Language of document : ECLI:EU:C:2024:96

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 30ής Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ – Οικογενειακή επανένωση ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα με τους εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες του – Άρθρο 2, στοιχείο στʹ – Έννοια “ασυνόδευτου ανηλίκου” – Συντηρών ο οποίος ήταν ανήλικος κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, αλλά ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης – Κρίσιμη ημερομηνία για την εκτίμηση της ανηλικότητας – Προθεσμία για την υποβολή αίτησης οικογενειακής επανένωσης – Ενήλικη αδελφή του συντηρούντος η οποία χρειάζεται τη μόνιμη βοήθεια των γονέων της λόγω σοβαρής πάθησης – Πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Άρθρο 12, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο – Δυνατότητα να εξαρτηθεί η οικογενειακή επανένωση από πρόσθετες προϋποθέσεις»

Στην υπόθεση C‑560/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης, Αυστρία), με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Οκτωβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

CR,

GF,

TY

κατά

Landeshauptmann von Wien,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, E. Regan, T. von Danwitz και O. Spineanu‑Matei, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, J.‑C. Bonichot, L. S. Rossi (εισηγήτρια), I. Jarukaitis, A. Kumin, N. Jääskinen, N. Wahl και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Φεβρουαρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι CR, GF και TY, εκπροσωπούμενοι από την J. Ecker, Rechtsanwältin, και τον D. Bernhart, προϊστάμενο τμήματος αρμόδιου για την οικογενειακή επανένωση στη Γενική Γραμματεία του Αυστριακού Ερυθρού Σταυρού,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch και τις J. Schmoll, C. Schweda και V.-S. Strasser,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, M. H. S. Gijzen και C. S. Schillemans,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Cattabriga και J. Hottiaux και τον B.-R. Killmann,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, του άρθρου 7, παράγραφος 1, του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, καθώς και του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86/EK του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ 2003, L 251, σ. 12).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των CR και GF, καθώς και της θυγατέρας τους TY, Σύρων υπηκόων, και, αφετέρου, του Landeshauptmann von Wien (προέδρου της κυβερνήσεως του ομόσπονδου κράτους της Βιέννης, Αυστρία), σχετικά με την απόρριψη από τον δεύτερο των αιτήσεων που υπέβαλαν οι CR, GF και TY για τη χορήγηση εθνικής θεώρησης εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον RI, ο οποίος έχει το καθεστώς του πρόσφυγα στην Αυστρία και είναι υιός του CR και της GF καθώς και αδελφός της TY.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 4 και 6 έως 10 της οδηγίας 2003/86 αναφέρουν τα εξής:

«(2)      Τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού της οικογενειακής ζωής που αναφέρεται σε πολλές πράξεις διεθνούς δικαίου. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το άρθρο 8 της [Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)] και από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(στο εξής: Χάρτης)].

[...]

(4)      Η οικογενειακή επανένωση αποτελεί απαραίτητο μέσο προκειμένου να καταστεί δυνατός ο οικογενειακός βίος. Συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτιστικής σταθερότητας που διευκολύνει την ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών στα κράτη μέλη, γεγονός που επιτρέπει εξάλλου την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής που αποτελεί θεμελιώδη στόχο της Κοινότητας, όπως αναφέρεται στη συνθήκη.

[...]

(6)      Για την προστασία της οικογένειας και τη δημιουργία ή διατήρηση οικογενειακού βίου, θα πρέπει να καθορισθούν τα υλικά κριτήρια για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης βάσει κοινών κριτηρίων.

(7)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία επίσης όταν εισέρχονται μαζί όλα τα μέλη της οικογένειας.

(8)      Θα πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των προσφύγων, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και που τους εμποδίζουν να διεξάγουν εκεί κανονικό οικογενειακό βίο. Θα πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθούν πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματός τους οικογενειακής επανένωσης.

(9)      Η οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να ισχύει εν πάση περιπτώσει για τα μέλη του πυρήνα της οικογένειας, ήτοι τον/τη σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα.

(10)      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν εάν επιθυμούν να επιτρέψουν την οικογενειακή επανένωση των εξ αίματος ανιόντων, των ενήλικων άγαμων τέκνων, του εκτός γάμου ή καταχωρισμένου συντρόφου καθώς και, στην περίπτωση πολυγαμικού γάμου, των ανήλικων τέκνων άλλης συζύγου και του συντηρούντος. Όταν κράτος μέλος επιτρέπει την οικογενειακή επανένωση αυτών των προσώπων, αυτό δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών τα οποία δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη οικογενειακών δεσμών στις περιπτώσεις που καλύπτονται από τη διάταξη αυτή, να μην αντιμετωπίζουν τα εν λόγω πρόσωπα ως μέλη της οικογένειας όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, όπως ορίζεται από τη σχετική κοινοτική νομοθεσία.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/86 ορίζει τα εξής:

«Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.»

5        Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[...]

γ)      “συντηρών”: υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα σε κράτος μέλος και υποβάλλει, ο ίδιος ή τα μέλη της οικογένειάς του, αίτηση οικογενειακής επανένωσης προκειμένου να επανενωθούν μαζί του/της·

[...]

στ)      “ασυνόδευτος ανήλικος”: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών, ο οποίος φθάνει στην επικράτεια των κρατών μελών χωρίς να συνοδεύεται από τον κατά το νόμο ή το έθιμο υπεύθυνο ενήλικο και για όσο διάστημα ένα τέτοιο πρόσωπο δεν έχει αναλάβει πραγματικά την επιμέλειά του ή ο ανήλικος που βρέθηκε χωρίς συνοδεία μετά την είσοδό του στην επικράτεια των κρατών μελών.»

6        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, καθώς και στο άρθρο 16, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α)      του/της συζύγου του συντηρούντος·

β)      των ανήλικων τέκνων του συντηρούντος και του/της συζύγου του, συμπεριλαμβανομένων των τέκνων που έχουν υιοθετηθεί σύμφωνα με απόφαση που ελήφθη από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή με απόφαση αυτοδικαίως εκτελεστή δυνάμει διεθνών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους ή η οποία πρέπει να αναγνωρισθεί σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις·

[...]

Τα ανήλικα τέκνα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πρέπει να είναι νεότερα από την ηλικία ενηλικίωσης που προσδιορίζεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους και να μην είναι έγγαμα.

[...]

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν, με νομοθετική ή κανονιστική πράξη, να επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των όρων που ορίζονται στο κεφάλαιο IV, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α)      των εξ αίματος και πρώτου βαθμού ανιόντων του συντηρούντος ή του/της συζύγου του, εφόσον έχουν την ευθύνη συντήρησής τους και τα άτομα αυτά στερούνται της απαραίτητης οικογενειακής υποστήριξης στη χώρα καταγωγής·

β)      των ενήλικων άγαμων τέκνων του συντηρούντος ή του/της συζύγου του, εφόσον αυτά δεν μπορούν αντικειμενικά να καλύψουν τις ανάγκες τους λόγω της κατάστασης της υγείας τους.

