 ευρώ για την παρτίδα 2.

40      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα κατέθεσε τρία νέα έγγραφα, και συγκεκριμένα μια έκθεση λογιστικού ελέγχου, ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που της είχε στείλει η Επιτροπή και ένα έγγραφο που περιελάμβανε μια άλλη πρόσκληση προς υποβολή προσφορών. Η Επιτροπή διατύπωσε παρατηρήσεις σχετικά με το παραδεκτό του πρώτου εγγράφου και με τη λυσιτέλεια όλων αυτών των εγγράφων ως προς την επίλυση της προκείμενης διαφοράς.

 Σκεπτικό

1.     Επί της προσφυγής ακύρωσης

41      Η προσφεύγουσα, προς στήριξη του αιτήματός της να ακυρωθούν η απόφαση της 21ης Μαΐου 2007 και η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007, προβάλλει κατ’ ουσία τρεις λόγους. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι έχει παραβιαστεί η υποχρέωση αιτιολόγησης. Ο δεύτερος αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης εκ μέρους της Επιτροπής κατά την αξιολόγηση των προσφορών της προσφεύγουσας. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι έχουν παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η υποχρέωση διαφάνειας.

 Επί του λόγου ακύρωσης που αφορά την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, μη παρέχοντάς της κανένα στοιχείο σχετικά με τα πλεονεκτήματα της προσφοράς του επιλεγέντος αναδόχου, παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης.

43      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η παρασχεθείσα αιτιολογία είναι σύμφωνη με τη νομολογία και με τον δημοσιονομικό κανονισμό. Επισημαίνει ότι διαβίβασε στην προσφεύγουσα ένα απόσπασμα της έκθεσης αξιολόγησης τόσο για την παρτίδα 1 όσο και για την παρτίδα 2, όπου γινόταν σύγκριση των σχετικών πλεονεκτημάτων της προσφοράς της προσφεύγουσας με τα αντίστοιχα της προσφοράς του επιλεγέντος αναδόχου. Η Επιτροπή θεωρεί επομένως ότι έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή της ως προς την αιτιολόγηση και εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει επαρκή στοιχεία για να εκδώσει την απόφασή του.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

44      Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη της απόφασης για τη σύναψη σύμβασης κατόπιν διαγωνισμού. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της άσκησης της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας αφορά μόνον την τήρηση των κανόνων διαδικασίας και αιτιολόγησης, καθώς και την ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών και την έλλειψη πρόδηλου σφάλματος εκτίμησης ή κατάχρησης εξουσίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑211/02, Tideland Signal κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3781, σκέψη 33, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45).

45      Επισημαίνεται επίσης ότι, όταν η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει θεμελιώδη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται κυρίως η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του. Μόνον έτσι μπορεί ο κοινοτικός δικαστής να εξακριβώσει αν συντρέχουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität Μünchen, Συλλογή 1991, σ. Ι-5469, σκέψη 14, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 54, και της 20ής Μαΐου 2009, T‑89/07, VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑1403, σκέψη 61).

46      Πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, και ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Εξάλλου, η υποχρέωση αιτιολόγησης αποτελεί ουσιώδη τύπο, που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι το βάσιμο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Νοεμβρίου 2008, T‑406/06, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47, και VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 63).

48      Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι οι ειδικοί κανόνες που διέπουν εν προκειμένω την αιτιολόγηση των αποφάσεων με τις οποίες απορρίπτονται οι προσφορές των διαγωνιζομένων περιλαμβάνονται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και στο άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής.

49      Από τις διατάξεις αυτές, καθώς και από τη νομολογία του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι η Επιτροπή εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολόγησης, εφόσον καταρχάς γνωστοποιεί αμέσως στους διαγωνιζομένους που αποκλείσθηκαν τους λόγους για την απόρριψη της προσφοράς τους και εν συνεχεία γνωστοποιεί στους διαγωνιζομένους που ζητούν ρητά ορισμένα στοιχεία, αφού είχαν υποβάλει παραδεκτή προσφορά, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της προσφοράς που έγινε δεκτή, καθώς και το όνομα ή την επωνυμία του αναδόχου εντός δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή γραπτής αίτησης (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 47).

50      Τούτο συνάδει προς τον σκοπό της επιβαλλόμενης από το άρθρο 253 EK υποχρέωσης αιτιολόγησης, σύμφωνα με τον οποίο από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του εκδότη της πράξης, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, οπότε να είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, ο δε δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 48).

51      Με βάση τα παραπάνω πρέπει συνεπώς να εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Επί της αιτιολογίας που παρατίθεται στην απόφαση της 21ης Μαΐου 2007 και στο έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007 (παρτίδα 1)

52      Για να εξακριβωθεί αν έχει τηρηθεί εν προκειμένω η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία προβλέπουν ο δημοσιονομικός κανονισμός και οι κανόνες εφαρμογής του, πρέπει να εξεταστούν όχι μόνον η απόφαση της 21ης Μαΐου 2007, αλλά και το έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007 που στάλθηκε στην προσφεύγουσα σε απάντηση του ρητού αιτήματος που υπέβαλε στις 22 Μαΐου 2007 να της παρασχεθούν συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς της.

53      Η Επιτροπή, με το έγγραφο της 21ης Μαΐου 2007, γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι η προσφορά της υπολειπόταν των κατώτατων ορίων που προβλέπονταν στο σημείο 3.3 της συγγραφής υποχρεώσεων και την ενημέρωσε επίσης ότι μπορούσε να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της απόρριψης της προσφοράς της.

54      Κατόπιν του αιτήματος που υπέβαλε εγγράφως η προσφεύγουσα στις 22 Μαΐου 2007, η Επιτροπή τής απάντησε με έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007, το οποίο περιείχε διάφορα στοιχεία σε απάντηση του αιτήματος της προσφεύγουσας για διευκρινίσεις. Η Επιτροπή γνωστοποίησε την επωνυμία του αναδόχου που είχε επιλεγεί και διευκρίνισε ότι ο ανάδοχος αυτός είχε συγκεντρώσει 72 μονάδες (με μέγιστη δυνατή βαθμολογία το 100) για την ποιότητα της προσφοράς του και ότι το τελικό του αποτέλεσμα ήταν 1,170.

55      Επιπλέον, η Επιτροπή επισύναψε στο έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007 δύο αποσπάσματα της έκθεσης αξιολόγησης, το ένα από τα οποία περιείχε σχόλια για την αιτιολόγηση της βαθμολογίας της προσφεύγουσας σε καθένα από τα τέσσερα κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης, ενώ το άλλο περιείχε τον ακόλουθο πίνακα:

Κριτήριο

Περιγραφή

European Dynamics

ASCII Sword Technologies

Μέγιστη δυνατή βαθμολογία

1

Ικανότητα αντίληψης της προς εκτέλεση εργασίας και καταλληλότητα της προτεινόμενης μεθόδου εργασίας

16

26,667

30

2

Ποιότητα και πληρότητα του προσχεδίου του PMQP (βλ. τμήμα 4.3.8.3)

7

8,333

10

3

Ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας (βλ. τμήμα 4.4.3.1)

21,667

18

30

4

Ποιότητα και πληρότητα της ειδικής μεθόδου εκτέλεσης των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας (βλ. τμήμα 4.4.3.1)

14

19

30

Σύνολο

 

58,667

72

100


56      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει καταρχάς ότι τα ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης υπ’ αριθ. 3 και 4, όπως είναι διατυπωμένα στον πίνακα που έχει επισυναφθεί στο έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007, δεν συμπίπτουν πλήρως με τα περιλαμβανόμενα στη συγγραφή υποχρεώσεων. Από το περιεχόμενο του εγγράφου της 29ης Μαΐου 2007 προκύπτει πάντως σαφώς ότι η Επιτροπή αναφερόταν οπωσδήποτε στα ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης υπ’ αριθ. 3 και 4 της παρτίδας 1, πράγμα που άλλωστε ουδέποτε αμφισβήτησε η προσφεύγουσα, και ότι το σφάλμα στη διατύπωση των εν λόγω κριτηρίων στον πίνακα οφείλεται απλώς σε πρόδηλη αβλεψία, που δεν επηρέασε την προσβαλλόμενη απόφαση.

57      Στη συνέχεια πρέπει να τονιστεί ότι εν προκειμένω η απόφαση της 21ης Μαΐου 2007 δεν στηρίζεται σε σύγκριση των επιδόσεων της προσφεύγουσας και του αναδόχου, αλλά στο γεγονός ότι η προσφορά της προσφεύγουσας δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο ελάχιστο αριθμό μονάδων για τα κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης.

