Language of document : ECLI:EU:T:2005:430

Υπόθεση T-62/02

Union Pigments AS

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Άρθρο 81 ΕΚ — Σύμπραξη — Αγορά του φωσφορικού ψευδαργύρου — Πρόστιμο — Άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως — Προσφυγή ακυρώσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Η απόδειξη της παραβάσεως και της διάρκειάς της βαρύνει την Επιτροπή — Επιχείρηση η οποία απομακρύνθηκε προσωρινά από τη σύμπραξη για να την εκμεταλλευθεί προς όφελός της — Μη πραγματική απομάκρυνση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Συμμετοχή λόγω δήθεν πειθαναγκασμού — Περίσταση που δεν συνιστά δικαιολογία για την επιχείρηση η οποία δεν έκανε χρήση της δυνατότητας καταγγελίας στις αρμόδιες αρχές

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ∙ κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

3.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Καταλογισμός σε επιχείρηση — Ευθύνη εκ της συμπεριφοράς άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως — Επιτρέπεται — Κριτήρια

(Άρθρο81 § 1 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα των παραβάσεων — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Παύση της παραβάσεως μετά την επέμβαση της Επιτροπής — Εκτίμηση κατά περίπτωση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

5.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα των παραβάσεων — Συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων της παραβάσεως συνολικώς

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2∙ ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

6.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα των παραβάσεων — Αρχή της εξατομικεύσεως των κυρώσεων — Εφαρμογή κατά τη συνεκτίμηση των ελαφρυντικών ή των επιβαρυντικών περιστάσεων

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

7.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα των παραβάσεων — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Παθητικός ή παρακολουθηματικός ρόλος της επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15∙ ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημεία 2 και 3)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα των παραβάσεων — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της συμπράξεως — Εκτίμηση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Ανάλυση της πραγματικής δυνατότητας προκλήσεως ζημίας στη θιγόμενη αγορά — Κρίσιμο στοιχείο τα κατεχόμενα από την οικεία επιχείρηση μερίδια αγοράς

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κατάταξη των οικείων επιχειρήσεων σε κατηγορίες έχουσες το ίδιο συγκεκριμένο αρχικό ποσό προστίμου — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Υποχρέωση συνυπολογισμού του κύκλου εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και να διασφαλίσεως της αναλογικότητας των προστίμων προς τον κύκλο εργασιών — Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

12.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Όριο καθοριζόμενο από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 — Λεπτομέρειες εφαρμογής

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

13.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Αποτρεπτικό αποτέλεσμα τόσο ως προς την αυτουργό της παραβάσεως επιχείρηση όσο και ως προς τους τρίτους — Επιβολή συμβολικού προστίμου λόγω της προθέσεως της οικείας επιχειρήσεως, πριν από την έκδοση της αποφάσεως που της επέβαλε κυρώσεις, να συμμορφωθεί προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Αποκλείεται

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ∙ κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

14.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως — Δεν υφίσταται — Πραγματική ικανότητα της επιχειρήσεως να επωμισθεί το βάρος ενός προστίμου υπό συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες — Λαμβάνεται υπόψη — Καθορισμός του προστίμου σε ύψος που προκαλεί την πτώχευση ή τη θέση υπό εκκαθάριση της οικείας επιχειρήσεως συνεπεία του προστίμου — Κατ’ αρχήν δεν απαγορεύεται

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2∙ ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 5, στοιχείο β΄)

1.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει όχι μόνον την ύπαρξη της συμπράξεως, αλλά και τη διάρκειά της.

Συναφώς, όσον αφορά επιχείρηση η οποία απομακρύνθηκε προσωρινά από τη σύμπραξη, είναι δυνατόν να συναχθεί ότι αυτή μετέσχε στη σύμπραξη χωρίς πραγματική διακοπή, εφόσον δεν αποχώρησε αποφασιστικά για να καταγγείλει τη σύμπραξη στην Επιτροπή ή ακόμη για να υιοθετήσει εκ νέου συμπεριφορά συνιστάμενη στον θεμιτό και ανεξάρτητο ανταγωνισμό στη σχετική αγορά, αλλά, αντιθέτως, επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη δήθεν αποχώρησή της από τη σύμπραξη για να εκμεταλλευθεί καλύτερα τη σύμπραξη προς όφελός της.