[...]»

7        Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη καθορίζουν εάν, για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, υποβάλλεται αίτηση εισόδου και διαμονής στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους είτε από τον συντηρούντα είτε από το/τα μέλος/μέλη της οικογένειας.

[...]

5.      Κατά την εξέταση μιας αίτησης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το μείζον συμφέρον των ανηλίκων τέκνων.»

8        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 προβλέπει τα εξής:

«1.      Κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει το πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο συντηρών διαθέτει:

α)      κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό για αντίστοιχη οικογένεια στην αυτή περιοχή και το οποίο να πληροί τις γενικές προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος·

β)      ασφάλιση ασθενείας για τον ίδιο/την ίδια και τα μέλη της οικογένειάς του/της, που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων, οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο οικείο κράτος μέλος·

γ)      σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογένειάς του/της, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αξιολογούν τους πόρους αυτούς με βάση τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατώτατων εθνικών μισθών και συντάξεων καθώς και τον αριθμό των μελών της οικογένειας.»

9        Το άρθρο 10, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής διευκρινίζει τα εξής:

«2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση με άλλα μέλη της οικογένειας μη αναφερόμενα στο άρθρο 4, εφόσον για τη συντήρησή τους υπεύθυνος είναι ο πρόσφυγας.

3.      Αν ο πρόσφυγας είναι μη συνοδευόμενος ανήλικος, τα κράτη μέλη:

α)      επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, για λόγους οικογενειακής επανένωσης, των εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντων του, χωρίς να εφαρμόζουν τους οριζόμενους από το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) όρους·

[...]».

10      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τον πρόσφυγα ή/και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του/της να προσκομίσει, προκειμένου για αιτήσεις που αφορούν τα μέλη της οικογένειας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ο πρόσφυγας πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7.

Με την επιφύλαξη διεθνών υποχρεώσεων, όταν η οικογενειακή επανένωση είναι δυνατή σε τρίτη χώρα με την οποία ο συντηρών ή/και μέλος της οικογένειας έχει ιδιαίτερους δεσμούς, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον πρόσφυγα να πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, εάν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης δεν υποβλήθηκε εντός τριών μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα.»

 Το αυστριακό δίκαιο

11      Ο Bundesgesetz über die Niederlassung und den Aufenthalt in Österreich (Niederlassungs-und Aufenthaltsgesetz – NAG) [ομοσπονδιακός νόμος περί εγκατάστασης και διαμονής στην Αυστρία (νόμος περί εγκατάστασης και διαμονής – NAG)], της 16ης Αυγούστου 2005 (BGBl. I, 100/2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: NAG), προβλέπει στο άρθρο 11, που φέρει τον τίτλο «Γενικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας διαμονής», τα εξής:

«[...]

(2)      Επιτρέπεται η χορήγηση άδειας διαμονής σε αλλοδαπό μόνον αν

[...]

2.      ο αλλοδαπός αποδεικνύει ότι έχει δικαίωμα σε κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό για αντίστοιχη οικογένεια στην αυτή περιοχή·

3.      ο αλλοδαπός διαθέτει ασφάλιση ασθενείας που να καλύπτει όλους τους κινδύνους και η ασφάλισή του αυτή ισχύει και στην Αυστρία·

4.      η διαμονή του αλλοδαπού δεν πρόκειται να επιβαρύνει οικονομικά κανέναν οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης·

[...]

(3)      επιτρέπεται η χορήγηση άδειας διαμονής, έστω και αν συντρέχει λόγος μη χορήγησης της άδειας βασιζόμενος στην παράγραφο 1, σημεία 3, 5 ή 6, ή δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρει η παράγραφος 2, σημεία 1 έως 7, εφόσον η χορήγηση αυτή είναι επιβεβλημένη για λόγους σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8 της [ΕΣΔΑ] [...]».

12      Το άρθρο 46 του εν λόγω νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατάξεις για την οικογενειακή επανένωση», ορίζει τα εξής:

«(1)      Στα μέλη της οικογένειας υπηκόων τρίτων χωρών χορηγείται άδεια διαμονής υπό τη μορφή “Rot-Weiss-Rot – Karte plus” [“πρόσθετη κόκκινη‑λευκή‑κόκκινη κάρτα”] εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πρώτο μέρος και εφόσον

[...]

2.      παραμένουν διαθέσιμες θέσεις στο πλαίσιο της προβλεπόμενης ποσόστωσης και ο συντηρών:

[...]

c)      έχει την ιδιότητα του πρόσφυγα και το άρθρο 34, παράγραφος 2, [του Bundesgesetz über die Gewährung von Asyl (ομοσπονδιακού νόμου για τη χορήγηση ασύλου), της 16ης Αυγούστου 2005 (BGBl. I, αριθ. 100/2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: AsylG)] δεν έχει εφαρμογή [...]».

13      Το άρθρο 34 του AsylG, που φέρει τον τίτλο «Οικογενειακή διαδικασία στην Αυστρία», ορίζει στις παραγράφους 2 και 4 τα εξής:

«(2)      Κατόπιν αιτήσεως μέλους της οικογένειας αλλοδαπού στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, η αρχή οφείλει να χορηγήσει με απόφασή της στο εν λόγω μέλος της οικογένειας το καθεστώς του πρόσφυγα εφόσον:

1.      ο εν λόγω αλλοδαπός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη και

[...]

3.      δεν εκκρεμεί, εις βάρος του αλλοδαπού στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, διαδικασία έκπτωσης από το εν λόγω καθεστώς (άρθρο 7).

[...]

(4)      Η αρχή πρέπει να εξετάζει χωριστά τις αιτήσεις των μελών της οικογένειας του αιτούντος άσυλο· οι διαδικασίες συνενώνονται· υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3, όλα τα μέλη της οικογένειας τυγχάνουν της ίδιας προστασίας. [...]»

14      Το άρθρο 35 του εν λόγω νόμου, που φέρει τον τίτλο «Αιτήσεις εισόδου που υποβάλλονται σε αρχές εκπροσώπησης», έχει ως εξής:

«(1)      Το μέλος της οικογένειας, κατά την έννοια της παραγράφου 5, αλλοδαπού υπηκόου στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και το οποίο ευρίσκεται στην αλλοδαπή δύναται, ενόψει της υποβολής αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 1, σημείο 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 13, του παρόντος νόμου, να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας εισόδου σε αυστριακή αρχή επιφορτισμένη με την άσκηση προξενικών καθηκόντων στην αλλοδαπή (αρχή εκπροσώπησης). Αν η αίτηση για τη χορήγηση άδειας εισόδου υποβάλλεται περισσότερο από τρεις μήνες μετά την οριστική χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα, πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 60, παράγραφος 2, σημεία 1 έως 3.

