Language of document : ECLI:EU:C:2023:307

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 20ής Απριλίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Διανοητική ιδιοκτησία – Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Παρουσίαση στο κοινό – Έννοια – Μετάδοση μουσικής υπόκρουσης – Οδηγία 2006/115/ΕΚ – Άρθρο 8, παράγραφος 2 – Εύλογη αμοιβή – Απλή παροχή υλικών μέσων – Μεγαφωνικός εξοπλισμός αμαξοστοιχιών και αεροσκαφών – Τεκμήριο περί παρουσιάσεως στο κοινό»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑775/21 και C‑826/21,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2020 και της 1ης Ιουλίου 2021, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 15 και 22 Δεκεμβρίου 2021, στο πλαίσιο των δικών

Blue Air Aviation SA

κατά

UCMR – ADA Asociaţia pentru Drepturi de Autor a Compozitorilor (C‑775/21),

και

Uniunea Producătorilor de Fonograme din România (UPFR)

κατά

Societatea Naţională de Transport Feroviar de Călători (SNTFC) «CFR Călători» SA (C‑826/21),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. G. Xuereb, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Societatea Naţională de Transport Feroviar de Călători (SNTFC) «CFR Călători» SA, εκπροσωπούμενη από τον T. Preoteasa,

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane, A. Rotăreanu και A. Wellman,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Biolan, καθώς και από τις P. Němečková και J. Samnadda,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών, η μεν πρώτη στην υπόθεση C‑775/21, Blue Air Aviation SA (στο εξής: Blue Air) κατά UCMR – ADA Asociaţia pentru Drepturi de Autor a Compozitorilor (στο εξής: UCMR – ADA), η οποία αφορά την υποχρέωση της Blue Air να καταβάλλει στην UCMR – ADA αμοιβές για τη μετάδοση μουσικών έργων υπό τη μορφή υπόκρουσης εντός επιβατικών αεροσκαφών, η δε δεύτερη στην υπόθεση C‑826/21, Uniunea Producătorilor de Fonograme din România (UPFR) κατά Societatea Nalaborională de Transport Feroviar de Călători (SNTFC) «CFR Călători» SA (στο εξής: CFR), η οποία αφορά την υποχρέωση καταβολής αμοιβών για την εντός αμαξοστοιχιών διάθεση εγκαταστάσεων δυνάμενων να χρησιμοποιηθούν για την παρουσίαση μουσικών έργων στο κοινό.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Στις 20 Δεκεμβρίου 1996, συνήφθη στη Γενεύη (Ελβετία) και στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) η Συνθήκη του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία (στο εξής: Συνθήκη του ΠΟΔΙ), η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000, σχετικά με την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της συνθήκης του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία και της συνθήκης του ΠΟΔΙ για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (ΕΕ 2000, L 89, σ. 6), και τέθηκε σε ισχύ, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις 14 Μαρτίου 2010 (ΕΕ 2010, L 32, σ. 1).

4        Το άρθρο 8 της Συνθήκης του ΠΟΔΙ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό», ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 1, σημείο 2, του άρθρου 11α, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2, του άρθρου 11β, παράγραφος 1, σημείο 2, του άρθρου 14, παράγραφος 1, σημείο 2, και του άρθρου 14α, παράγραφος 1, της [Συμβάσεως για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 9 Σεπτεμβρίου 1886 (Πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), ως έχει μετά την τροποποίηση της 28ης Σεπτεμβρίου 1979], οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν κάθε παρουσίαση των έργων τους στο κοινό, με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, περιλαμβανομένης της διάθεσης στο κοινό των έργων τους κατά τρόπο ώστε τα μέλη του κοινού να μπορούν να έχουν πρόσβαση σ’ αυτά από τον τόπο και κατά το χρόνο της ατομικής επιλογής τους.»

5        Κατά τη διπλωματική διάσκεψη του ΠΟΔΙ της 20ής Δεκεμβρίου 1996, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν σε κοινές δηλώσεις σχετικά με τη Συνθήκη του ΠΟΔΙ.

6        Η κοινή δήλωση σχετικά με το άρθρο 8 της Συνθήκης του ΠΟΔΙ έχει ως εξής:

«Η απλή παροχή των φυσικών μέσων για την παροχή της δυνατότητας ή την πραγματοποίηση παρουσίασης στο κοινό θεωρείται ότι δεν αποτελεί αυτή καθεαυτή παρουσίαση κατά την έννοια της παρούσας Συνθήκης ή της [Συμβάσεως για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 9 Σεπτεμβρίου 1886 (Πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), ως έχει μετά την τροποποίηση της 28ης Σεπτεμβρίου 1979]. […]»

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2001/29

7        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 4, 6, 7, 9, 10, 23 και 27 της οδηγίας 2001/29 έχουν ως εξής:

«(1)      Η Συνθήκη [ΛΕΕ] προβλέπει την εγκαθίδρυση εσωτερικής αγοράς και την καθιέρωση ενός συστήματος που θα αποτρέπει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Η εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα δικαιώματα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων αυτών.

[…]

(4)      Η εναρμόνιση του νομικού πλαισίου περί δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, αυξάνοντας την ασφάλεια του δικαίου και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, θα ενθαρρύνει τη διενέργεια σημαντικών επενδύσεων στη δημιουργικότητα και την καινοτομία, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής των δικτύων, και θα οδηγήσει με τη σειρά της στην ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, όσον αφορά τόσο τη διάθεση του περιεχομένου των έργων και την πληροφορική, όσο και γενικότερα ένα ευρύ φάσμα βιομηχανικών και πολιτιστικών κλάδων. Αυτό θα συμβάλει στη διατήρηση θέσεων απασχόλησης και στη δημιουργία νέων.

[…]

(6)      Ελλείψει εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο, οι νομοθετικές δραστηριότητες που έχουν ήδη αρχίσει σε αρκετά κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο για να αντιμετωπιστούν οι τεχνολογικές προκλήσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε σημαντικές διαφορές ως προς την προστασία και, ως εκ τούτου, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και των προϊόντων που ενσωματώνουν ή βασίζονται σε δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, προκαλώντας εκ νέου κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς και νομοθετική δυσαρμονία οι επιπτώσεις της νομοθετικής ανομοιογένειας και ανασφάλειας δικαίου θα γίνουν περισσότερο αισθητές με την περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία έχει ήδη εντείνει σημαντικά τη διασυνοριακή εκμετάλλευση της διανοητικής ιδιοκτησίας. Η ανάπτυξη αυτή πρέπει να συνεχιστεί. Η ύπαρξη σημαντικών νομικών διαφορών και αβεβαιοτήτων ως προς την προστασία μπορεί να παρεμποδίσει την υλοποίηση οικονομιών κλίμακας όσον αφορά τα νέα προϊόντα και τις νέες υπηρεσίες που προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα.

