Language of document : ECLI:EU:C:2016:446

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2016 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Άρθρο 81 ΕΚ – Συμπράξεις – Αγορές της σκόνης και των κόκκων ανθρακασβεστίου, καθώς και των κόκκων μαγνησίου, σε σημαντικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου – Καθορισμός τιμών, κατανομή των αγορών και ανταλλαγή πληροφοριών – Ευθύνη μητρικής εταιρίας λόγω παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού τις οποίες διέπραξαν οι θυγατρικές της – Άσκηση καθοριστικής επιρροής εκ μέρους της μητρικής εταιρίας – Μαχητό τεκμήριο σε περίπτωση κατά την οποία η μητρική κατέχει το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής – Προϋπόθεση για την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού – Παράβαση ρητής οδηγίας»

Στην υπόθεση C‑155/14 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ασκήθηκε στις 3 Απριλίου 2014,

Evonik Degussa GmbH, με έδρα το Essen (Γερμανία),

AlzChem AG, πρώην AlzChem Trostberg GmbH, με έδρα το Trostberg (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους C. Steinle και I. Bodenstein, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Meessen και R. Sauer, επικουρούμενους από τον A. Böhlke, Rechtsanwalt,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, ασκούντα καθήκοντα προέδρου του πέμπτου τμήματος, D. Šváby (εισηγητή), A. Rosas, E. Juhász και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: L. Carrasco Marco, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Ιουνίου 2015,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η Evonik Degussa GmbH (στο εξής: Degussa) και η AlzChem AG, πρώην AlzChem Trostberg GmbH, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 23 Ιανουαρίου 2014, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής (T‑391/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:22, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), και με την οποία απέρριψε εν μέρει την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2009) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.396 ‐ Αντιδραστήρια με βάση ανθρακασβέστιο και μαγνήσιο για τη βιομηχανία φυσικού αερίου και τη χαλυβουργία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), καθόσον η απόφαση αυτή τις αφορά, καθώς και, επικουρικώς, τη μεταρρύθμιση της εν λόγω αποφάσεως, προκειμένου, αφενός, να ακυρωθεί το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε ή να μειωθεί το ύψος του και, αφετέρου, να καταστεί η SKW Stahl-Metallurgie GmbH (στο εξής: SKW) αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη, από κοινού με τις νυν αναιρεσείουσες, για την καταβολή του εν λόγω προστίμου.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ρυθμίζει το καθεστώς των προστίμων που δύναται να επιβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

 Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

3        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 4 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«1      Με την [προσβαλλόμενη απόφαση], η [Επιτροπή] διαπίστωσε ότι οι σημαντικότεροι προμηθευτές αντιδραστηρίων με βάση το ανθρακασβέστιο και το μαγνήσιο τα οποία προορίζονται για τη βιομηχανία φυσικού αερίου και τη χαλυβουργία είχαν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), συμμετέχοντας, κατά το χρονικό διάστημα από τις 7 Απριλίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007, σε ενιαία και διαρκή παράβαση. Η παράβαση αυτή συνίστατο σε κατανομή αγορών, καθορισμό ποσοστώσεων, κατανομή των πελατών, καθορισμό των τιμών και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών σχετικών με τις τιμές, τους πελάτες και τον όγκο πωλήσεων εντός του ΕΟΧ, εκτός της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.

2      Η διαδικασία κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως επιείκειας, κατά την έννοια της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3), την οποία είχε υποβάλει η Akzo Nobel NV.

3      Με το άρθρο 1, στοιχείο στʹ, της [προσβαλλομένης] αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες, Degussa και AlzChem Hart GmbH (εν συνεχεία AlzChem Trostberg GmbH και νυν [AlzChem]), συμμετείχαν στην παράβαση από τις 22 Απριλίου έως τις 30 Αυγούστου 2004. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 226 και 227 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως προκύπτει ότι οι δύο αυτές εταιρίες κρίθηκαν υπεύθυνες για την επίμαχη παράβαση λόγω της άμεσης συμμετοχής στην παράβαση αυτή μελών του προσωπικού της SKW Stahl-Technik GmbH & Co. KG, της οποίας η εταιρική επωνυμία μεταβλήθηκε, από το 2005, σε [SKW]. Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 227, 228 και 235 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως, κατά το πρώτο μέρος του χρονικού διαστήματος συμμετοχής της στην επίμαχη σύμπραξη, η SKW ήταν θυγατρική εταιρία της οποίας το εταιρικό κεφάλαιο κατείχαν σε ποσοστό 100 % οι προσφεύγουσες.

4      Με το άρθρο 2 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στις προσφεύγουσες, λόγω της συμμετοχής τους στην επίμαχη παράβαση, αφενός μεν πρόστιμο ύψους 1,04 εκατομμυρίου ευρώ, χαρακτηρίζοντάς τες ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες μαζί με την SKW για την καταβολή του προστίμου αυτού [άρθρο 2, στοιχείο ζʹ], αφετέρου δε πρόστιμο ύψους 3,64 εκατομμυρίων ευρώ, χαρακτηρίζοντάς τες ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνες για την καταβολή του [άρθρο 2, στοιχείο ηʹ].»