58      Η πρόσκληση προς υποβολή προσφορών όμως πρόβλεπε ότι μόνον οι προσφορές που θα συγκέντρωναν το 70 % τουλάχιστον του συνόλου των μονάδων για τα κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης και το 50 % τουλάχιστον των μονάδων για κάθε κριτήριο τεχνικής αξιολόγησης θα θεωρούνταν ότι πληρούν τα εν λόγω κριτήρια και θα εξετάζονταν στη συνέχεια προκειμένου να εντοπιστεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.

59      Η προσφορά της προσφεύγουσας δηλαδή δεν αποκλείστηκε κατόπιν σύγκρισής της με τις άλλες προσφορές, και ειδικότερα με την προσφορά αυτού που επελέγη ως ανάδοχος, αλλά για τον λόγο ότι υπολειπόταν του απαιτούμενου ελάχιστου ορίου για ένα από τα κριτήρια και της απαιτούμενης ελάχιστης βαθμολογίας για το σύνολο των κριτηρίων αυτών.

60      Από την άποψη επομένως των προβλεπόμενων απαιτήσεων, τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή εν προκειμένω ήσαν επαρκή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2008, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψεις 106 έως 108).

61      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, με αυτά τα δεδομένα, έχει τηρηθεί εν προκειμένω η υποχρέωση γνωστοποίησης των χαρακτηριστικών και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και στο άρθρο 149 των κανόνων εφαρμογής του.

62      Για όλους αυτούς τους λόγους πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά την απόφαση της 21ης Μαΐου 2007, ο λόγος ακύρωσης που αντλείται από την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της αιτιολογίας που παρατίθεται στην απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007 και στο έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007 (παρτίδα 2)

63      Για να εξακριβωθεί αν έχει τηρηθεί εν προκειμένω η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία προβλέπουν ο δημοσιονομικός κανονισμός και οι κανόνες εφαρμογής του, πρέπει να εξεταστούν το έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2007 και το έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007, το οποίο στάλθηκε στην προσφεύγουσα σε απάντηση του ρητού αιτήματος που υπέβαλε στις 13 Ιουλίου 2007 να της παρασχεθούν συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς της.

64      Η Επιτροπή, με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007, γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι η προσφορά της δεν είχε γίνει δεκτή για τον λόγο ότι δεν ενείχε την καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής.

65      Κατόπιν του αιτήματος που υπέβαλε εγγράφως η προσφεύγουσα στις 13 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή τής απάντησε με έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007, το οποίο περιείχε διάφορα στοιχεία σε απάντηση του αιτήματος της προσφεύγουσας για διευκρινίσεις. Η Επιτροπή γνωστοποίησε την επωνυμία του αναδόχου που είχε επιλεγεί και διευκρίνισε ότι ο ανάδοχος αυτός είχε συγκεντρώσει 83,33 μονάδες (με μέγιστη δυνατή βαθμολογία το 100) για την ποιότητα της προσφοράς του και ότι το τελικό του αποτέλεσμα ήταν 0,5911, ενώ η βαθμολογία της προσφεύγουσας ήταν μόνο 70,33 μονάδες στις 100 για την ποιότητα της προσφοράς της και το τελικό της αποτέλεσμα 0,5725.

66      Επιπλέον, η Επιτροπή επισύναψε στο έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007 δύο αποσπάσματα της έκθεσης αξιολόγησης, το ένα από τα οποία περιείχε σχόλια για την αιτιολόγηση της βαθμολογίας της προσφεύγουσας σε καθένα από τα τέσσερα κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης, ενώ το άλλο περιείχε τον ακόλουθο πίνακα:

Κριτήριο

Περιγραφή

European Dynamics

ASCII Sword Technologies

Μέγιστη δυνατή βαθμολογία

1

Ικανότητα αντίληψης της προς εκτέλεση εργασίας και καταλληλότητα της προτεινόμενης μεθόδου εργασίας

24,67

25,67

30

2

Ποιότητα και πληρότητα του προσχεδίου του PMQP

6,67

7,67

10

3

Ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 1

17

25

30

4

Ποιότητα και πληρότητα της ειδικής μεθόδου εκτέλεσης των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 2

22

25

30

ΣΥΝΟΛΟ

 

70,33

83,33

100


67      Εν προκειμένω επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι η βαθμολογία της προσφεύγουσας υπερέβαινε το απαιτούμενο κατώτατο όριο μονάδων τόσο για το σύνολο των κριτηρίων ανάθεσης όσο και για καθένα από τα κριτήρια αυτά. Στη συνέχεια η Επιτροπή εξέτασε, προκειμένου να προσδιορίσει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, τις χρηματοοικονομικές προτάσεις των διαγωνιζομένων των οποίων η προσφορά είχε βαθμολογηθεί τουλάχιστον με τον απαιτούμενο κατώτατο αριθμό μονάδων, μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και η προσφεύγουσα. Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής να μη δεχτεί την προσφορά της προσφεύγουσας ελήφθη κατόπιν σύγκρισής της με τις άλλες προσφορές, και ειδικότερα με την προσφορά αυτού που επελέγη ως ανάδοχος.

68      Το ζήτημα αν η αιτιολογία που περιέχεται στην απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007 και στο έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007 είναι επαρκής πρέπει να επιλυθεί με βάση τις περιστάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω και, όπως υπενθυμίστηκε ανωτέρω με τη σκέψη 45, εν γνώσει της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που έχει η Επιτροπή στον οικείο τομέα και, συνεπώς, της θεμελιώδους ανάγκης επαρκούς αιτιολόγησης των αποφάσεών της.

69      Το έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007 περιέχει αποσπάσματα της έκθεσης αξιολόγησης με σχόλια για την αιτιολόγηση της βαθμολογίας της προσφοράς της προσφεύγουσας σε σχέση με τα τέσσερα κριτήρια ανάθεσης. Όσον αφορά τη σύγκριση των προσφορών της προσφεύγουσας και του επιλεγέντος αναδόχου, το έγγραφο αυτό περιέχει απλώς έναν πίνακα, στον οποίο αναγράφονται αφενός οι βαθμολογίες της προσφεύγουσας και του επιλεγέντος αναδόχου για τα εν λόγω κριτήρια ανάθεσης και αφετέρου το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή της μεθόδου που προβλέπεται στο σημείο 3.3 της συγγραφής υποχρεώσεων και το οποίο αντιπροσωπεύει τον λόγο της συνολικής βαθμολογίας για τα τέσσερα κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης προς την προτεινόμενη τιμή για την οικεία παρτίδα, ενόψει του προσδιορισμού της καλύτερης σχέσης ποιότητας-τιμής. Το έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007 δεν περιλαμβάνει επομένως κανένα, έστω και συνοπτικό, σχόλιο σχετικά με την προσφορά του επιλεγέντος αναδόχου.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που περιέχονται στην απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007 και στο έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007 δεν είναι ικανοποιητικά. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά δεν παρέχουν τη δυνατότητα αφενός στην προσφεύγουσα να λάβει γνώση των χαρακτηριστικών και των πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, ώστε να ασκήσει τα δικαιώματά της, και αφετέρου στον δικαστή να ελέγξει τη σύγκριση των προσφορών στην οποία προέβη η Επιτροπή.

71      Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι η χρηματοοικονομική προσφορά της προσφεύγουσας υπολειπόταν της προσφοράς του επιλεγέντος αναδόχου. Επ’ αυτού τονίζεται ότι η Επιτροπή δεν παρέθεσε συγκεκριμένα τη συνολική τιμή που είχε προτείνει ο ανάδοχος, καθόσον περιορίστηκε στην αναφορά του τελικού αποτελέσματος που είχε προκύψει σε σχέση με την προσφορά του, ενώ η πρώτη αναφορά στην τιμή αυτή έγινε με τον πίνακα που επισύναψε η Επιτροπή στο υπόμνημα αντίκρουσης.

72      Μολονότι ο επιλεγείς ανάδοχος είχε προτείνει υψηλότερη τιμή από ό,τι η προσφεύγουσα, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφορά του ενείχε την καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής και επομένως ήταν η συμφερότερη από οικονομική άποψη. Είναι συνεπώς προφανές ότι η εκτίμηση της ποιότητας της προσφοράς με βάση τα ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης υπήρξε αποφασιστικής σημασίας. Κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις της προκείμενης υπόθεσης, τα στοιχεία σχετικά με τα κριτήρια ανάθεσης ήταν ακόμη πιο απαραίτητα, αφού η τιμή που πρότεινε η προσφεύγουσα ήταν χαμηλότερη της τιμής που πρότεινε ο επιλεγείς ανάδοχος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση VIP Car Solutions κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 71).

