Language of document : ECLI:EU:T:2019:296

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 6ης Μαΐου 2019(*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Διαδικασία εξυγίανσης εφαρμοστέα σε περίπτωση που οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Μητρική και θυγατρική εταιρία – Διαπίστωση από την ΕΚΤ ότι οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Πράξεις μη δεκτικές προσφυγής – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑281/18,

ABLV Bank AS, με έδρα τη Ρίγα (Λεττονία), εκπροσωπούμενη από τους O. Behrends, M. Kirchner και L. Feddern, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τις G. Marafioti και E. Koupepidou, επικουρούμενες από τον J. Rodríguez Cárcamo, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων της ΕΚΤ της 23ης Φεβρουαρίου 2018 με τις οποίες η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα και η θυγατρική της, ABLV Bank Luxembourg SA, βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, R. Barents και J. Passer (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό

1        Η προσφεύγουσα, ABLV Bank AS, είναι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα τη Λεττονία και η μητρική εταιρία του ομίλου ABLV. H ABLV Bank Luxembourg SA (στο εξής: ABLV Luxembourg) είναι πιστωτικό ίδρυμα, με έδρα το Λουξεμβούργο, το οποίο αποτελεί μία από τις θυγατρικές του ομίλου ABLV και του οποίου η προσφεύγουσα είναι ο μοναδικός μέτοχος.

2        Η προσφεύγουσα χαρακτηρίζεται ως «σημαντική οντότητα» και, ως εκ τούτου, υπόκειται στην εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63).

3        Στις 22 Φεβρουαρίου 2018, η ΕΚΤ κοινοποίησε στο Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) το σχέδιό της εκτίμησης ότι η προσφεύγουσα και η ABLV Luxembourg βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, με σκοπό τη διαβούλευση με το ΕΣΕ επί του ζητήματος αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης Τραπεζών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).

4        Στις 23 Φεβρουαρίου 2018, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα και η ABLV Luxembourg θεωρούνταν ότι βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014. Η εκτίμηση όσον αφορά την προσφεύγουσα και η εκτίμηση όσον αφορά την ABLV Luxembourg κοινοποιήθηκαν στο ΕΣΕ την ίδια ημέρα. Οι εκτιμήσεις αποτελούν αντιστοίχως την πρώτη και τη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις).

5        Άμεσοι και έμμεσοι μέτοχοι της προσφεύγουσας άσκησαν προσφυγή κατά των εν λόγω πράξεων η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑283/18.

6        Στις 23 Φεβρουαρίου 2018, το ΕΣΕ εξέδωσε δύο αποφάσεις (SRB/EES/2018/09 και SRB/EES/2018/10) όσον αφορά, αντιστοίχως, την προσφεύγουσα και την ABLV Luxembourg, με τις οποίες συμφώνησε με τις εκτιμήσεις ότι [οι εν λόγω οντότητες] βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, αλλά έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσφεύγουσας και της ABLV Luxembourg καθώς και της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής τους κατάστασης, δεν απαιτούνταν η ανάληψη δράσης εξυγίανσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος ως προς τις οντότητες αυτές.

7        Την ίδια ημέρα, οι εν λόγω αποφάσεις του ΕΣΕ επιδόθηκαν στους αντίστοιχους παραλήπτες τους, στις εθνικές αρχές εξυγίανσης (ΕΑΕ) της Λεττονίας και του Λουξεμβούργου, στη Finanšu un kapitāla tirgus komisija (Επιτροπή Χρηματοπιστωτικών αγορών και Κεφαλαιαγορών, Λεττονία, Commission des marchés financiers et des capitaux, στο εξής: CMFC) και στην Επιτροπή Εποπτείας του Χρηματοπιστωτικού Τομέα (Commission de surveillance du secteur financier, CSSF, Λουξεμβούργο).

8        Στις 26 Φεβρουαρίου 2018, οι μέτοχοι της προσφεύγουσας κίνησαν διαδικασία η οποία παρείχε στην τελευταία τη δυνατότητα να ολοκληρώσει η ίδια την εκκαθάριση της και υπέβαλαν στη CMFC την αίτηση για την έγκριση του σχεδίου εκούσιας εκκαθάρισης αυτής.

9        Στις 11 Ιουλίου 2018, η ΕΚΤ εξέδωσε, κατόπιν της προτάσεως της CMFC, απόφαση περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της προσφεύγουσας.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως.

11      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 2018, η ΕΚΤ προέβαλε ένσταση απαραδέκτου.