4        Όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007, κατά το οποίο το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της SKW δεν το κατείχαν πλέον οι AlzChem και Degussa, αλλά η SKW Stahl-Metallurgie Holding (στο εξής: SKW Holding) και η Arques Industrie AG, νυν Gigaset AG, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι SKW, SKW Holding και Gigaset συμμετείχαν και/ή πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνες για την επίμαχη παράβαση. Με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση Gigaset κατά Επιτροπής (T‑395/09, EU:T:2014:23), η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο ύψους 13 300 000 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στις SKW και SKW Holding, μέρος του οποίου, συγκεκριμένα δε 12 300 000 ευρώ, οφείλεται αλληλεγγύως και από την Gigaset.

 Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

5        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Οκτωβρίου 2009, οι νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν, κυρίως, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον τις αφορά, και, επικουρικώς, αφενός, τη μείωση του ποσού των προστίμων που τους είχαν επιβληθεί βάσει του άρθρου 2, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της αποφάσεως αυτής και, αφετέρου, να κριθεί η SKW υπόχρεη για την καταβολή του συνόλου των ποσών των προστίμων αυτών, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τις νυν αναιρεσείουσες.

6        Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι νυν αναιρεσείουσες προέβαλαν επιχειρηματολογία η οποία δεν διαρθρωνόταν σε λόγους ακυρώσεως και την οποία εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο ως σχετική, πρώτον, με τον καταλογισμό στις ίδιες της ευθύνης για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική τους SKW, δεύτερον, με το ύψος των προστίμων που τους επιβλήθηκαν, τρίτον, με την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη της SKW για την καταβολή των προστίμων αυτών, και τέταρτον με το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντέβαινε στην απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπής (T‑122/07 έως T‑124/07, EU:T:2011:70), με την τελευταία αυτή αιτίαση να προβάλλεται επ’ ευκαιρία αιτήσεως περί οργανώσεως της διαδικασίας καθώς και κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

7        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή αυτή. Το διατακτικό της αποφάσεως αυτής έχει ως εξής:

«1)      Ακυρώνει το άρθρο 2, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της [προσβαλλομένης] αποφάσεως καθόσον αφορά την [Degussa] και την [AlzChem], διευκρινιζομένου, εντούτοις, ότι η ακύρωση αυτή δεν επηρεάζει το απαλλακτικό αποτέλεσμα που έχει για την [SKW] κάθε καταβολή που έχει πραγματοποιήσει οιαδήποτε από τις δύο ως άνω εταιρίες λόγω του προστίμου το οποίο τους επιβλήθηκε [αλληλεγγύως και εις ολόκληρον] για την παράβαση που διαπιστώθηκε στο άρθρο 1, στοιχείο στʹ, της εν λόγω αποφάσεως, και λόγω του προστίμου που επιβλήθηκε στην [SKW] με το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, της ιδίας αποφάσεως.

2)      Για την παράβαση που διαπιστώθηκε στο άρθρο 1, στοιχείο στʹ, της [προσβαλλομένης] αποφάσεως σε σχέση με την [Degussa] και την AlzChem, επιβάλλει τα ακόλουθα πρόστιμα:

–        [αλληλεγγύως και εις ολόκληρον] στην [Degussa] και στην AlzChem: 2,49 εκατομμύρια ευρώ, διευκρινιζόμενου ότι η [Degussa] και η AlzChem θα θεωρούνται ότι απαλλάσσονται από την καταβολή του προστίμου αυτού κατά το ύψος που αντιστοιχεί στα ποσά που κατέβαλε η [SKW] λόγω του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, της ίδιας αποφάσεως·

–        στην [Degussa], ως μόνη υπεύθυνη για την καταβολή του προστίμου αυτού, 1,24 εκατομμύρια ευρώ.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Η [Degussa] και η AlzChem φέρουν τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων τους καθώς και τα δύο τρίτα των εξόδων της [Επιτροπής]. Η Επιτροπή φέρει το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων της και το ένα τρίτο των εξόδων της [Degussa] και της AlzChem.»

8        Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις εταιρίες που ανήκαν στην οικονομική οντότητα την οποία ήλεγχε η Degussa, ως επικεφαλής εταιρία, λόγω της συμμετοχής της SKW στην επίμαχη παράβαση κατά το χρονικό διάστημα από τις 22 Απριλίου 2004 έως τις 30 Αυγούστου 2004 είναι τα εξής:

–        στην SKW: πρόστιμο ύψους 1,04 εκατομμυρίου ευρώ, βάσει του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        στις Degussa και AlzChem, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 2,49 εκατομμύρια ευρώ, διευκρινιζομένου ότι οι δύο αυτές εταιρίες απαλλάσσονται του προστίμου αυτού κατά το ύψος που αντιστοιχεί στα ποσά που κατέβαλε η SKW λόγω των προστίμων τα οποία της επιβλήθηκαν βάσει του άρθρου 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τα χρονικά διαστήματα από την 1η Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007 και από τις 22 Απριλίου 2004 έως τις 30 Αυγούστου 2004, αντιστοίχως·

–        στην Degussa: 1,24 εκατομμύριο ευρώ.