73      Το συμπέρασμα επομένως είναι ότι η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε ορθά την υποχρέωση που είχε ως προς την παράθεση αιτιολογίας, διότι το περιεχόμενο της απόφασης της 13ης Ιουλίου 2007 και του εγγράφου της 16ης Ιουλίου 2007 δεν ανταποκρίνεται εν προκειμένω στις απαιτήσεις του άρθρου 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 149 των κανόνων εφαρμογής του.

74      Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά της προσφεύγουσας και αποφασίστηκε η κατακύρωση της σύμβασης στον επιλεγέντα ανάδοχο, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη.

75      Κατά συνέπεια, η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007 πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί των λοιπών λόγων ακύρωσης που πρόβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με την παρτίδα 2 ή επί του ζητήματος αν η Επιτροπή πρέπει να κληθεί να προσκομίσει την έκθεση της επιτροπής αξιολόγησης.

 Επί του λόγου ακύρωσης που αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης (παρτίδα 1)

76      Δεδομένου ότι η προσφυγή είναι βάσιμη καθόσον αφορά την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007, η εξέταση του λόγου ακύρωσης που στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι υπάρχουν πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης πρέπει να πραγματοποιηθεί μόνο σε σχέση με την απόφαση της 21ης Μαΐου 2007.

77      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη της απόφασης για τη σύναψη σύμβασης κατόπιν διαγωνισμού. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να αφορά μόνον την τήρηση των κανόνων διαδικασίας και αιτιολόγησης, καθώς και την ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών και την έλλειψη πρόδηλης πλάνης εκτίμησης ή κατάχρησης εξουσίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Φεβρουαρίου 2000, T-145/98, ADT Projekt κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-387, σκέψη 147, της 6ης Ιουλίου 2005, T‑148/04, TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2627, σκέψη 47, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑437/05, Brink’s Security Luxembourg κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 193).

78      Από τη συγγραφή υποχρεώσεων προκύπτει εν προκειμένω ότι η κατακύρωση της σύμβασης έγινε με βάση τη συμφερότερη από οικονομική άποψη προσφορά, σύμφωνα με το άρθρο 97, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού.

79      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, εντός των ορίων που έχει θέσει η προπαρατεθείσα νομολογία, αν η εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση της προσφοράς με βάση τα διάφορα κριτήρια ανάθεσης ενέχει πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης.

 Όσον αφορά το υπ’ αριθ. 1 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης: «Ικανότητα αντίληψης της προς εκτέλεση εργασίας και καταλληλότητα της προτεινόμενης μεθόδου εργασίας»

80      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι η προσφορά της προσφεύγουσας βαθμολογήθηκε με 16 μονάδες (με ανώτατη βαθμολογία το 30) σε σχέση με το υπ’ αριθ. 1 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης. Ως αιτιολογία για τη βαθμολόγηση αυτή η Επιτροπή αναφέρει, στο έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007, ότι η προτεινόμενη μεθοδολογία για την παροχή των υπηρεσιών σύνταξης είναι πολύ γενική και ότι η προσφεύγουσα δεν αντιλήφθηκε πλήρως ποιο ειδικό περιεχόμενο έχει η δικτυακή πύλη «Η Ευρώπη σου» ούτε σε ποιο ειδικό κοινό απευθύνεται, πράγμα που αποδεικνύεται από το ότι πρότεινε τη δημιουργία μιας «Σελίδας ενημέρωσης», που θα ήταν ασυμβίβαστη με το περιεχόμενο του προγράμματος, και αναφέρθηκε σε ένα κοινό που συνίσταται στους δυνητικούς επενδυτές που θα ενδιαφέρονταν για το είδος των καινοτομιών που ενθαρρύνεται και προωθείται με τη δικτυακή πύλη «Η Ευρώπη σου». Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι η προτεινόμενη μέθοδος για τον «ποιοτικό έλεγχο» και τη «διασφάλιση της ποιότητας» στηριζόταν στη «μεθοδολογία XPR», η οποία δεν είναι καθόλου ενδεδειγμένη για τις εργασίες για την παρτίδα 1, οι οποίες περιγράφονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Η Επιτροπή τόνισε τέλος ότι υπήρχε ασάφεια ως προς το ζήτημα αν οι μεταφράσεις θα γίνονται απευθείας από την αρχική γλώσσα ή θα γίνεται διαδοχική μετάφραση μέσω άλλων γλωσσών, των λεγόμενων «ενδιάμεσων γλωσσών».

81      Η προσφεύγουσα παρατηρεί καταρχάς ότι οι θετικές παρατηρήσεις που περιέχονται στην έκθεση αξιολόγησης αντιφάσκουν προς τον βαθμό 16 στα 30 που της δόθηκε για αυτό το κριτήριο ανάθεσης. Η προσφεύγουσα διαπιστώνει ότι το μόνο αρνητικό στοιχείο που περιλαμβάνει η εν λόγω έκθεση είναι ότι στην προσφορά αναφερόταν ότι οι επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι έντεκα, πράγμα όμως που αποτελεί προφανώς λάθος από αβλεψία.

82      Στη συνέχεια η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εξέτασε πλήρως όλες τις κατηγορίες των στοιχείων του περιεχομένου της υπάρχουσας δικτυακής πύλης και όλες τις πτυχές των εργασιών σύνταξης και ότι απέδειξε ότι είχε βαθιά γνώση των εργασιών που θα καλούνταν να πραγματοποιήσει. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι αναφέρθηκε με πλήρη επίγνωση σε στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο της υπάρχουσας πύλης, π.χ. σε μια σελίδα «Τελευταία νέα» («flash»), για να αποδείξει ότι είναι πλήρως σε θέση να χειρίζεται ένα σύνολο διαφορετικών κατηγοριών στοιχείων του περιεχομένου μιας σύγχρονης δικτυακής πύλης και να προσαρμόζεται συνεπώς σε νέες κατηγορίες στοιχείων κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της σύμβασης.

83      Η προσφεύγουσα, στηριζόμενη σε ένα έγγραφο, αιτιάται την Επιτροπή για το ότι έκρινε ότι η μέθοδος που πρότεινε η ίδια για τις εργασίες σύνταξης είναι πολύ γενική. Κατά την προσφεύγουσα, όσον αφορά τη «διασφάλιση της ποιότητας» και τον «ποιοτικό έλεγχο», η προσφορά της θεωρήθηκε «θετική» και «καλά δομημένη», οπότε δεν είναι αντιληπτό γιατί η Επιτροπή τη βαθμολόγησε πολύ χαμηλά κατά την τεχνική αξιολόγηση. Η προσφεύγουσα διαφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η πρότασή της για την παρατιθέμενη «μεθοδολογία XPR» δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο περιγραφής της παρτίδας 1 στη συγγραφή υποχρεώσεων. Συναφώς υποστηρίζει ότι θέλησε να παρουσιάσει ολοκληρωμένα τη «γενική φιλοσοφία» που πρέπει να έχει ως προς τον ποιοτικό έλεγχο ο υποβάλλων προσφορά.

84      Η προσφεύγουσα διαφωνεί με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η μέθοδος που προτείνει ως προς τη μετάφραση δεν είναι σαφής ως προς το ζήτημα αν θα χρησιμοποιούνται «ενδιάμεσες γλώσσες» για τη μετάφραση. Κατά την προσφεύγουσα, δεν πρόκειται για ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί κατά τον χρόνο της υποβολής της προσφοράς, αλλά κατά την εκτέλεση του σχεδίου, ανάλογα με τις χρονικές παραμέτρους του. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι μεταφραστές είναι άτομα με μητρική γλώσσα τη γλώσσα προς την οποία μεταφράζεται το κείμενο και ότι η ίδια εκδήλωσε, με την προσφορά της, την «προτίμησή» της για τις απευθείας μεταφράσεις. Κατά συνέπεια, οι αναφορές της στις «ενδιάμεσες γλώσσες» είναι σαφείς.

85      Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα κακώς ισχυρίζεται ότι η βαθμολόγηση της προσφοράς της με 16 μονάδες στις 30, όσον αφορά το υπ’ αριθ. 1 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης, οφείλεται σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης. Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή την τιμώρησε για μια προφανή αβλεψία της, δηλαδή για την αναφορά της σε έντεκα επίσημες γλώσσες της Ένωσης, δεν ανταποκρίνεται καταρχάς στην πραγματικότητα. Όπως προκύπτει συγκεκριμένα από την απόφαση της 21ης Μαΐου 2007, η Επιτροπή απλώς διαπίστωσε την ύπαρξη αυτής της προφανούς αβλεψίας, χωρίς να συναγάγει αρνητικές συνέπειες για την προσφεύγουσα. Εξάλλου, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εντόπισε πολλά αρνητικά στοιχεία της προσφοράς της, π.χ. μια υπερβολικά γενική μεθοδολογία και εσφαλμένο προσδιορισμό του περιεχομένου και του κοινού αναφοράς, πράγμα που προέκυπτε από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα πρότεινε τη δημιουργία μιας «Σελίδας ενημέρωσης», που θα ήταν ασυμβίβαστη με το περιεχόμενο του σχεδίου «Η Ευρώπη σου». Τα στοιχεία αυτά τείνουν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή, βαθμολογώντας την προσφορά της προσφεύγουσας με 16 μονάδες στις 30, όσον αφορά το υπ’ αριθ. 1 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης, δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης.