(7)      Ως εκ τούτου, το κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει, επίσης, να προσαρμοστεί και συμπληρωθεί, στο βαθμό που είναι αναγκαίος για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς για το σκοπό αυτό, πρέπει να τροποποιηθούν οι εθνικές διατάξεις για το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα οι οποίες διαφέρουν σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο ή προκαλούν αβεβαιότητα δικαίου, δυσχεραίνοντας την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας στην Ευρώπη και πρέπει να αποφευχθεί η λήψη ετερόκλητων εθνικών μέτρων απέναντι στις τεχνολογικές εξελίξεις. Οι διαφορές που δεν επηρεάζουν δυσμενώς τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς δεν χρειάζεται να καταργηθούν ή να προληφθούν.

[…]

(9)      Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία. Η προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα. Ως εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.

(10)      Για να συνεχίσουν τη δημιουργική και καλλιτεχνική τους εργασία, οι δημιουργοί ή οι ερμηνευτές και εκτελεστές καλλιτέχνες πρέπει να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, όπως και οι παραγωγοί για να μπορούν να χρηματοδοτούν αυτές τις δημιουργίες. Οι απαιτούμενες επενδύσεις για την παραγωγή προϊόντων, όπως τα φωνογραφήματα, οι ταινίες ή τα προϊόντα πολυμέσων, και υπηρεσιών όπως οι “κατ’ αίτησιν” υπηρεσίες, είναι σημαντικές. Χρειάζεται κατάλληλη έννομη προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύλογη αμοιβή και η ικανοποιητική απόδοση των σχετικών επενδύσεων.

[…]

(23)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εναρμονίσει περαιτέρω το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάζει στο κοινό. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί κατά ευρεία έννοια ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να καλύπτει κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να καλύπτει άλλες πράξεις.

[…]

(27)      Η απλή παροχή των υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσίασης δεν αποτελεί καθαυτή παρουσίαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

[…]»

8        Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

2.      Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος:

α)      στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους,

β)      στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους,

γ)      στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους,

δ)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής αναμετάδοσης.

3.      Τα δικαιώματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν αναλώνονται με οιαδήποτε πράξη παρουσίασης ή διάθεσης στο κοινό, με την έννοια του παρόντος άρθρου.»

 Η οδηγία 2006/115/ΕΚ

9        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ 2006, L 376, σ. 28), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και παρουσίαση στο κοινό», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση που ένα φωνογράφημα το οποίο εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιοδήποτε παρουσίαση στο κοινό και προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών των φωνογραφημάτων. Τα κράτη μέλη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και παραγωγών φωνογραφημάτων, μπορούν να θεσπίζουν τους όρους για την κατανομή της αμοιβής αυτής μεταξύ τους.»

 Το ρουμανικό δίκαιο

 Ο νόμος 8/1996

10      Ο Legea nr. 8/1996 privind dreptul de autor și drepturile conexe (νόμος 8/1996 περί πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 60 της 26ης Μαρτίου 1996) τροποποιήθηκε επανειλημμένως, μεταξύ άλλων με τον νόμο 285/2004 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 587 της 30ής Ιουνίου 2004) (στο εξής: νόμος 8/1996). Οι εφαρμοστέες διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου παρατίθενται στις σκέψεις 11 έως 20 κατωτέρω, ως είχαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών.

11      Το άρθρο 13 του νόμου 8/1996 ορίζει τα εξής:

«Η χρήση ενός έργου συνεπάγεται για τον δημιουργό την γένεση αυτοτελών και αποκλειστικών περιουσιακών δικαιωμάτων βάσει των οποίων δύναται να επιτρέπει ή να απαγορεύει:

[…]

f)      την άμεση ή έμμεση παρουσίαση του έργου στο κοινό, με οποιοδήποτε μέσο, περιλαμβανομένης της διαθέσεώς του σε αυτό, κατά τρόπον ώστε τα μέλη του να μπορούν να έχουν πρόσβαση στο έργο από τον τόπο και κατά τον χρόνο της ατομικής επιλογής τους·

[…]».

12      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Νοείται ως δημόσια κάθε παρουσίαση έργου η οποία πραγματοποιείται άμεσα ή με οποιοδήποτε τεχνικό μέσο, σε χώρο ανοικτό στο κοινό ή σε οποιονδήποτε άλλο χώρο όπου συγκεντρώνεται αριθμός προσώπων που υπερβαίνει τον συνήθη κύκλο των μελών μιας οικογένειας και των γνώσεών της, περιλαμβανομένης της σκηνικής αναπαραστάσεως, της απαγγελίας ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου εκτελέσεως ή άμεσης παρουσιάσεως του έργου στο κοινό, της εκθέσεως στο κοινό έργων εικαστικών τεχνών, εφαρμοσμένων τεχνών, φωτογραφίας και αρχιτεκτονικής, την προβολή στο κοινό κινηματογραφικών και άλλων οπτικοακουστικών έργων, περιλαμβανομένων των έργων ψηφιακής τέχνης, την παρουσίαση σε δημόσιο χώρο, μέσω ηχητικών ή οπτικοακουστικών εγγραφών, καθώς και τη με οποιοδήποτε μέσο παρουσίαση σε δημόσιο χώρο έργου το οποίο μεταδίδεται ραδιοτηλεοπτικώς. Ομοίως, νοείται ως δημόσια κάθε παρουσίαση έργου, ενσύρματη ή ασύρματη, η οποία πραγματοποιείται με τη διάθεση στο κοινό, ακόμη και μέσω του διαδικτύου ή άλλων δικτύων πληροφορικής, κατά τρόπον ώστε τα μέλη του να μπορούν να έχουν πρόσβαση στο έργο από τον τόπο και κατά τον χρόνο της ατομικής επιλογής τους.

[…]»

13      Κατά το άρθρο 105, παράγραφος 1, στοιχείο f, του εν λόγω νόμου:

«[…] Ο παραγωγός ηχογραφήσεων έχει το αποκλειστικό περιουσιακό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει:

[…]

f)      τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό των ηχογραφήσεών του, πλην εκείνων που εκδίδονται για εμπορικούς σκοπούς, οπότε δικαιούται μόνον εύλογη αμοιβή».

14      Το άρθρο 1065 του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές και οι παραγωγοί φωνογραφημάτων έχουν δικαίωμα ενιαίας και εύλογης αμοιβής για την άμεση ή έμμεση χρήση φωνογραφημάτων που εκδίδονται για εμπορικούς σκοπούς ή για την αναπαραγωγή τους με ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή με οποιοδήποτε μέσο παρουσιάσεως στο κοινό.

2.      Το ύψος της αμοιβής αυτής καθορίζεται βάσει μεθοδολογιών, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 131, 1311 και 1312

15      Το άρθρο 123, παράγραφοι 1 έως 3, του νόμου 8/1996 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οι κάτοχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων μπορούν να ασκούν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται βάσει του παρόντος νόμου προσωπικώς ή, βάσει εντολής, μέσω οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο παρών νόμος.

2.      Η συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να ασκείται μόνον για έργα που έχουν προηγουμένως καταστεί γνωστά στο κοινό, η δε συλλογική διαχείριση συγγενικών δικαιωμάτων μπορεί να ασκείται μόνο για ερμηνείες και εκτελέσεις που έχουν προηγουμένως καταγραφεί σε υλικό μέσο ή μεταδοθεί ραδιοτηλεοπτικώς, καθώς και για φωνογραφήματα ή εικονογραφήματα που έχουν προηγουμένως καταστεί γνωστά στο κοινό.