 Αιτήματα των διαδίκων κατ’ αναίρεση

9        Οι Degussa και AlzChem ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της καθόσον τις αφορά και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον τις αφορά·

–        επικουρικώς, να μειώσει τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν βάσει του άρθρου 2, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        επικουρικότερον, να μεταρρυθμίσει το άρθρο 2, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να κριθεί η SKW αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για το σύνολο των προστίμων που τους επιβλήθηκαν·

–        έτι επικουρικότερον, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

10      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

11      Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν πέντε λόγους αναιρέσεως.

12      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, του τεκμηρίου της αθωότητας και της αρχής της ευθύνης λόγω υπαιτιότητας. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμά τους ακροάσεως και παρέβη το άρθρο 296 ΣΛΕΕ καθόσον απέρριψε τα επιχειρήματά τους περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντέβαινε στην απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπής (T‑122/07 έως T‑124/07, EU:T:2011:70). Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από το ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως και παραβίασε την αρχή της μεταχειρίσεως. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή nulla poena sine lege certa και ότι παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως. Τέλος, ο πέμπτος λόγος τους αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επίσης επικουρικώς, αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, προσβολή του δικαιώματός τους ακροάσεως και παράβαση του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003.

13      Αναπτύσσοντας προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι αναιρεσείουσες παραιτήθηκαν από τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, του τεκμηρίου της αθωότητας και της αρχής της ευθύνης λόγω υπαιτιότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

14      Με τον πρώτο τους λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 70 έως 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και παραβίασε τις αρχές της προσωπικής ευθύνης, του τεκμηρίου αθωότητας και της ευθύνης λόγω υπαιτιότητας, εξαρτώντας την ανατροπή του τεκμηρίου περί πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τις ίδιες στην SKW από υπερβολικά αυστηρές απαιτήσεις, στοιχείο το οποίο είχε ως αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να παραβλέψει τον μαχητό χαρακτήρα του τεκμηρίου αυτού.

15      Αφενός, αμφισβητούν την άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 102 έως 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να δεχθεί την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, μολονότι οι νυν αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι η SKW μετείχε στην επίμαχη σύμπραξη παραβιάζοντας κατάφωρα ρητές και σαφείς οδηγίες τους, οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 91 και 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει των οποίων ο μοναδικός διαχειριστής της SKW υποχρεωνόταν να μη συνάπτει συμφωνίες με ανταγωνιστές όσον αφορά προϊόντα αφαιρέσεως θειούχων ενώσεων από τον χυτοσίδηρο. Κατά τις αναιρεσείουσες, η κατάσταση αυτή καταδεικνύει ότι δεν υφίστατο πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής στην SKW.

16      Επικρίνουν επίσης το Γενικό Δικαστήριο επειδή έκρινε ότι στερείται σημασίας η δήλωση του εμπορικού διευθυντή της SKW κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η οποία παρατίθεται στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο διευθυντής της AlzChem δεν είχε τα μέσα για να διασφαλίσει την τήρηση των οδηγιών αυτών. Εντούτοις, μια τέτοια δήλωση καταδεικνύει, κατά τις αναιρεσείουσες, ότι αυτός που έδωσε την εν λόγω οδηγία δεν ασκούσε πραγματικά καθοριστική επιρροή στον αποδέκτη της εντολής.

17      Οι αναιρεσείουσες διατείνονται επιπλέον ότι, για τον καταλογισμό της ευθύνης λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, το καθοριστικό στοιχείο δεν είναι απλώς η δυνατότητα ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, αλλά η πραγματική άσκησή της, στοιχείο που επιβεβαιώθηκε με τη σκέψη 62 της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑112/05, EU:T:2007:381). Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, και ειδικότερα όσον αφορά τον κύκλο εργασιών της SKW ο οποίος εξετάσθηκε στις σκέψεις 108 έως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αρκέσθηκε απλώς σε υποθετική επιρροή στηριζόμενη σε αντιστοίχως υποθετικά στοιχεία, χωρίς να έχει καταδειχθεί η εκ μέρους των νυν αναιρεσειουσών πραγματική άσκηση τέτοιας καθοριστικής επιρροής στην τελευταία αυτή εταιρία.

18      Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι συνήγαγε συμπέρασμα που αφορούσε το χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως από εκτίμηση σχετική με κατάσταση προγενέστερη του χρονικού διαστήματος αυτού, μολονότι διατείνονταν ότι ουδέποτε άσκησαν καθοριστική επιρροή. Προσάπτουν επιπλέον στο Γενικό Δικαστήριο ότι απλώς προέβη σε εκτίμηση των σχέσεων μεταξύ των αναιρεσειουσών και της SKW όσον αφορά την κατανομή των εταιρικών μεριδίων και του διευθυντικού προσωπικού, χωρίς να εξετάσει συγκεκριμένα αν ασκούσαν πράγματι καθοριστική επιρροή στη θυγατρική τους.