[...]

(2a)      Αν ο αιτών είναι γονέας ασυνόδευτου ανηλίκου στον οποίο έχει χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας, οι προϋποθέσεις του άρθρου 60, παράγραφος 2, σημεία 1 έως 3, λογίζονται πληρωθείσες.

[...]

(5)      Κατά το [άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του AsylG], ως μέλος της οικογένειας νοείται το πρόσωπο το οποίο έχει την ιδιότητα του γονέα ανήλικου τέκνου, του συζύγου ή το οποίο, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, έχει την ιδιότητα του άγαμου και ανήλικου τέκνου αλλοδαπού υπηκόου στον οποίο έχει χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας, υπό την προϋπόθεση, στην περίπτωση των συζύγων, ότι αυτοί είχαν συνάψει τον γάμο τους πριν από την είσοδο του εν λόγω αλλοδαπού· το ίδιο ισχύει και για τους καταχωρισμένους συντρόφους εφόσον η οικεία καταχωρισμένη σύμβαση προϋπήρχε της εισόδου του αλλοδαπού.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Ο RI, γεννηθείς την 1η Σεπτεμβρίου 1999, αφίχθη ως ασυνόδευτος ανήλικος στην Αυστρία στις 31 Δεκεμβρίου 2015 και στις 8 Ιανουαρίου 2016 υπέβαλε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας βάσει του AsylG. Η Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αλλοδαπών και Ασύλου, Αυστρία) αναγνώρισε τον RI ως πρόσφυγα με απόφαση που του κοινοποιήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2017. Η απόφαση κατέστη απρόσβλητη στις 2 Φεβρουαρίου 2017.

16      Στις 6 Απριλίου 2017, ήτοι τρεις μήνες και μία ημέρα μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης, οι CR και GF, γονείς του RI, καθώς και η TY, ενήλικη αδελφή του RI, υπέβαλαν στην πρεσβεία της Δημοκρατίας της Αυστρίας στη Συρία αιτήσεις εισόδου και διαμονής στην Αυστρία για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον RI, δυνάμει του άρθρου 35 του AsylG (στο εξής: πρώτες αιτήσεις εισόδου και διαμονής). Κατά την ημερομηνία υποβολής των ως άνω αιτήσεων ο RI ήταν ακόμη ανήλικος. Πλην όμως, με απόφαση που κοινοποιήθηκε στις 29 Μαΐου 2018, η πρεσβεία απέρριψε τις εν λόγω αιτήσεις με το σκεπτικό ότι ο RI είχε ενηλικιωθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης. Η απόφαση αυτή, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε διοικητική ένσταση, κατέστη απρόσβλητη στις 26 Ιουνίου 2018.

17      Στις 11 Ιουλίου 2018, οι CR, GF και TY υπέβαλαν ενώπιον του προέδρου της κυβερνήσεως του ομόσπονδου κράτους της Βιέννης αιτήσεις χορήγησης άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον RI δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 1, σημείο 2, του NAG (στο εξής: δεύτερες αιτήσεις εισόδου και διαμονής). Συναφώς, οι CR και GF επικαλέστηκαν τα δικαιώματά τους από την οδηγία 2003/86, ενώ η TY στήριξε την αίτησή της στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Με αποφάσεις της 20ής Απριλίου 2020, ο πρόεδρος της κυβερνήσεως του ομόσπονδου κράτους της Βιέννης απέρριψε τις αιτήσεις με το σκεπτικό ότι δεν είχαν υποβληθεί εντός τριμήνου από την ημερομηνία κατά την οποία ο RI είχε αναγνωριστεί ως πρόσφυγας.

18      Οι CR, GF και TY προσέβαλαν τις αποφάσεις αυτές ενώπιον του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης, Αυστρία), που είναι το αιτούν δικαστήριο.

19      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τα δικαιώματα που ενδέχεται να αντλούν οι CR, GF και TY από το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, μολονότι ο RI ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ερμηνεία την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 64), όσον αφορά περίπτωση κατά την οποία ασυνόδευτος ανήλικος ενηλικιώνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου και επομένως πριν καν υποβληθεί η αίτηση οικογενειακής επανένωσης, πρέπει να ισχύσει και σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία ο συντηρών εξακολουθεί να είναι ανήλικος κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης αυτής, και κατά συνέπεια, και στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης μπορεί να θεμελιωθεί στην εν λόγω διάταξη.

20      Σε περίπτωση επιβεβαίωσης του συμπεράσματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, δεύτερον, αν η διευκρίνιση στην οποία προέβη το Δικαστήριο στη σκέψη 61 της ως άνω απόφασης, κατά την οποία η αίτηση οικογενειακής επανένωσης που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 από συντηρούντα ο οποίος ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου πρέπει καταρχήν να υποβάλλεται εντός τρίμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία κατά την οποία ο συντηρών αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας, πρέπει να ισχύσει και στην περίπτωση του συντηρούντος ο οποίος ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης. Ειδικότερα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η εν λόγω προθεσμία δεν πρέπει να αρχίσει να τρέχει πριν από την ενηλικίωση του πρόσφυγα. Ως εκ τούτου, η προθεσμία αυτή τηρείται οπωσδήποτε στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ο συντηρών ήταν ακόμη ανήλικος κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης οικογενειακής επανένωσης.

21      Αντιθέτως, για την περίπτωση που η εν λόγω προθεσμία έχει εφαρμογή και υπό τις ως άνω περιστάσεις και αρχίζει να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία ανήλικος αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, τρίτον, αν πρέπει να θεωρείται ότι η προθεσμία έχει τηρηθεί όταν, όπως εν προκειμένω, έχουν μεσολαβήσει τρεις μήνες και μία ημέρα μεταξύ, αφενός, της κοινοποίησης της απόφασης με την οποία ο συντηρών αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας και, αφετέρου, των πρώτων αιτήσεων εισόδου και διαμονής, με βάση τις οποίες θα πρέπει, κατά το αιτούν δικαστήριο, να εκτιμηθεί κατά πόσον τηρήθηκε η εν λόγω προθεσμία. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, μεταξύ άλλων, ως προς τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται προκειμένου να εκτιμηθεί αν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβλήθηκε εμπροθέσμως.

