Language of document : ECLI:EU:T:2006:388

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Τέταρτο πρόγραμμα-πλαίσιο για τις δράσεις έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως – Αναζήτηση των προκαταβληθέντων ποσών»

Στην υπόθεση T‑7/05,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου, επικουρούμενο από τον Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Παρθενών ΑΕ Οικοδομικών – Τεχνικών – Τουριστικών – Βιομηχανικών – Εμπορικών και Εξαγωγικών Εργασιών, με έδρα το Αίγιο (Ελλάδα), εκπροσωπουμένης από τον Α. Μασούλα, δικηγόρο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ με αίτημα την επιστροφή των ποσών που προκαταβλήθηκαν στο πλαίσιο της συμβάσεως FAIR-CT98-9544, καταγγελθείσας από την Επιτροπή λόγω μη εκπληρώσεως από την εναγομένη των συμβατικών της υποχρεώσεων,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, N. J. Forwood και Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιουνίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

 Το συμβατικό πλαίσιο

1        Στις 6 Αυγούστου 1998, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με επτά αντισυμβαλλομένους σύμβαση αφορώσα τη χορήγηση προς αυτούς χρηματοδοτικής συνδρομής για την υλοποίηση σχεδίου τιτλοφορούμενου «Εξεύρεση νέας μεθόδου για τον καθαρισμό και το ξεφλούδισμα φρούτων» (στο εξής: σχέδιο). Η εν λόγω σύμβαση εντασσόταν στο πλαίσιο της αποφάσεως 1110/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1994, περί του τετάρτου προγράμματος-πλαισίου επί των δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (1994-1998) (ΕΕ L 126, σ. 1).

2        Η σύμβαση υπογράφηκε από την εναγομένη, ενεργούσα ιδίω ονόματι και υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου και συντονιστή των λοιπών αντισυμβαλλομένων, και από την Επιτροπή.

3        Κατά το άρθρο της 10, η σύμβαση διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Η σύμβαση άρχισε να ισχύει στις 6 Αυγούστου 1998.

4        Δυνάμει του σημείου 1.1 της συμβάσεως, οι αντισυμβαλλόμενοι υποχρεούνταν να εκτελέσουν τη σύμβαση ευθυνόμενοι «αλληλεγγύως έναντι της Επιτροπής όσον αφορά τις περιγραφόμενες στο παράρτημα Ι εργασίες».

5        Το σημείο 1.2 της συμβάσεως ορίζει τα εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων ανωτέρας βίας (περιλαμβανομένων των περιπτώσεων απεργίας, ανταπεργίας και άλλων γεγονότων που εκφεύγουν συνήθως του ελέγχου των αντισυμβαλλομένων), οι αντισυμβαλλόμενοι θα καταβάλουν εύλογες προσπάθειες για την επίτευξη των αποτελεσμάτων στα οποία σκοπεί το σχέδιο και για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αντισυμβαλλομένου που δεν ανταποκρίθηκε σ’ αυτές. Οι αντισυμβαλλόμενοι δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα πέραν των στοιχείων που μπορούν ευλόγως να ελέγχουν ή να επιστρέφουν τα ποσά που οφείλει αντισυμβαλλόμενος μη ανταποκριθείς στις υποχρεώσεις του, εκτός αν οι ίδιοι έχουν συντελέσει στην εν λόγω μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων. Τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση ανωτέρας βίας θα συμφωνούνται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.»

6        Κατά το σημείο 2.1 της συμβάσεως, η προθεσμία εκτελέσεως του σχεδίου ήταν 24 μήνες από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την ημέρα της τελευταίας υπογραφής των συμβαλλομένων, ήτοι από την 1η Σεπτεμβρίου 1998 έως τις 31 Αυγούστου 2000.

7        Δυνάμει του άρθρου 3 του συμβάσεως, η Επιτροπή δεσμεύθηκε να καταβάλει χρηματοδοτική συνδρομή για την προσήκουσα εκτέλεση του σχεδίου, του οποίου οι συνολικές επιλέξιμες δαπάνες είχαν υπολογιστεί σε 866 000 ECU. Το σημείο 3.2 του ίδιου άρθρου προέβλεπε ότι η Επιτροπή θα χρηματοδοτούσε ποσοστό μέχρι 50 % των επιλέξιμων δαπανών, και μέχρι το ανώτατο ποσό των 433 000 ECU.

8        Όσον αφορά, ειδικότερα, τα καθήκοντα του συντονιστή στον τομέα των πληρωμών, το σημείο 2.1, στοιχείο b, των γενικών όρων προβλέπει ότι

«Ο συντονιστής θα λαμβάνει και θα διανέμει, υπό την επιφύλαξη των ειδικών όρων του άρθρου 9 τις παρούσας συμβάσεως, όλα τα ποσά που καταβάλλονται στον συντονιστή, ως θεματοφύλακα, για τους αντισυμβαλλομένους. Ο συντονιστής θα διαβιβάζει αμέσως το τμήμα κάθε καταβαλλομένου ποσού που αναλογεί σε καθέναν από τους αντισυμβαλλομένους. Ο συντονιστής δεν θα είναι πλέον ο δικαιούχος των διαφόρων καταβαλλομένων ποσών, πλην συμφωνίας μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, οι οποίοι θα συμφωνήσουν τους προσήκοντες όρους για κάθε μεταφορά ποσού στον προσωπικό λογαριασμό του συντονιστή.»

9        Κατά το σημείο 4.1 της συμβάσεως, η Επιτροπή έπρεπε να προκαταβάλει αρχικώς το ποσό των 259 800 ECU εντός δύο μηνών από την τελευταία υπογραφή των συμβαλλομένων. Το σημείο 4.2 της συμβάσεως προέβλεπε ότι η Επιτροπή έπρεπε να διενεργεί όλες τις πληρωμές προς την εναγομένη, η οποία ήταν υποχρεωμένη να διαβιβάζει αμέσως το ποσό που αναλογούσε σε κάθε αντισυμβαλλόμενο.

10      Δυνάμει του άρθρου 5 της συμβάσεως, έπρεπε να υποβάλλονται στην Επιτροπή, μέσω του συντονιστή, δύο εκθέσεις κόστους κάθε δωδεκάμηνο από την 1η Σεπτεμβρίου 1998, καθώς και δύο εκθέσεις κόστους για την τελική περίοδο, εντός τριών μηνών από της εγκρίσεως της τελευταίας εκθέσεως προόδου, του τελευταίου εγγράφου, ή του τελευταίου παραδοτέου μέρους του σχεδίου. Το τμήμα D των γενικών όρων προέβλεπε ένα υπόδειγμα εντύπου προς τούτο. Στις εκθέσεις κόστους ανακεφαλαιώνονταν οι δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί κάθε αντισυμβαλλόμενος για την εκτέλεση του σχεδίου.

11      Το άρθρο 6 της συμβάσεως και το άρθρο 10 των γενικών όρων προέβλεπαν την υποχρέωση των αντισυμβαλλομένων να υποβάλλουν, μέσω του συντονιστή, σε δύο αντίγραφα, εκθέσεις προόδου καταρτιζόμενες στα αγγλικά, κάθε δώδεκα μήνες από την 1η Σεπτεμβρίου 1998, τούτο δε εντός μηνός από την ημερομηνία λήξεως της περιόδου την οποία αφορούσε η έκθεση. Το σημείο 10.3 των γενικών όρων προέβλεπε ότι, αν η Επιτροπή δεν διατυπώσει παρατηρήσεις εντός δύο μηνών από την παραλαβή της τελικής εκθέσεως, η έκθεση αυτή λογίζεται εγκριθείσα. Όσον αφορά τις λοιπές εκθέσεις προόδου, η προθεσμία αυτή καθορίστηκε σε ένα μήνα από την παραλαβή τους.

12      Το σημείο 5.3, στοιχείο a, των γενικών όρων προέβλεπε ότι η Επιτροπή μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση που ένας αντισυμβαλλόμενος δεν προέβαινε στις αναγκαίες ενέργειες για να θεραπεύσει τη μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρεώσεως εντός προθεσμίας ενός μήνα τουλάχιστον, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή τον όχλησε γραπτώς.

13      Κατά το σημείο 21.2 των γενικών όρων, οι εκθέσεις κόστους, οι οποίες καταρτίζονταν επί του εντύπου που προβλέπει το τμήμα D αυτών, έπρεπε να επισυνάπτονται στις αντίστοιχες περιοδικές εκθέσεις προόδου (βλ. ανωτέρω σκέψη 11). Σε περίπτωση μη υποβολής εκθέσεως κόστους, η Επιτροπή είχε δικαίωμα, κατά το σημείο 21.3 των γενικών όρων, να παρακρατήσει μέρος ή (κατ’ εξαίρεση) το σύνολο του ποσού της συνδρομής της για το σχέδιο μέχρι την καλυπτόμενη από την επόμενη έκθεση περίοδο.

14      Όλα τα ποσά που καταβάλλονταν από την Επιτροπή θεωρούνταν, δυνάμει του άρθρου 23 των γενικών όρων, ως προκαταβολές, μέχρι την έγκριση των παραδοτέων μερών ή της τελευταίας εκθέσεως προόδου του σχεδίου. Κατά το σημείο 23.3 των γενικών όρων, οι αντισυμβαλλόμενοι δεσμεύονταν, σε περίπτωση που η συνολική οφειλόμενη από την Επιτροπή χρηματοδοτική συνδρομή για το σχέδιο ήταν χαμηλότερη από το συνολικό ποσό των εκ μέρους της πληρωμών, να της επιστρέψουν αμέσως τη διαφορά.

15      Όσον αφορά τους τόκους, το σημείο 5.4 των γενικών όρων προέβλεπε ότι, σε περίπτωση καταγγελίας κατά το σημείο 5.3, στοιχείο a, κάθε επιστρεπτέο ποσό μπορούσε, εφόσον εζητείτο γραπτώς, να προσαυξηθεί με τόκους, με το εφαρμοζόμενο από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα για τις πράξεις σε ECU επιτόκιο αυξημένο κατά 2 %, για το διάστημα που παρήλθε από την είσπραξη των ποσών μέχρι την επιστροφή τους.

16      Το άρθρο 7 των γενικών όρων περιέχει την ακόλουθη ρήτρα διαιτησίας:

«Το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θα είναι τα μόνα αρμόδια για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ της Επιτροπής και των αντισυμβαλλομένων όσον αφορά το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία της παρούσας συμβάσεως.»