(βλ. σκέψεις 36, 38, 42)

2.      Η επιχείρηση η οποία μετέχει μαζί με άλλες σε αντίθετες στον ανταγωνισμό δραστηριότητες δεν μπορεί να επικαλεσθεί το ότι δήθεν μετέχει σ’ αυτές πειθαναγκαζόμενη από τους λοιπούς μετέχοντες, δεδομένου ότι μπορεί να καταγγείλει τις πιέσεις που υφίσταται στις αρμόδιες αρχές και να υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού 17, αντί να μετάσχει στις εν λόγω δραστηριότητες.

(βλ. σκέψη 63)

3.      Μια επιχείρηση που έχει μετάσχει σε πολύμορφη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού μέσω της δικής της συμπεριφοράς, η οποία εμπίπτει στις έννοιες της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής με αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και αποσκοπεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, μπορεί να ευθύνεται και για τη συμπεριφορά την οποία αναπτύσσουν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση γνωρίζει την αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων ή ότι μπορεί ευλόγως να την προβλέψει και είναι διατεθειμένη ν’ αποδεχθεί τον σχετικό κίνδυνο.

(βλ. σκέψη 87)

4.      Το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών που θέσπισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπει τη μείωση του βασικού ποσού σε περίπτωση παύσεως των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής (π.χ. επιτόπιοι έλεγχοι). Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά κανόνα, να θεωρήσει την παύση μιας παραβάσεως ως ελαφρυντική περίσταση. Η αντίδραση μιας επιχειρήσεως στην έναρξη έρευνας όσον αφορά τις δραστηριότητές της δεν μπορεί παρά να εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του ιδιαιτέρου πλαισίου κάθε περιπτώσεως.

(βλ. σκέψη 92)

5.      Σύμφωνα με το σημείο 1 A των κατευθυντηρίων γραμμών που θέσπισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή έχει δεσμευθεί ρητώς να λαμβάνει υπόψη της, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, εκτός από τον χαρακτήρα της ίδιας της παραβάσεως και την έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς, τον πραγματικό της αντίκτυπο επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί. Εντεύθεν προκύπτει ότι, μολονότι η σοβαρότητα της παραβάσεως εκτιμάται, σε ένα πρώτο στάδιο, σε συνάρτηση με τα στοιχεία που προσιδιάζουν στην παράβαση, όπως είναι η φύση της και ο αντίκτυπός της στην αγορά, σε ένα δεύτερο στάδιο, διαμορφώνεται σε συνάρτηση με περιστάσεις που προσιδιάζουν στην οικεία επιχείρηση, πράγμα που ωθεί εξάλλου την Επιτροπή να λάβει υπόψη, εκτός από το μέγεθος και τις ικανότητες της επιχειρήσεως, όχι μόνον τις ενδεχόμενες επιβαρυντικές περιστάσεις, αλλά επίσης, ενδεχομένως, τις ελαφρυντικές περιστάσεις.

Συναφώς, οσάκις μια παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, τα αποτελέσματα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του γενικού ύψους των προστίμων δεν είναι εκείνα που προκύπτουν από την πραγματική συμπεριφορά την οποία ισχυρίζεται ότι ακολούθησε μια επιχείρηση, αλλά εκείνα που προκύπτουν από την όλη παράβαση στην οποία αυτή μετέσχε.

(βλ. σκέψεις 103-104, 106)

6.      Άπαξ μια παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού διαπράττεται από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς απ’ αυτές. Το συμπέρασμα αυτό συνιστά τη λογική συνέπεια της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και κυρώσεων, δυνάμει της οποίας σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τα γεγονότα που της προσάπτονται ατομικώς, η οποία αρχή είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεως δυνάμει των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Έτσι, στα σημεία 2 και 3 των κατευθυντηρίων γραμμών που θέσπισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπεται διαβάθμιση του βασικού ποσού του προστίμου αναλόγως ορισμένων επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, οι οποίες χαρακτηρίζουν κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση.