22      Τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/86, ήτοι το να διαθέτει ο συντηρών, κατά πρώτον, κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό για τον ίδιο και την οικογένειά του, κατά δεύτερον, ασφάλιση ασθενείας για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων και, κατά τρίτον, σταθερούς και τακτικούς πόρους επαρκείς για τη συντήρηση του ίδιου και των μελών της οικογένειάς του χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μπορεί επίσης να απαιτείται σε περίπτωση οικογενειακής επανένωσης δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Συναφώς, διερωτάται περαιτέρω αν η δυνατότητα να απαιτηθεί η τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων εξαρτάται από το αν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβλήθηκε μετά τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας.

23      Πέμπτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το εφαρμοστέο αυστριακό δίκαιο, η TY, ως αδελφή του συντηρούντος RI, δεν συγκαταλέγεται στα «μέλη της οικογένειας», υπέρ των οποίων προβλέπεται δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης. Πλην όμως το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η TY, η οποία ζει με τους γονείς της στη Συρία, πάσχει από εγκεφαλική πάρεση και έχει διαρκή ανάγκη αναπηρικού αμαξιδίου καθώς και καθημερινής προσωπικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας προκειμένου να τραφεί. Η περίθαλψη αυτή της παρέχεται κυρίως από τη μητέρα της, την CR, δεδομένου ότι η TY δεν δύναται να καταφύγει σε κανένα δίκτυο κοινωνικής αρωγής στον σημερινό τόπο διαμονής της προκειμένου να λάβει την εν λόγω περίθαλψη. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι γονείς της TY δεν θα μπορούσαν να την αφήσουν μόνη της στη Συρία, όπου δεν διαμένει κανένα άλλο μέλος της οικογένειας.

24      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, δεδομένης της ιδιαίτερης κατάστασης στην οποία ευρίσκεται η αδελφή του RI λόγω της πάθησής της, οι γονείς του RI θα περιέλθουν εκ των πραγμάτων σε πλήρη αδυναμία να ασκήσουν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης που αντλούν από το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, αν η TY δεν λάβει και αυτή άδεια διαμονής.

25      Τέλος, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, βάσει του αυστριακού δικαίου, στην ενήλικη αδελφή του συντηρούντος θα μπορούσε ενδεχομένως να χορηγηθεί άδεια διαμονής μολονότι δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις, κατ’ επίκληση επιτακτικών λόγων που ανάγονται στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Εντούτοις, στο μέτρο που το δικαίωμα στην απόκτηση άδειας διαμονής το οποίο απορρέει ευθέως από το δίκαιο της Ένωσης ενδέχεται να παρέχει προστασία μεγαλύτερη από εκείνη που απονέμει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, είναι αναγκαίο να κριθεί αν η TY μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα αυτό.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Δύνανται υπήκοοι τρίτης χώρας, οι οποίοι είναι γονείς πρόσφυγα που υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως ασύλου ως ασυνόδευτος ανήλικος και του χορηγήθηκε άσυλο όσο ήταν ανήλικος, να επικαλεσθούν το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2003/86], εάν ο πρόσφυγας ενηλικιώθηκε μετά τη χορήγηση ασύλου, αλλά διαρκούσης της διαδικασίας χορηγήσεως άδειας διαμονής στους γονείς του;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Απαιτείται στην περίπτωση αυτή να υποβάλλεται η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως από τους γονείς του υπηκόου τρίτης χώρας “καταρχήν [...] εντός τρίμηνης προθεσμίας από της ημερομηνίας κατά την οποία αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα στον ενδιαφερόμενο ‘ανήλικο’”, κατά τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση [της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 61)];

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Πρέπει να χορηγηθεί άδεια διαμονής στην υπήκοο τρίτης χώρας ενήλικη αδελφή αναγνωρισμένου πρόσφυγα απευθείας με βάση το δίκαιο της Ένωσης, εάν σε περίπτωση μη χορηγήσεως άδειας διαμονής στην ενήλικη αδελφή οι γονείς του πρόσφυγα θα βρίσκονταν εκ των πραγμάτων σε πλήρη αδυναμία να ασκήσουν το δικαίωμά τους για οικογενειακή επανένωση βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2003/86], καθόσον η ενήλικη αδελφή του πρόσφυγα, λόγω της καταστάσεως της υγείας της, χρήζει συνεχούς φροντίδας από τους γονείς της και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να παραμείνει μόνη στην χώρα καταγωγής;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: Ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων θα εκτιμηθεί το εμπρόθεσμο της αιτήσεως ως κατατεθείσας “καταρχήν” εντός τρίμηνης προθεσμίας κατά την έννοια των διαλαμβανομένων στην απόφαση [της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 61)];

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: Δύνανται οι γονείς του πρόσφυγα να επικαλεσθούν το δικαίωμά τους για οικογενειακή επανένωση βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2003/86], εάν έχει παρέλθει ήδη χρονικό διάστημα τριών μηνών και μίας ημέρας από της ημερομηνίας κατά την οποία αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα στον ανήλικο;

6)      Μπορεί ένα κράτος μέλος να απαιτεί, καταρχήν, στο πλαίσιο διαδικασίας οικογενειακής επανενώσεως βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2003/86] να πληρούν οι γονείς του πρόσφυγα τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της [οδηγίας αυτής];

7)      Εξαρτάται η απαίτηση για εκπλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [2003/86] στο πλαίσιο διαδικασίας οικογενειακής επανενώσεως βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας αυτής] από το αν η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως υποβλήθηκε εντός τριών μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της [εν λόγω οδηγίας];»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

27      Με απόφαση της 9ης Ιουλίου 2021, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ανέστειλε τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την έκδοση των αποφάσεων που θα περάτωναν τη δίκη στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑273/20 και C‑355/20 καθώς και στην υπόθεση C‑279/20.

28      Με απόφαση της 8ης Αυγούστου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κοινοποίησε στο αιτούν δικαστήριο τις αποφάσεις της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα) (C‑273/20 και C‑355/20, EU:C:2022:617), και της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση τέκνου που έχει ενηλικιωθεί) (C‑279/20, EU:C:2022:618), καλώντας το εν λόγω δικαστήριο να δηλώσει αν, λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων αυτών, επιθυμούσε να διατηρήσει την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, εν όλω ή εν μέρει.

29      Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2022, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 2022, το αιτούν δικαστήριο δήλωσε ότι διατηρεί την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, αλλά δεν ζητεί πλέον να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, διότι, υπό το φως των εν λόγω αποφάσεων, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι, στο μέτρο που εκτιμά ως εκ τούτου ότι πληρούται ο όρος βάσει του οποίου είχε θέσει το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

30      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η διάταξη του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι απαιτεί από τους εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες (στο εξής: γονείς) ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα, προκειμένου να θεμελιώσουν δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης βάσει της εν λόγω διάταξης και να υπαχθούν ως εκ τούτου στις προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, να υποβάλουν την αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον ως άνω πρόσφυγα εντός ορισμένης προθεσμίας, σε περίπτωση που ο εν λόγω πρόσφυγας είναι ακόμη ανήλικος κατά την ημερομηνία υποβολής της ως άνω αίτησης και ενηλικιώνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης.