12      Στις 18 Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

14      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

15      Κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο καθού μπορεί να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί του απαραδέκτου, χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με το άρθρο 130, παράγραφος 6, του εν λόγω Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

16      Εν προκειμένω, καθόσον η ΕΚΤ ζήτησε να ληφθεί απόφαση επί του απαραδέκτου της προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας, αποφασίζει να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

17      Η ΕΚΤ προβάλλει δύο ενστάσεις απαραδέκτου κατά της προσφυγής. Στο πλαίσιο της πρώτης ενστάσεως απαραδέκτου, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν προπαρασκευαστικά μέτρα που περιλαμβάνουν εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία δεν είναι δεσμευτική, ότι οι πράξεις αυτές δεν κοινοποιούνται στο οικείο ίδρυμα αλλά στο ΕΣΕ, ότι δεν είναι δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως αλλά συνιστούν τη βάση για την έγκριση, από το ΕΣΕ, καθεστώτος εξυγίανσης ή για την έκδοση αποφάσεως ότι δεν είναι αναγκαία η ανάληψη δράσης εξυγίανσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ο χαρακτηρισμός, από την προσφεύγουσα, των εκτιμήσεων ότι [οι οντότητες] βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης ως αποφάσεων είναι εσφαλμένος, διότι η ΕΚΤ δεν έχει εξουσία λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο που προβλέπεται για την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης. Η εκτίμηση ότι [μια οντότητα] βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης. Ωστόσο, η έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια της εκτίμησης ότι [μια οντότητα] βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

18      Η ΕΚΤ υπενθυμίζει επίσης ότι ο κανονισμός 806/2014 δεν προβλέπει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά εκτιμήσεως ότι [μια οντότητα] βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Αντιθέτως, το άρθρο 86, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ρητώς ορίζει ότι οι αποφάσεις του ΕΣΕ αποτελούν αντικείμενο τέτοιας προσφυγής.

19      Εξάλλου, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τις αποφάσεις του ΕΣΕ, ασκώντας την προσφυγή ακυρώσεως που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑280/18, οι φερόμενες νομικές πλημμέλειες από τις οποίες τυχόν πάσχουν οι εκτιμήσεις ότι [οι οντότητες] βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής κατά των αποφάσεων του ΕΣΕ, γεγονός το οποίο διασφαλίζει επαρκή δικαστική προστασία στην προσφεύγουσα. Συναφώς, η ΕΚΤ αναφέρει ότι προτίθεται να ασκήσει παρέμβαση στην υπόθεση που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑280/18, υπέρ των αιτημάτων του ΕΣΕ και προς υπεράσπιση της νομιμότητας των εκτιμήσεων ότι [οι οντότητες] βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

20      Στο πλαίσιο της δεύτερης ενστάσεως απαραδέκτου, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν θίγεται άμεσα από τις εκτιμήσεις ότι [οι οντότητες] βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, διότι, αφενός, οι εκτιμήσεις αυτές δεν παρήγαγαν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής της κατάστασης και, αφετέρου, άφηναν απόλυτη διακριτική ευχέρεια στις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή τους.

21      Λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου, η ΕΚΤ επισημαίνει, ειδικότερα, ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να προβάλει ενώπιον των δικαστηρίων αυτών ότι η εκτίμηση ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης έπασχε έλλειψη νομιμότητας και να ζητήσει δικαστική προστασία συναφώς, δεδομένου ότι υφίσταται η δυνατότητα να ζητηθεί από τα εθνικά δικαστήρια να υποβάλουν στο Δικαστήριο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] προδικαστικό ερώτημα. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε ενώπιον του tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο) κανένα επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά προέβαλε ότι η εκτίμηση ότι αυτή βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν ήταν νομικώς δεσμευτική για το εν λόγω δικαστήριο, διότι αποτελούσε απλώς εκτίμηση πραγματικών περιστατικών.

22      Εξάλλου, η ΕΚΤ φρονεί ότι το έννομο συμφέρον που επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής της αποδεικνύει ότι αυτή είναι αβάσιμη.