3.      Οι κάτοχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων δεν δύνανται να μεταβιβάζουν τα περιουσιακά δικαιώματα που αναγνωρίζονται βάσει του παρόντος νόμου σε οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως.»

16      Το άρθρο 1231 του νόμου αυτού προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχεία e και f, τα εξής:

«Η συλλογική διαχείριση είναι υποχρεωτική για την άσκηση των ακόλουθων δικαιωμάτων:

[…]

e)      το δικαίωμα παρουσιάσεως μουσικών έργων στο κοινό, εξαιρουμένης της δημόσιας προβολής κινηματογραφικών έργων·

f)      το δικαίωμα εύλογης αμοιβής που αναγνωρίζεται στους καλλιτέχνες ερμηνευτές και στους παραγωγούς φωνογραφημάτων για την παρουσίαση στο κοινό και για τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση εμπορικών φωνογραφημάτων ή των αναπαραγωγών τους».

17      Το άρθρο 130, παράγραφος 1, στοιχεία a και b, του εν λόγω νόμου έχει ως ακολούθως:

«Οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως έχουν την υποχρέωση:

a)      να χορηγούν μη αποκλειστικές άδειες στους χρήστες που το ζητούν πριν από οποιαδήποτε χρήση του προστατευόμενου ρεπερτορίου, έναντι αμοιβής, μέσω γραπτής σχετικής αδείας·

b)      να καταρτίζουν μεθοδολογίες για τους τομείς δραστηριότητάς τους, περιλαμβανομένων των συμφωνηθέντων περιουσιακών δικαιωμάτων, που πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως με τους χρήστες με σκοπό την καταβολή των εν λόγω δικαιωμάτων στην περίπτωση έργων των οποίων ο τρόπος εκμεταλλεύσεως καθιστά αδύνατη την εκ μέρους των δικαιούχων χορήγηση ατομικής αδείας».

18      Κατά το άρθρο 131, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου:

«Προκειμένου να κινηθούν οι διαδικασίες διαπραγματεύσεως, οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως πρέπει να υποβάλουν στο [Oficiul Român pentru Drepturile de Autor (ρουμανικό γραφείο δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας)] αίτηση συνοδευόμενη από τις προτεινόμενες προς διαπραγμάτευση μεθοδολογίες, σύμφωνα με το άρθρο 130, παράγραφος 1, στοιχείο a.

[…]»

19      Το άρθρο 1311, παράγραφοι 1 έως 3, του νόμου 8/1996 ορίζει τα εξής:

«1.      Οι μεθοδολογίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως και των εκπροσώπων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 131, παράγραφος 2, στοιχείο b, […]

2.      Οι οργανισμοί συλλογικής διαχειρίσεως δύνανται να απαιτούν από την ίδια κατηγορία χρηστών κατ’ αποκοπήν ή αναλογική αμοιβή, υπολογιζόμενη βάσει των εσόδων που πραγματοποιεί ο χρήστης χάρη στη δραστηριότητα στο πλαίσιο της οποίας χρησιμοποιείται το ρεπερτόριο, όπως για παράδειγμα: ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, καλωδιακή αναμετάδοση ή παρουσίαση στο κοινό, λαμβανομένης υπόψη της ευρωπαϊκής πρακτικής όσον αφορά τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των χρηστών και των εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως. Για τη δραστηριότητα ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως, οι αναλογικές αμοιβές καθορίζονται σε διαφοροποιημένη βάση, κατ’ ευθεία αναλογία προς το μέρος της χρήσεως του υποκειμένου σε συλλογική διαχείριση ρεπερτορίου στη δραστηριότητα αυτή και, ελλείψει εσόδων, βάσει των δαπανών που προκαλούνται από τη χρήση.

3.      Οι κατ’ αποκοπήν ή αναλογικές αμοιβές που μνημονεύονται στην παράγραφο 2 μπορούν να ζητούνται μόνον εφόσον και στο μέτρο που η χρήση αφορά έργα για τα οποία τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή τα συγγενικά προς αυτά δικαιώματα εξακολουθούν να τυγχάνουν της προστασίας που προβλέπει ο νόμος.

[…]».

20      Το άρθρο 1312, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«Η συμφωνία μεταξύ των μερών σχετικά με τις μεθοδολογίες που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης καταγράφεται σε πρωτόκολλο το οποίο κατατίθεται στο ρουμανικό γραφείο δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. […] Χωρεί επίκληση των κατ’ αυτόν τον τρόπο δημοσιευόμενων μεθοδολογιών έναντι όλων των χρηστών του τομέα που αποτέλεσε αντικείμενο των διαπραγματεύσεων και έναντι όλων των εισαγωγέων και κατασκευαστών συσκευών και μέσων για τα οποία οφείλεται αντισταθμιστική αμοιβή για ιδιωτική αντιγραφή, βάσει του άρθρου 107.»

 Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

21      Το άρθρο 249 του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Ο διάδικος που προβάλλει ισχυρισμό κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας φέρει το βάρος της σχετικής αποδείξεως, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς από τον νόμο.»

22      Το άρθρο 329 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«Το δικαστήριο δύναται να στηρίξει την απόφασή του στα τεκμήρια τα οποία λαμβάνει υπόψη κατά διακριτική ευχέρεια μόνον εάν από τη βαρύτητα και την ισχύ τους μπορεί να πιθανολογηθεί το προβαλλόμενο πραγματικό περιστατικό· τα εν λόγω τεκμήρια μπορούν, πάντως, να γίνουν δεκτά μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος επιτρέπει την απόδειξη με μάρτυρες.»

 Η μεθοδολογία περί των αμοιβών που οφείλονται στους κατόχους περιουσιακών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί μουσικών έργων για την παρουσίαση στο κοινό μουσικών έργων υπό τη μορφή μουσικής υπόκρουσης

23      Η Metodologia privind remunerațiile cuvenite titularilor de drepturi patrimoniale de autor de opere muzicale pentru comunicarea publică a operelor muzicale în scop ambiental (Μεθοδολογία περί των αμοιβών που οφείλονται στους κατόχους περιουσιακών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί μουσικών έργων για την παρουσίαση στο κοινό μουσικών έργων υπό τη μορφή μουσικής υπόκρουσης, Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 710 της 7ης Οκτωβρίου 2011), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 198/2012 του ρουμανικού γραφείου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, της 8ης Νοεμβρίου 2012 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 780 της 20ής Νοεμβρίου 2012), προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι χρήστες μουσικών έργων τα οποία μεταδίδονται ως μουσική υπόκρουση υποχρεούνται, πριν από οποιαδήποτε χρήση μουσικών έργων, να λαμβάνουν από την UCMR – ADA μη αποκλειστική άδεια για τη χρήση μουσικών έργων και να καταβάλλουν αμοιβή σύμφωνα με την κλίμακα που περιλαμβάνεται στην παρούσα μεθοδολογία, ανεξάρτητα από την πραγματική διάρκεια της χρήσεως.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας μεθοδολογίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