86      Δεύτερον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι κακώς η Επιτροπή την αιτιάται ότι παρουσίασε υπερβολικά γενική μεθοδολογία και ότι προσδιόρισε εσφαλμένα το ειδικό περιεχόμενο της δικτυακής πύλης και το ειδικό κοινό για το οποίο προορίζεται η πύλη αυτή. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εξέτασε πλήρως όλες τις κατηγορίες των στοιχείων του περιεχομένου της υπάρχουσας δικτυακής πύλης και όλες τις πτυχές των εργασιών σύνταξης και παραπέμπει συναφώς στα σημεία 2 έως 5 (σ. 634 έως 644) και στα σημεία 1 έως 8 (σ. 818 έως 865) της προσφοράς της.

87      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν εντούτοις να γίνουν δεκτά. Καταρχάς η προσφεύγουσα, περιοριζόμενη να παραπέμψει στα προαναφερθέντα σημεία της προσφοράς της, δεν αποδεικνύει ότι είναι προδήλως εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η μεθοδολογία που προτάθηκε με την προσφορά της προσφεύγουσας είναι υπερβολικά γενική. Ειδικότερα, πρώτον, ορισμένα από τα σημεία αυτά της προσφοράς παραπέμπουν στα θεματικά τμήματα της δικτυακής πύλης (σ. 634 έως 636 της προσφοράς). Δεύτερον, ορισμένα άλλα σημεία της προσφοράς (σ. 637 και 638 της προσφοράς) αφορούν τον τρόπο διευκόλυνσης της χρήσης της πύλης, τον οποίο άλλωστε η ίδια η Επιτροπή χαρακτήρισε ενδιαφέροντα, ή περιγράφουν την υπάρχουσα δικτυακή πύλη, επαναλαμβάνοντας απλώς τα εκτιθέμενα στη συγγραφή υποχρεώσεων. Τρίτον, τα τελευταία σημεία της προσφοράς (σ. 822 έως 855 της προσφοράς) που επικαλείται η προσφεύγουσα περιγράφουν τη μεθοδολογική προσέγγιση για την παροχή των υπηρεσιών «Work Package 1.1».

88      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή, τονίζοντας ότι το περιεχόμενο της πύλης δεν είχε προσδιοριστεί ορθά, αφού η προσφορά αναφερόταν σε νέες υπηρεσίες, δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης. Επιβάλλεται πράγματι η διαπίστωση ότι η σελίδα «Τελευταία νέα» («flash»), την οποία ανέφερε η προσφεύγουσα στην προσφορά της, δεν εξυπηρετούσε τους σκοπούς της πύλης. Όπως προκύπτει από τη συγγραφή υποχρεώσεων, σκοπός της πύλης είναι να τεθεί στη διάθεση του κοινού μια μόνιμη βάση δεδομένων, το περιεχόμενο της οποίας δεν θα μεταβάλλεται συχνά, το πολύ δυο φορές κάθε χρόνο. Κατά συνέπεια, η σελίδα «Τελευταία νέα», που δίδει τη δυνατότητα συνεχών αλλαγών του περιεχομένου, είναι προδήλως άχρηστη και άλλωστε δεν προβλεπόταν από τη συγγραφή υποχρεώσεων.

89      Ομοίως, ορθά η Επιτροπή τόνισε ότι, αν ληφθεί υπόψη η αναφορά της προσφοράς της προσφεύγουσας σε μια «Σελίδα ενημέρωσης», που είναι ασυμβίβαστη με το περιεχόμενο του σχεδίου «Η Ευρώπη σου», και σε ένα «ειδικό κοινό που συνίσταται στους δυνητικούς επενδυτές […] που ενδιαφέρονται για το είδος των καινοτομιών που ενθαρρύνεται και προωθείται με τη δικτυακή πύλη “Η Ευρώπη σου”», το συμπέρασμα είναι ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αντιληφθεί πλήρως ούτε το ειδικό περιεχόμενο της δικτυακής πύλης ούτε το ειδικό κοινό για το οποίο προορίζεται η πύλη αυτή. Δεν μπορεί στο σημείο αυτό να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσθήκη νέων κατηγοριών περιεχομένου της πύλης συνιστά θετικό στοιχείο της προσφοράς της. Όπως πράγματι τονίζει ορθά η Επιτροπή χωρίς να αντικρουστεί επ’ αυτού από την προσφεύγουσα, η προσφεύγουσα δεν εκδήλωσε σαφώς με την προσφορά της την πρόθεσή της να προσθέσει στη δικτυακή πύλη περιεχόμενο που να προχωρεί περισσότερο από ό,τι πρόβλεπε η συγγραφή υποχρεώσεων.

90      Τέλος, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της δήλωσης ότι «η συνολική κατανόηση του γενικού πλαισίου της προσφοράς είναι ορθή» και της δήλωσης ότι «η μεθοδολογία […] είναι υπερβολικά γενική», καθόσον οι δύο αυτές διαπιστώσεις σημαίνουν απλώς ότι, γενικά, η προσφεύγουσα είχε αντιληφθεί ορθά το αντικείμενο της πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών, αλλά η προσέγγιση την οποία πρότεινε δεν ήταν αρκετά συγκεκριμένη ή αρκετά λεπτομερής.

91      Τρίτον, όσον αφορά τη «διασφάλιση της ποιότητας», τον «ποιοτικό έλεγχο» και την εφαρμοζόμενη μεθοδολογία, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της εκτίμησης της Επιτροπής ότι η πρότασή της για την παρατιθέμενη «μεθοδολογία XPR», δηλαδή για μια μεθοδολογία που βασίζεται σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης διαδικτυακών υπηρεσιών, δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο περιγραφής της παρτίδας 1 στη συγγραφή υποχρεώσεων. Συναφώς η προσφεύγουσα παραπέμπει σε διάφορα σημεία της προσφοράς της [σημεία 3.4.2 έως 3.4.6, σ. 837 έως 842, σημεία 2 έως 4, σ. 1 έως 33 (σ. 495 έως 526), και σημείο V, σ. V-1 έως V-77 (σ. 534 έως 610)], στα οποία διευκρινίζει τη μεθοδολογία για τη «διασφάλιση της ποιότητας» και τον «ποιοτικό έλεγχο» των εργασιών σύνταξης. Η προσφεύγουσα τονίζει επίσης ότι η «μεθοδολογία XPR» αναφέρεται μόνο στο εισαγωγικό μέρος της προσφοράς της, όπου παρουσιάζεται συνολικά η «γενική φιλοσοφία» που πρέπει να έχει ως προς τον ποιοτικό έλεγχο ο υποβάλλων προσφορά (σ. 836 της προσφοράς).

92      Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πάντως η Επιτροπή ισχυρίστηκε, ορθώς, ότι η περιγραφή των αρχών για τη «διασφάλιση της ποιότητας» ήταν υπερβολικά γενική και ότι τα σημεία στα οποία παρέπεμψε η προσφεύγουσα δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις απαιτήσεις του σημείου της συγγραφής υποχρεώσεων «WP 1.1 – εργασία 4», το οποίο επιγράφεται «Διασφάλιση της ποιότητας και ποιοτικός έλεγχος των στοιχείων του περιεχομένου της πύλης κατόπιν της δημιουργίας τους, της ενημέρωσής τους και της παραλαβής τους και πριν από τη δημοσίευσή τους στην πύλη». Επιβάλλεται συγκεκριμένα η διαπίστωση ότι από την απλή ανάγνωση και μόνον των σελίδων της προσφοράς της προσφεύγουσας στις οποίες παραπέμπει η ίδια η προσφεύγουσα συνάγεται ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι τα στοιχεία που περιέχονται στις σελίδες αυτές είναι υπερβολικά γενικά δεν ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης. Συναφώς επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε να παραπέμψει γενικά στα προαναφερθέντα σημεία της προσφοράς της, χωρίς να αναπτύξει συγκεκριμένα επιχειρήματα από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη πρόδηλου σφάλματος εκτίμησης που θα μπορούσε να καθιστά πλημμελή τη σχετική εκτίμηση της Επιτροπής.