 Το ελληνικό δίκαιο

17      Το άρθρο 211, πρώτο εδάφιο, του ελληνικού Αστικού Κώδικα (στο εξής: Αστικός Κώδικας) ορίζει τα ακόλουθα:

«Δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του.»

18      Κατά το άρθρο 480 του Αστικού Κώδικα, «[α]ν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος».

19      Το άρθρο 481 του Αστικού Κώδικα έχει ως εξής:

«Οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας απ’ αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά.»

20      Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός διέπεται από τα άρθρα 904 έως 913 του Αστικού Κώδικα. Το άρθρο 904, πρώτο εδάφιο, ορίζει τα εξής:

«Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη.»

21      Κατά το άρθρο 909 του Αστικού Κώδικα, «[η] υποχρέωση για απόδοση κατά το […] άρθρο [908] αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής».

 Πραγματικά περιστατικά

22      Οι αντισυμβαλλόμενοι που εκπροσωπούνταν από την εναγομένη ήταν η Dried Fruit Nederland, η Consorzio interprofessionale cooperative agricole, η Valle Verde και η Stratelis. Η σύμβαση μνημονεύει επίσης την Integrated Environmental Management Ltd (στο εξής: ΙΕΜ) και το Πολυτεχνείο Αθηνών. Ο ρόλος της ΙΕΜ περιγράφεται στις επιστολές της 17ης Δεκεμβρίου 1998 και της 29ης Ιανουαρίου 1999, τις οποίες απηύθυνε η εναγομένη στην Επιτροπή προς απάντηση στις αιτήσεις τις οποίες η τελευταία είχε διατυπώσει με έγγραφα της 14ης Δεκεμβρίου 1998 και της 5ης Ιανουαρίου 1999. Η ΙΕΜ χαρακτηρίζεται, εξάλλου, σε διάφορα σημεία του παραρτήματος Ι της συμβάσεως, ως επικεφαλής ορισμένων εργασιών (task leader) ή ως συνεργαζόμενη σε άλλες εργασίες, καθώς και στα δύο προμνησθέντα έγγραφα της Επιτροπής ως συνεργαζόμενη και συμμετέχουσα στο σχέδιο. Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η εναγομένη εκπροσωπούσε και την εταιρία αυτή.

23      Στις 7 Αυγούστου 1998, η Επιτροπή προκατέβαλε στην εναγομένη το αρχικό ποσό των 259 800 ECU.

24      Η εναγομένη υπέβαλε στην Επιτροπή στις 12 Οκτωβρίου 1999 έγγραφο με τίτλο «Πρώτη έκθεση προόδου». Στο έγγραφο αυτό, η εναγομένη ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι είχε σημειωθεί καθυστέρηση στην έκδοση της οικοδομικής άδειας που αφορούσε το σχέδιο και ζητούσε επιπλέον προθεσμία δέκα έως δώδεκα μηνών για την ολοκλήρωση του σχεδίου.

25      Με έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2001, το οποίο απηύθυνε στην εναγομένη, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν είχε λάβει την έκθεση προόδου ούτε τις εκθέσεις κόστους, υπογραμμίζοντας ότι οι συμβατικές προθεσμίες για την αποστολή αυτών των εγγράφων είχαν εκπνεύσει. Η Επιτροπή χορήγησε στην εναγομένη προθεσμία ενός μήνα για την υποβολή των εν λόγω εκθέσεων, προειδοποιώντας την ότι, άλλως, η εναγομένη θα αθετούσε τις συμβατικές υποχρεώσεις που υπείχε ως συντονίστρια.

26      Με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001, η εναγομένη υπέβαλε στην Επιτροπή έγγραφο με τίτλο «Πρώτη έκθεση προόδου (Σεπτέμβριος 1998-Σεπτέμβριος 2000)».

27      Με έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή κατήγγειλε, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 5.3 των γενικών όρων, τη σύμβαση αναδρομικώς από τις 24 Φεβρουαρίου 2001. Οι λόγοι της καταγγελίας συνίσταντο, κατά το έγγραφο αυτό, στην απουσία εκθέσεων κόστους υπογεγραμμένων για λογαριασμό τεσσάρων εργολάβων και στο γεγονός ότι η πραγματοποιηθείσα έρευνα δεν αντιστοιχούσε στις εργασίες που προβλέπονταν στο παράρτημα I της συμβάσεως. Επιπλέον, τα περιγραφόμενα στην έκθεση αποτελέσματα ταυτίζονταν με τα αναγραφόμενα σε έκθεση υποβληθείσα στο πλαίσιο ενός παλαιού σχεδίου ήδη χρηματοδοτηθέντος από την Επιτροπή (του προγράμματος FAIR-CT95-9502).

28      Στις 20 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε χρεωστικό σημείωμα ποσού 259 800 ευρώ. Με έγγραφο της 22ας Οκτωβρίου 2002, η εναγομένη εξέφρασε την έκπληξή της για την αντίδραση της Επιτροπής, υπογραμμίζοντας ότι είχε παράσχει εξηγήσεις με επιστολή της 26ης Νοεμβρίου 2001.

29      Θεωρώντας ανεπαρκείς τις εξηγήσεις της εναγομένης, η Επιτροπή τής απηύθυνε δύο υπομνήσεις με ημερομηνίες 8 Νοεμβρίου 2002 και 8 Οκτωβρίου 2003, με τις οποίες ζήτησε την καταβολή του εν λόγω ποσού.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

31      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα και να απαντήσουν γραπτώς σε διάφορα ερωτήματα.

32      Με έγγραφα που παραλήφθηκαν, αντιστοίχως, στις 6 και 7 Μαΐου 2006, η εναγομένη και η ενάγουσα συμμορφώθηκαν προς τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Πρωτοδικείο. Στο έγγραφό της, η Επιτροπή προέβη σε νέο υπολογισμό των τόκων έως τις 25 Απριλίου 2006 και μείωσε το αρχικό της αίτημα όσον αφορά το επιτόκιο.

33      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Ιουνίου 2006.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει το ποσό των 323 155,61 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 259 800 ευρώ ως κεφάλαιο και 63 355,61 ευρώ ως τόκους υπερημερίας μέχρι τις 25 Απριλίου 2006·

–        να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει επιπλέον τόκους 48,04 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής·

–        να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.

35      Η εναγομένη ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

36      Κατά την Επιτροπή, το σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε στις 31 Αυγούστου 2000 και η εναγομένη δεν κατέθεσε καμία επιστημονική έκθεση και καμία έκθεση κόστους.

37      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999 (βλ. ανωτέρω σκέψη 24) δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως περιοδική έκθεση προόδου κατά την έννοια της συμβάσεως. Συγκεκριμένα, οι περιοδικές εκθέσεις πρέπει, πρώτον, να καταρτίζονται βάσει ειδικού εντύπου που παρέχεται εκ των προτέρων στους αντισυμβαλλομένους, δεύτερον, να περιέχουν όλα τα στοιχεία που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αξιολογήσει την ποιότητα των εργασιών και, τρίτον, να συνοδεύονται από εκθέσεις κόστους για το σύνολο των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούν. Το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999 αποτελεί συνοπτικό κείμενο το οποίο περιγράφει ορισμένες δράσεις και δεν περιέχει ούτε τις απαραίτητες πληροφορίες ούτε τα απαραίτητα παραρτήματα ή τις απαραίτητες εκθέσεις κόστους. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται, κατά την Επιτροπή, περί εκθέσεως προόδου, αλλά περί απλής προκαταρκτικής ενημερώσεως, η οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι θα αποστελλόταν εν τω μεταξύ ταχυδρομικώς στην Επιτροπή μια σειρά πληροφοριακών στοιχείων (όσον αφορά την παρουσίαση των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων και τη μονάδα επιπλεύσεως αέρος). Ωστόσο, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία. Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, τα λοιπά μηχανικά και υδραυλικά μέρη της μονάδας παρακολουθήσεως και των αισθητήρων μετρήσεως εμφαίνονται στο τμήμα που επιγράφεται «Σχεδιασμός του εργοστασίου σε πλήρη κλίμακα», το επίμαχο, όμως, έγγραφο δεν περιέχει τέτοιο τμήμα. Εξάλλου, η απουσία εκθέσεων κόστους συνιστά παράβαση του σημείου 21.2 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 13).

38      Συνεπώς, δικαίως η Επιτροπή δεν εξέλαβε το έγγραφο αυτό ως πραγματική έκθεση προόδου και ανέμεινε την πλήρη έκθεση, που θα περιείχε τα πληροφοριακά στοιχεία που, κατά την εναγομένη, της είχαν αποσταλεί ταχυδρομικώς, τα οποία, όμως, ουδέποτε παρέλαβε.

39      Η ίδια η εναγομένη δέχθηκε την άποψη αυτή χαρακτηρίζοντας το έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 (βλ. ανωτέρω σκέψη 26) ως πρώτη έκθεση προόδου, καλύπτουσα τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο έτος του σχεδίου (Σεπτέμβριος 1998-Αύγουστος 2000).

40      Έστω και αν θεωρηθεί ότι το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999 αποτελούσε έκθεση προόδου κατά την έννοια της συμβάσεως, η έκθεση αυτή κατατέθηκε μετά τις 30 Σεπτεμβρίου 1999, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας καταθέσεώς της σύμφωνα με το άρθρο 6 της συμβάσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εναγομένη δεν μπορεί να επικαλεστεί τη σιωπηρή έγκριση που προβλέπει το σημείο 10.3 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 11).

41      Το άρθρο 8 της συμβάσεως, κατά το οποίο για κάθε τροποποίησή της απαιτείται γραπτή συμφωνία, αποκλείει τη σιωπηρή τροποποίηση, οπότε η μη απάντηση της Επιτροπής στο αίτημα παρατάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 24) δεν μπορεί να αποτελεί αποδοχή του. Ως εκ τούτου, η προθεσμία για την ολοκλήρωση του σχεδίου ουδέποτε παρατάθηκε.

42      Η Επιτροπή αναφέρει ότι το έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 είναι σύμφωνο προς το υπόδειγμα που πρέπει να χρησιμοποιείται για την υποβολή των εκθέσεων. Ωστόσο, τα επισυναφθέντα στο εν λόγω έγγραφο παραρτήματα ήταν διατυπωμένα στα ελληνικά, κατά παράβαση του άρθρου 6 της συμβάσεως. Επιπλέον, το έγγραφο αυτό καλύπτει διάστημα 24 μηνών, ενώ, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, στην Επιτροπή υποβάλλεται έκθεση ανά δωδεκάμηνο.