31      Υπενθυμίζεται ότι σκοπός της οδηγίας 2003/86 είναι, κατά το άρθρο της 1, να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.

32      Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 8 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι αυτή προβλέπει, όσον αφορά τους πρόσφυγες, ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης καθόσον η κατάστασή τους χρήζει ιδιαίτερης προσοχής εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και τους εμποδίζουν να διάγουν, στη χώρα αυτή, κανονικό οικογενειακό βίο.

33      Μία από τις ευνοϊκότερες αυτές προϋποθέσεις αφορά την οικογενειακή επανένωση με τους εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες του πρόσφυγα. Ειδικότερα, όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο, ενώ, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, η δυνατότητα τέτοιας επανένωσης καταλείπεται, καταρχήν, στη διακριτική ευχέρεια εκάστου κράτους μέλους και υπόκειται μεταξύ άλλων στην προϋπόθεση ότι ο συντηρών έχει την ευθύνη για τη συντήρηση των εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντων και ότι τα άτομα αυτά στερούνται της απαραίτητης οικογενειακής υποστήριξης στη χώρα καταγωγής, το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει εξαίρεση από την αρχή αυτή, δυνάμει της οποίας οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες έχουν δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης μη υποκείμενο σε περιθώριο εκτιμήσεως εκ μέρους των κρατών μελών και στις προϋποθέσεις που καθορίζονται με το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ. Επομένως, το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σκοπεί ειδικώς τη διασφάλιση αυξημένης προστασίας υπέρ των προσφύγων εκείνων που έχουν την ιδιότητα του ασυνόδευτου ανηλίκου (απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψεις 33, 34 και 44).

34      Με την απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 64), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, το οποίο ορίζει την έννοια του «ασυνόδευτου ανηλίκου», σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «ανήλικος», κατά τη διάταξη αυτήν, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος είναι ηλικίας μικρότερης των δεκαοκτώ ετών κατά την είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους και κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησής του για την παροχή ασύλου εντός του κράτους αυτού, πλην όμως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου, ενηλικιώνεται και στη συνέχεια του χορηγείται το καθεστώς του πρόσφυγα.

35      Ειδικότερα, το να εξαρτάται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης που διαλαμβάνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρμόδια εθνική αρχή εκδίδει επισήμως την απόφαση με την οποία ο ενδιαφερόμενος αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας και, ως εκ τούτου, από το πόσο γρήγορα εξετάζει η αρχή αυτή την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, θα έθετε εν αμφιβόλω την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω διατάξεως και θα αντέβαινε όχι μόνον στον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στο να καταστεί ευχερέστερη η οικογενειακή επανένωση και να παρασχεθεί, συναφώς, ιδιαίτερη προστασία στους πρόσφυγες, ιδίως δε στους ασυνόδευτους ανηλίκους, αλλά και στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ασφάλειας δικαίου (απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 55).

36      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, στην περίπτωση κατά την οποία ο ασυνόδευτος ανήλικος ενηλικιώνεται όχι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου, αλλά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης. Επομένως, ένας τέτοιος ανήλικος πρόσφυγας μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς του βάσει των ευνοϊκότερων προϋποθέσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή, χωρίς το οικείο κράτος μέλος να μπορεί να απορρίψει την αίτηση οικογενειακής επανένωσης για τον λόγο ότι ο οικείος πρόσφυγας έχει πάψει να είναι ανήλικος κατά την ημερομηνία εκδόσεως της απόφασης σχετικά με την εν λόγω αίτηση [πρβλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα), C‑273/20 και C‑355/20, EU:C:2022:617, σκέψη 52].

37      Πάντως, στην απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 61), το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, καθόσον δεν είναι συμβατό με τον σκοπό του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 το να δύναται πρόσφυγας που είχε την ιδιότητα του ασυνόδευτου ανηλίκου κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης παροχής ασύλου, αλλά ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης, να επικαλεσθεί το ευεργέτημα της διάταξης αυτής «χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό» προκειμένου να τύχει της οικογενειακής επανένωσης, η αίτηση οικογενειακής επανένωσης πρέπει να υποβάλλεται εντός εύλογης προθεσμίας. Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, για να καθοριστεί η εν λόγω εύλογη προθεσμία, η λύση την οποία προέκρινε ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παρεμφερές πλαίσιο του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας έχει ενδεικτική αξία, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση οικογενειακής επανένωσης που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας πρέπει, καταρχήν, σε τέτοια περίπτωση να υποβάλλεται εντός τρίμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος ανήλικος αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας.

38      Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν κατ’ ουσίαν το κατά πόσον μια τέτοια προθεσμία πρέπει να τηρείται και υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήτοι σε περίπτωση κατά την οποία ο οικείος πρόσφυγας ήταν ακόμη ανήλικος κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης οικογενειακής επανένωσης και ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της εν λόγω αίτησης.

39      Συναφώς, επισημαίνεται ότι από την παρατιθέμενη στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης νομολογία προκύπτει ότι η απαίτηση για τήρηση μιας τέτοιας προθεσμίας αποσκοπεί στο να αποσοβηθεί ο κίνδυνος επίκλησης του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό στην περίπτωση κατά την οποία ο πρόσφυγας έχει ενηλικιωθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου και επομένως πριν καν υποβληθεί η αίτηση οικογενειακής επανένωσης.

40      Εντούτοις, όπως υπογράμμισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία ο πρόσφυγας ενηλικιώνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση ειδικώς της επανένωσης των ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων με τους γονείς τους, προκειμένου να διασφαλιστεί στους ανηλίκους αυτούς αυξημένη προστασία λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσης τους, η αίτηση οικογενειακής επανένωσης που υποβάλλεται δυνάμει της διάταξης αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί εκπρόθεσμη εφόσον υποβλήθηκε σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο οικείος πρόσφυγας ήταν ακόμη ανήλικος. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, η προθεσμία για την υποβολή μιας τέτοιας αίτησης δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει πριν ενηλικιωθεί ο οικείος πρόσφυγας.

41      Κατά συνέπεια, ενόσω ο πρόσφυγας είναι ανήλικος, οι γονείς του μπορούν να υποβάλουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης με αυτόν, επί τη βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, χωρίς να χρειάζεται να τηρήσουν ορισμένη προθεσμία προκειμένου να υπαχθούν στις προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή ευνοϊκότερες προϋποθέσεις.