93      Επιπλέον, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν κατάλαβε ότι η «μεθοδολογία XPR» περιλαμβανόταν στο εισαγωγικό τμήμα, όπου παρουσιαζόταν συνολικά η «γενική φιλοσοφία» που πρέπει να έχει ως προς τον ποιοτικό έλεγχο ο υποβάλλων προσφορά, και ότι δεν είχε άμεση σχέση με τις εργασίες σύνταξης σχετικά με την παρτίδα 1 δεν αναιρεί τη γενικότητα της προσφοράς ως προς τον «ποιοτικό έλεγχο». Η προσφεύγουσα άλλωστε δεν απέδειξε ούτε ότι η Επιτροπή παρέβη συναφώς το υπ’ αριθ. 1 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης της συγγραφής υποχρεώσεων. Αντίθετα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή καλώς βάσισε την εκτίμησή της στο πόσο ακριβής ήταν η προσφορά της προσφεύγουσας, διότι αυτό αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την εκτίμηση της ποιότητας της εν λόγω προσφοράς.

94      Τέταρτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι δεν κατέστησε σαφές αν η μετάφραση θα γινόταν μέσω άλλων γλωσσών, των λεγόμενων «ενδιάμεσων γλωσσών», ή απευθείας από την αρχική γλώσσα. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει το ζήτημα της χρήσης «ενδιάμεσων γλωσσών» κατά τον χρόνο της υποβολής της προσφοράς, αλλά ότι το ζήτημα αυτό έπρεπε να εξεταστεί κατά την εκτέλεση του σχεδίου. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι μεταφραστές είναι άτομα με μητρική γλώσσα τη γλώσσα προς την οποία μεταφράζεται το κείμενο και ότι η προσφορά της έδειχνε την «προτίμησή» της για τις απευθείας μεταφράσεις.

95      Το Γενικό Δικαστήριο τονίζει πάντως ότι η Επιτροπή, με το έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007, είχε διαπιστώσει την ύπαρξη ασάφειας, αν όχι αντίφασης, στην προσφορά της προσφεύγουσας, καθόσον η προσφεύγουσα ανέφερε, στη σελίδα 873 της προσφοράς της, ότι οι μεταφραστές θα εργάζονταν στη μητρική τους γλώσσα, ενώ στη σελίδα 644 της ίδιας προσφοράς τονίζεται ότι «η απευθείας μετάφραση είναι προτιμητέα, μολονότι οι έμμεσες μεταφράσεις είναι αναπόφευκτες». Η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση την ορθότητα αυτής της διαπίστωσης της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, από την προσφορά της προσφεύγουσας δεν προκύπτει τι εννοούσε η προσφεύγουσα αναφερόμενη σε μεταφραστές που θα εργάζονταν στη μητρική τους γλώσσα. Για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διευκρίνισε η προσφεύγουσα ότι εννοούσε ότι οι εν λόγω μεταφραστές θα μετέφραζαν προς τη μητρική τους γλώσσα, είτε απευθείας από το πρωτότυπο κείμενο είτε, εν ανάγκη, από τη μετάφραση του κειμένου αυτού σε μια «ενδιάμεση γλώσσα». Λόγω της ασάφειας, αν όχι της αντιφατικότητας, της διατύπωσης που χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα στην προσφορά της σχετικά με το ζήτημα αυτό, δεν ενέχει κανένα πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης η διαπίστωση της Επιτροπής ότι δεν διευκρινίζεται «αν η μετάφραση θα χρησιμοποιεί [ενδιάμεσες γλώσσες] ή θα γίνεται απευθείας, αφού η προσφορά δεν αναπτύσσει το ζήτημα αυτό».

96      Με βάση τα παραπάνω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα κατά την εκτίμηση της προσφοράς από την άποψη του υπ’ αριθ. 1 ποιοτικού κριτηρίου ανάθεσης.

 Όσον αφορά το υπ’ αριθ. 2 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης: «Ποιότητα και πληρότητα του προσχεδίου του PMQP και ειδικότερα των διαδικασιών που προτείνονται για τη “διασφάλιση της ποιότητας” και τον “ποιοτικό έλεγχο”»

97      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι η βαθμολόγηση της προσφοράς της προσφεύγουσας με 7 στα 10 αφορά το υπ’ αριθ. 2 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης. Ως αιτιολογία για τη βαθμολόγηση αυτή παρατέθηκε ότι το προσχέδιο του PMQP που περιελάμβανε η προσφορά ήταν πλήρες ως προς τη δομή του, αλλά η προσφορά δεν ήταν επαρκώς εξατομικευμένη και ο εξοπλισμός και το λογισμικό που πρότεινε η προσφεύγουσα με την προσφορά υπηρεσιών της ήσαν ακατάλληλα για τις εργασίες σύνταξης (παρτίδα 1).

98      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο εξοπλισμός και το λογισμικό που αναφέρονται στο PMQP είναι σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων. Κατά την προσφεύγουσα, η συγγραφή υποχρεώσεων καλούσε τους μετέχοντες στον διαγωνισμό να υποβάλουν το PMQP αναφέροντας, μεταξύ άλλων, «τα παραδοτέα προϊόντα και τα σχετικά έγγραφα (π.χ. προϊόντα, υλικά, ηλεκτρονικό εξοπλισμό, λογισμικά, εκθέσεις, εργαλεία παρακολούθησης κ.λπ.)».

99      Όπως όμως επισήμανε η Επιτροπή, η περιγραφή του PMQP στη συγγραφή υποχρεώσεων είναι κοινή και για τις τρεις παρτίδες. Μολονότι η συγγραφή υποχρεώσεων απαριθμεί διάφορα πιθανά παραδοτέα προϊόντα, πρέπει ευλόγως να γίνει δεκτό ότι η καταλληλότητα των παραδοτέων αυτών προϊόντων εξαρτάται από την παρτίδα την οποία αφορά η προσφορά.

100    Ορθώς επομένως η Επιτροπή τόνισε, με το έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007, ότι «[προσδοκούσε] μεγαλύτερη εξειδίκευση του PMQP, το οποίο εντούτοις ανέφερε παραδοτέο εξοπλισμό και παραδοτέα λογισμικά (βλ. π.χ. τη σελίδα 933 του Handover file) που δεν έχουν καμία αξία για την παρτίδα 1».

101    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή τής καταλογίζει ότι δεν ανέπτυξε την περιγραφή των εργασιών και ότι περιορίστηκε να τις αντιγράψει από τη συγγραφή υποχρεώσεων. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι, όσον αφορά το προσχέδιο του PMQP, χρησιμοποίησε μια δοκιμασμένη μεθοδολογία και ένα πρότυπο που είχε ήδη χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο της συνεργασίας της με την Επιτροπή, καθόσον οι ειδικές προϋποθέσεις των οικείων συμβάσεων δεν ήσαν γνωστές κατά τον χρόνο της κατάρτισης της προσφοράς.

102    Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι στο σημείο 4.3.8.3 της συγγραφής υποχρεώσεων το PMQP ορίζεται ως το πρώτο παραδοτέο αγαθό του σχεδίου και προβλέπεται ότι πρέπει να αφορά ειδικά κάθε σχέδιο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, δεχόμενη ότι η προσφεύγουσα δεν ανέπτυξε την περιγραφή των εργασιών, δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης.

103    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης κατά την αξιολόγηση της προσφοράς της προσφεύγουσας από την άποψη του υπ’ αριθ. 2 ποιοτικού κριτηρίου ανάθεσης για την παρτίδα 1.

 Όσον αφορά το υπ’ αριθ. 3 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης: «Ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 1»

104    Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι η προσφορά της προσφεύγουσας βαθμολογήθηκε με 21,667 μονάδες (με ανώτατη βαθμολογία το 30) σε σχέση με το υπ’ αριθ. 3 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης. Η Επιτροπή, με το έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007, επισήμανε ότι η μεθοδολογική προσέγγιση για την εκτέλεση των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 1 δεν ήταν πολύ λεπτομερής και ότι στην προσφορά δεν περιγράφονταν σαφώς το είδος του «ποιοτικού ελέγχου» που θα πραγματοποιούνταν για τα στοιχεία του περιεχομένου που θα προέρχονταν από τη Λιθουανία ούτε οι κατευθυντήριες συντακτικές γραμμές με βάση τις οποίες θα πραγματοποιούνταν ο έλεγχος αυτός. Στο έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007 αναφέρεται επίσης ότι η εξάμηνη προθεσμία για την παράδοση της τελικής έκθεσης ήταν ορθή και ότι επομένως το γεγονός ότι για την προθεσμία αυτή αναφέρονταν 52 ημέρες οφειλόταν πιθανώς σε τυπογραφικό λάθος.