43      Εξάλλου, οι εκθέσεις κόστους που αφορούσαν τρεις αντισυμβαλλομένους ήταν ανυπόγραφες και ουδέποτε η Επιτροπή έλαβε υπογεγραμμένη έκθεση κόστους, παρά τις υποσχέσεις της εναγομένης. Η πτώχευση ενός από τους τρεις αυτούς αντισυμβαλλομένους, η οποία κηρύχθηκε το 1999, θέτει επίσης το ζήτημα πώς η εναγομένη υπέβαλε έκθεση κόστους το 2001 για εταιρία που είχε ήδη πτωχεύσει από διετίας, και μάλιστα αφού η εναγομένη δεν είναι σύνδικος της πτωχεύσεως.

44      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ορθώς θεώρησε, συνεπώς, ότι ούτε το έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 μπορούσε να αποτελεί έκθεση προόδου. Παρατηρεί επίσης ότι το έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 της διαβιβάστηκε μετά από πολύμηνες προσπάθειές της να επικοινωνήσει με την εναγομένη και μετά από απειλές περί καταγγελίας της συμβάσεως και περί αναζητήσεως των προκαταβολών. Επομένως, η εναγομένη δεν αντέδρασε παρά περισσότερο από έξι μήνες μετά την παρέλευση της ταχθείσας με το έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2001 προθεσμίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 25), αποστέλλοντας αντίγραφο της εκθέσεως που είχε ήδη υποβληθεί στο πλαίσιο του προγράμματος FAIR-CT95-9502. Το επιχείρημα της εναγομένης ότι ήταν επιθυμητό να συμπίπτουν τα αποτελέσματα των δύο σχεδίων δεν ευσταθεί κατά την άποψη της Επιτροπής, δεδομένου ότι οι συμβάσεις και τα παραδοτέα μέρη κάθε σχεδίου ήταν εντελώς διαφορετικά. Το έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 αντιστοιχεί στο περιεχόμενο και στα αποτελέσματα του προγράμματος FAIR-CT95-9502 και όχι σε αυτά του σχεδίου.

45      Η Επιτροπή προσθέτει ότι το έγγραφο αυτό υποβλήθηκε ένα έτος μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορά (Σεπτέμβριος 1998-Αύγουστος 2000), δύο έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της πρώτης εκθέσεως και έξι μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή με το έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2001.

46      Εν πάση περιπτώσει, μια περιοδική έκθεση δεν μπορεί να αφορά ολόκληρο το χρονικό διάστημα εκτελέσεως του σχεδίου, πράγμα που οδηγεί την Επιτροπή να θεωρήσει ότι το έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 δεν μπορούσε, έστω και αν πληρούσε τους περί εκθέσεων όρους της συμβάσεως, παρά να αποτελεί την τελική έκθεση.

47      Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η καθυστέρηση της Νομαρχίας Πατρών (Ελλάδα) στην έκδοση της οικοδομικής άδειας συνιστά ανωτέρα βία. Η εναγομένη δεν παρέσχε στοιχεία σχετικά με τον λόγο της καθυστερήσεως αυτής, με την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεώς της για τη χορήγηση οικοδομικής άδειας, με τις τυχόν προσπάθειές της για να ξεπεραστούν τα προβλήματα και με τον χρόνο της πραγματικής ενάρξεως των εργασιών. Ο συνήθης χρόνος που απαιτείται για την έκδοση οικοδομικής άδειας δεν συνιστά ανωτέρα βία κατά την έννοια του άρθρου 1 της συμβάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 5). Εξάλλου, με μεταγενέστερα έγγραφά της, η εναγομένη επικαλείται άλλους λόγους προς δικαιολόγηση της καθυστερήσεως, γεγονός που αποδεικνύει ότι η καθυστέρηση αυτή δεν οφείλεται στην καθυστερημένη έκδοση της οικοδομικής άδειας, αλλά στον τρόπο διαχειρίσεως του προγράμματος εκ μέρους της εναγομένης, η οποία ουδέποτε τήρησε τις συμβατικές προθεσμίες. Τέλος, η εναγομένη ουδόλως εξηγεί τον λόγο για τον οποίο δεν διαβίβασε στην Επιτροπή, με το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999, τα διαγράμματα και τις μελέτες του σχεδίου, για την κατάρτιση των οποίων δεν χρειαζόταν καμία διοικητική άδεια.

48      Όσον αφορά την υποχρέωση επιστροφής του προκαταβληθέντος ποσού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν υπέβαλε καμία περιοδική έκθεση σύμφωνη με τις προδιαγραφές της συμβάσεως, πρέπει να επιστραφεί το σύνολο των προκαταβολών. Υπογραμμίζει ότι αντικείμενο της συμβάσεως δεν ήταν η κατασκευή μιας οποιασδήποτε βιομηχανικής μονάδας επεξεργασίας φρούτων, αλλά η διά της κατασκευής της εν λόγω μονάδας επιστημονική απόδειξη του ότι η χρησιμοποιούμενη μέθοδος μπορούσε να έχει, σε βιομηχανική κλίμακα, τα επιτευχθέντα σε πειραματικό επίπεδο αποτελέσματα.

49      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η υποβολή των εκθέσεων αποτελεί ουσιώδη υποχρέωση για την προσήκουσα εκτέλεση των συμβάσεων που υπογράφονται στο πλαίσιο των προγραμμάτων έρευνας και τεχνολογικής αναπτύξεως, καθόσον επιτρέπει την αξιοποίηση των σχετικών αποτελεσμάτων προς όφελος της τεχνολογικής προόδου. Συνεπώς, η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής μπορεί να προκαλέσει την καταγγελία της συμβάσεως και την αναζήτηση της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής κατ’ εφαρμογήν του σημείου 23.3 των γενικών όρων και όχι βάσει των διατάξεων του Αστικού Κώδικα περί ενοχών εκ συμβάσεως ή περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

50      Όσον αφορά την επιστολή την οποία η εναγομένη διατείνεται ότι απέστειλε στις 26 Νοεμβρίου 2001 (βλ. ανωτέρω σκέψη 28), η Επιτροπή αναφέρει ότι την έλαβε μόλις τον Ιούνιο του 2003, αφού ζήτησε την εκ νέου αποστολή της με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2003. Η εναγομένη δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο την είχε αποστείλει το 2001. Επιπλέον, η Επιτροπή κατέβαλλε συστηματικές προσπάθειες για να λάβει πληροφορίες σχετικά με τη χρησιμοποίηση της χρηματοδοτικής συνδρομής, αλλά δεν έλαβε παρά αόριστες απαντήσεις.

51      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή διευκρίνισε, με τη συνοδευτική του υπομνήματος απαντήσεως επιστολή, ότι η υποχρέωση της εναγομένης να επιστρέψει το σύνολο των προκαταβολών, καίτοι υπάρχουν πλείονες αντισυμβαλλόμενοι, στηρίζεται στο ότι η εναγομένη είναι ο αντιπρόσωπος των λοιπών αντισυμβαλλομένων, ενεργούσα εξ ονόματος και για λογαριασμό τους κατά την έννοια του άρθρου 211 του Αστικού Κώδικα. Με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή υποστήριξε και πάλι ότι η εναγομένη ενήργησε ως αντιπρόσωπος όλων των συμμετεχόντων στο σχέδιο.

52      Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης, με τις γραπτές απαντήσεις της, ότι η εναγομένη κατέβαλε κάποια ποσά στους λοιπούς αντισυμβαλλομένους, επικαλούμενη την απουσία αποδείξεων ως προς τις καταβολές αυτές και, ιδίως, δεόντως υπογεγραμμένων καταστάσεων κόστους. Τα τιμολόγια τα οποία εξέδωσε η IEM (η συμβολή της οποίας είναι αμφίβολη) για την εναγομένη δεν αποδεικνύουν την καταβολή των αντίστοιχων ποσών.

 Επιχειρήματα της εναγομένης

53      Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος των λοιπών αντισυμβαλλομένων κατά την έννοια του άρθρου 211 του Αστικού Κώδικα. Με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, αναφέρει ότι εκπροσωπούσε την Dried Fruit Nederland, την Consorzio interprofessionale cooperative agricole, την Valle Verde, την Stratelis, το Πολυτεχνείο Αθηνών και την IEM σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που περιέχονται στις επιστολές της 17ης Δεκεμβρίου 1998 και της 29ης Ιανουαρίου 1999 (βλ. ανωτέρω σκέψη 22).

54      Η εναγομένη θεωρεί ότι η Επιτροπή συγχέει την έννοια της αντιπροσωπεύσεως κατά το άρθρο 211 του Αστικού Κώδικα και την έννοια της εις ολόκληρον ενοχής του άρθρου 480 του ίδιου κώδικα. Συγκεκριμένα, από τα άρθρα αυτά, καθώς και από τη σχετική νομολογία, προκύπτει ότι η αντιπροσώπευση δεν συνεπάγεται για τον αντιπρόσωπο ενοχή εις ολόκληρον προς εξόφληση των χρεών του αντιπροσωπευομένου. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και από το σημείο 1.2 της συμβάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 5). Ως εκ τούτου, κάθε αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται να επιστρέψει τα ποσά που πράγματι εισέπραξε.

55      Με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η εναγομένη διευκρινίζει ότι κατέβαλε ποσό 143 789,77 ευρώ στην IEM. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι κατέβαλε 27 613,42 ευρώ στην Dried Fruit Nederland σε είδος, υπό τη μορφή εξοπλισμού (εν προκειμένω, μιας γραμμής παραγωγής την οποία η εναγομένη αγόρασε και απέστειλε στην Dried Fruit Nederland).

56      Όσον αφορά την εκτέλεση της συμβάσεως, η εναγομένη υποστηρίζει ότι σκοπός του επίδικου σχεδίου ήταν ακριβώς η επίτευξη, σε βιομηχανική κλίμακα, αποτελεσμάτων αναλόγων προς τα επιτευχθέντα σε πειραματικό επίπεδο στο πλαίσιο του προγράμματος FAIR-CT95-9502. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι το έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 2001 εκθέτει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα της εκθέσεως που υποβλήθηκε στο πλαίσιο του προμνησθέντος προγράμματος δεν συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά, αντιθέτως, αποδεικνύει την επιτυχία του σχεδίου.