19      Αφετέρου, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι αρνήθηκε να διαπιστώσει ότι δεν ασκούσαν καθοριστική επιρροή στην SKW, μολονότι η τελευταία αυτή εταιρία διαχειριζόταν αυτόνομα τη δραστηριότητά της, ενώ οι αναιρεσείουσες ασχολούνταν με το σχέδιο μεταβιβάσεώς της, και μολονότι αποδεικτικά στοιχεία μαρτυρούν την καχυποψία της εν λόγω εταιρίας έναντι των μητρικών εταιριών της, όπως προκύπτει από τη δήλωση του N., η οποία παρατίθεται στη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

20      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το βάρος αποδείξεως για την ανατροπή του τεκμηρίου περί πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, στηριζόμενο σε ενδεχόμενη θεωρητική επιρροή των αναιρεσειουσών επί της SKW και όχι στη συγκεκριμένη κατάστασή της. Κατά τις αναιρεσείουσες, δεν απόκειται σε αυτές να αποδείξουν ότι δεν μπορούσαν να ασκήσουν, εν γένει, καμία καθοριστική επιρροή στην SKW, αλλά απλώς ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν άσκησαν πραγματικά καμία επιρροή τέτοιας φύσεως. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, στις σκέψεις 82, 83, 88, 89, 93, 94 έως 98 και 108 έως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην ενδεχόμενη θεωρητική επιρροή τους στην SKW.

21      Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, συνάγοντας από την απλή υποχρέωση της SKW να αναφέρεται στην AlzChem την πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής, παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία.

22      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος καθόσον, με αυτόν, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών και αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κρίση του. Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Επί του παραδεκτού

23      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη όσον αφορά τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία τα οποία του έχουν υποβληθεί. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, εκτός αν υπάρχει παραμόρφωση των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο ως τέτοιο στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής, C‑373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψη 40). Επιπλέον, η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τη δικογραφία, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, C‑514/14 P, EU:C:2016:55, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 75 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία κρίνοντας, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η υποχρέωση του διαχειριστή της SKW να υποβάλλει σε τακτά διαστήματα αναφορά στον διευθυντή της AlzChem αποτελούσε ένδειξη συνηγορούσα υπέρ του ότι η δεύτερη αυτή εταιρία ασκούσε καθοριστική επιρροή στις αποφάσεις της πρώτης.

25      Ως εκ τούτου, καθόσον οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τις εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεις περί των πραγματικών περιστατικών, περιλαμβανομένων και αυτών που παρατίθενται στις σκέψεις 87 και 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αιτιάσεις τους είναι απαράδεκτες.

26      Αντιθέτως, οι αιτιάσεις είναι παραδεκτές καθόσον οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τη μεθοδολογία της οποίας έκανε χρήση το Γενικό Δικαστήριο για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των στοιχείων που προσκόμισαν οι νυν αναιρεσείουσες προς ανατροπή του τεκμηρίου περί εκ μέρους τους ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στην SKW, καθόσον επικρίνουν το Γενικό Δικαστήριο επειδή έκρινε ότι συμπεριφορά θυγατρικής που αντιβαίνει προδήλως στις οδηγίες της μητρικής εταιρίας δεν καθιστά δυνατή την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, και καθόσον του προσάπτουν επίσης ότι έκανε χρήση ιδιαιτέρως περιοριστικού κριτηρίου το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει αμάχητο το τεκμήριο αυτό. Πράγματι, το ζήτημα που θέτουν οι αιτιάσεις αυτές, αν δηλαδή το Γενικό Δικαστήριο εφήρμοσε προσήκον νομικό κριτήριο κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, είναι νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως (βλ., σχετικώς, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Stichting Administratiekantoor Portielje, C‑440/11 P, EU:C:2013:514, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

–       Επί της ουσίας

27      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού εκ μέρους θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική, μεταξύ άλλων, οσάκις η θυγατρική αυτή, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατ’ ουσίαν τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών που υφίστανται μεταξύ των δύο αυτών νομικών προσώπων. Πράγματι, σε τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η μητρική και η θυγατρική της εταιρία συνιστούν μέρη της ιδίας οικονομικής οντότητας, αποτελώντας έτσι ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει στη μητρική εταιρία απόφαση περί επιβολής προστίμων χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την προσωπική συμμετοχή της εν λόγω εταιρίας στην παράβαση (βλ., σχετικώς, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κ.λπ. κατά Versalis κ.λπ., C‑93/13 P και C‑123/13 P, EU:C:2015:150, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Κατά πάγια, επίσης, νομολογία, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μητρική εταιρία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί ανταγωνισμού, υφίσταται μαχητό τεκμήριο περί του ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή στη θυγατρική της (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κ.λπ. κατά Versalis κ.λπ., C‑93/13 P και C‑123/13 P, EU:C:2015:150, σκέψη 41).

29      Σε τέτοια περίπτωση, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου θυγατρικής προκειμένου να γίνει δεκτό ότι πληρούται το εν λόγω τεκμήριο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δύναται να κρίνει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική της προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία αυτή, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το εν λόγω τεκμήριο, προσκομίσει στοιχεία που αποδεικνύουν επαρκώς ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτόνομα στην αγορά (βλ., σχετικώς, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κ.λπ. κατά Versalis κ.λπ., C‑93/13 P και C‑123/13 P, EU:C:2015:150, σκέψεις 42 και 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Ως εκ τούτου, το τεκμήριο αυτό, εφόσον πληρούται καταρχήν, όπως δεν αμφισβητείται από τις αναιρεσείουσες εν προκειμένω, συνεπάγεται ότι, εξαιρουμένης της περιπτώσεως ανατροπής του, η πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία στη θυγατρική της θεωρείται αποδεδειγμένη και ότι η Επιτροπή μπορεί να κρίνει ότι η πρώτη εταιρία είναι υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της δεύτερης, χωρίς να υποχρεούται να προσκομίσει οποιοδήποτε επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο.