a)      παρουσίαση στο κοινό μουσικών έργων υπό τη μορφή υπόκρουσης – η παρουσίαση ενός ή περισσότερων μουσικών έργων που πραγματοποιείται σε χώρο ανοικτό στο κοινό ή σε οποιονδήποτε χώρο όπου συναντώνται ή έχουν πρόσβαση σε αυτόν, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, πρόσωπα πέραν του συνήθους κύκλου των μελών μιας οικογένειας και των γνωστών της, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η παρουσίαση και από τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται, με σκοπό τη δημιουργία μουσικής υπόκρουσης για την άσκηση οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας η οποία δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην τη χρήση μουσικών έργων·

b)      χρήστης μουσικών έργων ως μουσικής υπόκρουσης – κάθε εξουσιοδοτημένο νομικό ή φυσικό πρόσωπο, το οποίο κατέχει ή χρησιμοποιεί με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση (κυριότητα, διαχείριση, παραχώρηση, μίσθωση, υπεκμίσθωση, δανεισμό κ.λπ.) χώρους, κλειστούς ή ανοικτούς, στους οποίους είναι εγκατεστημένες ή φυλάσσονται συσκευές και κάθε άλλο τεχνικό ή ηλεκτρονικό μέσο, όπως τηλεοράσεις, ραδιόφωνα/ραδιοφωνικοί δέκτες, κασετόφωνα, στερεοφωνικά συγκροτήματα, εξοπλισμός ηλεκτρονικών υπολογιστών, συσκευές αναπαραγωγής CD, συστήματα ενίσχυσης ήχου και κάθε άλλη συσκευή που καθιστά δυνατή τη λήψη, αναπαραγωγή ή τη μετάδοση ήχου ή εικόνων που συνοδεύονται από ήχο.

[…]

6.      Ο χρήστης υποχρεούται, για το χρονικό διάστημα για το οποίο δεν διαθέτει μη αποκλειστική άδεια χορηγηθείσα από την UCMR – ADA, να της καταβάλει ποσό που αντιστοιχεί στο τριπλάσιο των αμοιβών που θα οφείλονταν νόμιμα αν διέθετε μη αποκλειστική άδεια χρήσης.

7.      Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης μπορούν να ελέγχουν, μέσω εκπροσώπων που έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τον σκοπό αυτόν, τη χρήση μουσικών έργων ως μουσικής υπόκρουσης, οι δε εκπρόσωποι αυτοί έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε χώρο όπου χρησιμοποιείται μουσική ως μουσική υπόκρουση. Οι εκπρόσωποι των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης μπορούν να χρησιμοποιούν φορητό εξοπλισμό εγγραφής ήχου και/ή εικόνας στους χώρους όπου χρησιμοποιούνται τα μουσικά έργα και οι εγγραφές που πραγματοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελούν πλήρη απόδειξη της χρήσεως των μουσικών έργων ως μουσικής υπόκρουσης.»

24      Στην ως άνω μεθοδολογία επισυνάπτεται κλίμακα των αμοιβών που οφείλονται για την παρουσίαση στο κοινό μουσικών έργων υπό τη μορφή μουσικής υπόκρουσης, αναλόγως του είδους του εμπορικού καταστήματος ή του οχήματος όπου πραγματοποιείται η εν λόγω παρουσίαση. Στο σημείο 11 της συγκεκριμένης κλίμακας προβλέπεται, για τις αεροπορικές μεταφορές επιβατών, κατ’ αποκοπήν αμοιβή 200 ρουμανικών λέου (RON) μηνιαίως και ανά αεροσκάφος.

 Η μεθοδολογία για την παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων που εκδίδονται για εμπορικούς σκοπούς ή αναπαραγωγών τους και οι πίνακες των περιουσιακών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών φωνογραφημάτων

25      Η Metodologia privind comunicarea publică a fonogramelor publicate în scop comercial sau a reproducerilor acestora și tabelele cuprinzând drepturile patrimoniale ale artiștilor interpreți ori executanți și producătorilor de fonograme (Mεθοδολογία για την παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων που εκδίδονται για εμπορικούς σκοπούς ή αναπαραγωγών τους και πίνακες των περιουσιακών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών ερμηνευτών ή εκτελεστών και των παραγωγών φωνογραφημάτων, Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 982 της 8ης Δεκεμβρίου 2006), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 189/2013 του ρουμανικού γραφείου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, της 29ης Νοεμβρίου 2013 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 788 της 16 Δεκεμβρίου 2013), ορίζει τα εξής:

«1.      Ως παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων που εκδίδονται για εμπορικούς σκοπούς ή αναπαραγωγών τους νοείται η παρουσίασή τους σε δημόσιους χώρους (κλειστούς ή ανοικτούς), ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιείται η παρουσίαση, με μηχανικά, ηλεκτροακουστικά ή ψηφιακά μέσα (εγκαταστάσεις ενίσχυσης ήχου, συσκευές ηχητικής ή οπτικοακουστικής εγγραφής, ραδιοφωνικοί ή τηλεοπτικοί δέκτες, υλικό πληροφορικής κ.λπ.).

[…]

3.      Για τους σκοπούς της παρούσας μεθοδολογίας, ως χρήστης φωνογραφημάτων νοείται κάθε εξουσιοδοτημένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρουσιάζει στο κοινό φωνογραφήματα που εκδίδονται για εμπορικούς σκοπούς ή αναπαραγωγές τους, σε χώρους του οποίους κατέχει με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση (κυριότητα, διαχείριση, εκμίσθωση, υπεκμίσθωση, δανεισμό κ.λπ.).

[…]

5.      Ο χρήστης υποχρεούται να λαμβάνει άδεια μη αποκλειστικής χρήσεως, χορηγούμενη από τους οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως των […] παραγωγών φωνογραφημάτων, για την παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων που εκδίδονται για εμπορικούς σκοπούς […] έναντι αμοιβής σύμφωνης με τους κατωτέρω πίνακες, ανεξάρτητα από την πραγματική διάρκεια της παρουσίασης στο κοινό.»

26      Στην ως άνω μεθοδολογία επισυνάπτονται δύο πίνακες των αμοιβών που οφείλονται για δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιούνται με μουσική υπόκρουση, αναλόγως του είδους του εμπορικού καταστήματος ή του οχήματος εντός του οποίου ασκούνται οι δραστηριότητες αυτές. Στο σημείο E3, 1, της πρώτης κλίμακας προβλέπεται, για τη σιδηροδρομική μεταφορά επιβατών, μηνιαία αμοιβή ύψους 30 RON ανά όχημα που διαθέτει μεγαφωνικό σύστημα.

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Η υπόθεση C775/21

27      Η UCMR – ADA είναι οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στον χώρο της μουσικής.

28      Στις 2 Μαρτίου 2018, ο ανωτέρω οργανισμός άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunalul București (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία) κατά της εταιρίας αεροπορικών μεταφορών Blue Air, με αίτημα την καταβολή οφειλόμενων αμοιβών, πλέον ποινικών ρητρών, για την παρουσίαση στο κοινό μουσικών έργων εντός αεροσκαφών τα οποία εκμεταλλεύεται η Blue Air, παρουσίαση για την οποία η εν λόγω αεροπορική εταιρία δεν είχε λάβει άδεια.