Συναφώς, ο μετέχων σε μια παράβαση δεν μπορεί να επικαλεσθεί ελαφρυντική περίσταση αντλούμενη από τη συμπεριφορά των λοιπών μετεχόντων στην παράβαση αυτή, όπως, επί παραδείγματι, ότι τα λοιπά μέλη της συμπράξεως δεσμεύθηκαν νωρίτερα ή πληρέστερα στη σύμπραξη. Τα περιστατικά αυτά μπορεί να αποτελούν, ενδεχομένως, επιβαρυντική περίσταση που μπορεί να γίνει δεκτή ως τις τελευταίες επιχειρήσεις αυτές, αλλά όχι ελαφρυντική περίσταση υπέρ των άλλων επιχειρήσεων που μετέχουν στην παράβαση.

(βλ. σκέψεις 118-120, 125)

7.      Ο αποκλειστικώς παθητικός ή παρακολουθηματικός ρόλος μιας επιχειρήσεως στη διάπραξη παραβάσεως στον τομέα του ανταγωνισμού συνιστά, εφόσον αποδειχθεί, ελαφρυντική περίσταση, σύμφωνα με το σημείο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών που θέσπισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Αυτός ο παθητικός ρόλος συνεπάγεται ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει υιοθετήσει «συγκρατημένη συμπεριφορά», δηλαδή ότι δεν υφίσταται ενεργός συμμετοχή στην κατάρτιση της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας ή των αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών. Μεταξύ των στοιχείων από τα οποία μπορεί να προκύψει ο παθητικός ρόλος επιχειρήσεως εντός μιας συμπράξεως, μπορούν να ληφθούν υπόψη ο αισθητά πιο σποραδικός χαρακτήρας των συμμετοχών της στις συσκέψεις σε σχέση με τα τακτικά μέλη της συμπράξεως καθώς και η μεταγενέστερη είσοδός της στην αγορά που αποτέλεσε αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτήν, ή ακόμη η ύπαρξη ρητών συναφώς δηλώσεων εκπροσώπων τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση.

(βλ. σκέψη 126)

8.      Το γεγονός ότι μια επιχείρηση, που αποδεικνύεται ότι μετέχει με τους ανταγωνιστές της σε συνεννόηση ως προς τις τιμές, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της δεν συνιστά κατ’ ανάγκην στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση κατά τον καθορισμό του προς επιβολή προστίμου. Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί πολιτική παρεκκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της.

(βλ. σκέψη 130)

9.      Στο πλαίσιο της αναλύσεως της πραγματικής οικονομικής δυνατότητας των αυτουργών της παραβάσεως να προξενήσουν σημαντική ζημία στον ανταγωνισμό, που πραγματοποιείται με σκοπό τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού και συνεπάγεται εκτίμηση της πραγματικής σημασίας των επιχειρήσεων αυτών στη θιγόμενη αγορά, δηλαδή της επιδράσεώς τους στην αγορά αυτή, ο συνολικός κύκλος εργασιών παρουσιάζει ατελώς τα πράγματα. Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι μια ισχυρή επιχείρηση με πληθώρα διαφορετικών δραστηριοτήτων είναι παρούσα απλώς επικουρικώς σε συγκεκριμένη αγορά προϊόντων. Ομοίως, δεν αποκλείεται μια επιχείρηση με σημαντική θέση σε εξωκοινοτική γεωγραφική αγορά να κατέχει απλώς και μόνο ασθενή θέση στην κοινοτική αγορά ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Στις περιπτώσεις αυτές, το γεγονός και μόνον ότι η εν λόγω επιχείρηση πραγματοποιεί σημαντικό συνολικό κύκλο εργασιών δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι ασκεί αποφασιστική επίδραση στη θιγόμενη αγορά. Για τον λόγο αυτό, μολονότι τα μερίδια αγοράς που κατέχει μια επιχείρηση δεν μπορούν να έχουν καθοριστική σημασία προκειμένου να συναχθεί αν μια επιχείρηση ανήκει σε μια ισχυρή οικονομική οντότητα, είναι αντιθέτως κρίσιμα για τον προσδιορισμό της επιρροής που η επιχείρηση μπορεί να ασκήσει στην αγορά.