105    Πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η μεθοδολογική προσέγγισή της για την εκτέλεση των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 1 δεν ήταν πολύ λεπτομερής. Η προσφεύγουσα θεωρεί επίσης ότι δεν δικαιολογείται ούτε το σχόλιο ότι, όσον αφορά τους απαιτούμενους ποιοτικούς ελέγχους των στοιχείων του περιεχομένου που θα προέρχονταν από τη Λιθουανία, η αναφορά στις κατευθυντήριες συντακτικές γραμμές δεν ήταν σαφής και ότι δεν αναφερόταν το είδος του «ποιοτικού ελέγχου». Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι συμμορφώθηκε πλήρως προς τη συγγραφή υποχρεώσεων. Συναφώς ισχυρίζεται ότι η συγγραφή υποχρεώσεων ανέφερε ότι οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να υποβάλουν μια γενική προσφορά, η οποία να προτείνει λύση για την «εναλλακτική δυνατότητα 1» και να συνοδεύεται από ένα έγγραφο τεσσάρων το πολύ σελίδων, στο οποίο να περιγράφονται με συντομία οι διάφορες προτεινόμενες εργασίες και η μεθοδολογία για κάθε εργασία. Προβλεπόταν ειδικότερα ότι ιδιαίτερη σημασία θα αποδιδόταν στα παραδοτέα τελικά προϊόντα. Η προσφεύγουσα συνάγει από τα ανωτέρω ότι η συγγραφή υποχρεώσεων δεν απαιτούσε «πολύ λεπτομερείς διευκρινίσεις». Επιπλέον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι εξέθεσε τη μεθοδολογία της ως προς τη «διασφάλιση της ποιότητας» και τις διαδικασίες ελέγχου σε πολλά σημεία της προσφοράς της, και κυρίως στις σελίδες 830 και 831.

106    Από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν συνάγεται πάντως ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε κάποιο πρόδηλο σφάλμα. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε σε ορισμένα άλλα χωρία της προσφοράς, και ιδίως στις σελίδες 830 και 831, προκειμένου να αποδείξει ότι είχε συμμορφωθεί με τη συγγραφή υποχρεώσεων. Δεν προσκόμισε όμως κανένα συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ενέχει πρόδηλο σφάλμα.

107    Όπως τονίζει η Επιτροπή, από την αξιολόγηση της προσφοράς της προσφεύγουσας από την άποψη του υπ’ αριθ. 1 ποιοτικού κριτηρίου ανάθεσης προκύπτει ότι η προταθείσα μεθοδολογική προσέγγιση για την παροχή των υπηρεσιών που αφορούσαν τις εργασίες σύνταξης θεωρήθηκε υπερβολικά γενική. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή ευλόγως έκρινε ότι η γενικότητα αυτής της μεθοδολογικής προσέγγισης που προτεινόταν για την παροχή των υπηρεσιών που αφορούσαν τις εργασίες σύνταξης επηρέαζε την προσέγγιση σχετικά με την εκτέλεση των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 1. Επομένως, η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η εναλλακτική δυνατότητα 1 δεν ήταν ιδιαίτερα λεπτομερής από την άποψη του υπ’ αριθ. 3 ποιοτικού κριτηρίου ανάθεσης δεν ενέχει πρόδηλο σφάλμα.

108    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι στην προσφορά αναφερόταν ότι η προθεσμία παράδοσης ήταν 52 ημέρες οφειλόταν σε τυπογραφικό λάθος, το οποίο δεν έπρεπε να επηρεάσει τη βαθμολογία της σχετικά με το ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης.

109    Από την απόφαση της 21ης Μαΐου 2007 προκύπτει πάντως ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η αναγραφή προθεσμίας 52 ημερών οφειλόταν πιθανώς σε τυπογραφικό λάθος. Από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι υπήρξαν αρνητικές συνέπειες για την προσφεύγουσα εξ αυτού του γεγονότος. Κατά συνέπεια, δεν έχει αποδειχθεί επ’ αυτού κανένα πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης.

110    Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση της προσφοράς της από την άποψη του υπ’ αριθ. 3 ποιοτικού κριτηρίου ανάθεσης.

 Όσον αφορά το υπ’ αριθ. 4 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης: «Ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 2»

111    Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι η προσφορά της προσφεύγουσας βαθμολογήθηκε με 14 μονάδες (με ανώτατη βαθμολογία το 30) σε σχέση με το υπ’ αριθ. 4 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η προσέγγιση που πρότεινε η προσφεύγουσα για την εκτέλεση των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας «Work Package 1.2» (στο εξής: εναλλακτική δυνατότητα 2) θεωρήθηκε μέτρια. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται επίσης ότι η συγγραφή υποχρεώσεων ορίζει την «αμοιβαία σχέση» μεταξύ της εναλλακτικής δυνατότητας «Work Package 1.1» (στο εξής: εναλλακτική δυνατότητα 1) και της εναλλακτικής δυνατότητας 2, αλλά ότι το στοιχείο αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη στην προσφορά. Με την προσβαλλόμενη απόφαση τονίζεται ότι η προσφεύγουσα στηρίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι όλα τα έγγραφα θα παραλαμβάνονται σε δεδομένο χρονικό σημείο, αλλά η υπόθεση αυτή δεν συμβιβάζεται με την εναλλακτική δυνατότητα 1 και δεν λαμβάνει υπόψη τον αναγκαίο χρόνο για τις μεταφράσεις.

112    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατά τη συγγραφή υποχρεώσεων, η εναλλακτική δυνατότητα 1 αφορά τις εργασίες σύνταξης. Οι εργασίες που προβλέπονται για την εναλλακτική δυνατότητα 1 συνίστανται κυρίως στη συμπλήρωση, ενημέρωση και βελτίωση διαφόρων περιγραφικών δελτίων και συνόλων συνδέσμων για το περιεχόμενο ευρωπαϊκού χαρακτήρα (εργασία 1) και διαφόρων περιγραφικών δελτίων και συνόλων συνδέσμων που αποστέλλονται από τα κράτη μέλη (εργασία 2). Η εναλλακτική δυνατότητα 2 αφορά την εργασία της μετάφρασης των στοιχείων του περιεχομένου που περιγράφονται στην εναλλακτική δυνατότητα 1. Η εναλλακτική δυνατότητα 2 προβλέπει συγκεκριμένα τις ακόλουθες δύο εργασίες: τη μετάφραση των διαφόρων περιγραφικών δελτίων και συνόλων συνδέσμων που αφορούν αφενός το περιεχόμενο ευρωπαϊκού χαρακτήρα και αφετέρου το περιεχόμενο που αποστέλλεται από τα κράτη μέλη.

113    Πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της εκτίμησης ότι το οργανόγραμμα εργασίας (το χρονοδιάγραμμα) ήταν γενικό. Υποστηρίζει ότι το οργανόγραμμα εργασίας εξέθετε σε γενικές γραμμές τις προς εκτέλεση εργασίες, οι οποίες είχαν εκτεθεί λεπτομερώς στα σημεία 2 (1047 και 1048) και 3 (1049 και 1050) της προσφοράς της. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι οι εν λόγω εργασίες παρουσιάστηκαν εν εκτάσει στο σχετικό σημείο του εγγράφου μεθοδολογικής προσέγγισης, το οποίο αφορούσε το υπ’ αριθ. 1 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης (886 έως 890 της προσφοράς).

114    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι κατά την εκτίμηση της προσφοράς από την άποψη του υπ’ αριθ. 4 ποιοτικού κριτηρίου ανάθεσης υπήρξε οποιοδήποτε πρόδηλο σφάλμα. Όπως τονίζει η Επιτροπή, η προσφορά αξιολογήθηκε από την άποψη του υπ’ αριθ. 4 ποιοτικού κριτηρίου ανάθεσης. Η εκτίμηση δεν αφορά συνεπώς το περιεχόμενο των προς πραγματοποίηση εργασιών, αλλά τον προγραμματισμό τους. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αναιρεί τη διαπίστωση ότι τα στοιχεία που περιείχε η προσφορά σχετικά με τον προγραμματισμό των προς πραγματοποίηση εργασιών ήσαν υπερβολικά γενικά.

115    Δεύτερον, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η προσφορά της δεν στηριζόταν ρητά στην υπόθεση ότι όλα τα έγγραφα θα αποστέλλονταν ταυτόχρονα. Ισχυρίζεται επίσης ότι η συγγραφή υποχρεώσεων δεν προσδιόριζε την προθεσμία προσκόμισης των εγγράφων.