42      Συνεπώς, εν προκειμένω δεν έχει σημασία το γεγονός ότι οι πρώτες αιτήσεις εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης υποβλήθηκαν από τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης περισσότερο από τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση της απόφασης με την οποία χορηγήθηκε στον συντηρούντα το καθεστώς του πρόσφυγα, αφ’ ης στιγμής ο συντηρών ήταν ανήλικος κατά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων αυτών. Επομένως, υπό την επιφύλαξη εξακρίβωσης εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, η απόφαση περί απόρριψης των αιτήσεων αυτών, που μνημονεύεται στη σκέψη 16 της παρούσας απόφασης, δεν συνάδει προς τις διατάξεις της οδηγίας 2003/86.

43      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι δεν απαιτεί από τους γονείς ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα, προκειμένου να θεμελιώσουν δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης βάσει της εν λόγω διάταξης και να υπαχθούν ως εκ τούτου στις προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, να υποβάλουν την αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον ως άνω πρόσφυγα εντός ορισμένης προθεσμίας, σε περίπτωση που ο εν λόγω πρόσφυγας είναι ακόμη ανήλικος κατά την ημερομηνία υποβολής της ως άνω αίτησης και ενηλικιώνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης.

 Επί του τετάρτου και του πέμπτου ερωτήματος

44      Με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να εκτιμηθεί εάν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 υποβλήθηκε εμπροθέσμως.

45      Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, τα ερωτήματα αυτά υποβάλλονται για την περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Δεδομένης της απάντησης που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

46      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι επιτάσσει τη χορήγηση άδειας διαμονής στην ενήλικη αδελφή ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα, η οποία είναι υπήκοος τρίτης χώρας και η οποία, λόγω σοβαρής πάθησης, εξαρτάται πλήρως και σε μόνιμη βάση από τη βοήθεια των γονέων της, σε περίπτωση που η μη χορήγηση της εν λόγω άδειας διαμονής θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο πρόσφυγας το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς του, το οποίο αντλεί από την εν λόγω διάταξη.

47      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, σέβονται τα δικαιώματα και τηρούν τις αρχές που προβλέπονται στον Χάρτη και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες.

48      Κατά συνέπεια, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη, και ειδικότερα τα δικαστήριά τους, δεν οφείλουν απλώς να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά οφείλουν επίσης να μεριμνούν ώστε να μην ερμηνεύουν τις διατάξεις του παράγωγου δικαίου κατά τρόπο αντίθετο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που προασπίζει η έννομη τάξη της Ένωσης [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

49      Ειδικότερα, το άρθρο 7 του Χάρτη αναγνωρίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής. Κατά πάγια νομολογία, το εν λόγω άρθρο 7 πρέπει να συσχετισθεί με την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, η οποία αναγνωρίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και με την ανάγκη του παιδιού να διατηρεί τακτικώς προσωπικές σχέσεις με τους δύο γονείς του, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα), C‑273/20 και C‑355/20, EU:C:2022:617, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

50      Συνεπώς, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, όπως προκύπτει εξάλλου από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 2 και του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, που υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να εξετάζουν τις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης με τρόπο που να εξυπηρετεί το συμφέρον των τέκνων και να διευκολύνει την οικογενειακή ζωή [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα), C‑273/20 και C‑355/20, EU:C:2022:617, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

51      Τούτο ισχύει ιδίως για το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, το οποίο επιδιώκει ειδικώς, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης, να διευκολύνει την επανένωση των ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων με τους γονείς τους, προκειμένου να διασφαλιστεί στους ανηλίκους αυτούς αυξημένη προστασία λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσης τους, και το οποίο έχει, ως εκ τούτου, ιδιαίτερη σημασία για την ουσιαστική τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη.

52      Επιπλέον, όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο, το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένη θετική υποχρέωση, στην οποία αντιστοιχεί σαφώς οριζόμενο δικαίωμα. Τους επιβάλλει την υποχρέωση, στην περίπτωση που καθορίζει η διάταξη αυτή, να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση των εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντων του συντηρούντος χωρίς να διαθέτουν προς τούτο περιθώριο εκτιμήσεως (απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 43).

53      Ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, ασυνόδευτος ανήλικος πρόσφυγας όπως ο RI έχει δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους δύο γονείς του.

54      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι αιτήσεις εισόδου και διαμονής στην Αυστρία για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον RI υποβλήθηκαν από τους δύο γονείς του RI και από την αδελφή του, TY. Η TY, αν και ενήλικη, εξαρτάται πλήρως και σε μόνιμη βάση από την υλική βοήθεια των γονέων της, λόγω σοβαρής πάθησης. Ειδικότερα, πάσχει από εγκεφαλική πάρεση και έχει διαρκή ανάγκη αναπηρικού αμαξιδίου καθώς και καθημερινής προσωπικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας προκειμένου να τραφεί. Η περίθαλψη αυτή της παρέχεται κυρίως από τη μητέρα της, την CR, δεδομένου ότι η TY δεν δύναται να καταφύγει σε κανένα δίκτυο κοινωνικής αρωγής στον σημερινό τόπο διαμονής της προκειμένου να λάβει την εν λόγω περίθαλψη. Ως εκ τούτου, οι γονείς της TY είναι τα μόνα πρόσωπα που μπορούν να της παράσχουν φροντίδα και κατά συνέπεια δεν μπορούν να την αφήσουν μόνη της στη χώρα καταγωγής της.

55      Όπως διαπίστωσε το αιτούν δικαστήριο, δεδομένης της εξαιρετικής αυτής κατάστασης και της ιδιαίτερης σοβαρότητας της πάθησης της TY, οι δύο γονείς της δεν μπορούν να μεταβούν στην Αυστρία προκειμένου να επανενωθούν με τον υιό τους, ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα, χωρίς να φέρουν μαζί τους τη θυγατέρα τους. Επομένως, μόνον η χορήγηση άδειας εισόδου και διαμονής στην αδελφή του μπορεί να παράσχει στον RI τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του για οικογενειακή επανένωση με τους γονείς του.

56      Υπό τις συνθήκες αυτές, αν δεν χορηγηθεί στην TY, συγχρόνως με τους γονείς της, το ευεργέτημα της οικογενειακής επανένωσης με τον RI, ο τελευταίος θα στερηθεί εκ των πραγμάτων το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς του, το οποίο αντλεί από το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86.