(βλ. σκέψη 152)

10.    Όταν η Επιτροπή κατατάσσει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε κατηγορίες για την επιμέτρηση των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, ώστε οι επιχειρήσεις που ανήκουν στην ίδια ομάδα να υπόκεινται στο ίδιο συγκεκριμένο αρχικό ποσό προστίμου, για την κατάταξη σε κατηγορίες πρέπει να τηρείται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Υπό το ίδιο πρίσμα, οι κατευθυντήριες γραμμές που θέσπισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπουν, στο σημείο 1 Α, έκτο εδάφιο, ότι μια «σημαντική» διαφορά στο μέγεθος των επιχειρήσεων που διέπραξαν παράβαση της ίδιας φύσεως μπορεί ιδίως να δικαιολογήσει διαφοροποίηση στην εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Περαιτέρω, το ποσό των προστίμων πρέπει, τουλάχιστον, να είναι ανάλογο προς τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως.

Κατά συνέπεια, όταν η Επιτροπή προβαίνει σε μια τέτοια κατάταξη, ο καθορισμός των ορίων εκκινήσεως για καθεμία από τις κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενες κατηγορίες πρέπει να είναι συνεπής και αντικειμενικώς δικαιολογημένος.

(βλ. σκέψεις 154-156)

11.    Κατά την επιμέτρηση των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να πραγματοποιεί τον υπολογισμό με βάση ποσά στηριζόμενα στον κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ούτε να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία θα καταλήξει ο υπολογισμός της για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θα αντικατοπτρίζουν οιαδήποτε μεταξύ τους διαφορά ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους ή ως προς τον κύκλο εργασιών τους στην αγορά του επίμαχου προϊόντος.

(βλ. σκέψη 159)

12.    Το ανώτατο όριο το οποίο επιβάλλει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, επιτάσσοντας όπως το τελικώς επιβαλλόμενο σε μια επιχείρηση πρόστιμο μειωθεί σε περίπτωση που αυτό υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών της, ανεξαρτήτως των ενδιαμέσων πράξεων υπολογισμού που σκοπούν στο να ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως, δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να αναφέρεται, κατά τον υπολογισμό της, σε ένα ενδιάμεσο ποσό το οποίο υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως, εφόσον το τελικώς επιβαλλόμενο στην επιχείρηση αυτή πρόστιμο δεν υπερβαίνει το ως άνω όριο.

(βλ. σκέψη 161)

13.    Το γεγονός ότι μια επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμμορφωθεί προς τους κανόνες ανταγωνισμού πριν από την έκδοση της αποφάσεως που της επιβάλλει πρόστιμο δεν συνιστά επαρκή λόγο για να περιοριστεί η Επιτροπή στην επιβολή συμβολικού προστίμου. Πράγματι, η αποτροπή των τρίτων, και όχι μόνον της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, αποτελεί σημαντικό σκοπό του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

(βλ. σκέψη 174)

14.    Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά την επιμέτρηση του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, να λαμβάνει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η αναγνώριση παρόμοιας υποχρεώσεως θα οδηγούσε στην παροχή αδικαιολόγητου από απόψεως ανταγωνισμού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν προσαρμοστεί λιγότερο στους όρους της αγοράς. Το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται από το σημείο 5, στοιχείο β´, των κατευθυντηρίων γραμμών που θέσπισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, κατά το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική ικανότητα μιας επιχειρήσεως να επωμισθεί το βάρος ενός προστίμου. Συγκεκριμένα, η ικανότητα αυτή εξετάζεται μόνον υπό τις «συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες», ήτοι με βάση τις συνέπειες που θα έχει η πληρωμή του προστίμου, μεταξύ άλλων, για την αύξηση της ανεργίας ή τις επιπτώσεις στους οικονομικούς κλάδους τους οποίους αφορά η παραγωγή της οικείας επιχειρήσεως.

Εξάλλου, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει αυτό καθ’ εαυτό το μέτρο κοινοτικής αρχής που οδηγεί σε πτώχευση ή εκκαθάριση συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, η εκκαθάριση επιχειρήσεως με την υπό εξέταση νομική της μορφή ναι μεν μπορεί να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίων, των μετόχων ή των κατόχων μεριδίων, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι τα προσωπικά, υλικά και άυλα στοιχεία της επιχειρήσεως χάνουν και αυτά την αξία τους.

(βλ. σκέψεις 175-177)