23      Προς αντίκρουση της πρώτης ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η ΕΚΤ, η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορα επιχειρήματα προκειμένου να υποστηρίξει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις μετέβαλαν τη νομική της κατάσταση. Πρώτον, οι πράξεις αυτές αποτελούν επίσημες διαπιστώσεις παραβάσεων των κανονιστικών υποχρεώσεων, οι οποίες πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Δεύτερον, οι προσβαλλόμενες πράξεις αποτελούν επίσημες αρνητικές αξιολογήσεις για κάθε μία από τις τράπεζες οι οποίες πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Τρίτον, με τις προσβαλλόμενες πράξεις οι τράπεζες διατρέχουν τον κίνδυνο να επιβληθούν σε βάρος τους μέτρα εξυγίανσης τα οποία δεν θα μπορούσαν να θεσπισθούν εάν δεν υπήρχαν οι εν λόγω πράξεις. Ο δεσμευτικός για το ΕΣΕ χαρακτήρας των εκτιμήσεων αυτών, τον οποίο, κατά την προσφεύγουσα, φαίνεται να αναγνωρίζει η ΕΚΤ, σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποφευχθεί η ανάληψη δράσεων εξυγίανσης έναντι οποιασδήποτε τράπεζας με την αιτιολογία ότι αυτή δεν βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, τούτο δε ακόμη και εάν το ΕΣΕ συμφωνεί με την άποψη αυτή. Τέταρτον, οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν ως συνέπεια σημαντική μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο ΕΣΕ, γεγονός το οποίο μεταβάλλει τη νομική κατάσταση του οικείου ιδρύματος. Πέμπτον, οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν ως συνέπεια τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος των τραπεζών η οποία πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Τέλος, έκτον, λόγω της δημοσιεύσεώς τους, οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν ως συνέπεια, εν τοις πράγμασι, το κλείσιμο των τραπεζών και, επομένως, θίγουν τα δικαιώματα των τραπεζών και των μετόχων τους.

24      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαπίστωση ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης ισοδυναμεί λειτουργικώς με ανάκληση της άδειας λειτουργίας και, ως εκ τούτου, πρέπει ομοίως να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

25      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διατύπωση των προσβαλλομένων πράξεων ως διαπιστώσεως η οποία ανακοινώθηκε δημοσίως, δεν συμφωνεί με τον ισχυρισμό της ΕΚΤ κατά τον οποίο η εκτίμηση ότι [η προσφεύγουσα] βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης αποτελούσε απλώς δημοσιοποίηση πραγματικών στοιχείων, στο μέτρο που η εκτίμηση αυτή ανακοινώθηκε δημοσίως ως άκρως τεχνική και νομική.

26      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι δεσμευτικές και συνιστούν οριστικές εκτιμήσεις. Προς στήριξη της θέσεως αυτής, επικαλείται, μεταξύ άλλων, ένα απόσπασμα των προσβαλλομένων πράξεων, όπως αυτές δημοσιεύθηκαν στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ, σύμφωνα με το οποίο «κατόπιν της εκτιμήσεως ότι [οι τράπεζες] βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η ΕΚΤ ενημέρωσε δεόντως το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) το οποίο διαπίστωσε ότι, όσον αφορά τις εν λόγω τράπεζες, δεν ήταν αναγκαία η ανάληψη δράσης εξυγίανσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος» και, «[κ]ατά συνέπεια, η εκκαθάριση των εν λόγω τραπεζών θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους της Λεττονίας και του Λουξεμβούργου αντιστοίχως». Με τις διαπιστώσεις αυτές, η ΕΚΤ αποφαίνεται οριστικά επί του ζητήματος κατά πόσον [οι εν λόγω τράπεζες] βρίσκονται σε σημείο πιθανής πτώχευσης ή πτώχευσης.

27      Κατά την προσφεύγουσα, η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της εκτίμησης ότι [μια τράπεζα] βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης μόνο στο πλαίσιο αποφάσεων του ΕΣΕ αντιβαίνει στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκτίμηση της ΕΚΤ δεν ακολουθείται από απόφαση του ΕΣΕ. Εξάλλου, κάθε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για τις πράξεις του.

28      Όσον αφορά τη δεύτερη ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η ΕΚΤ, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ένσταση αυτή στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως.

29      Καταρχάς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να προσβάλλουν, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον τις πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή του (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, και διατάξεις της 30ής Απριλίου 2003, Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke κατά Επιτροπής, T‑167/01, EU:T:2003:121, σκέψη 46, και της 31ης Ιανουαρίου 2006, Schneider Electric κατά Επιτροπής, T‑48/03, EU:T:2006:34, σκέψη 44).

30      Όταν πρόκειται για πράξεις των οποίων η κατάρτιση συντελείται σε πολλά στάδια μιας εσωτερικής διαδικασίας, πράξεις δεκτικές προσφυγής συνιστούν, κατ’ αρχήν, μόνον τα μέτρα που καθορίζουν οριστικά τη θέση του οργάνου κατά το πέρας της διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα των οποίων ο σκοπός είναι η προετοιμασία της τελικής απόφασης (αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 10, και της 27ης Ιουνίου 1995, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, T‑186/94, EU:T:1995:114, σκέψη 39) και των οποίων η έλλειψη νομιμότητας μπορεί κάλλιστα να προβληθεί στο πλαίσιο μιας προσφυγής κατά της απόφασης αυτής (διάταξη της 31ης Ιανουαρίου 2006, Schneider Electric κατά Επιτροπής, T‑48/03, EU:T:2006:34, σκέψη 45).