116    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει πάντως ότι, αν ληφθούν υπόψη τα προβλεπόμενα στη συγγραφή υποχρεώσεων (βλ. παραπάνω τη σκέψη 112), η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά το γεγονός ότι η εναλλακτική δυνατότητα 1 περιγράφει το περιεχόμενο που πρόκειται να δημιουργηθεί ή να ενημερώνεται και ότι η εναλλακτική δυνατότητα 2 αφορά τη μετάφραση αυτού του περιεχομένου. Η σχέση μεταξύ αυτών των δύο εναλλακτικών δυνατοτήτων είναι προφανής και αποτελεί τη λογική απόρροια των απαιτήσεων που τίθενται για την εναλλακτική δυνατότητα 2. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι τα ζητήματα που αφορούν το χρονικό σημείο παραλαβής των στοιχείων του περιεχομένου αυτού και τον χρόνο που είναι αναγκαίος για τη μετάφρασή τους πρέπει να εκτιμηθούν στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ της εναλλακτικής δυνατότητας 1 και της εναλλακτικής δυνατότητας 2.

117    Όσον αφορά το χρονικό σημείο παραλαβής των εγγράφων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφορά της προσφεύγουσας δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών περιεχομένου προς μετάφραση (δηλαδή μεταξύ του περιεχομένου που ορίζεται σε σχέση με την εργασία 1 και αυτού που προβλέπεται σε συνάρτηση με την εργασία 2).

118    Επ’ αυτού η Επιτροπή τονίζει ορθά ότι, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών περιεχομένου δεν οφείλεται σε κάποιο άγνωστο κριτήριο αξιολόγησης, αλλά αποτελεί σαφώς απαίτηση προβλεπόμενη στο σημείο 4.4.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων.

119    Όσον αφορά τον χρόνο που είναι αναγκαίος για τη μετάφραση του περιεχομένου αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως τονίζει η Επιτροπή, η προθεσμία παράδοσης «T0 + 51 εργάσιμες ημέρες», την οποία πρότεινε η προσφεύγουσα με το σημείο 2.3 της προσφοράς της (σ. 1040), δεν συμβιβαζόταν με την εναλλακτική δυνατότητα 1, κατά την οποία ο συνολικός αριθμός ημερών μετάφρασης που πρόβλεπε η προσφεύγουσα είναι 55, δηλαδή 30 ημέρες για τη μετάφραση του περιεχομένου ευρωπαϊκής κλίμακας («WU 4.1») και 25 ημέρες για τη μετάφραση του περιεχομένου που προέρχεται από τα κράτη μέλη («WU 4.2») (σ. 1032).

120    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης κατά την αξιολόγηση της προσφοράς από την άποψη του υπ’ αριθ. 4 ποιοτικού κριτηρίου ανάθεσης.

121    Από το σύνολο των παραπάνω σκέψεων προκύπτει ότι δεν υπήρξε κανένα πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης κατά την αξιολόγηση της προσφοράς από την άποψη των τεσσάρων κριτηρίων ανάθεσης. Κατά συνέπεια, ο υπό εξέταση λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του λόγου ακύρωσης που αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και την παράβαση της υποχρέωσης διαφάνειας

122    Δεδομένου ότι η προσφυγή είναι βάσιμη καθόσον βάλλει κατά της απόφασης της 13ης Ιουλίου 2007, ο λόγος ακύρωσης που αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και την παράβαση της υποχρέωσης διαφάνειας θα εξεταστεί μόνο σε σχέση με την απόφαση της 21ης Μαΐου 2007.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

123    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχει παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης και ότι δεν έχει τηρηθεί η υποχρέωση διαφάνειας.

124    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται καταρχάς ότι έπρεπε να της έχουν διαβιβαστεί πλήρες αντίγραφο της έκθεσης της επιτροπής αξιολόγησης και αντίγραφο της προσφοράς του επιλεγέντος αναδόχου, προκειμένου να είναι σε θέση να καταλάβει την απόφαση της 21ης Μαΐου 2007. Παρατηρεί συναφώς ότι ζήτησε ρητά από την Επιτροπή να της διαβιβάσει τα έγγραφα αυτά, αλλά συνάντησε άρνηση. Στη συνέχεια η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε ορθά την προσφορά και την απέρριψε κατόπιν κακής ερμηνείας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να λάβει γνώση όλων των κριτηρίων αξιολόγησης που εφάρμοσε η Επιτροπή. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε κριτήρια που δεν προβλέπονται στη συγγραφή υποχρεώσεων.

125    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητεί την απόρριψη του λόγου ακύρωσης.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

126    Οι αιτιάσεις σχετικά με την παράβαση της υποχρέωσης διαφάνειας και με την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να απορριφθούν.

127    Καταρχάς, κακώς η προσφεύγουσα προβάλλει το γεγονός ότι δεν της διαβιβάστηκαν η έκθεση της επιτροπής αξιολόγησης και αντίγραφο της προσφοράς του επιλεγέντος αναδόχου. Η υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει η Επιτροπή δεν την υποχρέωνε να της διαβιβάσει τα εν λόγω έγγραφα. Το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει απλώς ότι η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί, κατόπιν σχετικής έγγραφης αίτησης, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς και το όνομα του αναδόχου εντός 15 ημερών από την παραλαβή της έγγραφης αίτησης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2007, T‑250/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 113, καθώς και, κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Μαΐου 1996, T‑19/95, Adia interim κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑321, σκέψη 31).

128    Εξάλλου, κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχουν παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η υποχρέωση διαφάνειας, ισχυριζόμενη ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε ορθά την προσφορά της και ότι την απέρριψε κατόπιν κακής ερμηνείας. Η επιχειρηματολογία αυτή συμπίπτει ουσιαστικά με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του λόγου ακύρωσης που στηριζόταν στην ύπαρξη πρόδηλων σφαλμάτων εκτίμησης της Επιτροπής και δεν είναι λυσιτελής στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου ακύρωσης. Η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι υπέστη η ίδια οποιαδήποτε διάκριση σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Αντίθετα, η Επιτροπή επικαλέστηκε πολλούς αντικειμενικούς λόγους ως ερείσματα της απόφασής της να μην κατακυρώσει τη σύμβαση στην προσφεύγουσα.

129    Επιπλέον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να λάβει γνώση όλων των κριτηρίων αξιολόγησης προβάλλεται γενικά και αόριστα. Από το απόσπασμα της έκθεσης αξιολόγησης που είχε επισυναφθεί στο έγγραφο της Επιτροπής της 29ης Μαΐου 2007 προκύπτει άλλωστε ότι η προσφορά της προσφεύγουσας αξιολογήθηκε με βάση αποκλειστικά και μόνον τα ποιοτικά κριτήρια ανάθεσης που προβλέπονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

130    Τέλος, για τον ίδιο λόγο, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή εφάρμοσε κριτήρια που δεν προβλέπονται στη συγγραφή υποχρεώσεων.

131    Δεδομένου ότι κανείς από τους λόγους ακύρωσης που πρόβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι βάσιμος, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αφορά το αίτημα ακύρωσης της απόφασης της 21ης Μαΐου 2007 να μη γίνει δεκτή η προσφορά της προσφεύγουσας για την παρτίδα 1 και να κατακυρωθεί η σύμβαση σε άλλον προσφέροντα.

2.     Επί της αγωγής αποζημίωσης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

132    Η προσφεύγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση ύψους 750 000 ευρώ για τη ζημία που της προξένησε η απόφαση της 21ης Μαΐου 2007 και αποζημίωση ύψους 400 000 ευρώ για τη ζημία που της προξένησε η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007. Η προσφεύγουσα στηρίζεται συναφώς στα άρθρα 235 ΕΚ και 288 ΕΚ.

133    Η προσφεύγουσα αφενός ισχυρίζεται ότι τα ποσά που ζητεί αντιπροσωπεύουν το κέρδος που θα είχε πραγματοποιήσει από τις δύο συμβάσεις, αν είχαν κατακυρωθεί σ’ αυτή. Αφετέρου υποστηρίζει ότι απέδειξε, στο πλαίσιο της προσφυγής ακύρωσης, ότι η Επιτροπή διέπραξε σοβαρή και κατάφωρη παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου που προστατεύει τους ιδιώτες.