31      Πράγματι, οσάκις πληρούται το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, απόκειται αποκλειστικώς στη μητρική εταιρία που κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό.

32      Προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, η μητρική εταιρία οφείλει, στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής, να υποβάλει στην εκτίμηση του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης κάθε στοιχείο σχετικό με τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ αυτής και της θυγατρικής της δυνάμενο να καταδείξει ότι δεν αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα (βλ., σχετικώς, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2011, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑90/09 P, EU:C:2011:21, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Για να εκτιμηθεί αν η θυγατρική αυτή καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά ή αν εφαρμόζει κατ’ ουσίαν τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας (βλ., σχετικώς, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κατά Stichting Administratiekantoor Portielje, C‑440/11 P, EU:C:2013:514, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης οφείλει να λάβει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων, τα οποία ενδέχεται να διαφοροποιούνται κατά περίπτωση και δεν είναι δυνατό να απαριθμηθούν εξαντλητικώς (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, The Dow Chemical Company κατά Επιτροπής, C‑179/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:605, σκέψη 54).

34      Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση περί πραγματικών περιστατικών αναγομένων στο χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η δυνατότητα να στηριχθεί σε στοιχεία αφορώντα προγενέστερο αυτού χρονικό διάστημα, εφόσον δύναται να καταδείξει τη σημασία των στοιχείων αυτών για το χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως και δεν αποφαίνεται ότι ισχύουν άνευ άλλου τινός για το χρονικό διάστημα αυτό κρίσεις που απορρέουν από την εκτίμηση προγενέστερων του διαστήματος αυτού στοιχείων.

35      Εν προκειμένω, από το σύνολο των σκέψεων 100 έως 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εκτίμηση σύμφωνη με τις απαιτήσεις αυτές.

36      Συγκεκριμένα, αφού αποφάνθηκε, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι νυν αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι δεν ασκούσαν πράγματι, προ της 1ης Ιανουαρίου 2004, καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της SKW, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 100 της αποφάσεως αυτής, ότι έπρεπε να διακριβωθεί αν ισχύει το αυτό και όσον αφορά το χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως και, γενικότερα, το χρονικό διάστημα μετά την 1η Ιανουαρίου 2004. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στις σκέψεις 106 και 107 της αποφάσεως αυτής, ότι τα υπομνησθέντα στις σκέψεις 102 έως 105 της εν λόγω αποφάσεως επιχειρήματα των νυν αναιρεσειουσών, τα οποία δεν αμφισβητούνται ή δεν αμφισβητούνται βασίμως στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, δεν καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί ότι οι αναιρεσείουσες δεν ασκούσαν πράγματι, το έτος 2004, τέτοια επιρροή, εκτίμηση η οποία απόκειται, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, στην αρμοδιότητά του.

37      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη την προγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2004 κατάσταση προκειμένου να απορρίψει τα επιχειρήματα των νυν αναιρεσειουσών με τα οποία αυτές υποστήριζαν ότι είχαν ανατρέψει το τεκμήριο περί εκ μέρους τους πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στην SKW.

38      Καθόσον οι αναιρεσείουσες επικρίνουν το Γενικό Δικαστήριο ότι πεπλανημένα δεν δέχθηκε, ιδίως στις σκέψεις 84 έως 87, 88 και 89, 93 έως 98 και 108 έως 113, την ανατροπή του τεκμηρίου περί εκ μέρους τους πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στην SKW, στηριζόμενο στην ύπαρξη δυνητικής ή θεωρητικής επιρροής, διαπιστώνεται ότι η αιτίαση αυτή απορρέει από πεπλανημένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται οι αναιρεσείουσες, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε στην ύπαρξη δυνητικής ή θεωρητικής επιρροής των αναιρεσειουσών στην SKW, αλλά απλώς διαπίστωσε ότι τα επιχειρήματά τους δεν κατεδείκνυαν ότι δεν υφίστατο εκ μέρους τους πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής στην SKW και ότι, ως εκ τούτου, δεν αρκούσαν για να ανατραπεί το σχετικό με την κατοχή του κεφαλαίου τεκμήριο.

39      Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από την άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη ότι η SKW συμμετείχε στην οικεία παράβαση παραβιάζοντας κατάφωρα τις ρητές και σαφείς οδηγίες των αναιρεσειουσών, οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 106 και 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 32 και 33 της παρούσας αποφάσεως, το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης οφείλει, οσάκις εξετάζει αν ανετράπη το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται στην κρίση του.

40      Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εκτιμήσεως, μολονότι η ύπαρξη ρητής οδηγίας της μητρικής εταιρίας προς τη θυγατρική της να μη μετάσχει σε αντίθετες προς τους κανόνες περί ανταγωνισμού πρακτικές εντός συγκεκριμένης αγοράς μπορεί να αποτελεί αποχρώσα ένδειξη για την εκ μέρους της πρώτης πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής στη δεύτερη, το ενδεχόμενο η δεύτερη να μη συμμορφώθηκε προς την οδηγία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί από το Γενικό Δικαστήριο, όπως αυτό έπραξε στις σκέψεις 90 έως 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποχρώσα ένδειξη για την πραγματική άσκηση τέτοιας επιρροής.