57      Οι εργασίες 1.2, 2.1 και 2.2, οι οποίες περιγράφονται στο κεφάλαιο 3 του εν λόγω εγγράφου, είναι εντελώς νέες και αφορούν την εφαρμογή των αποτελεσμάτων του προγράμματος FAIR-CT95-9502. Επιπλέον, το έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 συνοδεύεται από μελέτη με τίτλο «Μονάδα επεξεργασίας και ανακύκλωσης των αποβλήτων του σταφιδεργοστασίου της εταιρίας Παρθενών Α.Ε.», η οποία περιλαμβάνει τα πλήρη διαγράμματα που εφαρμόστηκαν ώστε να λειτουργήσει η μονάδα.

58      Όσον αφορά την υποβολή των περιοδικών εκθέσεων, η εναγομένη αντικρούει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής και ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε εν προκειμένω αθέτηση της συμβάσεως και, επομένως, η καταγγελία είναι άκυρη. Πιο συγκεκριμένα, το έγγραφο που απεστάλη στις 12 Οκτωβρίου 1999 αποτελεί την πρώτη περιοδική έκθεση, η οποία εγκρίθηκε σιωπηρώς από την Επιτροπή, δεδομένου ότι η τελευταία δεν διατύπωσε παρατηρήσεις επ’ αυτής εντός της προθεσμίας του ενός μήνα που προβλέπει το σημείο 10.3 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 11). Η προθεσμία αυτή έχει προβλεφθεί για να προστατεύονται οι αντισυμβαλλόμενοι από καταχρηστική άρνηση της Επιτροπής να εγκρίνει τις εκθέσεις που της υποβάλλονται. Συνεπώς, κατά την εναγομένη, η Επιτροπή, όντας υπερήμερη από τον Δεκέμβριο του 1999, δεν μπορούσε εγκύρως, και μάλιστα μετά δύο έτη αδράνειας, να της προσάψει ότι αθέτησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, έστω και αν το εν λόγω έγγραφο εστάλη με την αμελητέα καθυστέρηση των δώδεκα ημερών. Η εναγομένη ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι έστειλε ταχυδρομικώς τα στοιχεία που αναφέρει στο έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999, αλλά η Επιτροπή προφανώς τα απώλεσε.

59      Όσον αφορά το αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας ολοκληρώσεως του σχεδίου λόγω της καθυστερήσεως στην έκδοση της οικοδομικής άδειας, η εναγομένη υποστηρίζει ότι, παρά την επιμέλεια την οποία επέδειξε, η αρμόδια νομαρχία εξέδωσε την εν λόγω άδεια μόλις τον Ιούλιο του 2003, ήτοι 20 μήνες μετά την κατάθεση της αιτήσεως, ενώ η συνήθης προθεσμία είναι τρίμηνη. Η καθυστέρηση αυτή, δεδομένου ότι δεν ήταν καταλογιστέα στην εναγομένη, η οποία εν τω μεταξύ εξάντλησε κάθε εναλλακτική λύση και αγόρασε νέο οικόπεδο για την εν λόγω οικοδομή, συνιστούσε περίπτωση ανωτέρας βίας, την οποία το σημείο 1.2 της συμβάσεως ορίζει ως γεγονότα πέραν του ευλόγου ελέγχου των αντισυμβαλλομένων. Η εναγομένη ζήτησε παράταση χωρίς ωστόσο να λάβει απάντηση από την Επιτροπή. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 10.3 των γενικών όρων, η παράταση αυτή πρέπει να θεωρείται ως σιωπηρώς χορηγηθείσα, καθόσον δεν διατυπώθηκαν παρατηρήσεις εκ μέρους της Επιτροπής εντός της συμβατικής προθεσμίας του ενός μήνα. Η Επιτροπή δεν απέρριψε το αίτημα παρατάσεως παρά με το έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2001, ήτοι δεκατέσσερις μήνες μετά την υποβολή του αιτήματος, χωρίς να λάβει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που επικαλέστηκε η εναγομένη, μεταξύ των οποίων η ανάγκη κατασκευής παγίων εγκαταστάσεων προκειμένου να εκτελεσθούν ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες και να λειτουργήσει η μονάδα. Λαμβανομένης υπόψη της εγκρίσεως του αιτήματος παρατάσεως, η έκθεση της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 πρέπει επίσης να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως υποβληθείσα στην Επιτροπή. Οι δύο αυτές εκθέσεις δεν μπορούν να εξετασθούν αυτοτελώς, αλλά από κοινού, δεδομένου ότι η μία αποτελεί συνέχεια της άλλης.

60      Η εναγομένη απέστειλε την έκθεση της 3ης Σεπτεμβρίου 2001, η οποία αφορούσε το διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου 1998 μέχρι 31 Αυγούστου 2000, συνοδευόμενη από παραστατικά δαπανών ύψους 261 260,89 ευρώ. Η Επιτροπή παρέλαβε την έκθεση στις 12 Σεπτεμβρίου 2001. Το συνοδευτικό έγγραφο εξέθετε τους λόγους της καθυστερήσεως (ανωτέρα βία, τροποποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας, προβλήματα με άλλους αντισυμβαλλομένους). Η Επιτροπή, και στην περίπτωση αυτή, όφειλε να διατυπώσει τα ενδεχόμενα σχόλιά της επί της εν λόγω εκθέσεως εντός της προθεσμίας ενός μήνα από της παραλαβής της, δεδομένου ότι επρόκειτο για περιοδική και όχι για τελική έκθεση. Δεδομένου ότι η Επιτροπή απάντησε μόλις στις 7 Νοεμβρίου 2001, ήτοι 55 ημέρες μετά την παραλαβή της εκθέσεως, η έκθεση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως εγκριθείσα. Η εν λόγω έκθεση αφορούσε διάστημα δύο ετών (Σεπτέμβριος 1998-Σεπτέμβριος 2000), λόγω του ότι η Επιτροπή δεν είχε δώσει συνέχεια στην έκθεση της 12ης Οκτωβρίου 1999 ούτε στο αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας για την ολοκλήρωση του σχεδίου. Η ονομασία της εν λόγω εκθέσεως (πρώτη έκθεση προόδου) οφειλόταν σε παραδρομή της γραμματείας της εναγομένης η οποία δεν έχει έννομες συνέπειες, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν επισήμανε παράβαση της συμβάσεως εντός της προθεσμίας του ενός μήνα. Το γεγονός ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα έγγραφο δεν αποτελεί έκθεση κατά την έννοια της συμβάσεως δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της εντός της εν λόγω προθεσμίας, μετά την παρέλευση της οποίας η έκθεση αυτή λογίζεται εγκριθείσα.

61      Επιπλέον, η Επιτροπή δεν χορήγησε, με το έγγραφο καταγγελίας της 7ης Νοεμβρίου 2001, προθεσμία ενός μήνα προκειμένου η εναγομένη να θεραπεύσει τις παραλείψεις της. Ως εκ τούτου, η εν λόγω καταγγελία είναι ανίσχυρη καθόσον έγινε κατά παράβαση του σημείου 5.3 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 12).

62      Πέραν του ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την προθεσμία ενός μήνα για τη διατύπωση των παρατηρήσεών της, οι αιτιάσεις της είναι αβάσιμες. Συγκεκριμένα, η ιδιότητα του αντιπροσώπου παρέχει στην εναγομένη το δικαίωμα να υπογράφει τις εκθέσεις κόστους για λογαριασμό των λοιπών αντισυμβαλλομένων, κατά μείζονα δε λόγο δεδομένου ότι αυτή εκταμίευσε το μεγαλύτερο μέρος των ποσών των δαπανών και ότι ένας αντισυμβαλλόμενος (η Dried Fruit Nederland) πτώχευσε στις 30 Σεπτεμβρίου 1999. Το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2001 στην Επιτροπή, η οποία δεν ανταποκρίθηκε συναφώς στην υποχρέωση αρωγής την οποία υπείχε. Επιπλέον, οι εταιρίες Consorzio interprofessionale cooperative agricole και Valle Verde υπέβαλαν εκθέσεις κόστους παραλείποντας να τις υπογράψουν, παρά τα αιτήματα της εναγομένης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εναγομένη ορθώς χρησιμοποίησε την εξουσία αντιπροσωπεύσεως και υπέγραψε τις εκθέσεις κόστους των λοιπών αντισυμβαλλομένων. Η εναγομένη υπογραμμίζει ότι οι δαπάνες που αφορούν την Dried Fruit Nederland αναφέρονται στα έτη 1998 και 1999, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της πτωχεύσεώς της. Επιπλέον, το σημείο 21.3 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 13) δεν παρέχει στην Επιτροπή το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση μη υποβολής εκθέσεως κόστους, αλλ’ αποκλειστικά και μόνον το δικαίωμα να παρακρατήσει ένα μέρος ή το σύνολο των καταβλητέων στους αντισυμβαλλομένους ποσών μέχρι την περίοδο που καλύπτει η επόμενη έκθεση.

63      Η εναγομένη ισχυρίζεται επίσης ότι η αγωγή είναι αόριστη καθόσον δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 383 του Αστικού Κώδικα, που προβλέπει τα εξής:

«Αν ο ένας από τους συμβαλλομένους βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, έχει δικαίωμα ο άλλος να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή.»

64      Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν προσδιόρισε ποια από αυτές τις εναλλακτικές λύσεις επέλεξε. Σε περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει το ζημιογόνο γεγονός, την προκληθείσα ζημία και την αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια. Σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως, οι εκατέρωθεν παροχές αναζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Στην περίπτωση αυτή, η εναγομένη φρονεί ότι μπορεί να επικαλεσθεί το ότι ο πλουτισμός δεν σώζεται. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει τη θέση της ως προς το ζήτημα αυτό, η εναγομένη αδυνατεί να οργανώσει την άμυνά της, πράγμα που καθιστά την αγωγή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως.

65      Σε περίπτωση που το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή δικαιούται να αξιώσει την επιστροφή των προκαταβολών βάσει του αδικαιολογήτου πλουτισμού, η εναγομένη υπογραμμίζει ότι η αγωγή είναι αόριστη, καθόσον δεν περιέχει τα στοιχεία που απαιτεί το άρθρο 904 του Αστικού Κώδικα.