57      Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν ασυμβίβαστο με τον ανεπιφύλακτο χαρακτήρα του δικαιώματος αυτού και θα υπονόμευε την πρακτική αποτελεσματικότητά του, με αποτέλεσμα να παραγνωρίζεται τόσο ο σκοπός του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, ο οποίος υπενθυμίζεται στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης, όσο και οι απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 7 και το άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, των οποίων γίνεται μνεία στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης και των οποίων την τήρηση πρέπει να διασφαλίζει η οδηγία αυτή.

58      Συνεπώς, δεδομένων των εξαιρετικών περιστάσεων που συντρέχουν στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, είναι έργο του αιτούντος δικαστηρίου να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος του RI για οικογενειακή επανένωση με τους γονείς του, το οποίο απορρέει από το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, καθώς και τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, χορηγώντας και στην αδελφή του άδεια εισόδου και διαμονής στην Αυστρία.

59      Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό δεν θίγεται από την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Bevándorlási és Menekültügyi Hivatal (Οικογενειακή επανένωση – Αδελφή πρόσφυγα) (C‑519/18, EU:C:2019:1070), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86 δεν αντιτίθεται στο να παρέχει ένα κράτος μέλος δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης στην αδελφή ενός πρόσφυγα μόνον αν αυτή αδυνατεί, εξαιτίας της κατάστασης της υγείας της, να καλύψει τις ανάγκες της.

60      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι πραγματικά περιστατικά όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθώς και τα νομικά ζητήματα που εγείρει το αιτούν δικαστήριο, διαφέρουν σαφώς από εκείνα επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση εκείνη. Ειδικότερα, στην εν λόγω απόφαση, το ζητούμενο ήταν να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86, το οποίο έχει προαιρετικό χαρακτήρα, παρέχει ενδεχομένως στους πρόσφυγες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν είναι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τη δυνατότητα να ζητήσουν αυτοτελώς την οικογενειακή επανένωση με τους αδελφούς και τις αδελφές τους. Αντιθέτως, εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της εκτάσεως του δικαιώματος του ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα για οικογενειακή επανένωση με τους γονείς του, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να ασκηθεί αν δεν χορηγηθεί άδεια εισόδου και διαμονής στην ενήλικη αδελφή του, η οποία πάσχει από σοβαρή πάθηση και ευρίσκεται για τον λόγο αυτό σε κατάσταση πλήρους και μόνιμης εξάρτησης από τους γονείς.

61      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι επιτάσσει τη χορήγηση άδειας διαμονής στην ενήλικη αδελφή ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα, η οποία είναι υπήκοος τρίτης χώρας και η οποία, λόγω σοβαρής πάθησης, εξαρτάται πλήρως και σε μόνιμη βάση από τη βοήθεια των γονέων της, σε περίπτωση που η μη χορήγηση της εν λόγω άδειας διαμονής θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο πρόσφυγας το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς του το οποίο αντλεί από την εν λόγω διάταξη.

 Επί του έκτου και του εβδόμου ερωτήματος

62      Με το έκτο και το έβδομο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι το κράτος μέλος μπορεί να απαιτεί, προκειμένου να αναγνωρίσει στον ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς του βάσει της διάταξης αυτής, να πληρούν ο ανήλικος ή οι γονείς του τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας και αν ενδεχομένως η απαίτηση περί τηρήσεως των εν λόγω προϋποθέσεων μπορεί να εξαρτάται από το αν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

63      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιό της IV, που φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις άσκησης του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης», προβλέπει ευχέρεια των κρατών μελών να απαιτήσουν να αποδειχθεί ότι ο συντηρών διαθέτει κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό για αντίστοιχη οικογένεια στο οικείο κράτος μέλος, ασφάλιση ασθενείας για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του, καθώς και σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ίδιου και των μελών της οικογένειάς του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

64      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, το οποίο, όπως το άρθρο της 10, περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V της οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Οικογενειακή επανένωση προσφύγων», ορίζει ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 της οδηγίας, τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τον πρόσφυγα ή/και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του να προσκομίσει, προκειμένου για αιτήσεις που αφορούν τα μέλη της οικογένειας που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ο πρόσφυγας πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο 7.

65      Κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 4, το οποίο είναι το μόνο άρθρο του κεφαλαίου II της οδηγίας 2003/86, που φέρει τον τίτλο «Μέλη της οικογένειας», τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της εν λόγω οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιό της IV, καθώς και στο άρθρο της 16, των απαριθμούμενων στην εν λόγω παράγραφο 1 μελών της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων ιδίως του ή της συζύγου του συντηρούντος καθώς και των ανήλικων τέκνων.

66      Επομένως, από τον συνδυασμό του άρθρου 12, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι η πρώτη από τις διατάξεις αυτές θεσπίζει ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την οικογενειακή επανένωση πρόσφυγα με τα μέλη του πυρήνα της οικογένειάς του, μη παρέχοντας στα κράτη μέλη την ευχέρεια να απαιτούν να αποδειχθεί ότι ο πρόσφυγας διαθέτει κατάλυμα το οποίο να θεωρείται κανονικό για αντίστοιχη οικογένεια, ασφάλιση ασθενείας για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του, καθώς και σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ίδιου και των μελών της οικογένειάς του.

67      Εντούτοις, το άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον πρόσφυγα να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας εάν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης δεν υποβλήθηκε εντός τριών μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

68      Κατά συνέπεια, από το άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις τις οποίες αφορά το πρώτο εδάφιο της εν λόγω διάταξης, ο νομοθέτης της Ένωσης επέτρεψε στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν, όσον αφορά τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86, το κοινό καθεστώς αντί του ευνοϊκού καθεστώτος που ισχύει κανονικά για τους πρόσφυγες σε περίπτωση που η αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβλήθηκε πέραν ενός ορισμένου χρονικού ορίου μετά τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, K και B, C‑380/17, EU:C:2018:877, σκέψη 46).

69      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας έκανε χρήση τόσο της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86, απαιτώντας από τους συντηρούντες να πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη διάταξη αυτή, όσο και της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας, προβλέποντας ότι οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να πληρούνται και από τους συντηρούντες που έχουν το καθεστώς του πρόσφυγα εάν η αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης υποβλήθηκε περισσότερο από τρεις μήνες μετά την οριστική χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος.

70      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται όμως αν η δεύτερη αυτή ευχέρεια καλύπτει επίσης την περίπτωση της οικογενειακής επανένωσης των ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων με τους γονείς τους, την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, και αν κατά συνέπεια τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν, όσον αφορά την εν λόγω επανένωση, να πληρούνται από τον ανήλικο πρόσφυγα ή από τους γονείς του οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία η αίτηση οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς του εν λόγω ανηλίκου υποβλήθηκε εντός τριών μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα στον ανήλικο.