41      Εντούτοις, το ότι θυγατρική δεν συμμορφώνεται προς συγκεκριμένη οδηγία της μητρικής εταιρίας της δεν αρκεί, αφεαυτού, για να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται εκ μέρους της δεύτερης πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής στην πρώτη, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι δεν απαιτείται η θυγατρική να εφαρμόζει όλες τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας για να αποδειχθεί η ύπαρξη καθοριστικής επιρροής, με την επιφύλαξη η μη τήρηση των οδηγιών αυτών να μην αποτελεί τον κανόνα (βλ., σχετικώς, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce, C‑293/13 P και C‑294/13 P, EU:C:2015:416, σκέψεις 96 και 97).

42      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 106 και 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, παρά τις οδηγίες που έδωσαν οι αναιρεσείουσες στην SKW να μη μετέχει σε συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες περί ανταγωνισμού εντός των επίμαχων αγορών, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι δεν ασκούσαν, κατά το χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως, καθοριστική επιρροή στην SKW.

43      Τέλος, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκανε χρήση υπερβολικά περιοριστικού κριτηρίου το οποίο κατέστησε αμάχητο το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής.

44      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι το γεγονός ότι είναι δυσχερής η περί του αντιθέτου απόδειξη που είναι αναγκαία για την ανατροπή του τεκμηρίου περί πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής δεν συνεπάγεται αφεαυτού ότι το τεκμήριο αυτό καθίσταται αμάχητο, ιδίως οσάκις οι οντότητες σε βάρος των οποίων ενεργεί το τεκμήριο είναι οι πλέον κατάλληλες για να αναζητήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά εντός της σφαίρας δραστηριοτήτων τους (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κ.λπ. κατά Versalis κ.λπ., C‑93/13 P και C‑123/13 P, EU:C:2015:150, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Ομοίως, ούτε βάσει του γεγονότος ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στο πλαίσιο της εκ μέρους του εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, οι νυν αναιρεσείουσες δεν ανέτρεψαν το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής μπορεί να γίνει δεκτό ότι το δικαιοδοτικό όργανο αυτό υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθιστώντας το ως άνω τεκμήριο αμάχητο.

46      Ως εκ τούτου, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

47      Δεδομένου ότι απορρίφθηκε το σύνολο των αιτιάσεων που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, η δε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως των αναιρεσειουσών και από παράβαση της υποχρεώσεώς του αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Με τον τρίτο τους λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 287 έως 289 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, μη μειώνοντας το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και το δικαίωμά τους ακροάσεως και παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως.

49      Διατείνονται συναφώς ότι δύο λόγοι επέβαλλαν τη μείωση του ποσού του προστίμου τους. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να συναγάγει τα προσήκοντα συμπεράσματα από τη διαπίστωση στην οποία προέβη το ίδιο, στις σκέψεις 272 έως 275 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό της συνολικής αλληλέγγυας ευθύνης της SKW, κακώς παρέλειψε να λάβει υπόψη το ποσό που προβλέπεται στο σημείο 25 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων τα οποία επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2), το οποίο καλείται και «προσαύξηση εισόδου» και, συνεπώς, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον.

50      Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, SKW Stahl-Metallurgie Holding και SKW Stahl-Metallurgie κατά Επιτροπής (T‑384/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:27), η οποία αφορούσε το χρονικό διάστημα διαπράξεως της παραβάσεως από την 1η Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007, η Επιτροπή δεν έπρεπε να προβεί σε υπέρ της SKW μείωση του ποσού του προστίμου της βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, διότι η αίτηση επιείκειας που υπέβαλαν οι αναιρεσείουσες δεν αφορούσε και την SKW, η οποία δεν είχε υποβάλει τέτοια αίτηση στο όνομά της και για λογαριασμό της. Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι, αν η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει στα σφάλματα αυτά, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην SKW για το πρώτο μέρος της παραβάσεως, το οποίο αφορά το χρονικό διάστημα από τις 22 Απριλίου 2004 έως τις 30 Αυγούστου 2004, θα έπρεπε να είναι σημαντικά υψηλότερο.

51      Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, μη μειώνοντας τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες προκειμένου να άρει την παράνομη έλλειψη αναλογικότητας μεταξύ των προστίμων που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες και του προστίμου που επιβλήθηκε στην SKW βάσει του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, τούτο δε μολονότι, στην απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, Gigaset κατά Επιτροπής (T‑395/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:23), αποφαινόμενο επί προσφυγής κατά του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο, σε παρεμφερή περίπτωση, μείωσε το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί στην Gigaset, μητρική εταιρία της SKW κατόπιν της μεταβιβάσεώς της από τις αναιρεσείουσες, την οποία η Επιτροπή είχε κρίνει ως υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της SKW κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 16 Ιανουαρίου 2007.