31      Τούτο δεν ισχύει μόνον αν οι πράξεις ή οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικής διαδικασίας συνιστούν οι ίδιες το πέρας μιας ειδικής διαδικασίας διαφορετικής από εκείνη κατά την οποία το οικείο όργανο λαμβάνει απόφαση επί της ουσίας (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 11, και διάταξη της 9ης Ιουνίου 2004, Camós Grau κατά Επιτροπής, T‑96/03, EU:T:2004:172, σκέψη 30).

32      Επιπλέον, μια ενδιάμεση πράξη δεν είναι δεκτική προσφυγής, εάν προκύπτει ότι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως αυτής θα μπορούσε να προβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής η οποία βάλλει κατά της τελικής πράξεως της οποίας αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη. Υπό τις συνθήκες αυτές, προσφυγή ασκούμενη κατά της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία διασφαλίζει επαρκή δικαστική προστασία (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 53· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 12, και της 24ης Ιουνίου 1986, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής, 53/85, EU:C:1986:256, σκέψη 19).

33      Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να εξετασθεί, λαμβάνοντας υπόψη την ουσία των πράξεων, εάν οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ, κοινοποίηση στο ΕΣΕ που αποτελεί τη βάση για την εκ μέρους του έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης ή για την έκδοση αποφάσεως σχετικά με το ότι δεν είναι αναγκαία η ανάληψη δράσης εξυγίανσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η οποία ωστόσο, δεν μεταβάλλει, αυτή καθεαυτή, τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας.

34      Οι προσβαλλόμενες πράξεις περιλαμβάνουν εκτίμηση της ΕΚΤ ότι [τα πιστωτικά ιδρύματα] βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Η ΕΚΤ δεν διαθέτει εξουσία για τη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο που προβλέπεται για την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης. Πράγματι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού 806/2014, μολονότι η ΕΚΤ και το ΕΣΕ πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογούν εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, εντούτοις η αξιολόγηση των απαιτούμενων προϋποθέσεων εξυγίανσης και η έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης απόκειται αποκλειστικά στο ΕΣΕ, εφόσον κρίνει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις. Επιπλέον, από το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, προκύπτει ρητώς, ότι στο ΕΣΕ απόκειται η εκτίμηση κατά πόσον πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή. Ασφαλώς, η ΕΚΤ είναι αρμόδια για την κοινοποίηση εκτίμησης σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση και συγκεκριμένα σχετικά με το ότι [μια οντότητα] βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, αλλά πρόκειται απλώς και μόνο για εκτίμηση, η οποία ουδόλως δεσμεύει το ΕΣΕ.

35      Δεν αμφισβητείται ότι οι εκτιμήσεις ότι η προσφεύγουσα και η ABLV Luxembourg βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης πραγματοποιήθηκαν από την ΕΚΤ, ύστερα από διαβούλευση με το ΕΣΕ.

36      Ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να χαρακτηρισθούν ως προπαρασκευαστικά μέτρα της διαδικασίας που αποσκοπεί στη λήψη αποφάσεως από το ΕΣΕ σχετικά με την εξυγίανση των εν λόγω τραπεζικών ιδρυμάτων και, επομένως, δεν μπορούν να υπόκεινται σε προσφυγή ακυρώσεως.

37      Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή και κατά των αποφάσεων που εξέδωσε το ΕΣΕ μετά την κοινοποίηση από την ΕΚΤ των προσβαλλομένων πράξεων, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑280/18.

38      Ως εκ τούτου, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

39      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

40      Πρώτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αποτελούν επίσημες αποφάσεις σχετικά με τη μη τήρηση από αυτήν των κανονιστικών της υποχρεώσεων και αυτών της θυγατρικής της, αλλά εκτιμήσεις της ΕΚΤ σχετικά με το ότι τα εν λόγω ιδρύματα βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

41      Δεύτερον, το επιχείρημα ότι επίσημες αρνητικές εκτιμήσεις πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο είναι αλυσιτελές, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που αναφέρονται στη σκέψη 37 ανωτέρω.