29      Ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, η Blue Air ισχυρίστηκε ότι εκμεταλλεύεται 28 αεροσκάφη και ότι, μολονότι διαθέτει το απαραίτητο λογισμικό για τη μετάδοση μουσικών έργων σε 22 από τα 28 αεροσκάφη, παρουσίασε στο κοινό, αφού έλαβε την απαιτούμενη άδεια, ένα μόνον μουσικό έργο ως μουσική υπόκρουση σε 14 από τα αεροσκάφη αυτά.

30      Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, η UCMR – ADA διεύρυνε τα αιτήματά της για την καταβολή αμοιβών και ποινικών ρητρών, θεωρώντας ότι η ύπαρξη μεγαφωνικών συστημάτων σε περίπου 22 αεροσκάφη δικαιολογούσε το συμπέρασμα ότι προστατευόμενα έργα είχαν παρουσιασθεί στο κοινό σε όλα τα αεροσκάφη του στόλου της Blue Air.

31      Με απόφαση της 8ης Απριλίου 2019, η αγωγή της UCMR – ADA έγινε δεκτή. Κατ’ ουσίαν, το Tribunalul București (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) έκρινε, βάσει των αποφάσεων της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE (C‑306/05, EU:C:2006:764), και της 15ης Μαρτίου 2012, Phonographic Performance (Ireland) (C‑162/10, EU:C:2012:141), ότι το γεγονός ότι η Blue Air έχει εξοπλίσει τα μεταφορικά μέσα τα οποία εκμεταλλεύεται με συσκευές που καθιστούν δυνατή την παρουσίαση στο κοινό μουσικών έργων ως μουσικής υπόκρουσης δημιουργούσε μαχητό τεκμήριο χρήσεως των έργων αυτών, βάσει του οποίου έπρεπε να κριθεί ότι κάθε αεροσκάφος το οποίο είναι εξοπλισμένο με μεγαφωνικό σύστημα χρησιμοποιεί το σύστημα αυτό για την παρουσίαση του επίμαχου μουσικού έργου στο κοινό, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω απόδειξη συναφώς.

32      Η Blue Air άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Curtea de Apel Bucureşti (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία), υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε μεταδώσει μουσική υπόκρουση εντός των αεροσκαφών τα οποία εκμεταλλεύεται και για τα οποία δεν είχε χορηγηθεί άδεια, καθώς και ότι απλώς και μόνον η ύπαρξη ηχητικών εγκαταστάσεων δεν ισοδυναμούσε με παρουσίαση μουσικών έργων στο κοινό. Προσέθεσε ότι με τη μετάδοση μουσικής υπόκρουσης δεν επεδίωκε κανέναν κερδοσκοπικό σκοπό. Τέλος, παρατήρησε ότι η ύπαρξη μεγαφωνικών συστημάτων στα αεροσκάφη απαιτείται για λόγους ασφαλείας, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η επικοινωνία μεταξύ των μελών του πληρώματος του αεροσκάφους και η επικοινωνία των μελών του πληρώματος αυτού με τους επιβάτες.

33      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απάντηση στο ζήτημα αν, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η παρουσίαση μουσικού έργου υπό τη μορφή μουσικής υπόκρουσης συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29, δεν είναι απολύτως βέβαιη. Εξάλλου, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τον βαθμό αποδείξεως που απαιτείται συναφώς. Επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία ορισμένων εθνικών δικαστηρίων, οσάκις φορέας που ασκεί συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα μνημονεύεται στη μεθοδολογία για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι στον εν λόγω χώρο παρουσιάζονται στο κοινό έργα προστατευόμενα από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Το τεκμήριο αυτό δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, από την αδυναμία των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας να ελέγχουν συστηματικά όλους τους χώρους όπου μπορεί να χρησιμοποιούνται έργα διανοητικής δημιουργίας.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ […] την έννοια ότι η μετάδοση, εντός εμπορικού αεροσκάφους το οποίο μεταφέρει επιβάτες, μουσικού έργου ή αποσπάσματος μουσικού έργου κατά την απογείωση, την προσγείωση ή σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της πτήσης, μέσω του μεγαφωνικού συστήματος του αεροσκάφους, συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, ιδίως (αλλά όχι αποκλειστικά) από την άποψη του κριτηρίου του κερδοσκοπικού χαρακτήρα της παρουσίασης;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

2)      Συνιστά η ύπαρξη επί αεροσκάφους μεγαφωνικού συστήματος, που απαιτείται από τη νομοθεσία περί ασφάλειας της εναέριας κυκλοφορίας, επαρκή βάση ώστε να συναχθεί μαχητό τεκμήριο περί παρουσίασης μουσικών έργων στο κοινό επί του εν λόγω αεροσκάφους;

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο ερώτημα αυτό:

3)      Συνιστά η ύπαρξη επί αεροσκάφους μεγαφωνικού συστήματος, που απαιτείται από τη νομοθεσία περί ασφάλειας της εναέριας κυκλοφορίας, και λογισμικού το οποίο καθιστά δυνατή την παρουσίαση φωνογραφημάτων (τα οποία περιέχουν προστατευόμενα μουσικά έργα) μέσω του συστήματος αυτού επαρκή βάση ώστε να συναχθεί μαχητό τεκμήριο περί παρουσίασης μουσικών έργων στο κοινό επί του εν λόγω αεροσκάφους;»

 Η υπόθεση C826/21

35      Η UPFR είναι οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως συγγενικών προς την πνευματική ιδιοκτησία δικαιωμάτων των παραγωγών φωνογραφημάτων.

36      Στις 2 Δεκεμβρίου 2013, ο ως άνω οργανισμός άσκησε αγωγή κατά της CFR, εταιρίας σιδηροδρομικών μεταφορών, με αίτημα την καταβολή οφειλόμενων αμοιβών, πλέον ποινικών ρητρών, για την παρουσίαση στο κοινό μουσικών έργων εντός των επιβατικών αμαξοστοιχιών που εκμεταλλεύεται η εν λόγω εταιρία. Υποστήριξε, στο πλαίσιο αυτό, ότι, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας περί σιδηροδρομικών μεταφορών, ένα μέρος των αμαξοστοιχιών που εκμεταλλεύεται η CFR πρέπει να είναι εξοπλισμένο με μεγαφωνικά συστήματα και ότι η ύπαρξη τέτοιων συστημάτων ισοδυναμεί με παρουσίαση έργων στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

37      Η ως άνω αγωγή απορρίφθηκε από το Tribunalul București (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου), το οποίο έκρινε ότι, μολονότι, βεβαίως, η εγκατάσταση μεγαφωνικού συστήματος που καθιστά τεχνικώς δυνατή την πρόσβαση του κοινού σε ηχογραφήσεις συνιστά παρουσίαση μουσικών έργων στο κοινό, εντούτοις δεν αποδείχθηκε ότι οι εν χρήσει αμαξοστοιχίες ήταν εξοπλισμένες με τέτοιο σύστημα.

38      Η UPFR άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Curtea de Apel Bucureşti (εφετείου Βουκουρεστίου).