52      Οι αναιρεσείουσες υπενθυμίζουν συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 192 της αποφάσεως της 23ης Ιανουαρίου 2014, Gigaset κατά Επιτροπής (T‑395/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:23), αφού έκρινε ότι «η ίση μεταχείριση των ανόμοιων περιπτώσεων της [Gigaset] και της SKW είχε ως συνέπεια να τους επιβληθεί ισόποσο πρόστιμο, μολονότι μεταξύ των ποσών των προστίμων που επιβλήθηκαν στς δύο αυτές εταιρίες έπρεπε να υπάρχει διαφορά ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ», αποφάσισε, «προκειμένου να άρει τη σε βάρος της [Gigaset] διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση», κατά την άσκηση της εκ μέρους του πλήρους δικαιοδοσίας, να «μειώσει κατά ένα εκατομμύριο ευρώ το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη[ν] [Gigaset] με την [προσβαλλόμενη] απόφαση».

53      Επιπλέον, κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να εξετάσει τα επιχειρήματα τα οποία έκρινε ως εκπροθέσμως προβληθέντα για τον λόγο ότι οι αναιρεσείουσες τα είχαν προβάλει για πρώτη φορά με το υπόμνημά τους απαντήσεως και τα οποία αντλούνταν, συναφώς, από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως παραβίασε το δικαίωμά τους ακροάσεως και παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες διευκρινίζουν ότι δεν μπορούσαν να προβάλουν τα επιχειρήματα αυτά σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

54      Η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, καθόσον βαίνει πέραν του αντικειμένου της δίκης σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι διάδικος μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς αναίρεση προβάλλοντας λόγους αντλούμενους από την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι οποίοι σκοπούν στην κατά τον νόμο αμφισβήτηση του βασίμου της (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κ.λπ. κατά Siemens Österreich κ.λπ., C‑231/11 P έως C‑233/11 P, EU:C:2014:256, σκέψη 102, και της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψεις 118 και 170 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56      Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκ νέου εκτίμηση του ποσού των προστίμων που τους επέβαλε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 269 της αναιρεσιβαλλομένης υποθέσεως, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του κατά την έννοια του άρθρου 261 ΣΛΕΕ.

57      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

58      Τούτου δοθέντος, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία επικαλούνται οι αναιρεσείουσες, πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της νομιμότητας, αρχή κατά την οποία δεν νοείται ισότης εν τη παρανομία (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, The Rank Group, C‑259/10 και C‑260/10, EU:C:2011:719, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

59      Ως εκ τούτου, καθόσον επικαλούνται υπέρ αυτών, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας αποφάσεως, παρανομίες που φέρονται να διαπράχθηκαν κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου το οποίο επιβλήθηκε στην SKW, οι αναιρεσείουσες δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να επικαλεσθούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, Gigaset κατά Επιτροπής (T‑395/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:23), προκειμένου να αμφισβητήσουν το ύψος των προστίμων που τους επέβαλε το Γενικό Δικαστήριο.

60      Τέλος, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν, ακόμη κι αν θεωρηθούν βάσιμες, οι αιτιάσεις που αντλούν οι αναιρεσείουσες αφενός μεν από προσβολή του δικαιώματός τους ακροάσεως, αφετέρου δε από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω του ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τα επιχειρήματά τους περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

61      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής nulla poena sine lege certa, καθώς και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

62      Με τον τέταρτο λόγο τους αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και βάλλει τόσο κατά της σκέψεως 288 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσο και κατά του σημείου 2, πρώτη περίπτωση, τελευταίο μέρος περιόδου, του διατακτικού της, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να επισημάνει ρητώς ότι ενδεχόμενη καταβολή εκ μέρους της SKW θα έχει διττό απαλλακτικό αποτέλεσμα, όχι μόνον έναντι αυτών, αλλά και έναντι της Gigaset, προσθέτουν δε ότι η παράλειψη αυτή ενδέχεται να οδηγήσει την Επιτροπή, κατά την είσπραξη των προστίμων που τους επέβαλε, να αμφισβητήσει το απαλλακτικό αποτέλεσμα, έναντι της Gigaset, ενδεχόμενης καταβολής εκ μέρους της SKW. Διατείνονται συναφώς ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή κρίνει ότι καταβολή εκ μέρους της SKW θα έχει απαλλακτικό αποτέλεσμα μόνον έναντι αυτών και όχι έναντι της Gigaset, τότε δεν θα είναι σε θέση να καθορίσουν το ποσό που πρέπει τελικά να καταβάλουν, το δε εθνικό δικαστήριο που θα επιληφθεί ενδεχομένως σχετικής διαφοράς δεν θα μπορεί να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

63      Κατά τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήρο δεν παραβίασε μόνον της αρχή της ασφάλειας δικαίου η οποία ισχύει όσον αφορά την αλληλέγγυα ευθύνη για την καταβολή προστίμων, αλλά και την αρχή nulla poena sine lege certa, παρέβη δε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθώς και το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

64      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρόκειται για νέο ισχυρισμό και ότι, ως εκ τούτου, ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, εν πάσει περιπτώσει, αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65      Πρέπει να επισημανθεί καταρχάς ότι, με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει τόσο κατά της σκέψεως 288 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσο και κατά του σημείου 2, πρώτη περίπτωση, τελευταίο μέρος περιόδου, του διατακτικού της αποφάσεως αυτής, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι τα ποσά που ενδεχομένως θα καταβάλει η SKW για τα πρόστιμα τα οποία της επιβλήθηκαν με το άρθρο 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα απαλλάξουν από την υποχρέωση καταβολής μόνον τις αναιρεσείουσες.