42      Τρίτον, είναι εσφαλμένη η άποψη ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις οι τράπεζες διατρέχουν τον κίνδυνο να επιβληθούν σε βάρος τους μέτρα εξυγίανσης τα οποία δεν θα μπορούσαν να ληφθούν εάν δεν υπήρχαν οι εν λόγω πράξεις. Πράγματι, η απόφαση όσον αφορά την έγκριση τέτοιων δράσεων απόκειται εξ ολοκλήρου στο ΕΣΕ, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω.

43      Τέταρτον, το επιχείρημα ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν ως συνέπεια σημαντική μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο ΕΣΕ είναι παντελώς αλυσιτελές.

44      Πέμπτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη ανάγκη να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της μεταβολής του νομικού καθεστώτος των τραπεζών εξ αιτίας των προσβαλλομένων πράξεων, επισημαίνεται, αφενός, ότι το νομικό καθεστώς των τραπεζών δεν μεταβλήθηκε από τις προσβαλλόμενες πράξεις και, αφετέρου, ότι το επιχείρημα αυτό είναι εν πάση περιπτώσει αλυσιτελές, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που αναφέρονται στη σκέψη 37 ανωτέρω.

45      Τέλος, προς απάντηση στο έκτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, αρκεί η διαπίστωση ότι δεν δημοσιεύθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, αλλά ότι η ΕΚΤ δημοσίευσε δύο ανακοινωθέντα τα οποία ουδόλως συνιστούν τις προσβαλλόμενες πράξεις. Επομένως, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές.

46      Όσον αφορά τη φερόμενη λειτουργική ισοδυναμία μεταξύ της εκτίμησης ότι [μια οντότητα] βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και την ανάκληση της άδειας λειτουργίας που επικαλείται η προσφεύγουσα, επισημαίνεται ότι, μολονότι είναι αληθές ότι μία τέτοια εκτίμηση μπορεί να στηρίζεται στην αξιολόγηση ότι οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας δεν πληρούνται πλέον βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, εντούτοις οι δύο αυτές πράξεις ουδόλως είναι ισοδύναμες. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προϋποθέσεις ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας που απαριθμούνται στο άρθρο 18, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), διαφέρουν σαφώς από το σκεπτικό στο οποίο θεμελιώνεται η εκτίμηση ότι [μια οντότητα] βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, όπως αυτό εκτίθεται στο άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014.

47      Όσον αφορά την προβαλλόμενη διαφορά στη διατύπωση μεταξύ της δημοσίευσης στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ και των προσβαλλομένων πράξεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προκειμένου να προσδιορισθεί εάν μια πράξη συνιστά απόφαση, πρέπει να εξετασθεί, λαμβανομένων υπόψη της ουσίας της πράξης αυτής και της πρόθεσης του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε, εάν, κατά το πέρας της προκαταρκτικής έρευνας, το εν λόγω θεσμικό όργανο καθόρισε οριστικά, με την εξεταζόμενη πράξη, τη θέση του σχετικά με το καταγγελλόμενο μέτρο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 46). Εν προκειμένω, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 32 έως 36 ανωτέρω, από το περιεχόμενο των προσβαλλομένων πράξεων προκύπτει ότι δεν πρόκειται για αποφάσεις αλλά για προπαρασκευαστικά μέτρα.

48      Η διαπίστωση ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις σχετικά με το ότι [οι οντότητες] βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης αποτελούν απλή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών η οποία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έγινε άλλωστε δεκτή από την ίδια την προσφεύγουσα. Πράγματι, η απόφαση του tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Λουξεμβούργου) της 9ης Μαρτίου 2018 αναφέρει ρητώς ότι «οι διάδικοι συμφωνούν ότι οι εκτιμήσεις και οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η ΕΚΤ και το ΕΣΕ στο πλαίσιο του Κανονισμού δεν είναι δεσμευτικές για το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της παρούσας αιτήσεως.»

49      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, συνάγεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν προπαρασκευαστικές πράξεις οι οποίες δεν μεταβάλλουν τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας. Πράγματι, οι πράξεις αυτές περιλαμβάνουν εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από την ΕΚΤ σχετικά με το ζήτημα κατά πόσον η προσφεύγουσα και η θυγατρική της βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η οποία δεν είναι μεν δεσμευτική, αποτελεί, ωστόσο, τη βάση για την εκ μέρους του ΕΣΕ έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης ή για την έκδοση αποφάσεως ότι δεν είναι αναγκαία ανάληψη δράσης εξυγίανσης για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

50      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξετασθεί η δεύτερη ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η ΕΚΤ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της EKT.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την ABLV Bank AS στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα έξοδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Λουξεμβούργο, 6 Μαΐου 2019.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

A. M.Collins


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.