39      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την κρατούσα τάση στην εθνική νομολογία, εκτιμάται, ιδίως βάσει της αποφάσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE (C‑306/05, EU:C:2006:764), ότι η ύπαρξη μεγαφωνικών συστημάτων στα βαγόνια αμαξοστοιχιών ισοδυναμεί με παρουσίαση μουσικών έργων στο κοινό. Το αιτούν δικαστήριο, όμως, διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Προβαίνει σε παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ […] σιδηροδρομικός μεταφορέας που χρησιμοποιεί βαγόνια στα οποία είναι εγκατεστημένα μεγαφωνικά συστήματα που προορίζονται για την ανακοίνωση πληροφοριών στους επιβάτες;

2)      Αντιτίθεται το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ […] σε εθνική ρύθμιση η οποία καθιερώνει μαχητό τεκμήριο περί παρουσίασης στο κοινό στηριζόμενο στην ύπαρξη μεγαφωνικών συστημάτων, σε περίπτωση κατά την οποία η εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων επιβάλλεται από άλλες νομοθετικές διατάξεις διέπουσες τη δραστηριότητα του μεταφορέα;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

41      Με απόφαση της 1ης Μαρτίου 2022, αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑775/21 και C‑826/21 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 54 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε στην υπόθεση C775/21

42      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τη διάταξη αυτή, η εντός μέσου μεταφοράς επιβατών μετάδοση μουσικού έργου υπό τη μορφή μουσικής υπόκρουσης.

43      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

44      Όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι δημιουργοί έχουν δικαίωμα προληπτικής παρεμβάσεως, το οποίο τους επιτρέπει να παρεμβάλλονται μεταξύ των δυνητικών χρηστών του έργου τους και της παρουσιάσεως στο κοινό στην οποία προτίθενται να προβούν οι χρήστες αυτοί, προκειμένου να την απαγορεύσουν (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 δεν διευκρινίζει την έννοια της «παρουσιάσεως στο κοινό», η σημασία και η εμβέλειά της πρέπει να προσδιορισθούν βάσει των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία αυτή και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η ερμηνευόμενη διάταξη (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff, C‑161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι η έννοια αυτή πρέπει, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2001/29, να ερμηνεύεται ευρέως, ως καλύπτουσα κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης και, ως εκ τούτου, κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής. Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 9 και 10 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι κύριος σκοπός της είναι η καθιέρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των δημιουργών ώστε να μπορούν να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τη χρήση των έργων τους, ιδίως σε περίπτωση παρουσίασής τους στο κοινό (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Συναφώς, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, η έννοια της «παρουσιάσεως στο κοινό», κατά το εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 1, απαρτίζεται από δύο σωρευτικά στοιχεία, ήτοι από μια πράξη παρουσιάσεως έργου και από την παρουσίαση του έργου αυτού σε κοινό, και επιβάλλει εξατομικευμένη εκτίμηση (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 2020, Stim και SAMI, C‑753/18, EU:C:2020:268, σκέψη 30, και της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Στο πλαίσιο μιας τέτοιας εκτιμήσεως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφορα συμπληρωματικά κριτήρια, τα οποία δεν είναι αυτοτελή, αλλά αλληλένδετα μεταξύ τους. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να εφαρμόζονται μεμονωμένα αλλά και συνδυαζόμενα μεταξύ τους, δεδομένου ότι η βαρύτητά τους ενδέχεται να ποικίλλει, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2017, Stichting Brein, C‑610/15, EU:C:2017:456, σκέψη 25, και της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Μεταξύ των κριτηρίων αυτών, το Δικαστήριο έχει, αφενός, τονίσει ότι καθοριστική σημασία έχει ο ρόλος του χρήστη και το αν η παρέμβασή του είναι ηθελημένη. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω χρήστης προβαίνει σε πράξη παρουσιάσεως όταν, έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, παρέχει στους πελάτες του πρόσβαση σε προστατευόμενο έργο, ιδίως μάλιστα όταν, χωρίς την παρέμβαση αυτή του χρήστη, οι συγκεκριμένοι πελάτες δεν θα μπορούσαν καταρχήν να έχουν πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Stichting Brein, C‑610/15, EU:C:2017:456, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν στερείται σημασίας ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας της παρουσιάσεως στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media, C‑160/15, EU:C:2016:644, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην απαραίτητη προϋπόθεση η οποία έχει καθοριστική σημασία για την ίδια την ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό (αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2013, ITV Broadcasting κ.λπ., C‑607/11, EU:C:2013:147, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψη 49).

51      Αφετέρου, προκειμένου να υφίσταται «παρουσίαση στο κοινό», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, πρέπει επίσης τα προστατευόμενα έργα να παρουσιάζονται πράγματι σε κοινό [απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, BY (Φωτογραφία ως αποδεικτικό στοιχείο), C‑637/19, EU:C:2020:863, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52      Tο Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι η έννοια του «κοινού» αφορά έναν απροσδιόριστο αριθμό δυνητικών αποδεκτών και, επιπλέον, προϋποθέτει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό προσώπων (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Εν προκειμένω, κατά πρώτον, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκ μέρους του μεταφορέα μετάδοση, εντός μέσου μεταφοράς επιβατών, μουσικού έργου υπό τη μορφή μουσικής υπόκρουσης συνιστά πράξη παρουσιάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, δεδομένου ότι, με τον τρόπο αυτό, ο εν λόγω μεταφορέας παρεμβαίνει, έχοντας πλήρη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του, με σκοπό να παράσχει στους πελάτες του πρόσβαση σε προστατευόμενο έργο, τούτο δε ιδίως όταν, χωρίς τη συγκεκριμένη παρέμβαση, οι πελάτες αυτοί δεν θα μπορούσαν, καταρχήν, να έχουν πρόσβαση στο μεταδιδόμενο έργο.

54      Κατά δεύτερον, ένα τέτοιο μουσικό έργο παρουσιάζεται πράγματι σε κοινό, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως. Μολονότι, βεβαίως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η έννοια του «κοινού» προϋποθέτει ένα ελάχιστο όριο, στοιχείο που αποκλείει από την έννοια αυτή τον πολύ μικρό ή και ασήμαντο αριθμό προσώπων, το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει ότι, προκειμένου να καθορισθεί ο αριθμός αυτός, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, ο αριθμός των προσώπων που μπορούν να έχουν ταυτόχρονα πρόσβαση στο ίδιο έργο, αλλά και ο αριθμός των προσώπων που μπορούν να έχουν διαδοχικά πρόσβαση σε αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψεις 43 και 44, και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Nederlands Uitgeversverbond και Groep Algemene Uitgevers, C‑263/18, EU:C:2019:1111, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Όπως δε επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη έργο μεταδόθηκε πράγματι στο ήμισυ των αεροσκαφών που εκμεταλλεύεται η Blue Air, κατά τη διάρκεια πτήσεων που πραγματοποιεί η εν λόγω αεροπορική εταιρία, με αποτέλεσμα το οικείο κοινό να αποτελείται από όλες τις ομάδες επιβατών οι οποίοι, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, επιβιβάστηκαν στις πτήσεις αυτές, και ένας τέτοιος αριθμός ενδιαφερόμενων προσώπων δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά μικρός ή και ασήμαντος, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως.