66      Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν υπέστη καμία ζημία, δεδομένου ότι παρέλαβε προσηκόντως τις δύο εκθέσεις, τόσο του Οκτωβρίου 1999 όσο και του Σεπτεμβρίου 2001, των οποίων η αξία υπερβαίνει το προκαταβληθέν ποσό. Οι εκθέσεις αυτές αποδεικνύουν ότι το πιλοτικό πρόγραμμα FAIR-CT95-9502 μπορεί να εφαρμοστεί σε βιομηχανική κλίμακα. Το συνολικώς επενδυθέν προς τούτο ποσό ανέρχεται σε 445 573,40 ευρώ, ήτοι υπερβαίνει κατά 185 773,41 ευρώ το ποσό της προκαταβολής.

67      Επικουρικώς, η εναγομένη επικαλείται ότι ο πλουτισμός δεν σώζεται κατά την έννοια του άρθρου 909 του Αστικού Κώδικα. Κατά την εναγομένη, από σειρά παραστατικών που υποβλήθηκαν στο Πρωτοδικείο προκύπτει ότι η καταβληθείσα προκαταβολή αναλώθηκε πλήρως ως εξής:

–        183 724,22 ευρώ σε μελέτες·

–        35 216,43 ευρώ σε κατασκευές·

–        2 424,06 ευρώ σε απαραίτητα ταξίδια·

–        190 576,78 ευρώ για τη μισθοδοσία του προσωπικού·

–        29 347,02 ευρώ για την αγορά μηχανικού εξοπλισμού που εστάλη στην ακολούθως πτωχεύσασα Dried Fruit Nederland.

68      Όσον αφορά τους τόκους, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υποχρεούται να επιστρέψει τα ποσά, ο υπολογισμός τους πρέπει να γίνει σύμφωνα με το σημείο 5.4 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 15). Επιπλέον, το άρθρο 296 του Αστικού Κώδικα απαγορεύει τον ανατοκισμό ελλείψει σχετικής συμφωνίας, μη υπάρχουσας εν προκειμένω.

69      Η εναγομένη καταλήγει ότι το σχέδιο έχει ολοκληρωθεί και η σχετική εγκατάσταση λειτουργεί πλήρως, πράγμα το οποίο αποδεικνύει την προσήκουσα εκτέλεση του σχεδίου. Συναφώς, ζητεί τη διενέργεια αυτοψίας με έξοδα της Επιτροπής, προκειμένου το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει το σημαντικό αυτό για την επίλυση της διαφοράς πραγματικό στοιχείο.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

70      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, για την επίλυση της διαφοράς, το Πρωτοδικείο οφείλει να εξετάσει, πρώτον, κατά πόσον η εναγομένη όντως παρέβη τις συμβατικές υποχρεώσεις που επικαλείται η Επιτροπή. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα πρέπει να καθοριστεί η έκταση της υποχρεώσεως επιστροφής των προκαταβολών που βαρύνει την εναγομένη, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των εφαρμοστέων κανόνων όσον αφορά τον εις ολόκληρον ή μη χαρακτήρα της ενοχής.

71      Πράγματι, μια κατάσταση στην οποία οι αντισυμβαλλόμενοι δεν εκτελούν το σχέδιο που αποτελεί το αντικείμενο της συμβάσεως ούτε υποβάλλουν εκθέσεις προόδου σύμφωνα με τους σχετικούς συμβατικούς όρους προδήλως συνιστά περίπτωση όπου η χρηματοδοτική συνδρομή που οφείλεται για το σχέδιο μπορεί να αποδειχθεί χαμηλότερη από τις δοθείσες προς τούτο προκαταβολές. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του σημείου 23.3 των γενικών όρων (βλ. κατωτέρω σκέψη 14), πράγμα που συνεπάγεται ενδεχομένως υποχρέωση των αντισυμβαλλομένων να επιστρέψουν μέρος του ποσού –αν όχι ολόκληρο το ποσό– των εισπραχθεισών προκαταβολών.

 Επί του ισχυρισμού περί παραβάσεως των συμβατικών υποχρεώσεων

72      Υπενθυμίζεται ότι εφαρμοστέο στη σύμβαση είναι το ελληνικό δίκαιο, πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητούν οι διάδικοι.

73      Όσον αφορά την ολοκλήρωση του σχεδίου εντός των συμβατικών προθεσμιών, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η τήρηση του χρόνου εκτελέσεως που προβλέπουν οι συμβάσεις συνδρομής στα σχέδια έρευνας και αναπτύξεως είναι ουσιώδους σημασίας. Πράγματι, τα σχέδια αυτά επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους εφόσον ολοκληρώνονται εντός ορισμένου χρόνου, μετά την παρέλευση του οποίου ενδέχεται να απολέσουν την αξία τους λόγω της τεχνικής προόδου. Επιπλέον, οι δημοσιονομικοί πόροι που δεσμεύει η Επιτροπή είναι διαθέσιμοι επί ορισμένο μόνο χρονικό διάστημα (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση C‑294/02, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑2175, συγκεκριμένα σ. I‑2178, στο εξής: απόφαση  AMI Semiconductor, σημείο 155 των προτάσεων).

74      Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αποκλείουν τη δυνατότητα του επιχειρηματία να επικαλεστεί λόγο ανωτέρας βίας, ιδίως όταν η ίδια η σύμβαση προβλέπει, όπως εν προκειμένω, τέτοια περίπτωση (βλ. ανωτέρω σκέψη 5). Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, η εναγομένη δεν διευκρίνισε επαρκώς κατά νόμο τους λόγους που προκάλεσαν την καθυστέρηση στην υλοποίηση του σχεδίου. Συγκεκριμένα, στο έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999, η εναγομένη κάνει λόγο για «λόγους διοικητικής φύσεως» χωρίς να προσδιορίζει τα συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετώπισε και την πηγή τους, την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως εκδόσεως οικοδομικής άδειας ούτε την ημερομηνία κατά την οποία εξέλιπαν τα προβλήματα αυτά. Εξάλλου, σύμφωνα με την από 17 Ιανουαρίου 2001 επιστολή της εναγομένης προς την Επιτροπή και το διάγραμμα καλύψεως που προσκόμισε η εναγομένη, η τελευταία αγόρασε, τον Δεκέμβριο του 1999, οικόπεδο επί του οποίου βρισκόταν βιομηχανικό κτίριο το οποίο έπρεπε να επεκταθεί για τις ανάγκες εκτελέσεως του σχεδίου. Ωστόσο, το εν λόγω διάγραμμα καλύψεως χρονολογείται από τον Ιούλιο του 2003, ήτοι τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου εκδόθηκε τελικά, κατά την εναγομένη, η οικοδομική άδεια. Όμως, η προηγούμενη υποβολή διαγράμματος καλύψεως είναι απαραίτητη για την έκδοση οικοδομικής άδειας σύμφωνα με το άρθρο 3 του προεδρικού διατάγματος της 13ης Ιουλίου 1993 (ΦΕΚ Δ΄ 795/13.07.1993), πράγμα που συνεπάγεται ότι ο λόγος της καθυστερήσεως στην έκδοση της οικοδομικής άδειας για την επέκταση δεν μπορεί να καταλογιστεί (ή, τουλάχιστον, όχι αποκλειστικά) στη διοίκηση. Εξάλλου, αν η εν λόγω άδεια εκδόθηκε πράγματι 20 μήνες μετά την κατάθεση της αιτήσεως, όπως διατείνεται η εναγομένη (βλ. ανωτέρω σκέψη 59), πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αίτηση αυτή υποβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2001, ήτοι περισσότερο από ένα έτος μετά την εκπνοή της προθεσμίας ολοκληρώσεως του σχεδίου και πολύ αργότερα από τον Οκτώβριο του 1999, μήνα κατά τον οποίο ζήτησε την παράταση της προθεσμίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η επιχειρηματολογία της εναγομένης περί υπάρξεως περιπτώσεως ανωτέρας βίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

75      Όσον αφορά την αίτηση παρατάσεως που υποβλήθηκε με το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999 (βλ. ανωτέρω σκέψη 24), είναι αληθές ότι η Επιτροπή ουδέποτε απάντησε στην αίτηση αυτή. Ωστόσο, κακώς επικαλείται η εναγομένη το σημείο 10.3 των γενικών όρων υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δέχθηκε σιωπηρώς την παράταση αυτή. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999 αποτελούσε όντως έκθεση προόδου, το σημείο 10.3 των γενικών όρων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει τη σιωπηρή έγκριση του συνήθους περιεχομένου της εκθέσεως προόδου. Όμως, το αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας ολοκληρώσεως του σχεδίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σύνηθες περιεχόμενο εκθέσεως προόδου, καθόσον αποβλέπει στην τροποποίηση ενός ουσιώδους συμβατικού όρου προβλεπομένου στο άρθρο 2 της συμβάσεως. Δεν μπορεί, συνεπώς, να αποτελέσει αντικείμενο σιωπηρής εγκρίσεως, έστω και αν υποτεθεί ότι η έκθεση εγκρίθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η αποδοχή μιας τέτοιας σιωπηρής εγκρίσεως θα οδηγούσε σε ερμηνεία του σημείου 10.3 των γενικών όρων αντιβαίνουσα στο άρθρο 8 της συμβάσεως, το οποίο προβλέπει ότι οποιαδήποτε τροποποίησή της πρέπει να συμφωνείται γραπτώς. Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εναγομένη δεν είχε ολοκληρώσει το σχέδιο την 1η Σεπτεμβρίου 2001, ημερομηνία η οποία θα αποτελούσε την καταληκτική ημερομηνία αν είχε χορηγηθεί η ζητηθείσα παράταση. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία της εναγομένης δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

76      Όσον αφορά τους γενικόλογους και μη αποδεικνυόμενους ισχυρισμούς της εναγομένης σχετικά με την εγκατάσταση λειτουργικής μονάδας (βλ. ανωτέρω σκέψη 69), οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αρκούν προς απόδειξη της προσήκουσας εκτελέσεως της συμβάσεως. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εναγομένη δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την ύπαρξη, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τη σημερινή κατάσταση της μονάδας καθώς και με την ημερομηνία κατά την οποία η μονάδα αυτή λειτούργησε, ώστε να καταδείξει ότι η μονάδα ήταν σύμφωνη προς τις προβλέψεις του παραρτήματος Ι της συμβάσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα περί διενέργειας αυτοψίας.