66      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το έννομο συμφέρον συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού, πρέπει δε να εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως επί της ουσίας. Το συμφέρον αυτό υφίσταται καθ’ όσον χρόνο η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Ferrero κατά ΓΕΕΑ, C‑552/09 P, EU:C:2011:177, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Αυτή η προϋπόθεση παραδεκτού ισχύει τόσο για την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της όσο και για καθέναν από τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλονται προς στήριξή της.

68      Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 96 και 98 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο προέβλεψε ρητώς, στη σκέψη 288 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στο σημείο 2, πρώτη περίπτωση, τελευταίο μέρος περιόδου, του διατακτικού της, ότι οι εκ μέρους της SKW καταβολές των ποσών για τα πρόστιμα που της επιβλήθηκαν βάσει του άρθρου 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως θα έχουν αποσβεστικό αποτέλεσμα όσον αφορά τα πρόστιμα στα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες. Επομένως, με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως ζητείται κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει υπέρ τρίτου, εν προκειμένω της Gigaset, το αποσβεστικό αποτέλεσμα τέτοιων καταβολών, ενδεχόμενο από το οποίο οι αναιρεσείουσες δεν θα αποκόμιζαν κανένα όφελος.

69      Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003, καθώς και από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως των αναιρεσειουσών και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

70      Με τον πέμπτο λόγο τους αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και βάλλει τόσο κατά της σκέψεως 288 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσο και του σημείου 2, πρώτη περίπτωση, του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 και προβάλλουν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, κατά την εκ νέου εκτίμηση του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αφαίρεσε από το μέρος του προστίμου που θα υποχρεούνται να καταβάλουν οι αναιρεσείουσες, σε περίπτωση καταβολής εκ μέρους της SKW, τη μείωση που παρανόμως τους αναγνωρίσθηκε βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, τούτο δε χωρίς να εξετάσει τα επιχειρήματά τους συναφώς.

71      Υπό την έννοια αυτή, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι, ελλείψει της μειώσεως του προστίμου της οποίας παρανόμως έτυχε η SKW βάσει της αιτήσεως επιείκειας που είχαν υποβάλει οι αναιρεσείουσες αποκλειστικώς για λογαριασμό τους και όχι της SKW, το ποσοστό του προστίμου που επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες βάσει του σημείου 2, πρώτη περίπτωση, του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως –συγκεκριμένα δε 2,49 εκατομμύρια ευρώ–, ως προς το οποίο οι εκ μέρους της SKW καταβολές έχουν αποσβεστικό αποτέλεσμα, θα ήταν υψηλότερο και θα ανερχόταν στα 3,47 εκατομμύρια ευρώ. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε εμμέσως υπόψη, σε βάρος των αναιρεσειουσών, παράνομη μείωση του ποσού του προστίμου της οποίας έτυχε η SKW.

72      Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να καθορίσει το απαλλακτικό αποτέλεσμα που έχει για την Degussa καταβολή εκ μέρους της SKW επί ποσού ύψους 3,47 εκατομμυρίων ευρώ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

73      Με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν το Γενικό Δικαστήριο επειδή, κατ’ ουσίαν, όσον αφορά το πρόστιμο ύψους 2,49 εκατομμυρίων ευρώ που τους επέβαλε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το Γενικό Δικαστήριο με το σημείο 2, πρώτη περίπτωση, του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόρισε στα 2,49 εκατομμύρια ευρώ και όχι στα 3,47 εκατομμύρια ευρώ το ποσό για το οποίο θα έχει αποσβεστικό αποτέλεσμα για την Degussa ενδεχόμενη καταβολή εκ μέρους της SKW για τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην τελευταία βάσει του άρθρου 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

74      Επισημαίνεται συναφώς ότι, βάσει του μηχανισμού σχετικά με το πρόστιμο που επέβαλε το Γενικό Δικαστήριο αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στις αναιρεσείουσες με το σημείο 2, πρώτη περίπτωση, του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η SKW δύναται ήδη, λόγω των καταβολών που θα πραγματοποιήσει για τα πρόστιμα τα οποία της επιβλήθηκαν με το άρθρο 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, να απαλλάξει τις αναιρεσείουσες από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου του προστίμου ύψους 2,49 εκατομμυρίων ευρώ που τους επιβλήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον.

75      Όπως, όμως, επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 106 των προτάσεών του, η SKW δεν μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει, ούτε καν εν μέρει, το ποσό του 1,24 εκατομμυρίου ευρώ που προβλέπεται στο σημείο 2, δεύτερη περίπτωση, του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 289 της αποφάσεως αυτής και από το σημείο 2, δεύτερη περίπτωση, του διατακτικού της, που δεν αμφισβητούνται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, το ποσό αυτό επιβλήθηκε αποκλειστικώς στην Degussa λόγω υποτροπής και, ως εκ τούτου, δεν θα επηρεασθεί από τις καταβολές στις οποίες ενδεχομένως θα προβεί η SKW προς εξόφληση του προστίμου που επιβλήθηκε σε εκείνη.

76      Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

77      Ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

79      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

80      Δεδομένου ότι η Degussa και η AlzChem ηττήθηκαν ως προς τα αιτήματά τους και ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, αυτές φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η Evonik Degussa GmbH και η AlzChem AG φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.