134    Η Επιτροπή ζητεί, κυρίως, την απόρριψη της αγωγής αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης ως απαράδεκτης και, επικουρικά, την απόρριψή της ως προδήλως αβάσιμης.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

135    Καταρχάς πρέπει να προσδιοριστεί η έκταση της ζημίας την οποία υποστηρίζει, με τα δικόγραφά της, ότι υπέστη η προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα αναφέρει καταρχάς ως ζημία της την απώλεια των συμβάσεων-πλαισίων. Αναφέρεται επίσης, με το σημείο 99 του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής, στις σκέψεις της απόφασης του Πρωτοδικείου της 17ης Μαρτίου 2005, T‑160/03, AFCon Management Consultants κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II-981, σκέψη 102), οι οποίες αφορούσαν την αποκατάσταση της ζημίας που οφείλεται στις δαπάνες συμμετοχής σε διαδικασία διαγωνισμού. Η προσφεύγουσα τόνισε πάντως σαφώς, με το σημείο 52 του υπομνήματος απάντησης, ότι δεν ζητούσε την επιδίκαση αποζημίωσης για τις δαπάνες συμμετοχής της στη διαδικασία του διαγωνισμού.

136    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μόνη ζημία την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα και για την οποία ζητεί αποζημίωση είναι η απώλεια των συμβάσεων-πλαισίων.

137    Κατά πάγια πλέον νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, γεννάται λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, μόνον εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, και συγκεκριμένα έλλειψη νομιμότητας της προσαπτόμενης στα όργανα συμπεριφοράς, υποστατό της ζημίας και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, T‑175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑729, σκέψη 44, της 16ης Οκτωβρίου 1996, T‑336/94, Efisol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1343, σκέψη 30, και της 11ης Ιουλίου 1997, T‑267/94, Oleifici Italiani κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1239, σκέψη 20). Αν δεν πληρούται έστω και μία από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C-146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4199, σκέψη 81).

138    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις γένεσης εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής.

139    Πρώτον, όσον αφορά το αίτημα αποζημίωσης για τη ζημία που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της απόφασης της 21ης Μαΐου 2007, από τις σκέψεις που διατυπώθηκαν σε σχέση με το ακυρωτικό αίτημα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή είχε επιδείξει παράνομη συμπεριφορά. Πράγματι, όλα τα επιχειρήματα που πρόβαλε η προσφεύγουσα για να αποδείξει την έλλειψη νομιμότητας της απόφασης της 21ης Μαΐου 2007 εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν.

140    Από την προπαρατεθείσα όμως νομολογία (βλ. ανωτέρω τη σκέψη 137) προκύπτει ότι η μη συνδρομή έστω και μιας από τις προϋποθέσεις γένεσης εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής αρκεί για να διαπιστωθεί η μη ύπαρξη τέτοιας ευθύνης.

141    Κατά συνέπεια, η αγωγή αποζημίωσης για τη ζημία που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της απόφασης της 21ης Μαΐου 2007 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί του παραδεκτού της.

142    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το αίτημα αποζημίωσης που στηρίζεται στην ύπαρξη εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής λόγω της έκδοσης της απόφασης της 13ης Ιουλίου 2007.

143    Συναφώς αρκεί η διαπίστωση ότι το αίτημα αποζημίωσης στηρίζεται στους ίδιους λόγους και ισχυρισμούς που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης της 13ης Ιουλίου 2007. Κατόπιν της εξέτασης του αιτήματος αυτού διαπιστώθηκε ότι η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007 είναι πλημμελώς αιτιολογημένη και πρέπει συνεπώς να ακυρωθεί.

144    Επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι, μολονότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007, αυτό δεν αποτελεί απόδειξη για το ότι η κατακύρωση της σύμβασης στον επιλεγέντα ανάδοχο συνιστά πταίσμα ή ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του γεγονότος αυτού και της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Φεβρουαρίου 2003, T‑4/01, Renco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑171, σκέψη 89). Πράγματι, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η Επιτροπή θα είχε κατακυρώσει την επίμαχη σύμβαση στην προσφεύγουσα, αν η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007 είχε αιτιολογηθεί επαρκώς.

145    Κατά συνέπεια, η αγωγή αποζημίωσης για τη ζημία που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της απόφασης της 13ης Ιουλίου 2007 πρέπει, καθόσον στηρίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας της εν λόγω απόφασης, να απορριφθεί ως αβάσιμη, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί του παραδεκτού της.

146    Η αγωγή αυτή, καθόσον στηρίζεται σε άλλους λόγους και ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής ακύρωσης, είναι πρόωρη και πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο αυτόν (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Μαΐου 1995, T‑478/93, Wafer Zoo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1479, σκέψεις 49 και 50, και της 15ης Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑259 και II‑1263, σκέψεις 95 και 101). Συγκεκριμένα, αφού η απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007 δεν είναι αιτιολογημένη, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει κατά πόσον αποτελεί απόρροια πρόδηλου σφάλματος εκτίμησης ή παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ή παράβασης της υποχρέωσης διαφάνειας, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα. Η προσφυγή ακύρωσης που θα στηριζόταν στους λόγους αυτούς θα μπορούσε ενδεχομένως να εξεταστεί υπό το πρίσμα των αιτιολογιών της απόφασης που θα αντικαταστήσει την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007, κατόπιν της ακύρωσής της από το Γενικό Δικαστήριο.

147    Κατά συνέπεια, η αγωγή αποζημίωσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

148    Το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κατά της έκθεσης λογιστικού ελέγχου που κατέθεσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και επί της λυσιτέλειας του εγγράφου αυτού, καθώς και ενός ηλεκτρονικού μηνύματος που είχε στείλει η Επιτροπή στην προσφεύγουσα και ενός εγγράφου που περιελάμβανε μια άλλη πρόσκληση προς υποβολή προσφορών, τα οποία επίσης κατέθεσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διαπιστώνει ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για την επίλυση της διαφοράς. Συνεπώς, τα εν λόγω έγγραφα δεν έχουν ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο για την έκδοση της παρούσας απόφασης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Οκτωβρίου 1998, T‑13/96, TEAM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑4073, σκέψη 79).

 Επί των δικαστικών εξόδων

149    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να ορίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

150    Δεδομένου ότι η προσφυγή-αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή, αποφασίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση των επίδικων περιστατικών, ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα θα φέρει το 50 % των δικών της εξόδων και το 50 % των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η δε Επιτροπή θα φέρει το 50 % των δικών της εξόδων και το 50 % των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Ιουλίου 2007, με την οποία αφενός απορρίφθηκε η προσφορά που είχε υποβάλει η Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού ENTR/05/078, για την παρτίδα 2 (διαχείριση της υποδομής), με αντικείμενο τη διαχείριση και τη συντήρηση της δικτυακής πύλης «Η Ευρώπη σου», και αφετέρου κατακυρώθηκε η σύμβαση αυτή σε άλλο προσφέροντα.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή ακύρωσης κατά τα λοιπά.

3)      Απορρίπτει την αγωγή αποζημίωσης.

4)      Η Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ φέρει το 50 % των δικών της εξόδων και το 50 % των εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η δε Επιτροπή φέρει το 50 % των δικών της εξόδων και το 50 % των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2010.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

1.  Ο δημοσιονομικός κανονισμός και οι κανόνες εφαρμογής του

2.  Η προκήρυξη του διαγωνισμού και η συγγραφή υποχρεώσεων

Ιστορικό της διαφοράς

1.  Όσον αφορά την παρτίδα 1

2.  Όσον αφορά την παρτίδα 2

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί της προσφυγής ακύρωσης

Επί του λόγου ακύρωσης που αφορά την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Επί της αιτιολογίας που παρατίθεται στην απόφαση της 21ης Μαΐου 2007 και στο έγγραφο της 29ης Μαΐου 2007 (παρτίδα 1)

–  Επί της αιτιολογίας που παρατίθεται στην απόφαση της 13ης Ιουλίου 2007 και στο έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2007 (παρτίδα 2)

Επί του λόγου ακύρωσης που αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης (παρτίδα 1)

Όσον αφορά το υπ’ αριθ. 1 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης: «Ικανότητα αντίληψης της προς εκτέλεση εργασίας και καταλληλότητα της προτεινόμενης μεθόδου εργασίας»

Όσον αφορά το υπ’ αριθ. 2 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης: «Ποιότητα και πληρότητα του προσχεδίου του PMQP και ειδικότερα των διαδικασιών που προτείνονται για τη “διασφάλιση της ποιότητας” και τον “ποιοτικό έλεγχο”»

Όσον αφορά το υπ’ αριθ. 3 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης: «Ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 1»

Όσον αφορά το υπ’ αριθ. 4 ποιοτικό κριτήριο ανάθεσης: «Ποιότητα του προτεινόμενου προγραμματισμού του σχεδίου και της προτεινόμενης χρήσης των διαθέσιμων πόρων για την εκτέλεση όλων των εργασιών της εναλλακτικής δυνατότητας 2»

Επί του λόγου ακύρωσης που αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και την παράβαση της υποχρέωσης διαφάνειας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί της αγωγής αποζημίωσης

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.