77      Όσον αφορά τις αιτιάσεις της Επιτροπής περί μη υποβολής εκθέσεων προόδου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι σκοπός των εκθέσεων αυτών είναι να παρέχουν στην Επιτροπή μια ιδέα της ομαλής εκτελέσεως του σχεδίου ώστε να αποφασίζει, μεταξύ άλλων, αν μπορούν να διατεθούν νέες προκαταβολές (άρθρο 4 της συμβάσεως και άρθρο 10 των γενικών όρων). Ως εκ τούτου, η τυχόν έγκριση μιας εκθέσεως ουδόλως συνεπάγεται αποδοχή των παραδοτέων στοιχείων (προμνησθείσες προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση AMI Semiconductor, σημείο 166).

78      Όσον αφορά το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999 (βλ. ανωτέρω σκέψη 24), η εναγομένη δεν μπορεί βασίμως να ισχυριστεί ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί έκθεση προόδου σιωπηρώς εγκριθείσα σύμφωνα με το σημείο 10.3 των γενικών όρων. Πράγματι, η Επιτροπή δεν μπορούσε να έχει πλήρη γνώση του εγγράφου αυτού, η οποία θα της επέτρεπε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της εντός της προβλεπομένης από τη σύμβαση προθεσμίας, καθόσον η εναγομένη της ανέφερε ότι το έγγραφο αυτό θα συνοδευόταν από παραρτήματα περιέχοντα κρίσιμες πληροφορίες. Όμως, τα εν λόγω παραρτήματα δεν περιήλθαν στην Επιτροπή. Η εναγομένη παρέσχε, ως προς το ζήτημα αυτό, μόνον την –ελάχιστα πειστική και μη στηριζόμενη σε δικαιολογητικά– εξήγηση ότι η ίδια απέστειλε μεν τα έγγραφα που μνημονεύονταν στην έκθεση της 12ης Οκτωβρίου 1999, η Επιτροπή όμως τα απώλεσε. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η εναγομένη ούτε καν προσκόμισε αντίγραφο των καθ’ υπόθεση αποσταλέντων εγγράφων. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να δεχθεί τα επιχειρήματά της.

79      Εξάλλου, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, το έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 (βλ. ανωτέρω σκέψη 26) φέρει τον τίτλο «Πρώτη έκθεση προόδου», τίτλο ο οποίος υπάρχει στις δύο πρώτες σελίδες του. Η συνοδευτική του εν λόγω εγγράφου επιστολή αναφέρει σαφώς ότι πρόκειται για την «πρώτη πλήρη επιστημονική έκθεση προόδου» για το σχέδιο. Επιπλέον, η έκθεση αυτή καλύπτει το χρονικό διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου 1998 έως 31 Αυγούστου 2000 και περιλαμβάνει, συνεπώς, και την περίοδο που υποτίθεται ότι καλύπτει το έγγραφο της 12 Οκτωβρίου 1999 (1η Σεπτεμβρίου 1998-31 Αυγούστου 1999), πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε αν η εναγομένη θεωρούσε ότι το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999 αποτελούσε έκθεση προόδου κατά την έννοια της συμβάσεως. Το επιχείρημα της εναγομένης ότι η έκθεση της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 καλύπτει περίοδο δύο ετών διότι η Επιτροπή δεν αντέδρασε στο έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999 ούτε στην αίτηση παρατάσεως της προθεσμίας που διατυπώθηκε με το έγγραφο αυτό (βλ. ανωτέρω σκέψη 60) δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, το επιχείρημα αυτό δεν είναι σύμφωνο με τη θέση της εναγομένης ότι το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1999 αποτελούσε σιωπηρώς εγκριθείσα έκθεση και ότι η ζητηθείσα παράταση χορηγήθηκε σιωπηρώς.

80      Ως εκ τούτου, δικαίως η Επιτροπή θεωρεί ότι ουδέποτε παρέλαβε την πρώτη έκθεση προόδου.

81      Ούτε οι ισχυρισμοί της εναγομένης όσον αφορά το έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 μπορούν να ευδοκιμήσουν. Για τους ήδη εκτεθέντες λόγους, οι συμβατικές προθεσμίες ουδέποτε παρατάθηκαν. Ως εκ τούτου, το εν λόγω έγγραφο κατατέθηκε εκτός συμβατικής προθεσμίας, αλλά και εξήμισι μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας που χορηγήθηκε με το έγγραφο της Επιτροπής της 24ης Ιανουαρίου 2001 (βλ. ανωτέρω σκέψη 25).

82      Όσον αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι πρόκειται όντως για αντίγραφο της εκθέσεως την οποία υπέβαλε η εναγομένη στο πλαίσιο του προγράμματος FAIR-CT95-9502. Έστω και αν ήταν εύλογο να περιέχουν οι δύο αυτές εκθέσεις πανομοιότυπα αποτελέσματα, αν το σχέδιο δεν αποτελούσε παρά βιομηχανική εφαρμογή του πειραματικού σχεδίου, η εναγομένη δεν προέβαλε, ωστόσο, κανένα πειστικό επιχείρημα για να εξηγήσει την απόλυτη ομοιότητα του περιεχομένου, ακόμα και ως προς την αρίθμηση των κεφαλαίων και των παραγράφων των δύο εκθέσεων. Πράγματι, μια έκθεση «προόδου» αφορώσα ένα σχέδιο εφαρμογής των αποτελεσμάτων μιας ήδη πραγματοποιηθείσας έρευνας δεν μπορεί να είναι πανομοιότυπη με την έκθεση που υποβλήθηκε κατά το πέρας της ίδιας αυτής έρευνας.

83      Επιπλέον, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι οι εργασίες 1.2, 2.1 και 2.2 του κεφαλαίου 3 της εκθέσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 είναι νέες και αφορούν την εφαρμογή του προγράμματος FAIR-CT95-9502 (βλ. ανωτέρω σκέψη 57) είναι ανακριβής, καθόσον τα προμνησθέντα σημεία είναι πανομοιότυπα και στις δύο εκθέσεις. Η εισαγωγική φράση της εκθέσεως, κατά την οποία «σε συμφωνία με τις απαιτήσεις του σχεδίου, πραγματοποιήθηκαν και ολοκληρώθηκαν οι [μνημονευόμενες] εργασίες έρευνας», δεν επιτρέπει, εξάλλου, να θεωρηθεί ότι οι εργασίες αυτές συνιστούσαν εφαρμογή των αποτελεσμάτων του προγράμματος FAIR-CT95-9502. Πράγματι, το κεφάλαιο 3 της εκθέσεως που υποβλήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού περιείχε πανομοιότυπη εισαγωγική φράση, πράγμα που υποδηλώνει ότι σκοπός της φράσεως αυτής είναι να προσδιορίσει τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν και όχι να διευκρινίσει ότι οι εργασίες αυτές συνιστούν εκτέλεση του προγράμματος FAIR-CT95-9502.

84      Το επιχείρημα της εναγομένης περί μη χορηγήσεως της προθεσμίας του ενός μήνα που προβλέπει το σημείο 5.3 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 61) επίσης δεν ευσταθεί. Πράγματι, η Επιτροπή χορήγησε την προθεσμία αυτή με το έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2001 και δεν κατήγγειλε τη σύμβαση παρά με το έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 2001, αναδρομικώς από 24ης Φεβρουαρίου 2001, ήτοι μετά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, καθόσον η εναγομένη δεν θεράπευσε τις παραλείψεις της.

85      Όσον αφορά τις εκθέσεις κόστους που είχαν επισυναφθεί στην έκθεση της 3ης Σεπτεμβρίου 2001, αρκεί η παρατήρηση ότι οι καταστάσεις της Consorzio interprofessionale cooperative agricole, της Valle Verde και της Dried Fruit Nederland ήταν ανυπόγραφες. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δεν χρειάζεται να αποφανθεί επί του κατά πόσον η εναγομένη ήταν, ως συντονίστρια και εκπρόσωπος των λοιπών αντισυμβαλλομένων, εξουσιοδοτημένη να τις υπογράψει εξ ονόματός τους (βλ. ανωτέρω σκέψη 62).

86      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η πτώχευση της Dried Fruit Nederland και η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους εκ μέρους της Consorzio interprofessionale cooperative agricole και της Valle Verde (βλ. ανωτέρω σκέψη 62) ουδόλως αίρουν τις παραλείψεις της εναγομένης. Εξάλλου, ο μη αλληλέγγυος χαρακτήρας της ενοχής προς απόδοση των εισπραχθεισών προκαταβολών (βλ. κατωτέρω σκέψεις 93 έως 102) εξασφαλίζει ότι ένας αντισυμβαλλόμενος δεν υποχρεούται να επιστρέψει τα ποσά που οφείλει έτερος μη ανταποκριθείς στις υποχρεώσεις του αντισυμβαλλόμενος.

87      Όσον αφορά τη μελέτη που συνοδεύει την έκθεση της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 (βλ. ανωτέρω σκέψη 57), αρκεί η παρατήρηση ότι τα δύο συνημμένα σχεδιαγράμματα φέρουν την ημερομηνία της 15ης Οκτωβρίου 1998 και, συνεπώς, καταρτίστηκαν μόλις ενάμισι μήνα μετά την έναρξη της εκτελέσεως της συμβάσεως. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η μελέτη αυτή δεν εμφανίζει την κατάσταση των εργασιών κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του 2001 (ημερομηνία της εκθέσεως) και απλώς επαναλαμβάνει τη θεωρητική λύση που έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή στο πλαίσιο του σχεδίου. Συνεπώς, η μελέτη αυτή δεν αποτελεί έκθεση προόδου.

88      Όσον αφορά την υποτιθέμενη παράβαση του σημείου 21.3 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 62), πρέπει να παρατηρηθεί ότι το παρεχόμενο στην Επιτροπή δικαίωμα, σε περίπτωση μη υποβολής εκθέσεως κόστους, να παρακρατήσει ένα μέρος ή το σύνολο των καταβλητέων στους αντισυμβαλλομένους ποσών μέχρι την περίοδο που καλύπτει η επόμενη έκθεση δεν αποκλείει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση και να απαιτήσει την επιστροφή των προκαταβολών. Όπως κρίθηκε προηγουμένως, η εναγομένη παρέβη πλείονες συμβατικές της υποχρεώσεις, γεγονός που δικαιολογούσε την καταγγελία της συμβάσεως.

89      Επομένως, η εναγομένη, μη έχοντας υποβάλει εμπροθέσμως έκθεση προόδου πληρούσα τις επιταγές της συμβάσεως, δεν μπορεί να επικαλεστεί σιωπηρή έγκριση, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 10.3 των γενικών όρων, των εγγράφων τα οποία υπέβαλε.