71      Λαμβανομένων υπόψη του γράμματος, της οικονομίας και του σκοπού της οδηγίας 2003/86, καθώς και των απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 7 και το άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

72      Ειδικότερα, το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 εξασφαλίζει προνομιακή μεταχείριση στους ασυνόδευτους ανηλίκους πρόσφυγες παρέχοντας τη δυνατότητα της οικογενειακής επανένωσης με τους εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες τους «χωρίς να εφαρμόζο[νται] [οι] οριζόμεν[οι] από το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) [της οδηγίας αυτής] όρ[οι]».

73      Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 26 των προτάσεών του, το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, αναφέρεται ρητώς στις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο κεφάλαιο IV, στο οποίο περιλαμβάνεται το άρθρο 7. Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαιτούν από τον ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα ή από τους γονείς του να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας όταν οι γονείς υποβάλλουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον ανήλικο πρόσφυγα βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας.

74      Η κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 επιβεβαιώνεται τόσο από τον σκοπό της εν λόγω διάταξης, η οποία επιδιώκει ειδικώς, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 40 και 51 της παρούσας απόφασης, να διευκολύνει την επανένωση των ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων με τους γονείς τους, προκειμένου να διασφαλιστεί στους ανηλίκους αυτούς αυξημένη προστασία λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσης τους, όσο και από την οικονομία της οδηγίας και ιδίως από το άρθρο της 12, παράγραφος 1.

75      Ειδικότερα, η τελευταία αυτή διάταξη αφορά ρητώς μόνον «[τις] αιτήσεις που αφορούν τα μέλη της οικογένειας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, [της οδηγίας αυτής]», ήτοι ιδίως τον ή τη σύζυγο του συντηρούντος καθώς και τα ανήλικα τέκνα. Επομένως, από την οικονομία της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, αφενός, με το εν λόγω άρθρο 12, παράγραφος 1, και, αφετέρου, με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, δύο διαφορετικά καθεστώτα, εκ των οποίων το πρώτο έχει εφαρμογή στην οικογενειακή επανένωση κάθε πρόσφυγα με τα μέλη του πυρήνα της οικογένειάς του και προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαιτούν από τον συντηρούντα να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας εάν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης δεν υποβλήθηκε εντός τριών μηνών από τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, ενώ το δεύτερο έχει εφαρμογή ειδικώς στην περίπτωση της οικογενειακής επανένωσης των ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων με τους γονείς τους και δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα.

76      Επιπλέον, στο πλαίσιο των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης των ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων με τους γονείς τους, οι οποίες στηρίζονται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, ο νομοθέτης της Ένωσης απέκλεισε τη δυνατότητα των κρατών μελών να απαιτούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, συμμορφούμενος προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο αφορά τον σεβασμό της οικογενειακής ζωής, καθώς και από τις διατάξεις του άρθρου 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, κατά τις οποίες, αφενός, σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και, αφετέρου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη του παιδιού να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις με τους δύο γονείς του.

77      Ειδικότερα, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, είναι πρακτικώς αδύνατο για τον ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα να διαθέτει, για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του, κατάλυμα, ασφάλιση ασθενείας καθώς και επαρκείς πόρους και κατά συνέπεια να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86. Ομοίως, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους γονείς του ανηλίκου να πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές πριν καν επανενωθούν με το τέκνο τους στο οικείο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, το να εξαρτάται η δυνατότητα οικογενειακής επανένωσης των ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων με τους γονείς τους από την τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων θα ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με στέρηση από τους ανηλίκους αυτούς του δικαιώματος στην επανένωση, κατά παράβαση των απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 7 και από το άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη.

78      Συνεπώς, στην περίπτωση που γονείς ασυνόδευτου ανηλίκου πρόσφυγα υποβάλλουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον εν λόγω ανήλικο, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαιτούν ούτε από τον ανήλικο ούτε από τους γονείς του να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, ήτοι να διαθέτουν κατάλυμα το οποίο να θεωρείται επαρκές για όλα τα μέλη της οικογένειας στο οικείο κράτος μέλος, ασφάλιση ασθενείας που να καλύπτει όλα τα μέλη της οικογένειας καθώς και σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση της οικογένειας, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

79      Ομοίως, στο μέτρο που, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικών περιστάσεων που συντρέχουν στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης και όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας απόφασης, είναι αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος του RI για οικογενειακή επανένωση με τους δύο γονείς του, το οποίο απορρέει από το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, να χορηγηθεί άδεια εισόδου και διαμονής και στην ενήλικη αδελφή του, δεδομένου ότι οι γονείς της δεν μπορούν να επανενωθούν με τον υιό τους, ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα, στην Αυστρία χωρίς να φέρουν μαζί τους τη θυγατέρα τους, καθόσον αυτή πάσχει από σοβαρή πάθηση λόγω της οποίας εξαρτάται πλήρως και σε μόνιμη βάση από την υλική βοήθεια των γονέων της, το οικείο κράτος μέλος δεν έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει από τον RI ή από τους γονείς του να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ούτε όσον αφορά την αδελφή του ανήλικου πρόσφυγα.

80      Δεδομένων των ανωτέρω, στο έκτο και στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι το κράτος μέλος δεν μπορεί να απαιτεί, προκειμένου να αναγνωρίσει στον ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους γονείς του βάσει της διάταξης αυτής, να πληρούν ο ανήλικος ή οι γονείς του τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86/EK του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, έχει την έννοια ότι δεν απαιτεί από τους εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα, προκειμένου να θεμελιώσουν δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης βάσει της εν λόγω διάταξης και να υπαχθούν ως εκ τούτου στις προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, να υποβάλουν την αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον ως άνω πρόσφυγα εντός ορισμένης προθεσμίας, σε περίπτωση που ο εν λόγω πρόσφυγας είναι ακόμη ανήλικος κατά την ημερομηνία υποβολής της ως άνω αίτησης και ενηλικιώνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης.

2)      Το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι επιτάσσει τη χορήγηση άδειας διαμονής στην ενήλικη αδελφή ασυνόδευτου ανήλικου πρόσφυγα, η οποία είναι υπήκοος τρίτης χώρας και η οποία, λόγω σοβαρής πάθησης, εξαρτάται πλήρως και σε μόνιμη βάση από τη βοήθεια των γονέων της, σε περίπτωση που η μη χορήγηση της εν λόγω άδειας διαμονής θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο πρόσφυγας το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες του το οποίο αντλεί από την εν λόγω διάταξη.

3)      Το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι το κράτος μέλος δεν μπορεί να απαιτεί, προκειμένου να αναγνωρίσει στον ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης με τους εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες του βάσει της διάταξης αυτής, να πληρούν ο ανήλικος ή οι εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντες του τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν η αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.