56      Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι καθοριστικής σημασίας η μνημονευόμενη από το αιτούν δικαστήριο περίσταση ότι ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας μιας τέτοιας παρουσιάσεως είναι εξαιρετικά αμφίβολος στην περίπτωση μεταδόσεως αποσπασμάτων μουσικών έργων, υπό τη μορφή μουσικής υπόκρουσης, στο σύνολο των επιβατών ενός αεροσκάφους, κατά την απογείωση, την προσγείωση ή οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο της πτήσεως. Πράγματι, ο εν λόγω κερδοσκοπικός χαρακτήρας δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην απαραίτητη προϋπόθεση η οποία έχει καθοριστική σημασία για την ίδια την ύπαρξη παρουσιάσεως στο κοινό, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως.

57      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑775/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τη διάταξη αυτή, η εντός μέσου μεταφοράς επιβατών μετάδοση μουσικού έργου υπό τη μορφή μουσικής υπόκρουσης.

 Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C775/21 και επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C826/21

58      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, ένα εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, Volvo και DAF Trucks, C‑267/20, EU:C:2022:494, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο με τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως και προκειμένου να του δοθεί χρήσιμη απάντηση, τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να αναδιατυπωθούν.

60      Ειδικότερα, όσον αφορά την αγωγή στην υπόθεση C‑826/21, το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα ασκήθηκε από οργανισμό συλλογικής διαχειρίσεως των συγγενικών δικαιωμάτων των παραγωγών φωνογραφημάτων με σκοπό την εκ μέρους της CFR καταβολή εύλογης αμοιβής για την παρουσίαση στο κοινό μουσικών έργων εντός επιβατικών αμαξοστοιχιών τις οποίες εκμεταλλεύεται η εν λόγω επιχείρηση. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της εφαρμογής στην υπό κρίση διαφορά του άρθρου 105, παράγραφος 1, στοιχείο f, του νόμου 8/1996, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως και το οποίο προβλέπει το περιουσιακό δικαίωμα του παραγωγού ηχογραφήσεων να επιτρέπει τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και την παρουσίαση των ηχογραφήσεών του στο κοινό, κρίσιμη για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς είναι και η ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115.

61      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 έχουν την έννοια ότι συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τις διατάξεις αυτές, η εγκατάσταση, σε μεταφορικό μέσο, μεγαφωνικού εξοπλισμού και, ενδεχομένως, λογισμικού που καθιστά δυνατή τη μετάδοση μουσικής υπόκρουσης.

62      Υπενθυμίζεται ότι, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, καθώς και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, αυτό πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης του ΠΟΔΙ, δεδομένου ότι η οδηγία 2001/29 αποσκοπεί στην εφαρμογή ορισμένων υποχρεώσεων που υπέχει η Ένωση από την εν λόγω Συνθήκη (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Απριλίου 2008, Peek & Cloppenburg, C‑456/06, EU:C:2008:232, σκέψη 33, και της 21ης Ιουνίου 2012, Donner, C‑5/11, EU:C:2012:370, σκέψη 23).

63      Κατά πρώτον, όσον αφορά το γράμμα των επίμαχων διατάξεων, στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως υπομνήσθηκε ότι από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση των έργων τους στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και το να καθίστανται προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όποτε επιλέγει ο ίδιος.

64      Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 προβλέπει ότι η νομοθεσία των κρατών μελών πρέπει να διασφαλίζει, αφενός, ότι ο χρήστης καταβάλλει εύλογη και ενιαία αμοιβή σε περίπτωση κατά την οποία ένα φωνογράφημα που εκδίδεται για εμπορικούς σκοπούς ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιείται για ασύρματη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό και, αφετέρου, ότι η αμοιβή αυτή κατανέμεται μεταξύ των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και των παραγωγών των οικείων φωνογραφημάτων.

65      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει εκφράσει διαφορετική βούληση, η έννοια της «παρουσιάσεως στο κοινό», η οποία περιλαμβάνεται στις δύο προπαρατεθείσες διατάξεις, πρέπει να ερμηνεύεται ως έχουσα την ίδια σημασία (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, GS Media, C‑160/15, EU:C:2016:644, σκέψη 33, και της 17ης Ιουνίου 2021, M.I.C.M., C‑597/19, EU:C:2021:492, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκεται με τις συγκεκριμένες διατάξεις, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η έννοια αυτή πρέπει, βεβαίως, να ερμηνεύεται ευρέως, ως καλύπτουσα κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσιάσεως και, ως εκ τούτου, κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, περιλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής, δεδομένου ότι ο κύριος σκοπός της οδηγίας 2001/29 είναι η καθιέρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των δημιουργών.

67      Κατόπιν της ως άνω διευκρινίσεως, επισημαίνεται, κατά τρίτον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι επίμαχες διατάξεις, ότι από την αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2001/29, στην οποία επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, η κοινή δήλωση σχετικά με το άρθρο 8 της Συνθήκης του ΠΟΔΙ, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando (C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 79), προκύπτει ότι «η απλή παροχή των υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσίασης δεν αποτελεί καθαυτή παρουσίαση κατά την έννοια της οδηγίας αυτής».

68      Συναφώς, αν απλώς και μόνον το γεγονός ότι η χρήση μεγαφωνικού εξοπλισμού και, ενδεχομένως, λογισμικού είναι αναγκαία προκειμένου το κοινό να έχει πράγματι τη δυνατότητα προσβάσεως στο έργο συνεπαγόταν αυτομάτως τον χαρακτηρισμό της παρεμβάσεως του φορέα εκμεταλλεύσεως της εγκαταστάσεως αυτής ως «πράξεως παρουσιάσεως», τότε οποιαδήποτε «παροχή των υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση της παρουσίασης», ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία η ύπαρξη τέτοιων εγκαταστάσεων απαιτείται βάσει της εθνικής νομοθεσίας που διέπει τη δραστηριότητα του μεταφορέα, θα αποτελούσε τέτοια πράξη, τούτο όμως αποκλείεται βάσει της αιτιολογικής σκέψεως 27 της οδηγίας 2001/29 (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando, C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψη 79).

69      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη, εντός μεταφορικού μέσου, μεγαφωνικού εξοπλισμού και, ενδεχομένως, λογισμικού που καθιστά δυνατή τη μετάδοση μουσικής υπόκρουσης δεν συνιστά πράξη παρουσιάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, δεδομένου ότι πρόκειται απλώς για παροχή υλικών μέσων για τη διευκόλυνση ή την πραγματοποίηση παρουσιάσεως.