90      Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το άρθρο 383 του Αστικού Κώδικα και αναφέρεται στην αοριστία της αγωγής (βλ. ανωτέρω σκέψεις 63 και 64), πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο αυτό θεσπίζει κανόνα ενδοτικού δικαίου, ήτοι κανόνα από τον οποίο τα μέρη μπορούν να αποκλίνουν κατόπιν συμφωνίας (απόφαση του Αρείου Πάγου αριθ. 348/1994, αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς αριθ. 426/1997, Ελληνική Δικαιοσύνη 1998.669, και του Εφετείου Αθηνών αριθ. 106/1998, Αρμενόπουλος 1998.1482). Εφόσον το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής των προκαταβολών, λόγω της παραβάσεως εκ μέρους ενός ή πλειόνων αντισυμβαλλομένων της των συμβατικών υποχρεώσεών τους, στηρίζεται στο σημείο 23.3 των γενικών όρων, το άρθρο 383 του Αστικού Κώδικα δεν έχει εφαρμογή. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

91      Ομοίως, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η εναγομένη βάσει του αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. ανωτέρω σκέψεις 65 έως 67) πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον η Επιτροπή δεν στηρίζει την αγωγή της στα άρθρα 904 επ. του Αστικού Κώδικα, αλλ’ ευθέως στο άρθρο 23 των γενικών όρων. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η αγωγή εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επικουρικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι ο δανειστής μπορεί να την ασκήσει μόνον ελλείψει των προϋποθέσεων ασκήσεως αγωγής στηριζομένης σε σύμβαση ή αδικοπραξία (απόφαση του Αρείου Πάγου αριθ. 222/2003, Ελληνική Δικαιοσύνη 2004.475, και απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου αριθ. 193/2004).

92      Τελικά, από τα στοιχεία που υπέβαλαν οι διάδικοι στην εκτίμηση του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε εντός της συμβατικής προθεσμίας και ότι η εναγομένη δεν υπέβαλε καμία περιοδική έκθεση προόδου στην Επιτροπή, κατά παράβαση των όρων της συμβάσεως. Επιπλέον, δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να πιστοποιεί την ύπαρξη, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και την τρέχουσα κατάσταση της μονάδας που η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατασκεύασε για την επίτευξη του σκοπού του σχεδίου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι βασίμως η Επιτροπή ζητεί την επιστροφή της προκαταβολής. Απομένει, ωστόσο, να καθοριστεί η έκταση της υποχρεώσεως επιστροφής της προκαταβολής, η οποία βαρύνει την εναγομένη, αναλόγως του εις ολόκληρον ή μη χαρακτήρα της ενοχής.

 Επί της εκτάσεως της υποχρεώσεως επιστροφής

93      Όπως σημειώθηκε ανωτέρω (βλ. σκέψη 14), το σημείο 23.3 των γενικών όρων προβλέπει ότι, αν οι πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο του σχεδίου καταβολές υπερβαίνουν τη συνολική χρηματοδοτική συνδρομή που οφείλει η Επιτροπή, οι αντισυμβαλλόμενοι υποχρεούνται να επιστρέψουν τη διαφορά μεταξύ αυτών των καταβληθέντων ποσών και της εν λόγω συνδρομής.

94      Οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι η εναγομένη συνήψε την επίδικη σύμβαση ιδίω ονόματι αλλά και ως αντιπρόσωπος, κατά την έννοια του άρθρου 211 του Αστικού Κώδικα, των λοιπών φορέων που μνημονεύονται στη σύμβαση, προς τους οποίους δεσμευόταν να διαβιβάζει τα προσήκοντα ποσά σύμφωνα με το σημείο 4.2 της συμβάσεως. Ως εκ τούτου, οι φορείς αυτοί αποτελούσαν, εν προκειμένω, αντισυμβαλλομένους της Επιτροπής (απόφαση του Αρείου Πάγου αριθ. 1272/1999, Ελληνική Δικαιοσύνη 2001.430).

95      Από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων περί εις ολόκληρον ενοχών προκύπτει ότι το άρθρο 480 του Αστικού Κώδικα διατυπώνει δύο αρχές οι οποίες θεσπίζουν μαχητά τεκμήρια. Κατά την πρώτη αρχή, πολυπρόσωπη ενοχή περιέχουσα διαιρετή παροχή δεν είναι, πλην αντιθέτου συμφωνίας, εις ολόκληρον. Συνεπώς, κάθε οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει ορισμένο μέρος της παροχής. Κατά τη δεύτερη, μια τέτοια ενοχή είναι, πλην αντιθέτου συμφωνίας, διηρημένη κατ’ ίσα μέρη (απόφαση του Αρείου Πάγου αριθ. 890/2005). Αν δεν προκύπτει σαφώς από τη δικαιοπραξία ότι τα μέρη συμφώνησαν, ρητώς ή σιωπηρώς, ενοχή εις ολόκληρον, η ενοχή δεν θεωρείται εις ολόκληρον (απόφαση του Αρείου Πάγου αριθ. 935/1999).

96      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, κατά το ελληνικό δίκαιο, αν υπάρχουν πλείονες οφειλέτες, ο δανειστής μπορεί μόνο να ζητήσει από τον κάθε συνοφειλέτη να εξοφλήσει το μέρος της οφειλής που του αναλογεί δυνάμει της συμβάσεως που διέπει την έννομη σχέση τους, εκτός αν με τη σύμβαση ορίστηκε σαφώς ότι οι συνοφειλέτες ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι του δανειστή, γεγονός το οποίο ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ώστε να καταρρίψει το νόμιμο τεκμήριο.

97      Το γεγονός ότι ένας των συνοφειλετών συνήψε τη σύμβαση ιδίω ονόματι και ως αντιπρόσωπος άλλων δεν επηρεάζει τον χαρακτήρα της ενοχής ως διηρημένης, οπότε ο αντιπρόσωπος αυτός δεν υποχρεούται να καταβάλει παρά μόνον το ποσό που του αναλογεί (απόφαση του Αρείου Πάγου αριθ. 1792/2002).

98      Επομένως, η άποψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση της εναγομένης να επιστρέψει το σύνολο της προκαταβολής απορρέει από την ιδιότητά της ως αντιπροσώπου των λοιπών αντισυμβαλλομένων, ενεργούσας εξ ονόματός τους και για λογαριασμό τους κατά την έννοια του άρθρου 211 του Αστικού Κώδικα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

99      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί κατά πόσον η σύμβαση περιέχει ρήτρες θεσπίζουσες ενοχή εις ολόκληρον βαρύνουσα την εναγομένη. Το Δικαστήριο, με την απόφαση AMI Semiconductor, η οποία αφορούσε ταυτόσημες συμβατικές ρήτρες, έκρινε ότι το σημείο 1.1 της συμβάσεως επιβάλλει στους αντισυμβαλλομένους την υποχρέωση να εκτελέσουν τη σύμβαση «αλληλεγγύως» (jointly and severally), αλλά ότι η ενοχή αυτή, η οποία εν πάση περιπτώσει αφορά, κατά το γράμμα αυτής της διατάξεως, μόνον την εκτέλεση των εργασιών και όχι την επιστροφή των προκαταβολών, περιορίζεται, στη συνέχεια, αυστηρώς με το σημείο 1.2 του ίδιου άρθρου (απόφαση AMI Semiconductor, σκέψη 86).

100    Έτσι, το σημείο 1.2, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως αποκλείει οποιαδήποτε εις ολόκληρον ενοχή προς επιστροφή των προκαταβολών, προβλέποντας ότι ένας αντισυμβαλλόμενος «δεν υποχρεούται [...] να επιστρέψει ποσά οφειλόμενα από αντισυμβαλλόμενο μη ανταποκριθέντα στις υποχρεώσεις του, εκτός αν ο ίδιος συνέβαλε στην αδυναμία αυτή εκπληρώσεως των υποχρεώσεων» (απόφαση AMI Semiconductor, σκέψη 87).

101    Από την ανάλυση αυτή προκύπτει ότι το σημείο 23.3 των γενικών όρων, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του σημείου 1.2 της συμβάσεως, επιβάλλει στους αντισυμβαλλομένους υποχρέωση επιστροφής μόνον των προκαταβολών που πράγματι εισέπραξαν, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο ίδιος αντισυμβαλλόμενος συνέπραξε σε αθέτηση υποχρεώσεων η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη γένεση του δικαιώματος της Επιτροπής να ζητήσει επιστροφή προκαταβολής που κατέβαλε σε άλλον αντισυμβαλλόμενο. Το βάρος αποδείξεως της συμβολής ενός αντισυμβαλλομένου σε μια τέτοια αθέτηση υποχρεώσεων φέρει ασφαλώς η Επιτροπή, επικαλούμενη, ως ενάγουσα, αυτή την αθέτηση υποχρεώσεων (απόφαση AMI Semiconductor, σκέψη 88).

102    Συνεπώς, το γεγονός ότι η εναγομένη εισέπραξε το σύνολο της προκαταβολής, υπό την ιδιότητα του συντονιστή, δεν την υποχρεώνει, υπό την προϋπόθεση ότι κατέβαλε ποσά στους λοιπούς αντισυμβαλλομένους, να επιστρέψει το σύνολο της προκαταβολής, αλλά μόνον το ποσό που κράτησε για λογαριασμό της. Πράγματι, από το σημείο 2.1 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 8) προκύπτει ότι ο συντονιστής εισπράττει τα ποσά ως θεματοφύλακας και ότι οφείλει να τα μεταβιβάσει στους αντισυμβαλλομένους, χωρίς να καθίσταται ο ίδιος κύριος των χρημάτων. Ο συντονιστής επιτελεί απλώς τη λειτουργία μεσολαβητή, ο οποίος απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση καταβολής σε μεγαλύτερο αριθμό δικαιούχων (προμνησθείσες προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση AMI Semiconductor, σημείο 124). Ως εκ τούτου, κανένας αντισυμβαλλόμενος δεν υποχρεούται να επιστρέψει, δυνάμει του σημείου 23.3 των γενικών όρων, ποσά πέραν εκείνων που πράγματι εισέπραξε (απόφαση AMI Semiconductor, σκέψη 90).

103    Η Επιτροπή δεν άσκησε την αγωγή της βάσει του σημείου 2.1 της συμβάσεως. Όντως, ούτε επικαλέστηκε ούτε απέδειξε ότι η εναγομένη συνέβαλε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αθέτηση, εκ μέρους άλλου αντισυμβαλλομένου, των υποχρεώσεών του. Αντιθέτως, μόνο στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως εξήγησε την άποψή της όσον αφορά την έκταση της υποχρεώσεως της εναγομένης επικαλούμενη αποκλειστικώς και μόνον την ιδιότητα της εναγομένης ως αντιπροσώπου των λοιπών αντισυμβαλλομένων (βλ. ανωτέρω σκέψη 51). Επιπλέον, για πρώτη φορά με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου υποστήριξε η Επιτροπή ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους λοιπούς αντισυμβαλλομένους (βλ. ανωτέρω σκέψη 52).

104    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισύναψε στην αγωγή αντίγραφο εκθέσεως κόστους δεόντως υπογεγραμμένης από την IEM για ποσό 143 789,77 ευρώ. Η εν λόγω έκθεση κόστους είχε υποβληθεί στην Επιτροπή από την εναγομένη ως παράρτημα της εκθέσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 (βλ. ανωτέρω σκέψη 26). Η εναγομένη επισύναψε στο υπόμνημα αντικρούσεως αντίγραφα δύο τιμολογίων που εξέδωσε η IEM για συνολικό ποσό 43 237 333 δραχμών (GRD), ήτοι 126 888,72 ευρώ. Τα τιμολόγια αυτά καταχωρίστηκαν στο αναλυτικό καθολικό της εναγομένης, αποσπάσματα του οποίου επισύναψε στις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου. Από τα αποσπάσματα αυτά προκύπτει ότι η εναγομένη κατέβαλε στην IEM, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2000, το ποσό των 105 416,47 ευρώ. Συνεπώς, εξακολουθούσε να οφείλει 7 316 671 GRD, ήτοι 21 472,25 ευρώ, στην IEM (όπως μαρτυρά το σύμβολο «–» παραπλεύρως του ποσού αυτού). Ωστόσο, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατέβαλε επίσης στην IEM, πριν από την 1η Ιουλίου 1998, το ποσό των 38 373,31 ευρώ (πράγμα που αντιστοιχεί στο συνολικό ποσό των 143 789,77 ευρώ το οποίο δήλωσε η IEM στην έκθεση κόστους) για το οποίο δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογητικά λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου από την πράξη αυτή. Όμως, αυτή η εξήγηση της εναγομένης ως προς το ποσό των 38 373,31 ευρώ δεν είναι πειστική για δύο λόγους. Πρώτον, είναι πολύ αμφίβολο το ότι κατέβαλε ποσά στην IEM προτού καν να έχει στη διάθεσή της την προκαταβολή (ήτοι στις 7 Αυγούστου 1998, βλ. ανωτέρω σκέψη 23). Δεύτερον, αν όντως κατέβαλε το ποσό αυτό πριν από την 1η Ιουλίου 1998, δεν εξήγησε γιατί το αναλυτικό καθολικό της εμφανίζει, στις 30 Ιουνίου 2000, οφειλή ύψους 7 316 671 GRD έναντι της IEM.

105    Όσον αφορά τις αμφιβολίες τις οποίες η Επιτροπή αορίστως εξέφρασε με τις γραπτές απαντήσεις της, καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, για τη σχέση των εν λόγω τιμολογίων προς το σχέδιο και τον σκοπό του, αρκεί η παρατήρηση ότι τα τιμολόγια αυτά αναφέρονται ρητώς, υπό την επικεφαλίδα «αιτιολογία», στη σύμβαση FAIR-CT98-9544 καθώς και στις πραγματοποιηθείσες εργασίες. Το γεγονός ότι μόνον ένα από τα δύο τιμολόγια φέρει τη μνεία «εξοφλήθηκε» εξηγείται από την ύπαρξη του υπολοίπου των 7 316 671 GRD που όφειλε η εναγομένη στην IEM. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς τεκμηρίωση των αμφιβολιών της ούτε προέβη σε έλεγχο του σχεδίου, όπως δικαιούται δυνάμει του άρθρου 24 των γενικών όρων. Το ενδιαφέρον ενός τέτοιου ελέγχου, που μπορεί να λάβει τη μορφή αιτήσεως προσκομίσεως όλων των δικαιολογητικών που αφορούν τις καταβολές που πραγματοποίησε ο συντονιστής και επιθεωρήσεως των πραγματοποιηθεισών εργασιών, έγκειται, μεταξύ άλλων, στη συγκέντρωση πληροφοριών ως προς το ποσό το οποίο η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από κάθε αντισυμβαλλόμενο όταν, όπως εν προκειμένω, η συνιστάμενη στην επιστροφή του ποσού ενοχή δεν είναι εις ολόκληρον. Επιπλέον, ένας τέτοιος έλεγχος θα είχε παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προσδιορίσει τον ή τους αντισυμβαλλόμενους που δεν ανταποκρίθηκαν στις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Έστω και αν υποτεθεί ότι οι εργασίες που πραγματοποίησε η IEM κατέληξαν σε αποτέλεσμα που δεν ανταποκρινόταν στις προβλέψεις της συμβάσεως, απέμενε ακόμα στην Επιτροπή να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η εναγομένη συνέβαλε σ’ αυτή τη μη εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων και, επομένως, υποχρεούται να επιστρέψει τα ποσά που εισέπραξε η IEM. Όμως, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι συνέτρεχε τέτοια περίπτωση.

106    Όσον αφορά τα 27 613,42 ευρώ που η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατέβαλε σε είδος στην Dried Fruit Nederland (βλ. ανωτέρω σκέψη 55), το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η καταβολή αυτή δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο. Πράγματι, η εναγομένη δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει το ποσό που κατέβαλε προς απόκτηση της επίμαχης γραμμής παραγωγής, αλλά μόνον το τιμολόγιο που εξέδωσε για την Dried Fruit Nederland καθώς και τη συναφή διεθνή φορτωτική (CMR). Επιπλέον, η εναγομένη δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο χρέωσε αυτή τη γραμμή παραγωγής στην τιμή των 27 613,42 ευρώ στην Dried Fruit Nederland ενώ, αν αυτή η γραμμή παραγωγής θεωρούνταν ως καταβολή σε είδος, στο σχετικό τιμολόγιο έπρεπε, κανονικά, να αναγράφεται μηδενικό ποσό.

107    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι αποδεικνύεται μόνον η καταβολή 105 416,47 ευρώ προς την IEM. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δικαιούται να αναζητήσει από την εναγομένη, σύμφωνα με το σημείο 23.3 των γενικών όρων, το σύνολο της προκαταβολής αφαιρουμένου του ποσού των 105 416,47 ευρώ.

 Επί των τόκων

108    Η Επιτροπή ζητεί, με την αγωγή της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει τόκους με το επιτόκιο που προβλέπεται από τον ελληνικό νόμο νόμο 2842/2000 (ΦΕΚ A΄ 207/27.09.2000), για το χρονικό διάστημα από 31 Ιουλίου 2002 (ημερομηνία κατά την οποία η απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη) έως 5 Ιουνίου 2003, και από την απόφαση του Συμβουλίου των Διοικητών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Ιουνίου 2003, περί καθορισμού της βάσεως για τον υπολογισμό του επιτοκίου από τις 6 Ιουνίου 2003, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, του προμνησθέντος νόμου.

109    Με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή μείωσε τις αξιώσεις της και ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει τόκους με επιτόκιο αντίστοιχο εκείνου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα για το χρονικό διάστημα από 31 Ιουλίου 2002 έως 31 Δεκεμβρίου 2002 και κατά τρεισήμισι μονάδες από της τελευταίας αυτής ημερομηνίας.

110    Η προσαύξηση του επιτοκίου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες προβλέπεται από το άρθρο 86 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο του 273, την 1η Ιανουαρίου 2003.

111    Όσον αφορά το μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002 χρονικό διάστημα, το νέο αυτό αίτημα είναι παραδεκτό καθόσον αποτελεί μερική παραίτηση από αρχικό αίτημα. Αντιθέτως, όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού 2342/2002, ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί να ανατρέψει τους όρους συμβάσεως συναφθείσας πριν από την έναρξη της ισχύος του, ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής προβλέψεως. Επομένως, για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2003 μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής, παραμένει ισχυρή η συμβατική ρήτρα του σημείου 5.4 των γενικών όρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 15).

112    Όσον αφορά το περί ανατοκισμού επιχείρημα της εναγομένης (βλ. ανωτέρω σκέψη 68), πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δεν διατυπώνει αίτημα κεφαλαιοποιήσεως των τόκων. Το επιχείρημα αυτό δεν ασκεί, συνεπώς, επιρροή.

113    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η εναγομένη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 154 383,53 ευρώ εντόκως με το επιτόκιο που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά μιάμιση μονάδα για το χρονικό διάστημα από 31 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2002 και κατά δύο μονάδες από την 1η Ιανουαρίου 2003 μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

114    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, τούτο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει όπως κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, κρίνεται ότι η Επιτροπή θα φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών της εξόδων και το ένα τρίτο των εξόδων της εναγομένης, η δε εναγομένη θα φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών της εξόδων καθώς και τα δύο τρίτα των εξόδων της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την εναγομένη, Παρθενών ΑΕ Οικοδομικών – Τεχνικών – Τουριστικών – Βιομηχανικών – Εμπορικών και Εξαγωγικών Εργασιών, να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 154 383,53 ευρώ εντόκως με το επιτόκιο που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά μιάμιση μονάδα για το χρονικό διάστημα από 31 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2002 και κατά δύο μονάδες από την 1η Ιανουαρίου 2003 μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής.

2)      Απορρίπτει την αγωγή κατά τα λοιπά.

3)      Η Επιτροπή φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών της εξόδων και το ένα τρίτο των εξόδων της εναγομένης, η δε εναγομένη φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών της εξόδων καθώς και τα δύο τρίτα των εξόδων της Επιτροπής.



Pirrung

Forwood

Παπασάββας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       J. Pirrung


Πίνακας περιεχομένων


Νομικό πλαίσιο

Το συμβατικό πλαίσιο

Το ελληνικό δίκαιο

Πραγματικά περιστατικά

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επιχειρήματα των διαδίκων

Επιχειρήματα της Επιτροπής

Επιχειρήματα της εναγομένης

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί του ισχυρισμού περί παραβάσεως των συμβατικών υποχρεώσεων

Επί της εκτάσεως της υποχρεώσεως επιστροφής

Επί των τόκων

Επί των δικαστικών εξόδων



* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.