70      Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα πρόσωπα που εκμεταλλεύονται καφέ‑εστιατόριο, ξενοδοχείο ή λουτροθεραπευτήριο προβαίνουν σε πράξη παρουσιάσεως στην περίπτωση κατά την οποία μεταδίδουν ηθελημένως στους πελάτες τους προστατευόμενα έργα, παρέχοντας επί τούτω σήμα μέσω τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών δεκτών τους οποίους έχουν εγκαταστήσει στην επιχείρησή τους (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 2006, SGAE, C‑306/05, EU:C:2006:764, σκέψη 47, της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ., C‑403/08 και C‑429/08, EU:C:2011:631, σκέψη 196, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, OSA, C‑351/12, EU:C:2014:110, σκέψη 26). Ομοίως, ο ιδιοκτήτης κέντρου αποκαταστάσεως ο οποίος μεταδίδει ηθελημένως προστατευόμενα έργα στους ασθενείς του κέντρου, μέσω συσκευών τηλεοράσεως εγκατεστημένων σε διάφορα σημεία του, προβαίνει σε πράξη παρουσιάσεως (απόφαση της 31ης Μαΐου 2016, Reha Training, C‑117/15, EU:C:2016:379, σκέψεις 55 και 56).

71      Εντούτοις, απλώς και μόνον η εγκατάσταση μεγαφωνικού εξοπλισμού σε μεταφορικό μέσο δεν μπορεί να εξομοιωθεί με πράξεις με τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών μεταδίδουν ηθελημένως στην πελατεία τους προστατευόμενα έργα, παρέχοντας σήμα μέσω δεκτών τους οποίους έχουν εγκαταστήσει στην επιχείρησή τους και οι οποίοι καθιστούν δυνατή την πρόσβαση σε τέτοια έργα.

72      Δεδομένου ότι η εγκατάσταση, σε μεταφορικό μέσο, μεγαφωνικού εξοπλισμού και, ενδεχομένως, λογισμικού που καθιστά δυνατή τη μετάδοση μουσικής υπόκρουσης δεν συνιστά «πράξη παρουσιάσεως», παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν ενδεχομένως πραγματοποιήθηκε παρουσίαση σε κοινό, κατά την έννοια της νομολογίας.

73      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκαν στην υπόθεση C‑775/21 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑826/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 έχουν την έννοια ότι δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τις διατάξεις αυτές, η εγκατάσταση, σε μεταφορικό μέσο, μεγαφωνικού εξοπλισμού και, ενδεχομένως, λογισμικού που καθιστά δυνατή τη μετάδοση μουσικής υπόκρουσης.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C826/21

74      Λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτίθενται στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, με την οποία καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο περί παρουσιάσεως μουσικών έργων στο κοινό, στηριζόμενο στην ύπαρξη μεγαφωνικών συστημάτων σε μεταφορικά μέσα.

75      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η παραδοχή επί της οποίας στηρίζεται το αιτούν δικαστήριο και κατά την οποία με την εθνική ρύθμιση καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο περί παρουσιάσεως μουσικών έργων στο κοινό, στηριζόμενο στην ύπαρξη μεγαφωνικών συστημάτων σε μεταφορικά μέσα, αμφισβητείται από τη Ρουμανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της.

76      Υπενθυμίζεται όμως ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου και εκείνες του αιτούντος δικαστηρίου είναι σαφώς διακριτές και ότι η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler, C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, επί της ερμηνείας των εθνικών διατάξεων. Πράγματι, το Δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως ακριβώς εξειδικεύεται από την απόφαση περί παραπομπής (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler, C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Συναφώς, προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 6 και 7 της οδηγίας 2001/29 ότι η οδηγία αυτή αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην αντιμετώπιση της νομοθετικής ανομοιογένειας και της ανασφάλειας δικαίου οι οποίες περιβάλλουν την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι η εν λόγω ανασφάλεια είναι ικανή παρακωλύσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας στην Ευρώπη, καθώς και στην αποτροπή του ενδεχομένου αντίδρασης των κρατών μελών στις τεχνολογικές εξελίξεις με ετερόκλητα μέτρα. Επιπλέον, κατά τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις, ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, θα μπορούσαν να ανακύψουν ουσιώδεις διαφορές ως προς την εν λόγω προστασία, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς και τη νομοθετική δυσαρμονία. Εξάλλου, κατά τις ίδιες αιτιολογικές σκέψεις, η ύπαρξη σημαντικής νομικής ανομοιογένειας και σημαντικές ανασφάλειας δικαίου σε σχέση με την προστασία μπορεί να παρεμποδίσει την υλοποίηση οικονομιών κλίμακας όσον αφορά τα νέα προϊόντα και τις νέες υπηρεσίες που προστατεύονται από τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα.

79      Όπως, όμως, έχει κρίνει το Δικαστήριο, το να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει ευρύτερη προστασία των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, προβλέποντας ότι η έννοια της «παρουσιάσεως στο κοινό» καταλαμβάνει και άλλες ενέργειες εκτός από αυτές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νομοθετικής ανομοιογένειας και, συνεπώς, ανασφάλειας δικαίου για τους τρίτους (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ., C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 34).

80      Ως εκ τούτου, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη δυνατότητα κράτους μέλους να θεσπίζει ευρύτερη προστασία των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, προβλέποντας ότι η έννοια της παρουσιάσεως στο κοινό καταλαμβάνει περισσότερες ενέργειες από εκείνες που διαλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ., C‑466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 41).

81      Η ερμηνεία αυτή, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, έχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογή και στην περίπτωση της έννοιας της «παρουσιάσεως στο κοινό» κατά την οδηγία 2006/115.

82      Εν προκειμένω, από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑826/21 προκύπτει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά «παρουσίαση στο κοινό», κατά τη διάταξη αυτήν, η εγκατάσταση, σε μεταφορικό μέσο, μεγαφωνικού εξοπλισμού και, ενδεχομένως, λογισμικού που καθιστά δυνατή τη μετάδοση μουσικής υπόκρουσης στους επιβάτες, οι οποίοι αποκτούν πρόσβαση στα μουσικά έργα ανεξαρτήτως της βουλήσεώς τους.

83      Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση με την οποία καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο περί παρουσιάσεως στο κοινό λόγω της υπάρξεως τέτοιων μεγαφωνικών συστημάτων. Πράγματι, μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλεται η καταβολή αμοιβής απλώς και μόνον για την εγκατάσταση των εν λόγω μεγαφωνικών συστημάτων, ακόμη και όταν δεν υφίσταται καμία πράξη παρουσιάσεως στο κοινό, κατά παράβαση της εν λόγω διατάξεως.

84      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, με την οποία καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο περί παρουσιάσεως μουσικών έργων στο κοινό, στηριζόμενο στην ύπαρξη μεγαφωνικών συστημάτων σε μεταφορικά μέσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

85      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τη διάταξη αυτή, η εντός μέσου μεταφοράς επιβατών μετάδοση μουσικού έργου υπό τη μορφή μουσικής υπόκρουσης.

2)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας, έχουν την έννοια ότι δεν συνιστά παρουσίαση στο κοινό, κατά τις διατάξεις αυτές, η εγκατάσταση, σε μεταφορικό μέσο, μεγαφωνικού εξοπλισμού και, ενδεχομένως, λογισμικού που καθιστά δυνατή τη μετάδοση μουσικής υπόκρουσης.

3)      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, με την οποία καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο περί παρουσιάσεως μουσικών έργων στο κοινό, στηριζόμενο στην ύπαρξη μεγαφωνικών συστημάτων σε μεταφορικά μέσα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.